H ανάπτυξη της πληροφορικής από
τη δεκαετία του ’80, η εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών, η δημιουργία εθνικών και
παγκοσμίων δικτύων, κατέστησε την πληροφορική τεχνολογία προσιτή, εκτός από τα
προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και στις ευρύτερες μάζες πληθυσμού
(εκδημοκρατισμός του διαδικτύου) και δημιούργησε ευκαιρίες τέλεσης πληροφορικών
εγκλημάτων όχι μόνο σε ειδικούς πληροφορικής, αλλά και σε απλούς χρήστες των
τεχνολογιών και εργαζόμενους στο πλαίσιο της νόμιμης απασχόλησης τους. Ως εκ
τούτου εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερη μορφή οικονομικού εγκλήματος
που προσδιορίζεται από τα μέσα τέλεσης ή και από το αντικείμενο της αξιόποινης
πράξης που αποτελεί το ηλεκτρονικο-οικονομικό έγκλημα. Η επέμβαση τρίτου σε
ηλεκτρονικό υπολογιστή που έχει ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων και την προσβολή
οικονομικών έννομων αγαθών συνιστά το ηλεκτρονικο-οικονομικό έγκλημα.
Τέτοια εγκλήματα είναι οι
διάφορες εμπορικές απάτες μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και του ίντερνετ, η μη
εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, η βιομηχανική κατασκοπεία, οι πυραμίδες, οι
επενδυτικές απάτες, η χειραγώγηση των τιμών μετοχών του χρηματιστηρίου[1], οι
απάτες με πιστωτικές κάρτες, η παράνομη μεταφορά κεφαλαίων από ηλεκτρονικούς
τραπεζικούς λογαριασμούς, οι παραβιάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, το ξέπλυμα
μαύρου χρήματος στο διαδίκτυο κλπ.
Ο Ν. Κουράκης περιλαμβάνει το
ηλεκτρονικό έγκλημα και το έγκλημα στο διαδίκτυο στο φάσμα του οικονομικού
εγκλήματος ανάμεσα σε εγκλήματα όπως οι τελωνειακές απάτες, η φοροδιαφυγή, οι
απάτες, οι απάτες στο χρηματιστήριο, η μόλυνση του περιβάλλοντος, το εμπόριο
προσωπικών δεδομένων κλπ.[2]
Σύμφωνα με ειδικούς, που
χρησιμοποιούν στρατηγικές πρόληψης του εγκλήματος στο πλαίσιο των προσεγγίσεων
των «εγκληματικών ευκαιριών», για να τελεστεί ένα έγκλημα απαιτείται η συνέργια
τριών παραγόντων.
Το πρώτο στοιχείο είναι το κίνητρο, το τι ωθεί
κάποιον σε τέλεση του εγκλήματος, παραβίαση κλπ. Το δεύτερο είναι τα διαθέσιμα
μέσα, τα εργαλεία για την τέλεση και το τρίτο είναι η κατάλληλη ευκαιρία η
οποία συνίσταται στην εύρεση του ελκυστικού στόχου που διαθέτει κάποιο κενό
ασφαλείας, εγγύτητα στον δράστη, αξία, ευκολία απόκτησης, μεταφερσιμότητα.[3]
H διάπραξη των εγκλημάτων, εκτός
από το κίνητρο του εγκληματία, διευκολύνεται και από τις ευκαιρίες που μπορεί
να παρέχει ένα περιβάλλον. Πολλά από τα εγκλήματα, μεταξύ αυτών και τα μη βίαια
οικονομικά και ηλεκτρονικά εγκλήματα, τελούνται λόγω της ύπαρξης των κατάλληλων
ευκαιριών που παρουσιάζονται όταν ένας πρόθυμος δράστης με κίνητρο συναντήσει
σε χώρο και χρόνο ένα κατάλληλο στόχο και αποφασίζει να τον «πλήξει» στο
πλαίσιο των, κατά τα άλλα νόμιμων, συνηθισμένων δραστηριοτήτων της
επαγγελματικής ή μη απασχόλησης του. Τα στοιχεία αυτά που είναι παρόντα και
κατά την τέλεση του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος εξετάζονται παρακάτω.
Στο πλαίσιο αυτό ο σκοπός του
παρόντος είναι η εξέταση του ρόλου των κινήτρων και των ευκαιριών για τη
διαμόρφωση του εγκληματικού προτύπου του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος.
1. Θεωρητική προσέγγιση
Κατά τη δεκαετία του ’60
διατυπώθηκαν θεωρίες όπως αυτή «των ευκαιριών» (opportunity theory) από τους R.
Cloward και L. Ohlin η οποία έχει ως βάση τις θεωρίες πίεσης (strain theory)
που εμπνεύστηκε ο R. Merton από το έργο του E. Durkheim.[4]
Τη δεκαετία του ‘70 αναπτύχθηκαν
νεοπαγείς θεωρίες, στο πλαίσιο της ευρύτερης περιβαλλοντικής εγκληματολογικής
προσέγγισης, βασισμένες σε απλές παραδοχές που πηγάζουν από το παλιό σχήμα: «η
ευκαιρία κάνει την κλέφτη»[5]. Οι θεωρίες αυτές αντλούν βάσεις τόσο από την κοινωνική
ανταλλαγή[6], την ορθολογική επιλογή, όσο και από τις απόψεις της (πρώτης)
οικολογικής σχολής του Σικάγου, από το διαφορικό συγχρωτισμό και το έγκλημα του
λευκού περιλαιμίου που ανέπτυξε ο Sutherland, από την αρχική θεωρία των
εγκληματικών ευκαιριών των Cloward και Ohlin και την «ανθρώπινη οικολογία» του
Amos Hawley.[7] Ανασύρθηκαν θεωρίες, όπως του Beccaria για την «ελεύθερη
βούληση και επιλογή» ή ο ωφελιμισμός του Bentham, οι οποίες συνδυάστηκαν και
δομήθηκαν οι πιο σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις που χρησιμεύουν και για την
προσέγγιση των οικονομικών και ηλεκτρονικών εγκλημάτων.
Αυτές οι νέες προσεγγίσεις είναι:
Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής
(Rational Choice Theory) των Cornish και Clarke, που αντλεί περιεχόμενο από τις
απόψεις του Beccaria, θεωρεί ότι το έγκλημα αποτελεί αποτέλεσμα εσκεμμένων
αποφάσεων που λαμβάνουν οι δράστες με βάση υπολογισμούς που κάνουν σταθμίζοντας
τα αναμενόμενα οφέλη (σε χρήμα, κύρος, θέση, ικανοποίηση) με το κόστος δηλαδή
τους πιθανούς κινδύνους σύλληψης ή καταδίκης.[8]
Η θεωρία των καθημερινών
δραστηριοτήτων των Cohen και Felson πιστεύει ότι η ευκαιριακή δομή της
εγκληματικής δραστηριότητας συντίθεται στη βάση της συνύπαρξης τριών
παραγόντων: α) ενός δράστη με κίνητρο, β) ενός κατάλληλου και διαθέσιμου στόχου
– θύματος και γ) της απουσία ικανής φύλαξης του στόχου. Η τροποποίηση ενός ή
περισσότερων από αυτά τα στοιχεία – παράγοντες οδηγούν στην αλλαγή της
εγκληματικής ευκαιρίας και των πιθανοτήτων θυματοποίησης.[9]
Η θεωρία των εγκληματικών
προτύπων» (ή «περιβαλλοντική εγκληματολογία») των Brantingham &
Brantingham. Σύμφωνα με τη θεωρία των εγκληματικών προτύπων (crime pattern) το
εγκληματικό πρότυπο διαμορφώνεται στη βάση των περιβαλλοντικών συνθηκών που οι
δράστες συναντούν κατά τη διάρκεια των καθημερινών τους δραστηριοτήτων. Οι
περιβαλλοντικές αυτές συνθήκες περιλαμβάνουν τους κόμβους, τα μονοπάτια και τα
όρια των περιοχών μεταξύ των οποίων κινούνται καθημερινά οι δράστες.[10]
Οι ευκαιρίες για τη διάπραξη
εγκλήματος, οι περιστασιακές και περιβαλλοντικές συνθήκες λαμβάνουν κεντρική
θέση στις εγκληματολογικές μελέτες και εξετάζονται πλέον ως αιτιώδεις
παράγοντες για κάθε μορφή εγκλήματος, ακόμα και για τα οικονομικά και τα
ψηφιακά. Η μετακίνηση του ενδιαφέροντος από τις κοινωνικο-οικονομικές δομές
προς τις περιβαλλοντικές και ευκαιριακές, από την προσωπικότητα του δράστη προς
το γεγονός και όχι τα βαθύτερα αίτιά του, επέτρεψε την κατανόηση του πώς και
του γιατί τα εγκλήματα διαφοροποιούνται στο χώρο και το χρόνο, γιατί τα
εγκλήματα δεν κατανέμονται ομοιόμορφα μεταξύ όλων των γεωγραφικών περιοχών αλλά
συγκεκριμένα εγκλήματα δείχνουν προτίμηση σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους.
Η διαφοροποίηση αυτή των εγκλημάτων στο χώρο και το χρόνο δεν οφείλεται τόσο
στη διαφορετική διαθεσιμότητα πιθανών δραστών αλλά κυρίως στην ύπαρξη
διαφορετικών κατάλληλων ευκαιριών στους δράστες που διαμορφώνουν την
«ευκαιριακή δομή» της κάθε – εγκληματικής – δραστηριότητας. Η προσέγγιση αυτή
μας επιτρέπει και τον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό της αποτροπής, μέσω της
αλλαγής των ευκαιριακών δομών του εγκλήματος, όχι μόνο των παραδοσιακών
εγκλημάτων «δρόμου» αλλά και αυτών του λευκού περιλαιμίου, των οικονομικών ή
των άλλων μη βίαιων εγκλημάτων.[11]
Η βασική διαφορά των νέων θεωριών
των «εγκληματικών ευκαιριών» από την αρχική των Cloward and Ohlin, όπως
επισημαίνει ο Cook, είναι ότι οι νέες εμπλέκουν την οικονομική θεωρία και την
ορθολογική επιλογή στη διαδικασία λήψης της απόφασης και τον τρόπο
αλληλεπίδρασης πιθανών δραστών και θυμάτων, ενώ η αρχική θεωρία δίνει έμφαση
στη διαδικασία της κοινωνικής μάθησης. Για τους Cloward & Ohlin η επίδραση
των εγκληματικών ευκαιριών στην συμπεριφορά είναι έμμεση μέσω του συγχρωτισμού
με την παραβατική υποκουλτούρα.[12]
Οι βασικές αρχές των νεότερων
θεωριών, που εστιάζουν στο ρόλο των «εγκληματικών ευκαιριών», συνοψίζονται από
τους Felson και Clarke ως εξής:
Οι εγκληματικές ευκαιρίες παίζουν
ρόλο στη δημιουργία κάθε είδους εγκλήματος.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες είναι
εξειδικευμένες.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες είναι
συγκεντρωμένες και όχι τυχαία διασκορπισμένες στο χώρο και το χρόνο.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες
εξαρτώνται από τις καθημερινές δραστηριότητες ρουτίνας.
Το ένα έγκλημα μπορεί να
δημιουργεί τις ευκαιρίες για ένα άλλο.
Μερικά αντικείμενα (στόχοι) είναι
πιο ελκυστικά κατά τη δημιουργία ευκαιριών.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες
δημιουργούνται και από τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές.
Το έγκλημα μπορεί να περιοριστεί
αν περιορίσουμε τις παρεχόμενες ευκαιρίες.
Με τον περιορισμό των ευκαιριών
μέσω άσκησης προληπτικής πολιτικής συνήθως δεν μετατοπίζεται η εγκληματική
δραστηριότητα σε άλλο μέρος.
Ο περιορισμός των ευκαιριών σε
ένα μέρος επιτυγχάνει και τη μείωση των δεικτών εγκληματικότητας στην ευρύτερη
κοινότητα ή κοινωνία.[13]
2. Ο ρόλος των κινήτρων για τη
διάπραξη ηλεκτρονικό – οικονομικού εγκλήματος
4.1.
Κίνητρο είναι η διαδικασία που
ενεργοποιεί, ωθεί το άτομο σε δράση. Οι άνθρωποι δρουν για να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες τους, αυτό αποτελεί και το κίνητρο της δράσης. Ως εκ τούτου είναι
άρρηκτη η σχέση μεταξύ των αναγκών ή των επιθυμιών του ατόμου και του κινήτρου
που παρακινεί τη συμπεριφορά τους.
Ο Abraham Maslow με τη θεωρία των
αναγκών τόνισε τη σημασία των κινήτρων για την παρακίνηση των ατόμων σε κάποια
δράση. Η ικανοποίηση των αναγκών αποτελεί τη βασική παραδοχή πάνω στην οποία
στηρίζεται η θεωρία του Maslow. Όσο περισσότερο όμως ικανοποιούνται οι ανάγκες
τόσο μικρότερο είναι το κίνητρο για δράση. Όταν ικανοποιηθεί πλήρως μια ανάγκη
παύει πλέον να αποτελεί κίνητρο και κάποια άλλη ανάγκη παίρνει τη θέση της.[14]
Σύμφωνα με τον Maslow οι ανάγκες
που κινητοποιούν τον άνθρωπο σε δράση ιεραρχούνται και ταξινομούνται σε: