Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

ΠολΠρωτΘεσ 12152/23 : ΔΩΡΕΑ - ΣΥΖΥΓΟΙ - ΑΓΩΓΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΔΩΡΕΑΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ - ΕΝΝΟΙΑ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

 


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 12152/2023

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μάρθα Δήμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευσταθία Ιωάννα Κατσιρούμπα, Πρωτόδικη, Ραφαήλ Σημαιοφορίδη, Πρωτόδικη Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Αναστασία Χαλούλα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8-6-2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Δ. του Δ. και της Ε., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ....., με ΑΦΜ ....., και εκπροσωπούμενου νομίμως από την προσωρινή δικαστική συμπαραστάτριά του Α. Τ. του Δ. που διορίσθηκε με την από 13-9-2021 προσωρινή διαταγή της Προέδρου Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης, προκατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του ΒΟΑ (AM ΔΣΘ ...) δυνάμει της από 3-1-2022 εξουσιοδότησης της ως άνω προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας σε συνδυασμό με την από 10-2-2021 εξουσιοδότηση του ενάγοντος και προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013 (Βλ. το υπ αριθ. ..../13-2-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ·: Μ.  του Γ. και της Γ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός ......, με ΑΦΜ ...., η οποία δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης, προκατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της ΘΖ (AM ΔΣΘ ...) δυνάμει της από 9-2-2021 εξουσιοδότησης και προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013 (βλ. το υπ αριθ. ..../10-2-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).

Ο καλών-ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 1-6-2020 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ....../16-6-2020, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 8601/2021 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη προσκομιδής του ενημερωτικού εγγράφου για τη δυνατότητα προσφυγής σε διαμεσολαβητική διευθέτηση της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019. Ήδη ο καλών-ενάγων παραδεκτά επαναφέρει προς συζήτηση την ανωτέρω αγωγή του με την από 27-9-2021 κλήση του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ...../28-9-2021 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης δυνάμει της από 23-5-2022 πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ


Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του, και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διαθρέψει το δωρητή. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ως αχαριστία, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, η οποία αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και Ε., προσβάλλει άμεσα αγαθά του δωρητή, οφείλεται δε σε υπαιτιότητά του και μπορεί να καταλογιστεί σε αυτόν (ΑΠ 422/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικά για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη και διατροφή ή από εκδηλώσεις αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη, λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει, εξαιτίας ασθένειας ή γήρατος, καθώς και η προσβλητική συμπεριφορά και περιφρονητική διαγωγή του δωρεοδόχου, όπως η καταφρόνηση του δωρητή με λόγο και έργο. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος, από αντικειμενική άποψη, είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς, η αξία του αντικειμένου της, ο τρόπος ενέργειας, ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή (ΑΠ 109/2010, ΑΠ 1361/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δεν αρκεί για την ανάκληση της δωρεάς μόνη η διαπίστωση αχαριστίας του δωρεοδόχου, δηλαδή, η διαπίστωση της έλλειψης σε αυτόν συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή, αλλά για να υπάρχει λόγος ανάκλησης πρέπει ο δωρεοδόχος να εξέλθει από την παθητική ψυχική κατάσταση της αγνωμοσύνης και να προβεί σε ένοχη ενέργεια απέναντι στο δωρητή, και μάλιστα, σε βαρύ παράπτωμα απέναντι σε αυτόν, το σύζυγό του ή στενό συγγενή του (Βλ. Φραγκίστα ΕρμΑΚ, αριθ. 505, 2Α). Βαριά δε παραπτώματα εκδήλωσης αχαριστίας (ενδεικτικά αναφερόμενα από τη νομολογία και την επιστήμη) συνιστούν η απόπειρα θανάτωσης, ο τραυματισμός ή άδικη επίθεση, η απάτη, η κλοπή, η συκοφαντική δυσφήμιση, η ψευδής καταμήνυση, ακόμη δε και η εξύβριση, εφόσον τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά του δωρητή ή του συζύγου του ή των στενών συγγενών του (Φραγκίστας, ΕρμΑΚ 505, 12 Δ, Καυκάς, Ενοχ.Δ. έκδ. Δ' σελ. 36). Ενίοτε δε το βαρύ παράπτωμα προκύπτει από το συνδυασμό πολλών πράξεων ή παραλείψεων του δωρεοδόχου, που μεμονωμένα λαμβανόμενες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν βαρύ παράπτωμα. Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον Δικαστή, που αποφαίνεται, αν η υπ! αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του Βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία (ΑΠ 656/2011, ΑΠ 1523/2010, ΑΠ 1248/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Καράκωστας I. σε Γεωργιάδη Απ. Σταθόπουλο Μ., Αστικός Κώδιξ ΣΠ, Ειδικό Ενοχικό, άρθρ. 505, σελ. 18 επ.). Όταν συντρέχει περίπτωση αχαριστίας του δωρεοδόχου με βαρύ παράπτωμα, που στρέφεται εναντίον του ίδιου του δωρητή, δικαιούται ο τελευταίος να ανακαλέσει τη δωρεά (ΕφΑΘ 3386/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 509 παρ. 1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς τον δωρεοδόχο, ακόμη και όταν το αντικείμενο της δωρεάς είναι ακίνητο (ΑΠ 1758/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ευδοκίμηση της αγωγής για ανάκληση της δωρεάς πρέπει, αφενός μεν ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου 6ε να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και, αν ο λόγος αυτός αφορά στην επιδειχθείσα από τον δωρεοδόχο αχαριστία να αποδείξει το απέναντι αυτού βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 655/2014, ΑΠ 1025/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δήλωση ανάκλησης, που συνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του δωρητή, επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της από την περιέλευσή της στον δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση ότι ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση (ΕφΔυτΜακεδον 13/2012, ΕφΘεσ 1490/2011, ΕφΙωαν 307/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, από την περιέλευσή στον δωρεοδόχο της δήλωσης του δωρητή για ανάκληση της δωρεάς δεν μεταβάλλεται η εμπράγματη κατάσταση, που υπάρχει στο αντικείμενο της δωρεάς, δηλαδή, ο δωρητής δεν αποκτά την κυριότητά του, αλλά ανατρέπονται αυτοδικαίως τα έννομα αποτελέσματα της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς για το μέλλον και ο δωρητής δικαιούται να αναζητήσει το αντικείμενο αυτής, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και ειδικότερα λόγω λήξης της αιτίας, για την οποία δόθηκε το πράγμα. Η αγωγή αυτή είναι προσωπική, ενοχική και όχι εμπράγματη και στηρίζεται στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του μετά την ανάκληση της δωρεάς, χωρίς αιτία κατεχομένου εκ μέρους του πράγματος. Έτσι, αν το αντικείμενο της δωρεάς είναι ακίνητο και μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας, μετά τη νόμιμη ανάκλησης της δωρεάς, που αποτελεί προδικαστικό ζήτημα στη σχετική δίκη, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, επιτυγχάνεται με την καταδίκη του τελευταίου σε δήλωση βούλησης, κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ και τη μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου για αποδοχή της απόφασης αυτής, κατά τα άρθρα 1192 αριθ. 4 και 1198 ΑΚ (ΑΠ 655/2014, ΑΠ 2054/2014, ΕφΠειρ 544/2015, ΕφΔωδ 184/2013, ΕφΛαρ 232/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6002/2009, ΕλλΔνη 2010, 922, ΕφΑΘ 298/2008, ΕλλΔνη 2008, 847, ΕφΑΘ 7893/2006, ΕλλΔνη 2007, 549). Εξάλλου, ο ενάγων δωρητής, κατά την άσκηση της αξίωσης προς απόδοση του δωρηθέντος, σε περίπτωση ανάκλησης της δωρεάς, οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του τη σύμβαση σύστασης της δωρεάς, την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρέωσής του με την παράδοση του δωρηθέντος πράγματος στον εναγόμενο, ο οποίος κατέστη κατά τούτο αδικαιολογήτως πλουσιότερος, τη δήλωση ανάκλησης της δωρεάς και την αιτία της ανάκλησης, καθώς και αίτημα απόδοσης σε αυτόν του δωρηθέντος, συνεπεία της ανάκλησης της δωρεάς (άρθρα 505, 509, 904 και 908 ΑΚ). Στο δικόγραφο της αγωγής μπορεί ο δωρητής, να σωρεύσει· α) αίτημα για την αναγνώριση της συνδρομής νόμιμου λόγου της ανάκλησης της δωρεάς, εφόσον αμφισβητείται η συνδρομή λόγου ανάκλησης, Β) αίτημα απόδοσης του δωρηθέντος, με Βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και γ) σε περίπτωση άρνησης του δωρεοδόχου, να υποχρεωθεί αυτός σε καταδίκη σε δήλωση βούλησης, για την αναμεταβίβαση (ΑΠ 545/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν ο δωρεοδόχος αμφισβητήσει την ύπαρξη των περιστατικών του δωρητή, που συνθέτουν τον λόγο ανάκλησης ή ακόμη και ότι αυτά στηρίξουν τον σχετικό λόγο ανάκλησης, το ζήτημα πρέπει να αχθεί στο Δικαστήριο προς λύση με άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, είτε από το δωρητή, ο οποίος βαρύνεται με την απόδειξη των θεμελιωτικών του λόγου ανάκλησης περιστατικών, είτε του δωρεοδόχου, που βαρύνεται με την απόδειξη της έλλειψης υπαιτιότητας ή των περιστατικών, που καταλύουν το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς και με αίτημα να διαπιστωθεί, αν συντρέχει ο προβαλλόμενος λόγος ανάκλησης (Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 1992, σελ. 59-60). Τέλος, η αγωγή περί καταδίκης σε δήλωση βούλησης (άρθρο 949 ΚΠολΔ) είναι ενοχικής φύσης και ως ενοχική δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, κατά το άρθρο 220 ΚΠολΔ, εκτός αν ασκείται παράλληλα και η εμπράγματη αξίωση για απόδοση του πράγματος (ΕφΑΘ 2615/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ, επιπλέον, είναι καταψηφιστική και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (ΕφΠειρ 525/2013, δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1487/2003, Αρμ 2004, 1312, Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, έκδ. 1989, σελ. 184'185).


Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρ. 7 §§ 1, 2, 3 και 4 του ΝΑ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4180/1961, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 § 1, 175 και 272 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, ο υπόχρεος σε προκαταβολή τελών και εξόδων (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το δικαστικό ένσημο), λογίζεται ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή κατ' ουσίαν λόγω πλασματικής ερημοδικίας, χωρίς να επέρχεται το απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησης (ΑΠ 1572/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1337/2011 ΝοΒ 2012.668, ΑΠ 936/2011 ΝοΒ 2012.126, ΑΠ 382/2011 ΕλλΔνη 2011.1009). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά την 1-1-2016, το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς η νέα αυτή ειδικότερη διάταξη να αφήνει περιθώριο συμπλήρωσης της παράλειψης προσκομιδής του με το άρθρο 227 ΚΠολΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α’ 190/30.11.2019) ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α' 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α' 240), αντικαθίσταται ως εξής : «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται, και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.»

Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος ηθικός λόγος ή λόγοι, δώρισε στην εναγόμενη σύζυγό του α) με το υπ’ αριθ. .../2010 συμβόλαιο δωρεάς ψιλής κυριότητας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Χ. τις περιγραφόμενες στην αγωγή ιδιοκτησίες επί της οδού ....., στη Θεσσαλονίκης και β) άτυπα το χρηματικό ποσό των 1.491.101,39 €, με το οποίο η ενάγουσα απέκτησε την ψιλή ή την πλήρη κυριότητα αντίστοιχα των περιγραφόμενων ακινήτων, δυνάμει των υπ αριθ. ..../2014 και ..../2016 συμβολαίων αγοραπωλησίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και του υπ’ αριθ. .../2014 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Μυκόνου Κ., τα οποία υπέκρυπταν δωρεά. Ότι η εναγόμενη δωρεοδόχος φάνηκε αχάριστη απέναντι στον ίδιο και σε οικείους του, με βαριά παραπτώματα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, γεγονός που οδήγησε τον ενάγοντα στην ανάκληση των ανωτέρω δωρεών με την υπό κρίση αγωγή. Για τους λόγους αυτούς, ο ενάγων, όπως παραδεκτά με τις προτάσεις του περιόρισε το επικουρικό καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση της αγωγής, α) να αναγνωρισθεί ότι η επίδικη δωρεά έχει ανακληθεί λόγω αχαριστίας της εναγομένης, η οποία λόγω της ανάκλησης έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, β) να καταδικασθεί η εναγομένη σε δήλωση βούλησης προκειμένου να μεταβιβάσει σ’ αυτόν τα δωρηθέντα ακίνητα, παραδίδοντάς του και την νομή και κατοχή τους, άλλως σε περίπτωση που αυτά δεν ανευρεθούν στην περιουσία της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει τις πραγματικές αξίες των ακινήτων που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή. Τέλος, ο ενάγων ζητεί να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρο 215, 226, 233, 237 επ. ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το Ν.4335/2015), ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής προσκομίζεται και το από 22-5-2020 ενημερωτικό έγγραφο για την δυνατότητα προσφυγής σε διαμεσολαβητική διευθέτηση της διαφοράς (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019). Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 496, 498, 505, 509, 510, 511, 512, 904, 908 ΑΚ, 70, 949 και 176 ΚΠολΔ. Σύμφωνα, όμως, με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, από 1-12-2019, τόσο οι καταψηφιστικές όσο και οι αναγνωριστικές αγωγές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Στην επίδικη περίπτωση, όσον αφορά το αίτημα περί καταδίκης της εναγομένης σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης των δωρηθέντων ακινήτων, καθώς και το επικουρικό αίτημα για την απόδοση της εμπορικής τους αξίας, εφόσον τα ακίνητα δεν ανευρεθούν στην περιουσία της εναγομένης, ανεξάρτητα από την τροπή του τελευταίου από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθώς η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16-62020 (βλ. τη σχετική έκθεση κατάθεσης δικογράφου). Ωστόσο, ο ενάγων δεν επικαλείται ούτε προσκόμισε μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 237 § 1 εδ. γ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται για τις κατατεθειμένες μετά την 1-1-2016 αγωγές (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 1 Ν. 4335/2015), όπως η επίδικη, τα οικεία παραστατικά, από τα οποία να προκύπτει η καταβολή του απαιτούμενου τέλους δικαστικού ενσήμου. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, να απορριφθεί ως προς τα κεφάλαια αυτά ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω μη καταβολής του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, ενώ ως προς τα λοιπά αιτήματα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11β’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η επίκληση στην κατ' έφεση δίκη εγγράφου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με φωτοτυπική ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ ΑΠ 23/2008, Ολ ΑΠ 14/2005, Ολ ΑΠ 9/2000). Δεν πρόκειται όμως για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο συνολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του αντιστοίχου διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη. Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου των εγγράφων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ' έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη (ΑΠ 812/2021, 846,2021, 149/2020, 1401/2019, 258/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η εναγόμενη, με την προσθήκη των προτάσεων της, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων, με τις από 7-1-2022 προτάσεις του, προσκομίζει και επικαλείται τα εκεί αναφερόμενα συγκεκριμένα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο των προτάσεων και της προσθήκης του που είχαν κατατεθεί ενόψει της κηρυχθείσας απαράδεκτης συζήτησης, τις οποίες (προτάσεις και προσθήκη) επικαλείται και επαναφέρει μαζί με τα 103 τότε προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα. Σύμφωνα με την εναγομένη, δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη οι προτάσεις και τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν κατά την προηγούμενη (απαράδεκτη) συζήτηση, εφόσον η παρούσα συζήτηση αποτελεί νέα και όχι συνέχεια της προηγούμενης, όπως στην περίπτωση του άρθρου 254 ΚΠολΔ, με συνέπεια ο ενάγων να μην έχει λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, οπότε η αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατ άρθρο 272 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ως προς το τελικό συμπέρασμά του ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθώς ο ενάγων, εκπροσωπούμενος νομίμως από την προσωρινή δικαστική του συμπαραστάτρια, έχει καταθέσει νομότυπα και εμπρόθεσμα νέες προτάσεις ενόψει της παρούσας συζήτησης, στην οποία έλαβε κανονικά μέρος. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, από την επισκόπηση των προτάσεων του ενάγοντος, σε συνδυασμό με όσα ανωτέρω ισχυρίζεται η εναγόμενη, προκύπτει ότι τα 103 προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα κατά την αρχική συζήτηση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον στις από 7-1-2022 προτάσεις του ενάγοντος δεν γίνεται επίκλησή τους κατά τρόπο άμεσο, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα ενός εκάστου, αλλά μόνο με γενική παραπομπή στις προσκομισθείσες ως σχετικό (με αρ. ΣΤ) από 21-2-2021 προτάσεις. Ομοίως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί του ενάγοντος που προβλήθηκαν με την από 2-3-2021 προσθήκη του προς αντίκρουση ισχυρισμών της εναγομένης, εφόσον δεν εμπεριέχονται στις παρούσες (νέες) προτάσεις του. Αντίθετα, μπορούν να ληφθούν κανονικά υπόψη τα με αρ. σχετ. A έως και ΙΣΤ προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία επικαλείται ο ενάγων με τις από 7-1-2022 προτάσεις και την από 20-1-2022 προσθήκη του.

Από την εκτίμηση των υπ' αριθ. .., ..., ..., ... και .../1-3-2021 ενόρκων βεβαιώσεων των Γ., Δ., Σ., Ι. και Ε. αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κ. Κ. που λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εναγομένης μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση του ενάγοντος (βλ. την υπ' αριθ. ..../23-2-2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης δικαστικού επιμελητή Α. Κ.), των ομολογιών των διαδίκων, καθώς και όσων εγγράφων (σύμφωνα με τα προαναφερθέντα) προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, εκτός από την από 18-10-2019 ιδιωτική τηλεφωνική συνομιλία των διαδίκων, καταχωρημένη σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης (usb) και απομαγνητοφωνημένη σε έγγραφο κείμενο, η οποία δεν συνιστά νόμιμο αποδεικτικό μέσο, καθώς δεν λήφθηκε με τη ρητή συναίνεση του ενάγοντος ούτε για οποιαδήποτε χρήση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά· Οι διάδικοι είχαν μεταξύ τους ερωτικό δεσμό από το 1994, ενώ στις 28-10-2000 σύναψαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Ο γάμος τους ήταν ο δεύτερος για αμφότερους, ενώ είχαν ήδη τέκνα από τους πρώτους τους γάμους, ο ενάγων δύο ήδη ενήλικα και η εναγομένη ένα ανήλικο. Από την αρχή της έγγαμης συμβίωσής τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του ενάγοντος, επί της οδού ....., στη Θεσσαλονίκη. Ο ενάγων ήταν ήδη, πριν από τον γάμο τους, ιδρυτής και βασικός μέτοχος της εταιρίας «..... ΑΕ», που δραστηριοποιείτο με μεγάλη επιτυχία στο χώρο των κατασκευών και πώλησης ακινήτων στη Θεσσαλονίκη. Δεδομένης της μεγάλης οικονομικής του επιφάνειας, σε αντίθεση με τη σύζυγό του, που έως τότε εργαζόταν ως υπάλληλος κοσμηματοπωλείου, ο ενάγων φρόντιζε πάντα για την οικονομική εξασφάλιση της εναγόμενης με διάφορους τρόπους, όπως την τυπική πρόσληψή της ως υπάλληλο στην εταιρία του και την καταβολή σ’ αυτή μηνιαίου μισθού, τη δωρεά ή αγορά ακινήτων στο όνομά της και την κάλυψη όλων των εξόδων της πολυτελούς διαβίωσής τους. Στα πλαίσια αυτά, με το υπ’ αριθ. .../15-10-2010 συμβόλαιο σύστασης και δωρεάς ψιλής κυριότητας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Χ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (τόμος .., αριθμός ..), ο ενάγων δώρισε στην εναγομένη την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας ο ίδιος την ισόβια επικαρπία, από τις εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε πολυώροφη οικοδομή επί της οδού .....· α) μία αυτοτελή και διηρημένη κατοικία-μεζονέτα, με ΚΑΕΚ ........., αποτελούμενη από ένα διαμέρισμα του 6ου ορόφου, μικτού εμβαδού 137,80 τ.μ., και από ένα διαμέρισμα του 7ου ορόφου, μικτού εμβαδού 80,60 τ.μ., στην οποία κατοικία αναλογεί ποσοστό 250 χιλιοστών εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, με παρακολούθημα μία θέση στάθμευσης 12 τ.μ., έμπροσθεν της οικοδομής, β) τον υπ αριθ. 4 αυτοτελή και διηρημένο χώρο στάθμευσης στο ισόγειο της οικοδομής, με ΚΑΕΚ ....., εμβαδού 25,75 τ.μ., στον οποίο αναλογεί ποσοστό 60 χιλιοστών εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, γ) τον υπ’ αριθ. 5 αυτοτελή και διηρημένο χώρο στάθμευσης στο ισόγειο της οικοδομής, με ΚΑΕΚ ...., εμβαδού 23,60 τ.μ., στον οποίο αναλογεί ποσοστό 30 χιλιοστών εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και τους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής και δ) το δικαίωμα της καθ’ ύψος επέκτασης της οικοδομής, με ΚΑΕΚ ......, για τον οποίο παρακρατήθηκε ποσοστό 80 χιλιοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου. Επίσης, με το υπ αριθ. .../24-10-2005 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Χ., που μετά γράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας (τόμος .., αριθμός ....), ο ενάγων αγόρασε κατ’ ισόβια επικαρπία και η εναγομένη κατά ψιλή κυριότητα από την εταιρία του ενάγοντας μια κατοικία-μεζονέτα, που βρίσκεται στο οικοδομικό συγκρότημα με το όνομα «....», στο …Χαλκιδικής, εντός οικοπέδου εμβαδού 9.847,31 τ.μ.. Ειδικότερα πρόκειται για μια κατοικία, αποτελούμενη από ισόγειο όροφο, καθαρού εμβαδού 56 τ.μ., 1° όροφο, καθαρού εμβαβού 40,17 τ.μ. και πατάρι πάνω από τον 1° όροφο, εμβαδού 53,25 τ.μ., στην οποία ανήκει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης οικοπεδικού τμήματος, γύρωθεν αυτής, εμβαδού 363,61 τ.μ. και 6ύο θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων, εμβαδού 12 τ.μ. έκαστη. Το ακίνητο αυτό πωλήθηκε στη συνέχεια με το υπ’ αριθ. ........./25-6-2014 συμβόλαιο αγοραπωλησία του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σ.. Ακολούθως, με το υπ’ αριθ. ..../22-7-2014 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Χ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας (τόμος .., αριθμός ..), ο ενάγων αγόρασε κατ’ ισόβια επικαρπία και η εναγομένη κατά ψιλή κυριότητα από την εταιρία «..... ΑΕ» μια κατοικία-μεζονέτα, που βρίσκεται στο οικοδομικό συγκρότημα με το όνομα «....», στο …. Χαλκιδικής, εντός οικοπέδου εμβαδού 4.072,92 τ.μ.. Ειδικότερα, πρόκειται για μια διώροφη κατοικία, αποτελούμενη από υπόγειο, καθαρού εμβαδού 37,76 τ.μ., με καθ’ υπέρβαση επιπλέον 61,94 τ.μ. που τακτοποιήθηκαν, ισόγειο όροφο, καθαρού εμβαδού 37,76 τ.μ., με καθ’ υπέρβαση επιπλέον 28,49 τ.μ. που τακτοποιήθηκαν, και 1° όροφο, καθαρού εμβαδού 37,76 τ.μ. με καθ’ υπέρβαση επιπλέον 10,27 τ.μ. που τακτοποιήθηκαν. Στην ίδια κατοικία ανήκει ως παρακολούθημα μια αποθήκη στο ισόγειο της οικοδομής, εμβαδού 4,13 τ.μ., καθώς και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης οικοπεδικού τμήματος, μπροστά και πίσω από αυτήν, εμβαδού 1.095,91 τ.μ., ενώ της αναλογεί ποσοστό 200 χιλιοστών εξ αδιαιρέτου στα κοινόχρηστα μέρη του οικοπέδου. Το δηλωθέν τίμημα ήταν 250.000 €, ενώ η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανερχόταν σε 247.946,30 €. Περαιτέρω, με το υπ’ αριθ. .../3-12-2014 συμβόλαιο αγορά της συμβολαιογράφου Μυκόνου Κ. Χ., το οποίο καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Μυκόνου με αριθμό ..../27-7-2017, αγοράστηκαν από τον Ι. Ρ. στο όνομα της εναγόμενης δύο οριζόντιες επί καθέτου ιδιοκτησίες που βρίσκονται επί οικοπέδου 1.090,22 τ.μ., στη θέση Ρώχαρη Μυκόνου. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεζονέτα, αποτελούμενη α) από μία οριζόντια ιδιοκτησία με χαρακτηριστικό Α3Α του ισογείου του κτιρίου A3, με ΚΑΕΚ ......., εμβαδού 60,80 τ.μ., που επικοινωνεί με υπόγειο χώρο εμβαδού 55,80 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 104,40 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, και β) από μία οριζόντια ιδιοκτησία με χαρακτηριστικό Α3Β του 1ου ορόφου του κτιρίου A3, με ΚΑΕΚ ....., εμβαδού 43 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 73,90 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Η αντικειμενική αξία των ως άνω ακινήτων ανερχόταν σε 274.589,98 € και 144.499,56 €, ενώ το δηλωθέν τίμημα σε 140.000 € και 100.000 € αντίστοιχα. Προκειμένου να καλυφθούν φορολογικά οι ανωτέρω αγοραπωλησίες και να μην τίθεται ζήτημα «πόθεν έσχες» ή καταβολής φόρου άτυπης δωρεάς, καθώς ο ενάγων είχε ήδη προβεί σε σημαντικές δωρεές προς την εναγομένη, προκρίθηκε ως λύση για την καταβολή του τιμήματος η δανειοδότηση της εναγομένης από την εταιρία «..... ΑΕ» με το ποσό των 200.000 €. Τέλος, σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. ..../23-102015 προσυμφώνου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Χ., με το υπ αριθ. ..../14-4-2016 συμβόλαιο αγοράς της ίδιας συμβολαιογράφου που καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης, η εναγόμενη αγόρασε από τον Δ. Τ., υιό του ενάγοντας από τον πρώτο του γάμο, ένα ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται σε οικοδομή στη συμβολή των οδών ...., στη Θεσσαλονίκη, καθαρού εμβαδού 94,07 τ.μ., μαζί με πατάρι στον ιμιιώροφο της οικοδομής, εμβαδού 55,07 τ.μ., με ΚΑΕΚ ...... Το δηλωθέν τίμημα ήταν 375.000 €, ενώ η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανερχόταν σε 533.506,34 €. Συνολικά, δηλαδή, η ενάγουσα φέρεται να αγόρασε η ίδια, μέσα σε χρονικό διάστημα 15 μηνών, τρία ακίνητα, των οποίων μόνο η αντικειμενική αξία υπερέΒαινε το 1.000.000 €. Ως προς τις ανωτέρω αγοραπωλησίες, η εναγομένη συνομολογεί ότι αυτές υπέκρυπταν δωρεές προς την ίδια, εκτός από το ακίνητο της Μυκόνου, για το οποίο ισχυρίζεται ότι το αγόρασε με χρήματα και για λογαριασμό της αδελφής της, Ε. Σ., ενεργώντας ως έμμεση αντιπρόσωπός της, στην οποία πάντοτε ανήκε η νομή του. Ωστόσο, ο σχετικός ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται από κανένα εκ των εγγράφων που προσκομίζει η εναγομένη. Ειδικότερα, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η Ε. είχε την οικονομική δυνατότητα να προβεί σε μια τόσο μεγάλης αξίας αγορά ούτε και ότι είχε λόγο να το πράξει μέσω παρένθετου προσώπου, επειδή δήθεν φοβόταν εμπλοκή της ως εγγυήτρια για οφειλές του πρώην συζύγου της. Στην ίδια κρίση κατέληξαν τόσο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ αριθ. 1840/2021 βούλευμά του, κατόπιν έγκλησης της εναγομένης σε βάρος της Α. Τ., κόρης του ενάγοντος, όσο και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την με αριθμό 4108/2021 απόφασή του (προσκομιζόμενη από την εναγομένη) επί της με αρ. κατ. ....../2020 αγωγής της εδώ εναγόμενης για την αναγνώριση της εικονικότητας του προαναφερθέντος δανείου των 200.000 € από την εταιρία του ενάγοντος προς την ίδια. Αντιθέτως, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι το επίμαχο δάνειο πράγματι συνάφθηκε εικονικά, με σκοπό, όπως προεκτέθηκε, να μην προκόψουν φορολογικά προβλήματα με την αγορά των εν λόγω ακινήτων. Συνεπώς και η αγορά του ακινήτου της Μυκόνου υπέκρυπτε δωρεά του ενάγοντος προς την εναγόμενη σύζυγό του, με σκοπό την οικονομική της εξασφάλιση. Η κρίση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί ούτε από την με αριθμό 10912/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί αγωγής της Ε. Σ., με την οποία η εδώ εναγόμενη καταδικάσθηκε να μεταβιβάσει στην αδελφή της το ακίνητο της Μυκόνου, βάσει υφιστάμενης μεταξύ τους σύμβασης εντολής. Τούτο διότι η εναγόμενη αποδέχθηκε το περιεχόμενο εκείνης της αγωγής, μη αφήνοντας στο αρμόδιο δικαστήριο περιθώρια ελέγχου της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής.

Οι σχέσεις των δύο συζύγων ήταν αρμονικές μέχρι και το έτος 2018, οπότε η σταδιακά αυξανόμενη μεταξύ τους ένταση οδήγησε σε οριστική ρήξη και διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Στις 20-8-2019, η εναγομένη επέστρεψε στην οικία τους, μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της, μετά από θερινές διακοπές στην εξοχική κατοικία της Μυκόνου. Το ίδιο διάστημα, ο ενάγων βρισκόταν μόνος του στη Θεσσαλονίκη. Με την επιστροφή, όμως, της εναγομένης, αποφάσισε ότι η συγκατοίκησή τους δεν μπορούσε πλέον να συνεχιστεί και για τον λόγο αυτόν κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μετοίκησης της εναγομένης, με αίτημα προσωρινής διαταγής, το οποίο συζητήθηκε στις 28-8-2019, έγινε δεκτό και εκτελέστηκε αυθημερόν. Έκτοτε, ξεκίνησε σφοδρή αντιδικία μεταξύ όχι μόνο των δύο συζύγων, αλλά και της Α. Τ. και της εταιρίας «..... ΑΕ», με εκατέρωθεν άσκηση αγωγών και μηνύσεων. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη επέδειξε αχαριστία απέναντι στον ίδιο, αλλά και στα τέκνα του από τον πρώτο του γάμο, Α. και Δ. Τ., οδηγώντας τον στην απόφαση να ανακαλέσει, με την υπό κρίση αγωγή του, τις προαναφερόμενες δωρεές προς την εν διαστάσει σύζυγό του. Ειδικότερα, ο ενάγων υποστηρίζει ότι τον Ιανουάριο 2019 η εναγόμενη μετέφερε από κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό σε ατομικό της το ποσό των 102.000 €, χωρίς τη δική του έγκριση, όταν δε ο ίδιος το διαπίστωσε, η εναγομένη τον κλείδωσε έξω από την οικία τους, ενώ δημιουργούνταν συνεχώς εντάσεις μεταξύ τους εξαιτίας των συνεχιζόμενων αλόγιστων εξόδων της. Επίσης, αναφέρει ότι για μεγάλο διάστημα του θέρους του 2019, η εναγομένη τον άφησε μόνο του στη Θεσσαλονίκη, αν και ο ίδιος χρειαζόταν φροντίδα, καθώς και λόγω ηλικίας αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας, ενώ από τα μέσα του 2018 είχε διαγνωστεί με τη νόσο Alzheimer, γεγονός που είχε παραμείνει κρυφό από τον υπόλοιπο οικογενειακό περίγυρο. Ακολούθως, ότι κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής για το θέμα της μετοίκησης, η εναγομένη του συ μ περιφέρθηκε άσχημα με αποκορύφωμα να τον φτύσει ενώπιον του δικάζοντος δικαστή. Ακόμη, σύμφωνα με τον ενάγοντα, κατά τη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων προέβαλε ισχυρισμούς και προσκόμισε αποδεικτικά μέσα προς επίρρωσή τους, με τα οποία τον εμφάνιζε περίπου ως τρελό και με έντονη ερωτική διάθεση για άλλες γυναίκες, ενώ και στα πλαίσια δικών που ακολούθησαν, του απέδιδε χαρακτηρισμούς, όπως αγράμματος, αμόρφωτος, ακοινώνητος κλπ, μέσω δικογράφων, εγγράφων και ενόρκων βεβαιώσεων. Περαιτέρω, ο ενάγων καταλογίζει στην εναγομένη ότι κατηγορούσε την κόρη του Α. για τη διάσπαση της συμβίωσή τους και ότι έχει ασκήσει σε βάρος της μηνύσεις και αγωγές με συκοφαντικό περιεχόμενο. Τέλος, όσον αφορά τον Δ. Τ., ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εναγομένη τον εξύβριζε καθημερινά, κατηγορώντας τον για ζήλια προς τον ενάγοντα, στην προσπάθειά της να υπονομεύσει τις σχέσεις πατέρα και γιου. Η εναγομένη από την πλευρά της αρνείται τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα περιστατικά και επιπλέον υποστηρίζει ότι ο ενάγων είχε ήδη παραιτηθεί σιωπηρώς από το δικαίωμα ανάκλησης των επίδικων δωρεών, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν ανακαλούνται, επειδή έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Οι ισχυρισμοί αυτοί, ερειδόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 511 και 512 ΑΚ αντίστοιχα, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι ο ενάγων προέβη κατά το διάστημα πριν την άσκηση της παρούσας αγωγής σε άλλες δικαστικές ενέργειες σε βάρος της ενάγουσας (εγγραφή υποθήκης στα επίδικα ακίνητα, αγωγή διαζυγίου κλπ), ουδόλως μπορεί να συναχθεί βούληση παραίτησης του δωρητή από το δικαίωμα ανάκλησης. Άλλωστε, τα φερόμενα περιστατικά αχαριστίας, βάσει του χρόνου τέλεσής τους, ήτοι τόσο πριν όσο και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, είχαν εξακολουθητικό χαρακτήρα, ώστε να λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, με συνέπεια και χρονικά να μην είναι δυνατό να προσδιορισθεί η διαμόρφωση Βούλησης παραίτησης. Όσον αφορά τον χαρακτήρα των επίδικων δωρεών, δεν αποδείχθηκε ότι αυτές έγιναν προς την εναγομένη σε ανταπόδοση υπηρεσιών που προσέφερε χωρίς αμοιβή στον ενάγοντα. Εξάλλου, στο μοναδικό τυπικό συμβόλαιο δωρεάς (με αρ. .../15-10-2010), πέραν της συνήθους αναφοράς ότι αυτή για γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία θα προέκυπτε το ηθικό καθήκον του δωρητή. Ο ισχυρισμός δε της εναγόμενης ότι οι δωρεές έγιναν σε ανταπόδοση της συμβολής της στη διατήρηση και επαύξηση της περιουσίας του ενάγοντας, λόγω της συμμετοχής της στις πωλήσεις της εταιρίας «..... ΑΕ», δεν κρίνεται βάσιμος. Οι πωλήσεις μερικών ακινήτων σε γνωστούς της εναγομένης, όπως καταθέτουν μάρτυρες της, και αληθείς υποτιθέμενες, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συμβολή τέτοια, ώστε ο ενάγων θα αισθανόταν την ηθική υποχρέωση να της το ανταποδώσει με τις επίδικες δωρεές. Τούτο διότι ο ενάγων και η εταιρία του είχαν ήδη επιδείξει τόσο μεγάλη επιτυχία στον τομέα των κατασκευών, ώστε να μη χρειάζεται τη σχετική βοήθεια της εναγομένης και τις ικανότητές της στις δημόσιες σχέσεις. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι οι επίδικες δωρεές είχαν σκοπό την περιουσιακή και οικονομική εξασφάλιση της εναγομένης, ιδίως για την περίπτωση προαποβίωσης του ενάγοντας, δεδομένης και της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ τους (21 έτη).

Περαιτέρω, ως προς τα φερόμενα περιστατικά αχαριστίας, από τα ίδια ως άνω νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: Η εναγομένη συνομολογεί ότι μετέφερε το ποσό των 102.000 €, προερχόμενο από εκποίηση χρηματιστηριακών τίτλων του ενάγοντος, σε ατομικό τραπεζικό της λογαριασμό. Υποστηρίζει, όμως, ότι το έκανε με την έγκριση του ενάγοντος, αν και, την 1η-2-2019, εκείνος της ζήτησε -πάντα κατά την ίδια να του επιστρέψει το ποσό των 50.000 €. Ανεξαρτήτως, πάντως, της εξέλιξης και της νομικής αξιολόγησης του εν λόγω περιστατικού, για το οποίο ο ενάγων έχει ασκήσει την με αρ. κατ. ....../25-10-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητώντας την απόδοση των χρημάτων από την εναγόμενη, η συμπεριφορά της τελευταίας κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως βαρύ παράπτωμα έναντι του ενάγοντας. Τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ήθελε να υπεξαιρέσει το ανωτέρω ποσό με σκοπό να το παρακρατήσει για την ίδια, αλλά για να προβεί σε αγορές, όπως επίπλων και χαλιών, για τα διαμερίσματά τους. Όπως άλλωστε εκθέτει και ο ίδιος ο ενάγων, η συνήθης αιτία των προστριβών τους ήταν οι πολυτελείς δαπάνες που πραγματοποιούσε συχνά η σύζυγός του. Μάλιστα, ειδικά σε σχέση με το συγκεκριμένο περιστατικό και τη διαμάχη που ακολούθησε, ο ενάγων περιγράφει στην με αρ. κατ. ....../2019 αγωγή διαζυγίου που άσκησε, ότι την 1η-2-2019 (δηλαδή την ημέρα που ανακάλυψε την μεταφορά των χρημάτων) καυγάδισαν με την εναγομένη για μία τραπεζαρία αξίας 27.000 € και χαλιά 25.000 €. Προκύπτει, επομένως, ότι τα χρήματα αυτά συνδέονταν με αγορές, στις οποίες προτίθετο να προβεί η εναγομένη, τα δε χρήματα θα μπορούσε -σε κάθε περίπτωση να τα είχε αναλάβει και αναλώσει ευθέως από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι μετά από την ως άνω διένεξη αναγκάσθηκε να διαμείνει σε γειτονικό ξενοδοχείο, επειδή η εναγομένη τον κλείδωσε έξω από το σπίτι, αυτός δεν αποδείχθηκε, καθώς και άλλες φορές, μετά από διαπληκτισμούς, διέμεινε στο εν λόγω ξενοδοχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει αναπόδραστα ότι οφείλεται σε ενέργεια της εναγομένης. Ως προς την μακρά απουσία της ενάγουσας το καλοκαίρι 2019, δεν αποδείχθηκε ότι η υγεία του ενάγοντος, ιδίως ως προς τη νόσο Alzheimer, ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα τόσο επιβαρυμένη, ώστε να χρειάζεται απαραιτήτως τη διαρκή παρουσία και τις φροντίδες της συζύγου του, οι σχέσεις με την οποία είχαν ήδη διαταραχθεί. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε εξυβριστική συμπεριφορά της εναγόμενης κατά τη διάρκεια συζήτησης της προσωρινής διαταγής μετοίκησης. Επίσης, σε κανένα από όσα δικόγραφα της εναγομένης τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, ιδίως δε το σημείωμά της επί της αίτησης μετοίκησης, δεν υπάρχει κάποιος μειωτικός ή προσβλητικός χαρακτηρισμός για τον ενάγοντα. Χαρακτηρισμοί, όπως αυτοί που επικαλείται ο ενάγων, πράγματι υπάρχουν σε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της εναγομένης που προσκομίσθηκαν στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων μετοίκησης. Ωστόσο, αφενός οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν μπορούν να αποδοθούν άμεσα στην εναγομένη, αφετέρου, από την ανάγνωση των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων, δεν προκύπτει σκοπός μείωσης ή εξύβρισης του ενάγοντος, αλλά κυρίως σύγκρισης της δικής του ακατέργαστης (κατά τους μάρτυρες) προσωπικότητας προς την πιο καλλιεργημένη της εναγομένης. Σε σχέση με την κόρη του ενάγοντος, Α. Τ., πράγματι η εναγομένη της αποδίδει μεγάλες ευθύνες για τη διάρρηξη της συμβίωσής της με τον ενάγοντα. Ωστόσο, ακόμη και αν η εκτίμηση αυτή ήθελε κριθεί υπερβολική, γεγονός είναι ότι οι σχέσεις των δύο γυναικών δεν ήταν καλές. Απολύτως ενδεικτικό είναι το προσκομιζόμενο, από 10-4-2019, γραπτό μήνυμα της Α. Τ. προς τον γιο της εναγομένης Γ. Μ., όπου καθυβρίζει την εναγομένη, αναφέρεται στο χρέος της προς την εταιρία (προφανώς εννοεί το δάνειο των 200.000 €) και την απειλεί με «πόλεμο». Οι δε εγκλήσεις της εναγομένης σε βάρος της Α. Τ. για συκοφαντική δυσφήμηση και απάτη, εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικευμένης πλέον αντιδικίας μεταξύ των δύο πλευρών, με αφορμή τη διεκδίκηση από την εταιρία «..... ΑΕ» του προαναφερθέντος δανείου.

Πάντως, αν και οι εγκλήσεις αυτές απορρίφθηκαν επί της ουσίας, χωρίς να γίνει κατηγορία σε βάρος της Α. Τ., κρίθηκε ότι δεν ήταν εντελώς ψευδείς ούτε έγιναν από δόλο, γι’ αυτό και δεν επιβλήθηκαν έξοδα σε βάρος της εδώ εναγομένης (βλ. τις σχετικές εισαγγελικές διατάξεις και το υπ’ αριθ. 1840/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης). Τέλος, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη εξύβριζε διαρκώς τον γιο του ενάγοντος, Δ., προκειμένου να υπονομεύσει την μεταξύ τους σχέση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι δεν αποδείχθηκε και δη σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι η εναγομένη φάνηκε με βαρύ της παράπτωμα αχάριστη απέναντι στον ενάγοντα δωρητή ή τα τέκνα του. Επομένως, δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη δηλωθείσα με την υπό κρίση αγωγή ανάκληση των επίμαχων δωρεών. Κατόπιν τούτων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2023.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη στις Σεπτεμβρίου 2023 με σύνθεση τους Δικαστές Διονύσιο Γιαννούλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών (λόγω προαγωγής και μετάθεσης της Προέδρου Μάρθας Δήμου), Παντελή Μποροδήμο, Πρωτόδικη (του τελευταίου λόγω απουσίας με αναρρωτική άδεια της Πρωτόδικη Ευστάθιος Ιωάννας Κατσιρούμπα), Ραφαήλ Σημαιοφορίδη, Πρωτόδικη, και την ίδια Γραμματέα της έδρας.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

1 σχόλιο: