ΔΠρΑθηνών (Τριμελές) 8043/19 : - ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ - ΖΗΜΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ. Αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά άρθρο 105ΕισΝΑΚ, από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του. Περίπτωση ελλειπών μέτρων για τη φύλαξη πολιτών και περιουσιών, από τις αστυνομικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια επεισοδείων. Κρίση ότι τα επεισόδεια ήταν αναμενόμενα κι ως εκ τούτου ελλείπει το στοιχείο του αιφνιδιασμού των αστυνομικών δυνάμεων, που θα οδηγούσε στην απαλλαγή από την υποχρέωση προς αποζημίωση. Προκύπτει παράβαση του κατά τις διατάξεις του Ν. 2800/00 επιβαλλόμενου καθήκοντος διασφάλισης της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, προστασίας των ατομικών ελευθεριών των πολιτών και τήρησης της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Δεκτή η αγωγή
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 12ο - ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 8043/2019
Δικαστής : Κ. Τριανταφύλλου Πρόεδρος Πρωτοδικών
Μέλη : Α. Ζήκα, Χ. Παπαδοπούλου, Πρωτοδίκες
Εισηγήτρια : Α. Ζήκα, Πρωτοδίκης
Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ζητείται παραδεκτώς, κατόπιν τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το από 15.10.2018 κατατεθέν υπόμνημα, να αναγνωρισθεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, νομιμοτόκως από 08.12.2008 (επομένη της ημερομηνίας επέλευσης της ζημίας), άλλως από 24.07.2009 (επομένη της ημερομηνίας καταβολής του ασφαλίσματος), άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, το συνολικό ποσό των 131.313,12 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην ασφαλιστική αποζημίωση που αυτή κατέβαλε στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «...BANK Α.Ε.», προς κάλυψη υλικών ζημιών που προκλήθηκαν στο υποκατάστημα της τελευταίας επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ... στην Αθήνα, εξαιτίας παρανόμων παραλείψεων που αποδίδονται στα όργανα του εναγομένου και, ειδικότερα, εξαιτίας της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά τη διάρκεια επεισοδίων που έλαβαν χώρα στο κέντρο της Αθήνας στις 07.12.2008.
Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, π.δ. 456/1984, Α 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. [...]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΣτΕ 325/2017, 3539/2015, 3528/2007 κ.ά.). Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου, τηρούμενων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει, όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του νομικού αυτού προσώπου παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 325/2017, 3696/2015, 522-523/2014, 4133/2011 7/μελές κ.ά.). Ακόμη, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 2749/2017, 4420/2015, 3839/2012 7/μελές κ.ά.). Τέλος, σε περίπτωση που στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο υποχρεούται να αποκαταστήσει, μεταξύ άλλων, κάθε θετική ζημία από την ανωτέρω αιτία (ΣτΕ 3132/2013, 621/2007, 1732/2005 κ.ά.).
Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α 41) ορίζει στο άρθρο 8, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφαλείας [...] και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών [...] β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. [...] 3. Η άσκηση της Αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής σας αρχές β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές. γ. [...] 4. [...] 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, β. [...]». Ενόψει του ότι οι ανωτέρω διατάξεις, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (Δ.Εφ.Αθ. 379/2015, πρβλ. ΣτΕ 1048/2016, 1364/2008, 648/ 2008, 28/2000). Δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης όταν πρόκειται περί ασυνήθων περιπτώσεων που υπερβαίνουν τις δυνατότητες της αστυνομικής δύναμης και ανάγονται έτσι στην έννοια της ανωτέρας βίας (ΣτΕ 1048/2016, 952/2010, 2741/2007), ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση αιφνιδιασμού της Αστυνομίας επί επεισοδίων, όταν αυτά είναι αναμενόμενα (βλ. ΣτΕ 952/2010).
Επειδή, τέλος, στον ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις» (Α 87) ορίζεται στο άρθρο 14 ότι: «1. Εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημιάς κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ασφαλιστής που αποζημίωσε τον ασφαλισμένο υποκαθίσταται στα έναντι του τρίτου, υπόχρεου προς αποζημίωση, δικαιώματα του ασφαλισμένου, στην έκταση που ικανοποίησε αυτόν, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη δήλωση περί μεταβίβασης των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή, αποδοχή τέτοιας δήλωσης ή ανακοίνωση περί αυτής προς τον τρίτο. Συνεπώς, ο ασφαλιστής νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, καθ υποκατάσταση του αποζημιωθέντος ασφαλισμένου, σης περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλισμένος έχει κατά του Δημοσίου αξίωση προς αποζημίωση. Η υποκατάσταση αυτή έχει τον χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου (πρβλ. ΣτΕ 641/2008, 4067/2005). Εξάλλου, ο υπόχρεος προς αποζημίωση έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε και κατά του ζημιωθέντος και, επομένως, η κατά του τρίτου αγωγή του ασφαλιστή θα έχει, κατά κανόνα, την ίδια βάση, όπως αν την αγωγή ασκούσε ο ίδιος ο ζημιωθείς (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 3903/2017, 3762/2017, 901/2017, ΑΠ 763/2014, 1334/2013, 1088/2010, πρβλ. ΣτΕ 1048/2016).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα ιστορούμενα με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα, ασφαλιστική εταιρεία, είχε συνάψει με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «... BANK Α.Ε.» τα ... ασφαλιστήρια συμβόλαια (διάρκειας από 31.12.2007 έως 31.12.2008) που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και το Υποκατάστημα της Τράπεζας επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ... στην Αθήνα, και περιλάμβαναν την ασφαλιστική κάλυψη (το πρώτο ως άνω συμβόλαιο) του ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ηλεκτρονικών υπολογιστών, τηλεφωνικών κέντρων κλπ.) και των Αυτόματων Ταμειολογιστικών Μηχανών (ATM, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό ανά κατάστημα), και (το δεύτερο συμβόλαιο) του κτηρίου, των γραφείων, των κτηριακών βελτιώσεων (εργασιών διαμόρφωσης χώρου κ.λπ.), του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και εργασιών (μηχανημάτων κλιματισμού, συστημάτων ασφαλείας κ.λπ.), του λοιπού εξοπλισμού (επίπλων, καθισμάτων, χρηματοκιβωτίων, μηχανών γραφείου και ταμείου κ.λπ.) και των εγκαταστάσεων των ATM (σταθεροποιητών τάσης, συστημάτων ασφαλείας κ.λπ.), για τον κίνδυνο, μεταξύ άλλων, των ζημιών από στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες και πολιτικές ταραχές, καθώς και από κάθε άλλη κακόβουλη ενέργεια, έως το ποσό (αναφορικά με το εν λόγω υποκατάστημα), των 78.000 ευρώ (.... ασφαλιστήριο συμβόλαιο) και των 189.750 ευρώ (... ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπου προβλέπεται συντελεστής παλαιότητας 30%). Με αφορμή τον θανάσιμο τραυματισμό του μαθητή .... από ειδικό φρουρό, στις 06.12.2008, στην περιοχή των Εξαρχείων, πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας εκτεταμένα βίαια επεισόδια, όπως σφοδρές επιθέσεις με ρίψη αντικειμένων σε αστυνομικές δυνάμεις, φθορές και εμπρησμούς σε κτίρια και οχήματα, [βλ., μεταξύ άλλων, το ...../15.06.2015 έγγραφο (έκθεση απόψεων) του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής]. Μεταξύ των υποκαταστημάτων τραπεζών που υπέστησαν φθορές περιλαμβανόταν και το προαναφερόμενο Υποκατάστημα της «.. BANK» που στεγαζόταν στο ισόγειο εξαώροφου κτηρίου επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας ..., στη συμβολή με την οδό *, το οποίο άγνωστοι τις πρώτες πρωινές ώρες της 07.12.2008, αφού έθραυσαν τους υαλοπίνακες της εισόδου, πυρπόλησαν με εμπρηστικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να καταστραφεί αυτό ολοσχερώς [βλ. σχετικά το .... έγγραφο (έκθεση απόψεων) του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος και το απόσπασμα βιβλίου συμβάντων της 07.12.2008 του Ανακριτικού Γραφείου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αθηνών], Κατόπιν τούτων, σε εκτέλεση των προαναφερόμενων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, πραγματογνώμονας της εταιρείας πραγματογνωμόνων...., διενήργησε αυτοψία στο ένδικο υποκατάστημα στις 08.12.2008, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι: α) στο ισόγειο λειτουργούσε το υποκατάστημα [2 ATM (εσωτερικό - εξωτερικό), desk υποδοχής, 2 ταμεία και 3 γραφεία], ενώ στο πατάρι υπήρχαν βοηθητικοί χώροι (αίθουσα συσκέψεων, γραφείο, server room, αποθήκη, WC, κουζίνα, χρηματοκιβώτιο), β) στο εσωτερικό του είχε εκδηλωθεί πυρκαγιά, με εστίες σε διάφορα σημεία, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της τράπεζας, γ) από τη φωτιά, τους καπνούς και τα νερά της πυρόσβεσης είχαν προκληθεί ζημίες στις κτηριακές βελτιώσεις, στο περιεχόμενο και στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό, δ) εξωτερικά είχαν προκληθεί εκτεταμένες ζημίες στην πρόσοψη και στο εξωτερικό ATM, ε) η πυροπροστασία του υποκαταστήματος βασιζόταν σε επαρκή αριθμό φορητών πυροσβεστήρων και σε αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης που κάλυπτε το σύνολο του χώρου, στ) υπήρχε συναγερμός κλοπής κατ κλειστό κύκλωμα επιτήρησης με κάμερες, με αυτόματη καταγραφή και ζ) μέχρι τη δεύτερη αυτοψία είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες καθαρισμού - αποκομιδής ερειπίων και είχε ασφαλισθεί προσωρινά ο χώρος. Επίσης, κρίθηκε ότι η κατάσταση των ζημιωθέντων ήταν πολύ καλή πριν από το συμβάν. Προς τούτο συντάχθηκαν οι ... εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, με τις οποίες η ζημία του ένδικου υποκαταστήματος εκτιμήθηκε, βάσει της αυτοψίας, έρευνας αγοράς και των τιμολογίων κτήσης, στο συνολικό ποσό των * ευρώ, αναφορικά με το * ασφαλιστήριο συμβόλαιο (* το ύψος της ζημίας των ATM και * το ύψος της ζημίας του ηλεκτρονικού εξοπλισμού) και στο συνολικό ποσό των * ευρώ, αναφορικά με το * ασφαλιστήριο συμβόλαιο (* κτηριακές βελτιώσεις, * εξοπλισμός, * αποκομιδή ερειπίων, * έξοδα περιστολής ζημίας). Ακολούθως, η ενάγουσα κατέβαλε στην ασφαλισμένη εταιρία, κατόπιν επιμερισμού της ζημίας, βάσει των ανωτέρω ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των προβλεπομένων επ αυτών απαλλαγών, τα ποσά των * Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η ενάγουσα ζητεί, καθ υποκατάσταση της ασφαλισμένης της τραπεζικής εταιρίας, το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, την οποία απόδιδα στην παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων του εναγομένου να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της περιουσίας των πολιτών, όπως είχαν υποχρέωση, εκ του νόμου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι οι αστυνομικές δυνάμεις όφειλαν να βρίσκονται με ενισχυμένες περιπολίες και διμοιρίες ΜΑΤ, ήδη από το βράδυ της 06.12.2008, στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας, όπου βρισκόταν το ένδικο υποκατάστημα, παρέλειψαν δε τούτο, αν και ήταν βέβαιο και αναμενόμενο ότι θα λάβουν χώρα βίαια επεισόδια, και μάλιστα έντονα, καθώς ο θανάσιμος τραυματισμός του μαθητή είχε προκληθεί από αστυνομικό όργανο, με αποτέλεσμα άγνωστοι να δρουν ανενόχλητοι προκαλώντας εκτεταμένες φθορές. Υποστηρίζει δε ότι οι αστυνομικές αρχές έπρεπε να διαθέσουν άμεσα σε 24ωρη βάση δυνάμεις στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου, να φρουρούν με ενισχυμένες βάρδιες κάθε πιθανό στόχο (τράπεζες, καταστήματα, πολυεθνικές) και να αποκλείσουν την κίνηση σε περιοχές υψηλού κινδύνου, πράγμα που δεν έπραξαν. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της και του ύψους της ζημίας της, η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει: α) τα προαναφερόμενα .... ασφαλιστήρια συμβόλαια, β) τις προαναφερόμενες από 23.7.2009 αποδείξεις είσπραξης αποζημίωσης της τράπεζας «... BANK», συνολικού ποσού 131.313,12 ευρώ (18.886,59€, 10.587,94€ και 101.838,59€ αντίστοιχα) και γ) τις προαναφερόμενες ... εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, στις οποίες, πέραν των αναφερόμενων στη σκέψη 5 της παρούσας (διαπιστώσεις αυτοψίας, εκτίμηση ζημίας κ.λπ.), περιλαμβάνονται επίσης: ί. αντίγραφο της ... βεβαίωσης του Προϊστάμενου του ανακριτικού γραφείου της Περιφερειακής Διεύθυνσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αττικής, όπου αναφέρεται ότι τις βραδινές ώρες της 6ης προς 7ης.12.2009, κατά την διάρκεια επεισοδίων με αφορμή τον θανάσιμο τραυματισμό από αστυνομικούς ανήλικου ατόμου, άγνωστοι δράστες προκάλεσαν πυρκαγιές σε καταστήματα, αυτοκίνητα κ.λπ., μεταξύ των οποίων και στο υποκατάστημα της τράπεζας «... BANK», επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας ... στην Αθήνα. Από την εκδηλωθείσα πυρκαγιά καταστράφηκαν έπιπλα-γραφεία, υπολογιστές, έγγραφα, το σύστημα κλιματισμού, η ηλεκτρονική εγκατάσταση, ψευδοροφές, έσπασαν υαλοπίνακες από την πρόσοψη της τράπεζας και τέλος από τους καπνούς ρυπάνθηκε αυτή στο εσωτερικό, ii. φωτογραφίες του υποκαταστήματος μετά το συμβάν (πρόσοψης, εξωτερικού και εσωτερικού ATM, εσωτερικού ισογείου, ταμείων, σκάλας προς πατάρι, παταριού) και μετά τη μερική αποκατάσταση αυτού (αποκομιδή ερειπίων, προσωρινή ασφάλιση χώρου), από τις οποίες προκύπτει ολική καταστροφή του, ιιι. κατόψεις του ισογείου και του παταριού του υποκαταστήματος, σης οποίες εμφανίζεται ο εξοπλισμός (καρέκλες, γραφεία, τραπέζια, χρηματοκιβώτιο, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ταμεία, είδη WC, κ.λπ.) και οι κτηριακές βελτιώσεις αυτού (πλάκες γρανίτη, μονώσεις, λαμαρίνες γαλβανιζέ, μελαμίνες, γυψοσανίδες, επένδυση ξύλου, καθρέπτες, ανοξείδωτες γωνίες, χειριστήριο φωτισμού, γενικός ηλιακός πίνακας, κεραμικά πλακάκια, πλαστικά δαπέδου, σκάλες κ.λπ.), ιν. πίνακας τιμολογίων ανά κατηγορία δαπάνης και όλα τα τιμολόγια κτήσης και παροχής υπηρεσιών, βάσει των οποίων εκτιμήθηκε το ύψος της ζημίας.
Επειδή, από τη πλευρά του, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με τις προαναφερόμενες εκθέσεις απόψεων και το από * υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, προβάλλοντας ότι τα αστυνομικά όργανα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ περισσότερων λύσεων την κατά την κρίση τους ενδεικνυόμενη, η επιλογή τους δε αυτή ελέγχεται μόνο ως προς την υπέρβαση των ακραίων ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς τους. Ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 07.12.2008 και είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση φθορών στο ανωτέρω υποκατάστημα δεν συνέβησαν στο πλαίσιο προγραμματισμένης κινητοποίησης αλλά κατά την διάρκεια ενεργειών βιαιότητας, βανδαλισμών και καταστροφών (κυρίως με την μορφή καταδρομικών ενεργειών από ομάδες αγνώστων ατόμων, τα οποία και συνεχίστηκαν καθ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα από 06.12.2008 και εφεξής. Οτι για το λόγο αυτό εκδηλωνόταν σε 24ωρη βάση δράσεις για την πρόληψη-αποτροπή στα πλαίσια της αστυνόμευσης της περιοχής, είχε διατεθεί δε σε υπηρεσία το σύνολο της δύναμης της διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, ενώ από τις πρώτες πρωινές ώρες της 07.12. 2008 το προσωπικό της Γ.Α.Δ.Α. τελούσε σε επιφυλακή, είχαν δε διατεθεί προς ενίσχυση της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, δυνάμεις από Υπηρεσίες του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και Διμοιρίες Υποστήριξης από λοιπές Αστυνομικές Διευθύνσεις της χώρας (βλ. το ... έγγραφο του Τμήματος Γενικής Αστυνόμευσης και Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτου Ανάγκης της Γ.Α.Δ.Α.). Διατέθηκε, επίσης, από την Υπηρεσία Εναέριων Μέσων της ΕΛ.ΑΣ. ένα ελικόπτερο, προκειμένου να υπερίπταται κατά μήκος του δρομολογίου της πορείας και στην ευρύτερη περιοχή, για την από αέρος κατόπτευση των επικρατουσών κυκλοφοριακών συνθηκών και τη μεταφορά εικόνας στα επιχειρησιακά κέντρα, καθώς και 3 ομάδες Ε.Κ.Α.Μ.. Ακόμη σχηματίσθηκε δικογραφία κατά αγνώστων, η οποία διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών (βλ. το ... διαβιβαστικό έγγραφο). Ότι, ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται εμφανές πως η ΕΛ.ΑΣ. ουδεμία ολιγωρία ή παθητική στάση επέδειξε (και, συνεπώς, ουδόλως τα όργανά της παρανόμησαν), αλλά, αντιθέτως, εξάντλησε όλα τα μέτρα προστασίας στόχων και της περιουσίας των πολιτών, ενώ δεν θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί περαιτέρω μέτρα, καθόσον, σε κάθε περίπτωση, οι ένδικες κινητοποιήσεις ήταν τέτοιες σε ένταση, μαζικότητα και διάρκεια, που αποτελούσαν αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, απότοκο των συνθηκών θανάτου του ... (ανηλικότητα του θανόντος, εμπλοκή αστυνομικού οργάνου) και της οικονομικής κρίσης που είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται στη Χώρα, με αποτέλεσμα να υφίσταται αδυναμία των δυνάμεων της Ελληνικής Αστυνομίας να βρίσκονται σε κάθε σημείο της πόλης. Υποστηρίζει δε ότι τα επεισόδια που έλαβαν χώρα το ένδικο χρονικό διάστημα ανάγονται στην έννοια της ανωτέρας βίας. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η στάση των αστυνομικών οργάνων αποσκοπούσε στην αποκλιμάκωση της έντασης και των επεισοδίων και στην προστασία, πρωτίστως, του υπέρτερου (συνταγματικά κατοχυρωμένου) δικαιώματος της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών, χωρίς, όμως, αυτά να απέχουν από την προστασία άλλων δικαιωμάτων (ιδιοκτησίας, περιουσίας). Προβάλλει, εξάλλου, παραδεκτώς (με την ... έκθεση απόψεων), ένσταση αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συντρέχοντος πταίσματος σε ποσοστό 95%, της ασφαλισμένης της ενάγουσας («... BANK»), καθόσον δεν διέθετε στο ένδικο υποκατάστημα μεταλλικά ρολά ασφαλείας, παρά μόνο απλά τζάμια, προκειμένου να διαφυλάξει την περιουσία της. Τέλος, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη ζημία της, καθόσον: α) δεν υπάρχει τεχνική περιγραφή-έκθεση πριν το συμβάν, ώστε να επιβεβαιωθούν οι εργασίες που εκτελέσθηκαν, εάν η αποκατάσταση έγινε με αντικατάσταση των υλικών νεότερης τεχνολογίας (παλαιότητα), β) δεν προκύπτει ότι οι εργασίες αποκατάστασης αφορούν την επαναφορά του κτηρίου στην προγενέστερη κατάσταση και όχι βελτίωσή του, γ) δεν προσκομίστηκαν τα τιμολόγια κτήσης και παροχής υπηρεσιών, δ) δεν προσκομίζονται τα παραστατικά που αντιστοιχούν στο κόστος αποκατάστασης των ζημιών, ε) δεν προσκομίζονται τα φορολογικά στοιχεία κτήσης (αγοράς εξοπλισμού κλπ.), στ) δεν προσκομίζεται το μητρώο παγίων της τράπεζας, προκειμένου να αποδειχθεί η αποσβεσθείσα και η υπολειμματική αξία κάθε παγίου και ιδίως του ATM και ζ) ότι πρέπει να εξαιρεθεί από τα επί μέρους ποσά που ζητεί η ενάγουσα ο Φ.Π.Α. των τιμολογίων των δαπανών αποκατάστασης, δεδομένου ότι ο εν λόγω φόρος βαρύνει τον καταναλωτή, χωρίς να αποτελεί κόστος για μία επιχείρηση, όπως η ασφαλισμένη τράπεζα.
Επειδή, οι αναταραχές που ξέσπασαν με αφορμή θανάσιμο τραυματισμό μαθητή από ειδικό φρουρό, στις 06.12.2008, στην περιοχή των Εξαρχείων και επεκτάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, ήταν, κατά τα κοινώς γνωστά, πρωτόγνωρες για τα πρόσφατα ελληνικά δεδομένα. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα επεισόδια κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 07.12.2008 έλαβαν χώρα σε συνέχεια του προαναφερόμενου γεγονότος (θανάσιμου τραυματισμού μαθητή από αστυνομικό όργανο) και ότι είχαν ήδη προηγηθεί έντονα επεισόδια κατά το προηγούμενο βράδυ (06.12.2008), ήταν σχεδόν βέβαιη η πρόκληση επεισοδίων μεγάλης έντασης. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν, όπως προκύπτει από τα μνημονευόμενα στη σκέψη 7 της παρούσας έγγραφα, η ΕΛ.ΑΣ. είχε λάβει αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι τα επεισόδια ήταν αναμενόμενα και κλιμακώθηκαν σταδιακά, ελλείπει το στοιχείο του αιφνιδιασμού της Ελληνικής Αστυνομίας. Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκομίζει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προκύπτει μεν ότι διατέθηκε μεγάλο μέρος των αστυνομικών δυνάμεων για την αστυνόμευση του κέντρου και της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών για τις εν λόγω κινητοποιήσεις και τα επεισόδια που επακολούθησαν, πλην δεν προκύπτει συγκεκριμένη και ειδική προετοιμασία, καθώς και συγκεκριμένος σχεδιασμός αστυνομικής επέμβασης για την αντιμετώπιση, αποτροπή ή περιορισμό των επεισοδίων, παρά μόνο η γενική εντολή για λήψη «έντονων» μέτρων ασφαλείας πέριξ του χώρου των συγκεντρώσεων, αποτροπή έκνομων ενεργειών και φρούρηση στόχων κυβερνητικού, διπλωματικού και αστυνομικού ενδιαφέροντος. Ειδικά δε για το σημείο όπου βρίσκεται το υποκατάστημα που υπέστη ζημίες από τα επεισόδια της 07.12.2008, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την αστυνόμευση της εν λόγω περιοχής του κέντρου της Αθήνας, η, έστω ατελέσφορη, προσπάθεια επέμβασης οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας για την αποτροπή της καταστροφής του, ούτε, ακόμη, προκύπτει ότι συνελήφθησαν άτομα πλησίον του υποκαταστήματος, παρόλο που αυτό βρισκόταν επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας ..., ήτοι σε πολύ κεντρικό σημείο της πόλης των Αθηνών και κοντά στην περιοχή των Εξαρχείων, επομένως σε περιοχή με πολύ αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης επεισοδίων με πρόκληση, μεταξύ άλλων, φθορών ιδιωτικών περιουσιών. Με τα δεδομένα αυτά, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου περί συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας ενόψει της απρόβλεπτης έντασης των επεισοδίων και της αντικειμενικής αδυναμίας των δυνάμεων της Ελληνικής Αστυνομίας να ευρίσκονται σε κάθε σημείο της πόλης, προκειμένου να προστατεύσουν τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, πρέπει ν απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, τα μέτρα που ελήφθησαν αποδείχθηκαν ανεπαρκή και αναποτελεσματικά, δεδομένου ότι δεν κατέστη εφικτό να προστατευθούν περιουσίες και ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων και το υποκατάστημα της ασφαλισμένης τράπεζας. Το ειδικότερο δε επιχείρημα του εναγομένου, ότι δόθηκε προτεραιότητα στην προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών, ήτοι σε δικαιώματα υπέρτερης αξίας από την ιδιωτική περιουσία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι προβάλλεται αορίστως και όχι σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιουσία η οποία επλήγη κατά τα ένδικα επεισόδια, ήτοι με τις φθορές που προκλήθηκαν στο υποκατάστημα της «... BANK». Τέλος, ο ισχυρισμός που προβάλλει το εναγόμενο ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Αστυνομίας να λαμβάνει τα κατάλληλα για κάθε περίσταση αστυνομικά μέτρα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, πέραν του ότι η προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών αποτελεί, λόγω της φύσης αυτών, δέσμια υποχρέωση των αστυνομικών αρχών, ειδικά όταν διαφαίνεται με βεβαιότητα η πρόκληση βλάβης σε αυτά (όπως εν προκειμένω), πάντως, σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα που λαμβάνει η Ελληνική Αστυνομία πρέπει να είναι ικανά, καθώς και αποτελεσματικά, ώστε να εκπληρώνεται το καθήκον της, δηλαδή η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και η προστασία των πολιτών και των δικαιωμάτων τους (πρβλ. ΣτΕ 4283/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι αστυνομικές δυνάμεις δεν έλαβαν εκείνα τα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα που επιβάλλονταν από τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, για την αποτελεσματική φύλαξη των ευρισκομένων στην επίμαχη περιοχή πολιτών και των περιουσιών τους, με συνέπεια να παραβιάζεται το κατά τις διατάξεις του ν. 2800/2000 επιβαλλόμενο καθήκον διασφάλισης της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, προστασίας των ατομικών ελευθεριών των πολιτών και τήρησης της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Η πλημμελής δε αυτή άσκηση των καθηκόντων των οργάνων του εναγομένου τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ήτοι, τις ζημίες που υπέστη το ένδικο υποκατάστημα (η ολική καταστροφή του οποίου προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας), έναντι των οποίων η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποχρεώθηκε (όπως αποδεικνύεται) να καταβάλει στην ασφαλισμένη της το συνολικό ποσό των * ευρώ και, για τον λόγο αυτό, θεμελιώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση της ενάγουσας.
Επειδή, περαιτέρω, οι ... εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης λαμβάνονται υπόψη, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, αντιθέτως με ό,τι προβάλλει το εναγόμενο, και εκτιμώνται ελεύθερα, σύμφωνα με τα άρθρα 168 και 148 του ΚΔιοικΔικ, αφού ήταν προγενέστερες της κρινόμενης αγωγής και δεν είχαν συνταχθεί ενόψει ή επ ευκαιρία της παρούσας δίκης (ΔΕφ.Αθ. 977/2016, πρβλ. ΣτΕ 1327/2012, 1349/2011). Επομένως, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) οι εν λόγω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης συντάχθηκαν προκειμένου να προσδιορισθεί το ύψος της ασφαλιστικής αποζημίωσης που η ίδια η ενάγουσα όφειλε να καταβάλει προς την ασφαλισμένη εταιρία της, βασίσθηκαν δε στις καταγραφές εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα κατά τις αυτοψίες που διενεργήθηκαν, όπως αυτές συνδυάσθηκαν με τα τιμολόγια κτήσης και παροχής υπηρεσιών, β) στις ανωτέρω εκθέσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στα στοιχεία της δικογραφίας, επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα όλων των κρίσιμων τιμολογίων κτήσης και παροχής υπηρεσιών, χωρίς να αμφισβητείται συγκεκριμένα από το εναγόμενο κάποιο ειδικότερο κονδύλι, γ) οι ζημίες που υπέστη το ένδικο υποκατάστημα εκτιμήθηκαν, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, στο συνολικό ποσό των * ενώ η ασφαλιστική αποζημίωση που καταβλήθηκε από την ενάγουσα περιορίσθηκε, βάσει των όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων (μεταξύ των οποίων συντελεστής παλαιότητας 30% για το δεύτερο προαναφερόμενο συμβόλαιο), στο συνολικό ποσό των *), καλύπτεται, συνεπώς, η αποσβεσθείσα αξία των παγίων λόγω παλαιότητας, δ) δεν αποτελεί προϋπόθεση επιδίκασης αποζημίωσης, κατ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, η προηγούμενη αποκατάσταση της ζημίας, δεν είναι, συνεπώς, αναγκαία η προσκόμιση φορολογικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτουν οι δαπάνες αποκατάστασης, ε) ο ισχυρισμός του εναγομένου περί μη συνυπολογισμού στην οφειλόμενη αποζημίωση του ποσού Φ.Π.Α. των προσκομιζόμενων τιμολογίων είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι, αφενός, η ασφαλισμένη τράπεζα κατέβαλε τις εν λόγω δαπάνες αποκατάστασης επιβαρυμένες με Φ.Π.Α., αφετέρου, η ενάγουσα συμπεριέλαβε τα εν λόγω ποσά Φ.Π.Α. στα καταβαλλόμενα προς αυτήν ποσά ασφαλιστικής αποζημίωσης και στ) η ένσταση του εναγομένου περί συντρέχοντος πταίσματος της ασφαλισμένης εταιρίας στην πρόκληση της ζημίας, λόγω έλλειψης μεταλλικών ρολών ασφαλείας, είναι απορριπτέα, διότι η επαρκής και αποτελεσματική αστυνόμευση συνιστά υποχρέωση του κράτους και όχι των ίδιων των πολιτών, οι τελευταίοι, δε, δεν υποχρεούνται, υποκαθιστάμενοι στις υποχρεώσεις του κράτους, να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα ιδιωτικής φύλαξης προκειμένου να προστατέψουν την περιουσία τους από επαπειλούμενες εγκληματικές ενέργειες, κρίνει ότι αποδεικνύεται πλήρως πως το ύψος της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα από τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου ανέρχεται στο (καταβληθέν στην ασφαλισμένη της) ποσό των * ευρώ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Το αίτημα, όμως, της ενάγουσας να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, προεχόντως διότι, μετά την τροπή του αιτήματος, η κρινόμενη αγωγή είναι, κατά τα προαναφερόμενα, αναγνωριστική και όχι καταψηφιστική, όπως απαιτείται, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 80 παρ. 3 και 199 παρ. 1 του ΚΔιοικΔικ σε συνδυασμό ερμηνευομένων.
Επειδή, κατ ακολουθία, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των * ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (ΑΕΔ 7/2011), δηλαδή από 21.10.2013 (βλ. την ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών...) και έως την πλήρη εξόφληση, με βάση το επιτόκιο που προβλέπεται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τις οφειλές του Δημοσίου (ΑΕΔ 25/2012). Τέλος, το εναγόμενο πρέπει, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔιοικ Δικ).
Δέχεται την αγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου