(...) Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στον μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι οποίες, κατόπιν επεξεργασίας, αποτυπώνονται κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα.
Για την λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) απαιτείται η χρήση ειδικού κωδικού, με τον οποίο αναγνωρίζεται ο χρήστης ως αποστολέας ή ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, ο οποίος -κωδικός- διαμορφώνεται κατά τρόπο, ώστε να αφορά μόνον στο χρήστη που τον έχει ορίσει, η δε απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα στο μήνυμα καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη. Η τεχνική αποστολής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, με συνέπεια, κατά την αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα να ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και να καθίσταται ένα ενιαίο σύνολο.
Για την απόκτηση της νομής επί πράγματος, κινητού ή ακινήτου, απαιτείται βούληση του αποκτώντος να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος και φυσική εξουσίαση. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των στοιχείων αυτών στοιχειοθετεί τη νομή. Προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης, η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων 984 εδ. α’ και 987 ΑΚ προκύπτει ότι η αποβολή από τη νομή αποτελεί προσβολή της νομής, από την οποία ο νομέας μπορεί να προστατευθεί με την προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 987 ΑΚ αγωγή, όταν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα. Από τις διατάξεις των άρθρων 908 και 974 ΑΚ και 987, 989 και 992 ΑΚ παρέπεται ότι μετά την παραγραφή των ενδίκων μέσων προστασίας της νομής, η ενοχική αξίωση προς απόδοσή της ως πλουτισμού δεν επηρεάζεται και αγωγή προς απόδοση του πλουτισμού είναι νόμιμη.
Όμως δεν μπορεί να εξετασθεί από το Δευτεροβάθμιο, όταν η επίκληση αυτού του ισχυρισμού γίνεται με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι οποίες αναφέρονται γενικά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου. Στην περίπτωση αυτή η επίκληση των ισχυρισμών ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν.
[...] 1. Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. .../2010 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 511, 513, 516, 518 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
2.α. Το έγγραφο αποτελεί κινητό πράγμα κατά την έννοια του άρθρου 947 ΑΚ. Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγραφών δεδομένων στον μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι οποίες, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν τα στοιχεία του παραδοσιακού εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας, όπως κατά μία άποψη υποστηρίζεται, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθώς εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, 138/142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο απαιτείται - εκτός της σύνδεσης με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή μέσω ειδικού λογισμικού που έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του - η χρήση ενός ειδικού κωδικού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται ο χρήστης στο σύστημα είτε ως αποστολέας είτε ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο, και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός χαρακτήρων να αφορά μόνον στο χρήστη που τον έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλο χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, διότι αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο, του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τεχνική αποστολής του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο.
2.β.i. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 979, 980, 983, 984, 987, 992 και 994 ΑΚ προκύπτει ότι για την απόκτηση της νομής επί πράγματος, κινητού ή ακινήτου, απαιτείται, αφενός μεν βούληση του αποκτώντος να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος, αφετέρου δε φυσική εξουσίαση στο πράγμα. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των στοιχείων αυτών, είναι δημιουργική του μη εμπραγμάτου δικαιώματος της νομής. Η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του κατέχοντος να κατέχει και εξουσιάζει το πράγμα κατά τρόπο διαρκή, απεριόριστο και αποκλειστικό, εκδηλώνεται δε με πράξεις επί του πράγματος που αρμόζουν στον κύριο αυτού. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο της νομής (βούληση) υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, κατά κανόνα, ασκείται στο όνομα και για λογαριασμό του κυρίου, δυνάμει ενοχικής σχέσεως ισχυρής ή όχι (ΑΠ 1025/2002 ΕλλΔνη 43,1680).
2.β.ii. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α’ του ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με ειδική διαδοχή, η οποία συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι της μεταβιβάσεως νομέα (ΑΠ 1605/1992), προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι: α) Η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ’ αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή β) η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και γ) η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και αυτού που μεταβιβάζει τη νομή. Αν τη μεταβίβαση της νομής επιχειρεί, χωρίς τη γνώση του νομέα, εκείνος που κατέχει το πράγμα στο όνομα αυτού, ο λήπτης, εφόσον πρόκειται για κινητό πράγμα, αποκτά παράγωγη νομή, η οποία όμως μπορεί να είναι επιλήψιμη, οπότε μπορεί να εναχθεί από το νομέα με την αγωγή περί αποβολής από τη νομή [(άρθρα 984, 1036 παρ. 2 ΑΚ) ΑΠ 572/2008 Nomos)].
2.β.iii. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 984 εδ. α’ ΑΚ, η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη, είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ, ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της απ’ αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποβολή από τη νομή αποτελεί προσβολή της νομής, από την οποία ο νομέας μπορεί να προστατευθεί με την προβλεπόμενη από το ανωτέρω άρθρο 987 ΑΚ αγωγή, όταν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα. Αποβολή συνιστά κάθε πράξη τρίτου, που συνεπάγεται για τον νομέα στέρηση, ολική ή μερική, της δυνατότητας να εξουσιάζει το πράγμα, διατάραξη δε συνιστά κάθε παρεμπόδιση ή παρακώλυση της επί του πράγματος εξουσιάσεως του νομέα αυτού, που όμως δεν φτάνει μέχρι την αποβολή του (ΑΠ 1260/1998 ΕλλΔνη 40,66). Η νομή ακινήτου που ασκείται αυτοπροσώπως από το νομέα αυτού χάνεται με κατάληψη του πράγματος από τρίτο ανεξαρτήτως αν ο νομέας γνωρίζει την αποβολή (ΑΠ 1897/99 ΕλλΔνη 41,1646, ΑΠ 667/1998 ΕλλΔνη 40,1567, ΕφΠατρ189/2004 Nomos).
3. Με την από 29.5.2007 και με αριθμό καταθέσεως .../29.5.2007 αγωγή, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν, ότι είναι αποκλειστικοί νομείς των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο αυτής αρχείων, εγγράφων και αλληλογραφίας αποτυπωμένων σε ηλεκτρονική μορφή, κινητά πράγματα από τα οποία τους απέβαλαν παράνομα οι εναγόμενοι και για το λόγο αυτό ζήτησαν να υποχρεωθούν οι τελευταίοι, με απόφαση κηρυσσομένη προσωρινώς εκτελεστή και με ποινές έμμεσης εκτέλεσης, να τους αποδώσουν τη νομή αυτών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως κατ΄ ουσία αβάσιμη την αγωγή ως προς τη κύρια βάση αποβολής από τη νομή, απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί χρησιδανείου και έκρινε ως απαραδέκτως κατά παράβαση του άρθρου 111 ΚΠολΔ ασκηθείσα με τις προτάσεις των εναγόντων αγωγή απόδοσης της νομής των επιδίκων κινητών πραγμάτων με την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους και ζητούν, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους.
3.α. Οι εκκαλούντες, ως προς το σκέλος εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ισχυρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ως απαραδέκτως ασκηθείσα με τις προτάσεις η επικουρική βάση απόδοσης της νομής των ηλεκτρονικών εγγράφων με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επειδή όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζονται ότι στο δεδομένο χρονικό σημείο ήταν δικονομικώς προσήκουσα η άσκηση της αξίωσης με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η παραγραφή της ένδικης αξίωσης συμπληρώθηκε μετά την άσκηση της αγωγής.
3.β. Από τις διατάξεις των άρθρων 908 και 974 ΑΚ προκύπτει ότι η νομή δεν είναι μόνον φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) εκείνου που την απέκτησε, αλλά αποτελεί και περιουσιακό στοιχείο, που προσπορίζει ωφέλεια στον λαβόντα. Εκ τούτων σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 987, 989 και 992 ιδίου ΑΚ παρέπεται ότι διά της παραγραφής των ενδίκων μέσων προστασίας της νομής ως εξουσίας κατά τα ανωτέρω, η ενοχική αξίωση προς απόδοσή της ως πλουτισμού δεν επηρεάζεται, ήτοι ο πλουτισμός από την περιέλευση της νομής ως περιουσιακού στοιχείου δεν καθίσταται δικαιολογημένος και αγωγή προς απόδοση αυτού είναι νόμιμη μετά την παραγραφή των ενδίκων μέσων προστασίας της νομής . Η προς απόδοση δε του πλουτισμού αγωγή που έχει ενοχικό χαρακτήρα υπόκειται στην γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (AΠ 1208/2012 Nomos).Εξάλλου, το άρθρο 223 ΚΠολΔ ορίζει ότι είναι απαράδεκτη μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά την κατάθεση της αγωγής στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται (ΚΠολΔ 221 παρ. Ια), η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Ο ενάγων όμως μπορεί κατ’ εξαίρεση, με τις προτάσεις ή, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά, να περιορίσει, μέχρι το τέλος της πρωτοβάθμιας δίκης, το αίτημα της αγωγής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 223 παρ. 1 ΚΠολΔ μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του έως το τέλος της συζητήσεως στον πρώτο βαθμό, κατ’ εξαίρεση του απαραδέκτου της μεταβολής του αιτήματος μετά την εκκρεμοδικία, να ζητήσει τα παρεπόμενα του κυρίου αντικειμένου της δίκης, όπως τους τόκους υπερημερίας (ΕφΘεσ 251/2000, ΕφΑθ 3618/2008 Nomos).
3.γ. Οι ενάγοντες, όπως οι ίδιοι συνομολογούν, άσκησαν την αξίωση απόδοσης της νομής των ηλεκτρονικών εγγράφων με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού με τις προτάσεις και όχι με το δικόγραφο της κύριας αγωγής τους. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο (3.β.) νομική σκέψη το αίτημα αποδόσεως της ωφέλειας της νομής των ηλεκτρονικών εγγράφων, από την οποία κατέστησαν πλουσιότεροι οι εναγόμενοι, υποβληθέν για πρώτη φορά με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αποτελεί απαράδεκτη μεταβολή-διεύρυνση του αιτήματος της αγωγής, αφού η σχετική αξίωση πρέπει να ασκηθεί με κύριο δικόγραφο και όχι με τις προτάσεις και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετική βάση της αγωγής, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης.
4. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα εξής: Οι ενάγοντες από το Σεπτέμβριο του 2003 έως τις 5 Ιανουαρίου 2007 υπήρξαν μέτοχοι κατά ποσοστό 25% ο καθένας της πρώτης εναγομένης, η οποία είναι ναυτιλιακή εταιρία, που δραστηριοποιείται και στην Ελλάδα στον επιχειρηματικό χώρο της διαχείρισης εμπορικών πλοίων. Για την άσκηση της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας η εναγομένη διατηρεί γραφεία και στο Πειραιά, όπως αναλυτικά θα αναφερθεί παρακάτω. Οι δύο ενάγοντες εκτός της μετοχικής ιδιότητας στην πρώτη των εναγομένων εταιρία συμμετείχαν στη διοίκηση αυτής, ο πρώτος εξ αυτών ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής, ο δε δεύτερος ως Ταμίας και ταυτόχρονα ως νόμιμος εκπρόσωπος στην Ελλάδα της εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «... SA», καθόσον αυτή αναπτύσσει κυρίως στο εξωτερικό εκτεταμένη επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο δεύτερος των εναγομένων είναι μέτοχος της παραπάνω εταιρίας κατά ποσοστό 50%. Η εναγομένη εταιρία πραγματοποιούσε το σύνολο των (διαδικαστικών-έγγραφων) εργασιών της με τη βοήθεια της τεχνολογίας και πιο συγκεκριμένα αυτή αγόρασε το έτος 2004 και διέθετε έκτοτε σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών, το οποίο εγκατέστησε σε μισθωμένο στο όνομά της χώρο, σύστημα το οποίο αποτελούνταν από δύο μονάδες κεντρικού υπολογιστή (server) με τα απαραίτητα για τη λειτουργία αυτών υποστηρικτικά μηχανήματα, όπως επεξεργαστή, μόνιτορ, σταθεροποιητή τάσης, λογισμικό (software), σχετικά προγράμματα αρχειοθέτησης και άδειες πρόσβασης σε βάση ηλεκτρονικών δεδομένων (database). Το σύνολο των παραπάνω κινητών πραγμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους, όπως προβλέπεται από τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, αποτελούν τον ηλεκτρονικό-λογισμικό εξοπλισμό της εγκατάστασης του γραφείου της εναγομένης στην Ελλάδα, στον οποίο (ηλεκτρονικό εξοπλισμό) αποθηκεύονταν σε ηλεκτρονική μορφή όλα τα δεδομένα και οι πληροφορίες που αφορούν τη λειτουργία της επιχείρησης της πρώτης των εναγομένων εταιρίας, όπως για παράδειγμα η αλληλογραφία, τα επαγγελματικά-επιχειρηματικά στοιχεία των πελατών της και πληροφορίες σχετιζόμενες με το βασικό αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, δηλαδή την ανατεθείσα σ΄ αυτήν (εναγομένη εταιρία) διαχείριση συγκεκριμένων πλοίων. Τόσο τα μηχανήματα όπως και τα αποθηκευμένα σ΄ αυτά σε ηλεκτρονική μορφή έγγραφα ανήκαν στη κυριότητα, νομή και κατοχή αυτής (εναγομένης εταιρίας). Η εναγομένη εταιρία, προκειμένου να στεγάσει τα γραφεία της στην Ελλάδα μίσθωσε με το από 15.4.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης από την εταιρία με την επωνυμία «... ΑΕ», που εδρεύει στο Πειραιά, ένα συγκρότημα γραφείων με βοηθητικούς χώρους στο πρώτο όροφο κτιρίου, ευρισκομένου στο Πειραιά στην οδό Ακτή Μιαούλη, αριθμός ... Το μίσθιο αυτό αποτελούνταν από το υπό στοιχεία Ι Γ συγκρότημα γραφείων, εμβαδού 254 τ.μ., δύο βοηθητικούς χώρους και δύο θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στο β΄ ισόγειο του ίδιου κτιρίου. Στο μίσθιο αυτό η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρία εγκατέστησε τα γραφεία της, τους υπαλλήλους της και τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό της. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε για ένα έτος και άρχισε αναδρομικώς από την 1.11.2004 έως 31.10.2005. Στη συνέχεια δυνάμει του από 30.1.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος δηλαδή μέχρι τις 30.10.2006 η μίσθωση του παραπάνω μισθίου. Παρά τη παρέλευση του συμβατικού χρόνου μίσθωσης η εναγομένη εταιρία δεν αποχώρησε από το προπεριγραφέν μίσθιο και συνέχισε να καταβάλλει το συμφωνηθέν μίσθωμα, χωρίς να εναντιωθεί η εκμισθώτρια εταιρία. Εντωμεταξύ η εναγομένη εταιρία είχε αναπτύξει επιτυχημένη και διευρυμένη επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα και έτσι αυξήθηκε σε αριθμό το υπαλληλικό προσωπικό της με αποτέλεσμα να ανακύψει ως επιτακτική ανάγκη η επέκταση του χώρου στέγασης των γραφείων της, και επειδή οι υπάρχοντες χώροι του μισθωθέντος συγκροτήματος ήσαν ανεπαρκείς σε χωρητικότητα, προέβη στις 30.10.2006 στη μίσθωση και άλλων γραφείων από την εταιρία με την επωνυμία «...», τα οποία βρίσκονται σε γειτονικό, με το πρώτο ως άνω μίσθιο, ακίνητο και πιο συγκεκριμένα στην οδό Ακτή Μιαούλη αριθμός ..., εμβαδού 381,70 τ.μ., το ήμισυ των οποίων παραχώρησε, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, στην, κοινών συμφερόντων με την εναγομένη εταιρία «...», εταιρία «...». Στο χώρο που μίσθωσε η εναγομένη από την εταιρία «...» είχε πρόθεση να μεταφέρει την επιχειρηματική δραστηριότητά της, υπαλληλικό προσωπικό της και τον απαραίτητο υλικό και ηλεκτροτεχνολογικό εξοπλισμό της, ενώ αναφορικά με τη τυχόν εγκατάλειψη του μισθίου χώρου, όπου στεγαζόταν αυτή (εναγομένη εταιρία «...») και είχε μισθώσει από την εταιρία «...», η οποία διευθύνετο από συγγενικά των εναγόντων πρόσωπα, συμφωνήθηκε, όπως θα αναφερθεί παρακάτω λεπτομερέστερα στο από 19.12.2006 «μνημόνιο συμφωνίας», ότι αυτή (αποχώρηση) δεν θα επερχόταν πριν το τέλος του Ιανουαρίου του έτους 2007. Οι ενάγοντες δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στο παρελθόν, πριν δηλαδή την απόκτηση μετοχών της πρώτης εναγομένης εταιρίας, με δικές τους «άλλες» εταιρίες και πιο ειδικά τις εταιρίες «...» και «...», όπως οι ίδιοι παραδέχονται. Οι τελευταίες εταιρίες είχαν προδήλως ναυτιλιακό αντικείμενο και χωρίς αμφιβολία κοινό κατά βάση αντικείμενο με αυτό της εν προκειμένω εναγομένης εταιρίας «...» και της μετέπειτα ιδρυθείσας με την επωνυμία «...» εταιρίας, κοινών με την «...» συμφερόντων. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι εκτός από τις εργασίες που έπρεπε να εκτελούν για λογαριασμό της εναγομένης εταιρίας ως βασικοί μέτοχοι αυτής, πραγματοποιούσαν και άλλες εργασίες σχετιζόμενες με τις «προσωπικές-δικές τους» εταιρίες («...» και «...»), αιτία για την οποία αυτοί, προδήλως μετά από δική τους επιλογή, δεδομένου ότι αυτοί δεν ισχυρίζονται κάτι διαφορετικό, όπως για παράδειγμα σχετική συμφωνία με τους εναγομένους, χρησιμοποιούσαν από τη στιγμή που κατέστησαν μέτοχοι της εναγομένης εταιρίας τον ηλεκτρονικό-λογισμικό εξοπλισμό της τελευταίας («...»). Για την ηλεκτρονική αλληλογραφία της εναγομένης εταιρίας («...») και της κοινών με αυτή συμφερόντων εταιρίας «...» επιλέχθηκαν οι εξής ηλεκτρονικές διευθύνσεις: 1) gdg@...gr, 2) sdg@...gr, 3) igv@...gr, 4) info@...gr, 5) freabulk@...gr. Στις διευθύνσεις αυτές καταχωρούνταν οτιδήποτε είχε σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας «... A» και της εταιρίας «...». Η τυχόν καταχώριση στις δύο πρώτες ηλεκτρονικές διευθύνσεις 1) gdg@...gr, 2) sdg@...gr δεδομένων που αφορούσαν την απόλυτα προσωπική σφαίρα και την «ατομική» επιχειρηματική δραστηριότητα των εναγόντων με τις «δικές τους» εταιρίες έγινε καταδήλως αυθαίρετα από τους ίδιους και ανορθόδοξα σε κάθε περίπτωση, αφού όλες οι ανωτέρω ηλεκτρονικές διευθύνσεις είχαν ως πρώτο ή δεύτερο «συνθετικό» στοιχείο τμήμα της επωνυμίας των εταιριών «...» και «...», οι δε ηλεκτρονικές διευθύνσεις gdg@...gr και sdg@...gr είχαν ως βασικό δεύτερο συνθετικό το «...», το οποίο παρέπεμπε με «αυτονόητο» τρόπο στην εταιρία «...», η οποία δεν αποτελούσε «αποκλειστική» εταιρία των εναγόντων. Η επαγγελματική συνεργασία των διαδίκων της ένδικης υπόθεσης δεν εξελίχθηκε ομαλά και αυτοί αποφάσισαν να λύσουν την επαγγελματική τους συνύπαρξη. Για το λόγο αυτό οι ενάγοντες και ο δεύτερος των εναγομένων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης των εναγομένων, συνυπέγραψαν στις 19.12.2006 ένα «μνημόνιο συμφωνίας», με το οποίο αποφασίστηκε η μεταβίβαση του συνόλου των μετοχών των εναγόντων στον δεύτερο των εναγομένων. Στον όρο 9 της παραπάνω έγγραφης συμφωνίας αναφερόταν επί λέξει: «Κάθε τυχόν έγγραφο, που αφορά στα πλοία, χρεόγραφα, λογαριασμούς κ.λπ. θα θεωρούνται περιουσία της εταιρίας». Εκτός αυτού στον όρο 5 της σχετικής συμφωνίας αναφερόταν ότι εντός δέκα (10) ημερών το αργότερο θα επακολουθήσει διανομή των κινητών πραγμάτων, όπως επίπλων, εξοπλισμού και συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, γεγονός όμως που δεν έλαβε χώρα. Χωρίς να χρειάζεται να γίνει επίκληση των διατάξεων 173 και 200 ΑΚ από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω συμφωνίας, όπως αυτή εξειδικεύεται για την επίδικη διαφορά, προκύπτει ότι όλα τα κινητά πράγματα, αφού δεν διανεμήθηκαν μεταξύ των διαδίκων παρέμειναν στη κυριότητα, νομή και κατοχή της εναγομένης εταιρίας. Το εριζόμενο πράγμα, με τη νομική έννοια, του διακομιστή (server), στο οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα σε ηλεκτρονική μορφή όλα τα έγγραφα που αφορούν κάθε πλευρά της επαγγελματικής δραστηριοποίησης της εναγομένης εταιρίας επίσης ανήκει στη κυριότητα και νομή αυτής. Ωστόσο όμως η εναγομένη εταιρία αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή τόσο του διακομιστή όσο και των εντός αυτού αποθηκευμένων ηλεκτρονικών αρχείων, όπως λεπτομερώς θα αναλυθεί παρακάτω. Η εναγομένη εταιρία μετά τη μίσθωση νέας επαγγελματικής στέγης από την εταιρία «...» και την ολοκλήρωση των διαμορφωτικών-επισκευαστικών εργασιών, άρχισε σταδιακά να μεταφέρει εξοπλισμό της στα γραφεία επί της οδού Ακτή Μιαούλη αριθμός ... Ενώ η μετεγκατάσταση ήταν σε εξέλιξη, χωρίς όμως να έχει ολοκληρωθεί, η εκμισθώτρια εταιρία «...» αυθαίρετα και χωρίς να προηγηθεί καμία ειδοποίηση στις 13.1.2007 αντικατέστησε τη κλειδαριά της εξωτερικής πόρτας στο μίσθιο, όπου αρχικώς στεγαζόταν η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η οποία με τον τρόπο αυτό αποβλήθηκε από το μίσθιο αλλά και τη νομή των κινητών πραγμάτων και κυρίως του ηλεκτρονικού εξοπλισμού της, αφού η ανολοκλήρωτη μετεγκατάσταση αφορούσε κυρίως τον ηλεκτρονικό-λογισμικό εξοπλισμό. Η (εναγομένη) εταιρία «...» διαμαρτυρήθηκε αυθημερόν εγγράφως στην εκμισθώτρια, η οποία δεν απάντησε. Έτσι η εταιρία «...» άσκησε αίτηση απόδοσης της νομής των κινητών πραγμάτων και ειδικότερα του ηλεκτρονικού-λογισμικού εξοπλισμού της, η οποία έγινε δεκτή με την υπ΄ αριθμ. .../2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Κατά της απόφασης αυτής η εκμισθώτρια εταιρία «...» άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε στην ουσία. Στη συνέχεια η εταιρία «...» επιχείρησε να εκτελέσει την απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αλλά αυτή ματαιώθηκε, όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ. .../16.5.2007 έκθεση αφαίρεσης κινητών πραγμάτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ..., ο οποίος με ενάργεια αναφέρει ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας «...», ..., τους ενημέρωσε ότι ο χώρος που βρίσκονται τα υπό απόδοση πράγματα είναι μισθωμένος στην εταιρία «...», γεγονός που προκύπτει από το με ημερομηνία 8.1.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης του επιδίκου μισθίου στην οδό Ακτή Μιαούλη αριθμός ..., στο κείμενο του οποίου αναφέρεται ότι η νέα μισθώτρια του ακινήτου, δηλαδή η εταιρία «...», εκπροσωπείται στη σύναψη της σχετικής συμφωνίας νομίμως από τον εκπρόσωπό της ..., ο οποίος είναι ο δεύτερος των εναγόντων στην ένδικη υπόθεση. Από το τελευταίο γεγονός αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος των εναγόντων, ο οποίος είναι αδερφός με τον πρώτο ενάγοντα, εκμισθώνοντας το μίσθιο, στο οποίο στεγαζόταν αρχικώς τα γραφεία της εναγομένης εταιρίας, σε εταιρία προδήλως δικών του συμφερόντων, απέβαλε την εναγομένη εταιρία από τη νομή του ηλεκτρονικού εξοπλισμού της. Η αποβολή της εναγομένης εταιρίας από τον ηλεκτρονικό-λογισμικό εξοπλισμό της επιβεβαιώνεται με «πλεοναστικό» τρόπο από το χωρίς ημερομηνία έγγραφο, αλλά συνταχθέν πριν τις 12.1.2007, το οποίο υπογράφουν χειρογράφως οι ενάγοντες (αδερφοί) ..., το οποίο απευθύνεται προς την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «...» και το διακριτικό τίτλο «...», η οποία είναι εξειδικευμένη σε επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων, και στο οποίο γίνεται σαφής αναφορά ότι η βάση δεδομένων (database), η οποία περιείχε τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συγκεκριμένο έγγραφο περισσότερα ηλεκτρονικά αρχεία, είχε παραδοθεί στις 12.1.2007 στην τελευταία εταιρία για διαχωρισμό, ώστε να αποδοθούν στην εταιρία «...» και το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, δηλαδή το δεύτερο των εναγομένων (...) τα αρχεία που αφορούν την εμπορική δραστηριότητα των εταιριών «...» και «...». Η ύπαρξη στα χέρια των εναγόντων της βάσης των δεδομένων (σύνολο ηλεκτρονικών αρχείων) προκύπτει και από το, ταυτόσημο με το αμέσως παραπάνω, έγγραφο που δεν φέρει σαφή ημερομηνία σύνταξης, αλλά υπογράφηκε μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας «... ΟΕ» και το διακριτικό τίτλο «...», ... και του ..., όπως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τις χειρόγραφες υπογραφές αυτών, οι οποίοι μνημονεύουν στο έγγραφο αυτό επί λέξει: «στις 15.1.2007 και ώρα 12.00 από τους servers που βρίσκονται στο κτήριο στην Ακτή Μιαούλη ... μεταφέρθηκαν σε φορητό δίσκο της ... οι ειδικότερα αναφερόμενοι στο έγγραφο αυτό φάκελοι και τα περιεχόμενά τους». Τέλος, υπάρχει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα προερχόμενο από το χρήστη με το κωδικό όνομα «GG» που απευθύνεται προς τον εκπρόσωπο της εταιρίας Ορκωτών Λογιστών ... (κ. ...), στο οποίο αναφέρεται, ότι πρέπει να γίνει μεταφορά του συνόλου των ηλεκτρονικών πληροφοριών που σχετίζονται με την εταιρία «...», επί λέξει: «από το διακομιστή (server), που βρίσκεται στο πρώτο όροφο της οδού Ακτή Μιαούλη ... στον Πειραιά ... στο νέο διακομιστή «server» της εταιρίας που βρίσκεται στο τέταρτο όροφο της οδού Ακτή Μιαούλη ... και Μαυροκορδάτου ..., στον Πειραιά ... μεταξύ 8.00 π.μ και 11.00 π.μ τη Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2007». Αυτό τo ηλεκτρονικό μήνυμα εστάλη καταφανώς πριν τις 15.1.2007 (φέρει ημερομηνία εκτύπωσης 14.1.2007), διότι στις 15.1.2007 έπρεπε να γίνει η ηλεκτρονική μεταφορά. Περαιτέρω, εξέχουσα και καθοριστική σημασία αποτελεί το κωδικό όνομα του αποστολέα, δηλαδή ο χρήστης «GG» είναι αναμφισβήτητα ο ..., αφού ο ίδιος διατείνεται ότι η ηλεκτρονική διεύθυνση gdg@...gr του ανήκε. Αφού τουλάχιστον μία ημέρα πριν τις 15.1.2007 ο χρήστης «GG» έστειλε το παραπάνω ηλεκτρονικό μήνυμα, με δεδομένο το γεγονός ότι στις 13.1.2007 η εναγομένη εταιρία «...» είχε ήδη αποβληθεί από την εκμισθώτρια εταιρία «...», με την οποία «συνδέονται» οι ενάγοντες, από το μίσθιο της οδού Ακτή Μιαούλη αριθμός ..., όπου παρέμενε ο διακομιστής της τελευταίας εταιρίας, άρα και όλα τα εντός αυτού ηλεκτρονικά αρχεία, και σίγουρα και τα επίδικα ηλεκτρονικά αρχεία που ζητούν οι ενάγοντες, η εναγομένη εταιρία και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, δηλαδή οι εναγόμενοι εν προκειμένω, δεν έχουν στα χέρια τους, τα επίδικα ηλεκτρονικά αρχεία, τη νομή των οποίων απώλεσαν χωρίς τη θέλησή τους. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω οι ενάγοντες ουδέποτε αποβλήθηκαν από τη νομή των αιτουμένων με την αγωγή τους ηλεκτρονικών αρχείων, αλλά αντιθέτως αυτοί έχουν στη νομή τους αυτά μετά την παράνομη αποβολή της εναγομένης εταιρίας από το μίσθιο στην οδό Ακτή Μιαούλη αριθμός ..., όπου βρίσκεται ο διακομιστής, χωρίς η εναγομένη εταιρία να έχει προλάβει να μεταφέρει στο νέο διακομιστή στο νέο μίσθιο στην οδό Ακτή Μιαούλη αριθμός ... τα ηλεκτρονικά αρχεία που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Ο παραδεκτώς προταθείς πρωτοδίκως από τους εναγομένους και ήδη εφεσίβλητους ισχυρισμός περί παραγραφής της αξίωσης των εναγόντων-εκκαλούντων, ο οποίος αποτελεί διακωλυτικό της γένεσης της αξίωσης γεγονός, δεν μπορεί να εξετασθεί από το Δικαστήριο τούτο, μολονότι συνομολογείται από τους ενάγοντες-εκκαλούντες, διότι οι εφεσίβλητοι περιορίζονται μόνο σε επίκληση των στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατατεθεισών προτάσεων, γεγονός που δεν αρκεί, αφού κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ΝΔ 490/1974, για την επαναφορά ισχυρισμών που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η επίκληση με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις, ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν (ΑΠ 1346/2012 Nomos). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, επειδή έκρινε ότι τα ηλεκτρονικά αρχεία που περιέχονται στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις gdg@...gr και sdg@...gr ανήκουν, ενόψει της αποθήκευσης αυτών στο κεντρικό διακομιστή (server) της πρώτης των εναγομένων στη νομή της τελευταίας, από την οποία (νομή) αυτή αποβλήθηκε παράνομα, ενώ τα ηλεκτρονικά αρχεία που αφορούν τις εταιρίες προσωπικών συμφερόντων των εναγόντων, «...» και «...», δεν περιήλθαν στη νομή της εναγομένης εταιρίας, την οποία εκπροσωπεί ο δεύτερος των εναγομένων, επειδή η εν λόγω εταιρία δεν είχε ενδιαφέρον να τα εξουσιάζει και είχε δώσει τη συγκατάθεσή της στους ενάγοντες να τα εξουσιάζουν ως αποκλειστικοί κύριοι αυτοί (ενάγοντες), ενώ έκρινε, μετά την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής, ότι παρέλκει η εξέταση της ένστασης παραγραφής. Συνακόλουθα των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση, κατέληξε στο ίδιο κατά βάση αποτέλεσμα-συμπέρασμα, αλλά με διαφορετική αιτιολογία, η οποία διορθώνεται - συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης και απέρριψε την αγωγή των εκκαλούντων-εναγόντων, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, δεν είναι βάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της, ως ουσία αβάσιμη και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 110 παρ. 1,111 Κώδικα περί Δικηγόρων), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση κατ΄ ουσία.
Καταδικαζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου