Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

ΜΠρΑθ 268/19 : ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ


ΜΠρΑθ 268/19 : ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ. Η Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, που έχει εκδοθεί για απαίτηση υπαγόμενη στον Κανονισμό 1896/2006, κατά τη διαδικασία που ο Κανονισμός προβλέπει και έχει κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης, όπου δικαιούται να προβάλει αντιρρήσεις ο οφειλέτης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, δίχως να απαιτείται η κήρυξη αυτής εκτελεστής.Έτσι, ο αιτών απευθύνεται κατευθείαν στα όργανα εκτέλεσης της χώρας υποδοχής, ήτοι, στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής δικονομίας, στον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή. Εν προκειμενω, πρόκειται περί Ευρωπαϊκής Διαταγής Πληρωμής του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006, που κατέστη εκτελεστή στο κράτος προέλευσης (Ιταλία) και δεν χρειάζεται να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, διότι εκτελείται αμέσως. Απορρίπτει την αίτηση ως μη νόμιμη.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 268/2019

Δικαστής : Ευάγγελος Στασινόπουλος, Πρωτοδίκης


Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006: «Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής που κατέ­στη εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης, αναγνω­ρίζεται και εκτελείται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται αναγνώριση της εκτελεστότητάς της και χωρίς να είναι δυνατή η αμφισβήτηση της». Δυνάμει της δια­τάξεως αυτής, η Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, που έχει εκδοθεί για απαίτηση υπαγόμενη στον Κανονισμό 1896/2006, κατά τη διαδικασία που ο Κανονισμός προ­βλέπει και έχει κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης, όπου δικαιούται να προβάλει αντιρρήσεις ο οφειλέτης, αναγνωρίζεται και εκτελείται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, δίχως να απαιτείται η κήρυξη αυτής εκτελεστής. Για την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας δεν απαιτείται κήρυξη της εκτελεστότητας. Επομένως, δεν λαμβάνει χώρα περιαφή του εκτελεστήριου τύπου (ο οποίος αναπληρώνεται από την κήρυξη εκτελεστής της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής στη χώρα προέλευσής της) ούτε έκδοση απογράφου. Έτσι, ο αιτών απευθύνε­ται κατευθείαν στα όργανα εκτέλεσης της χώρας υποδο­χής, ήτοι, στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής δικονο­μίας, στον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή και προσκομίζει τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού έγγραφα, ήτοι αντίγραφο της ευρωπαϊκής διατα­γής πληρωμής και της κηρύξεως της εκτελεστότητάς της και, αν απαιτείται, μετάφρασή της στη γλώσσα του κρά­τους εκτέλεσης (Ευαγγελία Ποδηματά, Ευρωπαϊκή δια­ταγή πληρωμής κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, ΕΠολΔ 2009. 735, Στεφ. Πανταζόπουλος, Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, Ερμηνεία κατ άρθρο, έκδοση 2012, Στεφ. Καραμέρος, Ο Κανονισμός 1896/2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, ΕλλΔνη 49(2008). 339 επ.).
Η αιτούσα εταιρεία ζητεί να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα η με αριθ. ... Ευρωπαϊκή Διαταγή Πλη­ρωμής του Δικαστηρίου της πόλης Μόντσα της Ιτα­λίας, με αριθμό καταχώρισης στο ειδικό μητρώο ... και αριθμό καταλόγου ..., που έχει πλέον καταστεί αμε­τάκλητη και με την οποία έγινε δεκτή αίτησή της κατά της Ελληνίδας υπηκόου, εμπόρου που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής και η οποία διατάχθηκε να της κατα­βάλει (ήτοι στην αιτούσα εταιρεία) το συνολικό ποσό των 66.368,57 ευρώ, όπως περαιτέρω τούτο αναλύεται από την αιτούσα. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, αντικείμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις του Κανο­νισμού (ΕΚ) 1896/2006, ήτοι σε πηγή δευτερογενούς (παράγωγου) ευρωπαϊκού δικαίου με άμεση και γενική ισχύ σε κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης [βλ. π.χ. ΑΠ 1632/2017 ΕλλΔνη 59(2018). 740], επομέ­νως και στην Ελλάδα, καθόσον, όπως προκύπτει από την αίτηση και τις προτάσεις της αιτούσας, αλλά και από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η ένδικη με αριθ. ... Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής Δικαστηρίου της πόλης Μόντζα της Ιταλίας, που έχει εκδοθεί κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 (βλ. το με αριθμό ... πιστοποιητικό της Υπηρεσίας Γενικού Κατα­λόγου Υποθέσεων Αστικών Αντιδικιών του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) της Μόντζα, σε νόμιμη μετάφραση από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερι­κών και με επισημείωση «Apostille» της Σύμβασης της Χάγης), έχει κηρυχθεί εκτελεστή, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 του άνω Κανονισμού, από το ως άνω Δικαστή­ριο, δίχως να έχει ασκηθεί εναντίον της εμπροθέσμως ένδικο μέσο («αντιρρήσεις»), κατά τα προβλεπόμενα στον ίδιο Κανονισμό. Ήτοι, πρόκειται περί Ευρωπαϊκής Διαταγής Πληρωμής του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006, που κατέστη εκτελεστή στο κράτος προέλευσης (Ιταλία) και δεν χρειάζεται να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, διότι εκτελείται αμέσως, σύμ­φωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού, έχοντας την ίδια ισχύ με τους εκτελεστούς τίτλους των ημεδαπών Αρχών.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

ΜΠρΠειραιώς 722/19 : ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ. Κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπών αποφάσεων. Για να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου απαιτείται, πλην άλλων, και να μην είναι αντίθετη προς τη «δημόσια τάξη». Έννοια “δημόσιας τάξης”.


ΜΠρΠειραιώς 722/19 : ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ. Κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπών αποφάσεων. Για να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου απαιτείται, πλην άλλων, και να μην είναι αντίθετη προς τη «δημόσια τάξη».  Έννοια “δημόσιας τάξης”. Περίπτωση απόφασης δικαστηρίου αμερικανικής πολιτείας με την οποία επιδικάζεται, λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης, πέραν της πραγματικής ζημίας, και πρόσθετο χρηματικό ποσό, ως ιδιωτική υπέρ του δανειστή ποινή. Κρίση ότι ο θεσμός της τιμωρητικής αποζημίωσης δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη δημόσια τάξη με την προϋπόθεση όμως, ότι το ποσό το οποίο επιδικάζεται δεν είναι δυσανάλογα μεγάλο. Στην προκείμενη περίπτωση, η τιμωρητική αποζημίωση κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο εύλογη ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, που προκύπτουν από την αλλοδαπή απόφαση. Δεκτή η αίτηση.



ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 722/2019

Προεδρεύων: Σπ. Τουρναβίτης (Πάρεδρος Πρωτοδικείου)

[…Κατά το άρθρο 905 παρ. 3 σε συνδυασμό προς το άρθρο 323 παρ. 5 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου απαιτείται, πλην άλλων, και να μην είναι αντίθετη προς τη «δημόσια τάξη». Η δημόσια τάξη νοείται στις διατάξεις αυτές υπό την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ. Επομένως η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται, όταν, εξαιτίας του περιεχομένου της, η εκτέλεσή της θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα. Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση, που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση, ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται όμως να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ’ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα. Απόφαση δικαστηρίου αμερικανικής πολιτείας με την οποία επιδικάζεται, λόγω ενδοσυμβατικής ευθύνης, πέραν της πραγματικής ζημίας, και πρόσθετο χρηματικό ποσό, ως ιδιωτική υπέρ του δανειστή ποινή, βάσει διάταξης της πολιτείας, αυτής στην οποία προβλέπεται τέτοια κύρωση (punitive damages) εις βάρος του οφειλέτη, επειδή αυτός παραβίασε τη σύμβαση από πρόθεση (εσκεμμένα), δεν προσκρούει στην εγχώρια δημόσια τάξη και μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή. Διότι η αλλοδαπή αυτή διάταξη δεν αντίκειται, καθεαυτή, στις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις και επομένως από την εκτέλεση της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου, που την εφάρμοσε, δεν πρόκειται να διαταραχθεί ο επιτακτικός βιοτικός ρυθμός που κρατεί στη χώρα. Πράγματι, μολονότι στο ελληνικό δίκαιο η αποζημίωση έχει κατά κανόνα αμιγώς αποκαταστατικό χαρακτήρα, η επιδίκαση πρόσθετου χρηματικού ποσού πέραν της πραγματικής ζημίας, λόγω «ποινής», εις βάρος του κακόπιστου οφειλέτη, δεν απαγορεύεται γενικά. Ειδικότερα, επιτρέπεται η συνομολόγηση ποινής εις βάρος του οφειλέτη σε περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους του αθέτησης της σύμβασης (άρθρα 404 επ. ΑΚ), οπότε η ποινή καταπίπτει ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία, και πέραν αυτής (άρθρα 405 παρ. 2 και 407 εδ. α΄ ΑΚ). Δεν μπορεί άρα να θεωρηθεί αντίθετη προς τη δημόσια τάξη απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που επιδίκασε ποινή βάσει νομοθετικής, αντί συμβατικής, πρόβλεψης. Επιπλέον, στο ελληνικό δίκαιο δεν είναι άγνωστες περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νόμος προβλέπει προσαύξηση της αποζημίωσης πέρα από την πραγματική ζημία (βλ. ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 9 β του ν. 2251/1994 «προστασία των καταναλωτών», 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά το ν.δ. 3755/1957, 1 ν. 435/1976, 3 παρ. 4 ν. 1703/1987, 65 παρ. 2 επ. ν. 2121/1993 κ.α.). Η προσαύξηση όμως της πραγματικής ζημίας με «ποινική» κύρωση υπέρ του δανειστή δεν είναι ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη όταν είναι υπέρμετρη, όταν δηλαδή ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, που προκύπτουν από την αλλοδαπή απόφαση και ανάγονται στο είδος και στη σημασία της αθέτησης από τον οφειλέτη, στο βαθμό και στο μέγεθος της υπαιτιότητάς του, στα συμφέροντα του δανειστή, τα οποία προσβλήθηκαν ή διακυβεύονται, στην ηθική και οικονομική κατάσταση των μερών και στις ειδικές περιστάσεις, εμφανίζεται ως δυσαναλόγως μεγάλη. Το ότι μια τέτοια δυσαναλογία αντίκειται στις θεμελιώδεις ηθικές, κοινωνικές και δικαιικές αντιλήψεις που κρατούν στην Ελλάδα, επιβεβαιώνεται από τη διάταξη του άρθρου 409 του ΑΚ, η οποία προβλέπει τη δικαστική μείωση στο «προσήκον μέτρο» της δυσαναλόγως μεγάλης (υπέρμετρης) ιδιωτικής ποινής που είχε συμφωνηθεί από τα μέρη. Η διάταξη του άρθρου αυτού είναι εντόνως δημόσιας τάξης, αφού απαγορεύει κάθε αντίθετη συμφωνία και, επιπλέον, είχε επιτακτικώς αναδρομική δύναμη (άρθρο 26 ΕισΝΑΚ). Αποτελεί δε η διάταξη αυτή ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της απαγόρευσης κάθε προφανούς, κατά την άσκηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, υπέρβασης των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (άρθρο 281). Επομένως πρέπει να αποκρούεται η εκτέλεση στην Ελλάδα απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία, στα πλαίσια ενδοσυμβατικής ευθύνης, επιδικάζεται, πέρα από την πραγματική ζημία, χρηματική κύρωση, ως ιδιωτική ποινή υπέρ του δανειστή, εφόσον στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, η ποινή αυτή είναι, βάσει των κριτηρίων που αναφέρθηκαν παραπάνω, υπέρμετρη. Διότι κατά τούτο η εκτέλεση της απόφασης αυτής θα αντέβαινε στην ελληνική δημόσια τάξη. Οφείλει άρα το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του σχετικά με την αντίθεση ή μη της αλλοδαπής απόφασης, που επιδικάζει τέτοια «ποινή», προς την εγχώρια δημόσια τάξη, να αξιολογήσει την αλλοδαπή αυτή απόφαση από την άποψη του υπέρμετρου της ποινής που επιδικάζει (ΟλΑΠ 17/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). […]
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα-αιτούσα, μεταξύ των οποίων περιέχονται και τα έγγραφα τα οποία η τελευταία προσκομίζει σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία με την επωνυμία «Τ…», που υποκαταστάθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης από την αιτούσα-καλούσα, άσκησε την από 20-12-2013 αγωγή κατά: α) της εταιρίας με την επωνυμία «Ν…», η οποία έχει τύποις καταστατική έδρα στο Χάμιλντον Βερμούδων και πραγματική έδρα και διοίκηση στον Πειραιά Αττικής ([…]), β) του Μ. Ζ. του Σ., […], ως εκ της εργασίας του και της ιδιότητάς του ως διαχειριστή και πραγματικού ιδιοκτήτη της ως άνω εταιρίας, γ) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «New…» με καταστατική έδρα στην Πολιτεία Ντελαγουέρ (Delaware) των ΗΠΑ, δ) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «New… (US)» με καταστατική έδρα στην Πολιτεία Ντελαγουέρ (Delaware) των ΗΠΑ και ε) του Γ. Μ. […], κατοίκου Βόρειας Καρολίνας ΗΠΑ. 

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Εγκύκλιος της ΑΑΔΕ για το άρθρο 469 του νέου ΠΚ σχετικά με το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, του άρθρου 25 του Ν.1882/1990


Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ' αριθμ. Ε. 2125/3-7-2019 Εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, με το οποίο επέρχονται σημαντικές τροποποιήσεις στο άρθρο 25 του Ν.1882/1990, που προβλέπει το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο της άσκησης "διπλών" ποινικών διώξεων σε βάρος φορολογουμένων, αφού η μη καταβολή των παρακρατούμενων και αποδιδόμενων στο Δημόσιο φόρων, τελών και εισφορών – ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος, φόρος κύκλου εργασιών, φόρος ασφαλίστρων κ.λ.π., για την οποία προβλέπει ειδικό ποινικό αδίκημα το άρθρο 66 του Ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) –, θεωρούνταν παράλληλα και ως αυτοτελές και ανεξάρτητο αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, με αποτέλεσμα, τα ίδια ποσά να περιλαμβάνονται στους πίνακες χρεών που συνέτασαν οι Προϊστάμενοι των ΔΟΥ και ακολουθούσαν τις μηνυτήριες αναφορές τους και έτσι επιβάλλονταν δύο ποινές στον φορολογούμενο, καθώς και ο Άρειος Πάγος με την πιο πρόσφατη νομολογία του έκρινε ότι τα ποσά των παρακρατούμενων φόρων μπορούσαν να συμπεριληφθούν εκ νέου σε πίνακες χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25 του Ν.1882/1990 (αληθής και όχι φαινομενική συρροή), με συνέπεια την διπλή ουσιαστικά καταδίκη του φορολογουμένου για τα ίδια ποσά οφειλών.
Ειδικότερα και σύμφωνα με την ως άνω εγκύκλιο της ΑΑΔΕ προβλέπονται τα εξής: 
Με τη διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, που προβλέπουν το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους και ειδικότερα προστέθηκε νέο εδάφιο γ στην παράγραφο 1 αυτού .
Οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται ήδη από την 1/7/2019 και λόγω της αναδρομικής ισχύος της επιεικέστερης διάταξης του ποινικού νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς στο ποινικό ακροατήριο υποθέσεις του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 .
Συγκεκριμένα:
  • Επαναρρύθμιση ποινικού αδικήματος.
Με τη διάταξη του άρθρου 469ΠΚ επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο  από την διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 ποινικό αδίκημα, της μη καταβολής βεβαιωμένων στην Φορολογική Διοίκηση χρεών προς; το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα, ρητώς ορίζεται ότι, στις νέες αιτήσεις και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι ακόλουθες οφειλές:
Α) Χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών, που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις.
Τούτο διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον, ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο, μαζί με την χρηματική ποινή ορίζει και ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή .
Β) Χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν.4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.
Τούτο διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης (τόσα κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, όσο και του άρθρου 66 του Ν.4174/2013) αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων και ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν, ή το επιδιωχθέν προϊόν αυτών αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, δεδομένου ότι, η μη καταβολή αυτών τυποποιείται πλέον ποινικά, από το άρθρο 66 του Ν.4174/2013, ήτοι από τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας .
Σχετικές οδηγίες, αναφορικά με τα εγκλήματα φοροδιαφυγής των άρθρων 66-71 του Ν.4174/2013, καθώς με τον τρόπο υποβολής των μηνυτήριων αναφορών για τα ως άνω εγκλήματα έχουν δοθεί με τις ΠΟΛ 1142/2016, ΠΟΛ 1209/2017 και Ε.2045/2019.
Κατόπιν των ανωτέρω επισημαίνεται ότι, για τις εκκρεμείς στο ακροατήριο υποθέσεις, μετά από αίτηση ποινικής δίωξης για συνολικό ποσό οφειλών άνω των εκατό (100.000) χιλιάδων Ευρώ, οι βεβαιώσεις περί της εξέλιξης των οφειλών επιβάλλεται να περιέχουν ρητή αναφορά για το ύψος των ως άνω επιμέρους χρεών του οικείου πίνακα, καθώς επίσης και του εναπομείναντος υπολοίπου ποσού, μετά την αφαίρεση  τους. Ομοίως, για τις νέες αιτήσεις ποινικής δίωξης που υποβάλλονται για τις περιπτώσεις τέλεσης του ποινικού αδικήματος του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, οι οφειλές των ανωτέρω περιπτώσεων α) και β) θα πρέπει να εξαιρούνται από τον πίνακα χρεών.
Ο εντοπισμός των ανωτέρω περιπτώσεων, προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, αλλά και προς αποφυγή υπηρεσιακής δυσλειτουργίας των εμπλεκομένων Αρχών, θα πρέπει να διενεργείται κατόπιν σχετικής έρευνας και συνεργασίας των Τμημάτων Ελέγχου και Δικαστική; Νομικής Υποστήριξης των Υπηρεσιών της Φορολογικής Διοίκησης. Ειδικότερα, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος και προσυπογραφή από το Τμήμα Ελέγχου για την προηγούμενη υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, κατά το άρθρο 66 του Ν.4174/2013, για τις συγκεκριμένες πράξεις, από τις οποίες προέρχονται τα χρέη και σε βάρος του ίδιου προσώπου, που έχει διωχθεί ποινικά, ή επίκειται η δίωξη του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.1992/1990, για τις περαιτέρω άμεσες ενέργειες του Τμήματος Δικαστικού της Νομικής Υποστήριξης, προς τις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές, περί της εφαρμογής, ή μη, της ανωτέρω διάταξης.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, η υποχρέωση για την άμεση και ταυτόχρονα με την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς, ηλεκτρονική καταχώριση στο σύστημα Ο.Π.Σ.ELENXIS των στοιχείων των μηνυτήριων αναφορών του Ν.4174/2013, σύμφωνα με το ΔΕΛ.Β.1109213 ΕΞ 2016/18-7-2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Ελέγχων και τις οδηγίες καταχώρισης, που έχουν αναρτηθεί στη σχετική ιστοσελίδα.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Σχόλιο στην υπ’ αριθμ. 130/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Ναυπλίου* (Aπαλλακτική απόφαση για δημάρχους και μέλη επιτροπής παραλαβής δημοτικών έργων ελλείψει ζημίας) [Αντώνης Ν. Πεπελάσης Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, Μέλος ΕΕΠ]




1. Με πρόσφατη, ήδη αμετάκλητη, απόφαση του (130/2018), το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου δέχτηκε τον (αμέσως κατωτέρω αναπτυσσόμενο) σχετικό υπερασπιστικό ισχυρισμό των εκεί κατηγορουμένων και κήρυξε αυτούς αθώους των αποδοθεισών σε αυτούς (κακουργηματικών) κατηγοριών της απιστίας (390 ΠΚ) και της ψευδούς βεβαίωσης (242 ΠΚ).

2. Συγκεκριμένα, ως προς την αποδιδόμενη, βάσει του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατηγορία, ότι οι μεν δήμαρχοι υπέγραψαν εντάλματα πληρωμής δημοτικών έργων που δεν είχαν εκτελεστεί είτε καθόλου είτε σύμφωνα με τις αντίστοιχες τεχνικές περιγραφές, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό αντίστοιχη ζημία στη δημοτική περιουσία (κακουργηματική απιστία), τα δε μέλη της επιτροπής παραλαβής των έργων αυτών (δημοτικοί σύμβουλοι), ότι ψευδώς βεβαίωσαν την καλή εκτέλεση αυτών υπογράφοντας τις σχετικές βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης και παραλαβής αυτών (κακουργηματική ψευδής βεβαίωση), προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι: ουδεμία ζημία, προκλήθηκε πολλώ μάλλον εν γνώσει και δόλια, στη δημοτική περιουσία του Δήμου, καθώς η πλειοψηφία των ένδικων έργων εκτελέσθηκε κανονικά, βάσει των αποφάσεων της Δημαρχιακής Επιτροπής, των τεχνικών περιγραφών και των συνταχθέντων ιδιωτικών συμφωνητικών, το δε κόστος τους αντιστοιχούσε στο προϋπολογισθέν κόστος, όσο δε άφορα τις υπόλοιπες περιπτώσεις έργων, κατά τις οποίες, λόγω έκτακτων αναγκών ή νέων δεδομένων που προέκυπταν στην πορεία, υπήρξαν αλλαγές είτε στον τρόπο εκτέλεσής τους, με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών εν τέλει υλικών, είτε ακόμη και στο ίδιο το έργο, με την εκτέλεση τελείως διαφορετικών εργασιών, και σε αυτές τις περιπτώσεις, τα έργα που εκτελέσθηκαν ήταν τουλάχιστον ίσης αξίας με τα προϋπολογισθέντα, ώστε ομοίως να μην δύναται να στοιχειοθετηθεί τυχόν ζημία της δημοτικής περιουσίας.

3. Ειδικότερα, στο μεν νομικό μέρος της απόφασης (με παραπομπές σε νομολογία και βιβλιογραφία), αναλύονται τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της απιστίας και δη οι έννοιες:
(α) του εγκλήματος της απιστίας, ως εγκλήματος ουσιαστικού και όχι πλουτισμού, αφού απαιτεί απλή πρόκληση βλάβης ξένης περιουσίας χωρίς σκοπό νοσφίσεως,
(β) του προστατευόμενου έννομου αγαθού, που είναι και η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και παθόντος,
(γ) της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που συνίσταται (κρατούσα θεωρία της καταχρήσεως) σε οποιαδήποτε, κατά την επιμέλεια ή διαχείριση της ξένης περιουσίας (είτε στο σύνολο είτε μερικά είτε σε ορισμένη πράξη επιμελείας ή διαχείρισης) εκ προθέσεως ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) άνευ σκοπού νοσφισμού, συνεπαγομένη ζημία στη ξένη περιουσία, η οποία (ενέργεια) πρέπει να τελεσθεί δυνάμει της σχέσεως της εξουσιοδοτήσεως σε προστασία της αλλότριας περιουσίας και να εμφανίζεται ως δικαιοπρακτική και εξωτερική
(δ) των ορίων της επιμελούς και χρηστής διαχείρισης,
(ε) της υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής του 390 ΠΚ, κάθε ζημιογόνας συμπεριφορά που δεν υπάγεται στο άρθρο 256 ΠΚ,
(στ) της αιτιώδους συνάφειας (κινδύνου) μεταξύ της παράβασης των κανόνων επιμελούς διαχείρισης και της ζημίας, καθώς η ζημία θα πρέπει να είναι πραγμάτωση εκείνου ακριβώς του κινδύνου που έθεσε ο δράστης, όταν εν γνώσει του παρέβη τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης, αλλιώς (πραγμάτωση άλλου κινδύνου), δεν στοιχειοθετείται απιστία, έστω και αν συντρέχουν όλα τα στοιχεία της και
(ζ) της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, που με την νέα μορφή που προσέλαβε η διάταξη, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 36 § 2 του Ν 2172/1993 και στην οποία γίνεται χρήση της λέξης «με γνώση» (ενώ υπό την αρχική διατύπωση οριζόταν «όποιος με πρόθεση ζημιώνει»), δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος αλλά απαιτείται άμεσος δόλος, δηλαδή γνώση από τον υπαίτιο ότι η επιχειρούμενη ενέργεια είναι επιζήμια για τα ξένα συμφέροντα, τα οποία διαχειρίζεται ή επιμελείται και θέληση αυτού να ζημιώσει τη ξένη περιουσία.
Το «εν γνώσει» σημαίνει ότι τυχόν αμφιβολία του ως προς την πρόκληση με την ενέργειά του ζημίας, αποκλείει τον άμεσο δόλο, που απαιτείται κατά τα παραπάνω για τη θεμελίωση της υποστάσεως του εγκλήματος αυτού.

4. Στο δε ουσιαστικό μέρος η απόφαση, μετά από λεπτομερή και περιπτωσιολογική αναφορά ανά έργο και αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού [και των καταθέσεων των μαρτύρων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι οποίοι κατέθεσαν ως προς τα έργα που δεν είχαν ολοκληρωθεί (εν μέρει εκτέλεση) ότι έγιναν εργασίες σε άλλα έργα που κρίθηκε από τους δύο πρώτους κατηγορούμενους (σ.σ. δημάρχους), κατόπιν αιτημάτων των ενδιαφερομένων κατοίκων, ότι ήταν επείγοντα και είχαν απόλυτη προτεραιότητα] κατέληξε ότι ακόμη και στην περίπτωση που πράγματι:
(α) κάποια εκ των ένδικων δημοτικών έργων είχαν εκτελεστεί με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που προβλεπόταν στις αντίστοιχες τεχνικές περιγραφές του έργου,
(β) είχαν εκτελεστεί αντ’ αυτών άλλα έργα επείγοντος χαρακτήρα και φύσης κατόπιν σχετικής συνεννόησης με τα αρμόδια τοπικά όργανα και φορείς, εφόσον η αξία τους είναι αντίστοιχη, δεν στοιχειοθετούνται (αφενός αντικειμενικώς, ελλείψει ζημίας του Δήμου, αφετέρου υποκειμενικώς, ελλείψει δόλου) ούτε το αδίκημα της απιστίας για τους εκάστοτε δημάρχους που υπέγραψαν τα εντάλματα πληρωμής των έργων, ούτε το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης για τα μέλη της επιτροπής παραλαβής των έργων.
Ειδικότερα αναφέρεται ότι, το γεγονός ότι δεν ολοκληρώθηκαν κάποια έργα, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, πλην όμως δόθηκε προτεραιότητα και εκτελέστηκαν άλλα έργα επείγοντα σύμφωνα με τις ανάγκες και τα αιτήματα των κατοίκων και συνεπώς τα χρήματα του αρχικού προϋπολογισμού δαπανήθηκαν για την εκτέλεση των έργων επειγούσης φύσεως, όπως ήδη αναφέρεται, δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος δήμαρχος τέλεσε το αδίκημα της απιστίας κατ' εξακολούθηση με ζημία άνω των 30.000 ευρώ, σύμφωνα με την ποινική δίωξη, ούτε βέβαια ότι, οι κατηγορούμενοι, μέλη της επιτροπής παραλαβής, τέλεσαν το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση σε κακουργηματική μορφή, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα. Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι αθώοι για τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις.

5. Ένα επιπλέον ενδιαφέρον νομικό ζήτημα που τέθηκε ως αυτοτελής ισχυρισμός υπόψη του ανωτέρω δικαστηρίου είναι αυτό της μετατροπής της κατηγορίας από κακουργηματική απιστία του 390 ΠΚ σε πλημμεληματική απιστία του 256 ΠΚ, καθώς η φερόμενη ζημία ήταν άνω των 30.000 € μικρότερη όμως των 120.000 € και δεν υπήρχε καμία αναφορά (ούτε εκ πλαγίου) σε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε ότι η αποδιδόμενη κατηγορία λόγω της ιδιότητας του κατηγορούμενου ως Δημάρχου και σε σχέση με πληρωμή δημοτικών έργων, σε κάθε περίπτωση υπάγεται στο άρθρο 256 ΠΚ και επομένως θα έπρεπε (για να στοιχειοθετηθεί η κακουργηματική περίπτωση αυτού) να αναφέρονται ή/και περιγράφονται ή/και γίνεται έστω μνεία τυχών ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, τα οποία τάχα αυτός να μεταχειρίστηκε, ώστε να πληρείται η σωρευτική προϋπόθεση, η οποία τίθεται στην περίπτωση κατά την οποία η επελθούσα ζημία ξεπερνάει το ποσό των 30.000 €, δεν ξεπερνάει όμως το ποσό των 120.000 €.
Η μεν απόφαση κατά πλειοψηφία, εμμέσως απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με τις αναφορές στο νομικό της μέρος περί της έννοιας της απιστίας του 390 ΠΚ και ούτως ή άλλως με την απαλλακτική της κρίση παρήλκε η περαιτέρω ενασχόληση, ωστόσο ένα μέρος του Δικαστηρίου είχε την άποψη ότι έπρεπε το Δικαστήριο να αχθεί σε καταδικαστική κρίση και μάλιστα κατ΄ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας σε απιστία στην υπηρεσία, με το σκεπτικό ότι αυτή (η μεταβολή) είναι επιτρεπτή καθώς δεν πρόκειται για διάφορη κατά χρόνο, τόπο και ιστορικές περιστάσεις πράξη, τα δε ιδιαίτερα τεχνάσματα (σ.σ. προφανώς εννοεί συμπερασματικά) ενυπάρχουν και προσδιορίζονται στο παραπεμπτικό βούλευμα άμεσα συνδεόμενα με τα εντάλματα πληρωμής που (σ.σ. οι Δήμαρχοι) υπέγραψαν.

Δείτε την απόφαση εδώ : ΤριμΕφΝαυπ_130_2018

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

ΠρΧαλκίδας (ΔιοικΟλ) 2/19 : ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ - Ν.4335/15. Ζητήματα που γεννήθηκαν με τη νέα τακτική διαδικασία του Ν.4335/15, για τον τρόπο επανάληψης της συζήτησης μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης. Πόρισμα της Ολομέλειας των Δικαστών του Πρωτοδικείου Χαλκίδας στην περίπτωση έκδοσης μη οριστικής απόφασης και επανάληψης της συζήτησης ή επαναφοράς της αγωγής προς συζήτηση, κατά τα άρθρα 237, 249, 250 και 254 του ΚΠολΔ.




ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ)
ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2019

Αποτελούμενο από τους Δικαστές: 1) .................
Συνήλθε στο Κατάστημα του Πρωτοδικείου Χαλκί­δας την 17η Ιανουαρίου 2019, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10.30 με την παρουσία του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας .............., του κ. Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκίδας Δημητρίου Γκίκα και του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Γραμματείας του Πρω­τοδικείου Χαλκίδας Μιλτιάδη Ψυλλάκη, προκειμένου (κατ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 4 του Κώδικα Οργα­νισμού Δικαστηρίων) να ανταλλάξουν τα μέλη της από­ψεις στο νομικό ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ., στις περιπτώσεις εφαρμογής των άρθρων 237 και 238 του ιδίου Κώδικα και συγκεκριμένα: Με ποιόν τρόπο επαναλαμβάνεται η συζήτηση μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης με την νέα τακτική διαδικα­σία; Με κατάθεση κλήσης ακολουθώντας εκ νέου την κατάθεση προτάσεων - προσθήκης (άρθρων 237 και 238) και στη συνέχεια προσδιορισμό δικασίμου; Ή με κατάθεση κλήσης με απευθείας προσδιορισμό δικα­σίμου από την Γραμματεία, με εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 254 του Κ.Πολ.Δ. και αν ναι, θα ισχύει προθε­σμία προσθήκης - αντίκρουσης μετά την επαναλαμβα­νόμενη συζήτηση και ποιά;
Αφού διαπιστώθηκε ότι υπάρχει η νόμιμη απαρτία (15 παρόντες, 4 απόντες: ...................).
Στη συνέχεια άκουσε τον κ. ΔΓ, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκίδας ο οποίος ανέπτυξε τις απόψεις του ως εξής:
«Με τον ν. 4335/2015 επιχειρήθηκε η εισαγωγή ενός δικονομικού συστήματος δίκης κατά την τακτική διαδικα­σία, προκειμένου να αξιοποιηθεί το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί αμέσως μετά την άσκηση της αγωγής.
Γίνεται αντιληπτό ότι το νέο σύστημα δίνει προτεραιό­τητα στην έγγραφη διαδικασία έναντι της προφορικής, σε ό,τι αφορά δε την εμμάρτυρη απόδειξη, αυτή επί της αρχής συνεχίζει να διεξάγεται, όταν και εφόσον κρίνεται απαραίτητο. Προκρίνεται, συνεπώς, η γραπτή διεξαγωγή δίκης, με το προβάδισμα να δίδεται πλέον στις ένορ­κες βεβαιώσεις, εκτός και αν κριθεί αναγκαία η εξέταση μάρτυρα στο ακροατήριο, οπότε με πράξη ή με απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 6 και 254 του Κ.Πολ.Δ., τέτοια εξέταση μαρτύρων καθίσταται δυνατή (ορ. Π.Πρ.Θεσ. 12935/2017 ΤΝΠ-Νόμος).
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4335/2015, οι προαναφερθείσες τροποποιήσεις του άρθρου 254 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. έγιναν «ώστε να καθίσταται δυνατή κατά την τακτική διαδικασία των άρθρων και 238 Κ.Πολ.Δ., όπου η συζήτηση στο ακροατήριο είναι τυπική, η εξέταση των διαδίκων ή η διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμο­σύνης, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από το δικαστή­ριο. Σε συμπλήρωση της ρύθμισης αυτής και με σκοπό την οικονομία της δίκης προστέθηκε νέο τέταρτο εδάφιο στην ίδια παράγραφο, ώστε σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο από το δικαστήριο και να καταφύγει σε κάποιο από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αλλά και να εξε­τάσει μάρτυρα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 237 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ., να το πράξει αυτό "uno actu" με την απόφαση για την επανάληψη της συζήτησης και να μην απαιτείται ξεχωριστή διάταξη του δικαστή» (Βλ. ΑιτΕκθ ν. 4335/2015 στοιχ. Γ II13 (άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ.), επίσης ΑιτΕκθ ν. 4335/2015 στοιχείο ΓII11 (άρθρα 237 και 238 Κ.Πολ.Δ.), όπου σημειώνεται ότι «δεν αποκλείεται η επα­νάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 254, η οποία μπορεί να έχει και ως αντικεί­μενο τη διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων και ενδεχομένως, μαζί με αυτά, την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο»).
Ουσιαστικά, ο νομοθέτης του 4335/2015, στο πλαί­σιο της πλήρους αλλαγής της δίκης της τακτικής διαδικα­σίας, προέβλεψε ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 Κ.Πολ.Δ., με την απόφαση για την επανάληψη της συζήτησης, δηλαδή όταν η ανάγκη αυτή ανακύπτει και μεταγενέστερα, υπό τα νέα δεδομένα μπορεί, επιπλέον, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο, να διαταχθεί και η εξέταση ενός μάρ­τυρα από κάθε πλευρά κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Ειδικά, δηλαδή, στη δίκη της τακτικής διαδι­κασίας, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ. επεκτάθηκε με τον ν. 4335/2015, καθώς με την ίδια απόφαση για την επανάληψη της συζήτησης μπορεί, επιπλέον, αν κριθεί αναγκαίο και για λόγους οικονομίας της δίκης, να διαταχθεί και η εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε πλευρά, ώστε να μη χρειάζεται ξεχω­ριστή διάταξη κατά το άρθρο 237 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ.
Συνεπώς, ο νομοθέτης, με σκοπό την επιτάχυνση, προέβλεψε ότι με την ίδια απόφαση διατάσσεται τόσο η επανάληψη του άρθρου 237 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ., όσο και εκείνη του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ., ώστε η εξέταση μαρτύρων να διεξαχθεί σε μία επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Στην τελευταία αυτή μορφή επαναλήψεως της συζήτησης, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, οι διάδικοι κλητεύονται τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από αυτήν.
Από τη σύγκριση των δύο διατάξεων, ήτοι του νέου άρθρου 237 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. (αφενός) και του τροποποιηθέ­ντος 254 Κ.Πολ.Δ. (αφετέρου), διαπιστώνεται ότι καθιερώ­θηκαν δύο διακριτές μεταξύ τους μορφές επανάληψης της συζήτησης. Ειδικότερα, από τη μια πλευρά, καθιε­ρώθηκε η δυνατότητα επανάληψης της συζήτησης κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ., η οποία διατάσ­σεται με απλή πράξη (διάταξη) του προέδρου επί πολυ­μελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, που κατα­χωρίζεται σε οικείο βιβλίο του δικαστηρίου και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και σκοπό έχει μόνο την εξέταση μαρτύρων. Ταυτόχρονα, όμως, από την άλλη πλευρά, προβλέφθηκε και η δυνατότητα επανάληψης της συζήτησης κατά τη διάταξη του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ., η οποία διατάσσεται με μη οριστική απόφαση του δικά­ζοντος δικαστηρίου, προκειμένου να διαταχθεί αυτο­ψία, πραγματογνωμοσύνη ή εξέταση των διαδίκων στο ακροατήριο και η οποία μπορεί να συνδυαστεί και με εξέταση μαρτύρων.
Ωστόσο, η σχέση των νέων άρθρων 237 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. και 254 Κ.Πολ.Δ., που αμφότερες ρυθμίζουν την επανάληψη της συζήτησης, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, φαίνεται προβληματική.
Η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ. ως προς την εξέταση μαρτύρων στην τακτική διαδικασία δεν αποκλείεται από εκείνη του άρθρου 237 του ίδιου κώδικα, αλλά προϋποθέτει ότι με την εκδιδόμενη μη οριστική απόφαση διατάσσεται επίσης, δηλαδή πέραν της εξέτα­σης των μαρτύρων στο ακροατήριο, η διενέργεια έτερης αναγκαίας διαδικαστικής πράξης, ώστε, ένεκα της αρχής της οικονομίας της δίκης, να γίνονται uno actu και να μην απαιτείται η έκδοση της προπεριγραφείσας διάταξης από τον πρόεδρο της πολυμελούς σύνθεσης ή το δικαστή του μονομελούς δικαστηρίου. Στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ., προβλέπεται ότι στην επαναλαμβα­νόμενη συζήτηση, η οποία προσδιορίζεται το συντομό­τερο εφικτό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν απ αυτήν και η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή ή, σε περίπτωση πολυμελούς δικαστηρίου, την αυτή σύνθεση, εκτός αν κάτι τέτοιο τυγχάνει, εξαιτίας φυσικών ή νομικών λόγων, αδύνατο.