Κυριακή 7 Μαΐου 2017

ΕφΠατρών 124/2017 : Αμοιβή δικηγόρου - ΝΠΔΔ - Υπολογισμός - Τόκος - ΦΠΑ


Βάση για τον προσδιορισμό της αμοιβής που δικαιούται ο δικηγόρος του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της αγωγής ή της εφέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου ή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου πολιτικών ή διοικητικών, αποτελεί η αμοιβή που δικαιούται ο δικηγόρος του ενάγοντος για τη σύνταξη προτάσεων της πρώτης πρωτόδικης συζητήσεως και ανέρχεται στο διπλάσιο αυτής, δηλαδή σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής όταν πρόκειται περί αγωγής με αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα. Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η καταβολή αμοιβής. Σε περίπτωση περιορισμού εκ μέρους των εναγόντων του αιτήματος σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό για τον υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής λαμβάνεται υπόψη το μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ποσό. Εν προκειμένω δεν συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος δικηγόρου και του εναγόμενου ΝΠΔΔ έγγραφη σύμβαση που να καθορίζει την αμοιβή του δικηγόρου. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει ανάλογη αμοιβή με αυτή που προβλέπεται για τη σύνταξη προτάσεων από εναγόμενο (2%) επί του αιτούμενου  με την αγωγή χρηματικού ποσού. Για την ύπαρξη υποχρέωσης του εναγομένου τοκοδοσίας της αμοιβής του ενάγοντος δικηγόρου απαιτείται όχληση κατά τις οικείες διατάξεις του ΑΚ ή συμβατικά ορισμένη για την καταβολή της αμοιβής δήλη ημέρα. Δικαίωμα του δικηγόρου να αιτηθεί από το εναγόμενο την καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ επί της αμοιβής του. Ο φόρος είναι απαιτητός κατά το χρόνο έκδοσης της απόδειξης. Ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει το οικείο ποσό με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα εκδόσεως από τον ενάγοντα της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών και παραδόσεώς της στον εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση και όχι από της επιδόσεως της αγωγής.

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαριέττα Μαυρή, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Μαΐου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ..., Δικηγόρου και κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο αυτοπροσώπως λόγω της άνω ιδιότητας του.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ  Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΥΡΓΟΥ» ως εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει επί της οδού Τ. Πετροπούλου & Πατρών στον Πύργο Ηλείας, ως καθολικού διαδόχου του αρχικά εφεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ» και αυτού ως καθολικού διαδόχου του αρχικά εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΘΛΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ», το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΙΜΑ, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του ΚΦ.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 21-01-2011 και με αριθμό κατάθεσης 26/2011 αγωγή του, που άσκησε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας κατά του αρχικού εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΘΛΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ», στη θέση του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος του το Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ» αρχικά εφεσίβλητο ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

Το ανωτέρω Δικαστήριο αφού δίκασε την αγωγή εξέδωσε την υπ' αριθ. 145/2012 οριστική του απόφαση, με την οποία, δέχθηκε εν μέρει ως κατ" ουσίαν βάσιμη αυτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών - ενάγων με την από 07-01-2013 έφεση του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5/21-01-2014, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 131/12-3-2014 και ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή.

Η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους που ο πρώτος εξ αυτών κατέθεσε επί της έδρας και η δεύτερη προκατέθεσε νόμιμα και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σε αυτές αναφέρονται.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Η υπό κρίση από 07-01-2013 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 5/21-01-2014) έφεση του ενάγοντος κατά της υπ αριθ. 145/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 έως 681 του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ούτε γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517 εδάφιο α', 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 21-01-2011 (αριθ. κατ. Μει 26/2011) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ιστορούσε ότι είναι νόμιμα διορισμένος δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Ηλείας και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας. 
Ότι με την υπ' αριθ. 42/23-12-2005 απόφαση του Δ.Σ. του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΘΑΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ», όπως το περιεχόμενο αυτής αναφέρεται λεπτομερώς στην αγωγή, το τελευταίο του ανέθεσε στις 23-12-2005 την ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου εκπροσώπηση του με την ιδιότητα του ως δικηγόρου και τη σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος προς απόκρουση αγωγής αποζημίωσης των ................................... και ......................................  ατομικά και ως εκπροσώπων του ανηλίκου τέκνου τους ... σε βάρος του και σε βάρος του Δήμου Πύργου, με αντικείμενο διαφοράς αξίας 1.767.350,00 Μεταξύ αυτού και του εναγομένου καταρτίστηκεσύμβαση με την οποία συμφωνήθηκε ότι η αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό που καθορίζεται ως ελάχιστη νόμιμη αμοιβή για τον δικηγόρο του εναγόμενου με βάση τον Κώδικα περί Δικηγόρων και την 3η γενική συνεδρίαση της 31ης-01-2002 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ότι σε εκτέλεση της άνω εντολής παραστάθηκε και κατέθεσε υπόμνημα ενώπιον του προαναφερόμενου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 19ης-01-2006, το εναγόμενο όμως αρνείται να του καταβάλει την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του, η οποία ανέρχεται, με βάση τις διατάξεις του ως άνω Κώδικα, στο ποσό των 35.347,00ήτοι σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της αγωγήςκαθώς και ποσό των 8.129,816, που αναλογεί σε ΦΠΑ 23% επί του ως άνω ποσού. 
Η απαίτηση του κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 24-01-2006, που κατέθεσε το υπόμνημα στο ως άνω δικαστήριο. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει κυρίως από τη σύμβαση επικουρικά από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων το συνολικό ποσό των 43.476,81με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των 35.347,006 από 24-01-2006 άλλως από την επίδοση της αγωγής και ως προς το ποσό των 8.129,816 από την επίδοση της αγωγής και  μέχρι την πλήρη  και ολοσχερή  εξόφληση τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί τοκογονίας από 24-01-2006, δέχθηκε αυτή εν μέρει ως βάσιμη στην ουσία και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.052,006, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεση του και ζητεί, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ερμηνεία του νόμου, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του και την παραδοχή αυτής στο σύνολο της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ.1, 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/ 1954), που εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου γενέσεως της επίδικης αξιώσεως, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει αμοιβής. Με το άρθρο 155 εδ. Β’ του ίδιου Κώδικα, όπως τούτο προσετέθη με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 4507/1966 και του οποίου η εφαρμογή επεκτάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 950/1970 και "επί των ενώπιον παντός διοικητικού δικαστηρίου και κατά πάσαν διαδικασίαν εκδικαζομένων υποθέσεων" ορίζεται ότι "Διά τας ενώπιον των φορολογικών δικαστηρίων, ήδη διοικητικών, υποθέσεις εφαρμόζονται αι διατάξεις αι αφορώσαι τας πολιτικός υποθέσεις, κατά την εξής διάκρισιν: α) Διά τας ενώπιον του μονομελούς πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών υποθέσεις, β) διάτας ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του πρωτοδικείου υποθέσεις και γ) διά τας ενώπιον του δευτεροβαθμίου φορολογικού Εφετείου [ανεξαρτήτως συνθέσεως], αι διατάξεις αι αφορώσαι τας ενώπιον του Εφετείου υποθέσεις". Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι βάση για τον προσδιορισμό της αμοιβής που δικαιούται ο δικηγόρος του εναγομένου για τη σύνταξη Προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της αγωγής ή της εφέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου ή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πολιτικών ή διοικητικών, αποτελεί η αμοιβή που δικαιούται ο δικηγόρος του ενάγοντος για τη σύνταξη προτάσεων της πρώτης πρωτόδικης συζητήσεως (107 παρ. 1) και ανέρχεται στο διπλάσιο αυτής, δηλαδή σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, όταν πρόκειται περι αγωγής με αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα (ΕφΑΘ 8653/1999 ΕλλΔνη 2000.481). Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή κατά τις άνω διατάξεις προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η καταβολή αμοιβής, διότι μόνον αφού τελειωθεί η ενέργεια του δικηγόρου διασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια αυτή (Ολ ΑΠ 14/2008).


Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν πάλι οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα απ' αυτά χωριστά (οι διάδικοι  δεν εξέτασαν μάρτυρες ενώπιον του  πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών ... είναι δικηγόρος, μέλος του  Δικηγορικού  Συλλόγου Ηλείας. Στις  23-12-2005, το αρχικά εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΘΛΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ», το οποίο με την υπ' αριθ. 144/2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πύργου, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 37449/1496/06-6-2011 απόφαση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ στο ΦΕΚ  1549/τεύχος Β727-6-2011, συγχωνεύθηκε με άλλα έξι Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου Πύργου και συστάθηκε το αρχικά εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ», το οποίο ως καθολικός διάδοχος υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, και ακολούθως  με την υπ' αριθ. 29654/3372 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην ΕτΚ στο ΦΕΚ 683/τεύχος Β 721-4-2015 αυτό καταργήθηκε και κατέστη καθολικός διάδοχος αυτού το ήδη εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΥΡΓΟΥ», το οποίο και συνεχίζει την παρούσα εκκρεμή δίκη, με την υπ' αριθ. 42/2005 απόφαση του Δ.Σ. του παρέσχε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον ανωτέρω ενάγοντα δικηγόρο να το εκπροσωπήσει, με την ως άνω ιδιότητα του, σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου, κατά την εκδίκαση αγωγής αποζημίωσης, που είχε ασκηθεί από τους ... και ... ατομικά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους ... κατ' αυτού και των Δήμου Πύργου, ... και .... Με την αγωγή αυτή οι προαναφερόμενοι ενάγοντες ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε ολόκληρο ο καθένας να τους καταβάλουν ως ασκούντες τη γονικά) μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους ... το ποσό των 880.410,006, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής που υπέστη αυτό από τον τραυματισμό του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και ατομικά σε έκαστο εξ αυτών πρώτο και δεύτερη ενάγοντες το ποσό των 293.470,006 αντίστοιχα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν αυτοί από τον τραυματισμό του τέκνου τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς επίσης και στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 300.000,006 ως μελλοντική ζημία, νομιμότοκα. Από το σε φωτοαντίγραφο προσκομιζόμενο απόσπασμα του υπ' αριθ. 8/23-12-2005 πρακτικού του Δ.Σ. του αρχικού εναγομένου, αποδεικνύεται ότι το τελευταίο με την υπ' αριθ. 42/2005 απόφαση του αποφάσισε και έδωσε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον ..., Δικηγόρο του Πρωτοδικείου Ηλείας, να εκπροσωπήσει το Ν.Π.Δ.Δ., στις 19-01-2006, και να καταθέσει υπόμνημα κατά τη συζήτηση της από 27-5-2005 αγωγής  των  προαναφερόμενων τότε εναγόντων και ταυτόχρονα αποφάσισε ότι η αμοιβή του ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 95, 107, 100 και 155 ΝΔ 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων και της 3ης γενικής συνεδρίασης της 31 -12-2002 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω του οικονομικού αντικειμένου και της σπουδαιότητας της επίδικης διαφοράς καθώς και της κρισιμότητας της υπόθεσης. Στην ίδια ως άνω απόφαση του Δ.Σ.  αναφέρεται ότι «Ειδικότερα το ύψος του οικονομικού αντικειμένου της εν λόγω αγωγής, προσδιορίζεται στο ποσό του 1. 767.350,00λόγω εγκαυμάτων που υπέστη ο υιός των εναγόντων σε επισυμβάν ατύχημαΟ κίνδυνοςεπιδίκασης ενός τόσου υψηλού  ποσού θα προκαλούσε  κίνδυνο δημιουργίας δεδικασμένου εναντίον του. Επιπλέον ο χειρισμός τέτοιων υποθέσεων απαιτεί εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία σε υποθέσεις αποζημιώσεως, την οποία ο εν λόγω  δικηγόρος διαθέτει». Όπως αποδεικνύεται δε από την εκδοθείσα επί της αγωγής υπ' αριθ. 187/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου, σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής το αρχικά εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., στις 19-01-2006, κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του προαναφερόμενου Δικαστηρίου εκπροσωπήθηκε από τον ενάγοντα δικηγόρο, ο οποίος κατέθεσε  και το από  24-01-2006 υπόμνημα του, περιέχον τους ισχυρισμούς του, με τους οποίους απέκρουε την αγωγή. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο άνω Δικαστήριο, οι ενάγοντες με το υπόμνημα τους  περιόρισαν το αίτημα της προαναφερόμενης σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να τους καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους το ποσό των 130.000,00 και ατομικά σε καθένα εξ αυτών τοποσό των 243.470,00 αντίστοιχα και το ποσό των 300.000,006 για μελλοντικη θετική ζημία και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους το ποσό των 530.366,006 και ατομικά σε καθένα εξ αυτών το ποσό των 50.000,006 αντίστοιχα. Με την ως άνω απόφαση του το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς τον εναγόμενο Δήμο Πύργου, ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προς τους εναγόμενους ... και ..., και δέχθηκε αυτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη ως προς το νυν αρχικά εναγόμενο, υποχρεώνοντας το τελευταίο να καταβάλει στους ενάγοντες εις ολόκληρο για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους το ποσό των 300.000,006, με το νόμιμο τόκο. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του αρχικά εναγομένου καταρτίστηκε σύμβαση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, με την οποία συμφωνήθηκε ότι η αμοιβή του θα ανέρχεται στο ποσό που καθορίζεται ως ελαχίστη νόμιμη αμοιβή για το δικηγόρο του εναγομένου με βάση τα άρθρα 95, 107, 100 και 105 του Κώδικα περί Δικηγόρων και ως τέτοια σύμβαση επικαλείται την υπ' αριθ. 42/2005 απόφαση του Δ.Σ. του τελευταίου. Η τελευταία όμως δεν συνιστά έγγραφη σύμβαση καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και του αρχικού εναγομένου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός. Μεταξύ των προαναφερόμενων δεν συνήφθη έγγραφη σύμβαση που να καθορίζει την αμοιβή του ενάγοντος, αλλά όμως η έλλειψη τέτοιας συμφωνίας σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο ενάγων, ως αποδείχθηκε, πραγματοποίησε τη δικηγορική υπηρεσία που του ανατέθηκε δικαιούται να αξιώνει και να λάβει αμοιβή ανάλογη με αυτή που προβλέπεται για τη σύνταξη προτάσεων από εναγόμενο, κατά τα άρθρα 107 παρ. 1 και 100 παρ. 1 σε συνδυασμό προς το άρθρο 155 εδάφιο β' του Κώδικα περί Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954) και η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί του αιτουμένου με την ανωτέρω αγωγή χρηματικού ποσού, ήτοι σε ποσό 35.347,00 (1.767.350,006 Χ 2%) ευρώ. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ως άνω απόφαση του Δ.Σ. είναι ανυπόστατη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς τον καθορισμό της αμοιβής του ενάγοντος, γιατί δεν υπάρχει εισήγηση, δεν γίνεται αναφορά σ' αυτή αν έγινε ψηφοφορία, αν λήφθηκε η απόφαση ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία και δεν φέρει τις υπογραφές μελών, αλυσιτελώς προβάλλεται, εφόσον ο ενάγων δικαιούται αμοιβής ως προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων και χωρίς την ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε τα ίδια ως προς τον καθορισμό της αμοιβής του ενάγοντος, ήτοι ότι ακόμη και εάν δεν υπάρχει έγκυρη έγγραφη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων η αμοιβή του ενάγοντος προβλέπεται και ορίζεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (άρθρο 92 παρ. 1) και προχώρησε στον υπολογισμό αυτής ως ανωτέρω, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και εξέτασε την κύρια βάση της αγωγής, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης απορριπτέος. Περαιτέρω, ως προαναφέρθηκε, η αμοιβή του ενάγοντος ανέρχεται σε 35.347,006, πλην όμως ο κανονισμός της αμοιβής του δεν θα γίνει σύμφωνα με το αναφερόμενο στην αγωγή των ... και ... αίτημα ποσού 1.767.350,006, αλλά με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί μετά από επιμελή εξακρίβωση των πραγματικών και νομικών δεδομένων. Συγκεκριμένα θα υπολογισθεί επί μικρότερου ποσού και δη επί του συνολικού ποσού των 500.000,006, ήτοι ποσού 200.000,006 για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη το ανήλικο τέκνο των εναγόντων από τον τραυματισμό του, 50.000,006 για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο πρώτος ενάγων ατομικά, 50.000,006 για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη η δεύτερη ενάγουσα ατομικά και 200.000,006 ως μελλοντική θετική ζημία που αιτείται ο πρώτος ενάγων ατομικά, διότι τα αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια είναι προφανώς διογκωμένα. Ο ενάγων έπρεπε να γνωρίζει ότι αυτά είναι διογκωμένα, λόγω της πείρας του από την άσκηση του επαγγέλματος του. Ο περιορισμός δε του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό δεν συνιστά παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το  ποσό που αιτούνταν οι ενάγοντες να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλεται και συνυπολογίζεται στο συνολικό αιτούμενο ποσό. Ενόψει των ανωτέρω, η παραδεκτά προβαλλόμενη από το αρχικά εναγόμενο πρωτόδικος αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις προτάσεις του ένσταση για προφανώς εξογκωμένο αίτημα, η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 102 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία έχει εφαρμογή και στην αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, καθώς αυτό αιτείται τη μείωση του ποσού που έπρεπε να αιτούνται οι ενάγοντες σε συνολικό ποσό μικρότερο των 500.000,006. Με βάση τα ανωτέρω, το αίτημα της αγωγής που ανερχόταν, ως προαναφέρθηκε, στο συνολικό ποσό του 1.767.350,006 πρέπει να μειωθεί στο συνολικό ποσό των 500.000,006 και η αμοιβή του ενάγοντος δικηγόρου να καθορισθεί με βάση το αμέσως προαναφερόμενο ποσό προς 2% επ' αυτού. Επομένως, ο ενάγων δικηγόρος δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για την εκπροσώπηση του αρχικά εναγομένου στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πύργου και την κατάθεση υπομνήματος το ποσό των 10.000,00 (500.000,006 Χ 2%) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε τα ίδια και δέχθηκε εν μέρει την ως άνω ένσταση του αρχικά εναγομένου ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα και οι σχετικοί δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης, οι οποίοι συνέχονται μεταξύ τους, πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και δη από την υπ' αριθ. 187/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικηγόρος κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, εκπροσώπησε πλην του αρχικά εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. «Οργανισμός Δημοτικών Κέντρων Αθλήσεως Δήμου Πύργου» και τον πρώτο εναγόμενο της αγωγής Δήμο Πύργου, από κοινού με τους δικηγόρους.... Για την παράσταση του αυτή ο ενάγων έλαβε στις 30-8-2006 ως αμοιβή το ποσό των 4.948,006, ως προκύπτει από το σε φωτοαντίγραφο προσκομιζόμενο από τον προαναφερόμενο υπ' αριθ. ΕΠ/1319/25-7-2006 χρηματικό ένταλμα, το οποίο έχει θεωρηθεί από τον Επίτροπο στο Ν. Ηλείας ... και τον Προϊστάμενο Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών ..., καθώς και από την από 25-7-2006 απόδειξη του Δήμου Πύργου. Στο ως άνω χρηματικό ένταλμα στη θέση «Δικαιολογητικά» αναγράφεται «ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΠΟΦ.Δ.Ε. ΓΙΑ ΠΡΟΣΛ. ΔΙΚΗΓ. & ΔΙΑΘ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΜΟΙΒΩΝ ΘΕΩΡΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ», σε κανένα σημείο του εντάλματος δεν γίνεται αναφορά στο αρχικά εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., ώστε να θεωρηθεί ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε στον ενάγοντα δικηγόρο ως αμοιβή και για την παράσταση του στο διοικητικό δικαστήριο για το τελευταίο, ούτε άλλωστε από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικών προκύπτει ότι το αρχικά εναγόμενο προέβαλε και καταχωρίσθηκε στα  τελευταία ένσταση μερικής εξοφλήσεως. Η μοναδική αναφορά που γίνεται στην καταβολή του ως άνω ποσού αφορά στην ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προβλήθηκε από το αρχικά εναγόμενο και καταχωρίσθηκε στα πρακτικά όπου εκεί αναφέρεται με σαφήνεια ότι ο ενάγων αποδέχθηκε την υπ' αριθ. 43/2006 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου περί έγκρισης της παραπάνω αμοιβής και έλαβε το σχετικό ποσό. Δεν γίνεται καμία αναφορά στο Δ.Σ. του αρχικά εναγομένου, το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται το έτος 2006 αφού ο Δήμος Πύργου κατέστη καθολικός διάδοχος του αρχικού καθολικού διαδόχου του τελευταίου το έτος 2015 και ως εκ τούτου η Δημαρχιακή Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να αποφασίζει για θέματα του αρχικά εναγομένου. Το αρχικά εναγόμενο στις από 11-10-2011 έγγραφες προτάσεις του που κατέθεσε, επί της έδρας, αναφέρει στο κεφάλαιο που αφορά στην ένσταση καταχρηστικής άσκηση της αγωγής επί λέξει «Να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση έλαβε ως αμοιβή του από το Δήμο Πύργου για την ίδια υπόθεση το ποσό των 4.948 ευρώ» και αναφέρει παρακάτω τα έγγραφα που προσάγει, χωρίς και πάλι καμία αναφορά ότι αυτό το ποσό καταβλήθηκε ως αμοιβή και για το αρχικά εναγόμενο προς τον ενάγοντα δικηγόρο. Από δε την με αριθμό πρωτ. 27/27-4-2007 βεβαίωση του αρχικά εναγομένου που εκδόθηκε, μετά από αίτηση του ενάγοντος δικηγόρου και φέρει την υπογραφή του Προέδρου του ΟΔΚΑ ..., προκύπτει με σαφήνεια ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που υπήρχαν στο αρχείο του αρχικά εναγομένου δεν είχε εκδοθεί μέχρι την ως άνω ημερομηνοχρονολογία χρηματικό ένταλμα πληρωμής επ' ονόματι του προαναφερόμενου ενάγοντος για την υπόθεση της οικογένειας ... Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν τίθεται θέμα μερικής εξόφλησης της αμοιβής του ενάγοντος και αφαίρεσης από το ποσό των 10.000,00 του ποσού των 4.948,006 και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 10.000,006, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και όχι από 24-01-2006, ημέρα καταθέσεως του υπομνήματος στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πύργου, που κυρίως αιτείται, διότι αυτός δεν επικαλείται ούτε αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί η καταβολή της αμοιβής του σε δήλη ημέρα ή ότι υπήρξε όχληση κατά την ως άνω ημέρα. Για την ύπαρξη υποχρέωσης του εναγομένου τοκοδοσίας της αμοιβής του ενάγοντος απαιτείται όχληση κατά τα άρθρα 340, 345, 346 ΑΚ ή συμβατικά ορισμένη για την καταβολή της αμοιβής δήλη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 341 ΑΚ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 655 εδάφιο α' του ιδίου άνω Κώδικα, κατά την οποία, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας ώστε να υπάρχει από το νόμο δήλη ημέρα της οποίας η άπρακτη προθεσμία να καθιστά τον εντολέα υπερήμερο. Ο ενάγων  με την αγωγή  του ισχυρίσθηκε ότι επανειλημμένα όχλησε το εναγόμενο για την καταβολή της αμοιβής του, με πρώτη όχληση στις 16-3-2007, δεν αξίωσε όμως αυτή με το νόμιμο τόκο, κύρια ή επικουρικά, από την ως άνω ημερομηνοχρονολογία και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του επιδίκασε στον ενάγοντα ως αμοιβή το ποσό 5.052,006, μετά από αφαίρεση από το ποσό των 10.000,006 του ποσού των 4.948,006 ως μερικώς καταβληθείσα αμοιβή, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου πρέπει ο σχετικός πέμπτος λόγος έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία. Κατά το μέρος δε που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε την κύρια βάση του παρεπομένου αιτήματος της αγωγής περί καταβολής τόκων από 24-01-2006, ορθά εφήρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του ενάγοντος είναι απορριπτέος και ο σχετικός έβδομος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 307 παρ. 1 του Π.Δ. 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (που ίσχυσε έως 01-01-2007), «οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, που διορίζονται από δήμο ή κοινότητα, αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων που ισχύουν κάθε φορά. Η αμοιβή τους μπορεί να ελαττωθεί, με απόφαση του δικαστηρίου που δικάζει πίνακα αμοιβών τους έως το πενήντα στα εκατό των κατωτάτων ορίων που ορίζονται στον Κώδικα, ύστερα από εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του δήμου ή της κοινότητας που έχει διορίσει το δικηγόρο». Το εναγόμενο επικαλούμενο την ως άνω διάταξη και κακή οικονομική κατάσταση ζητά ως και πρωτοδίκως τη  μείωση της αμοιβής του ενάγοντος  κατά ποσοστό 50%, αίτημα το οποίο όμως κρίνεται απορριπτέο, διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η άνω διάταξη, καθόσον ο ενάγων δεν παρέσχε τις υπηρεσίες του ως πληρεξούσιος δικηγόρος του Δήμου Πύργου. Απορριπτέος όμως ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αρχικά εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (281 ΑΚ) του ενάγοντος και απόρριψης της αγωγής, που προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις προτάσεις του, με τον οποίο επικαλούνταν ότι καταχρηστικά ο ενάγων αιτείται την αμοιβή του σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων άλλως με συμφωνηθέν ποσοστό κατώτερο του 2%, εφόσον τόσο αυτός όσο και οι συνάδελφοι του δικηγόροι που παρέστησαν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου για λογαριασμό του εναγομένου Δήμου Πύργου δεν αμείφθηκαν για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους σύμφωνα με τον ως άνω Κώδικα και ότι λόγω της άνω πραγματικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί δημιουργήθηκε σε αυτό η πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί αγωγή εναντίον του που να ανατρέπει την άνω κατάσταση, και να έχει επαχθείς συνέπειες σ  αυτό. Τούτο διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθίσταται καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος να ζητήσει την ελαχίστη νόμιμη αμοιβή του, για τον καθορισμό της οποίας και το ίδιο το εναγόμενο με την υπ αριθ. 42/2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, ως προαναφέρθηκε, είχε αποφασίσει ότι θα γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ τους είχε δημιουργηθεί τέτοια κατάσταση που να δικαιολογεί τη δημιουργία πεποίθησης σ' αυτό ότι δεν θα ασκηθεί από μέρους του ενάγοντος αγωγή. Αντίθετα από το από 16-3-2007 έγγραφο που φέρει τον τίτλο «γνωστοποίηση - πρόταση (Επισήμανση: Εξαιρετικά Επείγον)», το οποίο απευθύνεται στο αρχικό εναγόμενο και κατατέθηκε στο τελευταίο, προκύπτει ότι αυτό γνώριζε ότι ο ενάγων δεν είχε παραιτηθεί από την αξίωση αμοιβής του, εφόσον σε αυτό, μεταξύ άλλων αναφερόμενων, γίνεται μνεία στην μη καταβολή της αμοιβής του μέχρι την ως άνω ημέρα και ότι πρόκειται να την απαιτήσει άμεσα με κάθε νόμιμο μέσο. Περαιτέρω, από την ισχύ του Ν. 3842/2010, την 01-7-2010, καταργήθηκε η απαλλαγή από το φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) των υπηρεσιών των δικηγόρων και υπάγονται αυτές σε Φ.Π.Α. με συντελεστή 23% επί της φορολογητέας αξίας (άρθρ. 62 παρ. 3). Με τον ίδιο ως άνω νόμο οι δικηγόροι πρέπει να εκδίδουν την αντίστοιχη απόδειξη παροχής υπηρεσιών την ημέρα που πραγματοποιήθηκε η δικηγορική υπηρεσία ανεξάρτητα αν και πότε καταβλήθηκε ή  θα καταβληθεί η αμοιβή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων δικηγόρος δεν έχει εκδώσει απόδειξη παροχής υπηρεσιών για την ως άνω υπηρεσία που παρέσχε το έτος 2006, δικαιούται όμως να αιτείται από το εναγόμενο την καταβολή του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας επί της αμοιβής του, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 του Π.Δ. 180/1992 «Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων» αυτός ως ασκών ελεύθερο επάγγελμα, δεν είχε υποχρέωση να εκδώσει την παραπάνω απόδειξη κατά το χρόνο που πραγματοποίησε την ανωτέρω δικηγορική υπηρεσία, αλλά κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής του. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2859/2000 «Κώδικας Φ.Π.Α.», που ίσχυε κατά το χρόνο που ο ενάγων παρέσχε την υπηρεσία του, υπήρχε φορολογική] υποχρέωση και ο φόρος ήταν απαιτητός από το Δημόσιο κατά το χρόνο έκδοσης της απόδειξης. Επομένως, εφόσον αυτός ακόμη δεν έχει λάβει την αμοιβή του δικαιούται για την ως άνω αιτία το ποσό των 2.300,00 (10.000,006 Χ 23%) ευρώ. Το ποσό αυτό υποχρεούται να καταβάλει το εναγόμενο  με το νόμιμο τόκο από την ημέρα εκδόσεως από τον ενάγοντα της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών και παραδόσεως αυτής στο εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση και όχι από της επιδόσεως της αγωγής που αβάσιμα αιτείται ο ενάγων, διότι η ως άνω έναρξη τοκοδοσίας προσκρούει στο σκοπό των προαναφερόμενων διατάξεων, που είναι η διασφάλιση της απόδοσης του φόρου προστιθέμενης αξίας στο Δημόσιο από την έκδοση από τον προαναφερόμενο της σχετικής απόδειξης και παράδοσης της στο εναγόμενο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο του αναλογούντος στην αμοιβή του ενάγοντος φόρου προστιθέμενης αξίας ως ουσία αβάσιμο, και δη γιατί δεν εκδόθηκε ακόμη απόδειξη παροχής υπηρεσιών, έσφαλε στην ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία ο σχετικός έκτος λόγος έφεσης.

Κατ' ακολουθία των παραπάνω και μετά την παραδοχή των πέμπτου και έκτου λόγου της εφέσεως, πρέπει η τελευταία να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση  στο σύνολο της, ήτοι και για τα κεφάλαια που δεν προσβάλλονται με αυτή και γι’ αυτά που έχουν απορριφθεί με την ανωτέρω, για το ενιαίο της εκτέλεσης, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και στη συνέχεια αφού δικασθεί να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως κατ' ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο  Ν.Π.Δ.Δ. με την  επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΥΡΓΟΥ», ως καθολικός διάδοχος του αρχικού εναγόμενου, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.300,00με το νόμιμο τόκο για μεν το ποσό των 10.000,006 από τηνεπομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφλησηγια δε το ποσό των 2.300,006 από την ημέρα εκδόσεως από τον ενάγοντα της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών και παράδοσης αυτής στο εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα θα κατανεμηθούν ανάλογα με τη νίκη και την ήττα των διαδίκων και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου - εφεσίβλητου (άρθρ. 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), θα επιβληθούν όμως μειωμένα κατ' άρθρο 281 παρ. 2 Ν. 3462/2006, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολο της την υπ' αριθ. 145/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή στην ουσία.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει ως ουσία βάσιμη αυτή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΥΡΓΟΥ» καθολικό διάδοχο του αρχικού εφεσίβλητου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ», καθολικού διαδόχου του αρχικού εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΘΛΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΥ ΠΥΡΓΟΥ» να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων (12.300,00) ευρώ, με το νόμιμο για μεν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, για δε το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300,00) ευρώ, από την ημέρα εκδόσεως από τον ενάγοντα της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών και παραδόσεως αυτής στο εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εφεσίβλητο εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, στην Πάτρα, στις 20 Μαρτίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επειδή η Δικαστής μετατέθηκε
Η διευθύνουσα το Εφετείο Πατρών

Στεφανία Καρατζά
Πρόεδρος Εφετών    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου