ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ : «Η υποχρέωση συμμόρφωσης της ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ ή του διοικητικού Εφετείου».
ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
1.-Με το από (*** )διαβιβαστικό της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κοινοποιήθηκε (***) επίσημο αντίγραφο της υπ’ αρ. Απόφασης (***) αμετάκλητης απόφασης του ΣτΕ και η Διοίκηση: α) αρνείται να συμμορφωθεί σ’ αυτήν με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες και β) να ανακαλέσει τις σε εκτέλεση της ακυρωθείσης ** διοικητικής πράξεως εκδοθείσες διοικητικές αποφάσεις. (***)
II. Εφαρμοστέες διατάξεις:
1.-Η υποχρέωση συμμόρφωσης[1] της διοίκησης (****) προς τις δικαστικές αποφάσεις συνιστά θεμελιώδη πτυχή και έκφραση της αρχής του κράτους δικαίου και αποτελεί Συνταγματική επιταγή (άρθρο 95, παρ. 5 του Συντάγματος): «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης».
2.- Σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του Προεδρικού Διάταγματος 18/1989 - ΦΕΚ 8/9-1-1989 για το ΣτΕ, οι Διοικητικές Αρχές, σε υποχρέωση τους κατά το άρθρο 95, παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών Εφετείων. Σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 5 του Π.Δ. 18/1989 : «Οι αποφάσεις της Ολομελείας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο.»
3.- Στο άρθρο 1 του Ν.3068/2002 «Συμμόρφωση Διοίκησης προς δικαστικές αποφάσεις κλπ» (ΦΕΚ Α΄ 274), όπως ισχύει, μεταξύ άλλων, ορίζεται: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει ».
Στο άρθρο 2, του ίδιου νόμου ορίζεται: «1. Η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπόμενων στο άρθρο 3 μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές συμβούλιο: α) του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτού, β) του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, (των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων......» .
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 3068/2002, η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο νόμο ή η προτροπή σε μη εκπλήρωση συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα για κάθε αρμόδιο υπάλληλο, η δε άσκηση κατά το άρθρο αυτό πειθαρχικής δίωξης, προκαλείται και με τη διαβίβαση στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο των σχετικών στοιχείων από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου του προαναφερθέντος νόμου.
4.-. Οι παραβάτες, εκτός από την δίωξη[2] του άρθρου 259 ΠΚ[3] (παράβαση καθήκοντος) υπέχουν και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.
5.-Δικαίωμα αποζημιώσεως, μπορεί να ζητηθεί άλλωστε σύμφωνα με τις διατάξεις του ΕισΝΑΚ 105-106[4].-
6.- Με το π.δ. 61/2004 (φ. 54), που εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8 του ως άνω ν. 3068/2002.θεσπίσθηκε διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι η τυχόν άρνηση της Διοίκησης να προβεί στις σχετικές ενέργειες, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνεπάγεται την εφαρμογή της διαδικασίας και τη λήψη μέτρων και κυρώσεων που προβλέπονται ειδικώς από το νόμο με τις προαναφερόμενες διατάξεις. Η άρνηση δε αυτή της Διοίκησης δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, και δεν υπόκειται σε προσβολή για ακύρωση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας[5].
7.-. Με το άρθρο 22 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) προστέθηκαν παράγραφοι 3α, 3β και 3γ στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, ως εξής: «3α. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρεις μήνες. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και εντός δεκαπενθημέρου, οι λοιποί διάδικοι δύνανται να καταθέσουν υπόμνημα με τους ισχυρισμούς τους επί των ενεργειών της Διοίκησης και των στοιχείων που αυτή προσκόμισε. Σε περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στα προηγούμενα εδάφια, η δημοσίευση της προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που δεν έχει εκτελεστεί έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. 3β. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξης, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης. 3γ. Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της, για λόγους αναγόμενους στην αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου και σε παράβαση ουσιώδους τύπου είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου. 3δ...».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ[6]:
«Κοινό τόπο των ρυθμίσεων αυτών αποτελεί η νομοθετική επιδίωξη για διεύρυνση των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστή, πέραν της κατά κανόνα ισχύουσας αναδρομικής ακύρωσης της παράνομης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Συγκεκριμένα, με την παράγραφο 3α παρέχεται η δυνατότητα εκ των υστέρων καλύψεως πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης ή εκπλήρωσης της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Με την παράγραφο 3β παρέχεται η δυνατότητα στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίσει την αναδρομικότητα των ακυρωτικών αποτελεσμάτων και να ορίσει μεταγενέστερο χρονικό σημείο έναρξης αυτών. Με την παράγραφο 3γ ορίζεται ότι η διαπίστωση τυπικών λόγων παρανομίας κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο κανονιστικής πράξης δεν άγει αναγκαίως σε ακύρωση της επ’ αυτής ερειδόμενης ατομικής. Οι ρυθμίσεις αυτές αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τη μνημονευθείσα συνταγματική διάταξη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1422/2013, 1941/2013). Κατ’ ακολουθίαν τούτου, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα, η ρύθμιση της περίπτωσης της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας στην παράγραφο 3α, ερμηνευόμενη εν όψει της ένταξής της στην παράγραφο αυτή και της διαδικασίας που διαγράφει (έκδοση προδικαστικής απόφασης, προθεσμία ενέργειας για τη Διοίκηση, υποβολή υπομνήματος των λοιπών διαδίκων μετά την πάροδο της προθεσμίας, νέα συζήτηση της υπόθεσης προς έκδοση της εν τέλει οριστικής απόφασης), παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει αφ’ ενός τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και αφ’ ετέρου το δημόσιο συμφέρον, να διαπιστώσει, με οριστική κατά τούτο κρίση, την παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, να εκδώσει προδικαστική απόφαση και να τάξει εύλογη προθεσμία στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια. Στην περίπτωση αυτή, η συμμόρφωση της Διοίκησης μέσα στην ταχθείσα προθεσμία δεν απαιτείται, σύμφωνα πάντα με ειδική κρίση του Δικαστηρίου, να αναδράμει στο χρόνο συντέλεσης της παράλειψης, αλλά μπορεί να αφορά μόνο το μέλλον. Εξ άλλου, το Δικαστήριο μπορεί να τάξει μεγαλύτερη εύλογη προθεσμία στη Διοίκηση στην εξαιρετική περίπτωση που, εκτιμώντας τις συνθήκες, κρίνει ότι το τρίμηνο δεν αποτελεί επαρκές χρονικό διάστημα για την εκπλήρωση της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.»
α). Η υποχρέωση[7] συμμόρφωσης της Διοίκησης[8] προς τις δικαστικές αποφάσεις συνιστά θεμελιώδη πτυχή και έκφραση της αρχής του κράτους δικαίου και αποτελεί συνταγματική επιταγή (άρθρο 95 παρ.5 Σ.)· Η υποχρέωση δε αυτή δεν αφορά μόνο το ιδιωτικό συμφέρον των πολιτών, αλλά και αυτό του κοινωνικού συνόλου, στο πλαίσιο της διαφάνειας της λειτουργίας του κράτους και της χρηστής διοίκησης. Εν προκειμένω το ΕΔΔΑ έχει κρίνει (υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδας) ότι: «...η αποτελεσματική προστασία ενός μέρους ειδικά σε διοικητικές δίκες και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις....Όταν οι διοικητικές αρχές αρνούνται, αποτυγχάνουν ή καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 στερούνται του σκοπού τους».
β) Σε περίπτωση, όμως απορριπτικής αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου η Διοίκηση υποχρεούται σε συμμόρφωση[9] προς την εν λόγω απορριπτική απόφαση. Το Τριμελές Συμβούλιο του ΣτΕ έχει κρίνει (Τρ. Συμβ. ΣΤΕ 8/2005, 9/2004), ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης δεν απορρέει από κάθε απορριπτική απόφαση, «διότι με την αίτηση συμμόρφωσης προς μια τέτοια απόφαση επιδιώκεται πράγματι όχι η συμμόρφωση της Διοίκησης προς την δικαστική απόφαση, αλλά η εκτέλεση των ιδίων αυτής πράξεων».
Για το ζήτημα όμως αυτό, το ΕΔΔΑ, έχει κρίνει (υπόθεση Ιερός Ναός Μονής Προφήτου Ηλία Θήρας) ότι υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης και προς τις απορριπτικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, δεχόμενο, θεωρώντας προφανώς ότι ανταποκρίνεται, τούτο πληρέστερα στην αρχή της νομιμότητας ότι: «.... Το άρθρο 6 παρ.1 δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στις αποφάσεις που δέχονται και σε αυτές που απορρίπτουν προσφυγή που ασκήθηκε σε αστές που απορρίπτουν προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, πρόκειται πάντοτε για δικαστική απόφαση η οποία πρέπει να είναι σεβαστή και να εφαρμοσθεί. Οι πράξεις ή παραλήψεις της Διοίκησης, συνέπεια δικαστικής απόφασης δεν μπορούν να έχουν συνέπεια ούτε να εμποδίσουν, ούτε ακόμα λιγότερο να αμφισβητήσουν την ουσία της υπόθεσης αυτής...».
γ) Στις δικαστικές αποφάσεις που δημιουργούν υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης, κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του Ν. 3068/2002, περιλαμβάνονται και εκείνες που εκδίδονται κατά τη διαδικασία παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 2599/1998, Ολ 2040/2007, 1538/2015 7μ καθώς και 60/2006 και 77/20009 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002), όπως επίσης και οι προσωρινές διαταγές που χορηγούνται επί αιτήσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. 60/2006, 15/2007, 7, 75, 106/20009 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ του άρθρου 2 του Ν. 3068/2002).
δ) Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η Διοίκηση συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και ανύπαρκτη νομικά τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, αλλά οφείλει να προχωρήσει με θετικές ενέργειες στην αναμόρφωσή της ή των νομικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν εν τω μεταξύ βάσει της πράξεως ή της παραλείψεως που ακυρώθηκε ή ως συνέπεια αυτής. Προς το σκοπό αυτό οφείλει να ανακαλέσει ή τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που στηρίζονται στη ακυρωθείσα και να επαναλάβει τις πράξεις που κατά νόμο υποχρεούται να εκδώσει, χωρίς τη νομική πλημμέλεια που διαπιστώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, ώστε να διαμορφωθεί νομική κατάσταση σύμφωνη προς το νόμο κατά την έννοια της ακυρωτικής αποφάσεως. Το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμορφώσεως της Διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσας ακυρώσεως, ήτοι από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσας πράξεως ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για την συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ4010/2015, 2854/1985 Ολ., 1986/2000, 1512/2009).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ι) Από το συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002, συνάγεται ότι η διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο την νομοθετική πράξη που κρίθηκε :
1) αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή
2) τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη ή η ακυρωθείσα διοικητική πράξη.
Το ειδικότερο, εξ άλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακυρώσεως, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσης πράξεως, καθώς και από τα επιτασσόμενα από την ακυρωτική απόφαση.
ΙΙ) Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά την δημοσίευση της αποφάσεως η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί, επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος [10].
III.- Πρέπει δε να σημειωθεί ότι υποχρέωση συμμορφώσεως δεν έχει μόνο η διάδικη διοικητική αρχή ή το διάδικο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά λόγω της erga omnesισχύος της ακυρωτικής κρίσης του διοικητικού δικαστηρίου η διοίκηση στο σύνολό της και συνεπώς και οι διοικητικοί φορείς που δεν ήταν διάδικοι.
IV. Αν η αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, το τριμελές συμβούλιο βεβαιώνει τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση (βλ. 8/2012 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 9/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 27/2010 ΕΣ (ΠΡΑΞΗ – ΤΜ.I), 1/2009 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 1/2007 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2012 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 9/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 27/2010 ΕΣ(ΠΡΑΞΗ-ΤΜ.I), 2/2009 ΑΠ (ΣΥΜΒ).
ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ:
Για τους λόγους αυτούς να κατατεθεί αίτηση ενώπιον του Τριμελούς Συμβουλίου του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν. 3068/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας για την βεβαίωση μη συμμόρφωσης του *** με την υπ’ αριθ. *** απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου:
α) να βεβαιωθεί η μη συμμόρφωση της Διοίκησης
β) να προσδιοριστούν σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3068/2002 τα χρηματικά ποσά που πρέπει να καταβληθούν στους αιτούντες, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την εν λόγω δικαστική απόφαση
γ) να διαβιβαστούν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου τα σχετικά στοιχεία στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, προκειμένου να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά των υπευθύνων, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο Ν. 3068/2002 και
δ) να κληθεί εκ νέου η Διοίκηση σε άμεση συμμόρφωση προς την υπ’ αριθ. *** απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΑΘΗΝΑΙ 3/11/2016
Ο ΓΝΩΜΟΔΟΤΩΝ
Α. Αργυρός
II. Εφαρμοστέες διατάξεις:
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ[6]:
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου