Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ΑΠΔ 39/2019: Απόρριψη αίτησης θεραπείας κατά της απόφασης 98/2017 αναφορικά με την ενημέρωση για τη διάθεση δεδομένων σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών


ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ 
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Αθήνα, 25-10-2019
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7315/25-10-2019
Α Π Ο Φ Α Σ Η 39/2019
Η Αρχή Προστασίας ∆εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε, µετά από πρόσκληση του Προέδρου της, σε τακτική συνεδρίαση στην έδρα της την 23-07-2019, σε συνέχεια των από 19-03-2019 και 02-04-2019 συνεδριάσεων, προκειµένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν o Προέδρος, Κ. Μενουδάκος, και τα τακτικά µέλη Κ. Χριστοδούλου, ως εισηγητής, Α. Συµβώνης, Σ. Βλαχόπουλος, Κ. Λαµπρινουδάκης, Χ. Ανθόπουλος και Ε. Μαρτσούκου. Στη συνεδρίαση παρέστησαν, επίσης, µε εντολή του Προέδρου, χωρίς δικαίωµα ψήφου, η Ε. Ι. Τσακιρίδου, δικηγόρος – ειδική επιστήµονας, ως βοηθός εισηγήτρια, η οποία αποχώρησε µετά τη συζήτηση και πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη αποφάσεως, και η Ε. Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Τµήµατος ∆ιοικητικών Υποθέσεων, ως γραµµατέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:
Με το µε αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1967/12-03-2018 έγγραφό της η Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E. υποβάλλει αίτηση θεραπείας κατά της µε αριθ. 98/2017 Απόφασης της Αρχής. Συγκεκριµένα, η Αρχή µε την προαναφερθείσα απόφαση εξέτασε τις µε αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1161/24-02-2015, Γ/ΕΙΣ/1163/24-02-2015, Γ/ΕΙΣ/4494/18-07-2016, Γ/ΕΙΣ/5599/15-09-2016, Γ/ΕΙΣ/8175/12-12-2016, Γ/ΕΙΣ/1107/13-02-2017 καταγγελίες κατά της Τράπεζας Eurobank Ergasias A.E., οι οποίες διαβιβάστηκαν στην Αρχή από τη Γενική Γραµµατεία Εµπορίου και Προστασίας Καταναλωτή. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονταν ότι παρανόµως οχλήθηκαν στο πλαίσιο ενηµέρωσης οφειλετών και ότι η Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E. δεν τους ενηµέρωσε σχετικά µε τη χορήγηση των στοιχείων τους σε Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών.

Η Αρχή, µε την µε αριθ. 98/2017 Απόφασή της, απέρριψε τις ανωτέρω καταγγελίες και απηύθυνε στην αιτούσα σύσταση αναφορικά µε τον τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης ενηµέρωσης των οφειλετών της, των οποίων τα στοιχεία διατίθενται σε Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών. Αναλυτικότερα, η Αρχή έκρινε ότι εφεξής η αιτούσα, ως δανειστής και υπεύθυνος επεξεργασίας, θα πρέπει να προβαίνει σε ειδική ατοµική ενηµέρωση των οφειλετών της για τη διάθεση των δεδοµένων τους στην εκάστοτε συγκεκριµένη Εταιρεία Ενηµέρωσης Οφειλετών, να παρέχει ένα εύλογο διάστηµα (π.χ. ενδεικτικά, 10-15 ηµερών) πριν από τη διάθεση για την άσκηση των δικαιωµάτων πρόσβασης και αντίρρησης και να µεριµνήσει, ώστε η ενηµέρωση αυτή να γίνεται µε κάθε πρόσφορο τρόπο, π.χ. µε ενσωµάτωση της σχετικής πληροφόρησης στα αντίγραφα λογαριασµών και σε ευδιάκριτο σηµείο αυτών ή µέσω ηλεκτρονικού ταχυδροµείου (email), σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες τούτο καθίσταται εφικτό, και ιδίως εφόσον τα σχετικά στοιχεία έχουν χορηγηθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας από τα υποκείµενα των δεδοµένων. Με την ίδια απόφαση διευκρινίστηκε περαιτέρω ότι ο δανειστής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει να ενηµερώνει εκ νέου, σύµφωνα µε τα παραπάνω, κάθε φορά που τα στοιχεία των οφειλετών του διατίθενται σε διαφορετική Εταιρεία Ενηµέρωσης Οφειλετών.
Με την υπό κρίση αίτηση η Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E. ζητεί την ανάκληση της προσβαλλόµενης απόφασης, παραπονούµενη ότι µε την ως άνω απόφαση θεσπίστηκαν, µε εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 4 παρ. 4 ν. 3758/2009 σε συνδυασµό µε το άρθρο 11 ν. 2472/1997, δυσανάλογες υποχρεώσεις σε βάρος της ίδιας και των λοιπών δανειστών. Οι λόγοι ανάκλησης της προσβαλλόµενης απόφασης της Αρχής, όπως διατείνεται η αιτούσα, είναι κυρίως οι εξής:
Α) Εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 4 παρ. 4 ν. 3758/2009 σε συνδυασµό µε το άρθρο 11 ν. 2472/1997. Οι Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών δεν είναι «τρίτοι» υπό την έννοια του άρθρου 2 περ. θ΄ του ν. 2472/1997, και συνεπώς δεν τίθεται ζήτηµα εφαρµογής της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2472/1997, αλλά εφαρµόζεται η παρ. 1 του ίδιου άρθρου, σύµφωνα µε την οποία αρκεί η τράπεζα να ενηµερώσει τα υποκείµενα των δεδοµένων για τον αποδέκτη ή την κατηγορία αποδεκτών. Οµοίως σε αποδέκτες ή κατηγορίες αποδεκτών αναφέρεται και το άρθρο 13 του Γενικού Κανονισµού για την Προστασία ∆εδοµένων (ΕΕ) 2016/679.
Συνακόλουθα, οι προσβαλλόµενες ρυθµίσεις έρχονται σε ευθεία αντίθεση µε την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 11 ν. 2472/1997, δοθέντος ότι ανεπιτρέπτως επιβάλλουν στην αιτούσα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, την υποχρέωση να ενηµερώνει τα υποκείµενα των δεδοµένων, όχι µόνον για την κατηγορία αποδεκτών των δεδοµένων τους (τις ΕΕΟ), αλλά επακριβώς και κάθε φορά ιδιαιτέρως για την κάθε συγκεκριµένη εταιρεία, στην οποία αναθέτει την ενηµέρωση οφειλέτη της. Κατά την αιτούσα, αυτή η ρύθµιση της προσβαλλόµενης απόφασης στηρίζεται σε εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 4 παρ. 4 ν. 3758/2009, σε συνδυασµό µε τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 11 ν. 2472/1997. Πολλώ δε µάλλον, όταν ο ως άνω τρόπος ερµηνείας των διατάξεων αποκλίνει από τις παρατηρήσεις που η ίδια η Αρχή είχε υποβάλει στις από 05-08-2011 προτεινόµενες τροποποιήσεις του ν. 3758/2009 (βλ. το µε αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞ/5417/05-08-2011 έγγραφο της Αρχής, ιδίως το σχόλιο της Αρχής αναφορικά µε τη προτεινόµενη ρύθµιση του άρθρου 4 παρ. 5 ν. 3758/2009, σύµφωνα µε το οποίο, ενόψει του ότι οι Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών δρουν ως εκτελούσες την επεξεργασία για λογαριασµό των δανειστών, η Αρχή αποσαφηνίζει ότι «Ο δανειστής δύναται να αναθέσει την ενηµέρωση στην εταιρεία η οποία οφείλει να ενηµερώσει τον οφειλέτη για αυτήν τη διαβίβαση το αργότερο πριν την πρώτη επικοινωνία µαζί του»). Με τις εν λόγω παρατηρήσεις, αρκούσε στην Αρχή στο πλαίσιο επιτεύξεως του στόχου της προσήκουσας ενηµερώσεως του οφειλέτη για τη διάθεση των δεδοµένων του, η ενηµέρωσή του από την ίδια την Εταιρεία Ενηµέρωσης Οφειλετών. Κατά τους ισχυρισµούς της αιτούσας, χωρίς καµία απολύτως αιτιολογία, η Αρχή, µε την προσβαλλόµενη απόφαση απέκλινε δραστικά από την εν λόγω θέση της, γεγονός που ενισχύει τον εσφαλµένο και αναιτιολόγητο χαρακτήρα των προσβαλλόµενων ρυθµίσεων. Οι δε σχετικές απαιτήσεις των ν. 2472/1997 και ν. 3758/2009 ικανοποιούνται πλήρως µε την ενηµέρωση των οφειλετών για την εν λόγω κατηγορία αποδεκτών (ΕΕΟ), µε κάθε πρόσφορο τρόπο (π.χ. µέσω κινήσεων των λογαριασµών τους).
Β) Οι τιθέµενοι µε την προσβαλλόµενη απόφαση όροι δεν είναι πρόσφοροι για να ενηµερωθούν προσηκόντως και εγκαίρως οι οφειλέτες για τη διάθεση των δεδοµένων τους σε Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών, ενώ δεν έχει καµία πρακτική διαφορά για τον οφειλέτη η ενηµέρωση για την επωνυµία της συγκεκριµένης Εταιρείας Ενηµέρωσης Οφειλετών, δεδοµένου ότι και πριν την συγκεκριµένη ενηµέρωση έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν όλα τα δικαιώµατα που τους παρέχει ο ν. 2472/1997.

Επιπρόσθετα η αυξηµένη υποχρέωση ενηµερώσεως που θέτουν οι προσβαλλόµενες ρυθµίσεις, δεν αιτιολογείται ειδικώς σε σχέση µε τα σηµερινά δεδοµένα της αγοράς, µε βάση τα οποία οι οφειλέτες γνωρίζουν πλέον πλήρως την πρακτική της αγοράς σε σχέση µε την ανάθεση της ενηµέρωσης οφειλετών από τους δανειστές σε Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών. Η σχετική δε δηµοσιότητα διασφαλίζεται πλήρως και από το τηρούµενο Μητρώο των συγκεκριµένων εταιρειών, το οποίο είναι δηµόσιο βιβλίο και τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης σε ηλεκτρονική µορφή, η δε πρόσβαση σε αυτό γίνεται ατελώς (άρθρο 7 ν. 3758/2009, βλ. ιστοσελίδα ΓΓΕΠΚ).

Γ) Οι τιθέµενοι µε την προσβαλλόµενη απόφαση όροι είναι µη αναγκαίοι και δυσανάλογοι σε σχέση µε τους επιδιωκόµενους σκοπούς, καθώς απαιτούν την απασχόληση αρκετού ανθρώπινου δυναµικού εκ µέρους των δανειστών και παράλληλα την ανάπτυξη νέων συστηµάτων (συστηµικών αλλαγών), µε τεράστιο κόστος για την τράπεζα, ώστε να παράγεται η απολύτως συγκεκριµένη και επαναλαµβανόµενη/διαρκής ενηµέρωση που η απόφαση της Αρχής επιβάλλει. Η αιτούσα καταληκτικά επισηµαίνει το υψηλό ποσοστό πελατών οι οποίοι, λόγω µη επικαιροποιηµένων στοιχείων δεν είναι εφικτό να εντοπιστούν και συνεπώς η ενηµέρωση τους καθίσταται πρακτικά αδύνατη. Ισχυρίζεται επίσης ότι τα φυσικά πρόσωπα µπορεί να έχουν διαφορετικές συµβατικές σχέσεις µε την ίδια τράπεζα (π.χ. οφειλέτη, εγγυητής), για πληθώρα προϊόντων (π.χ. στεγαστικά, καταναλωτικά, πιστωτικές κάρτες) και ότι το γεγονός ότι οι τράπεζες χωρίζουν τις οφειλές σε buckets και προβαίνουν σε συνεχείς εναλλαγές των ΕΕΟ µε πολλαπλά κριτήρια (buckets, προϊόν, κλπ.), καθιστά πρακτικά αδύνατη τη συνεχή ενηµέρωση των οφειλετών από τις τράπεζες για την εκάστοτε εταιρεία στην οποία αναθέτουν την ενηµέρωση του οφειλέτη. ∆εδοµένου ότι τα προϊόντα αυτά παρακολουθούνται από διαφορετικές διευθύνσεις των τραπεζών, δεν υπάρχει καν η δυνατότητα πρακτικά (συστηµικά) να γίνεται τουλάχιστον µία συγκεντρωτική ενηµέρωση ανά τράπεζα για όλα τα τραπεζικά προϊόντα, άλλωστε ούτε οι οφειλές καθίστανται ταυτόχρονα υπερήµερες. Με τα δεδοµένα αυτά, κατά τους ισχυρισµούς της αιτούσας, η προσβαλλόµενη απόφαση θεσπίζει κανονιστική ρύθµιση δυσανάλογου χαρακτήρα σε σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό πλήρους ενηµερώσεως των οφειλετών κατά το άρθρο 4 παρ. 4 ν. 3758/2009.
Η Αρχή, µε την µε αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞ/1958/13-03-2019 κλήση σε ακρόαση, κάλεσε την Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E. να υποστηρίξει την αίτησή της. Επίσης κάλεσε την Ελληνική Ένωση Τραπεζών να εκθέσει τις απόψεις της. Στη συνεδρίαση της Αρχής στις 02-04-2019 (εξ αναβολής από 19-03-2019), παρέστησαν νοµίµως εκ µέρους της Τράπεζας Eurobank Ergasias A.E. οι ΠΦ (µε ΑΜ ∆ΣΑ …), ΜΧ (µε ΑΜ ∆ΣΑ …) και η A, […] ∆ιαχείρισης Λειτουργικού Κινδύνου Καθυστερήσεων Λιανικών Τραπεζικών Προϊόντων, εκ µέρους της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών οι ΙΜ (µε ΑΜ ∆ΣΑ …) και ΣΦ (µε ΑΜ ∆ΣΑ …) και εκ µέρους της Τράπεζας Alpha Bank Α.Ε. (οµοίως µέλους της ΕΕΤ) η ΕΓ (µε ΑΜ ∆ΣΑ …).
Ακολούθως, η Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E. υπέβαλε και έγγραφο υπόµνηµα (µε αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/3015/22-04-2019), στο οποίο ανέπτυξε περαιτέρω τα εξής:
1. Η υποχρέωση αυξηµένης/εξειδικευµένης ενηµέρωσης των οφειλετών για τη διάθεση των δεδοµένων τους σε συγκεκριµένη εταιρεία ενηµέρωσης είναι αντίθετη στα άρθρα 10-12 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, 11 ν. 2472/1997 (και τις κατευθυντήριες γραµµές σχετικά µε το ζήτηµα της διαφάνειας της Οµάδας Εργασίας του άρθρου 29), 1 παρ. 2 της µε αριθ. 1/1999 Κανονιστικής Πράξης της Αρχής, εκ των οποίων συνάγεται ότι η εν λόγω υποχρέωση συνίσταται στην ενηµέρωση σε σχέση µε τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, ακόµα και στην περίπτωση που το υποκείµενο ασκήσει το δικαίωµα πρόσβασης ζητώντας πρόσθετες πληροφορίες σχετικά µε την επεξεργασία των προσωπικών του δεδοµένων. Επιπροσθέτως, ο ΓΚΠ∆ που καταργεί την προγενέστερη αυτού Οδηγία 95/45/ΕΚ, εκτός των ανωτέρω, αναγνωρίζει την υποχρέωση τήρησης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείου µόνο των κατηγοριών αποδεκτών, στους οποίους πρόκειται να γνωστοποιηθούν προσωπικά δεδοµένα (βλ. άρθρο 30 παρ. 1 περ. δ΄ ΓΚΠ∆). Βάσει του ισχύοντος νοµοθετικού πλαισίου, λοιπόν, η τράπεζα προβαίνει σε σχετική ενηµέρωση των οφειλετών κατά την αίτηση και υπογραφή δανειακών συµβάσεων, ενώ παράλληλα στον ιστότοπό της βρίσκεται έντυπο ενηµέρωσης σχετικά µε την επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων, στο οποίο περιλαµβάνεται και η πληροφορία της διάθεσης στοιχείων σε Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών. Το έντυπο αυτό η τράπεζα απέστειλε στους πελάτες της µε µήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, ενώ αντίστοιχη ανάρτηση περιλήφθηκε στο e-Banking, σε άλλα σχετικά σηµεία της ιστοσελίδας, καθώς και κατά τις συναλλαγές µε µηχάνηµα ΑΤΜ. Εξάλλου, είναι αδύνατη η ενηµέρωση για τον συγκεκριµένο αποδέκτη προσωπικών δεδοµένων κατά την υπογραφή δανειακής σύµβασης, καθώς η ανάθεση ενηµέρωσης οφειλετών είναι άµεσα συνυφασµένη µε το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο οι τελευταίοι καθίστανται υπερήµεροι, διάστηµα στο οποίο οι αποδέκτες που συνεργάζονται µε την τράπεζα ενδέχεται να είναι διαφορετικοί από αυτούς µε τους οποίους συνεργαζόταν σε προγενέστερο στάδιο. Σε κάθε περίπτωση τα υποκείµενα των δεδοµένων δύνανται να έχουν πρόσβαση στις επωνυµίες και στα στοιχεία των ΕΕΟ, µέσω του ειδικού Μητρώου του άρθρου 7 ν. 3758/2009, ενώ ο ίδιος νόµος (άρθρο 6 παρ. 2) εισάγει υποχρέωση στις εν λόγω εταιρείες για την ενηµέρωση των οφειλετών σχετικά µε τα πλήρη στοιχεία τους ήδη από την πρώτη επικοινωνία µαζί τους.
2. Η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει στην τράπεζα η προσβαλλόµενη απόφαση της Αρχής, να παρέχει στο υποκείµενο τα στοιχεία της συγκεκριµένης εταιρείας ενηµέρωσης 10-15 ηµέρες πριν από τη διάθεση των δεδοµένων του σε αυτές, προκειµένου να υπάρχει δυνατότητα άσκησης των δικαιωµάτων πρόσβασης και αντίρρησης, είναι αντίθετη στα άρθρα 11 ν. 2472/1997, 2 και 5 της µε αριθ. 1/1999 Κανονιστικής Πράξης της Αρχής, και 13 ΓΚΠ∆, σύµφωνα µε τα οποία η ενηµέρωση πραγµατοποιείται κατά το στάδιο συλλογής των δεδοµένων και όχι σε µεταγενέστερο, ανεξάρτητα από τον τυχόν χαρακτηρισµό των εταιρειών ενηµέρωσης ως τρίτων.
Περαιτέρω ενηµέρωση προβλέπεται µόνο στην περίπτωση επεξεργασίας των δεδοµένων για διαφορετικό σκοπό, περίπτωση που εν προκειµένω δεν συντρέχει, αφού η διάθεση των δεδοµένων στις ΕΕΟ συνιστά επεξεργασία για τον ίδιο σκοπό, ήτοι την εκτέλεση της σύµβασης δανείου και την είσπραξη των οφειλών που απορρέουν από αυτή.
3. Η υποχρέωση αναµονής των εταιρειών για εύλογο χρονικό διάστηµα πριν από την επικοινωνία τους µε τα υποκείµενα των δεδοµένων αφενός αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 4 ν. 3758/2009, σύµφωνα µε το οποίο η τηλεφωνική επικοινωνία µε την ΕΕΟ για την ενηµέρωση του οφειλέτη επιτρέπεται να πραγµατοποιείται µετά την πάροδο 10 ηµερών από την ηµέρα που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσµη, αφετέρου αντίκειται στην αρχή της σαφήνειας, αφού δεν εξειδικεύει το ακριβές χρονικό διάστηµα κατά το οποίο οφείλει να αναµείνει η τράπεζα, αντιθέτως ορίζει εύρος ηµερών και τούτο µάλιστα ενδεικτικώς, παραγνωρίζοντας την αυστηρή ρύθµιση των σύντοµων προθεσµιών εντός των οποίων δρουν οι ΕΕΟ.
4. Η υποχρέωση που εισάγεται µε την προσβαλλόµενη απόφαση αντίκεται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν είναι πρόσφορη ούτε αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόµενου σκοπού, τον οποίο υπερακοντίζει. Σκοπός των προστατευτικών διατάξεων της ευρωπαϊκής και εθνικής νοµοθεσίας περί προσωπικών δεδοµένων είναι να προστατευθεί το υποκείµενο από την ανεξέλεγκτη εκ µέρους του υπευθύνου επεξεργασίας διάθεση των δεδοµένων του σε τρίτα πρόσωπα και να γνωρίζει εκ των προτέρων ποιοι θα είναι αποδέκτες των δεδοµένων του, για να µπορεί να κρίνει εάν επιθυµεί τη διάθεσή τους και να κατανοήσει για ποιον σκοπό επιδιώκεται η επεξεργασία των δεδοµένων του. Ωστόσο, είναι κοινώς γνωστό ότι η ανάθεση της επικοινωνίας µε τον οφειλέτη σε ΕΕΟ αποτελεί πάγια τακτική όλων των τραπεζών, η οποία ακολουθείται εν γνώσει του υποκειµένου των δεδοµένων, σε περίπτωση ληξιπρόθεσµης οφειλής προς διασφάλιση των συµφερόντων του χρηµατοπιστωτικού ιδρύµατος. Ο οφειλέτης έχει ενηµερωθεί για τη δυνατότητα διάθεσης των στοιχείων του σε ΕΕΟ, εφόσον καταστεί υπερήµερος ως προς την αποπληρωµή των οφειλών του, ήδη από την υπογραφή της δανειακής σύµβασης και ακολούθως επανειληµµένως µε κάθε πρόσφορο τρόπο (ενηµερώσεις για την κίνηση λογαριασµών, ενηµερώσεις κατά τη διενέργεια συναλλαγής, ενηµερώσεις σε ιστοσελίδα, κλπ.). Η ανάγκη ανάθεσης από τους δανειστές (εν προκειµένω τράπεζες) σε ΕΕΟ της ενηµέρωσης των οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσµων οφειλών τους και της διαπραγµάτευσης των όρων εξόφλησής τους, η οποία αυτονοήτως προϋποθέτει τη διάθεση των σχετικών δεδοµένων των οφειλετών, έχει αναγνωρισθεί και από τον νοµοθέτη µε την έκδοση του ν. 3758/2009. Είναι γνωστός στον οφειλέτη και ο σκοπός της επεξεργασίας των δεδοµένων του (βλ. άρθρο 3 παρ. 3 ν. 3758/2009). Συνεπώς, η γνώση εκ µέρους του οφειλέτη της συγκεκριµένης κάθε φορά ΕΕΟ, η οποία γίνεται αποδέκτης των προσωπικών του δεδοµένων, στερείται σηµασίας και εννόµων συνεπειών, διότι σε τίποτα δεν διαφοροποιείται για τον οφειλέτη η µία ΕΕΟ από την άλλη ΕΕΟ.  Το επίµαχο δε µέτρο κατά το µέρος που επιβάλλει στην τράπεζα να παρέχει στους οφειλέτες ένα εύλογο διάστηµα 10-15 ηµερών από την ενηµέρωση µέχρι τη διάθεση των δεδοµένων, για την άσκηση των δικαιωµάτων πρόσβασης και αντίρρησης, δεν είναι πρόσφορο ούτε αναγκαίο. ∆ιότι, δικαίωµα αντίρρησης στη διάθεση των δεδοµένων σε ΕΕΟ δεν µπορεί να ασκηθεί λυσιτελώς, ενώ το δικαίωµα πρόσβασης υφίσταται και µπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε από το υποκείµενο έναντι του υπευθύνου επεξεργασίας από την έναρξη της επεξεργασίας µέχρι τη λήξη της, γεγονός για το οποίο ο οφειλέτης έχει ενηµερωθεί επανειληµµένως. Εξάλλου, στο ν. 3758/2009 προβλέπονται περαιτέρω δικλείδες ασφαλείας (συγκεκριµένο πλαίσιο για την νόµιµη ενηµέρωση των ΕΕΟ). Ο καθορισµός επιπλέον προθεσµιών για την άσκηση των ανωτέρω δικαιωµάτων είναι προδήλως µη αναγκαίος. Περαιτέρω, ο καθορισµός της υποχρέωσης αναµονής για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα από την ενηµέρωση µέχρι τη διάθεση των δεδοµένων των οφειλετών σε ΕΕΟ υπερακοντίζει τον επιδιωκόµενο σκοπό, καθώς οδηγεί σε επιβάρυνση των οφειλετών µε τόκους, οι οποίοι τρέχουν, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, δεδοµένου ότι η οφειλή έχει καταστεί ληξιπρόθεσµη.

5. Επίσης, η υποχρέωση αναµονής κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα ενδέχεται να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για τη διαχείριση και την εισπραξιµότητα των κόκκινων δανείων, δεδοµένου ότι ικανό µέρος των οφειλετών δεν διαθέτουν ή δεν έχουν δηλώσει στην τράπεζα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδροµείου. Επίσης, µόνη η καθυστέρηση κατά το ως άνω χρονικό διάστηµα, η ακριβής διάρκεια του οποίου είναι άδηλη, µπορεί να καταστήσει δυσχερή την εισπραξιµότητα του δανείου. Τέλος, θα καταστήσει ανέφικτη την µετακίνηση των υποθέσεων µεταξύ των συνεργαζόµενων ΕΕΟ, η οποία πραγµατοποιείται βάσει αξιολόγησής τους επί συγκεκριµένων ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων.
6. Η θεσπιζόµενη µε την προσβαλλόµενη απόφαση υποχρέωση συνεπάγεται τεράστιο οργανωτικό και οικονοµικό κόστος για την τράπεζα.

7. Τέλος, κατόπιν των ανωτέρω, η αιτούσα Τράπεζα σε αντικατάσταση του επιβληθέντος µε την προσβαλλόµενη πράξη µέτρου, προτείνει τα εξής: α) να αναρτηθεί στο σχετικό µε τα προσωπικά δεδοµένα σηµείο του ιστοτόπου της ενηµέρωση µε τις εξής πληροφορίες: i) ότι διατίθενται τα στοιχεία των υπερήµερων οφειλετών σε ΕΕΟ και ii) τις επωνυµίες των συνεργαζόµενων µε το χρηµατοπιστωτικό ίδρυµα ΕΕΟ, β) να αναµορφωθούν τα µηνύµατα στις περιοδικές ενηµερώσεις, ώστε να γνωστοποιούνται οι συνεργαζόµενες ΕΕΟ και γ) να αναµορφωθούν οµοίως οι επιστολές καθυστέρησης που στέλνει η τράπεζα στους οφειλέτες. Η αιτούσα πληροφορεί, επίσης, ότι ήδη έχει αναρτήσει στον ιστότοπό της τις συνεργαζόµενες Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών και ότι έχει λάβει µέτρα βελτίωσης του συστήµατος γνωστοποίησής τους στους πελάτες προς την κατά τα ανωτέρω κατεύθυνση.
Επιπλέον, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών κατέθεσε το µε αριθ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/3029/22- 04-2019 υπόµνηµα παρέµβασης τρίτου υπέρ της Τράπεζας Eurobank Ergasias A.E. - βάσει του προδήλου εννόµου συµφέροντος που έχει εκ του άρθρου 1 παρ. 4 β΄ του Καταστατικού της να εκπροσωπεί τα συµφέροντα όλων των µελών της - και κατά της προσβαλλόµενης απόφασης της Αρχής (µε αριθ. 98/2017). Στο εν λόγω υπόµνηµά της η ΕΕΤ ανέπτυξε τους παρακάτω ισχυρισµούς:
1. Οι Εταιρείες Ενηµέρωσης Οφειλετών του ν. 3758/2009 είναι διαδεδοµένες τόσο στην εθνική όσο και στην ευρωπαϊκή έννοµη τάξη, ήδη πριν από την οικονοµική κρίση, όταν η λειτουργία τους ήταν πιο περιορισµένη. Κατά την ως άνω νοµοθεσία, πρόκειται για κεφαλαιουχικές κατά κύριο λόγο ανώνυµες εταιρείες που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την εξώδικη ενηµέρωση των οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσµων οφειλών. Η εποπτεία των εν λόγω εταιρειών ανήκει στο Υπουργείο Ανάπτυξης (βλ. και την µε αριθ. 49/2001 Απόφαση της Αρχής) και για τη νόµιµη λειτουργία τους είναι απαραίτητη η προηγούµενη καταχώρισή τους στο ειδικό Μητρώο που τηρείται στο ως άνω Υπουργείο. Περαιτέρω, η ταυτόχρονη ανάθεση της ίδιας οφειλής σε διαφορετικές εταιρείες είναι απαγορευµένη σε αντίθεση µε τη διαδοχική της ανάθεση σε περισσότερες εταιρείες. Η υποχρέωση, λοιπόν, που εισάγει η προσβαλλόµενη απόφαση για ενηµέρωση των πελατών ως προς τη συγκεκριµένη εταιρεία που θα αναλάβει την υπόθεσή τους σε περίπτωση ληξιπρόθεσµων οφειλών και όχι µόνο ως προς την απολύτως συγκεκριµένη κατηγορία (ΕΕΟ ν. 3758/2009, βλ. ειδικό Μητρώο Υπουργείου Ανάπτυξης), είναι αντίθετη προς το κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία αναγνωρίζει την υποχρέωση γνωστοποίησης µόνο των κατηγοριών αποδεκτών ακόµη και σε περίπτωση άσκησης του δικαιώµατος πρόσβασης (άρθρα 10-12 Οδηγίας 95/46/ΕΚ και 41 του προοιµίου της, 6 σε συνδυασµό µε το άρθρο 11 ν. 2472/1997, µε αριθ. 1/1999 Κανονιστική Πράξη της Αρχής, σύσταση της Αρχής µε αριθ. Γ/ΕΞ/4744/12.7.2013, 13-15 ΓΚΠ∆).

2. Συγκεκριµένα, από το 1995, οπότε υιοθετήθηκε η Οδηγία 95/46/ΕΚ µέχρι σήµερα υπό την ισχύ του ΓΚΠ∆, είναι πάγια η θέση για το περιεχόµενο της ενηµέρωσης, τόσο του ενωσιακού, όσο και του εθνικού νοµοθέτη: για την ενηµέρωση του υποκειµένου για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδοµένων αρκεί η αναφορά στην κατηγορία των αποδεκτών.

3. Επίσης, κατά την ως άνω νοµοθεσία η υποχρέωση ενηµέρωσης δεν είναι µια διαρκής ενηµέρωση, αλλά διαθέτει συγκεκριµένο χρονικό σηµείο εκπλήρωσης που είναι το στάδιο συλλογής των προσωπικών δεδοµένων. Όταν καταρτίζεται µία µακροχρόνια σύµβαση (όπως µία σύµβαση δανείου ή πίστωσης), ο δανειολήπτης ενηµερώνεται κατά τη συλλογή των δεδοµένων του, πραγµατοποιείται δε ενηµέρωση και µέσω περιοδικών επιστολών. Πλην όµως, οι ενηµερώσεις αυτές εκδίδονται και αποστέλλονται απολογιστικά, δηλαδή απεικονίζεται σε αυτές η κατάσταση της οφειλής την ηµεροµηνία έκδοσης του κάθε ενηµερωτικού σηµειώµατος. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν η τράπεζα, όπως και κάθε δανειστής, να γνωρίζει εάν και πότε θα επέλθει υπερηµερία, πριν την άπρακτη παρέλευση της δήλης ηµέρας πληρωµής. Η ενηµέρωση των υποκειµένων για την κατηγορία/ες αποδεκτών των δεδοµένων τους είναι απολύτως επαρκής (βλ. σχετικές διατάξεις Οδηγίας, ν. 2472/1997 και ΓΚΠ∆). Άλλωστε, οι ίδιες ακριβώς επιλογές έγιναν στο νόµο και αναφορικά µε το δικαίωµα πρόσβασης (βλ. άρθρο 12 παρ. 2 β΄ ν. 2472/1997, άρθρο 12 παρ. α΄ Οδηγίας 96/46/ΕΚ, παρ. 41 προοιµίου της Οδηγίας). Ακόµα και όταν το υποκείµενο των δεδοµένων ζητεί πρόσθετη πληροφόρηση για τη διεξαγόµενη επεξεργασία των προσωπικών του δεδοµένων προκειµένου να βεβαιώνεται ιδίως για την ακρίβειά τους και τον σύννοµο χαρακτήρα της επεξεργασίας τους, ο νοµοθέτης πάλι θεώρησε ότι η αναφορά σε κατηγορία αποδεκτών είναι αρκετή. Και υπό το αυστηρότερο πλαίσιο του ΓΚΠ∆, ουδεµία αλλαγή επήλθε στην ενηµέρωση των υποκειµένων αναφορικά µε τους αποδέκτες των δεδοµένων τους. Ακόµα και όταν το υποκείµενο ασκήσει το δικαίωµα πρόσβασης για να ενηµερωθεί πληρέστερα για τα χαρακτηριστικά της επεξεργασίας των προσωπικών του δεδοµένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας αρκεί να του γνωστοποιήσει τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 15 παρ. 1 γ΄ ΓΚΠ∆). ∆ηλαδή, σύµφωνα µε τον Κανονισµό, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ακόµα και εάν έχει ήδη κοινολογήσει τα δεδοµένα του υποκειµένου, και συνεπώς οι αποδέκτες τους µπορεί να είναι απολύτως συγκεκριµένοι, όταν αυτό ασκήσει το δικαίωµα πρόσβασης αρκεί να πληροφορήσει το υποκείµενο για την κατηγορία ή τις κατηγορίες αυτών και όχι αναγκαστικά για τους γνωστούς συγκεκριµένους αποδέκτες. Αυτές οι ρυθµίσεις ισχύουν διαχρονικά, ήταν και είναι απολύτως συνειδητές επιλογές των νοµοθετών που συνάδουν µε τις συναλλακτικές πρακτικές και τη λειτουργία της οικονοµίας και δεν µπορούν να µεταβληθούν από τον εθνικό νοµοθέτη, άµεσα µε διάταξη νόµου ή έµµεσα µέσω εξουσιοδοτικής διάταξης.

4. Ο σκοπός της προστασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα των πελατών στη συγκεκριµένη περίπτωση εξυπηρετείται µε την αποσαφήνιση της κατηγορίας αποδεκτών µε τρόπο, ώστε το υποκείµενο να κατανοεί το εύρος και το περιεχόµενό της. Στην εξεταζόµενη δε περίπτωση, η κατηγορία αποδεκτών, ΕΕΟ ν. 3758/2009, είναι απολύτως συγκεκριµένη. Πρόκειται για συγκεκριµένες, απολύτως προσδιορισµένες εταιρείες, οι οποίες για να λειτουργήσουν πρέπει να περιληφθούν σε δηµόσιο Μητρώο, το οποίο τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης και είναι προσβάσιµο από οποιονδήποτε.

5. Η αιτιολόγηση της επιλεκτικής, σηµαντικά συσταλτικής, εφαρµογής των περί ενηµέρωσης των υποκειµένων διατάξεων του νόµου και πλέον του ΓΚΠ∆ µε τη σκέψη ότι η δραστηριότητα των ΕΕΟ θεωρείται επαχθέστερη για τους οφειλέτες, στηρίζεται σε αυθαίρετο κριτήριο. Πέραν τούτου, τα υποκείµενα στη συγκεκριµένη περίπτωση έχουν αθετήσει υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβαν, και κατέστησαν υπερήµεροι, η δε προφορική, µέσω τηλεφώνου, ενηµέρωσή τους µε σκοπό την ευαισθητοποίησή τους, υπό τις εγγυήσεις του ν. 3758/2009 είναι η ηπιότερη ενέργεια του δανειστή. Οι ΕΕΟ αποτέλεσαν το πρώτο από τα εργαλεία που νοµοθετήθηκαν για να ενισχυθεί το οπλοστάσιο στη µάχη για τον περιορισµό των µη εξυπηρετούµενων δανείων και πιστώσεων, που όχι µόνο είναι σε εξέλιξη, αλλά η αίσια έκβασή της είναι επιτακτικότερη από ποτέ. Η απαλλαγή του τραπεζικού συστήµατος της χώρας από υπερβολικές επισφάλειες είναι προϋπόθεση για την χρηµατοδότηση της οικονοµίας και συνεπώς για την οικονοµική ανάπτυξη.

6. Η εισαγόµενη µε την προσβαλλόµενη πράξη υποχρέωση αναµονής ευλόγου χρονικού διαστήµατος επιβαρύνει οικονοµικά την τράπεζα, αλλά και τον οφειλέτη, ενώ αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 4 ν. 3758/2009. Περαιτέρω, ως προς την άσκηση των δικαιωµάτων του υποκειµένου δεν υπάρχει χρονικός περιορισµός, το δικαίωµα δε αντίρρησης ασκείται εν προκειµένω µόνο κατά της τράπεζας (που τηρεί όλα τα δεδοµένα σε σχέση µε την οφειλή και την εξέλιξή της) και µόνο σε σχέση µε τυχόν λάθη, π.χ. ως προς το οφειλόµενο ποσό. Ο καθορισµός λοιπόν και άλλων προθεσµιών για την άσκηση των δικαιωµάτων για την προστασία των προσωπικών δεδοµένων, δεν θα στερείτο µόνο νοµικής βάσης, αλλά θα δηµιουργούσε και σύγχυση κυρίως όσον αφορά στο χρονικό σηµείο έναρξης της νέας προθεσµίας. Εφόσον δεν µπορεί νοµικά και πραγµατικά να επιβληθεί η ενηµέρωση για κάθε συγκεκριµένη ΕΕΟ, αντί της κατηγορίας κατά τα προαναφερθέντα, θα ετίθετο αναπόφευκτα το ερώτηµα πότε αρχίζει αυτή η νέα προθεσµία, στο οποίο υπάρχει µόνο µία απάντηση: η έναρξη της ληξιπροθεσµίας, δηλαδή η άπρακτη παρέλευση της δήλης ηµέρας πληρωµής, που αναµφίβολα γνωρίζει ο δανειστής και ο οφειλέτης. Εφόσον όµως αυτό είναι προφανές, είναι εξίσου προφανές ότι οι δύο προθεσµίες µε το ίδιο σηµείο εκκίνησης µόνο σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου µπορεί να προκαλέσουν, αλλά και να περιορίσουν την αποτελεσµατικότητα των ενεργειών για την ανάκτηση των σε  καθυστέρηση οφειλοµένων. Ακόµη, η επαύξηση των δικαιωµάτων των υπερήµερων  οφειλετών σε βάρος των δανειστών αλλά τελικά και των ενήµερων πελατών των  πιστωτικών ιδρυµάτων, θα ερχόταν σε αντίθεση µε τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 στ΄ της Οδηγίας, του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 2472/1997 και πλέον του άρθρου 6 παρ. 1 στ΄ του ΓΚΠ∆ και συνεπώς µε την αρχή της αναλογικότητας.

7. Ακόµα και εάν γίνει δεκτό ότι στις κανονιστικές αρµοδιότητες της Αρχής,  σύµφωνα µε το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2472/1997, περιλαµβανόταν και η δυνατότητα  να τροποποιήσει σαφή διάταξη νόµου µε απόφασή της, αυτή η κανονιστική  αρµοδιότητα δεν υφίσταται πλέον υπό το καθεστώς του ΓΚΠ∆. Επίσης, ακόµα και  εάν γίνει δεκτό ότι θα µπορούσε να τροποποιηθεί χωρίς εθνικό ή ενωσιακό νόµο η πάγια διάταξη όλων των µέχρι σήµερα νοµοθετηµάτων για το περιεχόµενο της  ενηµέρωσης (αρχικής και µετά από άσκηση του δικαιώµατος πρόσβασης) στην κατεύθυνση της Απόφασης 98/2017, αυτή θα συνεπάγετο εξαιρετικά δυσανάλογη προσπάθεια και υπερβολικό κόστος (βλ. επικαλούµενα στοιχεία), ώστε θα ετίθετο  θέµα αναλογικής εφαρµογής της διάταξης του εδ. β΄ της παρ. 4 άρθρου 14 του ΓΚΠ∆.

8. Τέλος, η ΕΕΤ προτείνει την ακόλουθη λύση προς βελτίωση της ενηµέρωσης των  πελατών: Καταρχάς, ανάρτηση εκ µέρους κάθε πιστωτικού ιδρύµατος των στοιχείων  των ΕΕΟ µε τις οποίες εκάστοτε συνεργάζεται, µε τα πλήρη στοιχεία τους, στις δε  ενηµερώσεις του προς τους πελάτες του (υποψήφιους και ενεργούς) να παραπέµπει  στην ιστοσελίδα του. Ακόµη, έχοντας υπόψη ότι είναι άγνωστο εάν και πότε ένας  οφειλέτης θα καταστεί υπερήµερος, και παρά το γεγονός ότι η υποχρέωση ενηµέρωσης εξαντλείται, κατά την ΕΕΤ, όταν πραγµατοποιείται κατά τη συλλογή των δεδοµένων, θα µπορούσε να γίνεται περιοδική κατ’ έτος υπενθύµιση στους  δανειολήπτες, µέσω των ως άνω ενηµερωτικών σηµειωµάτων, ότι σε περίπτωση  υπερηµερίας τους η τράπεζα έχει δικαίωµα να αναθέσει τη σχετική ενηµέρωση του  υπερήµερου οφειλέτη σε µία από τις συνεργαζόµενες µε αυτή ΕΕΟ, που εκάστοτε  αναφέρονται στην ιστοσελίδα της. Με τον τρόπο αυτό κάθε πελάτης θα µπορεί να  γνωρίζει, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της ισχύος της σύµβασής του δανείου ή  πίστωσης, από ποια µικρή πλέον οµάδα τέτοιων εταιρειών θα επιλεγεί η εταιρεία που θα αναλάβει την εξωδικαστική ενηµέρωσή του σε περίπτωση υπερηµερίας. Σε αυτές µάλιστα τις αναρτήσεις θα µπορεί να παραπέµπει και η ιστοσελίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, εξασφαλίζοντας τη µέγιστη δυνατή δηµοσιότητα και τον µέγιστο δυνατό περιορισµό του εύρους της συγκεκριµένης κατηγορίας.  Συνοψίζοντας, η ΕΕΤ ισχυρίζεται ότι η Απόφαση 98/2017 µε το συγκεκριµένο  περιεχόµενο, που θεσπίζει, κατά τους ισχυρισµούς της, τις ως άνω κανονιστικές  ρυθµίσεις, δεν ισχύει υπό το καθεστώς του ΓΚΠ∆ και ότι είναι αναγκαίο να  αναθεωρηθεί προς την κατά τα ανωτέρω κατεύθυνση (βλ. την πρόταση που αναπτύχθηκε).

Η Αρχή, µετά από εξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων, αφού άκουσε τον  εισηγητή και τη βοηθό εισηγήτρια, η οποία αποχώρησε µετά τη συζήτηση και πριν  από τη διάσκεψη και τη λήψη αποφάσεως, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόµενη αίτηση θεραπείας η αιτούσα Τράπεζα ζητεί την ανάκληση της  Απόφασης 98/2017 της Αρχής, ισχυριζόµενη ότι µε την απόφαση αυτή θεσπίστηκαν,  µε εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 4 παρ. 4 ν. 3758/2009 σε  συνδυασµό µε το άρθρο 11 ν. 2472/1997, δυσανάλογες υποχρεώσεις σε βάρος της  ίδιας και των λοιπών δανειστών. Περαιτέρω, η Τράπεζα και η παρεµβαίνουσα ΕΕΤ  παραθέτουν σειρά επιχειρηµάτων µε βάση τις εφαρµοστέες διατάξεις για να  υποστηρίξουν τον ισχυρισµό αυτό. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αίτηση  θεραπείας, τις απόψεις που εξέθεσαν κατά τη συνεδρίαση της Αρχής και τα  υποµνήµατα τα οποία υπέβαλαν, η αιτούσα και η παρεµβαίνουσα επιδιώκουν την  επανεξέταση της νοµικής ορθότητας της προσβαλλόµενης απόφασης, χωρίς να προσκοµίζονται νεότερα πραγµατικά στοιχεία, κρίσιµα για την εφαρµογή του  νοµικού καθεστώτος που ίσχυε κατά την έκδοσή της. Άλλωστε, η πληττόµενη κρίση  της ως άνω απόφασης, κατά την οποία για τη διάθεση των δεδοµένων των οφειλετών  της σε συγκεκριµένη Εταιρεία Ενηµέρωσης Οφειλετών η Τράπεζα οφείλει να  προβαίνει, µε κάθε πρόσφορο τρόπο, σε ειδική ατοµική ενηµέρωσή τους, η οποία  πρέπει να επαναλαµβάνεται όταν τα στοιχεία των οφειλετών διατίθενται σε  διαφορετική Εταιρεία Ενηµέρωσης Οφειλετών, και να παρέχει εύλογο διάστηµα πριν  από τη διάθεση για την άσκηση των δικαιωµάτων πρόσβασης και αντίρρησης, δεν  στηρίζεται σε εκτίµηση πραγµατικών δεδοµένων, αλλά σε ερµηνεία των  εφαρµοστέων διατάξεων. Με τα δεδοµένα αυτά, δεν δικαιολογείται επανεξέταση της υπόθεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ   

Η Αρχή απορρίπτει την αίτηση θεραπείας της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυµη Εταιρεία» κατά της Απόφασης 98/2017 της Αρχής.     

Ο Πρόεδρος                                Η Γραµµατέας 

Κωνσταντίνος Μενουδάκος         Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου