ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1168/2022
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Λινό, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνα Πολυζωγοπούλου, Πρωτόδικη Εισηγήτρια, Μαρία Τσακίρη, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα, Μαριάνθη Μισαηλίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 20η Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της Κ. του Π., κατοίκου .... Αττικής, (οδός ...), με ΑΦΜ ... και 2) Β. του Ε., κατοίκου ομοίως με ΑΦΜ ....., για τους οποίους προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις οι δια των από 22-09-2020 δικαστικών πληρεξουσίων κοινοί πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ΙΔ (AM ... ΔΣΑ), ΔΓ (AM ... ΔΣΑ) και ΓΚ (AM ... ΔΣΑ), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ι. του Μ., κατοίκου .... Αττικής, (οδός ... αριθμ. ...) με ΑΦΜ ... και 2) Ε. του Κ., κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ ...., για τους οποίους προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο δια των από 06-10-2020 δικαστικών πληρεξουσίων κοινός πληρεξούσιος δικηγόρος τους, ΘΖ (AM ... ΔΣΑ), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Οι ενάγοντες Αιτούν να γίνει δεκτή η από 24-05-2020 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2020 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ..../2020, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε κατ' άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ΣΤΑ1/7.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, δεν παραστάθηκαν, πλην όμως κατέθεσαν προσηκόντως, εντός της προθεσμίας Π του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015, προτάσεις, δια των οποίων αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους και ζητούν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. α) Με τις διατάξεις των άρθ. 43 επ. του ν. 4072/2012 θεσμοθετήθηκε νέος εταιρικός τύπος ήτοι αυτός της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας (εφεξής ΙΚΕ), με σκοπό να καλυφθούν οι ανάγκες μικρομεσαίων ιδίως επιχειρήσεων για άσκηση της επιχειρηματικής τους δράσης μέσω ενός εταιρικού σχήματος που θα κυμαινόταν μεταξύ ανώνυμης εταιρίας και προσωπικών εταιριών και θα ήταν απαλλαγμένο από δύσκαμπτες ρυθμίσεις του νόμου περί ΕΠΕ και από το σύμφυτο με την τελευταία σύστημα της διπλής πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων (βλ. σχετικώς Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, β' έκδ., 2016, σ. 601 επ., Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες ζ' έκδ., 2012, σ. 579 επ., Β. Αντωνόπουλος Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, δ' εκδ., 2016, σ. 1 επ.). Θεσπίζοντας την ως άνω ευέλικτη και κατάλληλη για μικρομεσαίες ιδίως επιχειρήσεις εταιρική μορφή, ο νομοθέτης επιχείρησε, συνεπώς να συνδυάσει στοιχεία από το δίκαιο των προσωπικών εταιριών (π.χ. το μη επιβεβλημένο της ύπαρξης εταιρικού κεφαλαίου ιδία μετά την τροποποίηση του άρθ. 43 § 3 εδ. α' του ν. 4072/2012 από τον ν. 4155/2013, και την έλλειψη διατυπώσεων) και από το δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιριών (π.χ. ελεύθερη μεταβίβαση εταιρικής συμμετοχής έλλειψη ευθύνης για εταιρικά χρέη κ.α. βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 601, στον αρ. περ. 2). Πρόκειται για εταιρία με νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά με την καταχώρισή της στο ΓΕΜΗ, και με σωματειακή δομή, η οποία είναι εμπορική κατά το τυπικό σύστημα και ανήκει κατά βάση στις κεφαλαιουχικές εταιρίες ευθυνόμενη κατ' αρχάς για τα χρέη της μόνο αυτή με την περιουσία της εξαιρουμένης της περίπτωσης εταίρων με εγγυητικές εισφορές οι οποίοι υπέχουν περιορισμένη ευθύνη για τα εταιρικά χρέη (βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 603, στους αρ. περ. 5 επ., Ρόκα, ό.π., σ. 580). Οι βασικοί μηχανισμοί προστασίας των εταιρικών δανειστών, που θεσπίζονται στις κεφαλαιουχικές εταιρίες απαντώνται και στην ΙΚΕ. Κατά την αρχική πρόβλεψη, η ΙΚΕ έπρεπε κατά τη σύστασή της να έχει κεφάλαιο τουλάχιστον ενός ευρώ, μετά την τροποποίηση του άρθ. 43 § 3 εδ. α' του ν. 4072/2012 από τον ν. 4155/2013, ωστόσο, μπορεί αυτή να ιδρυθεί σήμερα και χωρίς κεφάλαιο, στοιχείο που συμβαδίζει με την κοινή πλέον διαπίστωση ότι ο μηχανισμός προστασίας των εταιρικών δανειστών μέσω του κεφαλαίου σχετική μόνον αξία έχει και ελάχιστα διασφαλίζει κατ' ουσίαν τη φερεγγυότητα της εταιρίας (βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 603, στον αρ. περ. 5). β) Περαιτέρω, οι εισφορές στην ΙΚΕ διακρίνονται σε κεφαλαιακές εξωκεφαλαιακές και εγγυητικές χωρίς να είναι αναγκαίο άπαντα τα ως άνω είδη εισφορών να συνδυάζονται στην αυτή εταιρία. Κάθε εταίρος μπορεί να έχει εταιρικά μερίδια, που εκπροσωπούν διαφορετικά είδη εισφορών, ενώ κάθε εταιρικό μερίδιο μπορεί να εκπροσωπεί ένα μόνο είδος εισφοράς Οι κεφαλαιακές εισφορές που αποτελούν εισφορές σε μετρητά ή σε είδος, σχηματίζουν το κεφάλαιο της ΙΚΕ, το σύνολο δε της ονομαστικής αξίας των εισφορών του εν λόγω είδους σχηματίζουν το κεφάλαιο της εταιρίας, που εμφανίζεται και στον σχετικό λογαριασμό των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας (βλ. Ρόκα, ό.π., σ. 582-583, Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 621-624 και αναλυτικά Αντωνόπουλο, ό.π., σ. 135-166-βλ. σχετικώς άρθ. 76-80 του ν. 4072/2012). Οι κεφαλαιακές εισφορές σε είδος απαιτείται να είναι δεκτικές χρηματικής αποτίμησης και να μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο του ενεργητικού. Η αποτίμηση γίνεται κατ' αρχάς σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθ. 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920 και υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ, δεν απαιτείται, ωστόσο, να λάβει χώρα, όταν η αξία της εισφοράς κατά το καταστατικό ή, σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου, κατά την απόφαση που αυξάνει το κεφάλαιο, δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ (βλ. σχετικώς Αντωνόπουλο, ο.π., σ. 140-144, Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 622). Οι κεφαλαιακές εισφορές, είτε είναι χρηματικές είτε εισφορές είδους, πρέπει να καταβληθούν ολοσχερώς κατά την ίδρυση της εταιρίας, δηλαδή την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ, ή κατά την αύξηση του κεφαλαίου, ο δε διαχειριστής οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη σύσταση ή την αύξηση του κεφαλαίου να βεβαιώσει την ολοσχερή καταβολή με πράξη, που καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ. Η υπαίτια παράλειψη πιστοποίησης της καταβολής ή ανακριβής πιστοποίηση μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του διαχειριστή έναντι της εταιρείας και των τρίτων για τη ζημία που τυχόν θα υποστούν. Αν το κεφάλαιο καλύπτεται με εισφορές είδους, ο διαχειριστής οφείλει να πιστοποιήσει ότι το αντικείμενο που καταβλήθηκε είναι εκείνο που προβλέπεται στο καταστατικό και που αποτιμήθηκε κατά τα άρθρα 99α ν.2190/1920. Επί μη ολοσχερούς καταβολής, ο διαχειριστής οφείλει να προβεί άμεσα σε μείωση του κεφαλαίου και ακύρωση των εταιρικών μεριδίων, που δεν εξοφλήθηκαν (βλ. άρθ. 77 § 4 του ν. 4072/2012). Αύξηση ή μείωση των εταιρικών μεριδίων, που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου (βλ. άρθ. 77 § 3 του ν. 4072/2012, καθώς και Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 622, στον αρ. περ. 3). Δεν είναι δυνατόν στον εταίρο να επικαλεστεί ολική καταβολή αξίας κάποιων μεριδίων και μη καταβολή της αξίας άλλων λόγω της αρχής του αδιαίρετου της καταβολής του κεφαλαίου. Ο διαχειριστής που δεν προέβη στα ανωτέρω έχει ποινική ευθύνη κατ' άρθρο 119 περιπτ. Στ' ν. 4072/2012, ενώ οι εταίροι θα μπορούν να λάβουν οι ίδιοι απόφαση μείωσης του κεφαλαίου. Αν δεν υπάρξει ούτε πράξη του διαχειριστή ούτε απόφαση των εταίρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε αυτόματη μείωση του κεφαλαίου (βλ. Αλ. Σπυρίδωνος, Δίκαιο ΙΚΕ & ΕΠΕ, Ερμηνεία κατ' άρθρο. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 30). Αν τώρα η εισφορά σε είδος βαρύνεται με νομικό ελάττωμα, ο εταίρος υποχρεούται να το άρει διαφορετικά ο διαχειριστής προχωράει επίσης στη μείωση του κεφαλαίου και ακύρωση των μεριδίων. Αν πάλι βαρύνεται με πραγματικό ελάττωμα, ο διαχειριστής μειώνει επίσης το κεφάλαιο ακυρώνοντας τα μερίδιά του ή ζητάει από τον εταίρο τη συμπλήρωσή του με χρήμα (Β. Αντωνόπουλος, ό.π. σελ. 143-144). γ) Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 67 «1. Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι της εταιρείας για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων, καθώς και για κάθε διαχειριστικό πταίσμα. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση των εταίρων ή που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος, Αν περισσότεροι διαχειριστές ενήργησαν από κοινού, ευθύνονται εις ολόκληρο. 2. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να απαλλάσσεται ο διαχειριστής μετά την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων μόνο για τα διαχειριστικά πταίσματα, εκτός αν οι εταίροι παρέχουν ομόφωνα γενική απαλλαγή. 3. Η αξίωση της εταιρείας παραγράφεται μετά τριετία από την τέλεση της πράξης. 4. Την αγωγή της εταιρείας για αποζημίωση ασκεί και οποιοσδήποτε εταίρος ή διαχειριστής της εταιρείας. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να ορίζεται ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης.». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο διαχειριστής ΙΚΕ ευθύνεται έναντι του νομικού προσώπου αυτής για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων. Επίσης ο διαχειριστής ΙΚΕ ευθύνεται και για κάθε «διαχειριστικό πταίσμα» (άρθρ. 67 παρ. 1 εδ. α' ν. 4072/2012). Σε διαχειριστικό πταίσμα θα υποπίπτει ο διαχειριστής, εάν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως οργάνου της εταιρείας παραβίασε τους κανόνες επιμέλειας τους οποίους μπορεί και οφείλει να τηρεί ο μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας με βάση την καλή πίστη (αρ. 288 και 281 ΑΚ). Στις ανωτέρω περιπτώσεις η ΙΚΕ έχει αξίωση κατά του διαχειριστή για αποκατάσταση της Οίμίας, την οποία υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του. Επομένως, για να θεμελιωθεί ευθύνη του διαχειριστή θα πρέπει να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του γενικού δικαίου της αποζημίωσης. Ο διαχειριστής δεν έχει ευθύνη έναντι των εταίρων, οι οποίοι κατ' αρχήν δεν έχουν ευθεία αξίωση εναντίον του για τη ζημία που υφίστανται από τις πράξεις που αυτός ενεργεί κατά τα ανωτέρω, αφού τη ζημία υφίσταται η εταιρεία και οι εταίροι υφίστανται μόνο έμμεση ζημία. Η έμμεση ζημία των εταίρων μπορεί να αποκατασταθεί κατ' αρχήν μόνο εμμέσως, μέσω της αποκατάστασης της άμεσης ζημίας του νομικού προσώπου της IKE (Β. Αντωνόπουλος, ΙΚΕ ό.π. υπό αρθρ. 67/1 σελ. 71). Η εταιρική αγωγή της ΙΚΕ κατά του διαχειριστή, εφόσον θεμελιώνεται ευθύνη του κατά τα ανωτέρω, δεν προϋποθέτει τη λήψη προηγούμενης απόφασης των εταίρων, με την οποία αποφασίζεται η άσκησή της. Η εταιρική αγωγή ασκείται κατ' αρχήν από την ίδια την εταιρεία νομίμως εκπροσωπούμενη. Μπορεί όμως να ασκηθεί και πλαγιαστικώς από οποιονδήποτε εταίρο ή διαχειριστή της ΙΚΕ ως μη δικαιούχο διάδικο με αίτημα την καταβολή της αποζημίωσης στο νομικό πρόσωπο της ΙΚΕ. Πλαγιαστική άσκηση της αγωγής από τρίτον δεν μπορεί να ασκηθεί (ΑΠ 580/1984 ΕΕμπΔ 1985. 464, ΕφΠειρ 235/2007 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 3669/2002 ΕλλΔνη 2003. 218, ΕφΘεσ 309/1998 ΔΕΕ 1998. 602, ΠΠρΘεσ 3526/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 3972/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 12535/2009 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΘεσ 34395/2008 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΗρακλ 537/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑρτ 32/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 13481/1996 Αρμ. 1997. 1345, βλ. Σπυρίδωνος ό.π σελ.479-483, Γιοβαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, επιμ. Απ. Γεωργιάδη, Τ. Ι., υπό το άρθρο 741, στον αρ. περ. 40, Μαρίνο, ο.π., σελ. 117-118, στους αρ. περ. 176 επ.). Ειδικότερα, η εν λόγω νομική κατασκευή (actio pro socio) ευρίσκει το έρεισμά της στην εταιρική σύμβαση και στο γεγονός ότι οι εταίροι, κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης, υπόσχονται, κατ' άρθρο 741 ΑΚ, την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων όχι μόνο προς το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, αλλά και σε κάθε εταίρο ατομικά (βλ. αναλυτικά Μαρίνο, ο.π., σελ. 113 επ., στους αρ. περ. 161 επ., Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδ, σελ. 81-82, Παναγιώτου, Το Νέο Δίκαιο της Ομόρρυθμης & Ετερόρρυθμης Εταιρίας 2013, σελ. 135 επ., Λιακόπουλο σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 748, στον αρ. 10, Κολοτούρο, Actio Pro Sodo Η δικονομική διάστασις της εταιρικής αγωγής, 2006 passim). Με βάση αυτή την κατ' ουσίαν συμπληρωτική ερμηνεία της εταιρικής σύμβασης σύμφωνα με την καλή πίστη (άρθρο 200 ΑΚ), συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην άσκηση σχετικής αγωγής για την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων, που ερείδονται στην εταιρική σύμβαση, νομιμοποιείται μεν κατ’ αρχάς το νομικό πρόσωπο της εταιρίας εκπροσωπούμενο από τον διαχειριστή της στην περίπτωση, όμως που ο τελευταίος δεν υπάρχει ή αδρανεί ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 750 ΑΚ, τις αξιώσεις της εταιρίας δύναται να τις ασκήσει, με επίκληση των ανωτέρω γεγονότων, και έκαστος των εταίρων στο όνομά του αιτούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος την εκπλήρωση (πχ την καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς ή την καταβολή αποζημίωσης λόγω παράβασης πρωτογενών υποχρεώσεων από την εταιρική σύμβαση ή την παροχή λογοδοσίας) προς την εταιρία και όχι προς τον ίδιο ατομικά (βλ. ως προς τη θεμελΐωση και τις προϋποθέσεις άσκησης της εν λόγω αγωγής αντί άλλων Μαρίνο, ο.π., σελ. 113-116, ΕφΠειρ 378/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘες 10390/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘες 3879/2001 ΑΡΜ 2002,240). δ) Τέλος, στο άρθρο 744 ΑΚ ορίζεται ότι: «Ως προς τον κίνδυνο της εισφοράς την ευθύνη για ελαττώματά της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη μίσθωση, αν η εισφορά συνίσταται στη χρήση πράγματος ή εργασία, και οι διατάξεις για την πώληση, αν η εισφορά συνίσταται στην κυριότητα πράγματος». Ιδίως εφαρμόζεται το άρθρο 516 ΑΚ, που παραπέμπει στις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336, 347 επ. και 380 επ. ΑΚ, ωστόσο με την επιφύλαξη της υποκατάστασης του δικαιώματος υπαναχώρησης από εκείνο της καταγγελίας κατ' άρθρο 743 ΑΚ. Γίνεται ωστόσο δεκτή διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 744 ΑΚ, ώστε να εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις που καλύπτουν άλλα ζητήματα αφορώντα την ευθύνη του εισφέροντα (λ.χ. χρονικά όρια, περιεχόμενο, περιορισμούς ευθύνης κλπ). Αντίστοιχα, εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις άλλων επώνυμων συμβάσεων που καλύπτουν αντίστοιχες κατηγορίες εισφορών, όπως εκείνες για τη σύμβαση έργου (επί εισφοράς έργου) ή για την εκχώρηση απαίτησης (επί εισφοράς απαίτησης), οι οποίες ως ειδικότερες εκτοπίζουν τις διατάξεις για την πώληση δικαιώματος Επίσης ο καταρχήν ενδοτικός χαρακτήρας των διατάξεων, στις οποίες γίνεται παραπομπή, επιτρέπει στους εταίρους να ρυθμίσουν κατ' απόκλιση από τις νόμιμες ρυθμίσεις τα ζητήματα του κινδύνου και τις ευθύνης για ελκώματα (βλ. Γιοβαννόπουλος σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 744 αρ. 4 πρβλ. Θ Σιδηρόπουλο, Η έκτακτη αύξηση κεφαλαίου στην ανώνυμη εταιρία, 1 » 2008, σελ. 162-163).
ΙΙ. α). Σύμφωνα με την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1991 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, υποχρεούνται τα κράτη-μέλη να θεωρήσουν το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ως λογοτεχνικό έργο. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της εν λόγω Οδηγίας στο οποίο καθορίζεται το αντικείμενο της προστασίας ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας τα κράτη-μέλη προστατεύουν τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σαν λογοτεχνικά έργα κατά την έννοια της σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ο όρος "προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών" περιλαμβάνει και το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού τους. 2. Η προστασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της παρούσας οδηγίας. 3. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται εφόσον είναι πρωτότυπο με την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του. Η παροχή της προστασίας δεν εξαρτάται από την εφαρμογή κανενός άλλου κριτηρίου». Το περιεχόμενο της ως άνω Οδηγίας του Συμβουλίου έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εντούτοις, το άρθρο 1 και της Οδηγίας αυτής, είναι πανομοιότυπο με το προπαρατιθέμενο άρθρο της ως ανωτέρω Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του συγκεκριμένου νόμου, «οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν πάνω σ' αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)», ενώ και κατά την παρ. 2, «τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν τις εξουσίες, που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος νόμου». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του παραπάνω νόμου απαριθμούνται εκτενώς, ενδεικτικά, τα πνευματικά δημιουργήματα τα οποία, εφόσον είναι πρωτότυπα, θεωρούνται έργα και είναι αντικείμενα της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 1, 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπονται τα εξής: «1. Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα... 3. Θεωρούνται ως έργα λόγου και προστατεύονται κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού τους. Η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσης του, δεν προστατεύονται κατά τον παρόντα νόμο. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο, εφόσον είναι προσωπικό δημιούργημα του δημιουργού του. 4. Η προστασία του παρόντος νόμου είναι ανεξάρτητη από την αξία και τον προορισμό του έργου, καθώς και από το γεγονός ότι το έργο προστατεύεται ενδεχομένως και από άλλες διατάξεις». Ο ορισμός αυτός συμπίπτει εννοιολογικά με τον ανωτέρω ορισμό της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ, η οποία, ως προαναφέρθηκε, προβλέπει ότι το πρόγραμμα ενός υπολογιστή είναι πρωτότυπο, εφόσον είναι «αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του», κατά συνέπεια αρκεί το ίδιο κριτήριο πρωτοτυπίας που απαιτείται για τα άλλα έργα του πνεύματος (βλ. ΑΠ 919/2007, ΑΠ 1493/2009, ΑΠ 1438/2004 και ΕφΘες 1786/2014, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην ελληνική επικράτεια γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται, εφόσον χαρακτηρίζεται από μία προσωπική πνευματική συμβολή του δημιουργού του και από μία ιδιαίτερη ατομικότητα ή εφόσον εμφανίζει δημιουργικό ύφος που το διαφοροποιεί από άλλα παρεμφερή προγράμματα και ασχέτως εάν αυτά, ως τεχνολογικά προϊόντα, προστατεύονται με το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας [βλ. άρθρο 45 του ν. 2121/1993, πρβλ και ΑΠ (Ποινικό τμήμα) 1500/2006, ΑΠ 919/2007, ΕφΠειρ 599/2012, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αρκεί, όμως για να προσδώσει πρωτοτυπία σε ένα έργο, το απλό γεγονός ότι αυτό δεν είναι αντιγραφή (ακόμη και με κάποιες παραλλαγές) ενός άλλου, ούτε η πρωτοτυπία ταυτίζεται με τον κόπο, την επιμέλεια, την έκταση, τη χρησιμότητα, τη δαπάνη ή τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκαν για την εκπόνηση του, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζει (ως σύνολο ή τμήμα του) την απαιτούμενη πρωτοτυπία (βλ. ΕφΘες 1786/2014, ό.π.). Εξάλλου, η προστασία του πρωτότυπου έργου είναι ανεξάρτητη .από το μέγεθος ή την ολοκλήρωση ή την αξία αυτού ή τον προορισμό του, δηλαδή τη δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσης του ή απόκτησης ακαδημαϊκού ή άλλου επιστημονικού τίτλου. Στην τελευταία περίπτωση, δεν απαιτείται για την προστασία του δημιουργού να έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως και επισήμως η πρωτοτυπία του έργου και υπό των αρμοδίων για την απονομή του ακαδημαϊκού τίτλου οργάνων (βλ. ΑΠ 20/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το εάν ένα πνευματικό δημιούργημα είναι πρωτότυπο έργο ή όχι αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, πραγματικό ζήτημα (βλ. ΑΠ 152/2006, ΕλλΔνη 2006, 493 και ΕφΘες 1786/2014, ό.π.). β) Το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ο φορέας των πληροφοριών η έλλειψη του οποίου καθιστά άχρηστη τη συσκευή, στον τομέα δε των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) έχει επικρατήσει το ζεύγος των εννοιών hardware (μηχανικό μέρος του Η/Υ) και software. Η έννοια του τελευταίου περιλαμβάνει όλα τα είδη προγραμμάτων Η/Υ μαζί με το συνοδευτικό υλικό τους, ορίζεται δε ως το σύνολο των διανοητικά επεξεργασθέντων για την επίλυση του προβλήματος επεξεργασίας πληροφοριών. Στη γενική έννοια του software περιλαμβάνονται: α) το πρόγραμμα του Η/Υ, β) ή περιγραφή προγράμματος (προπαρασκευαστικό υλικό) και γ) το συνοδευτικό υλικό. Ως πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή νοείται μία σειρά εντολών που έχουν σκοπό να επιτρέψουν στη συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να εκτελέσει ή επιτύχει ορισμένη λειτουργία ή ορισμένα αποτελέσματα. Επομένως το πρόγραμμα είναι το τελικό προϊόν ή η αποκρυστάλλωση μίας μακράς εξελικτικής διαδικασίας και το σπουδαιότερο μέρος ενός έτοιμου «πακέτου» software, το οποίο περιλαμβάνει τον πηγαίο κώδικα (source code) και το πρόγραμμα της μηχανής (machine code), μέρη που έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική αξία και αποτελούν το προσφιλέστερο αντικείμενο της αντιγραφής. Η περιγραφή του προγράμματος περιλαμβάνει το προστάδιο εκπόνησης του, μέρος και αυτό της γενικής ιδέας του software, που ορίζεται από τις πρότυπες οδηγίες ως μία πλήρης παράσταση διαδικασίας σε γλωσσική, σχηματική ή άλλη μορφή, τα στοιχεία της οποίας επαρκούν για τον καθορισμό μίας σειράς εντολών, οι οποίες θα απαρτίσουν το τελικό πρόγραμμα και με τη βοήθεια των οποίων (στοιχείων) μπορεί να γίνει η οριστική εκπόνηση του, στο δε συνοδευτικό υλικό ή τεκμηρίωση εφαρμογής ανήκουν οι οδηγίες προς το χειριστή, σχόλια, παρατηρήσεις και σημειώσεις που εξηγούν το χειρισμό του προγράμματος. Κεντρική, όμως σημασία για το γράψιμο ενός προγράμματος έχει ο αλγόριθμος που αποτελεί κάθε διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος η εκτέλεση της οποίας έχει προκαθοριστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Η ιδιορρυθμία του αλγόριθμου συνίσταται στο ότι η εκτέλεση του μπορεί να γίνει μηχανικά και, επομένως παριστά μία διαδικασία της οποίας η εκτέλεση δεν απαιτεί δημιουργική φαντασία ή ικανότητα και μπορεί να αφεθεί σε μία απολύτως αυτοματοποιημένη μηχανή. Από άποψη δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας το ζεύγος ιδέας και μορφής αντικατοπτρίζει τη σχέση αλγόριθμου προγράμματος γι' αυτό και ο πρώτος δεν προστατεύεται. Συνακόλουθα, η εκπόνηση ενός προγράμματος Η/Υ γίνεται βάσει προκαθορισμένων κανόνων και αποτελεί μία αξιόλογη διανοητική εργασία, η οποία απαιτεί αναλυτική και συνθετική ικανότητα, φαντασία και κρίση για τη σωστή επιλογή μεθόδου και ορθά κριτήρια επιλογής δεδομένων, ενώ η επιτυχία του εξαρτάται από την ποιότητα και την ακρίβεια των προκαταρκτικών εργασιών και τη δημιουργική ικανότητα εύρεσης του καταλληλότερου αλγόριθμου (βλ. ΕφΠειρ 599/2012, ΕφΑθ 2949/2003 και ΕφΘες 1784/2014, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ως άνω προστασία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει τόσο της ως άνω Οδηγίας 91/250/ ΕΟΚ, όσο και της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2121/1993.
III. α) Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2121/1993 «Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα», οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ' αυτό πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 6§1 του ίδιου ως άνω νόμου, με την οποία διατυπώνεται ρητά η αρχή του δημιουργού, ο δημιουργός ενός έργου είναι ο αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί του έργου. Δημιουργός νοείται μόνο το φυσικό πρόσωπο που έχει την ικανότητα να δημιουργεί. Ως εκ τούτου, το νομικό πρόσωπο, το οποίο, ως νομική οντότητα, δεν διαθέτει από τη φύση του την ικανότητα πνευματικής δραστηριότητας που να οδηγεί στη δημιουργία πνευματικού έργου, αποκλείεται να θεωρηθεί δημιουργός πνευματικού έργου (βλ. ΕφΘεσσαλ 827/2013, Δνη 201,483, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, και Κοτσίρη Σταματούδη, Ερμ. ν. 2121/1993, άρθρο 6, αρ. 1,6 και 7/Α. Παπαδοπούλου). Συνακόλουθα, δεν μπορεί να καταστεί πρωτογενής δικαιούχους κανενός δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, παρά μόνο κατά πλάσμα δικαίου (και συγκεκριμένα αν καταστήσει νομίμως προσιτό στο κοινό έργο ανώνυμο ή με ψευδώνυμο, οπότε λογίζεται έναντι των τρίτων ως αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος επί του συγκεκριμένου έργου βλ. τη διάταξη του άρθρου 11§1 εδ. α’ του ν. 2121/1993). Έτσι, το νομικό πρόσωπο μόνο δευτερογενώς μπορεί να καταστεί δικαιούχος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, β) Σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 περί "πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων" (ΦΕΚ 25/24-31993 τ. Α'), το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία μπορεί κατά το περιουσιακό του περιεχόμενο (άρθρο 3) να αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, δηλαδή μεταβίβασης (εκποιητική δικαιοπραξία) ή εκμετάλλευσής του με τη μορφή της άδειας ή σύμβασης εκμετάλλευσης (άρθρα 12 και 13). Η διαφορά μεταξύ άδειας και σύμβασης εκμετάλλευσης (και οι δύο αποτελούν υποσχετικές δικαιοπραξίες) συνίστατο στο ότι στη σύμβαση εκμετάλλευσης ο αντισυμβαλλόμενος με τον πνευματικό δημιουργό αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει τις εξουσίες που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα και για τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση, ενώ στην άδεια, η άσκηση αποτελεί ευχέρεια του αντισυμβαλλομένου (άρθρο 13). Για το ηθικό δικαίωμα (άρθρο 4) προβλέπεται το αμεταβίβαστο εν ζωή (άρθρο 12), ορίζεται ωστόσο ότι η συναίνεση του δημιουργού για πράξεις ή παραλείψεις, που αλλιώς θα αποτελούσαν προσβολή του ηθικού δικαιώματος αποτελεί τρόπο άσκησης αυτού του δικαιώματος και δεσμεύει το δημιουργό (άρθρο 16). γ) Εξάλλου γίνεται δεκτό ότι από τη φύση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας ως δικαιωμάτων με αντικείμενα άυλα αγαθά και όχι πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 947 Α.Κ., συνεπάγεται ότι για τη μεταβίβαση τους εφαρμόζονται, κατ' αρχήν, ανάλογα (άρθρο 470 Α.Κ.) οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την εκχώρηση απαιτήσεων (βλ. Κοτσίρη Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας εκδ. 1986 σελ. 75, Κ. Ασπρογέρακα Γρίβα, Συμβάσεις εκμεταλλεύσεως έργων λόγου και τέχνης εκδ. 1972, σελ 218. Θ. Λιακόπουλου, ο.π. σελ. 57 επ.). Η τοιαύτη δε φύση των δικαιωμάτων από το πνευματικό έργο, όπως το αμεταβίβαστο του ηθικού δικαιώματος από τον πνευματικό δημιουργό (άρθρο 15 παρ. 2 ν. 2121/1993), κάτι που γινόταν δεκτό και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (Κουμάντου, ο.π. σελ. 183), καθώς και η διάρκεια προστασίας της πνευματικής δημιουργίας (50 χρόνια κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, 70 χρόνια κατά το νέο από το θάνατο του δημιουργού), η οποία δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος στο πνευματικό έργο κι αν ακόμη έχει καταρτισθεί σύμβαση για την πλήρη μεταβίβαση του, στοιχεία τα οποία είναι ξένα προς την μεταβίβαση κινητών ή ακίνητων πραγμάτων, δεν αφήνει κανένα περιθώριο εξομοίωσης της τελευταίας αυτής μεταβίβασης προς εκείνη του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικού έργου, και δεν μπορεί να θεωρείται αποπερατωμένη η μεταβιβαστική αυτή σύμβαση (σε αντίθεση με τις παραχωρήσεις εκμεταλλεύσεως), όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τις συμβάσεις μεταβιβάσεως πράγματος, παρά τέτοια αποπεράτωση υφίσταται μόνο, αν παρέλθει η παραπάνω(κατά το προϊσχύσαν και το νέο δίκαιο) διάρκεια προστασίας του πνευματικού έργου. (ΕφΑθ 4499/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 9188/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Από την διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναγνωριστική αγωγή μπορεί να ασκηθεί σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία ο ενάγων έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από την έννομη τάξη. Ειδικότερα, η έννομη σχέση, όπως κάθε σχέση, είναι εκείνο το οποίο συνδέει δύο (2) τουλάχιστον υποκείμενα ή ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο. Αν δεν υπάρχει ο σύνδεσμος αυτός οι δε έννομες συνέπειες αφορούν αποκλειστικά ένα πρόσωπο χωρίς συνάρτηση του με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, τότε δεν πρόκειται περί εννόμου σχέσεως αλλά περί καταστάσεως. Στην έννομη σχέση, αυτό το οποίο κατά το δίκαιο συνδέει τα πρόσωπα ή το πρόσωπο με το αντικείμενο, είναι οι έννομες συνέπειες δηλαδή τα κατ' ιδίαν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η διάγνωση οιασδήποτε έννομης σχέσης απαιτεί την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου. Από την υπαγωγή αυτή απορρέουν έννομες συνέπειες οι οποίες συνίστανται στην κατάφαση ή στην άρνηση της ισχύος κάποιου δικαιώματος ή υποχρέωσης ή ενός συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όπως σε κάθε μορφή έννομης προστασίας έτσι και στην αναγνωριστική αγωγή, μόνον το πόρισμα του νομικού συλλογισμού, το οποίο καταλήγει στη διάγνωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δύναται να αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης. Αντιθέτως δεν συνιστούν έννομη σχέση κατά την έννοια του άρθρου 70 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου δεν δύναται να είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, η ρυθμιζόμενη βιοτική σχέση και ειδικότερα αφενός η διαπίστωση και αφετέρου η αξιολογική εκτίμηση (δηλαδή ο νομικός χαρακτηρισμός) των πραγματικών γεγονότων τα οποία συνιστούν τη ρυθμιζόμενη από το δίκαιο βιοτική σχέση (ΑΠ 1154/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1914/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2855/2008 ΕφΑΔ 2009.198, ΕφΘεσ 1625/2003 Αρμ. 2003.1582, ΠολΠρΑθ 5821/2010 ΧρΙΔ 2011.377).
Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως εταίρων της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «».... ΙΚΕ», εκθέτουν ότι στο πλαίσιο γνωριμίας τους με τους εναγόμενους, το έτος 2015, αυτοί (εναγόμενοι) τους εκμυστηρεύτηκαν ότι έχουν αναπτύξει μια τεχνογνωσία παραγωγής εξατομικευμένων προϊόντων ευεξίας αντιγήρανσης, βελτίωσης αθλητικών επιδόσεων, ελέγχου διαχείρισης βάρους και πρόληψης και αντιμετώπισης εν γένει ιατρικών προβλημάτων βάσει ατομικών εξετάσεων δειγμάτων DNA, η οποία, ως επιχειρηματική ιδέα υπόσχονταν σίγουρες αποδόσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ, πλην όμως ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος δεν ήταν σε θέση να την θέσει σε εφαρμογή ελλείψει των απαραίτητων κεφαλαίων. Ότι, το έτος 2017, ο πρώτος εναγόμενος τους προσέγγισε εκ νέου προτείνοντας τους να προχωρήσουν στη σύσταση μιας εταιρείας στην οποία θα συμμετείχαν τα μέρη σε ισότιμη βάση και στην οποία εκείνος και η σύζυγός του θα εισέφεραν την τεχνογνωσία που είχαν αναπτύξει και οι ενάγοντες θα εισέφεραν το κεφάλαιο που ήταν απαραίτητο για την έναρξη της λειτουργίας καθώς και την εμπορική [ προώθηση της εταιρείας. Ότι για λόγους ισοτιμίας στη συμμετοχή των δύο πλευρών, κατέληξαν στη συμφωνία, σύμφωνα με την οποία οι εναγόμενοι θα τους καθιστούσαν εξ αρχής και πριν ακόμα από τη σύσταση της εταιρείας συνδικαιούχους του λογισμικού τους και της τεχνογνωσίας τους, υπό τον όρο της εν συνεχεία τελικής εισφοράς αυτών στη συσταθησόμενη εταιρεία. Ότι προς το σκοπό αυτό συμφώνησαν ότι η εταιρεία θα ελάμβανε τη μορφή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας στην οποία θα συμμετείχαν με ποσοστό 25% έκαστος, ότι οι εναγόμενοι θα μεταβίβαζαν στον δεύτερο των εναγόντων ποσοστό συγκυριότητας 1/3 του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του λογισμικού που είχαν αναπτύξει, το οποίο συμφώνησαν να λάβει ονομασία αποτελούμενη από τα αρχικά των μικρών ονομάτων των διαδίκων, ήτοι να ονομασθεί ..... Ότι επίσης οι εναγόμενοι θα μεταβίβαζαν στην πρώτη ενάγουσα, κατά πλήρη κυριότητα, τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας επί των 30, από τις 72, βασικές φόρμουλες παρασκευής σκευασμάτων και στον δεύτερο εξ αυτών ποσοστό συγκυριότητας 1/3 επί των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τους επί των λοιπών 42 φορμουλών. Ότι επίσης συμφωνήθηκε ότι οι μεταβιβάσεις αυτές θα τελούσαν υπό τη διαλυτική αίρεση της σύστασης της ανωτέρω ΙΚΕ και της εισφοράς της πρώτης των εναγόντων σε αυτήν του ποσού των 800.000,00 ευρώ. Ότι ακόμη συμφωνήθηκε πως στη συνέχεια τα μέρη θα εισέφεραν στην ιδρυθησόμενη ΙΚΕ, με τη μορφή της κεφαλαιακής εισφοράς σε είδος, τα περιουσιακά τους δικαιώματα επί του κοινού πλέον λογισμικού, ενώ οι εναγόμενοι θα διατηρούσαν το δικαίωμα πρόσβασης και χρήσης του πηγαίου κώδικα του λογισμικού αυτού για σκοπούς διαλειτουργικότητας διασυνδεσιμότητας αυτού σε έτερο λογισμικό των ιδίων, το οποίο έφερε την ονομασία «......», με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της δυνατότητας του τελευταίου να επεξεργάζεται τα γενικά δεδομένα που θα ανέδιδαν οι έρευνες του ΕΚΠΑ προκειμένου να συνεχίσει την περαιτέρω γενική συσχέτιση κατηγοριών γονιδίων με συγκεκριμένες γενικές κατηγορίες ιατρικών προβλημάτων και την περαιτέρω ανάπτυξη φορμουλών. Ότι τέλος θα εισέφεραν όλοι στη συστηθησόμενη εταιρεία και τα περιουσιακά τους δικαιώματα επί των ανωτέρω φορμουλών, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η παραγωγή των αντίστοιχων σκευασμάτων και η διάθεσή τους στο εμπόριο. Ότι σε εκτέλεση των προφορικών αυτών συμφωνιών την 01-01-2019 τα μέρη προχώρησαν στη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων κατάθεσης πνευματικού έργου με τις οποίες δήλωναν οι μεν εναγόμενοι με τον δεύτερο των εναγόντων ότι το περιουσιακό δικαίωμα επί του λογισμικού με την ονομασία ..... και επί των 42 φορμουλών εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούσαν την παραγωγή προϊόντων στους τομείς της ιατρικής φροντίδας, διαχείρισης βάρους και αθλητικών επιδόσεων θα ανήκει σε όλους από κοινού και εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 1/3 σε έκαστο εξ αυτών, η δε πρώτη ενάγουσα δήλωσε ότι οι 30 φόρμουλες εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούν την παραγωγή προϊόντων ευεξίας και αντιγήρανσης, της ανήκουν αποκλειστικά. Ότι επίσης κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία υπέγραψαν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο δεσμεύτηκαν να προβούν στη σύσταση της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» στην οποία η μεν πρώτη εξ αυτών θα εισέφερε το ποσό των 800.000,00 ευρώ και τις ανωτέρω 30 φόρμουλες παραγωγής προϊόντων ευεξίας και αντιγήρανσης, οι δε υπόλοιποι θα εισέφεραν το λογισμικό με την ονομασία .... και τις ανωτέρω 42 φόρμουλες παραγωγής προϊόντων ιατρικής φροντίδας, διαχείρισης βάρους και αθλητικών επιδόσεων, τα οποία είχαν καταστεί αντικείμενο συγκυριότητάς τους κατά ποσοστό 1/3 έκαστος. Ότι παρά τα αναφερόμενα στις ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις κατάθεσης ουδέποτε παρεδόθη στους ενάγοντες ο πηγαίος ή αντικειμενικός κώδικας ή εκτελέσιμο αρχείο του προγράμματος ή έστω και διάγραμμα ροής, το οποίο να αποκαλύπτει τον βασικό έστω αλγόριθμό του, ενώ επίσης ουδέποτε παραδόθηκαν οι αναλογίες των συστατικών των φορμουλών, με αποτέλεσμα η παραγωγή τους να είναι αδύνατη. Ότι δυνάμει της με αριθμ. ..../22-11-2019 πράξης σύστασης του συμβολαιογράφου Αθηνών, Θ., ιδρύθηκε νόμιμα η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» μεταξύ των ιδίων αφενός και των εναγόμενων αφετέρου, σύμφωνα με το καταστατικό της οποίας η πρώτη των εναγόντων ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει ως κεφαλαιακή εισφορά το ποσό των 800.000,00 ευρώ, οι δε λοιποί εταίροι ανέλαβαν την υποχρέωση να εισφέρουν στην εταιρεία, υπό τη μορφή της κεφαλαιακής εισφοράς σε είδος τα περιουσιακά τους δικαιώματα επί του λογισμικού και των φορμουλών. Επίσης εκθέτουν ότι, παρά το γεγονός ότι η πρώτη των εναγόντων εισέφερε το ποσό των 800.000,00 ευρώ, οι εναγόμενοι αρνούνται να αποκαλύψουν σε αυτήν την ακριβή σύσταση των 30 φορμουλών που της μεταβίβασαν, αλλά και τον πηγαίο κώδικα του λογισμικού με την ονομασία .... και την ακριβή σύσταση των 42 φορμουλών των οποίων είναι συγκύριοι, ισχυριζόμενοι ότι η μεταξύ τους συμφωνία αποσκοπούσε στην εισφορά του λογισμικού και των φορμουλών στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» και όχι σε αυτούς προσωπικά και ότι σε κάθε περίπτωση η γνώση του πηγαίου κώδικα του λογισμικού και της σύστασης των φορμουλών από την δεύτερη εναγόμενη, η οποία τυγχάνει και διαχειρίστρια της ΙΚΕ, αρκεί για την ολοκλήρωση της υποχρέωσης εισφοράς τους. Ότι επίσης οι εναγόμενοι αρνούνται να αποκαλύψουν στη συσταθείσα εταιρεία και την απαραίτητη για την λειτουργία της τεχνογνωσία για την πραγματοποίηση και εκμετάλλευση των 4 πολυγονιδιακών εξετάσεων που ισχυρίζονται ότι έχουν αναπτύξει, όπως και των ίδιων 4 ομάδων (panels) γονιδίων, στις οποίες οι εξετάσεις αυτές βασίζονται. ’Οτι οι εναγόμενοι έχουν υποχρέωση έναντι της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» να αποκαλύψουν τον πηγαίο κώδικα του λογισμικού και τις πλήρεις συνθέσεις των φορμουλών καθώς και τις 4 ομάδες (panels) γονιδίων που έχουν εντοπίσει, την τεχνογνωσία γύρω από τις 4 αντίστοιχες πολυγονιδιακες εξετάσεις. Ότι την εκπλήρωση όλων των ανωτέρω υποχρεώσεων των εναγόμενων από τις εταιρικές κεφαλαιακές εισφορές έναντι της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ», δύνανται να ζητήσουν το μεν ευθέως βάσει της εταιρικής σύμβασης το δε πλαγιαστικά, δεδομένου ότι η εταιρεία, υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης αμελεί να τις ασκήσει, σε περίπτωση δε εξόδου τους θα έχουν εναντίον της αξίωση για την αξία των μεριδίων τους και περίπτωση λύσης της αξίωση στο προϊόν της εκκαθάρισης. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν: α) Να αναγνωρισθεί ότι οι κεφαλαιακές σε είδος εισφορές που προβλέπει το από 22-11-2019 καταστατικό της εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» αφορούν μεταβιβάσεις κατά κυριότητα, β) να αναγνωρισθεί ότι δια των με αριθμ. ..., ..., ... .../01-11-2019 συμβολαιογραφικών πράξεων, οι εναγόμενοι μεταβίβασαν στην πρώτη εξ αυτών το πλήρες περιουσιακό δικαίωμα επί των 30 φορμουλών εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούν την παραγωγή προϊόντων ευεξίας και αντιγήρανσης, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποκαλύψουν και να παραδώσουν εγγράφως στην πρώτη των εναγόντων την πλήρη σύσταση, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστιαίων αναλογιών των επιμέρους συστατικών και τις σχετικές μελέτες αποτελεσματικότητας των 30 φορμουλών εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούν την παραγωγή προϊόντων ευεξίας και αντιγήρανσης, προκειμένου εκείνη στη συνέχεια να αποκαλύψει και παραδώσει την πλήρη σύσταση αυτή στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ», δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποκαλύψουν και να παραδώσουν εγγράφως στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» τον πλήρη πηγαίο κώδικα του λογισμικού με την ονομασία .... και την πλήρη σύσταση, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστιαίων αναλογιών των επιμέρους συστατικών και τις σχετικές μελέτες αποτελεσματικότητας των 42 φορμουλών εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούν την παραγωγή προϊόντων στους τομείς ιατρικής φροντίδας, διαχείρισης βάρους και αθλητικών επιδόσεων, ε) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποκαλύψουν και να παραδώσουν εγγράφως στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» την τεχνογνωσία τους για τη διενέργεια των 4 πολυγονιδιακών εξετάσεων στα αποτελέσματα των οποίων αντιστοιχίζονται σε εξατομικευμένο επίπεδο οι ανωτέρω φόρμουλες μέσω του ανωτέρω λογισμικού, συμπεριλαμβανομένων στην τεχνογνωσία αυτή και των τεσσάρων αντίστοιχων ομάδων (panels) γονιδίων που έχουν και συσχετίσει με συγκεκριμένες παθήσεις και τάσεις της εργαστηριακής διαδικασίας εντοπισμού των γονιδίων αυτών μέσω πολυγονιδιακών εξετάσεων, στ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να συμπράξουν μαζί τους στη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης στην οποία θα αναγνωρίζονται οι μεταβιβάσεις κατά κυριότητα όλων των ανωτέρω άυλων στοιχείων στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» και θα καταγράφονται λεπτομερώς και θα περιλαμβάνονται τα επιμέρους στοιχεία του και δη ο πλήρης πηγαίος κώδικας του λογισμικού, η ποσοστιαία σύσταση των φορμουλών, η τεχνογνωσία για τη διενέργεια των τεσσάρων πολυγονιδιακών εξετάσεων στα αποτελέσματα των οποίων αντιστοιχίζονται σε εξατομικευμένο επίπεδο οι ανωτέρω φόρμουλες μέσω του ανωτέρω λογισμικού, συμπεριλαμβανομένων στην τεχνογνωσία αυτή και των τεσσάρων αντίστοιχων ομάδων (panels) γονιδίων που έχουν και συσχετίσει με συγκεκριμένες παθήσεις και τάσεις της εργαστηριακής διαδικασίας εντοπισμού των γονιδίων αυτών μέσω πολυγονιδιακών εξετάσεων και οι μελέτες αποτελεσματικότητας της κάθε μίας από τις ανωτέρω φόρμουλες, ζ) να καταδικασθεί έκαστος των εναγομένων σε χρηματική ποινή 50.000 ευρώ υπέρ τους και σε προσωπική κράτηση ενός έτους και η) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται η από 20-05-2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, (χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση πρακτικού περί υποχρεωτικής πρώτης συνεδρίας, αφού κατ' άρθρο 74 παρ. 14 ν. 4690/2020, σε συνδ. με το άρθρο 44 παρ. 6 του ν. 4640/2019, η σχετική υποχρέωση αφορά τις αγωγές που κατατίθενται μετά την 01-07-2020), αρμοδίως και εν γένει παραδεκτώς (βλ. άρθ. 7, 9, 12-14, 18, 27, 218, 219 και 70 ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, με βάση τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα, η αγωγή είναι παραδεκτή, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγόμενων περί απαραδέκτου αυτής λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο των εναγόντων της θετικής διαδικαστικής προϋπόθεσης ενεργητικής τους νομιμοποίησης. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, αφενός μεν διότι την εταιρική ιδιότητα φέρει μόνο η δεύτερη εξ αυτών, αφετέρου δε διότι οι ενάγοντες δεν είναι οι αληθείς φορείς των εισφορών σε είδος, παρά μόνο το νομικό πρόσωπο της ΙΚΕ με την επωνυμία «.... ΙΚΕ». Σχετικά πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει ο έχων έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντας μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντας ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ' αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντας ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια και σε περίπτωση όπου δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεως του ισχυρισμό την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως (βλ. ΑΠ 59/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 77/2016 ΤΝΠ ΝΠΟΜΟΣ, ΑΠ 1718/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αγωγή και τα σχετικά προβαλλόμενα αγωγικά αιτήματα, ανεξαρτήτως της νομικής τους βασιμότητας, που θα εξετασθεί κατωτέρω, συνάπτονται με την περαιτέρω — έννομη συνέπεια στην οικεία έννομη σχέση, ήτοι την καταβολή ή μη της κεφαλαιακής εισφοράς εκ μέρους των εναγόμενων εταίρων και ως αξιολογούνται ως αυτοτελή αιτήματα, ενεργητικώς νομιμοποιείται μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας και όχι οι ενάγοντες. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. I γ) σκέψη του παρόντος συλλογισμού, οι ενάγοντες στο βαθμό που ζητούν την εκπλήρωση των αιτημάτων τους στο πρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ», νομιμοποιούνται στην άσκηση αυτής ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Σημειωτέον ότι, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, τόσο η πρώτη όσο και ο δεύτερος των εναγόντων, συμβλήθηκαν στη σύμβαση για τη σύσταση της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας εισφέροντας ο καθένας τα αναφερόμενα στην αγωγή περιουσιακά δικαιώματα και απέκτησαν έτσι και οι δύο την εταιρική ιδιότητα. Περαιτέρω, τα υπό στοιχ. α και β αναγνωριστικά αιτήματα της αγωγής, τυγχάνουν, απορριπτέα ελλείψει ειδικού εννόμου συμφέροντος του άρθρου 70 ΚΠολΔ, διότι πρόκειται περί αιτημάτων βεβαίωσης και νομικής αξιολόγησης πραγματικών γεγονότων, που, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. IV σκέψη του παρόντος συλλογισμού, δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, αφού συνιστούν μεμονωμένα στοιχεία έννομης σχέσης και πραγματικές και νομικές καταστάσεις. Τα λοιπά αιτήματα της αγωγής, υπό στοιχ. γ και δ, τυγχάνουν απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα και τούτο διότι: Κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, οι διάδικοι συμφώνησαν και προχώρησαν στη μεταβίβαση των επίδικων άυλων περιουσιακών δικαιωμάτων τους στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ», υπό τη μορφή κεφαλαιακών εισφορών σε είδος, σύμφωνα με το καταστατικό και κατά το ποσοστό εκάστου, όπως ορίστηκε σε αυτό. Η μεταβίβαση αυτή, ως προς την οποία, κατά την άποψη που προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 470, 455 επ. ΑΚ περί εκχώρησης (βλ. νομική σκέψη υπό στοιχ. II γ)), είναι νομικώς δυνατή και ολοκληρώνεται με την υπογραφή του καταστατικού και την πιστοποίηση εκ μέρους του διαχειριστή της εταιρείας ΙΚΕ, εν προκειμένω της δεύτερης εναγόμενης, ότι καταβλήθηκαν ολοσχερώς οι εισφορές. Κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, μετά την υπογραφή του καταστατικού, ολοκληρώθηκε η σύσταση της εταιρείας δια της καταχώρησής αυτού στο ΓΕΜΗ. Πλην όμως, οι επίδικες κεφαλαιακές εισφορές σε είδος, δεν εκπληρώθηκαν καθόσον δεν παραδόθηκε στην εταιρεία, όπως αυτή εκπροσωπείται, ούτε ο πηγαίος κώδικας του επίδικου λογισμικού με την ονομασία ...., αλλά ούτε και η ακριβής ποσοστιαία σύσταση των φορμουλών των εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούν την παραγωγή προϊόντων ευεξίας και αντιγήρανσης αλλά και των προϊόντων που αφορούν τους τομείς της ιατρικής φροντίδας, διαχείρισης βάρους και αθλητικών επιδόσεων. Το γεγονός αυτό συνιστά νομικό ελάττωμα των επίδικων εισφορών, και εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις περί ευθύνης του εκχωρητή από επαχθή αιτία (άρθρο 467 ΑΚ). Οι έννομες συνέπειες ωστόσο δεν καθορίζονται από τη διάταξη αυτή, αλλά από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις που διέπουν την υποκείμενη αιτία, ήτοι εν προκειμένω τις προδιαλειφθήεσεις στην υπό στοιχ. I νομική σκέψη, διατάξεις του ν. 4072/2012, όπου ορίζουν την ευθύνη του διαχειριστή σε περίπτωση μη καταβολής των κεφαλαιακών εισφορών και την υποχρέωσή του να προχωρήσει σε μείωση του εταιρικού κεφαλαίου και ακύρωση των αντίστοιχων εταιρικών μεριδίων. Συνεπώς, με τα υπό στοιχ. γ και δ αγωγικά αιτήματα, όπως αυτά εκτιμώνται ορθώς από το παρόν Δικαστήριο, ήτοι τα αιτήματα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποκαλύψουν και να παραδώσουν εγγράφως, στην πρώτη των εναγόντων, άλλως στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ», την ακριβή ποσοστιαία σύσταση των 72 συνολικά φορμουλών των εξατομικευμένων προϊόντων που αφορούν την παραγωγή προϊόντων ευεξίας και αντιγήρανσης αλλά και των προϊόντων που αφορούν τους τομείς της ιατρικής φροντίδας, διαχείρισης βάρους και αθλητικών επιδόσεων και τον πλήρη πηγαίο κώδικα του λογισμικού με την ονομασία ....., οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, υπό την ιδιότητά τους ως εταίρων της ως άνω εταιρείας ΙΚΕ να καταβάλουν τις αναληφθείσες με το καταστατικό κεφαλαιακές εισφορές σε είδος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. I γ) νομική σκέψη, σε περίπτωση μη ολοσχερούς καταβολής της κεφαλαιακής εισφοράς, ο διαχειριστής υποχρεούται να προβεί άμεσα σε αντίστοιχη μείωση του κεφαλαίου και σε ακύρωση των εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο που δεν καταβλήθηκε, ώστε να μην υπάρχουν ανεξόφλητα μερίδια. Σε διαφορετική περίπτωση οι εταίροι διατηρούν σε βάρος του τις αξιώσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 67 του ν.4072/2012, ενώ ο ίδιος υπέχει και ποινική ευθύνη. Συνεπώς, δεν δύνανται οι εναγόμενοι, να υποχρεωθούν δια της έκδοσης δικαστικής απόφασης να προβούν στην καταβολή της κεφαλαιακής εισφοράς τους. Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα υποκαθιστούσε τα εταιρικά όργανα, λαμβάνοντας στη θέση αυτών τις σχετικές αποφάσεις περί τη μεταβολή του κεφαλαίου, παρεμβαίνοντας έτσι, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην εσωτερική, εταιρική τάξη. Επίσης, το αίτημα της κρινόμενης αγωγής (υπό στοιχ. στ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να συμπράξουν με τους ενάγοντες στη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης, στην οποία θα αναγνωρίζονται οι μεταβιβάσεις κατά , κυριότητα όλων των επίδικων άυλων στοιχείων στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ», είναι νομικώς ανεπέρειστο, οι δε ενάγοντες θα μπορούσαν υπό την εταιρική τους ιδιότητα να ζητήσουν τη μείωση του κεφαλαίου από τον διαχειριστή της εταιρείας δια της σύγκλησης σε κάθε περίπτωση, του αρμοδίου οργάνου αυτής, προκειμένου να αποφασίσει αυτό για την μείωση του κεφαλαίου. Ανεξαρτήτως δηλαδή, της ελλιπούς ολοκλήρωσης της καταβολής της εισφοράς, ήτοι της μεταβίβασης των πνευματικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ex post δημιουργία αιτίας εξαναγκασμού των εναγόμενων να συμπράξουν στην υπογραφή μιας τέτοιας συμβολαιογραφική πράξης κατά παράκαμψη της νόμιμης προς τούτο διαδικασίας ήτοι χωρίς να ληφθεί απόφαση των εταίρων προς μείωση του κεφαλαίου αυτού. Τέλος νομικά αβάσιμο τυγχάνει και το αίτημα της αγωγής υπό στοιχ. ε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποκαλύψουν και να παραδώσουν εγγράφως στην εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» την τεχνογνωσία τους για τη διενέργεια των 4 πολυγονιδιακών εξετάσεων, συμπεριλαμβανομένων στην τεχνογνωσία αυτή και των 4 αντίστοιχων ομάδων (panels) γονιδίων, διότι καμία σχετική υποχρέωση δεν ανέλαβαν δια του καταστατικού της εταιρείας ΙΚΕ οι εναγόμενοι, ακόμη δε και αν το είχαν πράξει, ισχύουν τα εκτενώς αναφερόμενα ανωτέρω. Συναφώς μετά την απόρριψη των κύριων αγωγικών αιτημάτων, τα προμνημονευθέντα παρεπόμενα αιτήματα, περί απαγγελίας εις βάρος καθενός των εναγόμενων χρηματικής ποινής ( ύψους 50.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως κατ' άρθρο 946 ΚΠολΔ, απορρίπτονται, ως μη νόμιμα. Πρέπει, συνεπώς η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της και τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασΐστηκε στην Αθήνα, στις 06-04-2022.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6-5-2022 απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου