Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΕφΑθ 4719/20 : ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ. ΘΕΤΟ ΤΕΚΝΟ. ΔΙΑΘΗΚΗ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ. Αγωγή αναγνωριστική του ενάγοντος, ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του θετού πατέρα του και της ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης, βάσει της οποίας η εναγόμενη αποδέχθηκε την κληρονομιά, την οποία και κατέχει. Εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης υιοθεσίας ενηλίκου. Αναίρεση και παραπομπή στο παρόν Δικαστήριο. Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου.

 


ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

8° ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 4719/2020

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Θεοδώρα Τσαμαδιά, Εφέτη και Δημήτριο Τ. Οικονόμου, Εφέτη Εισηγητή και από την Γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Δεκεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος εκκάλόυντος ενάγοντας: Ρ. Α. (R. L.) του Φ. (F.), κατοίκου Ρώμης Ιταλίας, ... αρ. ..., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΝΦ.

Της καθής η κλήση εφεσίβλητης εναγόμενης: Ε. συζύγου Ν. Κ. , το γένος Σ. και Α. Τ., κατοίκου .... Αττικής, οδός ... αρ. ..., την οποία εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΑΓ.

Στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 10.12.2009 και με αριθ. καταθ. ................../2009 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας,

Επ’ αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 5904/2010 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον τού Δικαστηρίου τούτου ο εκκαλών ενάγων με την από 31.3.2011 έφεσή του, που πήρε αριθ. κατάθ. ..../2011, επί της οποίας εκδόθηκε η 1511/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Κατά της παραπάνω δευτεροβάθμιας απόφασης ο εναγόμενος άσκησε την από 21.11.2012 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 818/2014 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στη Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως. Ακολούθως εκδόθηκε η 9/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ως άνω 1511/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκηση στο ίδιο Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση). Ακολούθως η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 27.10.2016 και με γεν. αριθ. κατάθ. ..../2016 κλήση του ενάγοντος, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος στις 28.9.2017 και μετά από αναβολή στις 3.5.2018, οπότε συζητήθηκε. Στη συνέχεια, λόγω αδυναμίας έκδοσης απόφασης, εισήχθη προς ανασυζήτηση η υπόθεση, με την .../2019 και με αρ. έκθ. κατ. Γ.Α.Κ. .../16 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ., για τη σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αύξαντα αριθμό ... και συζητήθηκε, αφού ακούστηκαν οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που είχαν. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και κατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε, είχε όμως προκαταθέσει προτάσεις μαζί με μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 του ΚΠολΔ «Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διάδικου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου...». Κατά την ορθότερη γνώμη η ως άνω επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί, όπως και αυτή του αρθρ. 254 ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση. Και ναι μεν στο αρθρ. 307 δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει κανένας δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις. Και τούτο γιατί οι δύο περί επαναλήψεως διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς το λόγο της επαναλήψεως, ο οποίος μάλιστα στην περίπτωση του άρθρου 307 δεν οφείλεται σε καμιά περίπτωση σε υπαιτιότητα διαδίκου. Έτσι δεν υφίσταται στην τελευταία περίπτωση δικαιολογητικός λόγος να έχει, αν δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση δικαζόμενος ερήμην. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση προτάσεων, ενώ ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία (ΕφΠειρ 261/2014 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 143/2013 Τ.Ν,Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑαρ 502/2013 Τ.Ν,Π, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 720/2012 ΕλλΔνη 2013.1093, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013,1503, ΕφΘεσ 383/2012 Τ.Ν,Π, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 151/2012 ΕΠολΔ 2012.737, ΕφΑθ 961/2009 ΕλλΔνη 2010.1058 με σημ, I, Κατρά, ΕφΑθ 7196/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑαρ 519/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2008,151, ΕφΑθ 1849/2001 ΕλλΔνη 2003.208, ΕφΑθ 3365/1995 ΕλλΔνη 37.1161, Μακρίδου στην Κεραμεως-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ, άρθ. 307). Επομένως νόμιμα εισάγεται για ανασυζήτηση η από 31.3.2011 έφεση, που πήρε αριθ. κατάθ. ..../2011 τσυ ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος κατά της 5904/2010 · οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την .../2019 και με αρ. έκθ. κατ. Γ.Α.Κ. .../16 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, του Δικαστηρίου αυτσύ, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ., επειδή δεν εκδόθηκε απόφαση μετά την παρέλευση πλέον των οχτώ μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την ανωτέρω δικάσιμο και ο εισηγητής δικαστής επέστρέψε τη δικογραφία.

Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν1 από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πρτν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ιδ. Κώδ., «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ «αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. (ΑΠ 975/2000 ΕλΔνη 42.81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001). Επομένως στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ, 2001.46). Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1145/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804, ΑΠ 659/88 ΕλΔνη 30.310, ΑΠ 1279/83 Δ 15.421, ΑΠ 1042/75 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/94 ΕλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλΔνη 44.1563). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ' αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 548/2008 ΝΟΜΟΣ, 805 και 806/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δίκη 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δίκη 35.804). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ 145). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.662), δυνάμενο και να την απορρίψει ως εκπρόθεσμη, εφόσον ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος αφορούσε την ουσία του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος (ΕφΠειρ 658/1989 ΕλΔνη 31.1490).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 10.12.2009 αγωγή του, ο ενάγων, μόνιμος κάτοικος Ρώμης Ιταλίας και έχων την αλβανική ιθαγένεια, ισχυρίστηκε ότι, στις 22.3.2008 απεβίωσε, στη Ρώμη της Ιταλίας ο θετός του, βάσει της 172/2002 τελεσίδικης απόφασης του Πολιτικού Δικαστηρίου Ρώμης Πρώτος Τομέας, πατέρας Ε. Λ. , κάτοικος εν ζωή Ρώμης και άφησε αυτόν μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία του, η οποία αποτελείτο από τα ακίνητα, που περιγράφονται σ’ αυτήν και βρίσκονται το ένα εξ αυτών στην Ιταλία και τα λοιπά στην Ελλάδα, καθώς και επί της τραπεζικής κατάθεσης στο πιστωτικό Ίδρυμα που επίσης αναφέρεται σε αυτή. Ότι την ευρισκόμενη στην Ελλάδα κληρονομιαία περιουσία του ως άνω αποβιώσαντος κατέχει η εναγόμενη, ως εκ διαθήκης κληρονόμος αυτού θεμελιώνοντας το κληρονομικό της δικαίωμα στην από 15.1.2000 ιδιόγραφη διαθήκη του κληρονομουμένου, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την επιμέλεια της εναγόμενης, η οποία και αποδέχθηκε την ως άνω κληρονομιά, δυνάμει της ..../5.5.2009 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Κ. , που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ότι η διαθήκη αυτή είναι άκυρη, διότι, όπως ισχυρίζεται δεν έχει γραφεί ούτε υπογραφεί από τον κληρονομούμενο, επικουρικά δε ότι είναι ακυρώσιμη, με τον ισχυρισμό ότι συνετάγη πριν από την υιοθεσία του και ότι εάν ο κληρονομούμενος γνώριζε τούτο, δεν θα προέβαινε στην σύνταξή της. Επικουρικότερα ακόμη ότι το περιελθόν σ’ αυτόν ακίνητο, που κείται στην Ρώμη της Ιταλίας δεν καλύπτει τη νόμιμη μοίρα του και ότι συντρέχει ως κληρονόμος κατά το ελλείπον ποσοστό, που αναφέρεται σ’ αυτήν. Με την επίκληση των ως άνω πραγματικών περιστατικών, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος επί του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας του θετού πατέρα αυτού, Ε. Λ. , να αναγνωριστεί ως άκυρη, άλλως να ακυρωθεί, η ως άνω από 15.1.2000 ιδιόγραφη διαθήκη, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ..../5.5.2009 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του αποδώσει τα κληρονομιαία ακίνητα και επικουρικά να αναγνωριστεί ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου εφ’ ολοκλήρου της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος θετού πατέρα αυτού το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο της κινητής και ακίνητης Περιουσίας εκτός Ελλάδος και στο 46,98% εξ αδιαιρέτου επί των ευρισκομένων στην Ελλάδα κληρονομιαίων περιουσιακών στοιχείων και το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του, κατά το ελλείπον ποσοστό 44,31%, επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας του. Ζήτησε, περαιτέρω, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του αποδώσει τα ως άνω κληρονομιαία στοιχεία, κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς κατά το ποσοστό των 46,98% εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του παράσχει πληροφορίες για την κατάσταση της κληρονομιαίας περιουσίας στην Ελλάδα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και προς απόκρουση της αγωγής η εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της αρνήθηκε την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι δεν αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η ισχύς της ως άνω απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου, με την οποία συντελέστηκε η υιοθεσία του ενάγοντος. Ισχυρίστηκε, παράλληλα ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για την αναγνώριση της ισχύος της εν λόγω αποφάσεως. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο· δικαστήριο, έκρινε ότι, η ισχύς της επίμαχης αλλοδαπής απόφασης δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, ερευνώντας παρεμπιπτόντως το θέμα αυτό, και ότι ο ενάγων δεν είναι φορέας της επίδικης έννομης σχέσης και, συνακόλουθα ότι στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης, και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ο εκκαλών ενάγων με την από 31.3.2011 έφεσή του, που πήρε αριθ. κατάθ. ..../2011, επί της οποίας εκδόθηκε η 1511/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Κατά της παραπάνω δευτεροβάθμιας απόφασης ο εναγόμενος άσκησε την από 21.11.2012 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 818/2014 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στη Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως. Ακολούθως εκδόθηκε η 9/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που έκανε δεκτή την αίτηση και ανήρεσε ολικώς την αναιρεσιβληθείσα 1511/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα η εν λόγω αναιρετική απόφαση έκρινε, ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε επαρκώς και περιέλαβε ελλιπείς αιτιολογίες, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ήτοι, κατά πόσο συντρέχουν οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η υιοθεσία του αναιρεσείοντος από τον Ε. Λ. , την προσωπική κατάσταση του αναιρεσείοντος και του υιοθετούντος, ο οποίος είχε το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων σε αλλοδαπή πολιτεία και δη στην Ιταλία, στην οποία και είχε εγκατασταθεί αυτός μόνιμα από μακρού χρόνου μέχρι και τον θάνατο του, ενώ παράλληλα είχε αποξενωθεί από την ημεδαπή, αλλά αντίθετα, το Εφετείο εξαρχής, εφαρμόζοντας άνευ ετέρου και περαιτέρω έρευνας των ιδιαίτερων συνθηκών της υπό κρίση υπόθεσης, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως έγκυρη την υιοθεσία αυτή, η οποία κατά το Ιταλικό, αλλά και το Αλβανικό δίκαιο, είναι έγκυρη. Ότι η παραπάνω έλλειψη και ανεπάρκεια αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, αφορά στο κύριο ζήτημα της υιοθεσίας ως προς τις θεμελιούμενες σ’ αυτήν κληρονομικές σχέσεις, δηλαδή ζήτημα το οποίο ασκεί ουσιώδη επιρροή και από το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά η έκβαση της δίκης, με την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 23, 31, 33, 1579 ΑΚ και 780 ΚΠολΔ, των διατάξεων των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ, και εκείνων του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, καθιστώντας έτσι αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να υποπέσει η απόφαση στη νομική πλημμέλεια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η οποία εκτείνεται στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολούθα παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου, με άλλη σύνθεση, να την εκδικάσει περαιτέρω. Κατά συνέπεια νόμιμα φέρεται με την από 27.10.2016 και με γεν. αριθ. κατάθ. ..../2016 κλήση του ενάγοντας ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου της αναπομπής προς νέα συζήτηση η ως άνω έφεσή και πρέπει να ερευνηθεί από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας. Το παρόν δικαστήριο, ως δικαστήριο της αναπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε μέ το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση.

Η κρινόμενη, λοιπόν, από 31.3.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ..../2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της 5904/2010 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔικ.), πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη.

Στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθ. 28παρ. 1 του Συντάγματος) ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής, παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη με το νόμο και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή οικονομικής ευημερίας της χώρας, για την αποτροπή των εκτροπών ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, στο δε άρθρο 14 της ίδιας ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης ορίζεται: ότι "η χρήσις των αναγνωριζόμενων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως" και τέλος στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής ορίζεται ότι "παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντώς Κράτους όπως θέσει σε ισχύ Νόμους, τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1542 και 1579 ΑΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996, η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι τέκνο του συζύγου εκείνου που υιοθετεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, από της ισχύος του νέου νόμου (Ν. 2447/1996), καταργείται η υιοθεσία ενηλίκου, πλην της περιπτώσεως του άρθρου 1579 ΑΚ, δηλαδή όταν ο υιοθετούμενος είναι τέκνο του συζύγου του υιοθετούντος, με την οποία θεσπίζεται εξαίρεση στη γενική απαγόρευση της υιοθεσίας ενηλίκου. Η διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ δεν αντίκειται στην καθιερούμενη με το Σύνταγμα αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 αυτού), αφού, από τη στιγμή που ο κοινός νομοθέτης αναγνωρίζει το θεσμό της υιοθεσίας, ο πυρήνας του δικαιώματος δεν θίγεται και μπορεί στην ελευθερία αυτή να επιβάλλει περιορισμούς κατά τρόπο αντικειμενικό, οι οποίοι δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ούτε προσβάλλεται, κατά τον τρόπο αυτό, η κατοχύρωση της προστασίας της οικογένειας κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος και τη διάταξη του ανωτέρου άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφού αυτή δεν έχει την έννοια ότι εμποδίζει τον κοινό νομοθέτη από το να αλλάξει τις ρυθμίσεις για τους τρόπους σύστασης της οικογένειας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23 ΑΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 Ν. 2447/1996, και 33 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους, δηλαδή του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, με τον όρο ότι οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζονται αν η εφαρμογή τους προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη της Ελληνικής Πολιτείας. Το επιλαμβανόμενο δηλαδή Δικαστήριο, ως έχων, κατά τα ανωτέρω, την απαιτούμενη διεθνή δικαιοδοσία, θα κρίνει, εάν οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου, που τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τον αλλοδαπό ενήλικο-υιοθετούμενο, παραβιάζουν ή όχι την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, και αν κατ’ επέκταση θα εφαρμοσθούν ή όχι από αυτό, δεδομένου ότι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, είναι πρόκριμα στην εφαρμογή κάθε αλλοδαπής διάταξης και επομένως, όταν το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αλλοδαπό δίκαιο, ο δικαστής προκαταρκτικά οφείλει να κρίνει αν αυτή προσαρμόζεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη και συμβιβάζεται με αυτήν. Εξ ετέρου, δημόσια τάξη, υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 ΑΚ έννοια, είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό, ο οποίος κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (ΟλΑΠ 6/90). Η δημόσια τάξη, ως ανασχετικός παράγων εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, λειτουργεί περιπτωσιολογικά, και μόνη η άγνοια ή η απαγόρευση αυτή καθ’ εαυτή ενός γνωστού σε εμάς θεσμού από το αλλοδαπό δίκαιο δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση, ότι η εφαρμογή του δικαίου αυτού κατ’ ανάγκη προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή αυτό που προσκρούει ή όχι στη δημόσια τάξη δεν είναι ο κανόνας του αλλοδαπού δικαίου, αλλά η συγκεκριμένη εκάστοτε εφαρμογή του. Ειδικότερα, ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο ούτε τον ειδικότερο εφαρμοστέο αλλοδαπό κανόνα δικαίου κατά τρόπο απόλυτο, γενικό και αφηρημένο. Εξετάζει μόνο κατά πόσο οι έννομες συνέπειες, οι οποίες θα παραχθούν στην ημεδαπή από την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου επί των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της κάθε ειδικότερης περίπτωσης, γίνονται ή όχι ανεκτές από τον κρατούντα στη χώρα μας βιοτικό κοινωνικό ρυθμό. Περαιτέρω, επί αιτήσεως υιοθεσίας ενηλίκου με στοιχεία αλλοδαπότητος, όταν το υπό υιοθεσία ενήλικο πρόσωπο είναι αλλοδαπό, το δικαστήριο θα πρέπει να ερευνήσει εξατομικευμένα τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες θα καθιστούσαν αφόρητη, για τις θεμελιώδεις, ως άνω, αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού δικαίου, την απόρριψη της αιτήσεως. Να σημειωθεί επίσης ότι, στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου και στην παροχή δυνατότητας σε αυτόν να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Τέλος, μετά τη νέα αντικατάσταση του άρθρου 1579 του ΑΚ με το άρθρο 25 παρ. 5 του Ν. 2915/2001, η υιοθεσία ενηλίκων επιτρέπεται μόνον όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Έτσι, σε περίπτωση υιοθεσίας, η οποία συνήφθη στο εξωτερικό και το ένα μέρος είναι Έλληνας και έχει Ελληνική ιθαγένεια, ακόμη και στην περίπτωση που διαθέτει και άλλη ιθαγένεια, γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι εφαρμόζεται το Ελληνικό Δίκαιο, το οποίο, στην περίπτωση που ο υιοθετούμενος είναι ενήλικος, απαγορεύει την τέλεσή της, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1579 ΑΚ, τα δε Ελληνικά Δικαστήρια, στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 780 του ΚΠολΔ, εφόσον διαπιστώσουν, ότι η προσκομιζόμενη απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου, δεν εφάρμοσε το Ελληνικό Δίκαιο, αλλά δίκαιο άλλης πολιτείας, το οποίο επιτρέπει την υιοθεσία ενηλίκων, πρέπει να αρνηθούν κατ’ αρχήν την ισχύ της εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, αφού, όπως γίνεται δεκτό, με τις ρυθμίσεις του Ελληνικού Δικαίου, δεν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 8, 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, με τις οποίες προβλέπονται η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η απαγόρευση των διακρίσεων, καθώς και η προστασία της περιουσίας. Περαιτέρω όμως, κατά τις διατάξεις του ελληνυοού δικαίου ναι μεν μόνον κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η υιοθεσία ενηλίκου, όμως το γεγονός, ότι εμποδίζεται στην Ελλάδα η υιοθεσία ενηλίκου και μάλιστα, όπως γίνεται δεκτό, ο σχετικός περιορισμός δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε προσβάλλονται οι διατάξεις των άρθρ. 8 και 14 της ΕΣΔΑ ή του άρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκλεισθεί σε κάθε περίπτωση και η αναγνώριση στην Ελλάδα ως έγκυρων υιοθεσιών που έγιναν σε άλλη χώρα σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο εκεί αλλοδαπό δίκαιο, αλλά κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ η δυνατότητα αναγνώρισης πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση (υποθέσεις W. και J.M.W.L κατά Luxembourg (28.6.2007) και N.-G. κατά Greece (3 Μαΐου 2011). Διαφορετικά ανακύπτει ζήτημα προσβολής πρωταρχικά του άρθρ. 8 της ΕΣΔΑ ή και 14 αυτής και ενδεχομένως και του άρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της. Ειδικότερα κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ Στο πεδίο προστασίας του άρθρ. 8 της ΕΣΔΑ εμπίπτουν και οι σχέσεις μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου, ενώ και τα κληρονομικά δικαιώματα των παιδιών και γονέων συνδέονται στενά με την οικογενειακή ζωή, ώστε και αυτά εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του άρθρ. 8 της ΕΣΔΑ και κατ’ επέκταση και του άρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της. Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση ως έγκυρης υιοθεσίας, εφόσον αυτή δημιούργησε στη χώρα όπου συντελέστηκε μια οικογενειακή σχέση που αποτελεί ήδη εκεί "κοινωνική πραγματικότητα", επικαλούμενα απλώς το αντίθετο νομικό καθεστώς υπό το οποίο δικαιοδοτούν, αλλά πρέπει να εξετάζουν τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Στο πλαίσιο αυτό κρίσιμα στοιχεία είναι (α) Το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη σύσταση της υιοθεσίας μέχρι το χρόνο που το κύρος της κρίνεται σε άλλη χώρα, (β) Η ένταση των σχέσεων που οδήγησαν στη σύσταση της υιοθεσίας και (γ) Η διάψευση των προσδοκιών των μερών εξ αιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή στην πρακτική της χώρας στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της. Συμπερασματικά, σε υποθέσεις υιοθεσίας με στοιχεία αλλοδαπότητας το άρθρ. 8 της ΕΣΔΑ επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να επιδιώκουν, με την αναγνώριση ως έγκυρων των υιοθεσιών αυτών, τη "διασυνοριακή συνέχιση" της προσωπικής κατάστασης και των δεσμών μεταξύ των μερών της υιοθεσίας, εφόσον αυτοί υφίστανται πραγματικά στην έννομη τάξη της αλλοδαπής πολιτείας. Κατά την έννοια αυτή το άρθρ. 8 της ΕΣΔΑ δεν λειτουργεί ως ένα αυτόνομο εργαλείο για την αναγνώριση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων περί υιοθεσίας, αντικαθιστώντας τους εθνικούς κανόνες, αλλά με γνώμονα αυτό τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να προσαρμόζουν και ερμηνεύουν τη λειτουργία των εθνικών τους κανόνων, στις εκάστοτε ειδικές συνθήκες της υποθέσεως που κρίνουν κατά περίπτωση (ΟλΑΠ 9/2016).

Από την ένορκη κατάθεση του νόμιμα εξετασθέντος μάρτυρος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και από την προσήκουσα εκτίμηση των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν, οι διάδικοι, σε μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτιμώμενα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η από 10.5.2010 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της Ειδικής Γραφολόγου Γραφοψυχολόγου Β. Σ. , που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, που συντάχθηκε ύστερα από αίτηση του ενάγοντας και η οποία δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλά εκτιμάται ως έγγραφο ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 390 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 1982.441, ΑΠ 87/2013 Τ.Ν.Π. Νόμος), καθώς και η από 17.3.2017 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου Χ. Τ. , με το ερώτημα αν η από 15.1.2000 ιδιόγραφη διαθήκη έχει συνταχθεί και υπογραφεί ιδιοχείρως από τον Ε. Λ. του Π., η οποία (πραγματογνώμονας) διορίστηκε με την .../2017 διάταξη του 19ου τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατά την ποινική διαδικασία μετά από μήνυση του ενάγοντας κατά της εναγόμενης και εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 283/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις ... και .../13.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις των Π. Α. και Τ. Α., που έχουν ληφθεί με την επιμέλεια του ενάγοντας ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Ρώμη, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης, όπως τούτο προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως .../6.5.2010 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Κ., κατόπιν συντμήσεως της προθεσμίας κλητεύσεως δυνάμει της 3885/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από την .../2.5.2018 ένορκη βεβαίωση του Κ. Γ. του Μ., που έχει ληφθεί με την επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντας όπως τούτο προκύπτει από την ..../25.4.2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Τ., ενώπιον του συμβολαιογράφου Μ. Γ., η οποία λαμβάνεται υπόψη, διότι λόγος εξαίρεσης κατ’ άρθρο 400 αρ. 1 ΚΠολΔ καθιερώνεται μόνο υπέρ του διαδίκου πελάτη του ενόρκως βεβαιούντος και όχι υπέρ του αντιδίκου του (ΑΠ 847/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις ... και .../17.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις των Σ. Κ. και Θ. Α., που έχουν ληφθεί με την επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του ενάγοντας όπως τούτο προκύπτει από την .../12.5.2010 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Λ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, νόμιμα προσκομιζόμενων και επικαλούμενων κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός από την ..../2.11.2011 επιστολή του Π. Γ. διότι συνάγεται ότι συντάχθηκε πριν τη δίκη ειδικώς προς τον σκοπό να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο σε αυτή (ΑΠ 2016/2006 ΕλΔνη 2007.428), αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 22.3.2008, απεβίωσε στη Ρώμη της Ιταλίας, ο Ε. Λ. του Π., κάτοικος, εν ζωή, Ρώμης, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αθήνα, στις 2.3.1938, και είχε την Ελληνική ιθαγένεια, ενώ παράλληλα είχε αποκτήσει και την Ιταλική. Ο ενάγων γεννήθηκε στις 25.11.1980 στην Αλβανία και έχει την Αλβανική ιθαγένεια. Δυνάμει της 172/2002 τελεσίδικης απόφασης του Πολιτικού Δικαστηρίου της Ρώμης ο αποβιώσας υιοθέτησε τον ενάγοντα, με τον οποίο δεν είχε καμία συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Κατά το έτος 1994 ο ενάγων μετέβη μέσω Ελλάδος στην Ιταλία, όπου φιλοξενήθηκε από το ίδρυμα «Πόλη των παιδιών της Ρώμης» (Citta dei ragazzi di Roma), το οποίο φιλοξενεί άπορα παιδιά και στο οποίο ο αποβιώσας διετέλεσε, εν ζωή, διευθυντής μέχρι το έτος 2001, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Ο ίδιος ο ενάγων στην από 3.4.2017 ανωμοτί κατάθεσή του στον 19ο Τακτικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών κατέθεσε ότι σε ηλικία 14 ετών ήλθε στην Ελλάδα από την Αλβανία, γιατί οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, στην συνεχεία έφυγε για την Ιταλία, όπου εκεί ήθελε να συνεχίσει να ζει όπως και στην Ελλάδα, δηλαδή ως άστεγος, όμως τον συνέλαβε η αστυνομία και τον εγκατέστη σε σε ένα Ίδρυμα, όπου ήταν διευθυντής ο κ. Λ.. Σε αυτό το ίδρυμα διαβιούσαν εγκαταλελειμμένα παιδιά, ηλικίας από 12-23 ετών, εκεί ο κ. Λ. είχε πολύ καλές σχέσεις με όλα τα παιδιά και με τον ενάγσντα είχε εξαιρετικές σχέσεις. Ο κ. Λ. του έκανε την πρόταση για υιοθεσία, όταν ήταν ανήλικος, την οποία αποδέχτηκε, όμως επειδή υπήρχαν γραφειοκρατικά προβλήματα για την υιοθεσία ανηλίκου, αυτή ολοκληρώθηκε μετά την ενηλικίωση του ενάγοντος. Επίσης ο ενάγων δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο τον υιοθέτησε ο κ. Λ.. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, χωρίς να καταθέσει οποιοδήποτε περιστατικό δηλωτικό στενών οικογενειακών σχέσεων με τον Ε. Λ. , ισχυρίσθηκε ότι οι διαδικασίες για την υιοθεσία του ξεκίνησαν, όταν ήταν ακόμα ανήλικος. Ωστόσο, στην παρούσα δίκη δεν προσκόμισε έγγραφο που να αποδεικνύει το χρόνο έναρξης της σχετικής διαδικασίας, παρά μόνον την απόφαση του Δικαστηρίου της Ρώμης με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του Ε. Λ., από το περιεχόμενο της οποίας, σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήματος του Ε. Λ. για υιοθεσία ενηλίκου και όχι ανηλίκου. Προσέτι ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι η υιοθεσία του ως ανήλικου δεν ολοκληρώθηκε, όσο ήταν ανήλικος, λόγω γραφειοκρατικών προβλημάτων χωρίς να αναφέρει ποια ήταν τα προβλήματα καθυστέρησης μίας δικαστικής διαδικασίας. Επίσης στην ως άνω κατάθεση ο ενάγων ισχυρίζεται αορίστως ότι ο Ε. Λ. είχε με αυτόν ειδικώς σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά του Ιδρύματος εξαιρετικές σχέσεις, χωρίς όμως να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του, επιπλέον δε αδυνατεί να παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση για το κύριο ερώτημα που απασχολεί και ενδιαφέρει το παρόν Δικαστήριο, τον λόγο της υιοθεσίας του, ισχυριζόμενος ότι δεν γνωρίζει αυτό το λόγο, ούτε γιατί επέλεξε ο Ε. Λ. αυτόν για υιοθεσία ανάμεσα σε άλλα παιδιά, ενώ δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε ένταση και ποιότητα των σχέσεων του με τον Ε. Λ. . Ο ενάγων όφειλε να γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο υιοθετήθηκε και οπωσδήποτε τσν γνωρίζει, η μη κατάθεση όμως περί αυτού προφανώς παραπέμπει σε λόγο μη εμπίπτοντα στους νόμιμους σκοπούς της υιοθεσίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο έγγραφο της παραπάνω από 3.4.2017 καταθέσεώς του αναγράφεται ότι ο αντίδικος προσκόμισε και επέδειξε την ιταλική αστυνομική του ταυτότητα, στην οποία ως επώνυμο αναγράφεται το R. και ως όνομα το L. L.. Δηλαδή ο ενάγων δεν άλλαξε το επώνυμό του, ούτε προσέθεσε το επώνυμο του θετού του πατέρα στο υπάρχον επώνυμό του, αλλά το προσέθεσε στο μικρό του όνομα, χωρίς να αποδεικνύεται σκοπός που εξυπηρετεί η υιοθεσία ενηλίκων και είναι η συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του υιοθετούντος. Επίσης ο ενάγων σε όλη την ως άνω κατάθεση του ομιλεί για τον θετό του πατέρα, αποκαλώντας τον «κ. Λ.», χωρίς να προκύπτει εξ αυτού του λόγου ψυχικός δεσμός με τον εκλιπόντα. Προσέτι στη σχέση του ενάγοντος με τον Ε. Λ. αναφέρεται και ο άμεσος συνεργάτης του Ε. Λ. Π. Γ. που ήταν μαζί με αυτόν Διευθυντής στο Ίδρυμα, αλλά παράλληλα διατηρούσε και φιλική σχέση με αυτόν και είναι από τα πρόσωπα, τα οποία λόγω της εγγύτητας προς τον εκλιπόντα στον εργασιακό χώρο και λόγω των προσωπικών τούς σχέσεων έχει άμεση γνώση των γεγονότων και είναι σε θέση να γνωρίζει το πλαίσιο των βιοτικών συμβάντων, εντός των οποίων εκτυλίχθηκε η σχέση και ακολούθως η υιοθεσία του ενάγοντος από τον Ε. Λ. . Ειδικότερα ο Π. Γ. σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Κ. Γ. , όπως ο τελευταίος καταθέτει στην .../2.5.2018 ένορκη βεβαίωσή του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη, κατά τα προεκτεθέντα, τα διαλαμβανόμενα στην ..../2.11.2011 επιστολή του Π. Γ. αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι περί τα τέλη της δεκαετίας του '90 ο Ε. Λ. του εκμυστηρεύθηκε ότι είχε αποφασίσει να υιοθετήσει ένα αλβανόπουλο από το Ίδρυμα, τον ενάγοντα, που είχε κινδυνεύσει να απελαθεί δύο φορές και ακόμα κινδύνευε με απέλαση ως αλλοδαπός παρανόμως εισελθών στη χώρα, Ο Ε. Λ. του είχε επίσης εκμυστηρευτεί ότι η πρώτη αίτηση για την υιοθεσία του ενάγοντος είχε απορριφθεί, αλλά ότι είχε κάνει προσφυγή και είχε την ελπίδα ότι αυτή θα γινόταν δεκτή, προκειμένου ο ενάγων να μην απελαθεί από την Ιταλία. Το 2001 ο Ε. Λ. συνταξιοδοτήθηκε, έφυγε οπό το Ίδρυμα και κατοίκησε στην οικία του στη Ρώμη αναμένοντας την απόφαση. Μετά από λίγο καιρό ο ενάγων αποχώρησε από το Ίδρυμα και πήγε να μείνει μαζί του. Όμως, όπως αναφέρει ο Γ. κατά το χρόνο αναμονής της απόφασης επί της προσφυγής ο Ε. Λ. του είχε εκμυστηρευτεί ότι πλέον δεν ήθελε να υιοθετήσει τον ενάγοντα εξαιτίας της συμπεριφοράς του, που διακρινόταν από έλλειψη σεβασμού και αναγνώρισης ευγνωμοσύνης απέναντι του, καθόσον ο ενάγων είχε απομακρυνθεί από αυτόν και είχε μετοικήσει στη βόρειο Ιταλία. Στη συνέχεια έγινε δεκτή η προσφυγή, η υιοθεσία ολοκληρώθηκε και ο ενάγων απέφυγε την απέλαση. Αλλά και μετά την ολοκλήρωση της υιοθεσίας συνέχισε αυτός να παραπονείται στον Γ. για κακή συμπεριφορά του ενάγοντα, ο οποίος περιστασιακά μόνον επισκεπτόταν τον θετό του πατέρα. Ο ίδιος (Γ. ) είχε παρατηρήσει ότι ο Ε. Λ. υπέφερε πολύ την περίοδο που είχε εγκαταλειφθεί από τον ενάγοντα. Ούτε, όμως, ο Γ. αναφέρει κάποιο άλλο λόγο για την πραγματοποίηση της υιοθεσίας του ενάγοντα εκτός από αυτόν της αποφυγής απέλασης από τη χώρα. Ο Ε. Λ. δεν του ανέφερε ρητά κάποιο άλλο λόγο, αλλά ο Γ. δεν αποκλείει ο ενάγων να του είχε ασκήσει μεγάλη πίεση για να τον πείσει να τον υιοθετήσει για δικούς του υστερόβουλους σκοπούς, εκτός από την αποφυγή της απέλασης, χωρίς όμως να προσδιορίζει ειδικότερα αυτούς.

Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο Ε. Λ. προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια, όμως και τότε υπήρξε απουσία και αδιαφορία από τον ενάγοντα. Ο Ε. Λ. μετέβαινε μόνος του και ευρισκόμενος σε κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση σε ιατρεία και διαγνωστικά κέντρα για να εξεταστεί και να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, χωρίς να έχει τη βοήθεια του ενάγοντος. Όταν ο Γ. διαπίστωσε τη δυσχερή κατάσταση, στην οποία βρισκόταν ο Ε. Λ. , τον μετέφερε για νοσηλεία στο Ίδρυμα με τη βοήθεια του δρ. Α. Π., υγειονομικού υπεύθυνου του Ιδρύματος. Στη συνέχεια με δικές τους ενέργειες εισήχθη σε Ιατρικό Κέντρο, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος δύο εβδομάδες, δεχόμενος εκεί τακτικές επισκέψεις από τον Γ. και πρώην συναδέλφους του. Οι επισκέψεις του ενάγοντος εκεί ήταν πολύ σπάνιες και ο Ε. Λ. έλεγε στον Γ. ότι μιλούσαν καμιά φορά στο τηλέφωνο. Ακολούθως ο Ε. Λ. με ενέργειες του Γ. μετακόμισε στη νοσηλευτική πτέρυγα του Ιδρύματος όπου είχε όλη την απαιτούμενη φροντίδα και νοσηλεία. Κατά την τελική φάση της ασθένειας του, περίπου δέκα ημέρες, ο ενάγων επισκέφθηκε τον θετό πατέρα του ελάχιστες φορές. Κατά το θανάτου του Ε. Λ. ήταν παρόντα τρία άτομα, η γραμματέας του Γ. , μία πρώην κοινωνική λειτουργός του Ιδρύματος και ο διευθυντής του τομέα αθλητισμού του Ιδρύματος ο οποίος ειδοποίησε για το συμβάν τον σπόντα ενάγοντα. Τη μέριμνα για την εύρεση και τακτοποίηση του τάφου ανέλαβε η φίλη του Λ. Ρ. Ν. και τα παιδιά της οι δαπάνες για την κηδεία προκαταβλήθηκαν από το Ίδρυμα και εξοφλήθηκαν από τον ενάγοντα, όταν του παραδόθηκαν σε αυτόν τα προσωπικά αντικείμενα του Ε. Λ. που ήταν στην κατοχή των προσώπων του Ιδρύματος περιλαμβανόμενου του αυτοκινήτου και του πορτοφολιού του Ευαγγέλου, που περιείχε διάφορα έγγραφα και πιστωτικές κάρτες.

Ερευνητέο είναι στην προκειμένη περίπτωση, καταρχήν, αν μεταξύ του Ε. Λ. γονέα και του ενάγοντος υπήρξε και λειτούργησε «εν τοις πράγμασί» σχέση γονέα παιδιού. Δεν προέκυψε, όμως, ότι πριν από τη σύναψη της υιοθεσίας δημιουργήθηκε ένταση και ποιότητα σχέσεων μεταξύ των μερών, αλλά ούτε και μετά από αυτήν υπήρξε και λειτούργησε μεταξύ τους σχέση γονέα τέκνου. Το περιβάλλον, στο οποίο εξελίχθηκαν οι σχέσεις των μερών ήταν ιδρυματικό, με αυστηρούς κανόνες. Ο ενάγων διαβιούσε στο ίδρυμα με τους ίδιους όρους και συνθήκες όπως όλα τα παιδιά. Σκοπός του Ε. Λ. δεν ήταν να δημιουργήσει οικογένεια και δρομολόγησε τις διαδικασίες για υιοθεσία του ενάγοντος όχι λόγω της ποιότητας και της εντάσεως των σχέσεών τους, αλλά για να γλιτώσει ο τελευταίος την απέλαση από την Ιταλία. Δεν αποδείχθηκε ότι είχε αναπτυχθεί ουσιαστική σχέση γονέα τέκνου, ούτε ο Ε. Λ. επεδίωξε σκοπό που εξυπηρετεί σήμερα η υιοθεσία ενηλίκων, ήτοι αυτόν της συνέχισης του ονόματος και της προσωπικότητας του υιοθετούντος αφού οι προσωπικότητες των δύο ήταν εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους. Ο ενάγων δεν χρειαζόταν πατέρα, διότι είχε τους φυσικούς του γονείς, είχε φύγει μόνος του σε ηλικία 14 ετών από την οικία του στην Αλβανία για να ζήσει αδέσμευτος (βλ. την από 3.4.2017 κατάθεσή του στον Ανακριτή), όπως και πράγματι έζησε, πρώτα στην Ελλάδα και μετά στην Ιταλία, μέχρι που τον συνέλαβε η ιταλική αστυνομία και τον ενέταξε στο παραπάνω το ίδρυμα «Πόλη των παιδιών της Ρώμης», όπου έμεινε αναγκαστικά και όχι με την θέλησή του. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν αντικρούονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος Π. Α. και Τ. Α. , καθόσον οι μάρτυρες εκθέτουν αόριστα και με γενικόλογες διατυπώσεις ότι ο υιοθετήσας έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τον υιοθετούμενο και τον φρόντιζε σαν να ήταν γιός του, χωρίς να τεκμηριώνουν τα ανωτέρω με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, των οποίων είχαν οι ίδιοι άμεση γνώση. Ο ενάγων προσκομίζει το από 31.1.2001 έγγραφο, με το οποίο ο υιοθετήσας δηλώνει ότι, σε αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας υιοθεσίας του R. L. , ο οποίος διαμένει επί του παρόντος ως σπουδαστής στην «Πόλη των παιδιών της Ρώμης», αναγνωρίζει στον νέο, ονόματι R. L. , ευρεία ικανότητα διαχείρισης, όπου κρίνεται αναγκαίο ακόμη και σε περίπτωση προσωρινού κωλύματος, για την χρήση κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, πάντοτε σε συμμόρφωση με τους ισχύοντες νόμους της περιουσίας του υπογεγραμμένου υιοθετούντος. Ότι ο υπογεγραμμένος δηλώνει ότι παρέδωσε στον προαναφερθέντα νέο τα κατάλληλα μέσα για να εκτελέσει κάθε ενέργεια χρήσης με πλήρη αυτονομία και νομιμότητα. Ότι το παρόν ιδιωτικό έγγραφο θα συνταχθεί άμεσα εκ νέου αναγράφοντας τις πληροφορίες της σχετικής απόφασης του Αστικού Δικαστηρίου της Ρώμης, όταν αυτή εκδοθεί και καταχωρηθεί δεόντως κατά το τυπικό της αρμόδιες υπηρεσίες. Τέλος ο υπογράφων διευκρινίζει ότι, «σε περίπτωση προφανούς αναξιότητας, εκ μέρους του προαναφερθέντος νέου το παρόν έγγραφο θα θεωρείται άκυρο». Όμως δεν προκύπτει προς ποια αρχή απευθύνθηκε η δήλωση αυτή, εάν κατατέθηκε σε αυτήν, βάσει κ ποιων διατάξεων και για τέτοιο λόγο συντάχθηκε. Εξάλλου η δήλωση αυτή είναι αόριστη, διότι δεν περιγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενο του δικαιώματος. Περαιτέρω, γίνεται λόγος για παράδοση των κατάλληλων μέσων για να εκτελέσει (ο ενάγων) κάθε ενέργεια χρήσης με πλήρη αυτονομία και νομιμότητα, χωρίς να διευκρινίζεται ποια είναι τα μέσα αυτά. Μάλιστα η δήλωση τελεί υπό τη διπλή αίρεση, της σύνταξής της εκ νέου μετά την έκδοση της αποφάσεως που θα επικυρώνει την υιοθεσία και της μη επιδείξεως προφανούς αναξιότητας εκ μέρους του νέου, οπότε το «παρόν έγγραφο θα θεωρείται άκυρο», χωρίς να διευκρινίζεται ποιος και με ποια διαδικασία θα διαπιστώσει την αναξιότητα και θα κηρύξει την ακυρότητα. Εξαιτίας των παραπάνω πλημμελειών το παραπάνω έγγραφο καμία βέβαιη και πραγματική πληροφορία δεν παρέχει για την ποιότητα των σχέσεων του υιοθετήσαντος με τον ενάγοντα. Περαιτέρω, ουδεμία απόδειξη προσκομίσθηκε από τον αντίδικο από την οποία να προκύπτει ότι οι πρόνοιες του εν λόγω εγγράφου υλοποιήθηκαν, ήτοι ότι αυτός απέκτησε πραγματικό δικαίωμα χρήσεως συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων.

Ο ενάγων δεν απέδειξε ότι όντως υπήρχε η απαιτούμενη για την σύναψη της υιοθεσίας ένταση και ποιότητα σχέσεων, όπως πράξεις δηλώνουσες το εξαιρετικό ενδιαφέρον του Ε. Λ. για το πρόσωπο του ενάγοντος πριν από την τέλεση της υιοθεσίας, εάν συνέτρωγαν εκτός του ιδρύματος, εάν του έκανε δώρα, εάν είχε ειδική μεταχείρισή του σε σχέση με τα άλλα παιδιά του ιδρύματος. Επίσης δεν προσκόμισε ούτε μία φωτογραφία με τον θετό πατέρα του, μία επιστολή του προς αυτόν, ούτε ένα μήνυμα μέσω κινητού, ούτε ένα δώρο που αντάλλαξαν σε γενέθλια ή ονομαστική εορτή. Προσέτι δεν ανέφερε κάποιο περιστατικό δηλωτικό της υπάρξεως μεταξύ τους οικογενειακού δεσμού μετά την τέλεση της υιοθεσίας, κάποια εκδήλωση, ταξίδι ή από οποιοδήποτε γεγονός, στο οποίο συμμετείχαν ως μέλη της ιδίας οικογένειας, το κοινό πρόγραμμα του βίου του με τον Ε. Λ. και τους ρυθμούς που ακολουθούσαν ως οικογένεια μετά την υιοθεσία, όπως κοινή τράπεζα γεύματος, κοινές διακοπές. Αντίθετα ο ενάγων είχε έλθει για διακοπές στην Ελλάδα το έτος 2007, ήτοι ένα έτος προτού αποβιώσει ο θετός του πατέρας, συνοδευόμενος από αλβανό φίλο του και όχι από τον θετό του πατέρα. Ο τελευταίος είχε βέβαια τη μόνιμη διαμονή του στην Ιταλία, ουδέποτε, όμως, αποξενώθηκε από την Ελλάδα, την οποία επισκεπτόταν οπωσδήποτε μία φορά ανά έτος για λόγους αναψυχής, για να διαχειρισθεί την ακίνητη περιουσία του, να επισκεφθεί προσφιλή του πρόσωπα, για να επισκεφθεί τους γονείς του, όσο ζούσαν και μετά θάνατο τους τάφους τους. Επίσης ο ενάγων σε κανένα σημείο της αγωγής ή της έφεσης ή των προτάσεών του στο πρωτόδικο και στο κατ' έφεση δικαστήριο δεν αναφέρει οποιοδήποτε περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει στενός οικογενειακός δεσμός μεταξύ του ιδίου και του κληρονομούμενου και ειδικότερα σχέση υιού και πατέρα, ούτε και επικαλείται μαρτυρία προσώπων δυναμένων να βεβαιώσουν την ύπαρξη τέτοιου δεσμού. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως της έντασης και της ποιότητας των σχέσεων του με τον υιοθετούντο, ήτοι δεν απέδειξε την ύπαρξη δεσμών οικογενειακού χαρακτήρα είτε πριν, είτε μετά την σύναψη της υιοθεσίας. Αντιθέτως, από τα ίδια τα στοιχεία που προσκόμισε ο ενάγων προκύπτει ότι ουδεμία ιδιαίτερη σχέση δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Συνεπώς, η υιοθεσία του ενάγοντος δεν έγινε για την ένταξή του σε οικογενειακή ατμόσφαιρα και περιβάλλον, ούτε για τη συνέχιση του ονόματος και της προσωπικότητας του Ε. Λ. , αλλά για άλλους λόγους ασχέτους προς τον θεσμό της υιοθεσίας, από τους οποίους τουλάχιστον ο εμφανής ήταν η αποφυγή της απέλασής του από την Ιταλία ως παράνομα εισελθόντα αλλοδαπού μέσω της καταστρατήγησης του θεσμού της υιοθεσίας ενηλίκων. Προσέτι η παραπάνω υιοθεσία δεν διάρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του κληρονομούμενου (22.3.2008), μόλις έξι (6) χρόνια, ο δε ενάγων είχε απομακρυνθεί από τον ενάγοντα ήδη πριν εκδοθεί η απόφαση περί υιοθεσίας. Στο παραπάνω χρονικό διάστημα κανένας από αυτούς δεν είχε φροντίσει να αναγνωρισθεί η απόφαση του αλλοδαπού δεδικασμένου στην Ελλάδα, όπως θα είχε πράξει ο Ε. Λ. , εάν εμφρονείτο από τους νόμιμους σκοπούς της υιοθεσίας και υπήρχε πρόθεση δημιουργίας οικογενειακού δεσμού μεταξύ τους. Για πρώτη φορά ανέκυψε η υπόθεση της αναγνώρισης του αλλοδαπού δεδικασμένου στην παρούσα δίκη, μετά τη δημοσίευση με επιμέλεια της εναγόμενης της από 15,1.2000 ιδιόγραφης διαθήκης του κληρονομούμενου, και την αποδοχή κληρονομιάς εκ μέρους της δυνάμει της ..../5.5.2009 δήλωσης αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών Σ.Κ. Προσέτι δεν αποδείχθηκε διάψευση των προσδοκιών των μερών εξαιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή στην πρακτική της χώρας, στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της, καθόσον ο Ε. Λ. είχε εκφράσει εν ζωή τις αντιρρήσεις του αλλά και την απαγοήτευσή του για την υιοθεσία.

Η παραπάνω 172/2002 τελεσίδικη απόφαση του Πολιτικού Δικαστηρίου της Ρώμης, που αναγνώρισε την υιοθεσία του ενάγοντα από τον Ε. Λ. και αφορά σε υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο, κατά το οποίο γίνεται ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής δεν αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα, καθότι δεν κινήθηκε η σχετική διαδικασία από τον ενάγοντα ή τον αποβιώσαντα, όσο ζούσε. Μετά την αμφισβήτηση της ισχύος αυτής εκ μέρους της εναγόμενης και την προβολή του ισχυρισμού περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, πρέπει να ελεγχθεί, παρεμπιπτόντως, η ισχύς της αλλοδαπής απόφασης στην ημεδαπή, που ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα. Μετά ταύτα, το παρόν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει, αυτεπάγγελτα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την αναγνώρισή της. Η αναγνώριση, όμως της ισχύος της ως άνω απόφασης του αλλοδαπού, Δικαστηρίου είναι δυνατό να γίνει εάν, καταρχήν, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 780 ΚπολΔ. Το Πολιτικό Δικαστήριο της Ρώμης, που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 291 και 297 του ιταλικού ΑΚ (Κεφάλαιο I, Τίτλος ΙΙΙ), που ρυθμίζουν την υιοθεσία των ενηλίκων Όπως προαναφέρθηκε, ο υιοθετών είχε την Ελληνική και την Ιταλική Ιθαγένεια και ο υιοθετούμενος ενάγων την Αλβανική Ιθαγένεια. Με τα δεδομένα αυτά, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την τέλεση της υιοθεσίας θα κριθούν για τον αποβιώσαντα υιοθετούντο με βάση το ελληνικό δίκαιο και για τον ενάγοντα κατά το Αλβανικό, το εφαρμοστέο δε δίκαιο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 337 και 741 ΚΠολΔ (ΑΠ 1475/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρά ταύτα, το Ιταλικό Δικαστήριο εφάρμοσε το ιταλικό οικογενειακό δίκαιο. Η εφαρμογή του ιταλικού δικαίου αντί του ελληνικού, το οποίο είναι εφαρμοστέο κατά το ελληνικό Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ως προς τις προϋποθέσεις τέλεσης της υιοθεσίας εκ μέρους του αποβιώσαντος, αποκλείει την αναγνώριση της ισχύος της ως άνω απόφασης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, καθότι οι ρυθμίσεις του ελληνικού Ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εκφράζουν θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Αλλά και με την αποδοχή της διατυπωθείσας στην θεωρία άποψης, η οποία αρκείται στη εφαρμογή, από το αλλοδαπό δικαστήριο, δικαίου που οδηγεί, κατ’ αποτέλεσμα, στις ίδιες λύσεις με την προβλεπόμενη από τους ημεδαπούς κανόνες προσέγγιση, εναρμονιζόμενη προς την αρχή της ελαστικότητας της δημόσιας τάξης, που επιτάσσει η αρνητική λειτουργία της να κρίνεται ενόψει του αντίκτυπου τον οποίο προκαλεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σχέση ρυθμιζόμενη από το αλλοδαπό δίκαιο το ιταλικό δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από αυτό, στο οποίο θα κατέληγε το δικαστήριο με βάση το ελληνικό νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει για τις υιοθεσίες ενηλίκων. Πιο συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι, κατά τον χρόνο τέλεσης της υιοθεσίας, ο υιοθετών διήγε το 64ο έτος της ηλικίας του και ο υιοθετούμενος ήταν 21 ετών περίπου, εφαρμόστηκαν τα άρθρα 291 επ. του Ιταλικού ΑΚ, που ρυθμίζουν την υιοθεσία ενηλίκων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ιταλικό νομοθετικό καθεστώς, επιτρέπεται η υιοθεσία ενηλίκου. Αντίθετα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, κατά το ελληνικό νομοθετικό καθεστώς και συγκεκριμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 1542 ΑΚ, η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος, με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 1579, που προβλέπει ότι η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί Περαιτέρω, το άρθρο 1543 του ΑΚ ορίζει ότι αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα. Είναι πρόδηλο ότι το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την υιοθεσία ενηλίκου, εκτός από την ως άνω περίπτωση του άρθρου 1579 ΑΚ, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του οποίου δεν συντρέχουν εν προκειμένω, καθόσον δεν υπήρχε συγγένεια έως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μεταξύ υιοθετήσαντος και υιοθετηθέντος. Προσέτι δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα κρίσιμα στοιχεία που θέτει η ΕΣΔΑ σε υποθέσεις αναγνώρισης υιοθεσίας με στοιχεία αλλοδαπότητας, ήτοι α) το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη σύσταση της υιοθεσίας μέχρι το χρόνο που το κύρος της κρίνεται σε άλλη χώρα, β) η ένταση των σχέσεων που οδήγησαν στη σύσταση της υιοθεσίας και γ) η διάψευση των προσδοκιών των μερών εξ αιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή στην πρακτική της χώρας στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της. Σύμφωνα με τα παραπάνω η ισχύς της επίμαχης αλλοδαπής απόφασης δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα και ο ενάγων δεν είναι φορέας της επίδικης έννομης σχέσης και, συνακόλουθα, στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης, επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν.

Ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 399 - 401 ΚΠολΔ με την απόρριψη του αιτήματος εξέτασης της γραφολόγου Β. Σ., πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τούτο δε διότι δεν αποδείχθηκε υποβολή συναφούς αιτήματος με σαφήνεια και πληρότητα εκ μέρους του ενάγοντος για την εξέταση της ως άνω γραφολόγου, η οποία είχε συντάξει την προμνησθείσα έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, αλλά αίτημα για παροχή διευκρινήσεων εκ μέρους της, οι οποίες εν τέλει δεν κρίθηκαν αναγκαίες από το Δικαστήριο, και ορθά, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ασχολήθηκε με την έρευνα του προδικαστικου ως άνω θέματος και τη νομιμοποίηση του ενάγοντος, χωρίς να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης και συγκεκριμένα την εγκυρότητα ένδικης διαθήκης, που υπήρξε το αντικείμενο της γνωμοδότησης αυτής, και κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος επί της κληρονομιαίας περιουσίας αποβιώσαντος Ε. Λ.. Επίσης το αίτημα περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Κ.), προκειμένου να αποφανθεί περί του εάν η μη αναγνώριση αμετάκλητης απόφασης υιοθεσίας Εθνικού Δικαστηρίου κράτους μέλους για δικονομικούς λόγους σε άλλο κράτος μέλος, συνιστά παράβαση των ως άνω διατάξεων, πρέπει να απορριφθεί Κατά το άρθρο 177 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ήδη άρθρο 234 ΣΕΚ), προκύπτει ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους της Ενώσεως, ενώπιον των οποίων ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας ή ισχύος του Κοινοτικού Δικαίου, μπορούν, αν κρίνουν ότι είναι αναγκαία, για την έκδοση της δικής τους απόφασης, η προηγούμενη έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), να παραπέμψουν το ζήτημα, με προδικαστική απόφαση τους, στο Δικαστήριο αυτό, για να αποφανθεί σχετικά. Η πρωτοβουλία για την παραπομπή του προδικαστικού ερωτήματος ή τη ανάκληση αυτού, δεν ανήκει στα διάδικα μέρη, αλλά μόνο στο δικαστήριο του κράτους μέλους. Η απάντηση στο ζήτημα αν υφίσταται ανάγκη αποφάσεως του ΔΕΚ, ως προϋπόθεση της ανωτέρω παραπομπής, ανήκει αποκλειστικά στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων (ΟλΑΠ 19/1999 Ελλ,Δικ 2000, 25). Η απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δεσμεύει το παραπέμπον δικαστήριο αλλά και όλα τα εθνικά δικαστήρια, που θα δικάσουν ενδεχομένως την ίδια υπόθεση, ύστερα από την άσκηση ενδίκων μέσων (ΟλΑΠ 23/1998 Ε.Εμπ.Δικ ΜΘ, 321). Με αυτά τα δεδομένες κρίνεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, ούτε ότι για την έκδοση της απόφασης είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση ήχθη στην αυτή παραδοχή και απέρριψε την αγωγή, αν και με διαφορετικές αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με την παρούσα (αρ. 535 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις που προσκόμισαν οι διάδικος πρέπει δε να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης εναγόμενης θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθ. 176 ΚΠολΔ και 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την από 31.3.2011 έφεση, που πήρε αριθ. κατάθ. ..../2011, επί της οποίας εκδόθηκε η 1511/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την τακτική διαδικασία.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης εναγόμενης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11.6.2020 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στην Αθήνα στις 20.7.2020.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου