ΔΠρΑθηνών (Τριμελές) 8043/19 : - ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ - ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ - ΖΗΜΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ. Αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά άρθρο 105ΕισΝΑΚ, από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του. Περίπτωση ελλειπών μέτρων για τη φύλαξη πολιτών και περιουσιών, από τις αστυνομικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια επεισοδείων. Κρίση ότι τα επεισόδεια ήταν αναμενόμενα κι ως εκ τούτου ελλείπει το στοιχείο του αιφνιδιασμού των αστυνομικών δυνάμεων, που θα οδηγούσε στην απαλλαγή από την υποχρέωση προς αποζημίωση. Προκύπτει παράβαση του κατά τις διατάξεις του Ν. 2800/00 επιβαλλόμενου καθήκοντος διασφάλισης της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, προστασίας των ατομικών ελευθεριών των πολιτών και τήρησης της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Δεκτή η αγωγή
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 12ο - ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 8043/2019
Δικαστής : Κ. Τριανταφύλλου Πρόεδρος Πρωτοδικών
Μέλη : Α. Ζήκα, Χ. Παπαδοπούλου, Πρωτοδίκες
Εισηγήτρια : Α. Ζήκα, Πρωτοδίκης
Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ζητείται παραδεκτώς, κατόπιν τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το από 15.10.2018 κατατεθέν υπόμνημα, να αναγνωρισθεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, νομιμοτόκως από 08.12.2008 (επομένη της ημερομηνίας επέλευσης της ζημίας), άλλως από 24.07.2009 (επομένη της ημερομηνίας καταβολής του ασφαλίσματος), άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, το συνολικό ποσό των 131.313,12 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην ασφαλιστική αποζημίωση που αυτή κατέβαλε στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «...BANK Α.Ε.», προς κάλυψη υλικών ζημιών που προκλήθηκαν στο υποκατάστημα της τελευταίας επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ... στην Αθήνα, εξαιτίας παρανόμων παραλείψεων που αποδίδονται στα όργανα του εναγομένου και, ειδικότερα, εξαιτίας της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά τη διάρκεια επεισοδίων που έλαβαν χώρα στο κέντρο της Αθήνας στις 07.12.2008.
Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, π.δ. 456/1984, Α 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. [...]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΣτΕ 325/2017, 3539/2015, 3528/2007 κ.ά.). Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου, τηρούμενων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει, όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του νομικού αυτού προσώπου παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 325/2017, 3696/2015, 522-523/2014, 4133/2011 7/μελές κ.ά.). Ακόμη, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 2749/2017, 4420/2015, 3839/2012 7/μελές κ.ά.). Τέλος, σε περίπτωση που στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο υποχρεούται να αποκαταστήσει, μεταξύ άλλων, κάθε θετική ζημία από την ανωτέρω αιτία (ΣτΕ 3132/2013, 621/2007, 1732/2005 κ.ά.).
Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α 41) ορίζει στο άρθρο 8, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφαλείας [...] και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών [...] β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. [...] 3. Η άσκηση της Αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής σας αρχές β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές. γ. [...] 4. [...] 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων, β. [...]». Ενόψει του ότι οι ανωτέρω διατάξεις, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (Δ.Εφ.Αθ. 379/2015, πρβλ. ΣτΕ 1048/2016, 1364/2008, 648/ 2008, 28/2000). Δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης όταν πρόκειται περί ασυνήθων περιπτώσεων που υπερβαίνουν τις δυνατότητες της αστυνομικής δύναμης και ανάγονται έτσι στην έννοια της ανωτέρας βίας (ΣτΕ 1048/2016, 952/2010, 2741/2007), ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση αιφνιδιασμού της Αστυνομίας επί επεισοδίων, όταν αυτά είναι αναμενόμενα (βλ. ΣτΕ 952/2010).