Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΔιατΕισΕφΠατρών 56/2020: Διάταξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών απορριπτική έγκλησης - Προσφυγή - Νομική φύση - Προθεσμία άσκησης - Πρόσωπο που την ασκεί - Εντολή προς πληρεξούσιο δικηγόρο



Άσκηση προσφυγής κατά διατάξεως Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών απορριπτικής εγκλήσεως. Φέρει τον χαρακτήρα οιονεί ένδικου μέσου και εφαρμόζονται επ’ αυτής αναλογικά οι περί ενδίκων μέσων διατάξειςτόσο εκείνες που αφορούν τον σkoπό και τη διαδικασίαόσο και εκείνες που αφορούν τα αποτελέσματά τουςΔεκαπενθήμερη αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής. Ασκείται από τον ίδιο τον προσφεύγοντα αυτοπροσώπως ή από τον πληρεξούσιο συνήγορό του, ο οποίος υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να έχει εξουσιοδοτηθεί νομίμως κατά τις οικείς διατάξεις του νέου ΚΠΔ. Η ειδική εντολή δύναται να χορηγηθεί και δι’ απλής εγγράφου δηλώσεως, βεβαιουμένης της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέως υφ’ οιασδήποτε δημόσιαςδημοτικής ή κοινοτικής αρχής ή δικηγόρουΓια το κύρος της πληρεξουσιότηταςπρέπει στο σχετικό έγγραφο να εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση για την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα και να προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

Αριθμός Δ/ξης 56/2020

ΔΙΑΤΑΞΗ

Ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών

Αφού λάβαμε υπόψη:

1). Την με αριθμ. βιβλίου ./2020 και ημερομηνία 9-9-2020 προσφυγή της νοσηλεύτριας του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών υπό την επωνυμία «.»κατοίκου Πατρών (οδός .), κατά της υπαριθμ. 315/21-8-2020 Διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών, δια της οποίας κατόπιν της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, απορρίφθηκε, κατ' άρθρο 51 του ΚΠΔ, η από 23-1-2019 κατατεθείσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών, «έγκληση» της ως άνω προσφεύγουσας κατά των: 1) κατοίκου Πατρών (οδός ), Προϊσταμένης των Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, υπό την επωνυμία «.», 2) κατοίκου Πατρών (Νοσοκομείο «.»), Διευθύνουσας του άνω Νοσοκομείου και 3) κατοίκου Πατρών (Νοσοκομείο «.»), Τομεάρχου των Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων του άνω Νοσοκομείου.

 

2) Τα στοιχεία της δικογραφίας (με ΑΒΜ: Π9-327) που σχηματίσθηκε κατόπιν διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης, εκθέτουμε τα ακόλουθα:

 

Στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, στο σχετικό χωρίο για την προσφυγή κατά απορριπτικής της έγκλησης, εισαγγελικής διάταξης, αναφέρονται τα εξής: «Στο πέμπτο κεφάλαιο του Τμήματος αυτού του ΣχΚΠΔ ρυθμίζονται τα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν στην υποβολή, στη διαχείριση της έγκλησης και τις δικονομικές δυνατότητες αντίδρασης του εγκαλούντος. Ειδικότερα σε σχέση με το δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος το Σχέδιο επαναφέρει την παλαιότερη ρύθμιση που προέβλεπε την έναρξη της προθεσμίας προσφυγής από την επίδοση της σχετικής διάταξης του εισαγγελέα, αφού μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξασφαλιστεί πληρέστερα η γνώση της απορριπτικής διάταξης και να διαφυλαχθεί η άσκηση των δικαιωμάτων του εγκαλούντος στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης. Η προηγούμενη ρύθμιση κατέτεινε μεν στη μείωση των σχετικών προσφυγών, πλην όμως αυτή επιτυγχανόταν με τη στέρηση δικαιωμάτων, αφού με τον τρόπο αυτόν δεν εξασφαλιζόταν δικαιοκρατικά η γνώση της απορριπτικής διάταξης, στο βαθμό που δεν υφίστατο πραγματική ενημέρωση για την έκδοση της διάταξης και άρα σαφές σημείο αφετηρίας της προθεσμίας. Παράλληλα η Επιτροπή μείωσε και το προβλεπόμενο παράβολο υπέρ του δημοσίου, ώστε να μην καθίσταται απαγορευτική η άσκηση ενός δικαιώματος εξαιτίας οικονομικής αδυναμίας, αλλά κυρίως για να εξασφαλίζεται το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του νέου ΚΠΔ («Έγκληση του παθόντος»):

«1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4 (η παρ. 1 αντ/κε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν. 4637/18.11.2019).

2. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξη του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.

3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξη του που επιδίδεται στον εγκαλούντα (η παρ. 3 αντ/κε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν. 4637/18.11.2019). 4. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1 και 6, 44,45,47, 48, 49 και 50 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση».

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του ιδίου Κώδικα, στο οποίο προβλέπεται το «Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος επί απόρριψης της έγκλησης»:

«1. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα "με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου", να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474 ΚΠΔ [η φράση "με τις παρ. 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου" αντ/κε ως άνω με το άρθρο 96 περ. δ' Ν. 4623/2019, ΦΕΚ Α 134/9.8.2019 (επανάληψη ρύθμισης άρθρου δεύτερου παρ. 3 περ. δ' της από 27.6.2019 ΠΝΠ, ΦΕΚ Α 106/27.6.2019)].

2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 (το τελευταίο εδάφιο της § 2 προστέθηκε με το αρ. 7 § 7 Ν. 4637/18.11.2019).

3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό».

 

Κατά το άρθρο 474 του νέου ΚΠΔ, με τίτλο «Έκθεση και λόγοι άσκησης του ενδίκου μέσου»: «1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα), ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του (άρθρο 466 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται.. 2. Το ένδικο μέσο μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω, πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης. 3. Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στον διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. 4. Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο».

 

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγονται, ως προς το ζήτημα της προσφυγής του άρθρου 52 ΚΠΔ, τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

1) Η κατά το άρθρο 52 του ισχύοντος ΚΠΔ, προσφυγή κατά της απορριπτικής της έγκλησης διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, φέρει το χαρακτήρα οιονεί ενδίκου μέσου διότι συνιστά δικονομική πράξη, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στον δικαιούμενο να ζητήσει την επανεκτίμηση ορισμένης απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε όργανο απονομής της δικαιοσύνης, με σκοπό την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της και επομένως εφαρμόζονται επ' αυτής αναλογικά οι περί ενδίκων μέσων διατάξεις, τόσο εκείνων που αφορούν τον σκοπό (έλεγχο της ορθότητας) και τη διαδικασία, όσο και εκείνων που αφορούν τα αποτελέσματα τους - μεταβιβαστικά, επεκτατικά και ανασταλτικά (ΟλΑΠ 1345/1988, ΑΠ 869/2001, ΤΝΠ Νόμος, ΔιατΕισΕφΠειρ (Μ. Ψαρουδάκη) 111/2009, Νόμος, Σεβαστίδη Χαραλ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ' άρθρο (άρθρα 1, 95έκδ. 2011), σελ. 525 και επ., Παπαδαμάκη Αδάμ, Ποινική Δικονομία, σελ. 240, ΔιατΕισ. Εφ. Πατρ. 19/94, Υπερ. 1995/170, ΓνωμΕισ. Εφ. Πατρ. 41/94 ΠΧΡ/995/111, ΔιατΕισ. Εφ. Πατρ. 14/96 Υπερ. 1996/876), εκτός αν άλλως ορίζεται εκ του νόμου ή υπαγορεύει η ιδιαιτέρα φύση αυτής. Περαιτέρω, το επιτρεπτό καθώς και οι λόγοι ασκήσεως αυτής κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή του βουλεύματος στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (ΟλΑΠ 1282/1992, ΝΟΜΟΣ).

 

2) Η δεκαπενθήμερη προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής είναι αποκλειστική, δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης, και επομένως, ισχύει ανεξάρτητα από το εάν ο εγκαλών διαμένει στην έδρα της εισαγγελίας που εξέδωσε την, κατ' άρθρο 51 ΚΠΔ διάταξη, ή εκτός της έδρας, ή ακόμα και στο εξωτερικό. Η δεκαπενθήμερη προθεσμία, υπολογίζεται από της επιδόσεως της στον εγκαλούντα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθ. 166 και επ. του νυν ισχύοντος (νέου) ΚΠΔ. Ειδικότερα, όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες, δεν υπολογίζεται η ημέρα με την οποία συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα. Ενώ, η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή δηλώσεων, την κατάθεση εγγράφων ή την άσκηση ενδίκων μέσων, θεωρείται ότι λήγει την στιγμή που λήγει η τελευταία εργάσιμη ώρα του αρμόδιου δικαστικού γραφείου (αρθ. 168 παρ. 1 ισχύοντος (νέου) ΚΠοινΔ).

 

3) Η προσφυγή πλέον, μετά την ισχύ του νέου ΚΠΔ, ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474, δηλαδή υπό του ίδιου του προσφεύγοντος αυτοπροσώπως ή του πληρεξουσίου συνηγόρου του, ο οποίος υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να έχει εξουσιοδοτηθεί νομίμως, κατά την έννοια των άρθρ. 42 § 2, 89 § 2 και 466 § 1 του νέου ΚΠΔ: (α) με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα), στην έννοια των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι Διατάξεις του Εισαγγελέα, ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, ή ενώπιον του Διευθυντή της φυλακής αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται και β) με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης (ΔιατΕισΕφΠειρ 28/2019, 49/2019). Από τη διατύπωση του άρθρου συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο «γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα)», στην προκείμενη περίπτωση, είναι ο γραμματέας της οικείας εισαγγελίας, η δε προσφυγή του άρθρου 52 ΚΠΔ, νομίμως ασκείται μεταξύ και των άλλων προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο, με δήλωση (συντασσόμενης εκθέσεως κατά την έννοια των άρθ. 148 έως και 153 του ΚΠΔ), ή με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας (όπου υπηρετεί ο εισαγγελέας) που εξέδωσε την προσβαλλόμενη Διάταξη, με την παρουσία είτε του ιδίου του προσφεύγοντα, είτε του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που έχει εξουσιοδοτηθεί νομίμως, κατά την έννοια των άρθρων 42 § 2, 89 § 2 και 466 § 1 του ΚΠΔ).

 

Η ειδική αυτή εντολή κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 ΚΠΔ στην οποία παραπέμπει το προαναφερθέν άρθρο 89 δύναται να χορηγηθεί και δι' απλής εγγράφου δηλώσεως, βεβαιούμενης της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέως υφ' οιασδήποτε δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής ή δικηγόρου. Για να έχει δε κύρος η πληρεξουσιότητα πρέπει το σχετικό έγγραφο να εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση για την οποία παρέχεται αυτή και να προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά, έστω και δια της γενικής κατά τον ποινικό κώδικα νομικής ορολογίας της.

 

Τέλος, το πληρεξούσιο ή το επικυρωμένο αντίγραφο του προσαρτάται στη σχετική έκθεση ή το δικόγραφο του ενδίκου μέσου (ΑΠ 529/1999 Ποιν.Δικ., 1999/655, ΑΠ 1557/1994 Π Χρ 1994/1278, ΑΠ 635/1993 ΠΧρ ΜΓ/412, ΑΠ 183/1988 ΝοΒ 36/397). Η μη τήρηση των ως άνω νομίμων διατυπώσεων για την παροχή ειδικής εντολής προς τον πληρεξούσιο προς άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή η άσκηση του από Πληρεξούσιο Δικηγόρο που δεν έχει τέτοια εντολή, καθιστά αυτό απαράδεκτο και απορριπτέο, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ (σχετΣυμβΕφετΘεσ. 330/2005 ΠΧΡ ΝΣΤ, 317 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, στις 9-9-2020, ενεφανίσθη ενώπιον της Δικ. Γραμματέως - αναπληρούσης νομίμως το Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών, ο Κασοκεράκης Γεώργιος ως πληρεξούσιος δικηγόρος της προσφεύγουσας, και δήλωσε ότι προσφεύγει ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών κατά της 315/2020 Διάταξης, δια δικογράφου προσφυγής (8-9-2020) υπογεγραμμένου υπό του ιδίου, συντασσόμενης εκθέσεως εγχειρίσεως (9-9-2020), ακύρως όμως, διότι εκ των στοιχείων του παρόντος φακέλου, δεν υπήρχε προς τούτο η ειδική εντολή - εξουσιοδότηση υπό της προσφεύγουσας, και κατά συνέπεια κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα, η υπό κρίση προσφυγή δέον όπως απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 

 

Για τους λόγους αυτούς

 

 

Απορρίπτουμε την υπ' αριθμ. ./2020 προσφυγή της κατοίκου Πατρών (οδός ΚΑΤΑ της υπαριθμ. 315/21-8-2020 Διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημ/κών Πατρών ως απαράδεκτη.

 

Πάτρα 30-10-2020

 

Ο Αντεισαγγελεας Εφετών

Διονυσία Παπαδοπούλου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου