(...) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 4335/2016 και εφαρμόζεται ως προς τις διατάξεις του για την αναγκαστική εκτέλεση όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε μετά τις 1.1.2016, στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση: α) Έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης.
Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας.
Στις περιπτώσεις των προηγούμενων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686επ, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 ́ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.
γ) Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος, που δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686επ, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης… 3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 951 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση γίνεται με κατάσχεση περιουσίας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή με αναγκαστική διαχείριση ή με προσωπική κράτηση. Όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 § 2, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται στην κοινή περιουσία τους. 2. Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης.
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η αίτηση αναστολής της διαδικασίας της εκτέλεσης για τις περιπτώσεις όπου η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση επιταγή που έχει συνταχθεί μετά την 1.1.2016 προβλέπεται και είναι παραδεκτή α) σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή κατά της εκτέλεσης, που δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686επ, το οποίο μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης και β) σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, ενώπιον του Δικαστηρίου του ένδικου μέσου που τυχόν έχει ασκηθεί κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής που δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686επ, και το οποίο μπορεί να διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου.
Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση που συντάχθηκε για τον ως άνω Νόμο με σκοπό τη βελτίωση και απλοποίηση του συστήματος της αναγκαστικής εκτέλεσης και την ταχύτερη διεξαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας, η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή πρότεινε και ενσωμάτωσε σημαντικές αλλαγές, που συμβάλλουν στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου στην πληρέστερη ικανοποίηση της αξίωσης του δανειστή. Η γενική γραμμή στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης ακολουθεί δύο βασικές κατευθύνσεις: η πρώτη θέλει να περιορίσει τον αριθμό των ένδικων βοηθημάτων που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διενέργεια των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και η δεύτερη να περιορίσει τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η υλοποίηση στην πράξη των εκτελεστών τίτλων. Το ισχύον πριν την ψήφιση του ν. 4335/2015 σύστημα προέβλεπε πλήθος ανακοπών και αναστολών που μπορούσαν να ασκή- σουν οι ενδιαφερόμενοι, προκειμένου να προβάλλουν τους ισχυρισμούς τους κατά την αναγκαστική εκτέλεση, ενώ η διαδικασία που ακολουθείτο προέβλεπε τη δυνατότητα στη συνέχεια άσκησης ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονταν σχετικά, ώστε πολλές φορές ο χρόνος που απαιτείτο για να ολο- κληρωθεί το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης να είναι ίσης διάρκειας με εκείνον που απαιτήθηκε, όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, για να εκδοθεί η τελευταία. Η ικανοποίηση των δύο αυτών αναγκών είναι εφικτή με το ακόλουθο σύστημα: όλα τα παράπονα που μπορούν να προβληθούν για πλημ- μέλειες της εκτελεστικής διαδικασίας θα ασκούνται μόνο σε δύο χρονικά σημεία: το πρώτο θα βρίσκεται πριν τον πλειστηριασμό και θα περιλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους λόγους για τους οποίους τα μέρη της διαδικασίας ισχυρίζονται ότι η τελευταία πάσχει σε κάποιο σημείο της και το δεύτερο μετά τον πλει- στηριασμό. Ειδικότερα, αμέσως μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και την επιβολή της κατάσχεσης θα διενεργούνται σε πολύ μικρό χρονικό πλαί- σιο όλες οι απαιτούμενες γνωστοποιήσεις και κοινο- ποιήσεις της προδικασίας του πλειστηριασμού και ο τελευταίος θα προσδιορίζεται να διενεργηθεί μέσα σε λίγους μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης. Αφού, λοιπόν, όλες οι πράξεις θα ενεργούνται αμέσως μετά την κατάσχεση, ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα μπορεί αλλά και θα πρέπει να συγκεντρώσει όλα τα παράπονά του κατά της μέχρι τώρα εκτελεστικής διαδικασίας σε μια ανακοπή, που θα εκδικάζεται πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Η διαδικασία που θα τηρείται θα είναι εκείνη των περιουσιακών διαφορών και θα επιτρέπεται στη συνέχεια η άσκηση μόνο έφε-σης κατά της απόφασης που θα εκδίδεται, χωρίς να αναστέλλεται η περαιτέρω διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Θα υπάρχει όμως η δυνατότητα υπό προϋποθέσεις της άσκησης αίτησης αναστολής στο δικαστήριο του ένδικου μέσου, το οποίο θα μπορεί να διατάξει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον τρόπο αυτόν πριν από τον πλειστηριασμό θα έχουν λυθεί όλα τα ζητήματα που ενδεχομένως θα έχουν ανακύψει σε αυτό το πρώτο στάδιο και δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος καθυστερήσεων μέσω της άσκησης πολλών ένδικων βοηθημάτων, τα οποία συνόδευαν την άσκηση των ανακοπών κατά της εκτέλεσης. Έτσι, σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καταργείται η δυνατότητα της άσκησης αίτησης αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πριν την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής, για τις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης, στις οποίες περιλαμβάνεται η εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων. Τυχόν δε ασκηθείσα με αυτό το περιεχόμενο αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Με την κρινόμενη αίτηση, το αιτούν ζητά να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος του, δυνάμει της από 7.3.2016 επιταγής προς εκτέλεση που συντάχθηκε κάτωθι της με αριθμό 769/2015 διαταγής πληρωμής που εξέδωσε η Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και περιεβλήθη τον εκτελεστήριο τύπο με το με αριθμό 778/2015 απόγραφο, μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου, επί της με αριθμό κατάθεσης 578/2016 ανακοπής κατά της εκτέλεσης αυτής, που έχει ασκήσει το αιτούν. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθώς με αυτή ζητείται η αναστολή της διαδικασίας έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης από το Δικαστήριο, πριν την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής και της άσκησης ενδίκου μέσου κατά αυτής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, λόγω της απόρριψης της αίτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου