Διατροφή για παρελθόντα χρόνο οφείλεται μόνο από την υπερημερία του υπόχρεου, η οποία επέρχεται μόνο από την όχληση, χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας για την καθυστέρηση της παροχής. Αφετήριο σημείο γέννησης της προς διατροφή υποχρέωσης για παρελθόντα χρόνο είναι η όχληση, η οποία ταυτίζεται εννοιολογικά με την υπερημερία του υπόχρεου διατροφής. Πότε δεν απαιτείται όχληση. Επίδοση αγωγής. Η παράλειψη ή η ακυρότητα της επίδοσης συνεπάγονται το απαράδεκτο της κλήτευσης και της συζήτησης της αγωγής αν η παράβαση αυτή επέφερε στον διάδικο που την επικαλείται βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλον τρόπο. Δικονομική βλάβη. Η μη επίδοση ή μη προσήκουσα επίδοση του δικογράφου της αγωγής στον εναγόμενο δεν έχει ως συνέπεια το ανυπόστατο αυτής όταν ο τελευταίος παρέστη κατά τη συζήτηση. Η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως. Υποχρέωση γονέων να διατρέφουν από κοινού το τέκνο τους ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις. Αξίωση διατροφής ανήλικου τέκνου.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 33/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαγδαληνή Βαρβαρέσου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από το Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Πατρών Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη γραμματέα Ευγενία Τσιντώνη.
...................
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[...] [Α] Με τη διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία, θεσπίζεται κανόνας ρυθμιστικός του χρόνου από τον οποίο οφείλεται η διατροφή. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής είναι ο μη αιφνιδιασμός του υπόχρεου διατροφής, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει συγκεκριμένα την προς διατροφή υποχρέωση του και να ρυθμίζει ανάλογα την πορεία της οικονομίας του, δοθέντος ότι αντικείμενο της προς διατροφή υποχρέωσης είναι η ικανοποίηση των αναγκών του δικαιούχου, ικανοποίηση, όμως, των αναγκών του παρελθόντος δεν νοείται, διότι, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι, δεν συνιστούν ήδη ανάγκες, αφού παρήλθαν, σε κάθε δε περίπτωση σκοπός της διατροφής είναι η κάλυψη των βιοτικών αναγκών του δικαιούχου και όχι ο πλουτισμός του. Κατά την ανωτέρω διάταξη διατροφή για παρελθόντα χρόνο οφείλεται μόνο από την υπερημερία του υπόχρεου, η οποία επέρχεται μόνο από την όχληση, χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας για την καθυστέρηση της παροχής. Πριν από την υπερημερία δεν οφείλεται διατροφή, έστω και αν ο δικαιούχος έχει συνάψει για τη διατροφή του χρέη που υφίστανται ακόμη ή έχει περιέλθει σε στερήσεις. Επίσης, δεν οφείλεται διατροφή πριν από την υπερημερία ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ο υπόχρεος γνώριζε την υποχρέωση του. Η όχληση, η οποία ταυτίζεται εννοιολογικά στην προκειμένη περίπτωση με την υπερημερία του υπόχρεου διατροφής, αποτελεί το αφετήριο σημείο γέννησης της προς διατροφή υποχρέωσης για παρελθόντα χρόνο. Προσθέτως, η όχληση, η οποία είναι άτυπη και ληψιδεής, δικαστική ή εξώδικη και ανεπίδεκτη αίρεσης, είτε γίνεται με την έγερση αγωγής, είτε με εξώδικη πρόσκληση, είτε με προφορική δήλωση για καταβολή διατροφής, πρέπει δε να είναι συγκεκριμένη ως προς το ύψος της αιτούμενης διατροφής και τις ανάγκες τις οποίες καλύπτει, ώστε ο υπόχρεος να είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα του αιτήματος και τις δυνατότητες του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του δικαιούχου. Η όχληση, δηλαδή, πρέπει να είναι ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενο της, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτουν από αυτήν το είδος και η ακριβής ποσότητα της αιτούμενης διατροφής, διότι η έκταση της υπερημερίας εξαρτάται από το περιεχόμενο της όχλησης. Απλή υπόμνηση προς τον υπόχρεο ότι οφείλει διατροφή ή αόριστη και γενική δήλωση του δικαιούχου ή διαμαρτυρία αυτού σχετικά με την αξίωση του για διατροφή δεν αποτελεί νόμιμη όχληση. Ενόψει δε του ότι η διατροφή συνήθως αποτελεί οφειλή διαδοχικών, περιοδικών παροχών, η όχληση γι' αυτές μπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των μελλοντικών παροχών, είτε για συγκεκριμένο μέρος τους, δηλαδή για παροχές ορισμένου χρόνου. Δεν απαιτείται όχληση, εάν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (άρθρο 341 ΑΚ), ή ο οφειλέτης δήλωσε ότι θα καταβάλει τη διατροφή ορισμένη ημέρα, οπότε υπάρχει αυτοόχληση. Επίσης, δεν απαιτείται όχληση, όταν αυτή είναι αδύνατη ή άσκοπη ή περιττή λόγω της σαφώς αρνητικής στάσης του οφειλέτη. Η όχληση και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται το περιττό ή άσκοπο της όχλησης, αποτελούν στοιχεία της αγωγής, όταν ζητείται διατροφή για το παρελθόν (βλ. σχετ. ΑΠ 342/2001 ΕλλΔνη 2002, 114, ΕφΑΘ 6692/2011 ΕλλΔνη 2012, 176, ΕφΑΘ 5878/2010 Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 2943/2005 Αρμ 2006, 401, ΕφΘεσ 2348/2003 Αρμ 2004.996. ΕφΘεσ 222/2000 Αρμ 2000, 1493, ΜΠΘεσ 12945/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 1498, αρ. 1, 4 και 5, σελ. 816, 820, Ανδρουλιδάκη -Δημητριάδη σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, άρθρο 1498, αρ. 5, 8, 11 -14, 20,21,28 και 38, σελ. 1069.- 1073).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 29-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2746/2017 αγωγή, η ενάγουσα, εκθέτει: Ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 28-5-2004, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με την υπ' αρ. 354/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Ότι από το νόμιμο γάμο της με τον εναγόμενο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, ηλικίας 12 ετών, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, του οποίου την επιμέλεια ασκεί οριστικά η ίδια δυνάμει της μνημονευόμενης στο αγωγικό δικόγραφο απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Ότι το ανήλικο αυτό τέκνο διαμένει μαζί της και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής του, που ανέρχονται στο ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως, διότι δεν διαθέτει εισοδήματα από προσωπική περιουσία και εξαιτίας της προφανούς αδυναμίας του να εργαστεί λόγω της μικρής του ηλικίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει μηνιαίως ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου αυτών, το ποσό των 650 ευρώ από 5-11-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής και για μία πενταετία, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας περιοδικής παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 17 περ. 2, 22 και 39Α ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση των άρθρων 593 έως 602 και 610 έως 613 ΚΠολΔ (άρθρο 592 παρ. 3 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη, διότι περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωση της, καθότι η ενάγουσα επικαλείται για την διατροφή του τέκνου τη συγγενική σχέση αυτού και του εναγομένου, την έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και την αδυναμία του να εργαστεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, τις ανάγκες του τέκνου που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής, η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο ποσό για όλες αυτές τις ανάγκες του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται σ' αυτή αναλυτικώς οι διατροφικές ανάγκες του ανηλίκου και το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη καθεμιάς από αυτές σε μηνιαία βάση (βλ. ΑΠ 67/1999, ΕλλΔνη 40 [1999], 592, ΑΠ 1322/1992, ΕλλΔνη 35 [1994], 368, ΕφΠειρ 30/2016, ΕφΘεσ 1613/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, εκτός από το αίτημα επιδίκασης διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου από 5-11-2014, ήτοι για το χρόνο προ της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, που είναι αόριστο, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται καμία από τις νόμιμες προϋποθέσεις (όπως αυτές εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη), ήτοι περιέλευση του εναγομένου σε υπερημερία με δικαστική ή εξώδικη όχληση αυτού ή ύπαρξη συμφωνίας περί καταβολής διατροφής για παρελθόντα χρόνο, που θα δικαιολογούσαν επιδίκαση διατροφής από τις 5-11-2014 και ως εκ τούτου η αγωγή, ως προς το χρονικό διάστημα αυτό, ήτοι από 5-11-2014 έως 14-11-2017, οπότε και επιδόθηκε η αγωγή στον εναγόμενο (βλ. την με αρ. ./14-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Πατρών, .), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, η κρινομένη αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 1389, 1390, 1485, 1486, 1487, 1489παρ. 2, 1493, 1496, 1498τουΑΚ, 176, 189παρ. 1, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. β', 910 αρ. 4 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, εφόσον η ενάγουσα απαλλάσσεται, κατ' άρθρο 9 του Ν.3226/2004, από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθόσον με την 658/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) απαλλάχθηκε από την καταβολή εξόδων της παρούσας δίκης, πρέπει η ένδικη αγωγή να εξετασθεί στην ουσία της, του εναγομένου νομίμως συμμετέχοντος στη δίκη, αφού δεν απαιτείται η συμμόρφωση του με την επιταγή του Δικαστηρίου για την προς την ενάγουσα σύζυγο του πληρωμή, προκαταβολικώς, των προς διεξαγωγή της εξόδων της (άρθρο 173 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθόσον όπως προειπώθηκε παρασχέθηκε στην ενάγουσα νομική βοήθεια (ΜΠΘεσ 311/1971, Ναυτ.Δικ. 1972, 143, ΜΠΣερ 12/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Κεραμεύς/Νίκας/Κονδύλης Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 173, αριθμ. 24, σελ. 408, Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ' άρθρο, έτος έκδοσης 2016, σελ. 556).
[Β] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221, 226, 229, 233, 681Β παρ. 1 στοιχ. α' και 591 παρ. 1α του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής απαιτεί διαδικασία που ολοκληρώνεται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και την επίδοση αντιγράφου του δικογράφου τούτου στον εναγόμενο. Η κατάθεση συνεπάγεται τις δικονομικές συνέπειες της αγωγής (εκκρεμοδικία, αμετάβλητο της δικαιοδοσίας κ.λπ.). Η επίδοση δε [έχει] τα αποτελέσματα που προβλέπονται από το ουσιαστικό δίκαιο ότι επέρχονται από την έγερση της. Η επέλευση των δικονομικών συνεπειών επέρχεται από μόνη την κατάθεση της αγωγής και άσχετα με το αν επακολουθήσει ή όχι επίδοση στον εναγόμενο. Η παράλειψη της επίδοσης ή η άκυρη επίδοση παρεμποδίζουν τη γένεση των ουσιαστικών μονάχα συνεπειών της αγωγής. Κατά συνέπεια, η επίδοση, αν και αποτελεί και αυτή όρο της ολοκλήρωσης της άσκησης της αγωγής, δεν αποτελεί και απαραίτητη προϋπόθεση του υποστατού της αγωγής, ώστε έτσι πριν από τη συντέλεση της να θεωρείται η αγωγή παντελώς ανυπόστατη και να είναι ανέφικτη η δικαστική αξιολόγηση της, ως παραδεκτής ή απαράδεκτης ή νομικώς και ουσιαστικώς βάσιμης ή αβάσιμης διαδικαστικής πράξης. Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από το άρθρο 229 και 591 παρ. 1α του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από το ν. 4335/2015, η επίδοση της αγωγής απαιτείται όχι μόνο για την επέλευση των ουσιαστικών έννομων συνεπειών, αλλά και για τη νόμιμη κλήτευση του εναγομένου προς συζήτηση της. Από την άποψη αυτή, η παράλειψη ή η ακυρότητα της επίδοσης συνεπάγονται απαράδεκτο της κλήτευσης και περαιτέρω της συζήτησης της αγωγής μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 159 περ. 3 ΚΠολΔ, εάν δηλαδή η παράβαση αυτή επέφερε στον διάδικο που την επικαλείται βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο. Ως βλάβη νοείται η αδυναμία ή δυσχέρεια του διαδίκου, που την επικαλείται, να αντιτάξει πλήρη υπεράσπιση κατά της αγωγής, προβάλλοντας τους κατά αυτής ισχυρισμούς του. Έτσι, θεωρείται ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση, κατά την οποία παραβιάστηκαν διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από τη σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου ή της άσκησης του ενδίκου μέσου. Επίσης, δεν υπάρχει δικονομική βλάβη, από τη μη επίδοση ή μη προσήκουσα επίδοση του δικογράφου στον διάδικο, όταν αυτός παρέστη στη συζήτηση. Σε σχέση λοιπόν με την επέλευση ή μη των ουσιαστικών συνεπειών της αγωγής, νοείται και πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράλειψη της επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο, ενόψει και του σκοπού της επίδοσης, που έγκειται στην ενημέρωση τούτου, αναπληρώνεται (με την έννοια ότι δεν παρεμποδίζεται πλέον η πρόκληση των συνεπειών τούτων), εάν ο τελευταίος συμμετάσχει στη συζήτηση χωρίς να εναντιωθεί ή αν η εναντίωσή του απορριφθεί από το δικαστήριο λόγω της μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 159 περ. 3 ΚΠολΔ, οπότε τα παραπάνω ουσιαστικά αποτελέσματα της αγωγής επέρχονται από τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής. Οι απόψεις αυτές δεν ανατρέπονται από τη διατύπωση του άρθρου 221 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «Με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεση της έχει ως συνέπεια α) εκκρεμοδικία, β) το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου, γ) την προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, και η επίδοση της έχει ως συνέπεια τα αποτελέσματα που το ουσιαστικό δίκαιο ορίζει ότι επέρχονται από την έγερση της αγωγής». Τούτο διότι, ο νομοθέτης με τη διάταξη αυτή θέλησε, λαμβάνοντας υπόψη την περίπτωση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας της άσκησης της αγωγής, να καθορίζει τα αποτελέσματα της κάθε μιας από τις επιμέρους πράξεις της κατάθεσης και επίδοσης και όχι να εξαρτήσει τα αποτελέσματα της πρώτης και μάλιστα αναδρομικώς από τη συντέλεση της δεύτερης (Εισηγητική Έκθεση της Επιτροπής του ΝΔ 958/1971, άρθρο 224). Τούτο συνάγεται σαφώς από τη διατύπωση και την όλη οικονομία των σχετικών με την έγερση, συζήτηση και παραίτηση από του δικογράφου της αγωγής, καθώς και την εκκρεμοδικία διατάξεων. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η κατάθεση της αγωγής, η οποία μάλιστα συνδέεται αυτοτελώς, άσχετα δηλαδή με την επίδοση της, και με άλλες συνέπειες ή διαδικαστικές ενέργειες (όπως λ.χ. η υποχρέωση κατά το άρθρο 226 προσδιορισμού δικασίμου και εγγραφής στο πινάκιο, η κατά το άρθρο 220 εγγραφή στα βιβλία των διεκδικήσεων σε προθεσμία που αρχίζει από τη κατάθεση κ.λπ.), είναι απόλυτα συμβατή με την άμεση επέλευση των δικονομικών αποτελεσμάτων της. Ενόψει όλων αυτών, η μη επίδοση ή μη προσήκουσα επίδοση του δικογράφου της αγωγής στον διάδικο κατά του οποίου απευθύνεται δεν έχει ως συνέπεια το ανυπόστατο αυτής (αγωγής), όταν ο τελευταίος παρέστη κατά τη συζήτηση. Περαιτέρω, η ακυρότητα που προκαλείται από την παράλειψη ή μη προσήκουσα επίδοση της αγωγής, και αποτελεί παράβαση των περί επίδοσης διατάξεων, δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, όταν παρίσταται ο εναγόμενος. Την ακυρότητα όμως αυτή, που αφορά διαδικαστική πράξη, απαγγέλλει πάντοτε το Δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, αλλά ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης απόδειξης, κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε βλάβη, υπό την προεκτεθείσα έννοια (αδυναμία ή δυσχέρεια του διαδίκου, που την επικαλείται, να αντιτάξει πλήρη υπεράσπιση κατά της αγωγής, προβάλλοντας τους κατά αυτής ισχυρισμούς του), στον προτείνοντα διάδικο (άρθρα 106 και 160 παρ. 1 ΚΠολΔ), που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 περ. 3 ΚΠολΔ). Έτσι, θεωρείται ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη, όταν από τη σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου ή της άσκησης του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1521/2013, ΧρΙΔ 2014/284). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215, 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, δεν είναι μόνο διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως, που ενέχει πρόσκληση του δανειστή προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής, ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους, χωρίς υπερημερία του εναγομένου οφειλέτη (αρ. 346 ΑΚ) και ως όχληση, να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, υπό την επιφύλαξη της ενστάσεως του άρθρου 342 ΑΚ και υπόχρεο να πληρώσει το νόμιμο τόκο υπερημερίας (ΕφΠατρ 589/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2,118 εδ. 4, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει με ποινή απαραδέκτου, εκτός από άλλα στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν κατά νόμο και ορισμένο αίτημα. Αν δεν περιέχονται στο δικόγραφο τα στοιχεία αυτά ή διατυπώνονται με ασάφεια και ελλείψεις, τότε η αοριστία αυτή καθιστά την άσκηση της αγωγής άκυρη ως δικόγραφο και απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ειδικότερα δε, ενόψει του ότι η αξίωση διατροφής, είναι διαρκής χρηματική παροχή κατά μήνα προκαταβαλλομένη για να καλύψει διαρκείς ανάγκες επιβίωσης του δικαιούχου, ενεργοποιείται μόνο από την υπερημερία του υπόχρεου, αν αφορά παρελθόντα χρόνο (άρθρο 1498 ΑΚ), δύναται δε να επιδικάζεται και για μέλλοντα χρόνο. Παρέπεται ότι στοιχείο αναγκαίο για τη νομική θεμελίωση της αξίωσης αυτής είναι η όχληση και η υπερημερία του υπόχρεου (αν η αξίωση διατροφής αφορά παρελθόντα χρόνο) και ο προσδιορισμός του χρόνου έναρξης και λήξης της αξιούμενης και κατά μήνα προκαταβλητέας διατροφής για να ελεγχθεί η νομιμότητα αυτής, αναλόγως αν αφορά παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο και να προσδιορισθεί επακριβώς και συγκεκριμένως το αίτημα της αγωγής, λόγω του ανωτέρω διαρκούς και περιοδικού χαρακτήρα της διατροφής (ΕφΠατρ 778/2007, ΑχΝομ 2008, 252, ΕφΑΘ 5908/1993, ΕλλΔνη 36, 879, ΜΠΡοδ 211/2013, ΜΠΒολ 185/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 12-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2102/2013 αγωγή, η ενάγουσα, η οποία παραδεκτώς παραιτήθηκε από το αγωγικό αίτημα της, περί επιδίκασης διατροφής στην ίδια ατομικά, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν τη θέση σε ισχύ του Ν.4335/2015) και με τις προτάσεις της, και συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε κατά το ανωτέρω αίτημα, εκθέτει: Ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 28-5-2004, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με την υπ' αρ. 354/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Ότι από το νόμιμο γάμο της με τον εναγόμενο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, ηλικίας 8 ετών, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, του οποίου την επιμέλεια ασκεί οριστικά η ίδια δυνάμει της μνημονευόμενης στο αγωγικό δικόγραφο απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. Ότι το ανήλικο αυτό τέκνο διαμένει μαζί της και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής του, που ανέρχονται στο ποσό των 500 ευρώ, διότι δεν διαθέτει εισοδήματα από προσωπική περιουσία και, λόγω της μικρής του ηλικίας του, αδυνατεί να εργαστεί. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει μηνιαίως ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου αυτών, το ποσό των 500 ευρώ από 5-11-2011, άλλως από την επίδοση της αγωγής και για μία τριετία, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας περιοδικής παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 17 αρ. 2, 22 και 39Α ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρα 681 Β παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3, 672 έως 676 του ίδιου Κώδικα), όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις ίσχυαν πριν την κατάργηση τους με το άρθρο 1 του άρθρου τέταρτου του ν. 4335/2015, και εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, καθότι πρόκειται για αγωγή που έχει κατατεθεί πριν την 1.1.2016, με βάση τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του άρθρου ένατου του ίδιου νομοθετήματος. Ο εναγόμενος, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, στις οποίες αναφέρθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, ισχυρίστηκε ότι δεν έχει επιδοθεί σε αυτόν η υπό κρίση αγωγή με αποτέλεσμα να τυγχάνει ανυπόστατη. Εν προκειμένω, όμως, ο ισχυρισμός αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, χωρίς την επίκληση δικονομικής βλάβης, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί άλλως, δεν είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, νόμιμος. Ο εναγόμενος ουδόλως επικαλείται στοιχεία που να θεμελιώνουν δικονομική βλάβη αυτού υπό την εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια και τούτο διότι, εφόσον αυτός παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, δεν θεωρείται ότι υπέστη δικονομική βλάβη. Ούτε, εξάλλου, από την παράβαση αυτή επηρεάστηκε η δυνατότητα της άμυνας του, αφού τον ισχυρισμό του αυτό τον προέβαλε με τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις του. Όμως, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι δεν προσκομίζεται από την ενάγουσα αποδεικτικό επίδοσης στον εναγόμενο της κρινομένης, κατατεθείσας στις 15-7-2013, αγωγής. Προσκομίζεται δε η υπ' αρ. ./15-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Πατρών, ..., από όπου, όμως, προκύπτει ότι επιδόθηκε στον εναγόμενο, μόνο, η από 28-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2745/2017 κλήση με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η κρινομένη αγωγή. Η δε πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας, με σχετική δήλωση της στο ακροατήριο, συνομολόγησε ότι πράγματι δεν προσκομίζει αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής (βλ. σελ. 3 των ταυτάριθμων με την παρούσα πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου). Περαιτέρω, με τις προτάσεις της, η ενάγουσα προσδιορίζει το χρονικό διάστημα για το οποίο αιτείται, με την κρινομένη αγωγή, διατροφής, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της, από 5-11-2011 έως 5-11-2014 (βλ. σελ. 3 των από 14-2-2020 προτάσεων της ενάγουσας). Σημειώνεται δε ότι, όπως εκτέθηκε στη νομική σκέψη που παρατίθεται ανωτέρω, η αξίωση διατροφής ως διαρκής χρηματική παροχή κατά μήνα προκαταβαλλόμενη για να καλύψει διαρκείς ανάγκες επιβίωσης των δικαιούχων ενεργοποιείται μόνο με όχληση του δικαιούχου και οφείλεται μόνον από την υπερημερία του υπόχρεου, και ως εκ τούτου στοιχείο αναγκαίο για τη νομική θεμελίωση της αξίωσης αυτής είναι η όχληση και η υπερημερία του υπόχρεου και ο προσδιορισμός του χρόνου έναρξης και λήξης της αξιούμενης και κατά μήνα προκαταβλητέας διατροφής, για να ελεγχθεί η νομιμότητα αυτής, αναλόγως αν αφορά παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο και να προσδιοριστεί επακριβώς και συγκεκριμένως το αίτημα της αγωγής, λόγω του διαρκούς και περιοδικού χαρακτήρα της διατροφής. Επομένως, η ως άνω αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι η ενάγουσα, καίτοι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, συνομολογεί ότι δεν έχει επιδοθεί η αγωγή στον εναγόμενο, ουδόλως επικαλείται, σαφώς και ορισμένως, όχληση του εναγομένου, στις 5-11-2011 ή σε οιοδήποτε έτερο χρονικό σημείο, για την καταβολή διατροφής για την ενεργοποίηση της οποίας είναι απαραίτητη η όχληση και η υπερημερία του εναγομένου. Επομένως, η ως άνω αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τα δε δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων της δίκης αυτής, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (άρθ. 178 παρ.1 και 179 ΚΠολΔ).
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε με επιμέλεια του εναγομένου και την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη, και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ιδιαίτερη σημείωση κατωτέρω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, στις 28-5-2004 στην Πάτρα. Μετά το γάμο τους συμβίωσαν μέχρι το Πάσχα του έτους 2008, οπότε και επήλθε οριστικά διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους. Ακολούθως, ο γάμος αυτός λύθηκε, δυνάμει της υπ' αρ. 354/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, τον ., ο οποίος γεννήθηκε στις 21-7-2004. Με την υπ' αρ. 274/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Ειδική Διαδικασία) ανατέθηκε οριστικά στην ενάγουσα η αποκλειστική επιμέλεια του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα υπό την ιδιότητα της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της από 21-10-2009 και με αρ. κατ. δικ. ./2009 αγωγής, ήτοι από 5-11-2009, το ποσό των 200 ευρώ ως μηνιαία διατροφή του ανηλίκου τέκνου, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ήτοι ο ., διαμένει μαζί με τη μητέρα του. Το ανήλικο τέκνο, γεννηθέν την 21-7-2004, διανύει, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, το 16° έτος της ηλικίας του και φοιτά στην πρώτη τάξη του Λυκείου. Επίσης, παρακολουθεί μαθήματα εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, των οποίων τα μηνιαία δίδακτρα ανέρχονται περίπου στο ποσό των 50 ευρώ. Ο . εμφανίζει μυϊκή ατροφία τετρακέφαλου κυρίως δεξιά και για το λόγο αυτό τον παρακολουθεί χειρουργός ορθοπεδικός (βλ. την από 6-2-2020 ιατρική γνωμάτευση του …, χειρουργού ορθοπεδικού, που προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από την ενάγουσα), πλην, όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι υποβάλλεται σε φυσικοθεραπείες δαπανώντας για το σκοπό αυτό το ποσό των 50 ευρώ. Κατά τα λοιπά, οι ανάγκες του ανηλίκου για τροφή, ένδυση, ψυχαγωγία, αγορά σχολικών ειδών, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και συμμετοχή αυτού στα λειτουργικά έξοδα της οικίας που διαμένει με την μητέρα του, είναι οι συνήθεις που απαιτούνται για παιδιά της ίδιας με αυτόν ηλικίας και ανάλογα των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων του. Ο ανήλικος δεν έχει δική του περιουσία, ούτε εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή, λόγω δε της ανηλικότητάς του και της μαθητικής του ιδιότητας, αδυνατεί να ασκήσει βιοποριστική εργασία, με συνέπεια να στερείται παντελώς εισοδημάτων για την αντιμετώπιση των αναγκών διαβίωσης του καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Επομένως, είναι υποχρεωμένοι να τον διατρέφουν οι γονείς του από κοινού, ο καθένας απ' αυτούς ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις (άρθρα 1486 παρ. 2 ΑΚ και 1489 παρ. 2 ΑΚ). Ως εκ τούτου, έχει το τέκνο αυτό δικαίωμα διατροφής σε χρήμα, κατά μήνα προκαταβαλλομένης, έναντι των γονέων του, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, για το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα άρθρα. Η ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1967, εργάζεται ως καθαρίστρια περιστασιακά, αποκερδαίνοντας μηνιαίως περίπου το ποσό των 150 ευρώ (βλ. σελ. 3 και 6 των ταυτάριθμων με την παρούσα πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου). Διαμένουν μαζί με το ανήλικο τέκνο σε μισθωμένη οικία στην Πάτρα, καταβάλλοντος μηνιαίο μίσθωμα 180 ευρώ. Η ενάγουσα εισπράττει για λογαριασμού του τέκνου ως ασκούσα την επιμέλεια αυτού ετησίως οικογενειακό επίδομα από τον Ειδικό Λογαριασμό Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών, το ποσό του οποίου δεν είναι σταθερό. Ειδικότερα, όσον αφορά στο επίδικο χρονικό διάστημα, το έτος 2017 εισέπραξε το ποσό των 569,30 ευρώ, ενώ το ποσό που εισέπραξε κατά το έτος 2018 δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα (βλ. σχετικώς τις με αριθμούς πρωτοκόλλου ./1/14-6-2019 και ./1/12-4-2017 βεβαιώσεις του Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών - Ε.Λ.Ο.Ε.Ν. - Ν.Π.Δ.Δ., που ο εναγόμενος νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει άλλη ακίνητη περιουσία ή εισοδήματα από κάποια άλλη πηγή. Ο εναγόμενος εργάζεται ως ναυτικός, με μηνιαίες αποδοχές ύψους περίπου 2.000 ευρώ (βλ. τις με αριθμούς πρωτοκόλλου ./28-2-2014 και ./12-1-2018 βεβαιώσεις της Γ' Δ.Ο.Υ. Πατρών, που η ενάγουσα νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει). Έχει τελέσει δεύτερο γάμο με την ., από τον οποίο έχει αποκτήσει ένα τέκνο, την ., που γεννήθηκε στις 15-10-2010 και κατοικεί σε μισθωμένη οικία στην Πάτρα, καταβάλλοντος μίσθωμα 500 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, ο εναγόμενος βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής και των προσώπων αυτών, πλην της υποχρέωσης του για συνεισφορά στη χρηματική διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων. Πέραν των ανωτέρω, άλλη περιουσία ή εισοδήματα από άλλη πηγή δεν αποδεικνύεται ότι έχει, ενώ αυτός δεν αντιμετωπίζει άλλες δαπάνες, πλην των συνήθων για διατροφή και συντήρηση του. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω και με βάση τις οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων γονέων και τις εν γένει περιστάσεις, η μηνιαία διατροφή την οποία ο ανήλικος μπορεί να αξιώσει από τους γονείς του για την κάλυψα των αναγκών του, ανέρχεται στο ποσό των 350 ευρώ. Ο εναγόμενος πατέρας, σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες, οφείλει να καταβάλει κάθε μήνα το ποσό των 250 ευρώ για τη διατροφή του τέκνου του, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δική του (εναγομένου) διατροφή, αφού οι προεκτεθείσες μηνιαίες αποδοχές του αρκούν για να καλύψουν τόσο τη συνεισφορά του στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου του όσο και τα δικά του έξοδα αλλά και τις λοιπές υποχρεώσεις του, απορριπτόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμης της προβληθείσας εκ μέρους του ένστασης διακινδύνευσης της διατροφής του, όπως και της ένστασης του περί παραπομπής στη μητέρα του ανηλίκου (αρθρ. 1487 και 1491 Α.Κ.), αφού προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της τελευταίας αποτελεί η αδυναμία του εναγομένου να καταβάλει την οφειλόμενη διατροφή, λόγω διακινδύνευσης της δικής του (ΕφΑθ 493/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το υπόλοιπο ποσό που απαιτείται για την διατροφή του ανηλίκου, συμμετέχει η μητέρα του με το ως άνω εισόδημα της και την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την περιποίηση και φροντίδα του, η οποία αποτιμάται σε χρήμα, κατά μερική παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης συνεισφοράς που προέβαλε ο εναγόμενος (άρθρο 1489 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα). Ενόψει των ανωτέρω, η από 29-10-2017 με αριθμό κατάθεσης 2746/2017 αγωγή της ενάγουσας, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, στην ενάγουσα, ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και για λογαριασμό αυτού, ως μηνιαία συμμετοχή του στη διατροφή του το ποσό των 250 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής αυτής και μέχρι τη συμπλήρωση πέντε ετών από την επίδοση της, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά την καταψηφιστική περί διατροφής διάταξη της, διότι αναφορικά με το διατροφικό αίτημα συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 908 παρ. 1β' και 910 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της δίκης αυτής, λόγω της μεταξύ τους σχέσης (άρθ. 178παρ.1 και 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 29-10-2017 υπ' αριθμ. κατάθ. ./3-11-2017 αγωγή και Β) την από 12-7-2013 υπ' αριθμ. κατάθ. ./15-7-2013 αγωγή της ενάγουσας,
ΘΕΩΡΕΙ ότι η από 12-7-2013 υπ' αριθμ. κατάθ. ./15-7-2013 αγωγή της ενάγουσας, ως προς το αίτημα για επιδίκαση διατροφής στην ίδια ατομικά, δεν ασκήθηκε.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 12-7-2013 υπ' αριθμ. κατάθ. ./15-7-2013 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 29-10-2017 υπ' αριθμ. κατάθ. ./3-11-2017 αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο, ., να προκαταβάλλει, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, στην ενάγουσα, ., υπό την ιδιότητα της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους, ., και για λογαριασμό αυτού, ως τακτική μηνιαία συμμετοχή του στη διατροφή του, το χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την επίδοση της από 29-10-2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./3-11-2017 αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καθυστέρησης της πληρωμής εκάστης μηνιαίας δόσεως έως και την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την προκείμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την αμέσως παραπάνω διάταξη αυτής περί της επιδικάσεως διατροφής για το ανήλικο τέκνο των διαδίκων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 1-2-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου