(...) Kατά την έννοια του άρθρου 100 του Συντάγματος και του άρθρου 8 του N 1180/1981, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο είναι το ανώτατο εκλογικό όργανο αρμόδιο για την εκδίκαση των ενστάσεων που στρέφονται κατά του κύρους των διεξαγομένων σε όλη την επικράτεια εκλογών για την ανάδειξη αντιπροσώπων του λαού είτε στη Βουλή (άρθρα 58 και 100), είτε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον, στη δεύτερη περίπτωση, οι εγειρόμενες αμφισβητήσεις βάση έχουν τις εθνικές για την εκλογή διατάξεις. Εξάλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κώδικα για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, που κυρώθηκε με τον νόμο 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141), στην ένσταση ενώπιον του ΑΕΔ κατά του κύρους των εκλογών για την ανάδειξη Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να αναφέρονται: α) το όνομα, πατρώνυμο, επώνυμο, επάγγελμα και η ακριβής διεύθυνση της κατοικίας του αιτούντος και του νομίμου αντιπροσώπου του β) τα κατά το εδάφιο α΄ στοιχεία ταυτότητας των λοιπών γνωστών στον αιτούντα, διαδίκων, γ) ακριβής περιγραφή της υποθέσεως [...] ε) ορισμένο αίτημα.
Επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 25, 27 και 28 του ίδιου νόμου και 8 παρ. 2 του N 1180/1981, στη δίκη που έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του κύρους των εκλογών των ευρωβουλευτών, η αίτηση στρέφεται κατά συγκεκριμένης αποφάσεως για ανακήρυξη ευρωβουλευτών ή αναπληρωματικών, διάδικοι δε στη δίκη αυτή είναι, εκτός από τον αιτούντα, και οι ευρωβουλευτές ή οι αναπληρωματικοί, κατά των οποίων στρέφεται η ένσταση. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η δίκη που γίνεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και αφορά τον έλεγχο του κύρους των εκλογών των Ευρωβουλευτών, προϋποθέτει, για να είναι έγκυρη η έναρξη και η διεξαγωγή της, την ύπαρξη δύο τουλάχιστον διαδίκων, οι οποίοι να τελούν σε σχέση αντιδικίας. Οι διάδικοι αυτοί είναι, αφενός ο αιτών και αφετέρου ένας, τουλάχιστον, από τους Ευρωβουλευτές που ανακηρύχθηκαν ή από τους αναπληρωματικούς και ο οποίος πρέπει ονομαστικώς να προσδιορίζεται από τον αιτούντα. Επίσης, από το περιεχόμενο της αιτήσεως προσδιορίζεται το αντικείμενο της δίκης με το οποίο συναρτάται το ακυρωτικό αίτημα. Απαιτείται, λοιπόν, η μνεία σε κάθε αίτηση με τέτοιο αντικείμενο των δύο αυτών αντιδίκων. Εάν λείπει η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση, η οποία δεν περιλαμβάνεται στις παραλείψεις που μπορούν να συμπληρωθούν με δυνητική παρέμβαση του εισηγητή της υποθέσεως κατά τα άρθρα 9 παρ. 4 και 29 του Ν 345/1976, το δικόγραφο της αιτήσεως είναι άκυρο. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 159 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται αναλόγως κατά το άρθρο 23 του Ν 345/1976 και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Η κρινόμενη ένσταση, η οποία έχει το πιο πάνω περιεχόμενο και κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατά του κύρους των εκλογών για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρέπει ν’ απορριφθεί λόγω ακυρότητας του δικογράφου, αφού δεν αναφέρεται σ’ αυτό κανένας απολύτως από τα παραπάνω πρόσωπα ως αντίδικος του αιτούντος. Μειοψηφία σύμφωνα με την οποία επί αμφισβητήσεως του κύρους των ευρωεκλογών εκ μέρους πολιτικού κόμματος, δεν απαιτείται η ένσταση να στρέφεται κατά συγκεκριμένου εκλεγέντος ευρωβουλευτού για να είναι έγκυρο το δικόγραφο της ενστάσεως.