Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΣτΕ 2080/2014 & 366/2014 : "κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται κοινοποίηση" - [με σχόλιο Αριστείδη Τσάτσου, Οικονομολόγου – Νομικού, Διδάκτορα Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Χούμπολντ του Βερολίνου]

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε με την υπ αριθμό  2080/2014 απόφαση ότι είναι συνταγματική η κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου. Ποια ερμηνευτική προσέγγιση ακολούθησε; Γιατί αναίρεσε προηγούμενή του απόφαση; Ποιες αξίες συγκρούονται;
 
Αριθμός 2080/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ / ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαΐου 2014, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Δ. Τομαράς, Π. Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του …………… , κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (………..), ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α /Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, δια την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως ζητείται η αναίρεση της υπ’ αρ. 1347/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της υπ’ αρ. 1942/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν την από 19.06.2007 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακύρωσε την υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … , δια της οποίας είχε επιβληθεί κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου κατά του Ι.Κ.Α. εκ συντάξεων, για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο ύψους 565.392,73 ευρώ.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση, κατόπιν της υπ’ αρ. 366/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του ιδίου Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση.
4. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπό κρίση αίτηση και μη παρισταμένου του καθ’ ού, δοθέντος ότι προκύπτει εκ των στοιχείων της δικογραφίας (βλ. το από 17.03.2014 αποδεικτικό επιδόσεως) νομότυπη επίδοση προς αυτόν της υπ’ αρ. 366/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως μετά μνείας της νέας δικασίμου.
5. Επειδή, δια του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικατεστάθησαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,……». Εξ άλλου, κατ’ άρθρον 2 του ιδίου νόμου : «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας,…».
6. Επειδή, το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίον εισάγεται δια της κρινομένης αιτήσεως, κατατεθείσης (02.01.2012) μετά την ισχύν του ν. 3900/2010 (01.01.2011), είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, δια του εισαγωγικού δικογράφου το αναιρεσείον προβάλλει ότι η κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, δεδομένου ότι δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκρίθη ότι η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγουμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βασίμως προβαλλόμενος και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να εξετασθεί ως προς τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως και κατ’ ουσίαν.
7. Επειδή, κατ’ άρθρον 1 του ν.δ/τος 356/1974 περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. – Φ.Ε.Κ. Α΄ 90) : «1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. 2……», ενώ κατ’ άρθρον 2 αυτού : «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ούς έχει ανατεθή η είσπραξις ειδικών εσόδων, ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου………..2. Νόμιμος τίτλος είναι : α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ήν οφείλεται……». Περαιτέρω, κατ’ άρθρον 4 παρ. 1 του ιδίου νομοθετήματος : «Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινος εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται … να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν, … περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ό ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις….». Επίσης, κατ’ άρθρον 7 αυτού : «Από της επομένης ημέρας καθ’ ήν κατά το άρθρον 5 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος τα χρέη προς το Δημόσιον καθίστανται ληξιπρόθεσμα ο Διευθυντής του Ταμείου δικαιούται εις την λήψιν αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών δια το καθυστερούμενον μέρος του χρέους». Εκ δε του άρθρου 10 παρ. 2 και 6 αυτού προκύπτει ότι, επί κατασχέσεως κινητών εις χείρας του οφειλέτου, συντάσσεται έκθεσις κατασχέσεως, αντίγραφο της οποίας, εάν ο οφειλέτης είναι παρών, του παραδίδεται υπό του κατασχόντος, ενώ εάν ο οφειλέτης είναι απών, του επιδίδεται εντός τεσσάρων ημερών από της ημέρας της κατασχέσεως. Εξ άλλου, κατ’ άρθρον 30 του ιδίου ν.δ/τος : «1. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε : α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου. 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον, τα δε παρ` αυτώ ευρισκόμενα κινητά πράγματα παραδώση εις τον εν τω κατασχετηρίω οριζόμενον συμβολαιογράφον ή φύλακα, εφαρμοζομένων περαιτέρω των εν άρθροις 14 -19 και επόμενα του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα…..3. Από της ημέρας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του Δημοσίου τα κατασχεθέντα χρήματα ή πράγματα……4……5……6…..». Τέλος, κατ’ άρθρον 217 παρ. 1 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999 – Φ.Ε.Κ. Α΄ 97) : «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά : α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης». Με τις ανωτέρω διατάξεις οργανώνεται συνεκτικό σύστημα εισπράξεως δημοσίων εσόδων, με σκοπό το μεν να καθίσταται δυνατή και να μη ματαιώνεται η, συνταγματικώς άλλωστε επιβαλλομένη (άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος), είσπραξη των χρεών προς το Δημόσιο, με παράλληλη, όμως, έγκαιρη ενημέρωση του οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος δύναται να ασκεί επικαίρως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που του παρέχει ο νόμος. Στο πλαίσιο αυτό, ο οφειλέτης του Δημοσίου, εις βάρος του οποίου έχει ήδη γίνει η εν ευρεία εννοία βεβαίωση του οφειλομένου ποσού, την οποία μπορεί, κατά κανόνα, να αμφισβητήσει δικαστικώς, με την διεξαγωγή διαγνωστικής δίκης, πληροφορείται, με κοινοποίηση προς αυτόν της ταμειακής βεβαιώσεως του χρέους ή της ατομικής ειδοποιήσεως, την νομιμότητα της οποίας δύναται, βεβαίως, να αμφισβητήσει δικαστικώς, με την διεξαγωγή δίκης περί την εκτέλεση, ότι υπάρχει πλέον εις βάρος του νόμιμος τίτλος (εν στενή εννοία βεβαίωση) και ότι έχει ήδη καταστεί οφειλέτης. Εννοείται ότι, χωρίς την κοινοποίηση αυτή, δεν μπορεί να χωρήσει εγκύρως η περαιτέρω διαδικασία (βλ. ΣτΕ 1566/2012, 4417/2011). Έννομη συνέπεια τούτου είναι το μεν ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ευθέως εκ του νόμου (άρθρο 5 ΚΕΔΕ) πότε το βεβαιωμένο χρέος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο, το δε, ευθέως πάλι εκ του νόμου (άρθρο 7 ΚΕΔΕ), ότι από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, είναι δυνατή η λήψη εις βάρος του αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη του χρέους. Ένα από τα αναγκαστικά αυτά μέτρα είναι, κατά το άρθρο 9 του ΚΕΔΕ, η κατάσχεση κινητών και απαιτήσεων του οφειλέτη του Δημοσίου εις χείρας τρίτου. Η διαδικασία λήψεως του μέτρου αυτού οργανώνεται στα άρθρα 30 και επόμενα του ΚΕΔΕ. Προς τούτο συντάσσεται κατασχετήριο έγγραφο, κοινοποιούμενο στον τρίτο και όχι στον οφειλέτη. Η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός επληροφορείτο την επικειμένη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σ’ αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια, βεβαίως, να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου. Κατά παρόμοιο, άλλωστε, τρόπο οργανώνεται στον ΚΕΔΕ και η διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας του ιδίου του οφειλέτη (άρθρα 10 και επόμενα ΚΕΔΕ), αφού η κατάσχεση αυτή διενεργείται από δικαστικό επιμελητή, δυνάμενο να εισέρχεται και στην οικία του οφειλέτη (άρθρο 11), χωρίς να προηγείται νέα κοινοποίηση σ’ αυτόν για την επικειμένη κατάσχεση, για τον αυτό, προδήλως, λόγο. Βεβαίως, ο οφειλέτης δεν παραμένει ούτε κατά το στάδιο αυτό απροστάτευτος, αφού δύναται να ασκεί κατά των πράξεων της διαδικασίας κατασχέσεως, τις οποίες εκ των υστέρων πληροφορείται, την ανακοπή που προβλέπει το άρθρο 217 του Κ. Δ. Δ. και το άρθρο 73 παρ. 2 του ΚΕΔΕ για την περίπτωση αρξαμένης ήδη εκτελέσεως. Εξ άλλου, με το άρθρο 228 του Κ. Δ. Δ. οργανώνεται σύστημα αποτελεσματικής προσωρινής προστασίας στην κατηγορία αυτή διαφορών, αφού παρέχεται, με τις εκτιθέμενες στο νόμο προϋποθέσεις, η δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως από δικαστήριο των πράξεων της εν λόγω διαδικασίας. Το όλο αυτό σύστημα διατηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην αξίωση του Δημοσίου να μπορεί να εισπράττει τα οφειλόμενα σε αυτό ποσά με αποτελεσματικό τρόπο και στην αξίωση του οφειλέτη για παροχή έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά την κατάσχεση των οφειλομένων εις χείρας τρίτου. Συνεπώς, η μη πρόβλεψη στο νόμο και πρόσθετης υποχρεώσεως για μία τρίτη, ενδιάμεση, κοινοποίηση προς τον οφειλέτη πριν από την ενεργοποίηση του δικαιώματος του Δημοσίου να λάβει εις βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις ούτε, ειδικώτερον, την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού καθιδρύεται, πάντως, στο νόμο πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα έννομης προστασίας του οφειλέτη του Δημοσίου. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την πρόβλεψη, στο άρθρο 30 παράγραφος 3 του ΚΕΔΕ, της υποχρεώσεως του τρίτου να μην αποδίδει, από την ημέρα κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου σ’ αυτόν, τα κατασχεθέντα στον οφειλέτη, διότι η ρύθμιση αυτή συνιστά μία πρόσθετη απλώς εξασφάλιση για το Δημόσιο, που δεν αναιρεί την δυνατότητα του νομοθέτη να εισαγάγει το προπεριγραφέν σύστημα, πολλώ μάλλον αφού η τυχόν κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη πριν από την αντίστοιχη κοινοποίηση στον τρίτο ή τυχόν ακυρότητες της κοινοποιήσεως στον τρίτο θα μπορούσαν να οδηγήσουν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, στην ανάληψη των οφειλομένων, αφού ο τρίτος δεν θα δεσμευόταν, στην περίπτωση αυτή, από υποχρέωση μη αποδόσεως, και στην, κατ’ αυτό τον τρόπο, ματαίωση της ικανοποιήσεως του συνταγματικού σκοπού της εισπράξεως των οφειλομένων στο Δημόσιο ποσών. Αν και κατά την γνώμη του Παρέδρου Δ. Τομαρά, εκ της διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΕΔΕ συνάγεται ότι, εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, αποκλείεται παντελώς η κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου στον οφειλέτη. Ομως η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει τυχαίως και καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου στον οφειλέτη ουδαμώς βλάπτει τα συμφέροντα του Δημοσίου, αφού κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 30 ΚΕΔΕ, από της κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον ο τελευταίος δεν δύναται να αποδώσει προς τον οφειλέτη του Δημοσίου τα κατασχεθέντα.
8. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δια της υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. .. επεβλήθη εις χείρας του Ι.Κ.Α. ως τρίτου και επί της υπ’ αυτού χορηγουμένης στον αναιρεσίβλητο μηνιαίας συντάξεως αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεων τούτου έναντι του αναιρεσιβλήτου, ως τελευταίου διευθύνοντος συμβούλου της ήδη λυθείσης ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμία «…………………», μέχρι του ποσού των 565.392,73 ευρώ, το οποίον είχε βεβαιωθεί εις το όνομα αυτού με αντίστοιχες πράξεις ταμειακής βεβαιώσεως. Το Ι.Κ.Α. δια της υπ’ αρ. 7908/07.09.2006 δηλώσεώς του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών γνωστοποίησε την απόφασή του να προβεί δυνάμει του προαναφερομένου κατασχετηρίου εγγράφου στην παρακράτηση ποσοστού της μηνιαίας συντάξεως λόγω γήρατος του αναιρεσιβλήτου, ανερχομένης εις το ποσό των 17.683,37 ευρώ μέχρι καλύψεως του ποσού της οφειλής. Κατά της πράξεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 19.06.2007 ανακοπή, ως αυτή συνεπληρώθη δια του από 31.07.2008 δικογράφου των προσθέτων λόγων, δια της οποίας ζήτησε την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι εξ αιτίας της μη κοινοποιήσεως εις αυτόν της επιδίκου πράξεως, της οποίας έλαβε γνώση τυχαίως μετά την εκτέλεσή της και συγκεκριμένα τον Μάϊο του έτους 2007, όταν μετέβη στην τράπεζα ………………… , όπου διατηρούσε λογαριασμό συντάξεώς του από το Ι.Κ.Α., προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού, απώλεσε στάδιο δικονομικής προστασίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύον τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εδέχθη ότι η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και εις βάρος οφειλέτου του Δημοσίου πρέπει να κοινοποιείται και στον καθ’ ού η εκτέλεση, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα μέσα που του παρέχει ο νόμος κατά της οικείας πράξεως, επιδιώκων την ακύρωση ή την μεταρρύθμιση αυτής ή να προβεί στην ρύθμιση του χρέους και ότι ενδεχομένη παράλειψη της κοινοποιήσεως αυτής οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως εκτελέσεως, εφ’ όσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός της μη εγκαίρου περιελεύσεως εις γνώση του τού περιεχομένου αυτής και ακύρωσε την ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. Εφεση του Δημοσίου κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως απερρίφθη δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αυτή αιτιολογία. Η κρίση αυτή του δικάσαντος Εφετείου είναι, κατά την ανωτέρω εκτεθείσα κρατήσασα γνώμη, μη νόμιμη και για τον λόγο αυτόν πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση, της οποίας το πραγματικό χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, να παραπεμφθεί ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου για νέα νόμιμη κρίση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση
Αναιρεί την υπ’ αρ. 1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εις το οποίον και παραπέμπει την υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου του ίδιου έτους.
Ο Πρόεδρος του Στ` Τμήματος Η Γραμματέας του Στ` Τμήματος
Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα

=====================================================

Αριθμός 366/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2013 με την εξής σύνθεση: Μ.
Καραμανώφ, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α. Χλαμπέα, Ελ.
Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Σ. Λαμπροπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λ. Ρίκος.
Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ……………………….. του …………………, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (…………………. Ν. Φιλοθέη), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΙΚ, που τον διόρισε στο
ακροατήριο.
 
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείoν Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ.
1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
 
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά.
 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ανέπτυξε και
προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον
πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
 
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
 κ α ι
 
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α /Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
 
 1. Επειδή, δια την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή
παραβόλου.
 
 2. Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως ζητείται η αναίρεση της υπ’ αρ. 1347/2011 αποφάσεως του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά
της υπ’ αρ. 1942/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, δεχθέν την από 19.06.2007 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακύρωσε την υπ’ αρ.
13512/08.08.2006 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε.
Αθηνών, δια της οποίας είχε επιβληθεί κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου
κατά του Ι.Κ.Α. εκ συντάξεων, για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο ύψους 565.392,73 ευρώ.
 
 3. Επειδή, δια του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει
σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικατεστάθησαν οι παράγραφοι 3 και 4
του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται
μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο
εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει
αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή
άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν
επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,……». Εξ άλλου, κατ’
άρθρον 2 του ιδίου νόμου : «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού
νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να
έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά
παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας…».
 
 4. Επειδή, το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίον εισάγεται δια της κρινομένης αιτήσεως,
κατατεθείσης (02.01.2012) μετά την ισχύν του ν. 3900/2010 (01.01.2011), είναι ανώτερο των
40.000 ευρώ. Περαιτέρω, δια του εισαγωγικού δικογράφου το αναιρεσείον προβάλλει ότι η
κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 2 του ν.
3900/2010, δεδομένου ότι δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκρίθη ότι η διάταξη του
άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα
αυτό να έχει κριθεί με προηγουμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός
πρέπει να γίνει δεκτός ως βασίμως προβαλλόμενος και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να
εξετασθεί ως προς τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως και κατ’ ουσίαν.
 
 5. Επειδή, κατ’ άρθρον 30 του ν.δ/τος 356/1974 περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων
(Κ.Ε.Δ.Ε. – Φ.Ε.Κ. Α΄ 90) : «Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων
χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των
οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά
κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε : α) το όνομα,
επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου
επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφή του
Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου. 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος
όπως τα μεν υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός
οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον, τα δε παρ` αυτώ ευρισκόμενα κινητά πράγματα παραδώση
εις τον εν τω κατασχετηρίω οριζόμενον συμβολαιογράφον ή φύλακα, εφαρμοζομένων περαιτέρω
των εν άρθροις 14 -19 και επόμενα του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα…..3……4……5……6…..».
Εκ της προαναφερθείσης διατάξεως συνάγεται ότι, εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας τρίτων
απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του
κατασχετηρίου εγγράφου. Ομως η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του
άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη
λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης
αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της
ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την
ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως (πρβλ. ΣτΕ 2999/2013, 1562/2012).
 
 6. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δια της υπ’ αρ.
13512/08.08.2006 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε.
Αθηνών επεβλήθη εις χείρας του Ι.Κ.Α. ως τρίτου και επί της υπ’ αυτού χορηγουμένης στον
αναιρεσίβλητο μηνιαίας συντάξεως αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου για την
ικανοποίηση απαιτήσεων τούτου έναντι του αναιρεσιβλήτου, ως τελευταίου διευθύνοντος
συμβούλου της ήδη λυθείσης ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμία «…………», μέχρι του ποσού
των 565.392,73 ευρώ, το οποίον είχε βεβαιωθεί εις το όνομα αυτού με αντίστοιχες πράξεις
ταμειακής βεβαιώσεως. Το Ι.Κ.Α. δια της υπ’ αρ. 7908/07.09.2006 δηλώσεώς του ενώπιον της
Ειρηνοδίκου Αθηνών γνωστοποίησε την απόφασή του να προβεί δυνάμει του προαναφερομένου
κατασχετηρίου εγγράφου στην παρακράτηση ποσοστού της μηνιαίας συντάξεως λόγω γήρατος
του αναιρεσιβλήτου, ανερχομένης εις το ποσό των 17.683,37 ευρώ μέχρι καλύψεως του ποσού της
οφειλής. Κατά της πράξεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 19.06.2007 ανακοπή, ως αυτή
συνεπληρώθη δια του από 31.07.2008 δικογράφου των προσθέτων λόγων, δια της οποίας ζήτησε
την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι εξ αιτίας της μη κοινοποιήσεως εις αυτόν της
επιδίκου πράξεως, της οποίας έλαβε γνώση τυχαίως μετά την εκτέλεσή της και συγκεκριμένα τον
Μάϊο του έτους 2007, όταν μετέβη στην τράπεζα …………… Α.Ε., όπου διατηρούσε λογαριασμό
συντάξεώς του από το Ι.Κ.Α., προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού, απώλεσε στάδιο
δικονομικής προστασίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύον τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ.
1 του Κ.Ε.Δ.Ε. υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εδέχθη ότι η έκθεση
αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και εις βάρος οφειλέτου του Δημοσίου πρέπει να
κοινοποιείται και στον καθ’ ού η εκτέλεση, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα
μέσα που του παρέχει ο νόμος κατά της οικείας πράξεως, επιδιώκων την ακύρωση ή την
μεταρρύθμιση αυτής ή να προβεί στην ρύθμιση του χρέους και ότι ενδεχομένη παράλειψη της
κοινοποιήσεως αυτής οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως εκτελέσεως, εφ’ όσον ο οφειλέτης
επικαλεσθεί το γεγονός της μη εγκαίρου περιελεύσεως εις γνώση του τού περιεχομένου αυτής και
ακύρωσε την ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. Εφεση του Δημοσίου κατά της
πρωτοδίκου αποφάσεως απερρίφθη δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αυτή
αιτιολογία. Η κρίση αυτή του δικάσαντος Εφετείου είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη, τα δε περί
του αντιθέτου προβαλλόμενα υπό του αναιρεσείοντος Δημοσίου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
 
 7. Επειδή, εν όψει της σπουδαιότητας του ζητήματος, το Τμήμα υπό την παρούσα πενταμελή
σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 εδαφ. β΄ του π.δ/τος 18/1989 να
παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση προς επίλυση του ανωτέρω ζητήματος, με εισηγητή τον
πάρεδρο Δημήτριο Τομαρά και δικάσιμο την 5η Μαΐου 2014.
 
Δ ι ά  τ α ύ τ α
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήματος.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2013
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος                                                              Ο Γραμματέας  
Μ. Καραμανώφ                                                                                      Λ. Ρίκος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2014.
Ο Πρόεδρος του Στ` Τμήματος                                            Η Γραμματέας του Στ` Τμήματος
Αθ. Ράντος                                                                                          Ελ. Γκίκα
 
=================================================
 
Σχόλιο
του Αριστείδη Τσάτσου
Οικονομολόγου – Νομικού
Διδάκτορα Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Χούμπολντ του Βερολίνου
Μεταδιδακτορικού ερευνητή στη Σχολή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας (2010-2011) και στη Σχολή Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας (2012-2013)
 
«Ζάλευκος, Κατασχέσεις και Αξίες – Γνώριζες ότι Κατάσχεται;»
(Με αφορμή την Απόφαση ΣτΕ 2080/2014)
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) σε Επταμελή Σύνθεση έκρινε με την υπ αριθμό  2080/2014 απόφαση ότι είναι συνταγματική η κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου, μια απόφαση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από νομική, πολιτικοοικονομική και ιστορική άποψη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι δικαστικές αποφάσεις ανωτέρων δικαστηρίων συχνά, πέραν από το αυστηρά νομικό τους μέρος, αποκρυσταλλώνουν αξίες και αρχές, οι οποίες δεν αποτελούν κτήμα μόνο του νομικού πολιτισμού αλλά καθίστανται αντικείμενο έρευνας και άλλων πεδίων όπως των οικονομικών, των σπουδών του φύλου (gender studies), της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας, της ιστορίας κ.ο.κ. Τούτο δε είναι αυτονόητο, διότι απέναντι σε αρχές και αξίες κανένας ερευνητικός κλάδος δεν αξιώνει το μονοπώλιο, πόσο μάλλον ο νομικός.
Η κρίση του ΣτΕ περί της συνταγματικότητας της κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου στηρίζεται ερμηνευτικά στις συνεπείς που θα είχε μια πιθανή κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη. Κατά την ως άνω απόφαση του ΣτΕ δηλαδή  « … η μη κοινοποίηση στον οφειλέτη οφείλεται στον προφανή λόγο ότι, αν αυτός επληροφορείτο την επικειμένη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σ’ αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις ή θα ανελάμβανε τα εις χείρας τρίτου κινητά του, με συνέπεια, βεβαίως, να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου  … ». Αυτή καθ αυτή η ερμηνεία νομικών διατάξεων με κριτήριο τα πιθανά αποτελέσματα τους στη συμπεριφορά των αποδεκτών τους ανήκει μεν στο χώρο της τελεολογικής ερμηνείας των κανόνων δικαίου, αντικατοπτρίζει δε μια περισσότερο οικονομική προσέγγιση στην ερμηνεία του δικαίου. Καθόλου τυχαίο δεν είναι συνεπώς το ότι, συμφώνα με την αιτιολογία της απόφασης, η κοινοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει στη « … ματαίωση της ικανοποιήσεως του συνταγματικού σκοπού της εισπράξεως των οφειλομένων στο Δημόσιο ποσών … ». Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου πάντως αυτή ερμηνευτική μέθοδος έχει χαρακτηριστεί ως μια πολιτικά προσανατολισμένη προσέγγιση (politically oriented approach). Από δογματικής πλευράς θα μπορούσε κάποιος να αναμένει μια τέτοιου είδους ανάλυση στη κρίση περί της αναλογικότητας του μέτρου και όχι μια τοιαύτη τελεολογική διαστολή οικονομικού τύπου.  
Σε ευθεία γραμμή με την οικονομική αυτή προσέγγιση, το ΣτΕ έκρινε περεταίρω ότι η ύπαρξη και μόνο της θεωρητικής δυνατότητας του οφειλέτη να ασκήσει «… την ανακοπής που προβλέπει το άρθρο 217 του Κ. Δ. Δ. και το άρθρο 73 παρ. 2 του ΚΕΔΕ για την περίπτωση αρξαμένης ήδη εκτελέσεως …» μπορεί να δικαιολογήσει τη μη κοινοποίηση της κατάσχεση εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου. Αποτελεί κοινό τόπο, ότι δικαστικοί αγώνες όπως η προσβολή πράξεων της Διοίκησης είναι συνυφασμένοι με οικονομικά βάρη όπως δικαστικά παράβολα και αμοιβή δικηγόρου. Σε αυτά προστίθεται και ο χρόνος αναμονής μέχρι την εκφορά της δικαστικής απόφασης. Στο ύψος των οικονομικών αυτών βαρών προστίθεται δε και το γεγονός ότι ο προσφεύγων φέρει και το ρίσκο του αποτελέσματος της δικαστικής προσβολής της απόφασης της Διοίκησης. Ειδικότερα, το ρίσκο αυτό στις διοικητικές υποθέσεις είναι υψηλότερο για τον διοικούμενο λόγω των στενών προθεσμιών και της ασύμμετρης αντιμετώπισης του διοικούμενου έναντι της Διοίκησης. Πέρα λοιπόν από την αξία των κατασχεθέντων χρημάτων, κινητών ή απαιτήσεων θα πρέπει κάποιος να συνυπολογίσει και όλα τα παραπάνω για να κατανοήσει τη δυσμενή θέση στην οποία περιέρχεται ο διοικούμενος, του οποίου τα χρήματα, κινητά ή η απαίτηση βρίσκονται υπό το καθεστώς της κατάσχεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής. Απλά και σταράτα: Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση η ύπαρξη διαδικασίας, δηλαδή μια αόριστη «δικονομικοποίηση», αρκεί και για το σύννομο της πράξης της Διοίκησης.
Η υπερβολή ξεπερνά το μέτρο, όμως μεγεθύνοντας καταδεικνύει. Γενικεύοντας τη λογική της υπ αριθμό 2080/2014 απόφασης του ΣτΕ θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου θα δίδεται προτεραιότητα στην ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου και η απλή ύπαρξη δικονομικής δυνατότητας έννομης προστασίας και μόνο θα μπορεί να δικαιολογήσει περισσότερους ακόμη περιορισμούς ατομικών ελευθεριών. Ένα τέτοιο παράλληλο σύμπαν θα ήταν κάθε άλλο παρά δημοκρατικό.
Σημειωτέον ότι προηγουμένη απόφαση της Πενταμελούς Σύνθεσης του ΣτΕ θεώρησε ως αντισυνταγματική τη μη κοινοποίηση στον οφειλέτη της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως και δη για λόγο παραβίασης του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης. Μια τέτοια παραβίαση συνίσταται κατά τη προγενέστερη νομολογία του ΣτΕ στο ότι  μη γνώση ή καθυστερημένη γνώση έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί ο οφειλέτης «… να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας … » (ΣτΕ 366/2014).
Συγκρίνοντας τις δυο αντιτιθέμενες αποφάσεις παρατηρούμε ότι η προγενέστερη απόφαση της Πενταμελούς Σύνθεσης του ΣτΕ δίνει προτεραιότητα στην ατομική ελευθέρια/δικαίωμα ακρόασης ενώ η πιο πρόσφατη απόφαση της Επταμελούς Σύνθεσης προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ικανοποίηση των οικονομικών αξιώσεων του Δημόσιου. Πρόκειται δηλαδή για σύγκρουση αντιτιθέμενων αξιών και αρχών.
Στην παρούσα χωροχρονική συγκυρία το βαρύγδουπο νομικό επιχείρημα ότι οι ευθέως αντικρουόμενες αποφάσεις συνιστούν έναν εποικοδομητικό θεσμικό διάλογο για την εξεύρεση της ορθής δικαστικής απόφασης δεν στέκει. Πρόκειται για την ίδια διάταξη νόμου, το ίδιο θεσμικά Δικαστήριο, και το ίδιο ακριβώς ερμηνευτικό ζήτημα. Επίσης 2 μέλη της Επταμελούς Σύνθεσης, δηλαδή της υπ αριθμό 2080/2014 απόφασης, συμμετείχαν και στην Πενταμελή Σύνθεση του ΣτΕ που έκρινε την κοινοποίηση της επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως επιβεβλημένη. Στο σημείο αυτό κάποιος μη νομικός εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν και κατά πόσον μια τέτοια ριζική μεταβολή της κρίσης του Δικαστηρίου θα μπορούσε να εξηγηθεί  από αλλαγές στην πολιτική ισορροπία των δυνάμεων κατά τη συγκρότηση της Επταμελούς Σύνθεσης.
 
Λέγεται ότι παρόμοιες συγκρούσεις αντιτιθέμενων αξιών και αρχών κλήθηκε να ρυθμίσει ο μυθικός Ζάλευκος από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας τον 7ο αιώνα προ Χριστού. Αναφέρεται ότι θεώρησε τέτοιας ηθικής σημασίας την ομοιόμορφη ερμηνεία των νόμων που την θωράκισε με την απειλή της θανατικής ποινής για όσους ήθελαν να εισαγάγουν παρεκκλίσεις. Θρυλείται ότι στη νομοθεσία του Ζαλεύκου οι πρεσβευτές διαφορετικών ερμηνειών του νόμου εμφανίζονταν ενώπιων της Συνέλευσης των Χιλίων με τη θηλιά στο λαιμό. Αν η Συνέλευση των Χιλίων έκρινε την προταθείσα ερμηνεία εσφαλμένη, η θηλιά έκλεινε. Την ίδια μοίρα μπορούσε να έχει ακόμη και ο ανώτατος ερμηνευτής των νόμων, ο άρχοντας «Κοσμόπολις». Το γεγονός ότι η νομοθεσία του Ζαλεύκου ήταν υπέρμετρα αυστηρή ουδόλως μπορεί να αλλάξει την σημασία και το βάρος των αρχών που ο καθένας από εμάς έχει επιλέξει να υπηρετεί. Και σημασία δεν έχει το πόσο ψηλά, άλλα το πού είν’ το κάθε μετερίζι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου