(δημοσιευμένο στην Ελληνική Δικαιοσύνη 2015, σελ. 1641 επ)
Ι. Εισαγωγικά.
Η χρήση της «πολιτικής επιστράτευσης» ως κρατικού μέσου κατάπνιξης απεργιακών κινητοποιήσεων συμπλήρωσε ήδη έναν αιώνα, έχοντας παραμερίσει κυρωμένες διεθνείς συμβάσεις εργασίας και συνταγματικά κείμενα και αναδεικνύοντας φανερά την αδυναμία του Κράτους να σταθεί αποστασιοποιημένο και αμέτοχο σε κοινωνικούς και ταξικούς ανταγωνισμούς. Θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά από την Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου με το ν. 325/1914, ως κατ’ αρχήν απάντηση στις μεγάλες απεργίες των σιδηροδρομικών, των τραμβαγιέρηδων της Αθήνας και του Πειραιά και του προσωπικού των Τ.Τ.Τ., αλλά έχοντας ως απώτερο στόχο των περιορισμό των μαχητικών δράσεων της εργατικής τάξης. Πραγματικά οι διατάξεις του παραπάνω νόμου σύντομα επεκτάθηκαν και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, όπως στους μεταλλωρύχους (ν. 1120/1918), στους εργαζόμενους στον ηλεκτρισμό, στο φωταέριο και τις μεταφορές (ν.δ. 9/1918 και 13/1918) καθώς και στους σμυριδεργάτες της Νάξου (νδ 1455/1918). Η δικτατορία του Μεταξά γενίκευσε την πολιτική επιστράτευση των απεργών με τους α.ν. 245/36, 1861/39, 1984/39 και 1986/39. Μεταπολεμικά η Κυβέρνηση του Βούλγαρη εξέδωσε το ν.δ. 450/45 καθιερώνοντας και πάλι την πολιτική επιστράτευση για την αντιμετώπιση «ανωμαλιών πάσης φύσεως δυναμένων να πρακωλύσωσι την οικονομικήν ανασυγκρότησιν ή να διαταράξωσι την κρατική ή κοινωνική ζωήν της Χώρας»(1).
ΙΙ. Νομοθετικά κείμενα- Σύνταγμα- Διεθνείς Συμβάσεις.
Το πρώτο μεταπολιτευτικό νομοθέτημα που άγγιξε και πάλι το ζήτημα της πολιτικής επιστράτευσης ήταν το νδ 17/1974 «περί πολιτικής σχεδιάσεως εκτάκτου ανάγκης». Θα πρέπει να θυμηθεί κανείς ότι τούτο το ν.δ. εκδόθηκε μέσα σε ανώμαλες ιστορικά περιόδους, λίγο μετά την πτώση της απριλιανής δικτατορίας και την τουρκική επέμβαση στην Κύπρο. Θεμελιώδης νόμος του Κράτους εκείνη την περίοδο ήταν το Σύνταγμα του 1952, ενώ το Σύνταγμα του 1975 τέθηκε σε ισχύ λίγους μήνες αργότερα. Εξακολούθησε ωστόσο να ισχύει το παραπάνω ν.δ. και να αποτελεί «σωσίβιο» κυβερνητικών αδιεξόδων απέναντι σε ανυποχώρητους απεργούς για άλλα 23 χρόνια, παρά την ομόφωνη σφοδρή κριτική περί αντισυνταγματικότητάς του και αντίθεσής του σε Διεθνείς Συμβάσεις, όπως θα αναλυθεί παρακάτω(2). Η εφαρμογή του βασίζονταν στην συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 22 παρ. 3 (ήδη παράγραφος 4) και 112 παρ. 1 του Συντάγματος. Πιο ειδικά στο άρθρο 22 παρ. 4 Σ ορίζεται ότι «Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών…», ενώ το άρθρο 112 παρ. 1 Σ προβλέπει ότι «Σε θέματα που για τη ρύθμισή τους προβλέπεται ρητά από διατάξεις του Συντάγματος η έκδοση νόμου, οι κατά περίπτωση νόμοι ή διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, που υπάρχουν κατά την έναρξη της ισχύος του, εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να εκδοθεί ο νόμος που προβλέπεται κατά περίπτωση, εκτός αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος». Η μη έκδοση λοιπόν «ειδικού νόμου» μέχρι και την ψήφιση του ν. 3536/2007 επέτρεψε την ανεμπόδιστη ισχύ και εφαρμογή του νδ 17/1974. Αγνοήθηκε ωστόσο εσκεμμένα η απαίτηση του άρθρου 112 παρ. 1 Σ να μην εφαρμόζονται εκείνες οι διατάξεις των «ειδικών νόμων», εφόσον είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος και ο προφανής λόγος ήταν η «πρακτική χρησιμότητά» τους σε όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις.
Το νδ 17/1974 επέτρεπε την πολιτική κινητοποίηση με απόφαση του πρωθυπουργού για αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε καιρό ειρήνης (άρθρο 19 παρ. 1) και την συνακόλουθη πολιτική επιστράτευση προσωπικού (άρθρο 23 παρ. 1). Ως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θεωρούσε κάθε αιφνίδια κατάσταση που προκαλείται από φυσικά ή άλλα γεγονότα πολεμικά ή μη ή από «ανωμαλίες πάσης φύσεως» που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή απειλή δημιουργίας εκτεταμένων απωλειών, ζημιών και καταστροφών σε έμψυχο ή άψυχο δυναμικό ή την παρακώλυση και διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Χώρας (άρθρο 2 παρ. 5). Πρόκειται σαφώς για διάταξη με πολύ πιο διευρυμένο περιεχόμενο σε σύγκριση με το άρθρο 22 παρ. 4 Σ που επιτρέπει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών μόνο σε τέσσερις συγκεκριμένες περιπτώσεις: α) για την αντιμετώπιση αναγκών άμυνας της χώρας, β) επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία, γ) ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και δ) για την αντιμετώπιση τοπικών αναγκών των ΟΤΑ. Η «παρακώλυση και διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Χώρας» του ν.δ. 17/1974 είναι μια ιδιαίτερα διευρυμένη προϋπόθεση στην οποία μπορούσαν οι κυβερνήσεις να εντάσσουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις, αλλά που δεν μπορούσε να βρει αντιστοίχιση σε κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες συνταγματικές περιπτώσεις. Πρόβλημα συμβατότητας του ν.δ. 17/1974 αναδείχθηκε και σε σχέση με τις Διεθνείς Συμβάσεις που κύρωσε η Χώρα και οι οποίες έχουν αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Σ. Πιο συγκεκριμένα τα μεν άρθρα 4 και 23 παρ. 1 της ΕΣΔΑ απαγορεύουν γενικά τη δουλεία και προβλέπουν την ελευθερία της εργασίας, ενώ οι ειδικότερες Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 29 και 105 που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τους νόμους 2079/1952 και ν.δ. 4221/1961 αντίστοιχα απαγορεύουν κάθε αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία με κάθε μορφή. Η ΔΣΕ 29 εξαιρεί από την έννοια της αναγκαστικής εργασίας περιπτώσεις αντίστοιχες με αυτές του άρθρου 22 παρ. 4 β’ Σ, ενώ με μεγαλύτερη σαφήνεια η ΔΣΕ 105 θεωρεί ως αναγκαστική εργασία οποιαδήποτε «μέθοδο επιστράτευσης και χρησιμοποίησης εργατικού δυναμικού για σκοπούς οικονομικής ανάπτυξης»(3).
Η επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών (συνταγματική έννοια αντίστοιχη της έννοιας της πολιτικής επιστράτευσης του ν.δ. 17/1974) προβλέφθηκε στο Σύνταγμα του 1975 ως εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4β’ Σ εντάσσεται συστηματικά στις διατάξεις εκείνες που ρυθμίζουν έκτακτες περιστάσεις, όπως είναι και τα άρθρα 48, 18 παρ. 3 Σ, αλλά και το άρθρο 44 παρ. 1 Σ για έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου(4). Η απόλυτα θεμιτή επιδίωξη διάσωσης των βασικών δομών της χώρας, που υπηρετείται από τον συνταγματικό κανόνα της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, είναι κοινή και σε άλλα δίκαια(5). Ωστόσο σε καμία άλλη χώρα δεν χρησιμοποιήθηκε με τέτοια συχνότητα η εξαιρετική αυτή πρόβλεψη παράκαμψης της αρχής απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας, ως μοχλός αντιμετώπισης απεργιακών κινητοποιήσεων εργαζομένων.
Έχει επισημανθεί ορθά(6) ότι «η σύζευξη της απεργίας με την πολιτική επιστράτευση εισάγει στο δίκαιο της απεργίας ένα ξένο σώμα..», ενώ «η πολιτική επιστράτευση ως θεσμός παρεμβάλλεται μεταξύ των ανταγωνιζομένων και σε βάρος των εργαζομένων με τρόπο κατ’ αρχήν νομικά αφύσικο και δημιουργεί συνταγματικές αντιφάσεις και αδιέξοδα». Τα άρθρα 22 παρ. 4β και 23 παρ. 2 του Συντάγματος δεν τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικότητας, καθώς έχουν εντελώς διαφορετικό ρυθμιστικό πεδίο. Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών μπορεί να επιβληθεί προφανώς όχι μόνο σε απεργούς, αλλά και σε μη απεργούς, ενώ η νομιμότητα ή μη της απεργίας είναι αδιάφορη εφόσον συντρέχουν πραγματικά οι προϋποθέσεις της επίταξης. Κατά τη διάρκεια ισχύος του νδ 17/1974 το Κράτος δεν αισθανόταν την υποχρέωση να εντάξει τις κηρυγμένες πολιτικές επιστρατεύσεις σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 22 παρ. 4 β του Συντάγματος, αλλά θεωρούσε αρκετό να επαναλάβει την αντισυνταγματική πρόβλεψη του ν.δ. περί «παρακώλυσης και διατάραξης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Χώρας». Μετά όμως την ψήφιση του ν. 3536/2007, ο οποίος στο άρθρο 41 παρ. 2 επανέλαβε ουσιαστικά τις συνταγματικές προϋποθέσεις της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών, η εκτελεστική εξουσία βρίσκει μοναδική διέξοδο να εντάσσει τις απεργίες στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 4β Σ., δηλαδή σε δημιουργία ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία. Και πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά αφού μια απεργία ούτε την άμυνα της χώρας μπορεί να πλήξει, ούτε μπορεί να θεωρηθεί θεομηνία, ούτε συνδέεται με τις τοπικές ανάγκες των ΟΤΑ(7). Κομβική σημασία αποκτά έτσι η έννοια της «δημόσιας υγείας». Μια στενή ερμηνεία που θα συμπεριελάμβανε στους κινδύνους για τη δημόσια υγεία αποκλειστικά την δημιουργία προϋποθέσεων για την πρόκληση, διάδοση και εξάπλωση λοιμωδών, μολυσματικών ή μεταδοτικών νόσων, είναι επιτακτική ανάγκη πλέον να γίνει με ειδικό νόμο(8). Τέλος αν και όπως ειπώθηκε παραπάνω η νομιμότητα μιας απεργίας είναι αδιάφορη για την απόφαση επίταξης προσωπικών υπηρεσιών, ωστόσο σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 δ’Σ) η τήρηση των προϋποθέσεων νομιμότητας μιας απεργίας και ιδίως η πρόβλεψη προσωπικού ασφαλείας των εγκαταστάσεων (άρθρο 21 παρ. 1 ν. 1264/82) και προσωπικού για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου για τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας (21 παρ. 2 ν. 1264/82) ή η μη συμμετοχή ικανού αριθμού εργαζομένων στην προκηρυχθείσα απεργία, είναι παράγοντες αποτρεπτικοί για την επιβολή επίταξης προσωπικών υπηρεσιών(9). Το Κράτος επομένως δρα καταχρηστικά εάν προβαίνει σε επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο ως έσχατο μέσο(10), πολύ περισσότερο βέβαια εάν έχει ήδη προσφύγει στα τακτικά δικαστήρια ζητώντας να κηρυχθεί η απεργία παράνομη και τα δικαστήρια έχουν αποφανθεί υπέρ της νομιμότητας αυτής(11).
III. Διοίκηση – Δικαιοσύνη: Δρόμοι παράλληλοι.
Έχει επισημανθεί πολλές φορές η αρνητική στάση των Δικαστηρίων απέναντι στο δικαίωμα της απεργίας(12). Ίδια στάση επιφυλάσσεται και στους «επιταγμένους» απεργούς. Καθώς η ερμηνεία των εννοιών «έκτακτη ανάγκη», «κίνδυνος δημόσιας υγείας», «διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας» επαφίεται στην κρίση του Δικαστή –ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας-, ως ερμηνεία αόριστων νομικών εννοιών, προκύπτει διαχρονικά η σταθερή νομολογιακή βούληση της μη αμφισβήτησης της κυβερνητικής κρίσης, εφόσον αυτή είναι στοιχειωδώς τεκμηριωμένη(13).
Από τις πολιτικές επιστρατεύσεις που έγιναν κατά την περίοδο 1952-1967 προκειμένου να αντιμετωπιστούν απεργιακές κινητοποιήσεις και στις λίγες περιπτώσεις που η αμφισβήτηση έφθασε στα ανώτατα Δικαστήρια, μόλις 3 αποφάσεις του ΣτΕ(14) έκριναν νόμιμες τις επιστρατεύσεις και μία του Αρείου Πάγου(15), αποφεύγοντας ωστόσο να ασχοληθούν με τα προβλήματα συνταγματικότητας. Με το τελευταίο αυτό ζήτημα ασχολήθηκε μόνο το ΣτΕ με την υπ’ αριθμό 578/1966(16) απόφασή του η οποία έκρινε ότι οι διατάξεις για την πολιτική επιστράτευση «ουδόλως αντίκεινται» στις διατάξεις των άρθρων 4 και 11 του Συντάγματος(17).
Μετά την μεταπολίτευση και μέχρι το έτος 2013 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 57 επιτάξεις προσωπικών υπηρεσιών(18). Σημαντικός αριθμός αφορούσε επιτάξεις των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, Ιπταμένων Φροντιστών και Συνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας, χειριστών αεροσκαφών, προσωπικού της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας. Η αιτιολόγηση της πολιτικής επιστράτευσης ήταν το ίδιο συνοπτική και αόριστη, με παραλλαγές στην διατύπωση και όχι στην ουσία: Άλλες φορές κηρύσσονταν «Για την ανάγκη εξασφαλίσεως της ασφαλούς διεξαγωγής των πτήσεων των αεροσκαφών εντός του Ελληνικού Εναέριου Χώρου ως και την ανάγκην προλήψεως ανωμαλιών δυναμένων να παρακωλύσουν την οικονομικήν και κοινωνικήν ζωήν της Χώρας»(19), άλλοτε για «την ανάγκην εξασφαλίσεως των αερομεταφορών»(20), ενώ μετά το 1983 εμπλουτίστηκε η κήρυξη των επιτάξεων με ένα συνονθύλευμα αιτιολογιών ώστε να ικανοποιείται και η συνταγματική επιταγή του άρθρου 22 παρ. 4β, αλλά και «να μην ξεχνιέται» το ν.δ. 17/1974, όπως «για την ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από την παρακώλυση εκτέλεσης των εναέριων συγκοινωνιών που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια ζωής των διακινουμένων προσώπων, την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας καθώς και την Εθνική Άμυνα αυτής και να ζημιώσουν το εθνικό συμφέρον»(21), ή για «την ανάγκη διασφάλισης κάτω από τις παρούσες συνθήκες, της επιχειρησιακής ικανότητας της Πολεμικής Αεροπορίας και αποτροπής της διατάραξης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας»(22). Πώς μπορούσε βέβαια η απεργία των παραπάνω εργαζομένων και η μη διεξαγωγή πτήσεων πολιτικής αεροπορίας να θίξει την εθνική άμυνα της χώρας, να ζημιώσει το εθνικό συμφέρον ή να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και την ζωή των πολιτών, παραμένει ερώτημα αναπάντητο.
Άλλη κατηγορία εργαζομένων που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από πολιτικές επιστρατεύσεις αποτελούν οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες. Παλαιότερα η αιτιολογία ήταν συνοπτική: για «την ανάγκη προλήψεως των πάσης φύσεως σοβαρών ανωμαλιών και της διαταράξεως της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας, λόγω της εξαγγελθείσης καθόδου εις απεργίαν του προσωπικού των Η.Σ.Α.Π.»(23). Μεταγενέστερα εμπλουτίστηκε ως εξής: για «την ανάγκη προλήψεως ανωμαλιών από την ουσιαστική διακοπή των αστικών συγκοινωνιών της περιοχής Αθηνών- Πειραιώς και Περιχώρων που εξυπηρετούνται από τα λεωφορεία της Ε.Α.Σ. εξαιτίας των καθημερινών στάσεων εργασίας και απεργιών προσωπικού της, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική και κοινωνική ζωή στην περιοχή αυτή, τη δημόσια τάξη και υγεία»(24). Οι τελευταίες αποφάσεις ήταν περισσότερο αιτιολογημένες από οποιεσδήποτε άλλες, το ίδιο όμως μακριά από την πραγματικότητα, το ίδιο λογικά μετέωρες. Αναφέρουν επί λέξει: «Το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη απεργία του προσωπικού της Ε.Α.Σ. στην περιοχή Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων που εξυπηρετείται από τα λεωφορεία της Ε.Α.Σ., δημιουργεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συνεπάγεται κινδύνους για το εθνικό συμφέρον, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια καθώς και παρακώλυση και διατάραξη της οικονομικής ζωής της χώρας (όπως έκθεση των πολιτών σε κίνδυνο θερμοπληξίας κλπ από την επί μακρόν ματαία αναμονή εξευρέσεως μεταφορικού μέσου κάτω από συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και νέφους, μεγάλη καθυστέρηση των πολιτών και ιδίως των εργαζομένων στις μετακινήσεις τους από και προς την εργασία τους, δυσκολία μετακινήσεως των τουριστών στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας σε περίοδο μάλιστα μεγάλης τουριστικής κίνησης, δυσχέρεια μετακινήσεως του κοινού στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και ιδίως στο διοικητικό και εμπορικό κέντρο της πόλης»(25). Ειπώθηκε και παραπάνω ότι η επίκληση της παρακώλυσης και διατάραξης της οικονομικής ζωής της χώρας είναι έξω από τα συνταγματικά πλαίσια του άρθρου 22 παρ. 4β, οπότε παρέλκει οποιοσδήποτε σοβαρός σχολιασμός εν προκειμένω. Μένει ο κίνδυνος για την δημόσια υγεία όπως περιγράφεται στην πρωθυπουργική απόφαση. Η αιτιολογία είναι τόσο προσχηματική που δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει όχι μόνο τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία όπως περιγράφεται στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη, αλλά ούτε να θεμελιώσει το νόμω βάσιμο αγωγής για κήρυξη της απεργίας ως παράνομης ή καταχρηστικής. Προσπαθεί να πείσει για το αυτονόητο, ότι δηλαδή μια απεργιακή κινητοποίηση έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε τρίτους και «τους δυσκολεύει τη ζωή». Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι η απεργία;(26) Οι τρίτοι δε, αμέτοχοι του απεργιακού αγώνα και το κοινωνικό σύνολο οφείλουν να ανεχθούν τις συνέπειες της απεργίας μέσα σε μια κοινωνία αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης(27).
Δύο φορές διατάχθηκε επίταξη προσωπικών υπηρεσιών στα πληρώματα πλοίων του εμπορικού ναυτικού διότι η απεργία τους «έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή του κράτους και για τη διασφάλιση της υγείας των κατοίκων των νησιών που βρίσκονται σε απομόνωση»(28). Δύο φορές επίσης επιτάχθηκαν οι υπηρεσίες του προσωπικού των Τελωνείων για «την ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από την παρατεινόμενη απεργιακή κινητοποίηση του κλάδου που έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και δημιουργεί άμεσα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία (όπως ματαίωση εισαγωγών- εξαγωγών, ιδίως βασικών ειδών και ειδών πρώτης ανάγκης, αλλοιώσεις ευπαθών προϊόντων, ανεξέλεγκτη διακίνηση επιβατών και αποσκευών)»(29). Τρεις φορές επιτάχθηκαν οι υπηρεσίες των εργαζομένων στους ΟΤΑ. Το 1986 και το 1990 βάση της απόφασης ήταν γενικά ο κίνδυνος της δημόσιας υγείας, ενώ πιο αναλυτικά στην απόφαση του 2000 αναφέρεται «η ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από τις απεργιακές κινητοποιήσεις, η πραγματοποίηση των οποίων συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας των χώρων απόθεσης των απορριμμάτων της χωματερής των Άνω Λιοσίων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία άμεσου κινδύνου για τη δημόσια υγεία και τις σοβαρές διαταραχές της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας στο Νομό Αττικής»(30). Σταθερή αιτιολογία των πολιτικών επιστρατεύσεων εργαζομένων στην ΔΕΗ και στον ΟΤΕ αποτελεί «η ανάγκη προλήψεως ανωμαλιών δυναμένων να θέσουν εις κίνδυνον την δημοσίαν υγείαν εν τη χώρα»(31). Την δημόσια υγεία γενικά και την κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, επικαλούνται οι αποφάσεις επίταξης υπηρεσιών των φορτηγών αυτοκινήτων εκκενώσεως βόθρων(32), των βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων(33), των φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως(34), του προσωπικού του ΕΚΑΒ(35), του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία»(36), των εργαζομένων στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας(37). Στις επιτάξεις των γεωπόνων εκτιμήθηκε ως επείγουσα ανάγκη η «ολοκλήρωση του συντελουμένου έργου της βαθμολογίας και εκτιμήσεως των εξαγωγίμων καπνών εσοδείας 1975 και προς αποτροπήν δυσμενών επιπτώσεων επί των καπνοπαραγωγών»(38)! Στις απεργίες των νοσοκομιακών υπαλλήλων ψυχιατρείων Ελλάδος οι σοβαρές ανωμαλίες και η διατάραξη της τάξης και της κοινωνικής ζωής της χώρας έγκειται στο ότι «δεν θα είναι δυνατός ο έλεγχος των εντός των ψυχιατρείων ψυχασθενών»(39). Τέλος στις απεργίες των εκπαιδευτικών λειτουργών στα ιδιωτικά σχολεία κρίθηκε ότι υφίσταται έκτακτη ανάγκη και «μεγίστη ανωμαλία εις ιδιαζόντως ζωτικόν(40) και ευαίσθητον τομέα της κοινωνικής ζωής της χώρας με άμεσον κίνδυνον απωλείας του σχολικού έτους» και στις απεργίες όλων των τραπεζοϋπαλλήλων ότι διαταράσσεται η οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας «ιδία δε ο εφοδιασμός ταύτης εις ζωτικά είδη πρώτης ανάγκης και η καταβολή των αποδοχών μεγάλου αριθμού εργαζομένων»(41) .
Στη δεκαετία που διανύουμε και άρα μετά την ισχύ του ν. 3536/2007, που εκσυγχρόνισε τη νομοθεσία καταργώντας ως ειδικό νόμο το ν.δ. 17/1974, αποφασίσθηκε πολιτική κινητοποίηση των ιδιοκτητών και οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης και των βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων, έχοντας υπόψη «την επιτακτική ανάγκη αποτροπής των δυσμενών συνεπειών της παρατεινόμενης απεργίας…που έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία από την έλλειψη επαρκούς εφοδιασμού των πολιτών σε καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης, απειλεί τη διακοπή της ομαλής λειτουργίας των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας και απειλεί επίσης κατ’ επέκταση την δημόσια τάξη»(42). Ακολούθησε η πολιτική κινητοποίηση των εργαζομένων στις συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ ΑΕ) με προβαλλόμενο λόγο «την σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική ζωή της χώρας και διότι ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια τάξη και υγεία»(43) και των πληρωμάτων δρομολογημένων επιβατηγών, επιβατηγών οχηματαγωγών και φορτηγών οχηματαγωγών πλοίων του Εμπορικού Ναυτικού διότι «έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική ζωή της χώρας, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία από την έλλειψη εφοδιασμού των κατοίκων των νησιών σε καύσιμα, τρόφιμα, φάρμακα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης και απειλεί την διακοπή της ομαλής λειτουργίας των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας»(44). Τελευταία πολιτική κινητοποίηση ήταν αυτή των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εδώ η απόφαση του Πρωθυπουργού επικαλείται την «επιτακτική ανάγκη αποτροπής των απειλούμενων δυσμενών συνεπειών από την προταθείσα…πανελλαδική απεργία, πρώτη ημέρα των πανελλαδικών εξετάσεων του σχολικού έτους 2012-2013 και από κάθε άλλη προταθησόμενη ή κηρυχθησόμενη εντός της περιόδου διεξαγωγής των εξετάσεων αυτών και μέχρι την ολοκλήρωσή τους, καθώς και τη σημαντική διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και τους σοβαρούς κινδύνους που επαπειλούνται για τη δημόσια τάξη και υγεία των υποψηφίων στις ανωτέρω εξετάσεις, αιφνιδίως επτά ημερολογιακές ημέρες πριν από την διεξαγωγή τους»(45). Και στις τέσσερις περιπτώσεις επιτάξεων παρατηρεί κανείς μια φαινομενικά ανεξήγητη εμμονή να επαναλαμβάνεται το καταργηθέν αντισυνταγματικό ν.δ. 17/1974 και να γίνεται αναφορά σε «διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας». Πρόκειται μήπως για νομική αβλεψία, για άγνοια αλλαγής του νομοθετικού καθεστώτος ή για συνήθεια δεκαετιών που δε λέει να θάψει ένα τέτοιο νομικό τερατούργημα βαθιά στη λήθη της ιστορίας; Αυτό που πιθανότερο ισχύει είναι ότι οι κυβερνήσεις έχουν βρει ένα εύκολο και βολικό επιχείρημα να επιτάσσουν απεργούς και να δικαιολογούν την πράξη τους, χωρίς να υποχρεώνονται να συνδέουν αποκλειστικά με κάλπικους ισχυρισμούς την απεργία με τον «κίνδυνο της δημόσιας υγείας», που χρησιμοποιείται μόνο ως μια επικουρική θεμελιωτική βάση. Ένα δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι για τις ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά δεν υπάρχει επαγγελματική ομάδα που να απεργεί και να μη βλάπτει με κάποιο τρόπο την δημόσια υγεία, άμεσα ή έμμεσα. Προφανής η στρέβλωση του νοηματικού περιεχομένου της «δημόσιας υγείας»! Ακόμα πιο αποκρουστική η κυνική περιφρόνηση του Θεμελιώδους Νόμου του Κράτους από την ίδια την Κυβέρνηση προκειμένου να βγει από μια δύσκολη κατάσταση!
Τι θέση πήραν τα Δικαστήρια στις κυβερνητικές αυτές επιλογές; Η ΜΠρΑθ 11333/86(46) (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) που έκρινε επί της αιτήσεως συντηρητικής κατάσχεσης της περιουσίας των επιστρατευμένων απεργών της Ολυμπιακής Αεροπορίας, αντιμετώπισε και το προδικαστικό ζήτημα της συνταγματικότητας της πολιτικής επιστράτευσης. Το Δικαστήριο «βεβαιώθηκε από τα παραπάνω στοιχεία ότι ο σκοπός της αιτούσας ήταν να προλάβει τις ανωμαλίες που θα προέκυπταν και προέκυψαν πραγματικά στη συνέχεια, από την άρνηση των καθ’ων να προσφέρουν της υπηρεσίες τους σ’ αυτήν κι’ ακόμη τους κινδύνους που προδιαγράφονταν άμεσοι για την οικονομική της κατάσταση, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα κίνδυνο και για την γενική οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας κι’ έτσι ζημία και για το εθνικό συμφέρον». Επανέλαβε δηλαδή το αντισυνταγματικό ν.δ. 17/1976, επικύρωσε την αιτιολογία της πρωθυπουργικής απόφασης και δεν έλαβε υπόψη τη Συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4β(47). Η ίδια υπόθεση συζητήθηκε και στο ΣτΕ. Με τις υπ’ αριθμό 686 και 687/1987 αποφάσεις του(48) έκρινε ότι η «η βάση των προσβαλλομένων πράξεων που επικαλείται τους κινδύνους διατάραξης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας υπό καθεστώς επιστράτευσης, στηρίζει νομίμως και επαρκώς τις πράξεις αυτές» παραπέμποντας ωστόσο στην Ολομέλεια, η οποία όμως απέφυγε να εισέλθει στην ουσία διότι στο μεταξύ έπαυσε η ισχύς των προσβαλλομένων πράξεων(49).
Τα τελευταία χρόνια το ΣτΕ ασχολήθηκε με την αναστολή της απόφασης επίταξης των ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων και βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων και με την υπ’ αριθμό 1115/2010(50) απόφασή του έκρινε ότι «την πολιτική κινητοποίηση…περαιτέρω δε την επίταξη… υπαγόρευσαν πράγματι σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι στην προστασία της υγείας του συνόλου των ευρισκομένων στη χώρα προσώπων από τις επιπτώσεις της επ’ αόριστων πανελλαδικής διακοπής των οδικών εμπορευματικών μεταφορών, η οποία απειλούσε να στερήσει το σύνολο του πληθυσμού από καύσιμα, φάρμακα, υγειονομικό υλικό, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, καθώς και από την απαραίτητη υγειονομική περίθαλψη και μάλιστα κατά τρόπο άμεσο». Η ολΣτΕ 1623/2012(51) που έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως απόφασης πολιτικής κινητοποίησης πληρωμάτων πλοίων του Εμπορικού Ναυτικού ότι «την επιβολή μέτρων της πολιτικής κινητοποιήσεως υπαγόρευσαν λόγοι αναγόμενοι στην προστασία της υγείας των κατοίκων των νησιών από τις επιπτώσεις της διακοπής των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, λόγω της απεργίας των πληρωμάτων». Με την υπ’ αριθμό ΣτΕ 118/2013(52) απόφαση απέρριψε αίτηση αναστολής εκτέλεσης της κήρυξης πολιτικής κινητοποίησης των εργαζομένων στις συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ). Για την αίτηση ακύρωσης στην ίδια περίπτωση έκρινε με τις υπ’ αριθμό ΟλΣτΕ 1764 και 1765/2014 αποφάσεις του(53), θεωρώντας ότι με τις απεργιακές κινητοποιήσεις «τίθεται σε δοκιμασία η σωματική και ψυχική υγεία όλων των επιθυμούνταν να μετακινηθούν στην Αθήνα, ευλόγως δε των πλέον αδυνάτων». Με την υπ’ αριθμό ΟλΣτΕ 1766/2014 απόφασή του(54) που έκρινε για την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφού έλαβε υπόψη του την έκθεση ενός θεραπευτή οικογένειας, διευθυντή Κέντρου Παιδοψυχιατρικής του Ε.Ο.Π.Π.Υ., η οποία προσκομίστηκε από την διοίκηση, κατέληξε ότι «τεκμηριώνεται επαρκώς και με αναλυτικό τρόπο η ουσιαστική κρίση της διοικήσεως ότι η αναβολή των πανελλαδικών εξετάσεων, ως αποτέλεσμα τυχόν κηρυχθησόμενης απεργίας των εκπαιδευτικών κατά την προγραμματισμένη περίοδο διεξαγωγής των, μπορεί να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των μαθητών που συμμετέχουν στις εξετάσεις αυτές, σε έκταση και ένταση τέτοιες, ώστε να δημιουργείται κίνδυνος για την δημόσια υγεία…»(55).
Με το σκεπτικό των ελληνικών Δικαστηρίων δεν φαίνεται πάντως να συμφωνεί το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, το οποίο εξετάζοντας την υπόθεση της επιστράτευσης στην Ολυμπιακή Αεροπορία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το προσωπικό που απεργούσε ανταποκρινόταν στον ορισμό της αναγκαστικής εργασίας, καθώς και ότι έννοιες όπως αυτές της «διατάραξης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας» εξέρχονται του πλαισίου της ανώτερης βίας κατά την έννοια της 29 ΔΣΕ, ενώ υποχρέωσε την Κυβέρνηση να λάβει κάθε μέτρο για την τροποποίηση της ισχύουσας τότε νομοθεσίας (ν.δ. 17/1974)(56).
Μετά την μεταπολίτευση και μέχρι το έτος 2013 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 57 επιτάξεις προσωπικών υπηρεσιών(18). Σημαντικός αριθμός αφορούσε επιτάξεις των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, Ιπταμένων Φροντιστών και Συνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας, χειριστών αεροσκαφών, προσωπικού της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας. Η αιτιολόγηση της πολιτικής επιστράτευσης ήταν το ίδιο συνοπτική και αόριστη, με παραλλαγές στην διατύπωση και όχι στην ουσία: Άλλες φορές κηρύσσονταν «Για την ανάγκη εξασφαλίσεως της ασφαλούς διεξαγωγής των πτήσεων των αεροσκαφών εντός του Ελληνικού Εναέριου Χώρου ως και την ανάγκην προλήψεως ανωμαλιών δυναμένων να παρακωλύσουν την οικονομικήν και κοινωνικήν ζωήν της Χώρας»(19), άλλοτε για «την ανάγκην εξασφαλίσεως των αερομεταφορών»(20), ενώ μετά το 1983 εμπλουτίστηκε η κήρυξη των επιτάξεων με ένα συνονθύλευμα αιτιολογιών ώστε να ικανοποιείται και η συνταγματική επιταγή του άρθρου 22 παρ. 4β, αλλά και «να μην ξεχνιέται» το ν.δ. 17/1974, όπως «για την ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από την παρακώλυση εκτέλεσης των εναέριων συγκοινωνιών που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια ζωής των διακινουμένων προσώπων, την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας καθώς και την Εθνική Άμυνα αυτής και να ζημιώσουν το εθνικό συμφέρον»(21), ή για «την ανάγκη διασφάλισης κάτω από τις παρούσες συνθήκες, της επιχειρησιακής ικανότητας της Πολεμικής Αεροπορίας και αποτροπής της διατάραξης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας»(22). Πώς μπορούσε βέβαια η απεργία των παραπάνω εργαζομένων και η μη διεξαγωγή πτήσεων πολιτικής αεροπορίας να θίξει την εθνική άμυνα της χώρας, να ζημιώσει το εθνικό συμφέρον ή να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και την ζωή των πολιτών, παραμένει ερώτημα αναπάντητο.
Άλλη κατηγορία εργαζομένων που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από πολιτικές επιστρατεύσεις αποτελούν οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες. Παλαιότερα η αιτιολογία ήταν συνοπτική: για «την ανάγκη προλήψεως των πάσης φύσεως σοβαρών ανωμαλιών και της διαταράξεως της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας, λόγω της εξαγγελθείσης καθόδου εις απεργίαν του προσωπικού των Η.Σ.Α.Π.»(23). Μεταγενέστερα εμπλουτίστηκε ως εξής: για «την ανάγκη προλήψεως ανωμαλιών από την ουσιαστική διακοπή των αστικών συγκοινωνιών της περιοχής Αθηνών- Πειραιώς και Περιχώρων που εξυπηρετούνται από τα λεωφορεία της Ε.Α.Σ. εξαιτίας των καθημερινών στάσεων εργασίας και απεργιών προσωπικού της, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική και κοινωνική ζωή στην περιοχή αυτή, τη δημόσια τάξη και υγεία»(24). Οι τελευταίες αποφάσεις ήταν περισσότερο αιτιολογημένες από οποιεσδήποτε άλλες, το ίδιο όμως μακριά από την πραγματικότητα, το ίδιο λογικά μετέωρες. Αναφέρουν επί λέξει: «Το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη απεργία του προσωπικού της Ε.Α.Σ. στην περιοχή Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων που εξυπηρετείται από τα λεωφορεία της Ε.Α.Σ., δημιουργεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συνεπάγεται κινδύνους για το εθνικό συμφέρον, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια καθώς και παρακώλυση και διατάραξη της οικονομικής ζωής της χώρας (όπως έκθεση των πολιτών σε κίνδυνο θερμοπληξίας κλπ από την επί μακρόν ματαία αναμονή εξευρέσεως μεταφορικού μέσου κάτω από συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και νέφους, μεγάλη καθυστέρηση των πολιτών και ιδίως των εργαζομένων στις μετακινήσεις τους από και προς την εργασία τους, δυσκολία μετακινήσεως των τουριστών στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας σε περίοδο μάλιστα μεγάλης τουριστικής κίνησης, δυσχέρεια μετακινήσεως του κοινού στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και ιδίως στο διοικητικό και εμπορικό κέντρο της πόλης»(25). Ειπώθηκε και παραπάνω ότι η επίκληση της παρακώλυσης και διατάραξης της οικονομικής ζωής της χώρας είναι έξω από τα συνταγματικά πλαίσια του άρθρου 22 παρ. 4β, οπότε παρέλκει οποιοσδήποτε σοβαρός σχολιασμός εν προκειμένω. Μένει ο κίνδυνος για την δημόσια υγεία όπως περιγράφεται στην πρωθυπουργική απόφαση. Η αιτιολογία είναι τόσο προσχηματική που δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει όχι μόνο τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία όπως περιγράφεται στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη, αλλά ούτε να θεμελιώσει το νόμω βάσιμο αγωγής για κήρυξη της απεργίας ως παράνομης ή καταχρηστικής. Προσπαθεί να πείσει για το αυτονόητο, ότι δηλαδή μια απεργιακή κινητοποίηση έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε τρίτους και «τους δυσκολεύει τη ζωή». Αλλά αυτό ακριβώς δεν είναι η απεργία;(26) Οι τρίτοι δε, αμέτοχοι του απεργιακού αγώνα και το κοινωνικό σύνολο οφείλουν να ανεχθούν τις συνέπειες της απεργίας μέσα σε μια κοινωνία αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης(27).
Δύο φορές διατάχθηκε επίταξη προσωπικών υπηρεσιών στα πληρώματα πλοίων του εμπορικού ναυτικού διότι η απεργία τους «έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή του κράτους και για τη διασφάλιση της υγείας των κατοίκων των νησιών που βρίσκονται σε απομόνωση»(28). Δύο φορές επίσης επιτάχθηκαν οι υπηρεσίες του προσωπικού των Τελωνείων για «την ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από την παρατεινόμενη απεργιακή κινητοποίηση του κλάδου που έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και δημιουργεί άμεσα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία (όπως ματαίωση εισαγωγών- εξαγωγών, ιδίως βασικών ειδών και ειδών πρώτης ανάγκης, αλλοιώσεις ευπαθών προϊόντων, ανεξέλεγκτη διακίνηση επιβατών και αποσκευών)»(29). Τρεις φορές επιτάχθηκαν οι υπηρεσίες των εργαζομένων στους ΟΤΑ. Το 1986 και το 1990 βάση της απόφασης ήταν γενικά ο κίνδυνος της δημόσιας υγείας, ενώ πιο αναλυτικά στην απόφαση του 2000 αναφέρεται «η ανάγκη πρόληψης ανωμαλιών από τις απεργιακές κινητοποιήσεις, η πραγματοποίηση των οποίων συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας των χώρων απόθεσης των απορριμμάτων της χωματερής των Άνω Λιοσίων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία άμεσου κινδύνου για τη δημόσια υγεία και τις σοβαρές διαταραχές της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας στο Νομό Αττικής»(30). Σταθερή αιτιολογία των πολιτικών επιστρατεύσεων εργαζομένων στην ΔΕΗ και στον ΟΤΕ αποτελεί «η ανάγκη προλήψεως ανωμαλιών δυναμένων να θέσουν εις κίνδυνον την δημοσίαν υγείαν εν τη χώρα»(31). Την δημόσια υγεία γενικά και την κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, επικαλούνται οι αποφάσεις επίταξης υπηρεσιών των φορτηγών αυτοκινήτων εκκενώσεως βόθρων(32), των βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων(33), των φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως(34), του προσωπικού του ΕΚΑΒ(35), του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία»(36), των εργαζομένων στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας(37). Στις επιτάξεις των γεωπόνων εκτιμήθηκε ως επείγουσα ανάγκη η «ολοκλήρωση του συντελουμένου έργου της βαθμολογίας και εκτιμήσεως των εξαγωγίμων καπνών εσοδείας 1975 και προς αποτροπήν δυσμενών επιπτώσεων επί των καπνοπαραγωγών»(38)! Στις απεργίες των νοσοκομιακών υπαλλήλων ψυχιατρείων Ελλάδος οι σοβαρές ανωμαλίες και η διατάραξη της τάξης και της κοινωνικής ζωής της χώρας έγκειται στο ότι «δεν θα είναι δυνατός ο έλεγχος των εντός των ψυχιατρείων ψυχασθενών»(39). Τέλος στις απεργίες των εκπαιδευτικών λειτουργών στα ιδιωτικά σχολεία κρίθηκε ότι υφίσταται έκτακτη ανάγκη και «μεγίστη ανωμαλία εις ιδιαζόντως ζωτικόν(40) και ευαίσθητον τομέα της κοινωνικής ζωής της χώρας με άμεσον κίνδυνον απωλείας του σχολικού έτους» και στις απεργίες όλων των τραπεζοϋπαλλήλων ότι διαταράσσεται η οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας «ιδία δε ο εφοδιασμός ταύτης εις ζωτικά είδη πρώτης ανάγκης και η καταβολή των αποδοχών μεγάλου αριθμού εργαζομένων»(41) .
Στη δεκαετία που διανύουμε και άρα μετά την ισχύ του ν. 3536/2007, που εκσυγχρόνισε τη νομοθεσία καταργώντας ως ειδικό νόμο το ν.δ. 17/1974, αποφασίσθηκε πολιτική κινητοποίηση των ιδιοκτητών και οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης και των βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων, έχοντας υπόψη «την επιτακτική ανάγκη αποτροπής των δυσμενών συνεπειών της παρατεινόμενης απεργίας…που έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία από την έλλειψη επαρκούς εφοδιασμού των πολιτών σε καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης, απειλεί τη διακοπή της ομαλής λειτουργίας των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας και απειλεί επίσης κατ’ επέκταση την δημόσια τάξη»(42). Ακολούθησε η πολιτική κινητοποίηση των εργαζομένων στις συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ ΑΕ) με προβαλλόμενο λόγο «την σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική ζωή της χώρας και διότι ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια τάξη και υγεία»(43) και των πληρωμάτων δρομολογημένων επιβατηγών, επιβατηγών οχηματαγωγών και φορτηγών οχηματαγωγών πλοίων του Εμπορικού Ναυτικού διότι «έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική ζωή της χώρας, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία από την έλλειψη εφοδιασμού των κατοίκων των νησιών σε καύσιμα, τρόφιμα, φάρμακα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης και απειλεί την διακοπή της ομαλής λειτουργίας των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας»(44). Τελευταία πολιτική κινητοποίηση ήταν αυτή των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εδώ η απόφαση του Πρωθυπουργού επικαλείται την «επιτακτική ανάγκη αποτροπής των απειλούμενων δυσμενών συνεπειών από την προταθείσα…πανελλαδική απεργία, πρώτη ημέρα των πανελλαδικών εξετάσεων του σχολικού έτους 2012-2013 και από κάθε άλλη προταθησόμενη ή κηρυχθησόμενη εντός της περιόδου διεξαγωγής των εξετάσεων αυτών και μέχρι την ολοκλήρωσή τους, καθώς και τη σημαντική διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και τους σοβαρούς κινδύνους που επαπειλούνται για τη δημόσια τάξη και υγεία των υποψηφίων στις ανωτέρω εξετάσεις, αιφνιδίως επτά ημερολογιακές ημέρες πριν από την διεξαγωγή τους»(45). Και στις τέσσερις περιπτώσεις επιτάξεων παρατηρεί κανείς μια φαινομενικά ανεξήγητη εμμονή να επαναλαμβάνεται το καταργηθέν αντισυνταγματικό ν.δ. 17/1974 και να γίνεται αναφορά σε «διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας». Πρόκειται μήπως για νομική αβλεψία, για άγνοια αλλαγής του νομοθετικού καθεστώτος ή για συνήθεια δεκαετιών που δε λέει να θάψει ένα τέτοιο νομικό τερατούργημα βαθιά στη λήθη της ιστορίας; Αυτό που πιθανότερο ισχύει είναι ότι οι κυβερνήσεις έχουν βρει ένα εύκολο και βολικό επιχείρημα να επιτάσσουν απεργούς και να δικαιολογούν την πράξη τους, χωρίς να υποχρεώνονται να συνδέουν αποκλειστικά με κάλπικους ισχυρισμούς την απεργία με τον «κίνδυνο της δημόσιας υγείας», που χρησιμοποιείται μόνο ως μια επικουρική θεμελιωτική βάση. Ένα δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι για τις ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά δεν υπάρχει επαγγελματική ομάδα που να απεργεί και να μη βλάπτει με κάποιο τρόπο την δημόσια υγεία, άμεσα ή έμμεσα. Προφανής η στρέβλωση του νοηματικού περιεχομένου της «δημόσιας υγείας»! Ακόμα πιο αποκρουστική η κυνική περιφρόνηση του Θεμελιώδους Νόμου του Κράτους από την ίδια την Κυβέρνηση προκειμένου να βγει από μια δύσκολη κατάσταση!
Τι θέση πήραν τα Δικαστήρια στις κυβερνητικές αυτές επιλογές; Η ΜΠρΑθ 11333/86(46) (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) που έκρινε επί της αιτήσεως συντηρητικής κατάσχεσης της περιουσίας των επιστρατευμένων απεργών της Ολυμπιακής Αεροπορίας, αντιμετώπισε και το προδικαστικό ζήτημα της συνταγματικότητας της πολιτικής επιστράτευσης. Το Δικαστήριο «βεβαιώθηκε από τα παραπάνω στοιχεία ότι ο σκοπός της αιτούσας ήταν να προλάβει τις ανωμαλίες που θα προέκυπταν και προέκυψαν πραγματικά στη συνέχεια, από την άρνηση των καθ’ων να προσφέρουν της υπηρεσίες τους σ’ αυτήν κι’ ακόμη τους κινδύνους που προδιαγράφονταν άμεσοι για την οικονομική της κατάσταση, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα κίνδυνο και για την γενική οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας κι’ έτσι ζημία και για το εθνικό συμφέρον». Επανέλαβε δηλαδή το αντισυνταγματικό ν.δ. 17/1976, επικύρωσε την αιτιολογία της πρωθυπουργικής απόφασης και δεν έλαβε υπόψη τη Συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4β(47). Η ίδια υπόθεση συζητήθηκε και στο ΣτΕ. Με τις υπ’ αριθμό 686 και 687/1987 αποφάσεις του(48) έκρινε ότι η «η βάση των προσβαλλομένων πράξεων που επικαλείται τους κινδύνους διατάραξης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας υπό καθεστώς επιστράτευσης, στηρίζει νομίμως και επαρκώς τις πράξεις αυτές» παραπέμποντας ωστόσο στην Ολομέλεια, η οποία όμως απέφυγε να εισέλθει στην ουσία διότι στο μεταξύ έπαυσε η ισχύς των προσβαλλομένων πράξεων(49).
Τα τελευταία χρόνια το ΣτΕ ασχολήθηκε με την αναστολή της απόφασης επίταξης των ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων και βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων και με την υπ’ αριθμό 1115/2010(50) απόφασή του έκρινε ότι «την πολιτική κινητοποίηση…περαιτέρω δε την επίταξη… υπαγόρευσαν πράγματι σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι στην προστασία της υγείας του συνόλου των ευρισκομένων στη χώρα προσώπων από τις επιπτώσεις της επ’ αόριστων πανελλαδικής διακοπής των οδικών εμπορευματικών μεταφορών, η οποία απειλούσε να στερήσει το σύνολο του πληθυσμού από καύσιμα, φάρμακα, υγειονομικό υλικό, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, καθώς και από την απαραίτητη υγειονομική περίθαλψη και μάλιστα κατά τρόπο άμεσο». Η ολΣτΕ 1623/2012(51) που έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως απόφασης πολιτικής κινητοποίησης πληρωμάτων πλοίων του Εμπορικού Ναυτικού ότι «την επιβολή μέτρων της πολιτικής κινητοποιήσεως υπαγόρευσαν λόγοι αναγόμενοι στην προστασία της υγείας των κατοίκων των νησιών από τις επιπτώσεις της διακοπής των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, λόγω της απεργίας των πληρωμάτων». Με την υπ’ αριθμό ΣτΕ 118/2013(52) απόφαση απέρριψε αίτηση αναστολής εκτέλεσης της κήρυξης πολιτικής κινητοποίησης των εργαζομένων στις συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ). Για την αίτηση ακύρωσης στην ίδια περίπτωση έκρινε με τις υπ’ αριθμό ΟλΣτΕ 1764 και 1765/2014 αποφάσεις του(53), θεωρώντας ότι με τις απεργιακές κινητοποιήσεις «τίθεται σε δοκιμασία η σωματική και ψυχική υγεία όλων των επιθυμούνταν να μετακινηθούν στην Αθήνα, ευλόγως δε των πλέον αδυνάτων». Με την υπ’ αριθμό ΟλΣτΕ 1766/2014 απόφασή του(54) που έκρινε για την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφού έλαβε υπόψη του την έκθεση ενός θεραπευτή οικογένειας, διευθυντή Κέντρου Παιδοψυχιατρικής του Ε.Ο.Π.Π.Υ., η οποία προσκομίστηκε από την διοίκηση, κατέληξε ότι «τεκμηριώνεται επαρκώς και με αναλυτικό τρόπο η ουσιαστική κρίση της διοικήσεως ότι η αναβολή των πανελλαδικών εξετάσεων, ως αποτέλεσμα τυχόν κηρυχθησόμενης απεργίας των εκπαιδευτικών κατά την προγραμματισμένη περίοδο διεξαγωγής των, μπορεί να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των μαθητών που συμμετέχουν στις εξετάσεις αυτές, σε έκταση και ένταση τέτοιες, ώστε να δημιουργείται κίνδυνος για την δημόσια υγεία…»(55).
Με το σκεπτικό των ελληνικών Δικαστηρίων δεν φαίνεται πάντως να συμφωνεί το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, το οποίο εξετάζοντας την υπόθεση της επιστράτευσης στην Ολυμπιακή Αεροπορία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το προσωπικό που απεργούσε ανταποκρινόταν στον ορισμό της αναγκαστικής εργασίας, καθώς και ότι έννοιες όπως αυτές της «διατάραξης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας» εξέρχονται του πλαισίου της ανώτερης βίας κατά την έννοια της 29 ΔΣΕ, ενώ υποχρέωσε την Κυβέρνηση να λάβει κάθε μέτρο για την τροποποίηση της ισχύουσας τότε νομοθεσίας (ν.δ. 17/1974)(56).
IV. Τελικά συμπεράσματα.
Φαίνεται πως τελικά η έννοια του «κινδύνου της δημόσιας υγείας» όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 22 παρ. 4β Σ είναι τόσο ευρεία κατά την άποψη διοίκησης και νομολογίας, ώστε σ’ αυτήν να εντάσσεται κάθε απεργιακή κινητοποίηση που μπορεί να βλάψει έστω και ακροθιγώς την ψυχική υγεία των αμέτοχων στην απεργία κοινωνών. Όσο πιο ευρεία είναι η ερμηνεία του «κινδύνου της δημόσιας υγείας», τόσο συρρικνώνεται το συνταγματικό δικαίωμα της απεργίας του άρθρου 23 παρ. 2. Οι δυο αυτές συνταγματικές διατάξεις λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Η κατεύθυνση προς την οποία κινούμαστε συνεχώς από το 1974 μέχρι σήμερα είναι εντελώς αντίθετη από αυτήν στην οποία στόχευε ο συνταγματικός νομοθέτης. Να περιορίσει δηλαδή την έννοια του «κινδύνου της δημόσιας υγείας» στις εξαιρετικά επείγουσες εκείνες περιπτώσεις εξάπλωσης λοιμωδών, μολυσματικών ή μεταδοτικών νόσων και να προστατεύσει απόλυτα το δικαίωμα της απεργίας. Το άρθρο 1 του ν. 4325/2015(57) επανέλαβε στην παράγραφο 1 την συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4β’(58). Στην δεύτερη παράγραφο όρισε ότι «σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται πολιτική επιστράτευση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής επίταξη προσωπικών υπηρεσιών ως μέτρο αντιμετώπισης απεργίας ή ανάλογης μορφής κινητοποιήσεις ελεύθερων επαγγελματιών ή αυτοαπασχολούμενων, πριν ή μετά την κήρυξή τους». Μπορεί να αλλάξει κάτι στην πράξη το νομικά αυτονόητο της δεύτερης παραγράφου;(59) Καμία κυβέρνηση δεν αιτιολόγησε ποτέ την πολιτική επιστράτευση ως μέτρο αντιμετώπισης μιας απεργίας και ποτέ καμία δικαστική απόφαση δεν ανέφερε κάτι τέτοιο στις μείζονες σκέψεις της. Η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 105 που ισχύει στην Ελλάδα από το 1961 έχει, όπως ειπώθηκε ήδη, παρόμοια διάταξη. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τις δεκάδες πολιτικές επιστρατεύσεις και την επικύρωσή τους από τα δικαστήρια. Ούτε και η παραπάνω διάταξη του ν. 4325/2015 θα τις εμποδίσει. Γιατί όπως έγινε φανερό από όλη την ανάλυση, η διοίκηση θα αρκεστεί να θεμελιώνει τις επιτάξεις σε κάποιον κίνδυνο για την δημόσια υγεία, επικαλούμενη ίσως και γνωματεύσεις ειδικών ιατρών, ώστε να γίνει περισσότερο πειστική. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει ο νομοθέτης, ώστε να βάλει φραγμό στο «ξεχαρβάλωμα» της έννοιας της «δημόσιας υγείας», θα ήταν να εξειδικεύσει τις ασθένειες που μπορούν να προκαλέσουν τέτοιον κίνδυνο(60). Το πρόβλημα ωστόσο είναι ολοφάνερα περισσότερο πολιτικό παρά νομικό. Όσο εύκολα μπορούν να αρθούν οι καταγγελίες για καταχρηστική έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 44 Σ και να αναχθούν σε αναγκαία κυβερνητική πρακτική, το ίδιο απλά θα μπορούν στο μέλλον οι αυξανόμενες και ενοχλητικές απεργιακές κινητοποιήσεις να θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική υγεία της διοίκησης, ακόμα κι’ αυτής που επιχειρεί τον εκδημοκρατισμό της.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) Βλ. Λ. Ντάσιο, Η πολιτική επιστράτευση των απεργών σε περίοδο ειρήνης, ΕΕργΔ 1986, 742, Κ. Χρυσόγονο, Η απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας και η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, έκδ. Σάκκουλα, 1992, σελ. 139.
(2) Βλ. Ε. Βενιζέλο, Πολιτική επιστράτευση και απεργία, ΕΕργΔ 1986, 726 επ (731), Θ. Θεοδώρου, Απεργία και πολιτική επιστράτευση, ΕΕργΔ 1986, 734 επ, Α. Καρακατσάνη, Πολιτική επιστράτευση και εργασιακές σχέσεις, ΕΕργΔ 1986, 738 επ, Λ. Ντάσιο, Η πολιτική επιστράτευση των απεργών σε περίοδο ειρήνης, ΕΕργΔ 1986, 742 επ, ιδίου, Συνδικαλιστικές ελευθερίες και επιστράτευση των απεργών, ΕΕργΔ 1980, 65 επ, Κ. Μπέη, Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών και η αναγκαστική εργασία, ΕΕργΔ 1980, 1 επ, Α. Καραλή, Η πολιτική επιστράτευση των μισθωτών, ΔΕΝ 1986, 609 επ.
(3) Αναλυτικά για τις παραπάνω Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, σε Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 111 επ.
(4) Βλ. Ε. Βενιζέλο, ανωτ, σελ. 728, Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 179 επ.
(5) Βλ. αναλυτικά σε Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 29 επ για τα ισχύοντα στο γερμανικό, γαλλικό και αμερικανικό δίκαιο, καθώς και σε Π. Καποτά- Χ. Βοσκεριτσιάν, Πολιτική Επιστράτευση και συνταγματική νομιμότητα: Σκέψεις επί του άρθρου 1 ν. 4325/2015 σε ΕΕργΔ 2015, σελ. 863 επ (867).
(6) Α. Καρακατσάνης, ανωτ, σελ. 738.
(7) Ίδια άποψη και Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 185, αντιθ. Ε. Βενιζέλος, ανωτ, 732, ο οποίος έχει την άποψη ότι η απεργία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και σχετικά με τις αμυντικές ανάγκες της χώρας.
(8) Υπέρ αυτής της στενής ερμηνείας Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 226, ιδίου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2006, σελ. 384 και 207, Α. Καζάκος, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, γ’ έκδ., σελ. 676, Λ. Ντάσιος, ανωτ, ΕΕργΔ 1986, 742 επ (746).
(9) Ε. Βενιζέλος, ανωτ, σελ. 732 και Α. Καζάκος, ανωτ, σελ. 678.
(10) Α. Καρακατσάνης, ανωτ, σελ. 739.
(11) Ο Α. Καζάκος, ανωτ, σελ. 677, κάνει λόγο για παραβίαση της διάκρισης των λειτουργιών που επιτάσσει το Σύνταγμα στο άρθρο 26.
(12) Βλ. Χρ. Σεβαστίδη, Το δικαίωμα απεργίας και ο δικαστικός έλεγχος της άσκησής του, έκδ. 2015, σελ. 8 επ, όπου επισημαίνεται ότι κατά την περίοδο 2009-2014 από τις 300 δικαστικές αποφάσεις για απεργιακές κινητοποιήσεις που απασχόλησαν τα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης νόμιμες κρίθηκαν μόλις 26!
(13) Π. Καποτά- Χ. Βοσκεριτσιάν, ανωτ, σελ. 868.
(14) Οι ΣτΕ 1537, 1538/1961 και 950/1962.
(15) ΑΠ 154/1961.
(16) ΕΕργΔ 1966, 471 επ.
(17) Κριτική στην απόφαση αυτή βλ. σε Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 144.
(18) Βλ. αναλυτικά στοιχεία σε Π. Καποτά- Χ. Βοσκεριτσιάν, ανωτ, σελ. 865 επ.
(19) ΦΕΚ 364/1-4-75.
(20) ΦΕΚ 1249/2-12-80, ΦΕΚ 474/10-5-75, ΦΕΚ 432/23-4-75.
(21) ΦΕΚ 297/25-4-89, ΦΕΚ 440/23-6-88, ΦΕΚ 375/10-6-86, ΦΕΚ 541/16-9-85, ΦΕΚ 397/18-6-84, ΦΕΚ 423/22-7-83.
(22) ΦΕΚ 99/27-2-85.
(23) ΦΕΚ 690/24-5-76.
(24) ΦΕΚ 149/13-3-91 και ΦΕΚ 152/14-3-1991.
(25) ΦΕΚ 504/6-8-92 και ΦΕΚ 500/4-8-92.
(26) Μάλιστα ο Ι. Κουκιάδης, σε Απεργία και αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, ΔΕΝ 49, 1217 επ (1223) αναφέρει ορθά ότι όσο μεγαλύτερη είναι η βλάβη στα οικονομικά συμφέροντα του εργοδότη, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες αίσιας έκβασης του εργατικού αγώνα. Για το στοιχείο της βλάβης ως σύμφυτο με την έννοια της απεργίας βλ σε Δ. Τραυλό- Τζανετάτο, Απεργία και κίνδυνος λειτουργίας της εκμετάλλευσης, σελ. 156.
(27) Δ. Ζερδελής, Αναλογικότητα και Απεργία, σελ. 117, Χρ. Σεβαστίδης, ανωτ, σελ. 124.
(28) ΦΕΚ 230/21-2-2006 και ΦΕΚ 779/21-6-2002.
(29) ΦΕΚ 1231/4-12-98 και ΦΕΚ 187/19-3-92
(30) ΦΕΚ 825/6-7-2000, ΦΕΚ 28/21-1-90, ΦΕΚ 874/18-12-86.
(31) ΦΕΚ 692/28-6-75, ΦΕΚ 1421/2-12-75, ΦΕΚ 181/11-2-76, ΦΕΚ 204/18-2-76, ΦΕΚ 223/21-2-76, ΦΕΚ 680/22-5-76.
(32) ΦΕΚ 557/21-6-80, ΦΕΚ 143/14-2-79.
(33) ΦΕΚ 52/7-2-83.
(34) ΦΕΚ 86/7-3-86.
(35) ΦΕΚ 742/24-12-87.
(36) ΦΕΚ 39/19-1-76.
(37) ΦΕΚ 681/22-5-76.
(38) ΦΕΚ 187/13-2-76, ΦΕΚ 168/9-2-76.
(39) ΦΕΚ 427/5-5-77.
(40) ΦΕΚ 374/18-4-77.
(41) ΦΕΚ 605/11-7-1979.
(42) ΦΕΚ 1142/28-7-2010, ΕΕργΔ 2010, σελ. 1466.
(43) ΦΕΚ 101/24-1-2013, ΕΕργΔ 2013, σελ. 252.
(44) ΦΕΚ 194/5-2-2013, ΕΕργΔ 2013, σελ. 253.
(45) ΦΕΚ 1139/11-5-2013, ΕΕργΔ 2013, σελ. 596.
(46) ΕΕργΔ 1986, 750.
(47) Για τη σφοδρή κριτική στη συγκεκριμένη απόφαση βλ. Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 163, Θ. Θεοδώρου, ανωτ, σελ. 736-737 ο οποίος συμπληρώνει εύστοχα ότι «για έναν Λαό που έχει υποφέρει από τυραννίες και δικτατορίες, η ευαισθησία για παραβιάσεις της συνταγματικότητας και νομιμότητας πρέπει να είναι αυξημένη», Λ. Ντάσιο, ανωτ, σελ. 747 επ, που καταλήγει (σελ. 749) «Κάποτε οι μικροεγωισμοί θα υποχωρήσουν μπροστά τη λογική και τη σκληρή πραγματικότητα, όπως συνήθως συμβαίνει. Αλλά τότε είναι αργά, αφού οι ζημίες προκλήθηκαν και οι μελανές κηλίδες της κρατικής αυθαιρεσίας θα σκιάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Οι διωχθέντες και φυλακισθέντες θα αποκατασταθούν με κάποια φόρμουλα που θα αναζητηθεί, με αντίστοιχη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης, που έσπευσε να εφαρμόσει αντισυνταγματικές διατάξεις».
(48) Βλ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».
(49) Βλ. κριτική σε Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 163 επ.
(50) Βλ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».
(51) Βλ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και ΝοΒ 2012, 2146.
(52) Βλ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».
(53) ΕΕργΔ 2015, σελ. 884. Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι δεν είχε προβλεφθεί προσωπικό ασφαλείας και κάλυψης στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου διαπίστωσε ότι το αποτέλεσμα της απεργίας ήταν η «δημιουργία της κοινώς γνωστής καταστάσεως κυκλοφοριακής συμφορήσεως και κινήσεως με τα λοιπά μέσα μεταφοράς, δημόσια και ιδιωτικά, καταστάσεως που κατά κοινή πείρα δημιουργεί αντικειμενικό κίνδυνο για την υγεία (σωματική και ψυχική) των πολιτών των επιθυμούντων ή εξαναγκαζόμενων να μετακινηθούν στο Λεκανοπέδιο, ιδιαιτέρως δε αυτών που έχουν ανάγκη έγκαιρης προσβάσεως σε υπηρεσίες υγείας».
(54) ΕΕργΔ 2015, 897.
(55) Κριτική στην απόφαση αυτή σε Κ. Καποτά- Χ. Βοσκεριτσιάν, ανωτ, σελ. 869.
(56) BIT, Conseil d’ administration, 238e session, Geneve 16-20 Nov. 1987. βλ. σχετικές παρατηρήσεις σε Κ. Χρυσόγονο, ανωτ, σελ. 173 επ. Για αντίστοιχες προηγούμενες αποφάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που έκρινε ότι η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων ή του προσωπικού των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας όπως των μεταφορών, σιδηροδρόμων, τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εθνική κρίση και να δικαιολογήσει την επιστράτευση των απεργών, γιατί διαφορετικά επιβάλλεται αναγκαστική εργασία, βλ. σε Λ. Ντάσιο, Συνδικαλιστικές Ελευθερίες και Επιστράτευση Απεργών, ΕΕργΔ 1980, 65 επ (66).
(57) ΕΕργΔ 2015, σελ. 961 με τίτλο «Εκδημοκρατισμός της Διοίκησης- Καταπολέμηση Γραφειοκρατίας και Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση- Αποκατάσταση Αδικιών και άλλες διατάξεις».
(58) Βλ. Κ. Καποτά- Χ. Βοσκεριτσιάν, ανωτ, σελ. 870 που παρατηρούν ορθά ότι η κανονιστική αξία της συγκεκριμένης παραγράφου «είναι μηδαμινή αν όχι μηδενική».
(59) Σύμφωνοι οι Κ. Καποτάς- Χ. Βοσκεριτσιάν, ανωτ, σελ. 870, που γράφουν ότι η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει ανοιχτές θύρες.
(60) Έτσι Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 227.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου