Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΕφΠειρ 46/2014 : "Ορισμός ηλεκτρονικού εγγράφου και νομή - Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του παραδοσιακού εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, αλλά πρόκειται για ενδιάμεση μορφή, η οποία εξομοιώνεται με τα ιδιωτικά έγγραφα - Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι αποδεικτικό της δήλωσης βούλησης του αποστολέα, γιατί ταυτίζεται με την ηλεκτρονική διεύθυνση του και μαζί με αυτήν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, χωρίς να εξετάζεται η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο".

(...) Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στον μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι οποίες, κατόπιν επεξεργασίας, αποτυπώνονται κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα.
Για την λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) απαιτείται η χρήση ειδικού κωδικού, με τον οποίο αναγνωρίζεται ο χρήστης ως αποστολέας ή ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, ο οποίος -κωδικός- διαμορφώνεται κατά τρόπο, ώστε να αφορά μόνον στο χρήστη που τον έχει ορίσει, η δε απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα στο μήνυμα καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη. Η τεχνική αποστολής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, με συνέπεια, κατά την αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα να ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και να καθίσταται ένα ενιαίο σύνολο.
Για την απόκτηση της νομής επί πράγματος, κινητού ή ακινήτου, απαιτείται βούληση του αποκτώντος να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος και φυσική εξουσίαση. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των στοιχείων αυτών στοιχειοθετεί τη νομή. Προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης, η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων 984 εδ. α’ και 987 ΑΚ προκύπτει ότι η αποβολή από τη νομή αποτελεί προσβολή της νομής, από την οποία ο νομέας μπορεί να προστατευθεί με την προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 987 ΑΚ αγωγή, όταν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα. Από τις διατάξεις των άρθρων 908 και 974 ΑΚ και 987, 989 και 992 ΑΚ παρέπεται ότι μετά την παραγραφή των ενδίκων μέσων προστασίας της νομής, η ενοχική αξίωση προς απόδοσή της ως πλουτισμού δεν επηρεάζεται και αγωγή προς απόδοση του πλουτισμού είναι νόμιμη.
Όμως δεν μπορεί να εξετασθεί από το Δευτεροβάθμιο, όταν η επίκληση αυτού του ισχυρισμού γίνεται με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι οποίες αναφέρονται γενικά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου. Στην περίπτωση αυτή η επίκληση των ισχυρισμών ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

AΠ 1/2014: Έγκλημα κακουργηματικής φοροδιαφυγής (άρθρο 17 παρ. 1, 2 ν. 2523/1997).

Άμεση άσκηση ποινικής διώξεως κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α περ. αα ν. 2523/1997, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. θ ν. 3943/2011), πριν, δηλαδή, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, όπως προβλεπόταν από την άνω διάταξη του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως. Εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. θ ν. 3943/2011 και για εκκρεμείς υποθέσεις ή για όσες δεν έχει κινηθεί ακόμη ποινική δίωξη. Επιτρεπτή η αναδρομικότητα της διατάξεως αυτής (ως δικονομικής). Ορθώς το Συμβούλιο απέρριψε την προσφυγή του κατηγορουμένου για ακύρωση της ποινικής διώξεως και δεν υπερέβη την εξουσία του. Απόρριψη αιτήσεως.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

"Ανυποστήρικτη έφεση και αναίρεση" του Αθανάσιου Κατσιρώδη, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Η πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση του Αθανάσιου Κατσιρώδη, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ("Ανυποστήρικτη έφεση και αναίρεση") στην εκδήλωση (21.11.2012) του Εφετείου Πατρών σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών και θέμα «Ο Αναιρετικός Έλεγχος».
    "Σύμφωνα με το α. 502 παρ. 1 του ΚΠΔ  αν ο εκκαλών δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δεν εκπροσωπηθεί σ΄ αυτό νόμιμα από τον δικηγόρο του η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη . Η απόφαση αυτή που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη μπορεί να προσβληθεί  μόνο με αναίρεση .

     Όταν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στο εφετείο που έχει οριστεί να εκδικάσει την έφεσή του αυτή απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη επειδή η απουσία του αυτή θεωρείται ως σιωπηρή παραίτηση από την έφεση που άσκησε και αναγνώριση της εκκαλούμενης απόφασης (Ολ. ΑΠ 3 και 8/2006 ).  Στην περίπτωση αυτή το εφετείο ερευνά αρχικά αν αυτός έχει κλητευθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, δηλ. αν έχει κλητευθεί στην διεύθυνση που είχε δηλώσει στην έφεσή του. Στην σχετική απόφαση του το εφετείο πρέπει να μνημονεύει τα στοιχεία αυτά  δηλ. το αποδεικτικό επιδόσεως και την κλήτευση στην δηλωθείσα με την έφεση διεύθυνση κατοικίας . Φυσικά σε περίπτωση θυροκόλλησης πρέπει : α) να αναφέρεται στο αποδεικτικό η μη ανεύρεση κάποιου από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο α.155 του ΚΠΔ για να επιδοθεί η κλήση (ΑΠ 2503/2008 ) και β) η επίδοση στον αντίκλητο δικηγόρο αν έχει οριστεί τέτοιος με την έφεση (ΑΠ 563/2010 , ΑΠ 1627/2006 )  . Η επίδοση στον αντίκλητο πρίν την επίδοση στον κατηγορούμενο δεν δημιουργεί καμιά ακυρότητα στην κλήτευση  αλλά τα αποτελέσματα της κλήτευσης αρχίζουν από την νεώτερη κλήτευση (ΑΠ 644/2009 , ΑΠ 1555/2008 ). Αν δεν καταχωρηθούν όλα τα στοιχεία αυτά η σχετική απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 1456/2010 ). 

 
   Αν προβληθεί αίτημα αναβολής το εφετείο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα σ΄ αυτό ενώ αν παραλείψει κάτι τέτοιο , δηλ. δεν λάβει καθόλου θέση γι΄ αυτό , η απόφασή του είναι αναιρετέα για έλλειψη ακρόασης (ΑΠ 160/2003 ). Απόρριψη αιτήματος αναβολής με το σκεπτικό «το δικαστήριο δεν πείστηκε  για την αδυναμία του εκκαλούντα να εμφανιστεί στο δικαστήριο « δεν αποτελεί πλήρη αιτιολογία  (ΑΠ 1725/2010 ) . Αν στο δικαστήριο εμφανιστεί κάποιος τρίτος και ζητήσει αναβολή για λογαριασμό του απόντος κατηγορουμένου το εφετείο πρέπει να ερευνήσει αν αυτός έχει κληθεί νομότυπα και φυσικά εμπρόθεσμα  (ΑΠ 1001/1998 ) . Αν αυτά τα στοιχεία δεν συντρέχουν το εφετείο κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση της εφέσεως και δεν ασχολείται καθόλου με το αίτημα της αναβολής αφού η άκυρη κλήτευση δεν καλύπτεται με την υποβολή του αιτήματος αναβολής από τρίτο (ΑΠ 1094/1996 ). Έτσι σε περίπτωση που δεν υπάρχει νομότυπη κλήτευση του εκκαλούντα που απουσιάζει το εφετείο κηρύσσει την συζήτηση της έφεσης απαράδεκτη ενώ αν απορρίψει αυτή ως ανυποστήρικτη η απόφασή του είναι αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 1211/2009 ). Η άκυρη κλήτευση καλύπτεται μόνο με την φυσική παρουσία του εκκαλούντα ή του δικηγόρου του τον οποίο έχει νόμιμα εξουσιοδοτήσει να τον εκπροσωπήσει στο εφετείο .

 

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

ΑΠ 1173/2014 : Ευνοϊκότεροι όροι στις συμβάσεις εργασίας και πότε υπερισχύουν αυτοί. Αποδοχές αδείας . Βάση υπολογισμού αποδοχών και συνήθεις αποδοχές που προσαυξάνουν τις τακτικές για υπολογισμό δώρων και αποδοχών αδείας

Περίληψη: Η αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αποτελεί ειδική μορφή της γενικότερης αρχής της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας.

Προβλέπεται από το άρθρ. 680 ΑΚ και την διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται δε όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007, 5/2011).

Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρ. 10 παρ. 1 ν. 1876/1990).

Κατά την συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθ. 2 ΑΚ).

Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957 οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957.

Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, ρυθμιστικό καθεστώς του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν. 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ' έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ' αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

"H προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η σχέση των δύο υπερεθνικών δικαστηρίων"1 [της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αν. Καθηγήτριας Νομικής ΑΠΘ]

          Εισαγωγή

1. Η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΕΕ) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ) ανάγεται ήδη στο 19792, πρόκειται δε για πολυτάραχη και πολυκύμαντη σχέση. Ενώ το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (νυν Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής: ΔΕΕ) αναφέρεται στην ΕΣΔΑ ως πηγή έμπνευσης για την αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αυτή καθιερώνει ως γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου ήδη από το 19753, οι κοινοτικές συνθήκες παραπέμπουν ρητά στην ΕΣΔΑ από το 1993 (άρθρο ΣΤ παρ. 2 της Συνθήκης του Μααστριχτ)4. Η βελγική προεδρία επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της προσχώρησης το δεύτερο εξάμηνο του 1993, ενώ βασικό σταθμό της πορείας αυτής αποτέλεσε η αίτηση γνωμοδότησης του Συμβουλίου προς το Δικαστήριο, στις 26 Απριλίου 1994, βάσει του άρθρου 228 παρ. 6 της Συνθήκης ΕΚ, με το ερώτημα κατά πόσον «[σ]υμβιβάζεται προς τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η προσχώρηση τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας στη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών». Ακολουθεί η αρνητική γνωμοδότηση του ΔΕΚ 2/94, της 28ης Μαρτίου 1996, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας της Κοινότητας να νομοθετεί στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή να συνάπτει διεθνείς συνθήκες. Κατά το Δικαστήριο, δεν αρκεί ως νομιμοποιητική βάση της προσχώρησης η ρήτρα ευελιξίας του άρθρου 235, καθόσον προς τούτο απαιτείται τρoπoπoίηση της Συvθήκης με τήρηση της διαδικασίας πoυ η ίδια πρoβλέπει5. Το ζητήμα της προσχώρησης ανακινείται κατά την κατάρτιση και ψήφιση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ προβλέπεται στο σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (άρθρο Ι-9, με πανομοιότυπη διατύπωση προς αυτή του άρθρου 6 ΣΕΕ)6. Τέλος, το άρθρο 6 παρ. 2 ΣΕΕ, όπως διατυπώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ορίζει ρητά ότι «η Ένωση προσχωρεί στην ΕΣΔΑ», καθιερώνοντας σχετική υποχρέωση της Ένωσης, παράβαση της οποίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να θεμελιώσει προσφυγή ενώπιον του ΔΕΕ7.

2. Με την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ επιδιώκονται τρεις κυρίως, στόχοι,. Η ενίσχυση της έννομης προστασίας στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η λύση του προβλήματος του καταλογισμού της ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών (στο εξής: ΚΜ) και της Ένωσης για τις τυχόν παραβιάσεις στα πεδία εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και η υποβολή στον ίδιο, εξωτερικό πλέον, έλεγχο (external review) των παραβάσεων αυτών είτε προέρχονται από τα ΚΜ είτε από την Ένωση8.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Γνωμοδότηση ΕισΑΠ: Θέμα : Περί της συμβατότητας ή μη με το άρθρο 9 του Συντάγματος, των προβλέψεων των άρθρων 25§3 και 40§3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν 4174/2013).

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 6/14-10-2014
Με την υπ' αριθμ. 256/2014 γνωμοδότησή της η Α Τακτική Ολομέλεια του ΝομικούΣυμβουλίου του Κράτους, αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία ότι κείνται εντός των πλαισίων του ισχύοντος Συντάγματος οι διατάξεις των άρθρων 25 παρ.3 και 40 παρ. 3 του Ν 4174/2013 που προβλέπουν την είσοδο οργάνων την φορολογικής διοίκησης στην κατοικία φορολογουμένων, με απλή εντολή του Εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, προκειμένου να διενεργούν φορολογικούς ελέγχους και να προβαίνουν σε έρευνες που αποσκοπούν στην είσπραξη φόρων και λοιπών εσόδων.
Το σκεπτικό της πλειοψηφίας στην γνωμοδότηση αυτή, έχει κατά τα ενδιαφέροντα, εν προκειμένω , σημεία του, ως εξής: « Παρά την απόλυτη και αδιάστικτη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 9§1 εδάφιο α του Συντάγματος, γίνεται δεκτό ότι η προβλεπόμενη σε αυτήν προστασία του ασύλου, αφορά μόνο στην κατ' οίκον έρευνα, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την διαπίστωση εγκλημάτων, στην ανακάλυψη ή σύλληψη του δράστη και, εν γένει, στην πρόληψη ή καταστολή ενεργειών που συνιστούν ποινικά αδικήματα (βλ και άρθρο 253 Κ.ΠΔ). Αντιθέτως, κατά την κρατούσα και ορθοτέρα άποψη, γίνεται δεκτό ότι λιγότερο επαχθείς περιορισμοί, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για τον έλεγχο της τηρήσεως των νόμων, δεν εμπίπτουν στην υποχρέωση παρουσίας εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας για την διενέργεια κατ' οίκον έρευνας . Πρόκειται για τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που διενεργούνται με σκοπό την άσκηση εποπτείας και ελέγχου στα πλαίσια της υγειονομικής, εργατικής, οικονομικής -επαγγελματικής και φορολογικής νομοθεσίας............. Υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η διενέργεια φορολογικών ελέγχων και ερευνών στην κατοικία του φορολογούμενου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 25 και 40 του Κ.Φ.Δ, με μόνη την εντολή του εισαγγελέα και χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, δεν έρχεται αντιμέτωπη με το άρθρο 9 του Συντάγματος...».

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

"Εισαγωγή στη μελέτη των εγκλημάτων από ερωτικό πάθος", του Νέστορα Ε. Κουράκη, Καθηγητή Εγκληματολογίας στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

I. Εύλογα μπορεί να διερωτηθεί κανείς για τους λόγους που καθιστούν το έγκλημα από ερωτικό πάθος τόσο συναρπαστικό και ενδιαφέρον για το κοινό, αλλά και που οδηγούν αυτό το κοινό να βλέπει συχνά τον δράστη ενός τέτοιου εγκλήματος με κατανόηση και επιείκεια. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό συναρτάται με την ίδια τη σημασία των δύο εννοιών, εγκλήματος και έρωτα. Συγκεκριμένα, το έγκλημα υποδηλώνει μια σοβαρή παραβίαση θεμελιωδών ηθικοκοινωνικών κανόνων, διαμορφωμένων από το Κράτος σε νόμους. Περαιτέρω, ο έρωτας ενσαρκώνει μια σφοδρή και συχνά αξεπέραστη επιθυμία για κάποιο πρόσωπο. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι δύο έννοιες συμπλέκονται συνήθως με την εξής μορφή: Από τη μια πλευρά, το ερωτικό πάθος σπρώχνει τον υποψήφιο δράστη να εξασφαλίσει, και δη με κάθε μέσο1, την πλήρη κατάκτηση του αγαπημένου του προσώπου, ιδίως μάλιστα όταν το πρόσωπο αυτό αντιστέκεται ή αποχωρεί.2 Από την άλλη πλευρά, η προοπτική διάπραξης ενός εγκλήματος λειτουργεί στον υποψήφιο δράστη ανασχετικά, καθώς είναι έξω από τη φύση του ανθρώπου να παραβιάζει θεμελιώδεις ηθικοκοινωνικούς κανόνες, απαραίτητους για την επιβίωση και την ευημερία του, όπως π.χ. ότι δεν πρέπει να αφαιρεί τη ζωή του άλλου.

Υπάρχει, λοιπόν, στις περιπτώσεις αυτές, μια δραματική διαπάλη ανάμεσα στις ψυχικές δυνάμεις που εξωθούν κάποιον στο έγκλημα λόγω του ερωτικού του πάθους και σε εκείνες που τον συγκρατούν εκ φύσεως από κάτι τέτοιο, θέτοντας του τα όρια έως τα οποία επιτρέπεται να φθάσει. Αλλʼ ακριβώς αυτή η σφοδρή διαπάλη αντίθετων δυνάμεων και μάλιστα δυνάμεων υπαρξιακού χαρακτήρα, τις οποίες ο άνθρωπος αδυνατεί να εξηγήσει και, ενίοτε, ξεπεράσει,3 είναι αυτή που καθιστά τα εγκλήματα από ερωτικό πάθος τόσο συναρπαστικά και που ταυτόχρονα μας ωθεί να αντιμετωπίζουμε τον ερωτικό εγκληματία με διάθεση κατανόησης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτός δρα χωρίς ιδιοτέλεια και σκοπιμότητες. Όπως ορθά επεσήμανε ο πρωτοπόρος βέλγος εγκληματολόγος Etienne De Greeff στην εισαγωγή τού κλασικού έργου του “Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα”, που πρωτοεκδόθηκε στις Βρυξέλλες το 1942,4 το άτομο, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, παρουσιάζεται στα εγκλήματα πάθους σαν το παιχνίδι καταναγκασμών που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Χιλιάδες άνθρωποι ταυτίζονται με τον δράστη και το θύμα κι έτσι δημιουργείται μια συλλογική τάση ευνοϊκή για τον δράστη.


II. Το πόσο εύστοχη είναι αυτή η παρατήρηση, φαίνεται από τη συγκίνηση και αποδοχή που εξακολουθούν να προκαλούν έως τις ημέρες μας ορισμένα κλασικά έργα της αρχαιοελληνικής και ελισαβετιανής λογοτεχνίας που πραγματεύονται εγκλήματα από ερωτικό πάθος. Πρόκειται για έργα που όχι μόνο μας προκαλούν μιαν υψηλή αισθητική απόλαυση, αλλά και που μας προδιαγράφουν με αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχοσύνθεση και τις αντιδράσεις ενός ανθρώπου που οδηγείται στο έγκλημα από ερωτικό πάθος. Ιδίως περιγράφονται σʼ αυτά οι έντονες αμφιταλαντεύσεις τις οποίες βιώνει ο επίδοξος δράστης κάθε φορά που σκέπτεται να σκοτώσει για εκδίκηση ή και για τιμωρία5 το υποψήφιο θύμα του, αφού το πρόσωπο τούτο είναι γιʼ αυτόν η ίδια του η ζωή. Επίσης, καταγράφεται η ψυχολογική κατάσταση του ερωτικού εγκληματία, όταν αυτός, μέσα σε φοβερή συναισθηματική φόρτιση, πραγματώνει τελικά ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου την αποτρόπαιη πράξη του και παράλληλα, όπως συνήθως συμβαίνει, αυτοκτονεί. Αυτό βλέπουμε, π.χ., να συμβαίνει στην κλασική τραγωδία “Ιππόλυτος” του Ευριπίδη, όπου ο φερώνυμος ήρωάς της, γιος του Θησέα, αποκρούει με οργή και αγανάκτηση τον παράφορο έρωτα που αισθάνεται γιʼ αυτόν η μητριά του Φαίδρα6 κι έτσι εκείνη στην απελπισία της εξωθείται σε αυτοκτονία, αλλʼ αφού προηγουμένως καταγγείλει ψευδώς στον Θησέα ότι τάχα ο γιος του Ιππόλυτος επεδίωξε σχέσεις μαζί της, πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο και του ίδιου του Ιππόλυτου. Επίσης, παρόμοιας υφής είναι και η τραγωδία του Shakespeare “Οθέλλος”, όπου ο πρωταγωνιστής της, σφοδρά ερωτευμένος με τη σύζυγό του Δυσδαιμόνα, δίνει πίστη στις ψευδολογίες του Ιάγου ότι η Δυσδαιμόνα τάχα τον απατά και, τυφλωμένος από τη ζηλοτυπία του, τη στραγγαλίζει, ενώ στη συνέχεια, όταν διαπιστώνει ότι η σύζυγός του ήταν αθώα, αυτοκτονεί.7 Όμως και στη νεότερη εποχή έχουμε εξαίρετα δείγματα έργων τέχνης που στηρίζονται στο ερωτικό πάθος, όπως ιδίως η “Κάρμεν” του Prosper Merimée (νουβέλα που στη συνέχεια έγινε όπερα από τον Georges Bizet το 1875) και  “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια” του Ιάκωβου Καμπανέλη (θεατρικό έργο που μετεξελίχθηκε στην ταινία “Στέλλα” του Μιχ. Κακογιάννη το 1955).

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Μεταβολή ονόματος για λόγους αυτοπροσδιορισμού

"Οι κανόνες για την μεταβολή του επωνύμου είναι αυστηροί και περνούν από μια διοικητική διαδικασία που, αν γίνει δεκτή  η αίτηση από τον Δήμο, ολοκληρώνεται με μια απόφαση Δημάρχου. Οι κανόνες για την μεταβολή του κυρίου ονόματος όμως, διέρχονται από την δικαστική διαδικασία.

Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που δέχθηκαν αλλαγή "μικρού" ονόματος λόγω του ότι δημιουργεί πρόβλημα στο άτομο (υπόθεση "Γκόλφω"), αλλά και λόγω μεταβολής θρησκεύματος (από Χ.Ο. σε δωδεκαθεϊστή).
Η απόφαση που ακολουθεί είναι η πρώτη που δέχεται την μεταβολή του κυρίου ονόματος, λόγω αποποίησης θρησκεύματος αλλά όχι λόγω μεταβολής αυτού σε κάποιο άλλο, όπως ανέφερε η μέχρι τώρα νομολογία. Έτσι, το δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα με βάση το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), χωρίς να χρειαστεί να αναφέρει το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 Σ.)"

Ακολουθεί απόσπασμα της αποφάσεως:

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Twitter sues U.S. government over limits on ability to disclose surveillance orders


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

"Απαξίωση του δικηγορικού κλάδου", του Τάκη Παπαδόπουλου, Δικηγόρου, Αντιπροέδρου Δ.Σ. Πατρών

(δημοσίευση στην Εφημερίδα "ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ της Κυριακής", της 5/10/2014)


Αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για τον δικηγορικό κόσμο της Χώρας το «εξαιρετικώς επείγον» έγγραφο του Προϊσταμένου του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του Ι.Κ.Α με θέμα: «τηρητέα πορεία επί των δικαστικών υποθέσεων του Ι.Κ.Α – ΕΤΑΜ, μετά την υπογραφή και θέση σε εφαρμογή του νέου συμφωνητικού – αμοιβολογίου των δικηγόρων με ανάθεση κατά υπόθεση (κατ’ αποκοπήν) του Ι.Κ.Α – ΕΤΑΜ».

Και τούτο επειδή για πρώτη φορά, λόγω του ότι (κατά τον συντάκτη του εγγράφου) «…το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ βρίσκεται στην εξαιρετικά δυσχερή θέση να αντιμετωπίσει στις παραστάσεις των δικηγόρων στα διάφορα δικαστήρια αμοιβές κατά πολύ υψηλότερες απ΄ αυτές που ίσχυαν στον προηγούμενο Κώδικα περί Δικηγόρων και στο Συμφωνητικό - Αμοιβολόγιο των δικηγόρων με ανάθεση κατά υπόθεση που ίσχυσε στο παρελθόν…», δίνεται η οδηγία – εντολή όπως: «….στις διάφορες εκδικαζόμενες υποθέσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων όπου είναι διάδικος το Ι.Κ.Α – ΕΤΑΜ και σε όσες άλλες περιπτώσεις επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις, χωρίς να προκαλείται ερημοδικία και να παράγεται τεκμήριο ομολογίας του Ι.Κ.Α – ΕΤΑΜ, να μη παρίσταται το Ίδρυμα μετά η δια πληρεξουσίου δικηγόρου, αλλά να παρίσταται με τον Διευθυντή του ή με ειδικά εξουσιοδοτημένο απ’ αυτόν υπάλληλο και να εκθέτει εγκαίρως γραπτώς και προφορικώς όταν χρειάζεται, τις απόψεις της Διοικήσεως, με συνημμένα όλα τα κρίσιμα έγγραφα της υπόθεσης, αντικρούοντας όλους τους ισχυρισμούς των αντιδίκων, προβάλλοντας τις σχετικές ενστάσεις του, τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά επιχειρήματα, συντάσσοντας υπομνήματα σε σοβαρές υποθέσεις και ζητώντας όταν είναι αναγκαίο και την συνδρομή των δικηγόρων».

Η ως άνω οδηγία-εντολή-προτροπή του Προϊσταμένου του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του Ι.Κ.Α προς τους Διευθυντές Αθηνών-Πειραιώς και όλων των Τοπικών και Περιφερειακών Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τους δικηγόρους Αθηνών –Πειραιώς και των Τοπικών και Περιφερειακών Υποκαταστημάτων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που υπηρετούν με ανάθεση κατά υπόθεση και προς τα Κέντρα Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών, δεν έχει γίνει ακόμα αποδεκτή από την Διοίκηση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, πλήν όμως αποτελεί ένα ακόμα καίριο κτύπημα κατά του δικηγορικού κόσμου και των δικηγόρων της μαχόμενης δικηγορίας, αφού επιδιώκεται μια ακόμα μείωση της ήδη περιορισμένης, στις μέρες μας, δικηγορικής ύλης. Ταυτόχρονα όμως επιδιώκεται η υποβάθμιση της θεσμικής θέσης του δικηγόρου και ο ρόλος που έχει (ή που θα έπρεπε να έχει) αυτός στην παροχή έννομης προστασίας και στην διεξαγωγή μιας πολιτικής ή διοικητικής δίκης, εφόσον η παρουσία του και μόνο δίνει τα εχέγγυα της επαγγελματικής γνώσης, της αξιοπιστίας και της προάσπισης των δικαιωμάτων (δικονομικών και ουσιαστικών) του εντολέα του.

Πέρα από το γεγονός ότι η πρόταση-οδηγία αυτή του  Προϊσταμένου του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του Ι.Κ.Α στερείται νομικής βάσης και μόνο με διασταλτική ερμηνεία ισχυουσών διατάξεων θα μπορούσε να συζητηθεί, βάζει σε κίνδυνο και τα συμφέροντα του Ταμείου το οποίο θέλει δήθεν να «προστατεύσει» με την μη εκπροσώπησή του από δικηγόρος. Και τούτο επειδή επιδιώκει την ανάθεση της νομικής εκπροσώπησης του Ταμείου σε υπαλλήλους του, που ακόμα κι αν έχουν την οποιαδήποτε νομική κατάρτιση, εφόσον δεν ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου, δεν είναι σε θέση, με κανέναν τρόπο, να αντιμετωπίσουν τα δικονομικά και ουσιαστικά προβλήματα που παρουσιάζονται σε μια διοικητική δίκη, ούτε βεβαίως είναι σε θέση να αντικρούσουν με επάρκεια τα νομικά επιχειρήματα και τις δικονομικές ή ουσιαστικές ενστάσεις που θα προβληθούν από τον αντίδικο του ΙΚΑ. Με τον τρόπο αυτό είναι πάρα πολύ πιθανό να προκαλέσουν ζημία στα συμφέροντα του Ταμείου, τα οποία όμως ο συντάκτης του εγγράφου θέτει σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στην εμμονή του να μην καταβάλλει το Ταμείο αμοιβές σε επαγγελματίες δικηγόρους οι οποίοι χειρίζονται τις υποθέσεις του.

Ταυτόχρονα μειώνει το επαγγελματικό κύρος και των συνεργαζόμενων με το Ταμείο Δικηγόρων, αφού αυτοί θα καλούνται κατά περίπτωση να «βγάλουν τα κάστανα από την φωτιά», εφόσον όπως αναφέρεται στο έγγραφο οι Διοικητές του ΙΚΑ θα μπορούν να ζητούν όταν είναι αναγκαίο και την συνδρομή των δικηγόρων (!!!).

Η ως άνω όμως οδηγία βέβαια στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι αμοιβές των δικηγόρων αυξήθηκαν σε σχέση μ’ αυτές που ίσχυαν στον προηγούμενο Κώδικα περί Δικηγόρων, γεγονός που είναι αναληθές, αφού ως γνωστόν οι «νόμιμες αμοιβές» των Δικηγόρων που ισχύουν σήμερα, είναι ίδιες ακριβώς με τα ελάχιστα όρια αμοιβών που προέβλεπε ο παλαιός Κώδικας περί Δικηγόρων.

Συμπερασματικά, ο συντάκτης του εγγράφου, παραμερίζοντας την Διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, την γνώμη της οποίας για το θέμα που προέκυψε δεν έχουμε μάθει αν και έχουν περάσει περίπου 15 ημέρες, θέλοντας να «ανακουφίσει» την δεινή οικονομική κατάσταση του Ταμείου, για τις αιτίες της οποίας δεν μπορεί κανείς ασφαλώς να κατηγορήσει τους συνεργαζόμενους με το Ταμείο Δικηγόρους, επέλεξε την εύκολη λύση του παραμερισμού, της απαξίωσης και της προσβολής του δικηγορικού κλάδου, θέτοντας ταυτόχρονα σε πιθανό κίνδυνο και τα συμφέροντα του Ταμείου, αφού προτείνει όπως η εκπροσώπησή του να μην γίνεται από επαγγελματίες δικηγόρους-νομικούς, αλλά από υπαλλήλους του Ταμείου, οι οποίοι θα κληθούν να σηκώσουν στην πλάτη τους τεράστια και δυσανάλογη με την θέση και τα προσόντα της ευθύνη.

 Ελπίζουμε ότι η Διοίκηση του ΙΚΑ δεν θα ενδώσει σε τέτοιες λογικές και θα τηρήσει αυτά που μόλις πρίν από λίγες ημέρες συμφώνησε με την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΣτΕ 2080/2014 & 366/2014 : "κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται κοινοποίηση" - [με σχόλιο Αριστείδη Τσάτσου, Οικονομολόγου – Νομικού, Διδάκτορα Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Χούμπολντ του Βερολίνου]

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε με την υπ αριθμό  2080/2014 απόφαση ότι είναι συνταγματική η κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου. Ποια ερμηνευτική προσέγγιση ακολούθησε; Γιατί αναίρεσε προηγούμενή του απόφαση; Ποιες αξίες συγκρούονται;
 
Αριθμός 2080/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ / ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2014, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Δ. Τομαράς, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του …………… , κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (………..), ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α /Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

ΠΟΛ.1214/30-9-2014: "Ειδικό καθεστώς καταβολής ΦΠΑ κατά τον χρόνο της είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 39.β του Κώδικα ΦΠΑ"

(ΦΕΚ Β' 2601/30-09-2014)
Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 39.β του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 2859/2000 ΦΕΚ 248 Α΄), όπως προστέθηκε με το άρθρο 185 του Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ 107 Α΄).
2. Τις διατάξεις της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1022/7.1.2014 (ΦΕΚ 179 Β΄), όπως ισχύει.
3. Τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παρ. Ε του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012 περί σύστασης θέσης Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Α΄ 222) όπως ισχύει.
4. Την υπ’ αριθμ. 20/25.6.2014 (Υ.Ο.Δ.Δ. 360) πράξη Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και Διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών».
5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΔεφΑθ (Ακ.Συμβ) 419/2014 : "Επαναπροώθηση αλλοδαπών – Αναστολή"

(περ.) Αναστέλλεται η εκτέλεση απόφασης επαναπροώθησης στην Κένυα μία μητέρας με τα τρία ανήλικα τέκνα της, ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν περίπτωση αναγνώρισής τους ως προσφύγων. Η αναστολή χορηγείται επειδή η εκτέλεση ενδέχεται να τους προκαλέσει βλάβη ανεπανόρθωτη συνισταμένη σε έκθεση σε κίνδυνο της σωματικής τους ακεραιότητας, παρότι αναγνωρίζεται ότι η νομοθεσία της Κένυα διασφαλίζει τις γυναίκες από τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων και η κυβέρνηση της χώρας έχει προχωρήσει σε μία ευρείας κλίμακας προσπάθεια καταστολής της δράσης εγκληματικής οργάνωσης.