(πηγή : https://www.crimetimes.gr/)
Ι. Στη δικαστική γραφολογία και πριν από τη συγκριτική γραφολογική ανάλυση και αντιπαραβολή των υπό έλεγχο και των γνησίων – δειγματικών χαράξεων, προηγείται ένα στάδιο έρευνας που ονομάζεται γραφοσκοπική εξέταση. Στην ερευνητική αυτή φάση ο δικαστικός γραφολόγος χρησιμοποιεί μια σειρά κατάλληλων φωτοοπτικών μέσων με τη βοήθεια των οποίων παρατηρεί, αναλύει και αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της εξεταζόμενης γραφής ή / και υπογραφής. Η συνήθης μεθοδολογία γραφοσκοπικής εξέτασης περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:
α) Τόσο το υπό έλεγχο έγγραφο όσο και τα έγγραφα που συνιστούν το δειγματικό – συγκριτικό υλικό εξετάζονται στο πρωτότυπό τους, εφόσον αυτό είναι διαθέσιμο άλλως στην αντιγραφική μορφή, στην οποία τίθενται υπόψη του δικαστικού γραφολόγου, με συνεκτίμηση, ωστόσο, των τεχνικών περιορισμών που συνοδεύουν αυτή τη μορφή εγγράφων[1].
Η έρευνα αυτή περιλαμβάνει εξέταση δια γυμνού οφθαλμού καθώς και ανάλυση με χρήση ειδικών γραφοσκοπικών οργάνων[2], δηλαδή:
αα) μεγεθυντικών φακών, με δυνατότητες μεγέθυνσης κατά προτίμηση x2 – x20,
αβ) μικροσκόπιου / στερεοσκόπιου με δυνατότητες μεγέθυνσης x50 – x100,
αγ) λαμπών φωτισμού (προσπίπτοντος, διερχόμενου και πλάγιου) και εφόσον κρίνεται απαραίτητο συσκευών υπεριωδών ή υπέρυθρων ακτίνων.
β) Στη συνέχεια λαμβάνονται φωτογραφίες του υπό κρίση εγγράφου και των επ’ αυτών κρινόμενων γραφών ή υπογραφών και των γνησίων – δειγματικών γραφών και υπογραφών. Όσο αφορά ειδικότερα τη φωτογραφία, στη δικαστική γραφολογία ενδιαφέρει ένας ιδιαίτερος τύπος ή τρόπος φωτογράφισης, η λεγόμενη “macro” φωτογράφιση. Πρόκειται για φωτογράφιση σε μικρή εστιακή απόσταση από το φωτογραφιζόμενο έγγραφο, που επιτρέπει την σε βάθος και σε μεγέθυνση αναπαράσταση κρίσιμων λεπτομερειών αυτού. Σήμερα χρησιμοποιούνται ευρέως και στη δικαστική γραφολογική έρευνα οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές με ενσωματωμένη “macro” λειτουργία ή και φωτογραφικές μηχανές στις οποίες όμως εφαρμόζονται ορισμένα εξαρτήματα, προκειμένου να επιτευχθεί η μακροφωτογράφιση, όπως είναι τα φίλτρα “close up”, τα δακτυλίδια προέκτασης ή η φισούνα.
Στο πλαίσιο ενός δικαστικού γραφολογικού ελέγχου η φωτογράφιση των εγγράφων αποσκοπεί:
- Στη διευκόλυνση, σε δεύτερη φάση, της έρευνας του δικαστικού γραφολόγου, όταν η εξέταση επί του πρωτοτύπου έχει ολοκληρωθεί ή όταν η πρόσβαση σε αυτό δεν είναι πλέον εφικτή.
- Στη δημιουργία σχετικού φωτογραφικού αρχείου, ως αρχείου αποδεικτικού υλικού.
- Στην παραγωγή φωτοτεχνικών πινάκων, που συνοδεύουν τις γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες / γνωμοδοτήσεις[3].
Στις ανωτέρω φωτογραφικές λήψεις και απεικονίσεις περιλαμβάνονται και εκείνες με εφαρμογή ψηφιακού, φορητού μικροσκοπίου, ενός από τα πλέον σημαντικά γραφοσκοπικά όργανα. Η ιδιαιτερότητα του ψηφιακού μικροσκοπίου είναι η δυνατότητα που έχει να συλλαμβάνει την εικόνα μέσω μίας βιντεοκάμερας και στη συνέχεια να την μεταφέρει στην οθόνη του υπολογιστή. Κατά τον τρόπο αυτό διευκολύνεται κατά πολύ η παρατήρηση, ενώ ο μικροσκοπικός έλεγχος συνδυάζεται με όλες τις κλασικές ψηφιακές εφαρμογές: ψηφιακή αποτύπωση της εικόνας, αποθήκευση – αρχειοθέτηση, εισαγωγή εικόνας σε υπάρχον αρχείο (π.χ. στην έκθεση του δικαστικού γραφολόγου) και εκτύπωση αυτής.
Η εξέταση με μικροσκόπιο αποτελεί μία από τις βασικότερες γραφοσκοπικές εξετάσεις, ιδίως όταν πρόκειται να αξιολογηθεί σε βάθος και με λεπτομέρεια η ποιότητα του γραφικού «ίχνους».
Ειδικότερα με τη χρήση μικροσκοπίου και τη συνακόλουθη φωτογράφιση των κρινόμενων γραφών και υπογραφών δύναται να ανιχνευθούν κρίσιμα στοιχεία ενδεικτικά πλαστογράφησης όπως λεπτό τρέμολο, σπασμοί και υπερένταση της γραφικής κίνησης, αφύσικες διακοπές της γραφικής συνέχειας, αφύσικες στάσεις, «επίπεδη» και χωρίς φυσιολογικές εναλλαγές γραφική πίεση, γραφολογικές αντιφάσεις, ψευδοδιορθωτικές επιχαράξεις (βλ. την σχετική ανάλυση που ακολουθεί παρακάτω). Η εν λόγω φωτοοπτική εξέταση είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου να καταλήξει κανείς με ασφάλεια σε ένα διαγνωστικό συμπέρασμα περί γνησιότητας ή μη μιας γραφής ή υπογραφής. Ταυτοχρόνως η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να περιέχει τη φωτογραφική απεικόνιση της συγκεκριμένης εξέτασης, έτσι ώστε σαφώς να συνάγεται η διενέργεια αυτής και η έκθεση να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη[4].
II. Ο προσδιορισμός του «έγγραφου ψεύδους» δηλαδή της συνθήκης έλλειψης γνησιότητας μίας γραφής ή υπογραφής συνδέεται με τη γραφοσκοπική ανίχνευση και στη συνέχεια τη γραφολογική διάγνωση δύο γραφικών φαινομενολογιών, ήτοι της πλαστογράφησης της γραφής ή υπογραφής ενός προσώπου ή της εκούσιας αυτοαλλοίωσης του προσωπικού τρόπου γραφής ή υπογραφής με σκοπό την απόκρυψη της (έγγραφης) ταυτότητας ή / και την αμφισβήτηση αυτής στο μέλλον. Σημειωτέον ότι εκούσια αυτοαλλοίωση παρατηρείται και στην περίπτωση πλαστογράφησης της υπογραφής ενός προσώπου, χωρίς απομιμητική προσπάθεια αλλά ως «σκαρίφημα ιδίας επινόησης» του πλαστογράφου.
ΙΙα. Η απομίμηση της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης ενός προσώπου από τρίτο πρόσωπο αποτελεί τον πυρήνα των θεμάτων της δικαστικής γραφολογίας, καθώς είναι ο βασικός τρόπος παραγωγής πλαστών εγγράφων.
Ως απομίμηση στη δικαστική γραφολογία νοείται η προσπάθεια αναπαραγωγής κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο πιστό της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης ενός άλλου προσώπου, με σκοπό να παρουσιαστεί αυτή ως γνήσια και αληθής. Οι συνήθεις τρόποι απομίμησης είναι:
- Αργή ή δουλική ή ζωγραφική απομίμηση: Στην περίπτωση αυτή ο πλαστογράφος κρατά μπροστά του το χαρτί με τη γραφή / υπογραφή προς απομίμηση και προσπαθεί να κινήσει το χέρι του κατά τον τρόπο που τα μάτια του «κινούνται» επί της γραφής / υπογραφής προς απομίμηση και όσο το δυνατόν μορφολογικά πιο πιστά.
- Γρήγορη ή ελεύθερη απομίμηση: Το είδος αυτό απομίμησης πραγματοποιείται σε δύο φάσεις. Αρχικά μελετάται προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια της προς απομίμηση γραφής / υπογραφής και ο πλαστογράφος εξασκείται συστηματικά στην αναπαραγωγή αυτής ελεύθερα (χωρίς δηλαδή τη χρήση κάποιας ιδιαίτερης μεθόδου), έτσι ώστε σταδιακά να αποκτήσει σιγουριά τόσο στον τρόπο σχηματισμού της φόρμας όσο και στο γραφικό/ υπογραφικό ρυθμό. Στην τελική φάση αναπαράγεται ελεύθερα η προς απομίμηση γραφή / υπογραφή κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο αυθόρμητο και φυσικό. Ενίοτε η προσβασιμότητα στις υπογραφές του θύματος και η συχνή θέση τους αντ’ αυτού (π.χ. υπογραφικές συνήθειες μεταξύ συνεταίρων) συνιστούν εξάσκηση και διευκολύνουν την παραγωγή ρυθμικά γρήγορων υπογραφών που δίνουν την εντύπωση έγγραφου αυθορμητισμού και επομένως δημιουργούν εικόνα φαινομενικής γνησιότητας.
Κατά τη διαδικασία της απομίμησης ο πλαστογράφος θα πρέπει αφενός μεν να αρνηθεί την προσωπική του (υπο)γραφή αφετέρου να αναπαράγει όσο το δυνατόν πιο πιστά την (υπο)γραφή ενός άλλου ατόμου. Η προσπάθεια αυτή αποδεικνύεται στην πράξη εξαιρετικά δύσκολη. Πιο συγκεκριμένα και όσο αφορά την άρνηση της προσωπικής (υπο)γραφής, η πλήρης κατάργηση του προσωπικού γραφικού ή υπογραφικού αυτοματισμού είναι αν όχι αδύνατη τουλάχιστον πολύ σπάνια. Εξάλλου όσο πιο ελεύθερη και ταχεία είναι η αναπαραγωγή της προς απομίμηση γραφής / υπογραφής τόσο ευκολότερο είναι να διεισδύσουν, χωρίς να το αντιληφθεί ο πλαστογράφος, στοιχεία της προσωπικής του γραφής. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ είναι σχετικά εύκολο να μιμηθεί κανείς το σχήμα και τη φόρμα των γραμμάτων ενός προσώπου, είναι αδύνατον να αναπαραχθεί ο προσωπικός βιορρυθμός ενός ατόμου, ο οποίος προσδίδει την ατομικότητα στη γραφική ή υπογραφική κίνηση. Ακριβώς διότι ο τρόπος που λειτουργεί τόσο σε επίπεδο σωματικό όσο και σε επίπεδο ψυχοσωματικό ο καθένας μας είναι μοναδικός.[5]
Κατ’ ακολουθία στην περίπτωση της απομίμησης δημιουργούνται δύο ρεύματα εγκεφαλικής και κατά συνέπεια ψυχοσωματικής ενέργειας, τα οποία ουσιαστικά αλληλοαναιρούνται. Από τη μία η ισχυρή συνειδητή θέληση του πλαστογράφου (σε επίπεδο φλοιού του εγκεφάλου) να αναπαράγει με ακρίβεια την προς απομίμηση γραφή / υπογραφή, ελέγχοντας τις γραφικές του κινήσεις και αναχαιτίζοντας τον προσωπικό τρόπο γραφής ή υπογραφής του. Από την άλλη οι πυραμιδικές οδοί του εγκεφάλου ενεργοποιούν συνεχώς και σε επίπεδο ασυνειδήτου τους προσωπικούς γραφικούς ή υπογραφικούς αυτοματισμούς του πλαστογράφου, κάθε φορά που αυτός θέτει σε κίνηση το χέρι του προς παραγωγή γραφής ή υπογραφής.
Όπως είναι φυσικό η σύγκρουση των δύο ως άνω περιγραφόμενων ρευμάτων ψυχοσωματικής και κατ’ επέκταση γραφοκινητικής ενέργειας έχει ως επακόλουθο την παραγωγή στην πλαστογραφημένη γραφή ή υπογραφή μιας σειράς γραφολογικών φαινομένων ενδεικτικών της σύγκρουσης αυτής[6], όπως:
- Απότομες διακοπές του γραφικού ή υπογραφικού ρυθμού, ρυθμική αναχαίτιση, αστάθεια ή αρρυθμία
- Αδικαιολόγητες στάσεις / άρσεις του γραφικού μέσου
- Μορφολογικές – υφολογικές αντιφάσεις
- Σημεία μείξης γραφικών / υπογραφικών ρυθμών
- Ανομοιογένεια γραφικών παραμέτρων και έλλειψη αρμονίας
- Αφύσικο τρέμολο και σπασμοί γραμμών
- Αύξηση των γωνιών / Αλλοίωση της καμπυλότητας των γραμμών (τα οβάλ των «ο», «α» κλπ. εμφανίζουν τετράγωνη ή τριγωνική μορφή) λόγω αυξημένης προσοχής που επιφέρει και μυϊκή υπερένταση
- «Επίπεδη», δηλ. χωρίς φυσιολογικούς χρωματισμούς γραφική πίεση (Σε συνθήκες φυσιολογικής – γνήσιας χάραξης λειτουργεί ανεμπόδιστα κατά τη γραφική κίνηση η δύναμη της βαρύτητας, η οποία διευκολύνει τη ροή της μελάνης προς τα κάτω, καθώς και τη καθοδική κίνηση του χεριού. Κατά τον τρόπο αυτό οι καθοδικής κατεύθυνσης γραμμές χαράσσονται με εντονότερη μελάνωση σε αντίθεση με τις ανοδικές, οι οποίες εμφανίζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό χρωματική μείωση της έντασής τους στη γραφική πίεση. Όταν όμως αυξηθεί έντονα η προσοχή και η επιμέλεια κατά τη χάραξη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της απομίμησης ή / και αυξηθεί η συγκινητικότητα (ταραχή) που συνοδεύει την παραγωγή τέτοιου είδους χαράξεων ο ομαλός αυτός τρόπος δράσης της δύναμης της βαρύτητας διαταράσσεται, καθώς εμφιλοχωρούν έτερες δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν ανασχετικά στην ελεύθερη χρωματική παραγωγή της γραφικής πίεσης. Στην περίπτωση αυτή παρατηρούνται γραφοσκοπικώς καθοδικές και ανοδικές γραμμές να χαράσσονται χωρίς τις ως άνω χρωματικές αυξομειώσεις αλλά να εμφανίζουν ίδια ένταση).
- Υπερβολική αναπαραγωγή ορισμένων μορφολογικών – υφολογικών στοιχείων (Νόμος της ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ του Lutwig Klages[7]), τα οποία έλκουν οπτικώς τον πλαστογράφο.
Ανάλογα με την επιλεγόμενη τεχνική πλαστογράφησης (δουλική ή ελεύθερη απομίμηση) τα ανωτέρω γραφολογικά φαινόμενα είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονα. Πιο συγκεκριμένα[8]:
- Στη «δουλική» («ζωγραφική») απομίμηση παρατηρούνται: α) «επίπεδη» και χωρίς φυσιολογικούς χρωματισμούς γραφική πίεση, β) τρέμολο λόγω υπερέντασης και εξαιρετικά αργός ρυθμός χάραξης, στάσεις – επανεκκινήσεις του γραφικού μέσου, για την αποφυγή λαθών, γ) πλήρης έλλειψη γραφικού / υπογραφικού αυθορμητισμού, δ) αναπαραγωγή κατά τρόπο υπερβολικό ορισμένων μορφολογικών – υφολογικών στοιχείων (Νόμος της ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ του Lutwig Klages[9]), τα οποία έλκουν οπτικώς τον πλαστογράφο.
- Στην ελεύθερη απομίμηση, η παρουσία αλλά και η ένταση των ανωτέρω γραφολογικών φαινομένων εξαρτάται και από την ικανότητα του πλαστογράφου να εξισορροπεί τον προσωπικό του γραφικό ή υπογραφικό αυθορμητισμό με τις ιδιαιτερότητες της προς απομίμηση γραφής ή υπογραφής. Εν προκειμένω παρατηρούνται κυρίως μορφολογικές – υφολογικές αντιφάσεις και μείξη γραφικών / υπογραφικών ρυθμών και στυλ. Εξάλλου όσο πιο ελεύθερη και ταχεία είναι η αναπαραγωγή της προς απομίμηση γραφής / υπογραφής τόσο ευκολότερο είναι να διεισδύσουν, χωρίς να το αντιληφθεί ο πλαστογράφος, στοιχεία της προσωπικής του γραφής.
ΙΙβ. Ένα από τα επιστημονικώς πιο ενδιαφέροντα αλλά και ταυτόχρονα πιο σύνθετα γραφολογικά ζητήματα είναι εκείνο της εκούσιας αυτοαλλοίωσης της γραφής ή υπογραφής, της περίπτωσης δηλαδή εκείνης που κάποιος αλλοιώνει οικειοθελώς, ολικώς ή μερικώς, την ατομική του γραφή ή υπογραφή, χωρίς, ωστόσο, να προβαίνει ταυτόχρονα σε απομίμηση της γραφής ή υπογραφής κάποιου συγκεκριμένου προσώπου.
Η συνθετότητα του προβλήματος των εκουσίως «αυτοαλλοιωμένων» γραφών και υπογραφών έγκειται στο γεγονός ότι κάθε άτομο μπορεί να αλλοιώσει τη (υπο)γραφή του, επιλέγοντας έναν ή συνηθέστερα πολλούς τρόπους μαζί, που με τη σειρά τους διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός και το κίνητρο αυτού. Έτσι, αν και είναι δυνατό να κατανοήσουμε και εν μέρει ίσως να προβλέψουμε τον τρόπο με τον οποίο κάθε χαρακτήρας τείνει να κρύψει κάποιες από τις ιδιότητές του (π.χ. ένας κατεξοχήν ανυπόμονος χαρακτήρας ενδεχομένως να τείνει να συγκρατήσει όσο το δυνατό περισσότερο την ανυπομονησία του), δεν είναι πάντοτε εύκολο να ανακαλύψουμε, πόσο μάλλον να προβλέψουμε, το πώς ένα συγκεκριμένο άτομο, υπό την πίεση συγκεκριμένων κινήτρων, θα αυτοαλλοιώσει τη γραφή του.
Οι λόγοι που ενδέχεται να ωθήσουν ένα άτομο στο να αλλοιώσει ενσυνείδητα την ίδια του τη γραφή ή υπογραφή μπορεί να είναι πολλοί, χωρίς να συνδέονται πάντοτε με δόλιους σκοπούς και απόπειρα αποκλίνουσας / παραβατικής συμπεριφοράς. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ως βασικότερους και συνηθέστερους τους παρακάτω:
- Επιθυμία παραγωγής μίας εξαιρετικά «καλλιγραφικής» ή «τεχνικής» γραφής (π.χ. από γραφίστα που αναπαράγει ένα συγκεκριμένο μοντέλο γραφής).
- Διάθεση ολικής «διόρθωσης» ή αλλαγής της προσωπικής γραφής (π.χ. υιοθέτηση μιας πιο καθαρής ή πιο «επίσημης» γραφής).
- Προσαρμογή σε ιδιαίτερες καταστάσεις (π.χ. ιδιαίτερη γραφή τήρησης σημειώσεων).
- Φόβος αναγνώρισης (π.χ. σε ανώνυμα γράμματα ή επιγραφές σε τοίχους κλπ., ειδικά αν περιέχονται απειλητικά ή υβριστικά μηνύματα).
- Σκοπός παραπλάνησης / εξαπάτησης (π.χ. κάποιος υπογράφει ένα έγγραφο κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από τον συνήθη γι’ αυτόν, με σκοπό να αμφισβητήσει στη συνέχεια την υπογραφή του).
- Πλαστογράφηση της υπογραφής ενός προσώπου, χωρίς απομιμητική προσπάθεια, αλλά με παραγωγή «σκαριφήματος ιδίας επινόησης», το οποίο ουσιαστικά συνιστά εκούσια απομάκρυνση από την συνήθη γραφική ή υπογραφική κίνηση.
Και στην περίπτωση της εκούσιας αυτοαλλοίωσης παρατηρείται ίδιου τύπου με την απομίμηση γραφική συμπτωματολογία, καθώς και εδώ εκείνος που την επιχειρεί, επιχειρεί ταυτόχρονα και συνειδητά να υποδυθεί έναν «ρόλο», διαφορετικό από εκείνον του (υπο)γραφικού του χαρακτήρα[10]. Καθώς βέβαια, όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, είναι αδύνατη η πλήρης απάλειψη των προσωπικών και πλέον εξατομικευτικών γραφολογικών γνωρισμάτων, και στην εκούσια αυτοαλλοίωση καταλείπονται αφενός μεν ίχνη αυτής της προσπάθειας (ρυθμική και μορφολογική ανομοιογένεια, ρυθμική αναχαίτιση, υφολογική μείξη, σύγχυση, τρέμολο ή σπασμοί λόγω υπερέντασης κατά την προσπάθεια κλπ.) αλλά και κρίσιμα ταυτοποιητικά στοιχεία του (υπο)γραφικού χαρακτήρα ως υπολειμματικά. Τα εν λόγω στοιχεία εντοπίζονται σε κρίσιμες μορφολογικές λεπτομέρειες της χάραξης και ιδίως στο εναρκτήριο και ληκτικό τμήμα αυτής (πρβλ. ιδίως στις υπογραφές), καθώς είναι εκείνα τα σημεία, στα οποία η (υπο)γραφική κίνηση παράγεται με υψηλό βαθμό παγιωμένου (υπο)γραφικού αυτοματισμού.
III. Παραδείγματα άλλως η οκτάβα του (έν-γραφου) ψεύτη
Επιστημονική αδεία και κατά μία έννοια «φυσιογνωμικής» της (υπο)γραφικής κίνησης[11] το ψεύδος ως συμπεριφορά, με την έννοια απομάκρυνσης από την φυσική και ελεύθερη έκφραση με σκοπό την παραπλάνηση, εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο (εν προκειμένω γραφολογικώς ενδιαφέρει η ποιότητα της χάραξης κι όχι το νοηματικό περιεχόμενο αυτής), καθώς και στον σωματικό.
Με μία εικονογραφική απόπειρα θα λέγαμε ότι εκείνος που ψεύδεται εγγράφως:
- Πέφτει σε αντιφάσεις (ρυθμική και μορφολογική ανομοιογένεια, μείξη υφών και ρυθμών)
- Eίναι σφιγμένος (ρυθμική αναχαίτιση, «επίπεδη», χωρίς φυσιολογικές χρωματικές εναλλαγές γραφική πίεση, σπασμοί και αλλοίωση της καμπυλότητας των γραμμών – «τετραγωνοποίηση» των οβάλ)
- Μπερδεύει τα λόγια του (μορφολογική σύγχυση)
- Περπατά στις άκρες των δακτύλων (αφύσικη ελάφρυνση της γραφικής πίεσης, η οποία γενικώς εμφανίζεται «επίπεδη»)
- Κομπιάζει (αφύσικες διακοπές της γραφικής κίνησης με αδικαιολόγητες στάσεις και άρσεις του γραφικού μέσου)
- Ιστορεί με κενά (κερματισμός των γραφικών κινήσεων, ψευδοσυνδέσεις)
- Επαναλαμβάνεται (ειδικά στην απομίμηση, αναπαραγωγή ίδιου τύπου μορφολογίας π.χ. ενός «α», πιθανότατα του πλέον ενδεικτικού στη γραφή ή υπογραφή του θύματος, στην προσπάθεια ν’ αναπαραχθεί όσο γίνεται πιο πιστά αυτή, ενώ στις γνήσιες χαράξεις διακρίνονται πάντοτε μικρότερου ή μεγαλύτερου βαθμού μορφολογικές παραλλαγές, συχνές επιχαράξεις λόγω ανασφάλειας ή προκειμένου να δοθεί [συνήθως στις διαθήκες] η εικόνα παθολογικής χάραξης[12])
- Επινοεί ευφάνταστα ή / υπερβάλλει (χρήση μεθόδων παραγωγής της γραφικής ή υπογραφικής κίνησης εντελώς ασυνήθιστων, μη φυσικών δηλαδή τρόπων, καθώς και τάση υπερβολικής μορφολογικά αναπαραγωγής εκείνων των γραφικών ή υπογραφικών στοιχείων που τραβούν την προσοχή του πλαστογράφου)
Μια σειρά από εικόνες, ληφθείσες από εμέ με εφαρμογή ψηφιακού, φορητού μικροσκοπίου (μεγέθυνση x70), στο πλαίσιο πραγματικών υποθέσεων, καταδεικνύουν στη συνέχεια αρκετά από τα ως άνω αναφερόμενα γραφικά χαρακτηριστικά έλλειψης έγγραφου αυθορμητισμού (περιπτώσεις πλαστογραφίας ή εκούσιας αυτοαλλοίωσης).
Τα «ο» αυτής της διαθήκης μοιάζουν με το τρέμολο στο πόδι ορισμένων «επαιτών» στο μετρό. «Επιδεινώνονται» μέσα στο βαγόνι κι εξαφανίζονται στην αποβάθρα. Η συνύπαρξη μέσα στο ίδιο κείμενο τρομωδών και «υγιών» γραφικών κινήσεων συνιστούν βασικό γνώρισμα έλλειψης γνησιότητας της χάραξης (γραφολογική αντίφαση).
Ο χαράκτης (πλαστογράφος) αυτής της διαθήκης παρουσιάζει αυξημένη προσοχή αλλά κυρίως βιώνει τη συνθήκη της χάραξης με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση. Έτσι οι μύες ασυναίσθητα σφίγγουν και οι καμπύλες μετατρέπονται σε αφύσικα τετράγωνα.
Τούτοι οι ψευδοχαράκτες φαίνεται πως έχουν μπερδέψει τα έν-γραφα λόγια τους, δημιουργώντας, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, έν-γραφη σύγχυση, ακόμα και εντός του ιδίου γράμματος (μορφολογική σύγχυση και έλλειψη καθαρότητας της χάραξης).
Δύο διαφορετικές παρενέργειες του έν-γραφου ψέματος από δύο διαφορετικά πρόσωπα που και τα δύο βιώνουν την ίδια όμως ψυχοδιανοητική συνθήκη: ΔΙΣΤΑΓΜΟ. Πάνω ο στυλογράφος ίσα που ακουμπά το χαρτί («στην άκρη των δακτύλων»), ενώ κάτω διακρίνονται οι μελάνινοι «κόμποι» του έγγραφου κομπιάσματος (συχνές και αδικαιολόγητες στάσεις του γραφικού μέσου).
Δύο διαφορετικοί χαράκτες εμφανίζουν και αυτοί την ίδια συμπτωματολογία, ενδεικτική έν-γραφου ψεύδους. Τεταμένη γραφική κίνηση που μετατρέπει την καμπύλη σε τετράγωνο και διακοπή της γραφικής συνέχειας (η «ιστόρησή» τους παρουσιάζει κενά).
Σε αυτή τη διαθήκη ο πλαστογράφος αναμασά τα ίδια ή διαφορετικά έν-γραφα σενάρια εντός του ίδιου έν-γραφου «σώματος» (βλ. αχρείαστες διορθωτικές επιχαράξεις με σκοπό την εμφάνιση γραψίματος ως δήθεν παθολογικού).
Κάποιες φορές, όχι τόσο συχνά όσο μπορεί να πιστεύεται, το έν-γραφο ψεύδος εμφανίζεται πραγματικά ευφάνταστο. Εδώ ο/η χαράκτης έχει χρησιμοποιήσει κάποιο υπόστρωμα με σταθερή ανωμαλία (θα μπορούσε να είναι π.χ. το ανάγλυφο της γραφής Braille) για να παραγάγει υποτιθέμενο γεροντικό τρόμο, ο οποίος όμως με τον τρόπο αυτό εμφανίζει μία αφύσικη ομοιογένεια.
Δρ. Ευδοξία Ζ. Φασούλα, δικαστική και αναλυτική γραφολόγος / δικηγόρος
_______________________________________________________________________________
[1] Για τις επιφυλάξεις κατά τη γραφολογική εξέταση (φωτο)αντιγράφων αλλά και για τις περιπτώσεις και τους όρους συναγωγής ορθών επιστημονικών συμπερασμάτων και εκ (φωτο)αντιγράφου βλ. αναλυτικά Seibt A., “Probleme bei der Untersuchung von Fotokopien”, στο Zeitschrift für Schriftpsychologie und Schriftvergleichung 68, 2004, σελ. 164 – 174 και την εκεί παρατιθέμενη σχετική βιβλιογραφία ή στο www.schriftvergleichung.de/html/fotokopien.html. Βλ. ακόμα Hilton O., Scientific Examination of Questioned Documents, εκδ. CRC PRESS, σελ. 384 – 385, Cristofanelli P., “Copia, fotocopia, xerocopia”. Implicazioni psicografologiche e peritali di un attuale "strumento per scrivere", στο "Scrittura" 84, 1992, σελ. 235-248, του ιδίου, “Caratteristiche ed identificazione della copia xerografica”, στο “Carta & Inchiostri. Tecniche di accertamento”, 1999, Ancona, AGI, σελ. 162 επ.
[2] Για τα βασικά αλλά και τα πιο εξειδικευμένα γραφοσκοπικά όργανα και τις σχετικές με αυτά γραφοσκοπικές μεθόδους βλ. το θεμελιώδες εγχειρίδιο του Dellavalle Francesco, La strumentazione per l’ analisi in ambito forense, εκδ. Sulla rotta del sole / Giordano Editore, 2011, βλ. επίσης Φασούλα Ε., Η χρήση των σύγχρονων πολυμέσων στη δικαστική γραφολογία με πρόλογο του καθηγητή Γιάννη Πανούση, σειρά MEDIA + ΕΓΚΛΗΜΑ, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2007.
[3] Για τον τρόπο παραγωγής των φωτοτεχνικών πινάκων βλ. Φασούλα Ε., Η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη στην ανάκριση – Ειδικά ζητήματα, στον τιμητικό τόμο εις μνήμην Καθηγητή Χρίστου Δέδε, επιμέλεια Νέστορα Κουράκη, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2013, σελ. 646-647.
[4] Βλ. τους καθηγητές Bravo A., Μetodologia della consulenza tecnica e della perizia su scritture, εκδ. Sulla Rota del sole – Giordano Editore, 2003, σελ. 57 επ. και 173 επ., Cristofanelli P., Grafologicamente – Manuale di perizie grafiche, εκδ. CE.DI.S. Editore, 2004, σελ. 69 επ. Βλ. ακόμα την υπ’ αριθ. 4.2.2. κατευθυντήρια αρχή του FBI για τις δικανικές εκθέσεις: “The report shall contain information that is significant and pertinent to the conclusion(s) reached and the opinion(s) rendered. This pertinent information includes: (…) General examinations conducted, including generic class and type of instrumentation used for examinations or determinations….”. http://www.fbi.gov/about-us/lab/forensic-science-communications/fsc/jan2009/index.htm/standards/2009_01_standards02.htm.
[5] Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται από τον Κηπουρά Π., «Η Δικαστική Γραφολογία ως είδος πραγματογνωμοσύνης», εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2009, σελ.255: «Αν και η κυτταρική ύλη είναι ίδια σε όλους τους ανθρώπους, η λειτουργικότητά της διαφοροποιείται από περίπτωση σε περίπτωση ανάλογα με τους προσωπικούς ρυθμούς, επειδή αυτοί συσχετίζονται με την προσωπική ενέργεια και συχνότητα στη μετάδοση των μηνυμάτων διαμέσου των κυττάρων. Το συναισθηματικό περιεχόμενο, το οποίο ρυθμίζεται από τις ατομικές νευρωνικές δομές, μεταφράζεται σε προσωπικούς γραφικούς ρυθμούς. Στην ενότητα αυτής της νευρολογικής μήτρας προστίθεται και το μυϊκό στοιχείο ως τελικός κρίκος της αλυσίδας μετάδοσης της νευρικής ώσης, για την οποία βέβαια ισχύουν οι ίδιες αρχές ενότητας και διαφοροποίησης. Έτσι γίνεται αντιληπτή η απόλυτα προσωπική εκφραστική συνισταμένη κάθε μιμικής μας κίνησης, και ιδιαίτερα της γραφικής κίνησης.»
[6] Κατά Solange Pellat, «Είναι αναπόφευκτο. Κάθε εκούσια τροποποίηση της γραφής μας φέρει τα ίχνη της τροποποιητικής προσπάθειας», στην ανάλυση των «νόμων» του (Les lois de l’ écriture, Librairie Vuibert, Paris, 1927) από τον καθηγητή Bravo A., Variazioni naturali e artificiose della grafia, εκδ. Sulla rotte del sole / Giordano Editore, 2005, σελ.87 επ.
[7] Οι εκ προθέσεως τροποποιήσεις της γραφής αφορούν κυρίως τα σημεία που έλκουν περισσότερο την προσοχή. Έτσι ο πλαστογράφος προτιμά και απομιμείται, συχνά με τρόπο υπερβολικό, τα στοιχεία εκείνα που του κέντρισαν περισσότερο το οπτικό του ενδιαφέρον (π.χ. ένας «διακοσμημένος» μορφολογικά κεφαλαιογράμματος χαρακτήρας στα αρχικά του ονομ/μου του θύματος). Βλ. ανάλυση του εν λόγω «νόμου» του Klages L. από τον καθηγητή Vettorazzo B., Metodologia della perizia grafica su base grafologica, εκδ. Giuffrè Editore, 1998, σελ. 67.
[8] Βλ. Bravo A., ό.π., 2005, σελ. 153 επ.
[9] Βλ. υποσημείωση 7, ό.π.
[10] Βλ. Bravo A., ό.π., 2005, σελ. 103 επ.
[11] Πανούση Γ., Φυσιογνωμική, γ΄εκδ., εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2003, σελ. 201 επ.
[12] Πρόκειται για διορθωτικές χαράξεις που τίθενται από τον πλαστογράφο στην προσπάθειά του να δημιουργήσει γραφική εικόνα χάραξης ως δήθεν προερχόμενη από άτομο με γραφοκινητική δυσκολία ή / και περιορισμένες γραμματικές γνώσεις. Βλ. σχετικά Βαλληνδρά Δ., Η γραφολογία στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, 1982, σελ. 59, ο οποίος επισημαίνει ότι «ο πλαστογράφος (…), γνωρίζοντας ότι το κείμενο της διαθήκης πρέπει να παρουσιάζει γραφικές διαταραχές, ιδιαίτερα όταν ο διαθέτης είναι πρόσωπο με σωματική κατάπτωση από νόσο ή γηρατειά, προσπαθεί να δώσει την εικόνα «διαταραγμένης» γραφής και συγκεκριμένα γράφει με «τρομώδη» γραφή, κάνει διορθώσεις ή ορθογραφικά λάθη, κάνει διαγραφές ή επεγγραφές αλλά υπερβάλλει στην προσπάθειά του, παρουσιάζει «γραφικές ασυνέπειες», π.χ. ανάμεσα στα τρομώδη γράμματα εμφανίζονται γράμματα ή λέξεις με απόλυτη γραφική σταθερότητα». Βλ. ακόμα την αρεοπαγητική απόφαση 103/2013, σύμφωνα με την οποία, «ο αυθεντικός συγγραφέας ενός ιδιόγραφου κειμένου δεν διορθώνει ευκρινή γράμματα αλλά μόνο δυσανάγνωστα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου