ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1168/2022
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Λινό, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνα Πολυζωγοπούλου, Πρωτόδικη Εισηγήτρια, Μαρία Τσακίρη, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα, Μαριάνθη Μισαηλίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 20η Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της Κ. του Π., κατοίκου .... Αττικής, (οδός ...), με ΑΦΜ ... και 2) Β. του Ε., κατοίκου ομοίως με ΑΦΜ ....., για τους οποίους προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις οι δια των από 22-09-2020 δικαστικών πληρεξουσίων κοινοί πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ΙΔ (AM ... ΔΣΑ), ΔΓ (AM ... ΔΣΑ) και ΓΚ (AM ... ΔΣΑ), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ι. του Μ., κατοίκου .... Αττικής, (οδός ... αριθμ. ...) με ΑΦΜ ... και 2) Ε. του Κ., κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ ...., για τους οποίους προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο δια των από 06-10-2020 δικαστικών πληρεξουσίων κοινός πληρεξούσιος δικηγόρος τους, ΘΖ (AM ... ΔΣΑ), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Οι ενάγοντες Αιτούν να γίνει δεκτή η από 24-05-2020 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2020 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ..../2020, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε κατ' άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ΣΤΑ1/7.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, δεν παραστάθηκαν, πλην όμως κατέθεσαν προσηκόντως, εντός της προθεσμίας Π του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015, προτάσεις, δια των οποίων αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους και ζητούν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. α) Με τις διατάξεις των άρθ. 43 επ. του ν. 4072/2012 θεσμοθετήθηκε νέος εταιρικός τύπος ήτοι αυτός της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας (εφεξής ΙΚΕ), με σκοπό να καλυφθούν οι ανάγκες μικρομεσαίων ιδίως επιχειρήσεων για άσκηση της επιχειρηματικής τους δράσης μέσω ενός εταιρικού σχήματος που θα κυμαινόταν μεταξύ ανώνυμης εταιρίας και προσωπικών εταιριών και θα ήταν απαλλαγμένο από δύσκαμπτες ρυθμίσεις του νόμου περί ΕΠΕ και από το σύμφυτο με την τελευταία σύστημα της διπλής πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων (βλ. σχετικώς Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, β' έκδ., 2016, σ. 601 επ., Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες ζ' έκδ., 2012, σ. 579 επ., Β. Αντωνόπουλος Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, δ' εκδ., 2016, σ. 1 επ.). Θεσπίζοντας την ως άνω ευέλικτη και κατάλληλη για μικρομεσαίες ιδίως επιχειρήσεις εταιρική μορφή, ο νομοθέτης επιχείρησε, συνεπώς να συνδυάσει στοιχεία από το δίκαιο των προσωπικών εταιριών (π.χ. το μη επιβεβλημένο της ύπαρξης εταιρικού κεφαλαίου ιδία μετά την τροποποίηση του άρθ. 43 § 3 εδ. α' του ν. 4072/2012 από τον ν. 4155/2013, και την έλλειψη διατυπώσεων) και από το δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιριών (π.χ. ελεύθερη μεταβίβαση εταιρικής συμμετοχής έλλειψη ευθύνης για εταιρικά χρέη κ.α. βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 601, στον αρ. περ. 2). Πρόκειται για εταιρία με νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά με την καταχώρισή της στο ΓΕΜΗ, και με σωματειακή δομή, η οποία είναι εμπορική κατά το τυπικό σύστημα και ανήκει κατά βάση στις κεφαλαιουχικές εταιρίες ευθυνόμενη κατ' αρχάς για τα χρέη της μόνο αυτή με την περιουσία της εξαιρουμένης της περίπτωσης εταίρων με εγγυητικές εισφορές οι οποίοι υπέχουν περιορισμένη ευθύνη για τα εταιρικά χρέη (βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 603, στους αρ. περ. 5 επ., Ρόκα, ό.π., σ. 580). Οι βασικοί μηχανισμοί προστασίας των εταιρικών δανειστών, που θεσπίζονται στις κεφαλαιουχικές εταιρίες απαντώνται και στην ΙΚΕ. Κατά την αρχική πρόβλεψη, η ΙΚΕ έπρεπε κατά τη σύστασή της να έχει κεφάλαιο τουλάχιστον ενός ευρώ, μετά την τροποποίηση του άρθ. 43 § 3 εδ. α' του ν. 4072/2012 από τον ν. 4155/2013, ωστόσο, μπορεί αυτή να ιδρυθεί σήμερα και χωρίς κεφάλαιο, στοιχείο που συμβαδίζει με την κοινή πλέον διαπίστωση ότι ο μηχανισμός προστασίας των εταιρικών δανειστών μέσω του κεφαλαίου σχετική μόνον αξία έχει και ελάχιστα διασφαλίζει κατ' ουσίαν τη φερεγγυότητα της εταιρίας (βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 603, στον αρ. περ. 5). β) Περαιτέρω, οι εισφορές στην ΙΚΕ διακρίνονται σε κεφαλαιακές εξωκεφαλαιακές και εγγυητικές χωρίς να είναι αναγκαίο άπαντα τα ως άνω είδη εισφορών να συνδυάζονται στην αυτή εταιρία. Κάθε εταίρος μπορεί να έχει εταιρικά μερίδια, που εκπροσωπούν διαφορετικά είδη εισφορών, ενώ κάθε εταιρικό μερίδιο μπορεί να εκπροσωπεί ένα μόνο είδος εισφοράς Οι κεφαλαιακές εισφορές που αποτελούν εισφορές σε μετρητά ή σε είδος, σχηματίζουν το κεφάλαιο της ΙΚΕ, το σύνολο δε της ονομαστικής αξίας των εισφορών του εν λόγω είδους σχηματίζουν το κεφάλαιο της εταιρίας, που εμφανίζεται και στον σχετικό λογαριασμό των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας (βλ. Ρόκα, ό.π., σ. 582-583, Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 621-624 και αναλυτικά Αντωνόπουλο, ό.π., σ. 135-166-βλ. σχετικώς άρθ. 76-80 του ν. 4072/2012). Οι κεφαλαιακές εισφορές σε είδος απαιτείται να είναι δεκτικές χρηματικής αποτίμησης και να μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο του ενεργητικού. Η αποτίμηση γίνεται κατ' αρχάς σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθ. 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920 και υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ, δεν απαιτείται, ωστόσο, να λάβει χώρα, όταν η αξία της εισφοράς κατά το καταστατικό ή, σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου, κατά την απόφαση που αυξάνει το κεφάλαιο, δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ (βλ. σχετικώς Αντωνόπουλο, ο.π., σ. 140-144, Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 622). Οι κεφαλαιακές εισφορές, είτε είναι χρηματικές είτε εισφορές είδους, πρέπει να καταβληθούν ολοσχερώς κατά την ίδρυση της εταιρίας, δηλαδή την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ, ή κατά την αύξηση του κεφαλαίου, ο δε διαχειριστής οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη σύσταση ή την αύξηση του κεφαλαίου να βεβαιώσει την ολοσχερή καταβολή με πράξη, που καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ. Η υπαίτια παράλειψη πιστοποίησης της καταβολής ή ανακριβής πιστοποίηση μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του διαχειριστή έναντι της εταιρείας και των τρίτων για τη ζημία που τυχόν θα υποστούν. Αν το κεφάλαιο καλύπτεται με εισφορές είδους, ο διαχειριστής οφείλει να πιστοποιήσει ότι το αντικείμενο που καταβλήθηκε είναι εκείνο που προβλέπεται στο καταστατικό και που αποτιμήθηκε κατά τα άρθρα 99α ν.2190/1920. Επί μη ολοσχερούς καταβολής, ο διαχειριστής οφείλει να προβεί άμεσα σε μείωση του κεφαλαίου και ακύρωση των εταιρικών μεριδίων, που δεν εξοφλήθηκαν (βλ. άρθ. 77 § 4 του ν. 4072/2012). Αύξηση ή μείωση των εταιρικών μεριδίων, που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου (βλ. άρθ. 77 § 3 του ν. 4072/2012, καθώς και Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 622, στον αρ. περ. 3). Δεν είναι δυνατόν στον εταίρο να επικαλεστεί ολική καταβολή αξίας κάποιων μεριδίων και μη καταβολή της αξίας άλλων λόγω της αρχής του αδιαίρετου της καταβολής του κεφαλαίου. Ο διαχειριστής που δεν προέβη στα ανωτέρω έχει ποινική ευθύνη κατ' άρθρο 119 περιπτ. Στ' ν. 4072/2012, ενώ οι εταίροι θα μπορούν να λάβουν οι ίδιοι απόφαση μείωσης του κεφαλαίου. Αν δεν υπάρξει ούτε πράξη του διαχειριστή ούτε απόφαση των εταίρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε αυτόματη μείωση του κεφαλαίου (βλ. Αλ. Σπυρίδωνος, Δίκαιο ΙΚΕ & ΕΠΕ, Ερμηνεία κατ' άρθρο. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 30). Αν τώρα η εισφορά σε είδος βαρύνεται με νομικό ελάττωμα, ο εταίρος υποχρεούται να το άρει διαφορετικά ο διαχειριστής προχωράει επίσης στη μείωση του κεφαλαίου και ακύρωση των μεριδίων. Αν πάλι βαρύνεται με πραγματικό ελάττωμα, ο διαχειριστής μειώνει επίσης το κεφάλαιο ακυρώνοντας τα μερίδιά του ή ζητάει από τον εταίρο τη συμπλήρωσή του με χρήμα (Β. Αντωνόπουλος, ό.π. σελ. 143-144). γ) Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 67 «1. Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι της εταιρείας για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων, καθώς και για κάθε διαχειριστικό πταίσμα. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση των εταίρων ή που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος, Αν περισσότεροι διαχειριστές ενήργησαν από κοινού, ευθύνονται εις ολόκληρο. 2. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να απαλλάσσεται ο διαχειριστής μετά την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων μόνο για τα διαχειριστικά πταίσματα, εκτός αν οι εταίροι παρέχουν ομόφωνα γενική απαλλαγή. 3. Η αξίωση της εταιρείας παραγράφεται μετά τριετία από την τέλεση της πράξης. 4. Την αγωγή της εταιρείας για αποζημίωση ασκεί και οποιοσδήποτε εταίρος ή διαχειριστής της εταιρείας. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να ορίζεται ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης.». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο διαχειριστής ΙΚΕ ευθύνεται έναντι του νομικού προσώπου αυτής για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων. Επίσης ο διαχειριστής ΙΚΕ ευθύνεται και για κάθε «διαχειριστικό πταίσμα» (άρθρ. 67 παρ. 1 εδ. α' ν. 4072/2012). Σε διαχειριστικό πταίσμα θα υποπίπτει ο διαχειριστής, εάν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως οργάνου της εταιρείας παραβίασε τους κανόνες επιμέλειας τους οποίους μπορεί και οφείλει να τηρεί ο μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας με βάση την καλή πίστη (αρ. 288 και 281 ΑΚ). Στις ανωτέρω περιπτώσεις η ΙΚΕ έχει αξίωση κατά του διαχειριστή για αποκατάσταση της Οίμίας, την οποία υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του. Επομένως, για να θεμελιωθεί ευθύνη του διαχειριστή θα πρέπει να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του γενικού δικαίου της αποζημίωσης. Ο διαχειριστής δεν έχει ευθύνη έναντι των εταίρων, οι οποίοι κατ' αρχήν δεν έχουν ευθεία αξίωση εναντίον του για τη ζημία που υφίστανται από τις πράξεις που αυτός ενεργεί κατά τα ανωτέρω, αφού τη ζημία υφίσταται η εταιρεία και οι εταίροι υφίστανται μόνο έμμεση ζημία. Η έμμεση ζημία των εταίρων μπορεί να αποκατασταθεί κατ' αρχήν μόνο εμμέσως, μέσω της αποκατάστασης της άμεσης ζημίας του νομικού προσώπου της IKE (Β. Αντωνόπουλος, ΙΚΕ ό.π. υπό αρθρ. 67/1 σελ. 71). Η εταιρική αγωγή της ΙΚΕ κατά του διαχειριστή, εφόσον θεμελιώνεται ευθύνη του κατά τα ανωτέρω, δεν προϋποθέτει τη λήψη προηγούμενης απόφασης των εταίρων, με την οποία αποφασίζεται η άσκησή της. Η εταιρική αγωγή ασκείται κατ' αρχήν από την ίδια την εταιρεία νομίμως εκπροσωπούμενη. Μπορεί όμως να ασκηθεί και πλαγιαστικώς από οποιονδήποτε εταίρο ή διαχειριστή της ΙΚΕ ως μη δικαιούχο διάδικο με αίτημα την καταβολή της αποζημίωσης στο νομικό πρόσωπο της ΙΚΕ. Πλαγιαστική άσκηση της αγωγής από τρίτον δεν μπορεί να ασκηθεί (ΑΠ 580/1984 ΕΕμπΔ 1985. 464, ΕφΠειρ 235/2007 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 3669/2002 ΕλλΔνη 2003. 218, ΕφΘεσ 309/1998 ΔΕΕ 1998. 602, ΠΠρΘεσ 3526/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 3972/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 12535/2009 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΘεσ 34395/2008 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΗρακλ 537/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑρτ 32/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 13481/1996 Αρμ. 1997. 1345, βλ. Σπυρίδωνος ό.π σελ.479-483, Γιοβαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, επιμ. Απ. Γεωργιάδη, Τ. Ι., υπό το άρθρο 741, στον αρ. περ. 40, Μαρίνο, ο.π., σελ. 117-118, στους αρ. περ. 176 επ.). Ειδικότερα, η εν λόγω νομική κατασκευή (actio pro socio) ευρίσκει το έρεισμά της στην εταιρική σύμβαση και στο γεγονός ότι οι εταίροι, κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης, υπόσχονται, κατ' άρθρο 741 ΑΚ, την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων όχι μόνο προς το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, αλλά και σε κάθε εταίρο ατομικά (βλ. αναλυτικά Μαρίνο, ο.π., σελ. 113 επ., στους αρ. περ. 161 επ., Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδ, σελ. 81-82, Παναγιώτου, Το Νέο Δίκαιο της Ομόρρυθμης & Ετερόρρυθμης Εταιρίας 2013, σελ. 135 επ., Λιακόπουλο σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 748, στον αρ. 10, Κολοτούρο, Actio Pro Sodo Η δικονομική διάστασις της εταιρικής αγωγής, 2006 passim). Με βάση αυτή την κατ' ουσίαν συμπληρωτική ερμηνεία της εταιρικής σύμβασης σύμφωνα με την καλή πίστη (άρθρο 200 ΑΚ), συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην άσκηση σχετικής αγωγής για την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων, που ερείδονται στην εταιρική σύμβαση, νομιμοποιείται μεν κατ’ αρχάς το νομικό πρόσωπο της εταιρίας εκπροσωπούμενο από τον διαχειριστή της στην περίπτωση, όμως που ο τελευταίος δεν υπάρχει ή αδρανεί ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 750 ΑΚ, τις αξιώσεις της εταιρίας δύναται να τις ασκήσει, με επίκληση των ανωτέρω γεγονότων, και έκαστος των εταίρων στο όνομά του αιτούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος την εκπλήρωση (πχ την καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς ή την καταβολή αποζημίωσης λόγω παράβασης πρωτογενών υποχρεώσεων από την εταιρική σύμβαση ή την παροχή λογοδοσίας) προς την εταιρία και όχι προς τον ίδιο ατομικά (βλ. ως προς τη θεμελΐωση και τις προϋποθέσεις άσκησης της εν λόγω αγωγής αντί άλλων Μαρίνο, ο.π., σελ. 113-116, ΕφΠειρ 378/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘες 10390/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘες 3879/2001 ΑΡΜ 2002,240). δ) Τέλος, στο άρθρο 744 ΑΚ ορίζεται ότι: «Ως προς τον κίνδυνο της εισφοράς την ευθύνη για ελαττώματά της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη μίσθωση, αν η εισφορά συνίσταται στη χρήση πράγματος ή εργασία, και οι διατάξεις για την πώληση, αν η εισφορά συνίσταται στην κυριότητα πράγματος». Ιδίως εφαρμόζεται το άρθρο 516 ΑΚ, που παραπέμπει στις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336, 347 επ. και 380 επ. ΑΚ, ωστόσο με την επιφύλαξη της υποκατάστασης του δικαιώματος υπαναχώρησης από εκείνο της καταγγελίας κατ' άρθρο 743 ΑΚ. Γίνεται ωστόσο δεκτή διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 744 ΑΚ, ώστε να εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις που καλύπτουν άλλα ζητήματα αφορώντα την ευθύνη του εισφέροντα (λ.χ. χρονικά όρια, περιεχόμενο, περιορισμούς ευθύνης κλπ). Αντίστοιχα, εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις άλλων επώνυμων συμβάσεων που καλύπτουν αντίστοιχες κατηγορίες εισφορών, όπως εκείνες για τη σύμβαση έργου (επί εισφοράς έργου) ή για την εκχώρηση απαίτησης (επί εισφοράς απαίτησης), οι οποίες ως ειδικότερες εκτοπίζουν τις διατάξεις για την πώληση δικαιώματος Επίσης ο καταρχήν ενδοτικός χαρακτήρας των διατάξεων, στις οποίες γίνεται παραπομπή, επιτρέπει στους εταίρους να ρυθμίσουν κατ' απόκλιση από τις νόμιμες ρυθμίσεις τα ζητήματα του κινδύνου και τις ευθύνης για ελκώματα (βλ. Γιοβαννόπουλος σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 744 αρ. 4 πρβλ. Θ Σιδηρόπουλο, Η έκτακτη αύξηση κεφαλαίου στην ανώνυμη εταιρία, 1 » 2008, σελ. 162-163).
ΙΙ. α). Σύμφωνα με την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1991 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, υποχρεούνται τα κράτη-μέλη να θεωρήσουν το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ως λογοτεχνικό έργο. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της εν λόγω Οδηγίας στο οποίο καθορίζεται το αντικείμενο της προστασίας ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας τα κράτη-μέλη προστατεύουν τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σαν λογοτεχνικά έργα κατά την έννοια της σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ο όρος "προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών" περιλαμβάνει και το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού τους. 2. Η προστασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της παρούσας οδηγίας. 3. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται εφόσον είναι πρωτότυπο με την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του. Η παροχή της προστασίας δεν εξαρτάται από την εφαρμογή κανενός άλλου κριτηρίου». Το περιεχόμενο της ως άνω Οδηγίας του Συμβουλίου έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εντούτοις, το άρθρο 1 και της Οδηγίας αυτής, είναι πανομοιότυπο με το προπαρατιθέμενο άρθρο της ως ανωτέρω Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του συγκεκριμένου νόμου, «οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν πάνω σ' αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)», ενώ και κατά την παρ. 2, «τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν τις εξουσίες, που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος νόμου». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του παραπάνω νόμου απαριθμούνται εκτενώς, ενδεικτικά, τα πνευματικά δημιουργήματα τα οποία, εφόσον είναι πρωτότυπα, θεωρούνται έργα και είναι αντικείμενα της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 1, 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπονται τα εξής: «1. Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα... 3. Θεωρούνται ως έργα λόγου και προστατεύονται κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού τους. Η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσης του, δεν προστατεύονται κατά τον παρόντα νόμο. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο, εφόσον είναι προσωπικό δημιούργημα του δημιουργού του. 4. Η προστασία του παρόντος νόμου είναι ανεξάρτητη από την αξία και τον προορισμό του έργου, καθώς και από το γεγονός ότι το έργο προστατεύεται ενδεχομένως και από άλλες διατάξεις». Ο ορισμός αυτός συμπίπτει εννοιολογικά με τον ανωτέρω ορισμό της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ, η οποία, ως προαναφέρθηκε, προβλέπει ότι το πρόγραμμα ενός υπολογιστή είναι πρωτότυπο, εφόσον είναι «αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του», κατά συνέπεια αρκεί το ίδιο κριτήριο πρωτοτυπίας που απαιτείται για τα άλλα έργα του πνεύματος (βλ. ΑΠ 919/2007, ΑΠ 1493/2009, ΑΠ 1438/2004 και ΕφΘες 1786/2014, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην ελληνική επικράτεια γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται, εφόσον χαρακτηρίζεται από μία προσωπική πνευματική συμβολή του δημιουργού του και από μία ιδιαίτερη ατομικότητα ή εφόσον εμφανίζει δημιουργικό ύφος που το διαφοροποιεί από άλλα παρεμφερή προγράμματα και ασχέτως εάν αυτά, ως τεχνολογικά προϊόντα, προστατεύονται με το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας [βλ. άρθρο 45 του ν. 2121/1993, πρβλ και ΑΠ (Ποινικό τμήμα) 1500/2006, ΑΠ 919/2007, ΕφΠειρ 599/2012, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αρκεί, όμως για να προσδώσει πρωτοτυπία σε ένα έργο, το απλό γεγονός ότι αυτό δεν είναι αντιγραφή (ακόμη και με κάποιες παραλλαγές) ενός άλλου, ούτε η πρωτοτυπία ταυτίζεται με τον κόπο, την επιμέλεια, την έκταση, τη χρησιμότητα, τη δαπάνη ή τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκαν για την εκπόνηση του, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζει (ως σύνολο ή τμήμα του) την απαιτούμενη πρωτοτυπία (βλ. ΕφΘες 1786/2014, ό.π.). Εξάλλου, η προστασία του πρωτότυπου έργου είναι ανεξάρτητη .από το μέγεθος ή την ολοκλήρωση ή την αξία αυτού ή τον προορισμό του, δηλαδή τη δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσης του ή απόκτησης ακαδημαϊκού ή άλλου επιστημονικού τίτλου. Στην τελευταία περίπτωση, δεν απαιτείται για την προστασία του δημιουργού να έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως και επισήμως η πρωτοτυπία του έργου και υπό των αρμοδίων για την απονομή του ακαδημαϊκού τίτλου οργάνων (βλ. ΑΠ 20/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το εάν ένα πνευματικό δημιούργημα είναι πρωτότυπο έργο ή όχι αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, πραγματικό ζήτημα (βλ. ΑΠ 152/2006, ΕλλΔνη 2006, 493 και ΕφΘες 1786/2014, ό.π.). β) Το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ο φορέας των πληροφοριών η έλλειψη του οποίου καθιστά άχρηστη τη συσκευή, στον τομέα δε των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) έχει επικρατήσει το ζεύγος των εννοιών hardware (μηχανικό μέρος του Η/Υ) και software. Η έννοια του τελευταίου περιλαμβάνει όλα τα είδη προγραμμάτων Η/Υ μαζί με το συνοδευτικό υλικό τους, ορίζεται δε ως το σύνολο των διανοητικά επεξεργασθέντων για την επίλυση του προβλήματος επεξεργασίας πληροφοριών. Στη γενική έννοια του software περιλαμβάνονται: α) το πρόγραμμα του Η/Υ, β) ή περιγραφή προγράμματος (προπαρασκευαστικό υλικό) και γ) το συνοδευτικό υλικό. Ως πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή νοείται μία σειρά εντολών που έχουν σκοπό να επιτρέψουν στη συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να εκτελέσει ή επιτύχει ορισμένη λειτουργία ή ορισμένα αποτελέσματα. Επομένως το πρόγραμμα είναι το τελικό προϊόν ή η αποκρυστάλλωση μίας μακράς εξελικτικής διαδικασίας και το σπουδαιότερο μέρος ενός έτοιμου «πακέτου» software, το οποίο περιλαμβάνει τον πηγαίο κώδικα (source code) και το πρόγραμμα της μηχανής (machine code), μέρη που έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική αξία και αποτελούν το προσφιλέστερο αντικείμενο της αντιγραφής. Η περιγραφή του προγράμματος περιλαμβάνει το προστάδιο εκπόνησης του, μέρος και αυτό της γενικής ιδέας του software, που ορίζεται από τις πρότυπες οδηγίες ως μία πλήρης παράσταση διαδικασίας σε γλωσσική, σχηματική ή άλλη μορφή, τα στοιχεία της οποίας επαρκούν για τον καθορισμό μίας σειράς εντολών, οι οποίες θα απαρτίσουν το τελικό πρόγραμμα και με τη βοήθεια των οποίων (στοιχείων) μπορεί να γίνει η οριστική εκπόνηση του, στο δε συνοδευτικό υλικό ή τεκμηρίωση εφαρμογής ανήκουν οι οδηγίες προς το χειριστή, σχόλια, παρατηρήσεις και σημειώσεις που εξηγούν το χειρισμό του προγράμματος. Κεντρική, όμως σημασία για το γράψιμο ενός προγράμματος έχει ο αλγόριθμος που αποτελεί κάθε διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος η εκτέλεση της οποίας έχει προκαθοριστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Η ιδιορρυθμία του αλγόριθμου συνίσταται στο ότι η εκτέλεση του μπορεί να γίνει μηχανικά και, επομένως παριστά μία διαδικασία της οποίας η εκτέλεση δεν απαιτεί δημιουργική φαντασία ή ικανότητα και μπορεί να αφεθεί σε μία απολύτως αυτοματοποιημένη μηχανή. Από άποψη δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας το ζεύγος ιδέας και μορφής αντικατοπτρίζει τη σχέση αλγόριθμου προγράμματος γι' αυτό και ο πρώτος δεν προστατεύεται. Συνακόλουθα, η εκπόνηση ενός προγράμματος Η/Υ γίνεται βάσει προκαθορισμένων κανόνων και αποτελεί μία αξιόλογη διανοητική εργασία, η οποία απαιτεί αναλυτική και συνθετική ικανότητα, φαντασία και κρίση για τη σωστή επιλογή μεθόδου και ορθά κριτήρια επιλογής δεδομένων, ενώ η επιτυχία του εξαρτάται από την ποιότητα και την ακρίβεια των προκαταρκτικών εργασιών και τη δημιουργική ικανότητα εύρεσης του καταλληλότερου αλγόριθμου (βλ. ΕφΠειρ 599/2012, ΕφΑθ 2949/2003 και ΕφΘες 1784/2014, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ως άνω προστασία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει τόσο της ως άνω Οδηγίας 91/250/ ΕΟΚ, όσο και της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2121/1993.