ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Πέππα - Εισηγητή, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα και Πηνελόπη Ζωντανού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Κ. του Χ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ΑΜ-Τ, για αναίρεση της 495, 496, 504/2013 και 23/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Απριλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 481/14.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, ως άγνωστης διαμονής, θεωρείται, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για την δικαστική - εισαγγελική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν είναι γνωστή σε τρίτους, όπως ακόμη και σε άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή, διότι το όργανο που έλαβε την εντολή να ενεργήσει την επίδοση, δεν έχει υποχρέωση να προσφύγει σε αυτές ή σε άλλες τυχόν πηγές πληροφοριών για να ανακαλύψει τη νέα διαμονή του αποδέκτη του εγγράφου και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση, στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. δ του ΚΠΔ προσώπων, προς τον Δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο Δήμαρχος της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση (ΑΠ 367/13). Η έννοια της κατοικίας, και κατά την ποινική δικονομία, είναι εκείνη που προβλέπεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 51 εδάφ. α ΑΚ), δηλαδή ο τόπος της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του προσώπου, που αποτελεί το κέντρο των βιοτικών, επαγγελματικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 123 παρ. 1 του ΚΠΔ, για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό, τιμωρούνται όμως στην Ελλάδα (κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 ΠΚ), η αρμοδιότητα ορίζεται διαδοχικά από τον τόπο της κατοικίας στην Ελλάδα ή της προσωρινής διαμονής ή της σύλληψης ή της παράδοσης του κατηγορουμένου. Αν ο τόπος αυτός δεν είναι γνωστός, ή αν ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε, ή δεν είχε ποτέ τη διαμονή του στην Ελλάδα, ή δεν έχει συλληφθεί ... αρμόδιο είναι το δικαστήριο της πρωτεύουσας.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο, χωρίς να διαλάβει στην απόφαση του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 του Συντάγματος ειδική αιτιολογία, απέρριψε τον νομίμως προβληθέντα από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος αυτοτελή ισχυρισμό, περί εξάλειψης του αξιοποίνου της διωκόμενης πράξης (ανθρωποκτονίας από πρόθεση), λόγω παραγραφής, καθόσον ακύρως είχε επιδοθεί σ' αυτόν, ως αγνώστου διαμονής, το παραπεμπτικό βούλευμα, στη συνέχεια του οποίου εκδόθηκε η περί αναστολής της διαδικασίας σχετική διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, κατ' άρθρο 432 παρ.1 ΚΠΔ. Από την επιτρεπτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των ενσωματωμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών, προκύπτει ότι, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας κι αφού προηγήθηκε η απόρριψη της ενστάσεως περί τοπικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος κατέθεσαν γραπτώς και ανέπτυξαν προφορικά τον προειρημένο αυτοτελή ισχυρισμό. Προς στοιχειοθέτηση δε τούτου ισχυρίστηκαν, ότι: ι) δεν υπάρχει στη δικογραφία βεβαίωση ότι ο κατηγορούμενος στο χρόνο των επιδόσεων ήταν άγνωστης διαμονής, 2) δεν του επιδόθηκε ποτέ το παραπεμπτικό βούλευμα, αλλά μόνον απόσπασμα αυτού (αιτιάσεις που δεν επαναφέρονται με την αναίρεση) και 3) δεν υπάρχει βεβαίωση, στο χρόνο της επιδόσεως, περί του ότι δεν υφίστανται τα πρόσωπα της σειράς του άρθρου 156 ΚΠΔ. Ακολούθως, αφού ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού και οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, αναφερθέντες στο περιεχόμενο του, δήλωσαν ότι εμμένουν στην αποδοχή του, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την εξής αιτιολογία: "Ως προς την ένσταση ακυρότητας της επίδοσης του 3072/1998 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εντεύθεν μη επέλευση της αναστολής, κατ' άρθρο 113 ΠΚ, με την 62/1998 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε, στην συνέχεια, κατ' άρθρο 432 παρ.1 ΚΠΔ, και κατά συνέπεια παραγραφής της υποθέσεως λόγω παρόδου 2θετίας από την τέλεσή της ως προς το πρώτο σκέλος, λεκτέα τα ακόλουθα: Η επίδοση του 3072/21.7.1998 παραπεμπτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έγινε νομότυπα, ως αγνώστου διαμονής, στην Αθήνα, με το από 12.8.1998 αποδεικτικό επίδοσης βουλεύματος της Επιμελήτριας Δικαστηρίων ..., το οποίο αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, στον Δήμαρχο Αθηναίων και παρελήφθη από την αρμόδια προς τούτο δημοτική υπάλληλο ... . Και τούτο διότι, όπως εκτέθηκε λεπτομερώς ανωτέρω στο σκεπτικό της απόρριψης κατά τόπον αναρμοδιότητας των δικαστηρίων της πρωτεύουσας, ο κατηγορούμενος εστερείτο παντάπασιν κατοικίας στην Ελλάδα και, ειδικότερα, στο ..., με την έννοια του άρθρου 51AK, η οποία δεν ταυτίζεται απλά με την "οικία", δηλαδή του νομικού δεσμού του προς ορισμένη εδαφική περιοχή (εδώ ...), η οποία καθίσταται κατ' αυτόν τον τρόπο αφενός μεν συνδετικό στοιχείο των νομικών σχέσεων του αφετέρου δε στοιχείο εξατομικεύσεως αυτού και δικονομικά προσήκουσα για τις επιδόσεις, δηλαδή, όπου αυτός διημερεύει και κυρίως διανυκτερεύει με σταθερότητα και η διαμονή του ήταν άγνωστη, αν και ως προελέχθη, καταβλήθηκε από τις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές Θεσσαλονίκης και Αθηνών η δέουσα επιμέλεια για τον εντοπισμό της κατοικίας ή διαμονής του, προκειμένου να κλητευθεί, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να συμμετέχει αυτοπροσώπως ή εκπροσωπούμενος από δικηγόρο στην εις βάρος του διαδικασία. Επομένως, η ως άνω επίδοση είναι καθόλα έγκυρη, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε και δεν είχε την διαμονή του στην Ελλάδα, γενόμενη ως αγνώστου διαμονής στην Αθήνα ως πρωτεύουσας του αρμόδιου κατά τόπον δικαστηρίου, κατ' άρθρο 123 παρ.1 ΚΠΔ και ως εκ περισσού επαναλήφθηκε η επίδοση στο ... στις 24.8.1998. Ακολούθως, με το από 248/28.7.1998 έγγραφο του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προς το Α.Τ. Επανομής Θεσσαλονίκης, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, δόθηκε εισαγγελική παραγγελία προς επίδοση πλήρους αντιγράφου του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος ...". Επίσης, στα πλαίσια απόρριψης της ενστάσεως του αναιρεσείοντος περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικάσαντος ΜΟΕ Αθηνών και αναφορικά με την ύπαρξη γνωστής κατοικίας ή διαμονής του στην Ελλάδα, το Δικαστήριο, με την προηγηθείσα (496/13) παρεμπίπτουσα απόφαση του, είχε δεχτεί τα ακόλουθα: "... από την INTERPOL απεστάλη σήμα το έτος 1991 προς τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, με πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος είχε παραπεμφθεί για να δικασθεί κατά τον ποινικό κώδικα της Πολιτείας του New Hampshire των ΗΠΑ, για την κακουργηματική πράξη της ανθρωποκτονίας δευτέρου βαθμού, πράξη την οποία εφέρετο ότι τέλεσε στις 18.11.1989 στην πολιτεία αυτή εις βάρος του αλλοδαπού ανηλίκου J. C. και ότι, ενώ η δίκη αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη και αναμενόταν η έκδοση της ετυμηγορίας των ενόρκων, αυτός είχε διαφύγει από τις ΗΠΑ και διέμενε, πιθανώς, στον τόπο καταγωγής του στο ... .
Ακολούθως, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε ποινική δίωξη εις βάρος του για ανθρωποκτονία από πρόθεση (299 παρ.1 ΠΚ) και με την ... παραγγελία του προς τον Ανακριτή του Α' Τμήματος Θεσσαλονίκης ζήτησε την διενέργεια τακτικής ανάκρισης. Προηγουμένως, στις 13-3-1992 είχε ζητήσει ... και την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Διεύθυνση Ασφαλείας Θεσσαλονίκης προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διαπιστωθεί αν ο κατηγορούμενος διαμένει στον νομό Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο ..., καθώς και αν υπέχει στρατιωτική υποχρέωση. Στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, ελήφθησαν α) στις 20-3-1992 ένορκη κατάθεση του Χ. Κ., πατέρα του κατηγορουμένου, ο οποίος κατέθεσε ότι "... ότι ο Ε. (κατηγορούμενος) το καλοκαίρι πήγε διακοπές, μετά πήγε στην Γερμανία και όταν επέστρεψε στο ... και τους βρήκε, τους είπε ότι θα πάει στην Αθήνα να βρει δουλειά και να δουλέψει εκεί, ότι στην Αθήνα έμενε σε έναν φίλο του, αλλά ο ίδιος δεν ήξερε που μένει στην Αθήνα, ούτε έχει πάει ποτέ στο σπίτι του, ότι ο γιος του δεν υπηρέτησε στον στρατό, δεν παντρεύτηκε, μένει στην Αθήνα και ασχολείται με τοποθετήσεις πλακακιών, ..." και β) στις 30.3.1992 ένορκη κατάθεση του Σ. Μ., αστυνομικού της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, στον οποίο είχε ανατεθεί από την υπηρεσία του να εξακριβώσει που ευρίσκεται ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατέθεσε ότι "οι γονείς του κατηγορουμένου μένουν στο ... Θεσσαλονίκης από τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1991 που ήλθαν από την Αμερική, ότι ο κατηγορούμενος αναζητήθηκε αλλά δεν βρέθηκε, ότι από σχετική έρευνα δεν διαπιστώθηκε διαμονή του στον νομό Θεσσαλονίκης, ότι ο πατέρας του του είπε ότι τώρα διαμένει στην Αθήνα και σε άγνωστη διεύθυνση, ότι άλλες σχέσεις με τους εδώ συγγενείς δεν διαπιστώθηκαν, ότι δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και ότι δεν διαπιστώθηκε να είχε στο παρελθόν δοσοληψίες με την Ελληνική δικαιοσύνη". Ο ίδιος μάρτυρας αστυνομικός κλήθηκε και από τον Ανακριτή του Α’ Τμήματος Θεσσαλονίκης, ο οποίος διενήργησε την τακτική ανάκριση εις βάρος του κατηγορουμένου, και κατέθεσε στις 9-6.1992, τα ίδια όπως ανωτέρω, προσθέτοντας και ότι "παρά τις επίμονες έρευνες της υπηρεσίας του, δεν κατέστη εφικτό να βρεθεί ο κατηγορούμενος". Μετά την διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης και την περαίωσή της με την έκδοση του 29/1992 εντάλματος σύλληψης, του Ανακριτή του Α' Τμήματος (τακτικού) Θεσσαλονίκης στην συνέχεια εισήχθη η υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο με το 1659/1992 βούλευμά του, με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπον να αποφανθεί επί της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για να ενεργήσει τα κατά τον νόμο, κατά τα άρθρα 123 παρ.ι και 126 παρ.ι ΚΠΔ, διότι από την διενεργηθείσα κύρια ανάκριση, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυπτε ότι ο κατηγορούμενος δεν διαμένει στην Θεσσαλονίκη ούτε στο ..., αλλά στην Αθήνα και σε άγνωστη διεύθυνση. Μετά ταύτα, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών με την 292/17839/20.1.1993 παραγγελία του προς τον Ανακριτή του 2ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρήγγειλε την διενέργεια κυρίας ανάκρισης εις βάρος του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ... κατά την διενέργεια της τακτικής ανάκρισης, κατέθεσε ενόρκως στις 19.10.1994 ενώπιον του ανωτέρω ανακριτή εκ νέου ο Χ. Κ., πατέρας του κατηγορουμένου, ο οποίος ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγος του που διαμένει ο γιος τους, ότι δεν μπορεί να υποδείξει κάποιον που να μπορεί να βοηθήσει να ανακαλυφθεί η διεύθυνση κατοικίας του στην Ελλάδα ... Μετά το πέρας της διενεργηθείσας κύριας ανάκρισης από τον ανωτέρω ανακριτή με την έκδοση του 24/1994 εντάλματος συλλήψεως, η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το 3072/1998 βούλευμά του, με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο για να δικασθεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών με την παραπάνω κατηγορία και διατήρησε την ισχύ του εκδοθέντος εις βάρος του 24/1994 εντάλματος συλλήψεως. Ακολούθως, εκδόθηκε η 62/25.11.1998 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία ανεστάλη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 432 παρ. 1ΚΠΔ, η εις βάρος του κατηγορουμένου διαδικασία στο ακροατήριο, ως αγνώστου διαμονής μέχρι την σύλληψη ή εμφάνιση του. Τελικά, ο κατηγορούμενος συνελήφθη στην Θεσσαλονίκη στις 5-2.2013 και εισήχθη η υπόθεση προς εκδίκαση από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στην δικάσιμο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 3.4.2013 ... επικαλείται (ο κατηγορούμενος) και προκύπτει από τα αναγνωσθέντα έγγραφα ότι αυτός κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό για να υπηρετήσει εξάμηνη θητεία στις 16/3/1992 και απολύθηκε στις 18/9/1992, ως μόνιμος κάτοικος εξωτερικού ... ο κατηγορούμενος είχε στα 18 του χρόνια, στις 2.12.1985, εξαιρεθεί της πρόσκλησης του για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, ως μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, σύμφωνα με την σχετική καταγραφή στο Ατομικό του Βιβλιάριο Μεταβολών και Εκπαιδεύσεως ... Στις 4 Φεβρουάριου του έτους 1992 δήλωσε στις Στρατολογικές Αρχές ότι είναι κάτοικος εξωτερικού και γι' αυτό επιθυμούσε τμηματική εκπλήρωση δίμηνης στρατιωτικής υποχρέωσης, κατ' άρθρο 12 παρ. 3 α' του ανωτέρω νόμου, ως μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, και μεταφέρθηκε στους υπόχρεους εξάμηνης μειωμένης θητείας, ως μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, ...
Συνεπώς, κατά την ανωτέρω δήλωσή του, τον επίδικο χρόνο ασκήσεως της ποινικής δίωξης (3.4.1992) από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ο κατηγορούμενος ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και, επομένως, δεν είχε μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ...". Με όσα κατά τα παραπάνω δέχτηκε το ΜΟΕ Αθηνών, αναφορικά με την εγκυρότητα της επίδοσης του παραπεμπτικού βουλεύματος στον αναιρεσείοντα, ως αγνώστου διαμονής, κατά το χρόνο της επίμαχης επίδοσης, διέλαβε στην απόφαση του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, διότι με την προσήκουσα αιτιολογική θεμελίωση, αποφάνθηκε ότι η επίδοση του 3072/1998 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στο Δήμαρχο Αθηναίων, το οποίο και παρελήφθη από την αρμόδια προς τούτο δημοτική υπάλληλο ..., για την οποία (επίδοση) συντάχτηκε το από 12/8/1998 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων ..., έγινε νομότυπα προς τον κατηγορούμενο, ως αγνώστου διαμονής (άρθρο 156 ΚΠΔ), δεδομένου ότι ο τελευταίος στερείτο παντάπασιν κατοικίας στην Ελλάδα, σύμφωνα, άλλωστε, και με το σκεπτικό της αμέσως προηγούμενης του ισχυρισμού τούτου παρεμπίπτουσας αποφάσεως του ίδιου, ως άνω, Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση περί τοπικής αναρμοδιότητας των δικαστηρίων της πρωτεύουσας για την εκδίκαση της εναντίον του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος κατηγορίας. Όπως δε αναφέρεται στην απόφαση αυτή, ο τόπος κατοικίας ή της διαμονής του κατηγορουμένου στην Ελλάδα ήταν άγνωστος, αν και οι αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές Θεσσαλονίκης και Αθηνών κατέβαλαν τη δέουσα επιμέλεια για τον εντοπισμό της κατοικίας ή της διαμονής του στην ημεδαπή, προκειμένου να κλητευθεί και να συμμετάσχει, αυτοπροσώπως ή εκπροσωπούμενος από συνήγορο, στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τα ανωτέρω δεν έρχονται σε αντίφαση με την παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης ότι ο αναιρεσείων είχε υπηρετήσει τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό, εφόσον κατά τις ίδιες παραδοχές υπηρέτησε, ως μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, σε χρόνο πολύ προγενέστερο εκείνου της επίμαχης επίδοσης, αλλ' ούτε με την παραδοχή ότι ως εκ περισσού επαναλήφθηκε η επίδοση (ως αγνώστου διαμονής) στο ... Θεσσαλονίκης, στις 24.8.1998. Επομένως, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επιπροσθέτως, αλυσιτελείς και στηριζόμενες σε εσφαλμένη προϋπόθεση παρίστανται και οι αιτιάσεις, περί μη τηρήσεως της οριζόμενης στο άρθρο 156 ΚΠΔ σειράς των συγγενικών προσώπων στα οποία πρόκειται να γίνει η επίδοση, αν και υπήρχαν τα πρόσωπα αυτά, όπως οι γονείς του κατηγορουμένου. Τούτο, διότι η κατ' αυτόν τον τρόπο επίδοση προϋποθέτει την απουσία του αποδέκτη της επίδοσης από τον τόπο της κατοικίας του, αλλά και το άγνωστο της διαμονής του, δηλαδή απαιτείται να είναι γνωστός ο τόπος της τελευταίας του κατοικίας και δεν αρκεί, για την επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής, να είναι απλά γνωστός ο τόπος της κατοικίας των συγγενικών του προσώπων, όπως ακριβώς στην ένδικη περίπτωση, που ο κατηγορούμενος δεν είχε γνωστό τόπο κατοικίας στην Ελλάδα και η διαμονή του ήταν άγνωστη. Οι περαιτέρω δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι στο από 12/8/98 αποδεικτικό επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος στον Δήμαρχο Αθηναίων δεν αναγράφεται οποιαδήποτε διεύθυνση κατοικίας του, δηλαδή που συγκεκριμένα αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και από το ίδιο αποδεικτικό δεν προκύπτει εάν η υπογράφουσα αυτό υπάλληλος είχε οριστεί αρμόδια δημοτική υπάλληλος για την παραλαβή των επιδιδόμενων δικογράφων για τους αγνώστου διαμονής δημότες, απαραδέκτως, προεχόντως, προβάλλονται. Τούτο δε, διότι δεν προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, προς στοιχειοθέτηση της επίμαχης ακυρότητας, ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο της αξιούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης σχετικής αιτιολογίας, οποιαδήποτε δε ακυρότητα (σχετική), στηριζόμενη σε τυχόν τέτοιες πλημμέλειες, έχει καλυφθεί (άρθρα 171 παρ. 1 και 174 παρ. 1 ΚΠΔ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου σημειώνεται, ότι από την επιτρεπτή επισκόπηση του επίμαχου αποδεικτικού προκύπτει ότι η αναφερόμενη σ' αυτό δημοτική υπάλληλος ήταν αρμόδια για την παραλαβή του βουλεύματος, ουδεμία δε επιρροή, επάγουσα την οποιαδήποτε ακυρότητα, ασκεί η αναγραφή, ως εκ περισσού, επί του εντύπου του σχετικού αποδεικτικού ότι το βούλευμα παραδόθηκε "στο Δήμαρχο Αθηνών" ή "στον αρμόδιο Δημοτικό Υπάλληλο ...", εφόσον αδιαμφισβήτητα αυτό παρελήφθη από την τελευταία, η οποία και υπέγραψε στην οικεία θέση του αποδεικτικού επιδόσεως. Τέλος, αβάσιμη και απορριπτέα είναι η αιτίαση ότι στο από 8/1/99 αποδεικτικό που αφορά την επίδοση της 62/98 διάταξης του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών στο Δήμαρχο, δεν αναγράφεται συγκεκριμένα το όνομα του Δημάρχου, καθόσον με δεδομένη τη μοναδικότητα του αξιώματος του Δημάρχου Αθηναίων, ουδεμία αμφιβολία υπόκειται για το πρόσωπο του φορέα του εν λόγω αξιώματος. Εντεύθεν, εφόσον έλαβε χώρα έγκυρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, νομίμως εκδόθηκε η 62/25.11.98 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, που επέφερε την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής κατά τα άρθρα 432 παρ. 1 ΚΠΔ και 113 ΠΚ μέχρι τη σύλληψη του αναιρεσείοντος, στις 5/2/13, με αποτέλεσμα η εικοσαετής προθεσμία παραγραφής του αδικήματος (άρθρα 111 παρ. 2 και 299 παρ. 1 ΠΚ), να μην έχει συμπληρωθεί έως την εκδίκαση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (11/11/13-17/1/14)" λαμβανομένου υπόψη του χρόνου τελέσεως της πράξεως, στις 17/11/1989. Κατ' ακολουθίαν των αναφερθέντων, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, αναφορικά με τα παραπάνω ζητήματα και για υπέρβαση εξουσίας λόγω καταδίκης του αναιρεσείοντος για παραγραφείσα πράξη, αντιστοίχως, είναι απορριπτέος, κατά τις παραπάνω διακρίσεις.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ "Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ "Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος. Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά ενώ προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της ενέργειας ή παράλειψης του, δεν αφίσταται αυτής, με ενδεχόμενο δε δόλο, η ύπαρξη του οποίου και συγκεκριμένα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία, για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου πρέπει να διακριβωθεί το μεν ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της ενέργειας ή παράλειψης του, το δε ότι το αποδέχθηκε. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, αν και προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αποδέχθηκε την παράλειψη του, δίχως να λάβει υπόψη του μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο δε αυτά στοιχεία είναι ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνον η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη για να μεταβάλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος, κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν απώθησε από τη συνείδηση του την παράσταση του δυναμένου να επέλθει από την πράξη του εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε (ΑΠ 768/2013, ΑΠ 720/2OH, ΑΠ 1547/2009, ΑΠ 1999/2006). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 210/2012, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 2325/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Ε. ή Σ. (Σ.) Κ., ο οποίος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 14-7-1967, μετανάστευσε το έτος 1971 με την οικογένεια του, τον πατέρα του Χ., την μητέρα του Γ. και τον μικρότερο αδελφό του Θ. στις ΗΠΑ, όπου η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην πόλη /// της Πολιτείας New Hampshire. Εκεί τελείωσε το Λύκειο και ασχολήθηκε με το επάγγελμα του πατέρα του, δηλαδή με την τοποθέτηση μοκετών σε σπίτια και καταστήματα, ως ελεύθερος επαγγελματίας. Τον Οκτώβριο του έτους 1988, σε ηλικία 21 ετών, γνώρισε την συνομήλικη του Αμερικανίδα T., με την οποία συνήψε δεσμό και, έξι μήνες αργότερα, στις 29.4-1989 συνήψαν πολιτικό γάμο κρυφά, λόγω των έντονων αντιδράσεων των γονέων του, διότι η T. είχε ήδη δύο άρρενα τέκνα από διαφορετικούς πατέρες, τον N. H., που είχε γεννηθεί στις 11.7.1984 και τον J. C. που είχε γεννηθεί στις 30.6.1987. Μετά τον γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην πόλη ... της Πολιτείας New Hampshire, σε μισθωμένο διαμέρισμα-μεζονέτα, το οποίο βρισκόταν μέσα σε συγκρότημα κατοικιών. Ο κατηγορούμενος ανέλαβε τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας, δηλαδή, τόσον της συζύγου του -η οποία αρχικά εργαζόταν, αλλά σε λίγους μήνες σταμάτησε, λόγω εγκυμοσύνης, και των παιδιών της. Έτσι, όπως η κατάσταση διαμορφώθηκε, με την τεταμένη σχέση του με τους γονείς του, λόγω του γάμου του, τις αυξημένες οικονομικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις, τις πολλές ώρες εργασίας προκειμένου να ανταπεξέλθει σ' αυτές, ενόψει και του νεαρού της ηλικίας του, επέδρασε στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ο οποίος έγινε εριστικός και εκνευριζόταν εύκολα. Με τα παιδιά της γυναίκας του δεν είχε ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο, αλλά ειδικά τον μικρότερο τον J. C. ούτε τον φρόντιζε, ούτε έπαιζε ιδιαίτερα μαζί του, αντίθετα ο μικρός τον εκνεύριζε πολλές φορές και του φώναζε έντονα, με αποτέλεσμα ο μικρός να αναπτύξει αισθήματα φόβου απέναντι του και να κλαίει, όταν ο κατηγορούμενος επέστρεφε σπίτι, φοβούμενος ότι θα γίνει αποδέκτης τέτοιας συμπεριφοράς. Στις 17.11.1989, ημέρα Παρασκευή το απόγευμα, ο κατηγορούμενος με τα δύο ανήλικα τέκνα της συζύγου του ήταν στο σπίτι, αφού η σύζυγος του έλλειπε σε προγραμματισμένη επίσκεψη στις 5 μ..μ. σε ιατρό γυναικολόγο για εξέτασή της, καθόσον διένυε τον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της στο παιδί του, και στην συνέχεια θα μετέβαινε στο σπίτι της μητέρας της για επίσκεψη. Κατά το διάστημα της απουσία της συζύγου του και περί ώρα 8 μ.μ., ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε αγώνα μπάσκετ στην τηλεόραση με τον μεγαλύτερο γιο της συζύγου του N. στο σαλόνι της οικίας του στον πρώτο όροφο, όταν άκουσε κλάματα του μικρότερου J., τον οποίο είχε βάλει για ύπνο μισή ώρα νωρίτερα, μετά το δείπνο, στο υπνοδωμάτιο των παιδιών στον δεύτερο όροφο. Ανέβηκε τότε στον δεύτερο όροφο, στο υπνοδωμάτιο των παιδιών, όπου διαπίστωσε ότι ο J. είχε κάνει μεγάλη ποσότητα εμετού πάνω του και στο κρεβάτι του. Εκνευρισμένος, αφού θα έπρεπε να διακόψει την παρακολούθηση του αγώνα μπάσκετ, για να πλύνει και να καθαρίσει τον μικρό, καθώς επίσης και από τα κλάματα του, τον μετέφερε στο μπάνιο, στον ίδιο όροφο της οικίας και τον έπλυνε μέσα στην μπανιέρα, με ιδιαίτερη δυσκολία, αφού το παιδί έκλαιγε συνέχεια και γκρίνιαζε. 'Όταν τέλειωσε το πλύσιμο του μικρού, τον έβγαλε από την μπανιέρα και τον έβαλε όρθιο στο πάτωμα του μπάνιου για να τον σκουπίσει και να τον ντύσει. Ο μικρός, όμως, εξακολουθούσε να κλαίει και να γκρινιάζει, εκνευρίζοντας τον περισσότερο, οπότε ο κατηγορούμενος άρχισε να τον κτυπά με δύναμη, απανωτά, με τα χέρια του σε διάφορα σημεία του σώματός του και ιδίως στο κεφάλι. Στην συνέχεια και ενώ το παιδί έκλαιγε ασταμάτητα, το έντυσε και το μετέφερε αγκαλιά στο κρεβάτι του, όπου, αφού παρέμεινε περί τα πέντε λεπτά, το άφησε να κλαίει και κατέβηκε στον πρώτο όροφο για να συνεχίσει την παρακολούθηση του αγώνα μπάσκετ στην τηλεόραση. Όταν, λίγο αργότερα, τηλεφώνησε η σύζυγός του από την οικία της μητέρας της, της είπε ότι είχε ταΐσει τα παιδιά και όλα ήταν καλά, της απέκρυψε, όμως, τότε ότι κτύπησε τον J. . Στις 10 το βράδυ που επέστρεψε στο σπίτι η σύζυγός του και το παιδί κοιμόταν, της είπε ότι ο μικρός έκανε εμετό και έπρεπε να το κάνει μπάνιο και ότι, ενώ ο ίδιος είχε πάει να πάρει μια πετσέτα να τον σκουπίσει, το παιδί έπεσε στο πάτωμα του μπάνιου, αλλά φαινόταν να είναι καλά. Στην συνέχεια κουβέντιασαν για άλλα άσχετα θέματα και κατά τις 11.30 μ.μ. πήγαν για ύπνο. Γύρω στα μεσάνυχτα η σύζυγος του κατηγορουμένου τον είδε να κρατά όρθιος το παιδί, περπατώντας στο δωμάτιο και σε ερώτηση της τι συμβαίνει, την καθησύχασε λέγοντας ότι το παιδί βλέπει εφιάλτη. Στις τρεις τα ξημερώματα, ημέρα Σάββατο, 18.11.1989, ο κατηγορούμενος άκουσε τον μικρό να κλαίει, σηκώθηκε και τον έφερε στο κρεβάτι του ζεύγους. Ο μικρός, πέρα από το κλάμα, έβγαζε και περίεργους ήχους σαν μουγκρητό, δεν μπορούσε να ξυπνήσει, παρά τις σχετικές προσπάθειες του κατηγορουμένου και της συζύγου του, και κουνούσε ακούσια το δεξί πόδι και το δεξί χέρι. Στο κρεβάτι του ζεύγους έκανε εμετό και η μητέρα του, σύζυγος του κατηγορουμένου, τον καθάρισε πρόχειρα. Συγχρόνως, η μητέρα του παιδιού ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έπρεπε να μεταφέρουν τον μικρό στο νοσοκομείο. Ο κατηγορούμενος, όμως, καθησύχασε την σύζυγο του, λέγοντας της ότι το παιδί είναι μια χαρά. Έτσι το παιδί τοποθετήθηκε σ' αυτήν την κατάσταση στο κρεβάτι του και ο κατηγορούμενος με την σύζυγο του αποσύρθηκαν στο δωμάτιο τους και κοιμήθηκαν. Στις 6.30 το πρωί του Σαββάτου, όταν ξύπνησε ο κατηγορούμενος, παρότι διαπίστωσε τα ίδια συμπτώματα του παιδιού, δεν ενημέρωσε την σύζυγο του αμέσως, αλλά μόνον όταν αυτή ξύπνησε στις 9 η ώρα περίπου το πρωί, της είπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το παιδί και ότι έπρεπε να το πάει η ίδια στο νοσοκομείο, συμπληρώνοντας ότι δεν θα την συνοδεύσει στην μεταφορά του παιδιού, με την δικαιολογία ότι δεν του αρέσουν τα νοσοκομεία. Όταν η σύζυγος του T. έφτασε κατά τις 10 το πρωί του Σαββάτου της 18.11.1989 με το παιδί στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου St. Joseph της πόλης .., αυτό ήταν ήδη σε κωματώδη κατάσταση, με σημάδια αυξημένης ενδοκρανιακής πίεσης. Αφού διαγνώσθηκε "κλειστό τραύμα κεφαλής", λόγω της κρισιμότητας της κατάστασής του, αποφασίστηκε η διακομιδή του στο Γ.Ν. Μασαχουσέτης με ελικόπτερο, όπου αφίχθη στις 1 η ώρα το μεσημέρι, με βασικό σύμπτωμα "υποσκληρίδιο αιμάτωμα". Αμέσως υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία κεφαλής, η οποία έδειξε πολλαπλές περιοχές χαμηλής πυκνότητας σε όλο τον εγκέφαλο και πιθανό δεξιό κάταγμα κροταφικού οστού, με δεύτερο οριζόντιο κάταγμα πλευρικό. Τοποθετήθηκε βρεγματικός ενδοκρανιακός κοχλίας δεξιά, αλλά η ενδοκρανιακή πίεση του παιδιού συνέχισε να αυξάνεται και το παιδί δεν ανταποκρινόταν σε καμία θεραπεία. Οι εξετάσεις που έγιναν έδειξαν ότι χειροτέρευε συνεχώς και έτσι εισήχθη στην μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου παρέμεινε χωρίς σημάδια νευρολογικής λειτουργίας, σε κωματώδη κατάσταση, με πτώση της πίεσης αίματος και χωρίς σφυγμούς. Η οφθαλμολογική εξέταση έδειξε ότι έφερε ενδοαμφιβληστροειδή και υαλοειδή αιμορραγία του δεξιού οφθαλμού, αιμορραγία του αμφιβληστροειδούς του αριστερού οφθαλμού, καθώς και αποκόλληση αμφιβληστροειδούς του δεξιού οφθαλμού. Τελικά, το παιδί απεβίωσε και ανακοινώθηκε ο θάνατος του στις 10.32 π.μ. της Κυριακής 19.11.1989. Η σορός του μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο για περαιτέρω αξιολόγηση και νεκροψία. Η νεκροψία έγινε από τον παθολογοανατόμο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Γ.Ν. Μασαχουσέτης A. B., o οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ανθρωποκτονία και ότι ο θάνατος του ανηλίκου J. C. επήλθε από αμβλύ τραύμα στο κεφάλι, με πρόσφατο οριζόντιο κάταγμα δεξιού βρεγματικού οστού του κρανίου 4 ιντσών. Το κάταγμα, ειδικότερα, ξεκινά από την δεξιά μετωποζυγωματική ραφή και εκτείνεται προς το οπίσθιο μέρος της κεφαλής. Η έκβαση του κατάγματος ήταν να δημιουργηθεί "υποσκληρίδιο αιμάτωμα στο δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου με σημαντική αιμορραγία στην δεξιά υποδόρια χώρα που έχει ως αποτέλεσμα μετρίου βαθμού συμπίεση της κυρτής επιφάνειας του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου, ακριβώς δίπλα στην περιοχή του κατάγματος, σε περιοχή διαστάσεων, κατά προσέγγιση 2 και 3/4 Χ 2 και 2 1/2 ίντσες και πάχους του υποδορίου αιματώματος μεταξύ 1/16 και 1/4 της ίντσας, και ότι έχει συνολικά η υποδόριος αιμορραγία όγκο 60 ml". Ακόμη, η νεκροψία αποκάλυψε παλαιά εγκεφαλική κάκωση, καθώς και πολυάριθμους μώλωπες στο τριχωτό της κεφαλής "από το σημείο Α έως το σημείο G στην δεξιά βρεγματική περιοχή και την δεξιά ινιακή περιοχή, χρώματος καφέ-κόκκινου", όπως εικονίζεται στις αναγνωσθείσες φωτογραφίες και αναφέρεται στην αναγνωσθείσα έκθεση νεκροψίας. Τέλος, διαπιστώθηκαν "πολυάριθμοι μώλωπες του τριχωτού της κεφαλής, μώλωπας κάτω από το δεξιό μάτι χρώματος ροζ-μπλε διαστάσεων 1/2 έως 1/16 ίντσες, καθώς και μώλωπες στον δεξιό ώμο και στο δεξιό πόδι", σύμφωνα, επίσης, με την έκθεση νεκροψίας. Η γνωμάτευση για την αιτία θανάτου του παιδιού είναι "αμβλύ τραύμα στο κεφάλι". Έτσι, η έκθεση νεκροψίας δεν συνδέει το παλαιό αιμάτωμα με την επέλευση του θανάτου του ανηλίκου, όπως ανακριβώς κατέθεσε υπό την ιδιότητα του ιατροδικαστή ο μάρτυρας υπεράσπισης Ι. Α.. Το αμβλύ τραύμα-κάταγμα στο κεφάλι προκλήθηκε από τα δυνατά, απανωτά, ως άνω, κτυπήματα του κατηγορουμένου σε ευπαθές σημείο του σώματος του ανηλίκου και επέφερε, ως μόνη ενεργός αιτία, τον θάνατο του. Ο κατηγορούμενος τέλεσε την ανθρωποκτονία εις βάρος του ανηλίκου J. C., με ενδεχόμενο δόλο, ήτοι ο κατηγορούμενος γνώριζε εκείνη την στιγμή, δεδομένης της μικρής ηλικίας του παιδιού (2,5 ετών), της έντασης των κτυπημάτων, του αριθμού τους, καθώς και του ιδιαίτερα ευπαθούς σημείου του σώματος του ανηλίκου που κυρίως έπληττε, ότι υπήρχε υψηλός βαθμός πιθανότητας (ενδεχόμενο) να επέλθει ο θάνατος του, αλλά αυτός κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή, δεν απώθησε από τη συνείδηση του την παράσταση του ανωτέρω εγκληματικού αποτελέσματος και έτσι το επιδοκίμασε, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αυτό, το δε θύμα, λόγω της μικρής του ηλικίας, ήταν ανήμπορο να αντιδράσει στα κτυπήματα που δεχόταν και να προστατεύσει τον εαυτό του. Επί πλέον α) ο κατηγορούμενος αμέσως μετά την πράξη του και παρά την βαρύτητα των κτυπημάτων που είχε καταφέρει και είχε αντιληφθεί στο μικρό παιδί, το έντυσε και το μετέφερε στο κρεβάτι του, όπου και το εγκατέλειψε αβοήθητο, ενώ αυτό συνέχιζε να κλαίει, και επέστρεψε στον πρώτο όροφο για να παρακολουθήσει τον αγώνα μπάσκετ στην τηλεόραση, χωρίς πλέον να ενδιαφερθεί γι' αυτό, β) ο ίδιος είπε ψέματα στην σύζυγο του, αρχικά στην τηλεφωνική επικοινωνία τους ότι όλα ήταν καλά στο σπίτι και όταν αυτή επέστρεψε της είπε ότι ο μικρός είχε πέσει στο μπάνιο, αλλά τώρα είναι καλά, και το βράδυ όταν διαπίστωσε ότι το παιδί παρουσίασε τα ανωτέρω εκτεθέντα ανησυχητικά συμπτώματα την καθησύχασε και όταν εκείνη ρώτησε αν έπρεπε να το μεταφέρουν στο νοσοκομείο αυτός την απέτρεψε, γ) αρνήθηκε να συνοδεύσει το επόμενο πρωί την σύζυγο του στο νοσοκομείο προβάλλοντας την δικαιολογία ότι δεν του αρέσουν τα νοσοκομεία και δ) όταν οι θεράποντες ιατροί στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου St. Joseph της πόλης .., διαπίστωσαν το σοβαρό τραύμα (κάταγμα) της κεφαλής που έφερε το παιδί και ενημέρωσαν την αστυνομία, αναφέροντας υποψίες για κακοποίηση του παιδιού, υποψίες που εξέφρασαν και οι ιατροί του Γ.Ν. Μασαχουσέτης στα εκεί αρμόδια αστυνομικά όργανα και κατηγορήθηκε (αρχικά) για κακοποίηση παιδιού, τότε παραδέχθηκε, απολογούμενος, μόνον ένα ράπισμα στο μάγουλο του παιδιού, αναιρώντας τον προηγούμενο ισχυρισμό του, ότι το παιδί είχε πέσει στο μπάνιο. Ο κατηγορούμενος, επίσης, ισχυρίζεται ότι κατέφερε στο παιδί ένα ράπισμα μόνον πάνω στο κεφάλι στην δεξιά πλευρά, μεσαίας έντασης και ότι το παιδί έχασε την ισορροπία του και έπεσε κτυπώντας από πίσω το κεφάλι του στο πάτωμα του μπάνιου. Ότι εξαιτίας της πτώσης αυτής στο πάτωμα του μπάνιου προκλήθηκε το επισκληρίδιο αιμάτωμα, το οποίο σε συνδυασμό με προκληθέντα παλαιότερα υποσκληρίδια αιματώματα στο κεφάλι του τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του ίδιου έτους (1989), από πτώσεις του ίδιου του παιδιού από την σκάλα του σπιτιού και από κουνιστή καρέκλα, προκάλεσαν τον θάνατο του. Εντούτοις, όσα ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται είναι αβάσιμα, καθόσον, όπως σαφώς προκύπτει από την έκθεση νεκροψίας το αμβλύ τραύμα στο κεφάλι του παιδιού προκλήθηκε με αμβλύ όργανο, δηλαδή από το χέρι του κατηγορουμένου στο δεξιό βρεγματικό οστούν, όπου διαπιστώθηκε το κάταγμα του κεφαλιού στο σημείο G των αναγνωσθέντων εγγράφων (φωτογραφιών), το οποίο προκλήθηκε από την ένταση και την επαναληπτικότητα των κτυπημάτων που αυτός κατέφερε στο παιδί και όχι από την τυχόν πτώση του στο πάτωμα του μπάνιου, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και πάνω του είχε τοποθετηθεί μουσαμάς, υλικά τα οποία δεν είναι πρόσφορα για την δημιουργία κατάγματος ή αιματωμάτων. Άλλωστε, στο πίσω μέρος του κεφαλιού του παιδιού (ινιακός λοβός) δεν βρέθηκαν κατά την νεκροψία πρόσφατοι μώλωπες ή κάταγμα. Τέλος, το γεγονός ότι δεν προκλήθηκε εμφανής αιμορραγία στο παιδί από τα κτυπήματα με το χέρι του κατηγορουμένου οφείλεται στο ότι ήταν αυτά υποσκληρίδια ή υποδόρια, κατά την έκθεση νεκροψίας, δηλαδή το αίμα από τα κτυπήματα συγκεντρώθηκε μέσα στην εσωτερική στοιβάδα της σκληρός μήνιγγας, η οποία είναι η προστατευτική μεμβράνη του εγκεφάλου και έγιναν αντιληπτά μόνον κατά την διενεργηθείσα νεκροψία. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη στις ΗΠΑ για "ανθρωποκτονία δευτέρου βαθμού" και αφέθηκε ελεύθερος με καταβολή εγγυήσεως ποσού 50.000 δολαρίων. Κατά την έναρξη της δίκης στις 13.5-1991 εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατά την συνεδρίαση της 15-5-1991" οπότε οι ένορκοι θα ανακοίνωναν την απόφαση τους, δεν εμφανίστηκε και εκδόθηκε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης. Ακολούθησε έρευνα για τον εντοπισμό του, η οποία απέβη άκαρπη. Τελικά, κρίθηκε ένοχος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης τριάντα ετών έως ισόβια, ήτοι με δικαίωμα αναστολής απόλυσης υπό όρους μετά την συμπλήρωση τριάντα ετών. Η ποινή αυτή δεν εκτίθηκε καθόσον ο κατηγορούμενος διέφυγε στην Ελλάδα, όπου, κατόπιν σήματος της INTERPOL, ασκήθηκε εις βάρος του η προκειμένη ποινική δίωξη, διενεργήθηκε κύρια ανάκριση και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το 3072/1998 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ο κατηγορούμενος, όμως, διέφευγε την σύλληψη μέχρι τις 5-2-2013 οπότε και συνελήφθη στην Θεσσαλονίκη. Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, αφού απορριφθούν οι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί του ότι η ανωτέρω πράξη του στοιχειοθετεί ανθρωποκτονία από αμέλεια, άλλως απλή σωματική βλάβη, άλλως, επικίνδυνη, άλλως βαριά και άλλως θανατηφόρα σωματική βλάβη". Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο του ότι: "από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο και συγκεκριμένα του ότι την 17-11-1989 στην Πολιτεία New Hampshire των ΗΠΑ, από πρόθεση εφόνευσε άλλον, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά τη λήψη της απόφασης και την εκτέλεση της πράξης. Ειδικότερα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, όταν ήταν μόνιμος κάτοικος της Πολιτείας New Hampshire, ενώ παρακολουθούσε αγώνα μπάσκετ στο σπίτι της γυναίκας με την οποία συζούσε, ενοχληθείς από το ηλικίας δυόμιση ετών γιο της με το όνομα J. C., επειδή αυτός ασθένησε, εφόνευσε το εν λόγω ανήλικο, αφού προηγουμένως τον εκτύπησε άγρια και απεβίωσε εξ αιτίας των σοβαρών κακώσεων τις οποίες υπέστη. Ο κατηγορούμενος δε, τόσο κατά την απόφαση όσο και κατά την εκτέλεση της εν λόγω πράξεως, ευρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση".
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, ειδικότερα, ως προς τη συνδρομή του αναγκαίου για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση υποκειμενικού στοιχείου του δόλου. Όμως, με αυτές τις, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, παραδοχές, το δικαστήριο που δίκασε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο δε, διότι εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 52, 83, 84 παρ. 2 περ. α' και ε' και 299 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ώστε οι περί του αντιθέτου δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα (αναγνωσθέντα έγγραφα, κατάθεση μάρτυρος υπερασπίσεως, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεση τους, η αναφορά του Ή προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Με ιδιαίτερες δε σκέψεις και την προσήκουσα κατά τούτο αιτιολογική επάρκεια θεμελιώνεται η κατάφαση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τούτου, με τη λεπτομερειακή παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και καταδεικνύουν τον ενδεχόμενο προς τούτο δόλο του κατηγορουμένου, ο οποίος, αν και είχε επίγνωση της έντασης των κτυπημάτων που κατάφερε στο ηλικίας 2,5 ετών παιδί της συντρόφου του και μάλιστα σε ευπαθές σημείο του σώματός του και ότι υπήρχε υψηλός βαθμός πιθανότητας (ενδεχόμενο) να επέλθει ο θάνατος τούτου, αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό, αφού εγκατέλειψε αβοήθητο στο κρεβάτι του το ανήλικο, που συνέχιζε να κλαίει, ο ίδιος δε, έσπευσε στον πρώτο όροφο της οικίας του για να παρακολουθήσει από την τηλεόραση αγώνα καλαθοσφαίρισης, απέκρυψε από τη σύζυγο του το γεγονός, περιοριζόμενος να της αναφέρει ότι ο μικρός είχε ένα μικρό ατύχημα στο χώρο του λουτρού και όταν αυτή αντιλήφθηκε ανησυχητικά συμπτώματα την καθησύχασε ότι δεν συνέτρεχε ανάγκη μεταφοράς του στο νοσοκομείο, με τη δικαιολογία ότι δεν του αρέσουν τα νοσοκομεία, ενώ και μετά την επέμβαση της αστυνομίας, αναίρεσε μεν τους αρχικούς ισχυρισμούς του, πλην, όμως, ανέφερε αναληθώς ότι κατάφερε ένα μόνο ράπισμα, μεσαίας έντασης, στη δεξιά παρειά του θύματος που έπεσε στο δάπεδο και κτύπησε στο πίσω μέρος της κεφαλής του. Περαιτέρω, η αναφορά του δικαστηρίου, που δέχτηκε ότι ο κατ/νος βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σε εκνευρισμό του, επειδή εξαιτίας του κλάματος του ανηλίκου διέκοψε την παρακολούθηση του αγώνα μπάσκετ, αυτή και μόνη, δεν συνιστά συνθήκη που να δικαιολογεί βρασμό ψυχικής ορμής (άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ), ώστε να αποκλείεται η σκέψη και ο δράστης να μην έχει τη δυνατότητα να σταθμίσει τα αίτια που τον ωθούν στην πράξη ή τον απωθούν από αυτήν. Μάλιστα, ούτε ο κατ/νος στο δικαστήριο της ουσίας είχε ισχυριστεί ότι αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη του σε βρασμό ψυχικής ορμής. Εξάλλου, με σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες το δικαστήριο απέκλεισε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του παλαιού αιματώματος και του κατά τα παραπάνω προκληθέντος θανάτου του ανηλίκου. Επομένως, ο 2ος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, αναφορικά με τα παραπάνω ζητήματα, τυγχάνει αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ. 4 ΚΠΔ προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσης του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης του που έδωσε κατά τη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης. Και τούτο διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, το οποίο συνιστά ειδικότερη έκφανση της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ) και διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (Ολ ΑΠ 2/1999, ΑΠ 471/2011, ΑΠ 533/2011).
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν περιλαμβάνονται και τα με αύξοντες αριθμούς 39, 40, 41 και 43 έγγραφα του Αστυνομικού Τμήματος ... των ΗΠΑ, στα οποία υπήρχαν και καταθέσεις του αναιρεσείοντος, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, των οποίων το περιεχόμενο συνεκτιμήθηκε και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της καταδικαστικής για τον τελευταίο κρίσης του, με συνέπεια να προκληθεί η κατ' άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, λόγω της παραβιάσεως του δικαιώματος σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησής του, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα συναφής λόγος αναιρέσεως. Όπως, όμως, συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 έως 12 του Ποινικού Κώδικα και 1 έως 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι ελληνικοί ποινικοί δικονομικοί νόμοι, κατά την καθιερωμένη από τις διατάξεις αυτές αρχή της εδαφικότητας, ισχύουν εντός του εδάφους της ελληνικής επικράτειας και/επομένως, εφαρμόζονται κατ' αρχήν μόνο επί των διαδικαστικών πράξεων που επιχειρούνται εντός των εδαφικών ορίων αυτής, στα οποία εκτείνεται η ποινική δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων (ΑΠ 861/2012).
Συνεπώς, η ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση των εγγράφων της αστυνομικής έρευνας που έλαβε χώρα στις ΗΠΑ υπό το ισχύον στη χώρα αυτή διαφορετικό νομοθετικό και ιδίως δικονομικό καθεστώς, ουδεμία επάγεται ακυρότητα και μάλιστα απόλυτη. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα έγγραφα του συγκεκριμένου φακέλου που είχε σταλεί από τις ΗΠΑ, χωρίς, όμως, ιδιαίτερη αναφορά στις καταθέσεις του κατηγορουμένου, καθόσον το δικαστήριο αξιολογεί όλο, γενικά, το περιεχόμενο της σχετικής αλληλογραφίας στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ σε ποινικές υποθέσεις και όχι τα κατ' ιδίαν αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν σ' αυτήν (πρβλ ΑΠ 436/2012, ΑΠ 1090/2011, ΑΠ 607/2010), όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Σημειωτέον δε ότι, ουδεμία αντίρρηση προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα ή τους συνηγόρους του κατά την ανάγνωση των προαναφερόμενων εγγράφων και μάλιστα, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, "... κατά τη διάρκεια ανάγνωσης των παραπάνω εγγράφων, η Πρόεδρος έδινε το λόγο στους συνηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου χωριστά και αυτοί με τη σειρά τους έκαναν σχολιασμό αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 358 Κ.Π.Δ. ...".
Συνεπώς, ο 3ος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, τυγχάνει αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν όλων όσων αναφέρθηκαν, η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της προκείμενης διαδικασίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28/4/2014 δήλωση-αίτηση αναιρέσεως του Ε. Κ. του Χ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου της δικαστικής φυλακής Κορυδαλλού, κατά της 495, 496, 504/2013 και 23/2014 αποφάσεως του Α' Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Σεπτεμβρίου 2014.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου