Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

ΕιρΠατρών 8/22 : ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΑΝΗΛΙΚΟ. Αίτηση γονέων για την παροχή άδειας για αποποίηση κληρονομιάς από το ανήλικο τέκνο τους



ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΑΝΗΛΙΚΟ. Αίτηση γονέων για την παροχή άδειας για αποποίηση κληρονομιάς από το ανήλικο τέκνο τους - Ωστόσο, κληρονόμος μπορεί να γίνει μόνο εκείνος που κατά τον χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί - Δεδομένου ότι στην κρινόμενη αίτηση το ανήλικο τέκνο των αιτούντων δεν ήταν στη ζωή, ούτε είχε συλληφθεί κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, δεν καλείται καθόλου στην εξ αδιαθέτου διαδοχή. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη.


Ειρηνοδίκης : Μαρία-Ειρήνη Τσίπη

 

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1526 και 1625 ΑΚ συνάγεται ότι οι γονείς ή ο γονέας (σε περίπτωση θανάτου του άλλου γονέα) δεν έχουν το δικαίωμα στο όνομα του ανηλίκου τέκνου τους, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, να αποποιούνται κληρονομιά που επάγεται στον ανήλικο. Αρμόδιο Δικαστήριο για τη χορήγηση της άδειας είναι το Ειρηνοδικείο της συνήθους διαμονής του ανηλίκου (άρθρο 797 Κ.Πολ.Δ.), που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 121 ΕισΝΑΚ). Περαιτέρω, στην μετά από την χορήγηση της άδειας του Δικαστηρίου αποποίηση της κληρονομιάς προβαίνουν οι γονείς ως νόμιμοι αντιπρόσωποι του τέκνου στο όνομά του και όχι υπό άλλη ιδιότητα τους ή στο δικό τους όνομα (βλ. Πουλιάδη σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου άρθρο 1526, αριθ. 7, ΕιρΧαν 811/2013 ΤΝΠ-Νόμος).

II. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710, 1711, 1846, 1847, 1848, 1854 και 1856 ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: α) κατά τον χρόνο του θανάτου προσώπου η περιουσία του επάγεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους, οι οποίοι μπορούν να την αποποιηθούν μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθαν την επαγωγή και το λόγο της, β) η αποποίηση αυτή γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς (βλ. και 812 Κ.Πολ.Δ.), γ) αν ο κληρονόμος καλείται στην κληρονομιά σε περισσότερες μερίδες από τον ίδιο ή από άλλο λόγο, μπορεί να την αποδεχθεί ή να την αποποιηθεί για κάθε μία χωριστά, δ) αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, η επαγωγή σε εκείνον που αποποιήθηκε, θεωρείται ότι δεν έγινε και στην περίπτωση αυτή επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου και στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία αρχίζει από τη γνώση της αποποίησης του προηγουμένου και της εξαιτίας αυτής κλήση του κληρονόμου (ΑΠ 493/2003 ΤΝΠ-Νόμος). Ειδικότερα, κληρονόμος μπορεί να γίνει μόνο εκείνος που κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί (ΑΚ 1711 εδ. α). Η επαγωγή της κληρονομιάς είναι η αυτοδίκαιη κλήση και ταυτόχρονη προσωρινή κτήση της από τον κληρονόμο με διαλυτική αίρεση δικαίου, δηλαδή με τη διαλυτική αίρεση της αποποίησης απ αυτόν της κληρονομιάς που έχει επαχθεί σ αυτόν. Ο χρόνος της επαγωγής, με την οποία ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά, ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου τόσο στην από διαθήκη όσο και στην από το νόμο διαδοχή (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Στ, Ημιτόμος Α, άρθρο 1711 ΑΚ, αριθ. 5, 7). Ακόμη και όταν το κληρονομικό δικαίωμα του κληρονόμου βασίζεται σε μεταγενέστερα γεγονότα, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η κλήση κληρονόμου στην κληρονομιά γίνεται μετά από αποποίηση της κληρονομιάς από κληρονόμο που προηγούνταν (βλ. και ΑΚ 1856), κήρυξη προηγούμενου κληρονόμου ως ανάξιου με δικαστική απόφαση (βλ. και ΑΚ 1863) ή ακύρωση της διαθήκης (ΑΚ 1787,184) θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι η επαγωγή έγινε κατά το χρονικό σημείο της ΑΚ 1711 εδ. γ (ΑΠ 1374/1988 ΕλλΔνη 1991. 335, Εφ.Αθ. 5966/2003 ΕλλΔνη 2004. 245, Α. Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ, άρθρο 1711, αριθ. 19). Ο μεταγενεστέρως καλούμενος αρκεί να ζει ή να είναι τουλάχιστον συνειλλημμένος κατά το χρόνο της σ αυτόν επαγωγής της κληρονομιάς (πλασματικής), δηλαδή κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου (Β. Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρο 1856 ΑΚ, αριθ. 3). Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ εκείνον, ο οποίος θα εκαλείτο αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς στη μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομιάς συνδέεται με γεγονότα μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 426/2002, Εφ.Θεσ. 1920/2013 ΤΝΠ-Νόμος).

III. Προσέτι, σύμφωνα με το άρθρο 1711 ΑΚ, ο κυοφορούμενος μπορεί να κληρονομήσει τόσο εκ διαθήκης όσο και εξ αδιαθέτου. Η ρύθμιση βρίσκεται σε αρμονία με την ΑΚ 36. Συνεπώς, ο κυοφορούμενος έχει πλήρη ικανότητα να κληρονομήσει, υπό την αναβλητική νομική αίρεση (condition iuris) ότι θα γεννηθεί ζωντανός. Αν η αίρεση πληρωθεί, ο κυοφορούμενος θεωρείται ότι ήταν ήδη κατά το θάνατο του κληρονομούμενου (ενέργεια ex tunc) γεννημένος. Συνεπώς, είχε κατά τον ίδιο χρόνο την ικανότητα να κληρονομήσει και γι αυτό αποκτά και κληρονομικό δικαίωμα (ΑΚ 36,1710 παρ. 1). Αν όμως η πλήρωση της αίρεσης ματαιωθεί, η συνέπεια είναι, ότι ο κυοφορούμενος δεν είχε ποτέ την ικανότητα να κληρονομήσει και ούτε έγινε ποτέ κληρονόμος. Γι αυτό στην κληρονομιά καλούνται τα πρόσωπα που θα καλούνταν αμέσως με την επαγωγή αν δεν υπήρχε ο κυοφορούμενος. Ο τελευταίος, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις υπεισέρχεται όχι μόνο στα δικαιώματα αλλά και στις υποχρεώσεις της κληρονομιάς. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια της καθολικής διαδοχής. Άλλο είναι το ζήτημα ότι κατ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1912 ο κυοφορούμενος κληρονομεί πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής (Α. Γεωργιάδη/Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ κατ άρθρο Ερμηνεία, Κληρονομικό δίκαιο, Τόμος IX, άρθρο 1711, Μ.Πρ.Ροδ. 259/2012 ΤΝΠ-Νόμος). Τέλος, ως προς τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου της σύλληψης εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, το (μαχητό) τεκμήριο της ΑΚ 1468 (Α. Γεωργιάδης, ό.π., άρθρο 1711, αριθ. 7), κατά το οποίο: «Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό», δηλαδή κατ αρχήν κάποιος θεωρείται κυοφορούμενος έως και δέκα μήνες πριν από τη γέννησή του (Α. Γεωργιάδης, ό.π., άρθρο 36, αριθ. 4).

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα του αβάπτιστου θήλεως ανηλίκου τέκνου τους, εκθέτουν ότι την 30.9.2020 γεννήθηκε ζωντανό το κυοφορούμενο θήλυ τέκνο τους και αιτούνται, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά τους και επικαλούμενοι την πλάνη τους ως προς την υποχρέωση αποποίησης όσον αφορά στο ως άνω ανήλικο τέκνο τους, η οποία πλάνη ήρθη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, λίγες ημέρες πριν την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης, να τους δοθεί η άδεια του Δικαστηρίου να αποποιηθούν, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, την επαχθείσα σε αυτό (με τους όρους της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής) κληρονομιά του παππού του (πατέρα της δεύτερης των αιτούντων) Χ., που απεβίωσε την 9.11.2018 στο Ρίο Πατρών, κατοίκου όσο ζούσε Πατρών, για το λόγο ότι η κληρονομιά αυτή έχει περιορισμένο ενεργητικό, ενώ αντίθετα έχει αυξημένο παθητικό και ως εκ τούτου δεν συνάδει με το συμφέρον του ανηλίκου να επαχθεί σε αυτό.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 και 797 Κ.Πολ.Δ.), καθώς τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ. 2 προδικασία και αντίγραφο της αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου για την ημερομηνία που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, δεν είναι όμως νόμιμη, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I μείζονα της παρούσας, καθόσον κληρονόμος μπορεί να γίνει μόνο εκείνος που κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί. Στην κρινόμενη αίτηση εκτίθεται ότι ο κληρονομούμενος, πατέρας της δεύτερης των αιτούντων, απεβίωσε αδιάθετος την 9.11.2018. Η ως άνω ημερομηνία θανάτου του αποβιώσαντος Χ. είναι και η ημερομηνία επαγωγής της κληρονομιάς με τους όρους της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής στους κληρονόμους του, οι οποίοι σε εκείνο το χρονικό σημείο ευρίσκοντο εν ζωή ή είχαν τουλάχιστον συλληφθεί. Το ανήλικο τέκνο των αιτούντων, δεν ευρίσκετο εν ζωή ούτε είχε συλληφθεί κατά την 9.11.2018, αφού γεννήθηκε την 30.9.2020, όπως αναφέρεται στην υπό κρίση αίτηση, ήτοι 22 μήνες και 21 ημέρες μετά το θάνατο του παππού του. Δεν ασκεί δε επιρροή στα ανωτέρω ότι το ως άνω ανήλικο κλήθηκε μεταγενεστέρως στην κληρονομιά του αποβιώσαντος παππού του, ήτοι μετά την αποποίηση της κληρονομιάς εκ μέρους της γιαγιάς και της μητέρας του, η οποία έλαβε χώρα την 12.2.2019, καθώς με την αποποίηση κληρονομιάς εκ μέρους του κληρονόμου, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ εκείνον, ο οποίος θα εκαλείτο αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, η επαγωγή ωστόσο της κληρονομιάς θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έλαβε χώρα κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Συνεπώς, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση το ανήλικο τέκνο των αιτούντων δεν ήταν στη ζωή ούτε είχε συλληφθεί κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην υπό στοιχείο II μείζονα της παρούσας, δεν καλείται καθόλου στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, ακόμα και μετά και τις αναφερόμενες στην αίτηση διαδοχικές αποποιήσεις των προηγουμένων εξ αδιαθέτου κληρονόμων.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς δεν έχει επαχθεί κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή στο ανήλικο θήλυ τέκνο η κληρονομιά του Χ., ώστε να καθίσταται αναγκαία η χορήγηση άδειας στους νόμιμους εκπροσώπους του για αποποίηση της ως άνω κληρονομιάς.

 

[ ΠΗΓΗ : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ]

 

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

ΠολΠρωτΑθ 1168/22 : ΙΚΕ - ΣΥΣΤΑΣΗ - ΕΙΣΦΟΡΕΣ - ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ - ΜΕΙΩΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ - ΦΟΡΜΟΥΛΩΝ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ.

 


ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΘΜΟΣ 1168/2022

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Λινό, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνα Πολυζωγοπούλου, Πρωτόδικη Εισηγήτρια, Μαρία Τσακίρη, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα, Μαριάνθη Μισαηλίδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 20η Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της Κ. του Π., κατοίκου .... Αττικής, (οδός ...), με ΑΦΜ ... και 2) Β. του Ε., κατοίκου ομοίως με ΑΦΜ ....., για τους οποίους προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις οι δια των από 22-09-2020 δικαστικών πληρεξουσίων κοινοί πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ΙΔ (AM ... ΔΣΑ), ΔΓ (AM ... ΔΣΑ) και ΓΚ (AM ... ΔΣΑ), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ι. του Μ., κατοίκου .... Αττικής, (οδός ... αριθμ. ...) με ΑΦΜ ... και 2) Ε. του Κ., κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ ...., για τους οποίους προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο δια των από 06-10-2020 δικαστικών πληρεξουσίων κοινός πληρεξούσιος δικηγόρος τους, ΘΖ (AM ... ΔΣΑ), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Οι ενάγοντες Αιτούν να γίνει δεκτή η από 24-05-2020 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης .../2020 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ..../2020, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε κατ' άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ΣΤΑ1/7.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, δεν παραστάθηκαν, πλην όμως κατέθεσαν προσηκόντως, εντός της προθεσμίας Π του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015, προτάσεις, δια των οποίων αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους και ζητούν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. α) Με τις διατάξεις των άρθ. 43 επ. του ν. 4072/2012 θεσμοθετήθηκε νέος εταιρικός τύπος ήτοι αυτός της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας (εφεξής ΙΚΕ), με σκοπό να καλυφθούν οι ανάγκες μικρομεσαίων ιδίως επιχειρήσεων για άσκηση της επιχειρηματικής τους δράσης μέσω ενός εταιρικού σχήματος που θα κυμαινόταν μεταξύ ανώνυμης εταιρίας και προσωπικών εταιριών και θα ήταν απαλλαγμένο από δύσκαμπτες ρυθμίσεις του νόμου περί ΕΠΕ και από το σύμφυτο με την τελευταία σύστημα της διπλής πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων (βλ. σχετικώς Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, β' έκδ., 2016, σ. 601 επ., Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες ζ' έκδ., 2012, σ. 579 επ., Β. Αντωνόπουλος Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, δ' εκδ., 2016, σ. 1 επ.). Θεσπίζοντας την ως άνω ευέλικτη και κατάλληλη για μικρομεσαίες ιδίως επιχειρήσεις εταιρική μορφή, ο νομοθέτης επιχείρησε, συνεπώς να συνδυάσει στοιχεία από το δίκαιο των προσωπικών εταιριών (π.χ. το μη επιβεβλημένο της ύπαρξης εταιρικού κεφαλαίου ιδία μετά την τροποποίηση του άρθ. 43 § 3 εδ. α' του ν. 4072/2012 από τον ν. 4155/2013, και την έλλειψη διατυπώσεων) και από το δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιριών (π.χ. ελεύθερη μεταβίβαση εταιρικής συμμετοχής έλλειψη ευθύνης για εταιρικά χρέη κ.α. βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 601, στον αρ. περ. 2). Πρόκειται για εταιρία με νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά με την καταχώρισή της στο ΓΕΜΗ, και με σωματειακή δομή, η οποία είναι εμπορική κατά το τυπικό σύστημα και ανήκει κατά βάση στις κεφαλαιουχικές εταιρίες ευθυνόμενη κατ' αρχάς για τα χρέη της μόνο αυτή με την περιουσία της εξαιρουμένης της περίπτωσης εταίρων με εγγυητικές εισφορές οι οποίοι υπέχουν περιορισμένη ευθύνη για τα εταιρικά χρέη (βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 603, στους αρ. περ. 5 επ., Ρόκα, ό.π., σ. 580). Οι βασικοί μηχανισμοί προστασίας των εταιρικών δανειστών, που θεσπίζονται στις κεφαλαιουχικές εταιρίες απαντώνται και στην ΙΚΕ. Κατά την αρχική πρόβλεψη, η ΙΚΕ έπρεπε κατά τη σύστασή της να έχει κεφάλαιο τουλάχιστον ενός ευρώ, μετά την τροποποίηση του άρθ. 43 § 3 εδ. α' του ν. 4072/2012 από τον ν. 4155/2013, ωστόσο, μπορεί αυτή να ιδρυθεί σήμερα και χωρίς κεφάλαιο, στοιχείο που συμβαδίζει με την κοινή πλέον διαπίστωση ότι ο μηχανισμός προστασίας των εταιρικών δανειστών μέσω του κεφαλαίου σχετική μόνον αξία έχει και ελάχιστα διασφαλίζει κατ' ουσίαν τη φερεγγυότητα της εταιρίας (βλ. Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 603, στον αρ. περ. 5). β) Περαιτέρω, οι εισφορές στην ΙΚΕ διακρίνονται σε κεφαλαιακές εξωκεφαλαιακές και εγγυητικές χωρίς να είναι αναγκαίο άπαντα τα ως άνω είδη εισφορών να συνδυάζονται στην αυτή εταιρία. Κάθε εταίρος μπορεί να έχει εταιρικά μερίδια, που εκπροσωπούν διαφορετικά είδη εισφορών, ενώ κάθε εταιρικό μερίδιο μπορεί να εκπροσωπεί ένα μόνο είδος εισφοράς Οι κεφαλαιακές εισφορές που αποτελούν εισφορές σε μετρητά ή σε είδος, σχηματίζουν το κεφάλαιο της ΙΚΕ, το σύνολο δε της ονομαστικής αξίας των εισφορών του εν λόγω είδους σχηματίζουν το κεφάλαιο της εταιρίας, που εμφανίζεται και στον σχετικό λογαριασμό των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας (βλ. Ρόκα, ό.π., σ. 582-583, Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 621-624 και αναλυτικά Αντωνόπουλο, ό.π., σ. 135-166-βλ. σχετικώς άρθ. 76-80 του ν. 4072/2012). Οι κεφαλαιακές εισφορές σε είδος απαιτείται να είναι δεκτικές χρηματικής αποτίμησης και να μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο του ενεργητικού. Η αποτίμηση γίνεται κατ' αρχάς σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθ. 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920 και υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ, δεν απαιτείται, ωστόσο, να λάβει χώρα, όταν η αξία της εισφοράς κατά το καταστατικό ή, σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου, κατά την απόφαση που αυξάνει το κεφάλαιο, δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000 ευρώ (βλ. σχετικώς Αντωνόπουλο, ο.π., σ. 140-144, Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 622). Οι κεφαλαιακές εισφορές, είτε είναι χρηματικές είτε εισφορές είδους, πρέπει να καταβληθούν ολοσχερώς κατά την ίδρυση της εταιρίας, δηλαδή την καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ, ή κατά την αύξηση του κεφαλαίου, ο δε διαχειριστής οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη σύσταση ή την αύξηση του κεφαλαίου να βεβαιώσει την ολοσχερή καταβολή με πράξη, που καταχωρίζεται στο ΓΕΜΗ. Η υπαίτια παράλειψη πιστοποίησης της καταβολής ή ανακριβής πιστοποίηση μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του διαχειριστή έναντι της εταιρείας και των τρίτων για τη ζημία που τυχόν θα υποστούν. Αν το κεφάλαιο καλύπτεται με εισφορές είδους, ο διαχειριστής οφείλει να πιστοποιήσει ότι το αντικείμενο που καταβλήθηκε είναι εκείνο που προβλέπεται στο καταστατικό και που αποτιμήθηκε κατά τα άρθρα 99α ν.2190/1920. Επί μη ολοσχερούς καταβολής, ο διαχειριστής οφείλει να προβεί άμεσα σε μείωση του κεφαλαίου και ακύρωση των εταιρικών μεριδίων, που δεν εξοφλήθηκαν (βλ. άρθ. 77 § 4 του ν. 4072/2012). Αύξηση ή μείωση των εταιρικών μεριδίων, που αντιστοιχούν σε κεφαλαιακές εισφορές μπορεί να γίνει μόνο με αύξηση ή μείωση του κεφαλαίου (βλ. άρθ. 77 § 3 του ν. 4072/2012, καθώς και Αλεξανδρίδου, ό.π., σ. 622, στον αρ. περ. 3). Δεν είναι δυνατόν στον εταίρο να επικαλεστεί ολική καταβολή αξίας κάποιων μεριδίων και μη καταβολή της αξίας άλλων λόγω της αρχής του αδιαίρετου της καταβολής του κεφαλαίου. Ο διαχειριστής που δεν προέβη στα ανωτέρω έχει ποινική ευθύνη κατ' άρθρο 119 περιπτ. Στ' ν. 4072/2012, ενώ οι εταίροι θα μπορούν να λάβουν οι ίδιοι απόφαση μείωσης του κεφαλαίου. Αν δεν υπάρξει ούτε πράξη του διαχειριστή ούτε απόφαση των εταίρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε αυτόματη μείωση του κεφαλαίου (βλ. Αλ. Σπυρίδωνος, Δίκαιο ΙΚΕ & ΕΠΕ, Ερμηνεία κατ' άρθρο. Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 30). Αν τώρα η εισφορά σε είδος βαρύνεται με νομικό ελάττωμα, ο εταίρος υποχρεούται να το άρει διαφορετικά ο διαχειριστής προχωράει επίσης στη μείωση του κεφαλαίου και ακύρωση των μεριδίων. Αν πάλι βαρύνεται με πραγματικό ελάττωμα, ο διαχειριστής μειώνει επίσης το κεφάλαιο ακυρώνοντας τα μερίδιά του ή ζητάει από τον εταίρο τη συμπλήρωσή του με χρήμα (Β. Αντωνόπουλος, ό.π. σελ. 143-144). γ) Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 67 «1. Ο διαχειριστής ευθύνεται έναντι της εταιρείας για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων, καθώς και για κάθε διαχειριστικό πταίσμα. Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση των εταίρων ή που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος, Αν περισσότεροι διαχειριστές ενήργησαν από κοινού, ευθύνονται εις ολόκληρο. 2. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να απαλλάσσεται ο διαχειριστής μετά την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων μόνο για τα διαχειριστικά πταίσματα, εκτός αν οι εταίροι παρέχουν ομόφωνα γενική απαλλαγή. 3. Η αξίωση της εταιρείας παραγράφεται μετά τριετία από την τέλεση της πράξης. 4. Την αγωγή της εταιρείας για αποζημίωση ασκεί και οποιοσδήποτε εταίρος ή διαχειριστής της εταιρείας. Με απόφαση των εταίρων μπορεί να ορίζεται ειδικός εκπρόσωπος της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης.». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο διαχειριστής ΙΚΕ ευθύνεται έναντι του νομικού προσώπου αυτής για παραβάσεις του παρόντος νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των εταίρων. Επίσης ο διαχειριστής ΙΚΕ ευθύνεται και για κάθε «διαχειριστικό πταίσμα» (άρθρ. 67 παρ. 1 εδ. α' ν. 4072/2012). Σε διαχειριστικό πταίσμα θα υποπίπτει ο διαχειριστής, εάν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως οργάνου της εταιρείας παραβίασε τους κανόνες επιμέλειας τους οποίους μπορεί και οφείλει να τηρεί ο μέσος επιμελής διοικητής ξένης περιουσίας με βάση την καλή πίστη (αρ. 288 και 281 ΑΚ). Στις ανωτέρω περιπτώσεις η ΙΚΕ έχει αξίωση κατά του διαχειριστή για αποκατάσταση της Οίμίας, την οποία υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του. Επομένως, για να θεμελιωθεί ευθύνη του διαχειριστή θα πρέπει να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του γενικού δικαίου της αποζημίωσης. Ο διαχειριστής δεν έχει ευθύνη έναντι των εταίρων, οι οποίοι κατ' αρχήν δεν έχουν ευθεία αξίωση εναντίον του για τη ζημία που υφίστανται από τις πράξεις που αυτός ενεργεί κατά τα ανωτέρω, αφού τη ζημία υφίσταται η εταιρεία και οι εταίροι υφίστανται μόνο έμμεση ζημία. Η έμμεση ζημία των εταίρων μπορεί να αποκατασταθεί κατ' αρχήν μόνο εμμέσως, μέσω της αποκατάστασης της άμεσης ζημίας του νομικού προσώπου της IKE (Β. Αντωνόπουλος, ΙΚΕ ό.π. υπό αρθρ. 67/1 σελ. 71). Η εταιρική αγωγή της ΙΚΕ κατά του διαχειριστή, εφόσον θεμελιώνεται ευθύνη του κατά τα ανωτέρω, δεν προϋποθέτει τη λήψη προηγούμενης απόφασης των εταίρων, με την οποία αποφασίζεται η άσκησή της. Η εταιρική αγωγή ασκείται κατ' αρχήν από την ίδια την εταιρεία νομίμως εκπροσωπούμενη. Μπορεί όμως να ασκηθεί και πλαγιαστικώς από οποιονδήποτε εταίρο ή διαχειριστή της ΙΚΕ ως μη δικαιούχο διάδικο με αίτημα την καταβολή της αποζημίωσης στο νομικό πρόσωπο της ΙΚΕ. Πλαγιαστική άσκηση της αγωγής από τρίτον δεν μπορεί να ασκηθεί (ΑΠ 580/1984 ΕΕμπΔ 1985. 464, ΕφΠειρ 235/2007 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 3669/2002 ΕλλΔνη 2003. 218, ΕφΘεσ 309/1998 ΔΕΕ 1998. 602, ΠΠρΘεσ 3526/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 3972/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 12535/2009 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΘεσ 34395/2008 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΗρακλ 537/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑρτ 32/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 13481/1996 Αρμ. 1997. 1345, βλ. Σπυρίδωνος ό.π σελ.479-483, Γιοβαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, επιμ. Απ. Γεωργιάδη, Τ. Ι., υπό το άρθρο 741, στον αρ. περ. 40, Μαρίνο, ο.π., σελ. 117-118, στους αρ. περ. 176 επ.). Ειδικότερα, η εν λόγω νομική κατασκευή (actio pro socio) ευρίσκει το έρεισμά της στην εταιρική σύμβαση και στο γεγονός ότι οι εταίροι, κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης, υπόσχονται, κατ' άρθρο 741 ΑΚ, την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων όχι μόνο προς το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, αλλά και σε κάθε εταίρο ατομικά (βλ. αναλυτικά Μαρίνο, ο.π., σελ. 113 επ., στους αρ. περ. 161 επ., Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδ, σελ. 81-82, Παναγιώτου, Το Νέο Δίκαιο της Ομόρρυθμης & Ετερόρρυθμης Εταιρίας 2013, σελ. 135 επ., Λιακόπουλο σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 748, στον αρ. 10, Κολοτούρο, Actio Pro Sodo Η δικονομική διάστασις της εταιρικής αγωγής, 2006 passim). Με βάση αυτή την κατ' ουσίαν συμπληρωτική ερμηνεία της εταιρικής σύμβασης σύμφωνα με την καλή πίστη (άρθρο 200 ΑΚ), συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην άσκηση σχετικής αγωγής για την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων, που ερείδονται στην εταιρική σύμβαση, νομιμοποιείται μεν κατ’ αρχάς το νομικό πρόσωπο της εταιρίας εκπροσωπούμενο από τον διαχειριστή της στην περίπτωση, όμως που ο τελευταίος δεν υπάρχει ή αδρανεί ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 750 ΑΚ, τις αξιώσεις της εταιρίας δύναται να τις ασκήσει, με επίκληση των ανωτέρω γεγονότων, και έκαστος των εταίρων στο όνομά του αιτούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος την εκπλήρωση (πχ την καταβολή της οφειλόμενης εισφοράς ή την καταβολή αποζημίωσης λόγω παράβασης πρωτογενών υποχρεώσεων από την εταιρική σύμβαση ή την παροχή λογοδοσίας) προς την εταιρία και όχι προς τον ίδιο ατομικά (βλ. ως προς τη θεμελΐωση και τις προϋποθέσεις άσκησης της εν λόγω αγωγής αντί άλλων Μαρίνο, ο.π., σελ. 113-116, ΕφΠειρ 378/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘες 10390/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘες 3879/2001 ΑΡΜ 2002,240). δ) Τέλος, στο άρθρο 744 ΑΚ ορίζεται ότι: «Ως προς τον κίνδυνο της εισφοράς την ευθύνη για ελαττώματά της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη μίσθωση, αν η εισφορά συνίσταται στη χρήση πράγματος ή εργασία, και οι διατάξεις για την πώληση, αν η εισφορά συνίσταται στην κυριότητα πράγματος». Ιδίως εφαρμόζεται το άρθρο 516 ΑΚ, που παραπέμπει στις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336, 347 επ. και 380 επ. ΑΚ, ωστόσο με την επιφύλαξη της υποκατάστασης του δικαιώματος υπαναχώρησης από εκείνο της καταγγελίας κατ' άρθρο 743 ΑΚ. Γίνεται ωστόσο δεκτή διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 744 ΑΚ, ώστε να εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις που καλύπτουν άλλα ζητήματα αφορώντα την ευθύνη του εισφέροντα (λ.χ. χρονικά όρια, περιεχόμενο, περιορισμούς ευθύνης κλπ). Αντίστοιχα, εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις άλλων επώνυμων συμβάσεων που καλύπτουν αντίστοιχες κατηγορίες εισφορών, όπως εκείνες για τη σύμβαση έργου (επί εισφοράς έργου) ή για την εκχώρηση απαίτησης (επί εισφοράς απαίτησης), οι οποίες ως ειδικότερες εκτοπίζουν τις διατάξεις για την πώληση δικαιώματος Επίσης ο καταρχήν ενδοτικός χαρακτήρας των διατάξεων, στις οποίες γίνεται παραπομπή, επιτρέπει στους εταίρους να ρυθμίσουν κατ' απόκλιση από τις νόμιμες ρυθμίσεις τα ζητήματα του κινδύνου και τις ευθύνης για ελκώματα (βλ. Γιοβαννόπουλος σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 744 αρ. 4 πρβλ. Θ Σιδηρόπουλο, Η έκτακτη αύξηση κεφαλαίου στην ανώνυμη εταιρία, 1 » 2008, σελ. 162-163).

ΙΙ. α). Σύμφωνα με την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1991 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, υποχρεούνται τα κράτη-μέλη να θεωρήσουν το πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ως λογοτεχνικό έργο. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της εν λόγω Οδηγίας στο οποίο καθορίζεται το αντικείμενο της προστασίας ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας τα κράτη-μέλη προστατεύουν τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σαν λογοτεχνικά έργα κατά την έννοια της σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ο όρος "προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών" περιλαμβάνει και το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού τους. 2. Η προστασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της παρούσας οδηγίας. 3. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται εφόσον είναι πρωτότυπο με την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του. Η παροχή της προστασίας δεν εξαρτάται από την εφαρμογή κανενός άλλου κριτηρίου». Το περιεχόμενο της ως άνω Οδηγίας του Συμβουλίου έχει τροποποιηθεί με την Οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εντούτοις, το άρθρο 1 και της Οδηγίας αυτής, είναι πανομοιότυπο με το προπαρατιθέμενο άρθρο της ως ανωτέρω Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του συγκεκριμένου νόμου, «οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν πάνω σ' αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)», ενώ και κατά την παρ. 2, «τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνουν τις εξουσίες, που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος νόμου». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του παραπάνω νόμου απαριθμούνται εκτενώς, ενδεικτικά, τα πνευματικά δημιουργήματα τα οποία, εφόσον είναι πρωτότυπα, θεωρούνται έργα και είναι αντικείμενα της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 1, 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπονται τα εξής: «1. Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα... 3. Θεωρούνται ως έργα λόγου και προστατεύονται κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού τους. Η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσης του, δεν προστατεύονται κατά τον παρόντα νόμο. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο, εφόσον είναι προσωπικό δημιούργημα του δημιουργού του. 4. Η προστασία του παρόντος νόμου είναι ανεξάρτητη από την αξία και τον προορισμό του έργου, καθώς και από το γεγονός ότι το έργο προστατεύεται ενδεχομένως και από άλλες διατάξεις». Ο ορισμός αυτός συμπίπτει εννοιολογικά με τον ανωτέρω ορισμό της Οδηγίας 91/250/ΕΟΚ, η οποία, ως προαναφέρθηκε, προβλέπει ότι το πρόγραμμα ενός υπολογιστή είναι πρωτότυπο, εφόσον είναι «αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του», κατά συνέπεια αρκεί το ίδιο κριτήριο πρωτοτυπίας που απαιτείται για τα άλλα έργα του πνεύματος (βλ. ΑΠ 919/2007, ΑΠ 1493/2009, ΑΠ 1438/2004 και ΕφΘες 1786/2014, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην ελληνική επικράτεια γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή προστατεύεται, εφόσον χαρακτηρίζεται από μία προσωπική πνευματική συμβολή του δημιουργού του και από μία ιδιαίτερη ατομικότητα ή εφόσον εμφανίζει δημιουργικό ύφος που το διαφοροποιεί από άλλα παρεμφερή προγράμματα και ασχέτως εάν αυτά, ως τεχνολογικά προϊόντα, προστατεύονται με το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας [βλ. άρθρο 45 του ν. 2121/1993, πρβλ και ΑΠ (Ποινικό τμήμα) 1500/2006, ΑΠ 919/2007, ΕφΠειρ 599/2012, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αρκεί, όμως για να προσδώσει πρωτοτυπία σε ένα έργο, το απλό γεγονός ότι αυτό δεν είναι αντιγραφή (ακόμη και με κάποιες παραλλαγές) ενός άλλου, ούτε η πρωτοτυπία ταυτίζεται με τον κόπο, την επιμέλεια, την έκταση, τη χρησιμότητα, τη δαπάνη ή τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκαν για την εκπόνηση του, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζει (ως σύνολο ή τμήμα του) την απαιτούμενη πρωτοτυπία (βλ. ΕφΘες 1786/2014, ό.π.). Εξάλλου, η προστασία του πρωτότυπου έργου είναι ανεξάρτητη .από το μέγεθος ή την ολοκλήρωση ή την αξία αυτού ή τον προορισμό του, δηλαδή τη δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσης του ή απόκτησης ακαδημαϊκού ή άλλου επιστημονικού τίτλου. Στην τελευταία περίπτωση, δεν απαιτείται για την προστασία του δημιουργού να έχει αναγνωρισθεί προηγουμένως και επισήμως η πρωτοτυπία του έργου και υπό των αρμοδίων για την απονομή του ακαδημαϊκού τίτλου οργάνων (βλ. ΑΠ 20/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το εάν ένα πνευματικό δημιούργημα είναι πρωτότυπο έργο ή όχι αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, πραγματικό ζήτημα (βλ. ΑΠ 152/2006, ΕλλΔνη 2006, 493 και ΕφΘες 1786/2014, ό.π.). β) Το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ο φορέας των πληροφοριών η έλλειψη του οποίου καθιστά άχρηστη τη συσκευή, στον τομέα δε των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) έχει επικρατήσει το ζεύγος των εννοιών hardware (μηχανικό μέρος του Η/Υ) και software. Η έννοια του τελευταίου περιλαμβάνει όλα τα είδη προγραμμάτων Η/Υ μαζί με το συνοδευτικό υλικό τους, ορίζεται δε ως το σύνολο των διανοητικά επεξεργασθέντων για την επίλυση του προβλήματος επεξεργασίας πληροφοριών. Στη γενική έννοια του software περιλαμβάνονται: α) το πρόγραμμα του Η/Υ, β) ή περιγραφή προγράμματος (προπαρασκευαστικό υλικό) και γ) το συνοδευτικό υλικό. Ως πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή νοείται μία σειρά εντολών που έχουν σκοπό να επιτρέψουν στη συσκευή επεξεργασίας πληροφοριών, δηλαδή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να εκτελέσει ή επιτύχει ορισμένη λειτουργία ή ορισμένα αποτελέσματα. Επομένως το πρόγραμμα είναι το τελικό προϊόν ή η αποκρυστάλλωση μίας μακράς εξελικτικής διαδικασίας και το σπουδαιότερο μέρος ενός έτοιμου «πακέτου» software, το οποίο περιλαμβάνει τον πηγαίο κώδικα (source code) και το πρόγραμμα της μηχανής (machine code), μέρη που έχουν τη μεγαλύτερη οικονομική αξία και αποτελούν το προσφιλέστερο αντικείμενο της αντιγραφής. Η περιγραφή του προγράμματος περιλαμβάνει το προστάδιο εκπόνησης του, μέρος και αυτό της γενικής ιδέας του software, που ορίζεται από τις πρότυπες οδηγίες ως μία πλήρης παράσταση διαδικασίας σε γλωσσική, σχηματική ή άλλη μορφή, τα στοιχεία της οποίας επαρκούν για τον καθορισμό μίας σειράς εντολών, οι οποίες θα απαρτίσουν το τελικό πρόγραμμα και με τη βοήθεια των οποίων (στοιχείων) μπορεί να γίνει η οριστική εκπόνηση του, στο δε συνοδευτικό υλικό ή τεκμηρίωση εφαρμογής ανήκουν οι οδηγίες προς το χειριστή, σχόλια, παρατηρήσεις και σημειώσεις που εξηγούν το χειρισμό του προγράμματος. Κεντρική, όμως σημασία για το γράψιμο ενός προγράμματος έχει ο αλγόριθμος που αποτελεί κάθε διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος η εκτέλεση της οποίας έχει προκαθοριστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Η ιδιορρυθμία του αλγόριθμου συνίσταται στο ότι η εκτέλεση του μπορεί να γίνει μηχανικά και, επομένως παριστά μία διαδικασία της οποίας η εκτέλεση δεν απαιτεί δημιουργική φαντασία ή ικανότητα και μπορεί να αφεθεί σε μία απολύτως αυτοματοποιημένη μηχανή. Από άποψη δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας το ζεύγος ιδέας και μορφής αντικατοπτρίζει τη σχέση αλγόριθμου προγράμματος γι' αυτό και ο πρώτος δεν προστατεύεται. Συνακόλουθα, η εκπόνηση ενός προγράμματος Η/Υ γίνεται βάσει προκαθορισμένων κανόνων και αποτελεί μία αξιόλογη διανοητική εργασία, η οποία απαιτεί αναλυτική και συνθετική ικανότητα, φαντασία και κρίση για τη σωστή επιλογή μεθόδου και ορθά κριτήρια επιλογής δεδομένων, ενώ η επιτυχία του εξαρτάται από την ποιότητα και την ακρίβεια των προκαταρκτικών εργασιών και τη δημιουργική ικανότητα εύρεσης του καταλληλότερου αλγόριθμου (βλ. ΕφΠειρ 599/2012, ΕφΑθ 2949/2003 και ΕφΘες 1784/2014, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ως άνω προστασία ισχύει για κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανόμενων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει τόσο της ως άνω Οδηγίας 91/250/ ΕΟΚ, όσο και της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2121/1993.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

ΣΤΕ 2033/2022 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΥΑ ΠΕΡΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΟΥ]



 Περίληψη

Τα ακίνητα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, δηλαδή τα αρχαία ακίνητα μνημεία, προστατεύονται από τον νόμο, χωρίς να απαιτείται έκδοση διοικητικής πράξης για τον χαρακτηρισμό τους. Τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται σε περίοδο προγενέστερη των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, λόγω της σημασίας τους, η οποία μπορεί να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην αρχιτεκτονική αξία τους (όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στη Χώρα ή έχουν διακριθεί από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική), στην αξία τους από πολεοδομική άποψη (προκειμένου π.χ. για μεμονωμένο κτίσμα ή για κτιριακό συγκρότημα που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ιστορικής φάσης στην εξέλιξη του οικισμού ή δημιουργεί ανάπτυγμα όψεων και συμβάλλει στην ανάδειξη της εικόνας του αστικού τοπίου), ή, τέλος, στην ιστορική αξία τους (όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης). Ως μνημεία χαρακτηρίζονται για τους ίδιους λόγους και ακίνητα αναγόμενα στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, εφόσον, όμως, η σημασία τους για έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους είναι

Η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 3028/2002 ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συνδρομή ή μη των κριτηρίων που προβλέπονται από τον νόμο για τον χαρακτηρισμό.

Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. 25/29.9.2016 πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ., η Διοίκηση επαναφέρει το ζήτημα του χαρακτηρισμού του κτιρίου της οδού Ταξιαρχών 23, υπό το καθεστώς πλέον του ν. 3028/2002, εξετάζοντας τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. 1 περ. β. Προκειμένου δε να καταστεί εφικτή η χρονολόγηση του κτιρίου εξετάσθηκαν αναλυτικά, όπως προκύπτει από τις καταγραφείσες απόψεις στο πρακτικό, τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του κτιρίου.  Κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου των ανωτέρω χαρακτηριστικών (δομικά στοιχεία, υπάρχουσα εσωτερική σκάλα, πόρτες στο εσωτερικό), αλλά ιδίως του τρόπου κατασκευής της πλευράς του κτιρίου που αποκαλύφθηκε μετά την κατεδάφιση όμορου κτίσματος (αργολιθοδομή με ξυλοδεσιές), η οποία δεν ήταν ορατή κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί μη χαρακτηρισμού του επίμαχου οικήματος ως μνημείου (1991), το Κ.Σ.Ν.Μ. αιτιολογώντας πλήρως , κατά το μέρος τούτο, την γνώμη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο κτίριο είναι προγενέστερο των τελευταίων εκατό ετών, καθώς, όπως προκύπτει από το πρακτικό, ανάγεται τουλάχιστον το αργότερο στο β’ μισό του 19ου αιώνα. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος περί μη νομίμου αιτιολογίας της προσβαλλομένης, ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. 1 β του ν. 3028/2002 , και συγκεκριμένα ως προς τη χρονολόγηση του κτιρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Ωστόσο, δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή η σημασία του επίμαχου κτιρίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται καθ’ ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1β του ν. 3028/2022 (όπως π.χ. οικοδόμημα που σημαδεύει την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στη Χώρα ή οικοδόμημα που έχει διακριθεί από έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική], ενώ τα ίδια μορφολογικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αποσπάσματα του πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ., αξιολογούνται κατά τρόπο διαφορετικό από πλευράς σπουδαιότητας. Πέραν αυτού, από το πρακτικό του Κ.Σ.Ν.Μ. δεν προκύπτει η σημασία του οικοδομήματος από άλλες απόψεις, όπως π.χ. πολεοδομική ή ιστορική (σύνδεση με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της περιοχής), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 1 β του ν. 3028/2002. Εξάλλου, όσον αφορά στην ιστορική αξία του οικοδομήματος, όπως προκύπτει από το πρακτικό του Κ.Σ.Ν.Μ., διατυπώνονται αμφιβολίες, ως προς το εάν στο επίμαχο οικοδόμημα γεννήθηκε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Θεόδωρος Συναδινός.

Εξάλλου, ενόψει της πλημμελούς αιτιολογίας του πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ και συνακόλουθα και της προσβαλλόμενης πράξης ως προς τη σημασία του οικοδομήματος κλονίζεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την ύπαρξη σύνδεσης με το όμορο , χαρακτηρισμένο ως μνημείο οίκημα στον αριθμό 21. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη είναι αόριστη, καθ’ o μέρος με αυτήν γίνεται αναφορά σε άλλα κτίρια, της ίδιας περιόδου με το επίδικο, τα οποία μαζί με αυτό και το χαρακτηρισθέν ως μνημείο, όμορο οικοδόμημα αποτελούν αρχιτεκτονικό σύνολο και τεκμήριο της πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της πόλης του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα και εμπλουτίζουν το κτιριακό και πολιτισμικό απόθεμα του ιστορικού εμπορικού κέντρου. Και τούτο διότι σε κανένα σημείο, τόσο της εισήγησης της Προϊσταμένης της Δ.Π.Α.Ν.Σ.Μ , όσο και του πρακτικού του Κ.Σ.Ν.Μ., δεν προσδιορίζονται τα κτίρια αυτά, η θέση αυτών και η σχέση τους με το επίδικο, παρά το γεγονός ότι μέλος του Συμβουλίου επέμεινε να προσδιοριστούν επακριβώς τα ανωτέρω κτίρια. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται πλημμελώς, ως προς τη συνδρομή των λοιπών, εκτός της χρονολόγησης του ακινήτου, προϋποθέσεων του άρθρου 6 παρ. 1 β του ν. 3028/2002, όπως βασίμως προβάλλεται.

 

ΕισηγητήςΜ.Ε. Παπαδημήτρη