Περίληψη
Τα ακίνητα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, δηλαδή τα αρχαία ακίνητα μνημεία, προστατεύονται από τον νόμο, χωρίς να απαιτείται έκδοση διοικητικής πράξης για τον χαρακτηρισμό τους. Τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται σε περίοδο προγενέστερη των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, λόγω της σημασίας τους, η οποία μπορεί να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αρχιτεκτονική αξία τους (όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στη Χώρα ή έχουν διακριθεί από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική), στην αξία τους από πολεοδομική άποψη (προκειμένου π.χ. για μεμονωμένο κτίσμα ή για κτιριακό συγκρότημα που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ιστορικής φάσης στην εξέλιξη του οικισμού ή δημιουργεί ανάπτυγμα όψεων και συμβάλλει στην ανάδειξη της εικόνας του αστικού τοπίου), ή, τέλος, στην ιστορική αξία τους (όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης). Ως μνημεία χαρακτηρίζονται για τους ίδιους λόγους και ακίνητα αναγόμενα στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, εφόσον, όμως, η σημασία τους για έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους είναι
Η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 3028/2002 ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συνδρομή ή μη των κριτηρίων που προβλέπονται από τον νόμο για τον χαρακτηρισμό.
Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. 25/29.9.2016 πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ., η Διοίκηση επαναφέρει το ζήτημα του χαρακτηρισμού του κτιρίου της οδού Ταξιαρχών 23, υπό το καθεστώς πλέον του ν. 3028/2002, εξετάζοντας τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. 1 περ. β. Προκειμένου δε να καταστεί εφικτή η χρονολόγηση του κτιρίου εξετάσθηκαν αναλυτικά, όπως προκύπτει από τις καταγραφείσες απόψεις στο πρακτικό, τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του κτιρίου. Κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου των ανωτέρω χαρακτηριστικών (δομικά στοιχεία, υπάρχουσα εσωτερική σκάλα, πόρτες στο εσωτερικό), αλλά ιδίως του τρόπου κατασκευής της πλευράς του κτιρίου που αποκαλύφθηκε μετά την κατεδάφιση όμορου κτίσματος (αργολιθοδομή με ξυλοδεσιές), η οποία δεν ήταν ορατή κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί μη χαρακτηρισμού του επίμαχου οικήματος ως μνημείου (1991), το Κ.Σ.Ν.Μ. αιτιολογώντας πλήρως , κατά το μέρος τούτο, την γνώμη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο κτίριο είναι προγενέστερο των τελευταίων εκατό ετών, καθώς, όπως προκύπτει από το πρακτικό, ανάγεται τουλάχιστον το αργότερο στο β’ μισό του 19ου αιώνα. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος περί μη νομίμου αιτιολογίας της προσβαλλομένης, ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. 1 β του ν. 3028/2002 , και συγκεκριμένα ως προς τη χρονολόγηση του κτιρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ωστόσο, δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή η σημασία του επίμαχου κτιρίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται καθ’ ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1β του ν. 3028/2022 (όπως π.χ. οικοδόμημα που σημαδεύει την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στη Χώρα ή οικοδόμημα που έχει διακριθεί από έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική], ενώ τα ίδια μορφολογικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αποσπάσματα του πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ., αξιολογούνται κατά τρόπο διαφορετικό από πλευράς σπουδαιότητας. Πέραν αυτού, από το πρακτικό του Κ.Σ.Ν.Μ. δεν προκύπτει η σημασία του οικοδομήματος από άλλες απόψεις, όπως π.χ. πολεοδομική ή ιστορική (σύνδεση με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της περιοχής), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1 β του ν. 3028/2002. Εξάλλου, όσον αφορά στην ιστορική αξία του οικοδομήματος, όπως προκύπτει από το πρακτικό του Κ.Σ.Ν.Μ., διατυπώνονται αμφιβολίες, ως προς το εάν στο επίμαχο οικοδόμημα γεννήθηκε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Θεόδωρος Συναδινός.
Εξάλλου, ενόψει της πλημμελούς αιτιολογίας του πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ και συνακόλουθα και της προσβαλλόμενης πράξης ως προς τη σημασία του οικοδομήματος κλονίζεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την ύπαρξη σύνδεσης με το όμορο , χαρακτηρισμένο ως μνημείο οίκημα στον αριθμό 21. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη είναι αόριστη, καθ’ o μέρος με αυτήν γίνεται αναφορά σε άλλα κτίρια, της ίδιας περιόδου με το επίδικο, τα οποία μαζί με αυτό και το χαρακτηρισθέν ως μνημείο, όμορο οικοδόμημα αποτελούν αρχιτεκτονικό σύνολο και τεκμήριο της πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της πόλης του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα και εμπλουτίζουν το κτιριακό και πολιτισμικό απόθεμα του ιστορικού εμπορικού κέντρου. Και τούτο διότι σε κανένα σημείο, τόσο της εισήγησης της Προϊσταμένης της Δ.Π.Α.Ν.Σ.Μ , όσο και του πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ., δεν προσδιορίζονται τα κτίρια αυτά, η θέση αυτών και η σχέση τους με το επίδικο, παρά το γεγονός ότι μέλος του Συμβουλίου επέμεινε να προσδιοριστούν επακριβώς τα ανωτέρω κτίρια. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται πλημμελώς, ως προς τη συνδρομή των λοιπών, εκτός της χρονολόγησης του ακινήτου, προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. 1 β του ν. 3028/2002, όπως βασίμως προβάλλεται.
Εισηγητής: Μ.Ε. Παπαδημήτρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου