Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Άρειος Πάγος 990/2014: Ως χρήση του σήματος κατά την παρ. 2(β) του άρθρου 1β του Ν. 2239/1994 και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3(γ) της Κοινοτικής Οδηγίας θεωρείται και η επίθεση του σήματος σε προϊόντα ή την συσκευασία τους στην Ελλάδα με προορισμό αποκλειστικά την εξαγωγή τους σε άλλη χώρα

[...] Κατά το άρθρ. 1§1 του Ν. 2239/1994 «περί σημάτων», που αποτελεί ενσωμάτωση κατά βάση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21 ης Δεκεμβρίου 1988, θεωρείται σήμα κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή (και) τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Συνεπώς κυρίαρχο στοιχείο στην έννοια του σήματος είναι η διακριτική δύναμη, που οφείλει να έχει το σήμα προκειμένου να γίνει δεκτό και να καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο σημάτων κατά το άρθρ. 14 του ίδιου νόμου. Το σήμα, δηλαδή, οφείλει πρωταρχικά να επιτελεί διακριτική λειτουργία, με την οποία στενά συνδεδεμένη είναι η λειτουργία προέλευσης που ακολούθως αναπτύσσει, έτσι ώστε τα σηματοδοτούμενα προϊόντα ή υπηρεσίες να εμφανίζονται πλέον ως προϊόντα ή υπηρεσίες συγκεκριμένης επιχείρησης και να αποφεύγεται αντίστοιχα ο κίνδυνος σύγχυσης με άλλη επιχείρηση, είτε αυτός αφορά την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών είτε την ταυτότητα των επιχειρήσεων ως προς τους φορείς τους ή ως προς την ύπαρξη μεταξύ τους οργανωτικής σχέσης ή οικονομικής συνεργασίας.
Κατά την έννοια αυτή ο κίνδυνος σύγχυσης, δηλαδή παραπλάνησης υπολογίσιμου μέρους του καταναλωτικού κοινού, ανάγεται σε κεντρική ιδέα για την παραδοχή, αλλά και για την προστασία του σήματος, αφού κατά μεν το άρθρ. 4§1εδ(β) του Ν. 2239/1994, σήμα δεν γίνεται δεκτό εάν, λόγω της ταυτότητας με προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού (λόγος σχετικού απαραδέκτου), κατά δε το άρθρ. 18§3 του ίδιου νόμου, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία, τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματός του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παραπάνω άρθρ. 4§1.
Μολονότι έτσι δεν γίνεται ως προς την προστασία του σήματος ευθεία αναφορά στην ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης, όπως αντίθετα γίνεται με το άρθρ. 5§1 της Οδηγίας 89/104/ ΕΟΚ, ωστόσο με παραπομπή στο ως άνω άρθρ. 4§1 του Ν. 2239/1994 ο κίνδυνος αυτός, στο μέτρο που αποτελεί λόγο απαραδέκτου για την καταχώρηση σήματος, ανάγεται αντίστροφα σε προϋπόθεση για την προστασία υφιστάμενου σήματος. Αναφορά στον κίνδυνο σύγχυσης δεν γίνεται και στην περίπτωση της λεγόμενης διπλής ταυτότητας μεταξύ σημείων (ενδείξεων) και προϊόντων ή υπηρεσιών, που αποτελεί επίσης λόγο απαράδεκτου για την καταχώρηση σημείου ως σήματος και κατ'   επέκταση προστασίας υφιστάμενου σήματος, αφού το άρθρ. 4§1(α) του Ν. 2239/1994 ορίζει σχετικά ότι σημείο δεν γίνεται δεκτό προς καταχώρηση, εάν ταυτίζεται με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία το σήμα έχει δηλωθεί, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα, ενώ αντίστοιχα και το άρθρ. 5§1(α) της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας ορίζει ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί. Ωστόσο η παράλειψη αυτή δεν σημαίνει αντίστοιχη απεξάρτηση από τον κίνδυνο σύγχυσης, αλλά αντίθετα στην περίπτωση της διπλής ταυτότητας ο κίνδυνος αυτός είναι δεδομένος κατά την αντίληψη του νομοθέτη και τεκμαίρεται αμάχητα ως απόλυτος κίνδυνος, που συνεπάγεται απόλυτη προστασία κατά το Προοίμιο, σκέψη 10, της Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ (ΔΕΚ 20.3.2003, LJT Diffusion S.A./Sadas Vertbauder S.A., C-291/2000, σκέψεις 50, 51, Συλλ 2003.Ι-2799).

Πανομοιότυπο, κατά την ορολογία της Κοινοτικής Οδηγίας, είναι το σημείο που αναπαράγει χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν θεωρούμενο αυτό στο σύνολό του παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες, ώστε να περνούν απαρατήρητες από το μέσο καταναλωτή. Αντίστοιχα κατά την ορολογία του Ν. 2239/1994 παραποίηση του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράστασή του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη μεν προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία όμως, λόγω της οπτικής ή και ηχητικής εντύπωσης που προκαλεί η όλη παράσταση, είναι δυνατόν, ανεξάρτητα από επί μέρους ομοιότητες και διαφορές, να προκαλέσει σύγχυση στο κοινό με μέτρο τον μέσο άπειρο και όχι εξειδικευμένο χρήστη (ΑΠ 1227/2008 1660/2008). Εξ άλλου κατά τα άρθρ. 2 και 18§1 του Ν. 2239/1994 η καταχώρηση του σήματος παρέχει έκτοτε στο σηματούχο το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης του και ιδίως, κατά την ενδεικτική αναφορά του νόμου, δικαιούται αυτός να επιθέτει το σήμα στα προϊόντα ή εμπορεύματα και στις υπηρεσίες που προορίζεται να διακρίνει, στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις και έντυπο υλικό, καθώς και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα. Ως χρήση του σήματος κατά την παρ. 2(β) του αυτού άρθρ. 18 του Ν. 2239/1994 και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρ. 5§3(γ) της Κοινοτικής Οδηγίας θεωρείται και η επίθεση του σήματος σε προϊόντα ή στη συσκευασία τους στην Ελλάδα με προορισμό αποκλειστικά την εξαγωγή τους σε άλλη χώρα. Πρόκειται για αυτόνομη εξουσία που επιφυλάσσει ο νόμος στο σηματούχο, οπότε και χωρίς τον κίνδυνο σύγχυσης, που κατ’ αρχήν αποκλείεται στην περίπτωση αυτή στο πλαίσιο των εσωτερικών συναλλαγών, δικαιούται αυτός στο πλαίσιο αντίστοιχα της εσωτερικής   έννομης   τάξης   (αρχή   της εδαφικότητας), της προστασίας του άρθρ. 26 του Ν. 2239/1994. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου