Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Ο ρόλος των κινήτρων και των ευκαιριών στη δόμηση του προτύπου του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος [ΠΕΡΠΕΡΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, Κοινωνιολόγος- Εκπαιδευτικός, ΜΔΕ Εγκληματολογίας, Διδάκτωρ του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου]



H ανάπτυξη της πληροφορικής από τη δεκαετία του ’80, η εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών, η δημιουργία εθνικών και παγκοσμίων δικτύων, κατέστησε την πληροφορική τεχνολογία προσιτή, εκτός από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και στις ευρύτερες μάζες πληθυσμού (εκδημοκρατισμός του διαδικτύου) και δημιούργησε ευκαιρίες τέλεσης πληροφορικών εγκλημάτων όχι μόνο σε ειδικούς πληροφορικής, αλλά και σε απλούς χρήστες των τεχνολογιών και εργαζόμενους στο πλαίσιο της νόμιμης απασχόλησης τους. Ως εκ τούτου εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερη μορφή οικονομικού εγκλήματος που προσδιορίζεται από τα μέσα τέλεσης ή και από το αντικείμενο της αξιόποινης πράξης που αποτελεί το ηλεκτρονικο-οικονομικό έγκλημα. Η επέμβαση τρίτου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή που έχει ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων και την προσβολή οικονομικών έννομων αγαθών συνιστά το ηλεκτρονικο-οικονομικό έγκλημα.

Τέτοια εγκλήματα είναι οι διάφορες εμπορικές απάτες μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και του ίντερνετ, η μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, η βιομηχανική κατασκοπεία, οι πυραμίδες, οι επενδυτικές απάτες, η χειραγώγηση των τιμών μετοχών του χρηματιστηρίου[1], οι απάτες με πιστωτικές κάρτες, η παράνομη μεταφορά κεφαλαίων από ηλεκτρονικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, οι παραβιάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στο διαδίκτυο κλπ.

Ο Ν. Κουράκης περιλαμβάνει το ηλεκτρονικό έγκλημα και το έγκλημα στο διαδίκτυο στο φάσμα του οικονομικού εγκλήματος ανάμεσα σε εγκλήματα όπως οι τελωνειακές απάτες, η φοροδιαφυγή, οι απάτες, οι απάτες στο χρηματιστήριο, η μόλυνση του περιβάλλοντος, το εμπόριο προσωπικών δεδομένων κλπ.[2]

Σύμφωνα με ειδικούς, που χρησιμοποιούν στρατηγικές πρόληψης του εγκλήματος στο πλαίσιο των προσεγγίσεων των «εγκληματικών ευκαιριών», για να τελεστεί ένα έγκλημα απαιτείται η συνέργια τριών παραγόντων.

 Το πρώτο στοιχείο είναι το κίνητρο, το τι ωθεί κάποιον σε τέλεση του εγκλήματος, παραβίαση κλπ. Το δεύτερο είναι τα διαθέσιμα μέσα, τα εργαλεία για την τέλεση και το τρίτο είναι η κατάλληλη ευκαιρία η οποία συνίσταται στην εύρεση του ελκυστικού στόχου που διαθέτει κάποιο κενό ασφαλείας, εγγύτητα στον δράστη, αξία, ευκολία απόκτησης, μεταφερσιμότητα.[3]

H διάπραξη των εγκλημάτων, εκτός από το κίνητρο του εγκληματία, διευκολύνεται και από τις ευκαιρίες που μπορεί να παρέχει ένα περιβάλλον. Πολλά από τα εγκλήματα, μεταξύ αυτών και τα μη βίαια οικονομικά και ηλεκτρονικά εγκλήματα, τελούνται λόγω της ύπαρξης των κατάλληλων ευκαιριών που παρουσιάζονται όταν ένας πρόθυμος δράστης με κίνητρο συναντήσει σε χώρο και χρόνο ένα κατάλληλο στόχο και αποφασίζει να τον «πλήξει» στο πλαίσιο των, κατά τα άλλα νόμιμων, συνηθισμένων δραστηριοτήτων της επαγγελματικής ή μη απασχόλησης του. Τα στοιχεία αυτά που είναι παρόντα και κατά την τέλεση του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος εξετάζονται παρακάτω.

Στο πλαίσιο αυτό ο σκοπός του παρόντος είναι η εξέταση του ρόλου των κινήτρων και των ευκαιριών για τη διαμόρφωση του εγκληματικού προτύπου του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος.

1. Θεωρητική προσέγγιση
Κατά τη δεκαετία του ’60 διατυπώθηκαν θεωρίες όπως αυτή «των ευκαιριών» (opportunity theory) από τους R. Cloward και L. Ohlin η οποία έχει ως βάση τις θεωρίες πίεσης (strain theory) που εμπνεύστηκε ο R. Merton από το έργο του E. Durkheim.[4]

Τη δεκαετία του ‘70 αναπτύχθηκαν νεοπαγείς θεωρίες, στο πλαίσιο της ευρύτερης περιβαλλοντικής εγκληματολογικής προσέγγισης, βασισμένες σε απλές παραδοχές που πηγάζουν από το παλιό σχήμα: «η ευκαιρία κάνει την κλέφτη»[5]. Οι θεωρίες αυτές αντλούν βάσεις τόσο από την κοινωνική ανταλλαγή[6], την ορθολογική επιλογή, όσο και από τις απόψεις της (πρώτης) οικολογικής σχολής του Σικάγου, από το διαφορικό συγχρωτισμό και το έγκλημα του λευκού περιλαιμίου που ανέπτυξε ο Sutherland, από την αρχική θεωρία των εγκληματικών ευκαιριών των Cloward και Ohlin και την «ανθρώπινη οικολογία» του Amos Hawley.[7] Ανασύρθηκαν θεωρίες, όπως του Beccaria για την «ελεύθερη βούληση και επιλογή» ή ο ωφελιμισμός του Bentham, οι οποίες συνδυάστηκαν και δομήθηκαν οι πιο σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις που χρησιμεύουν και για την προσέγγιση των οικονομικών και ηλεκτρονικών εγκλημάτων.

Αυτές οι νέες προσεγγίσεις είναι:

Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής (Rational Choice Theory) των Cornish και Clarke, που αντλεί περιεχόμενο από τις απόψεις του Beccaria, θεωρεί ότι το έγκλημα αποτελεί αποτέλεσμα εσκεμμένων αποφάσεων που λαμβάνουν οι δράστες με βάση υπολογισμούς που κάνουν σταθμίζοντας τα αναμενόμενα οφέλη (σε χρήμα, κύρος, θέση, ικανοποίηση) με το κόστος δηλαδή τους πιθανούς κινδύνους σύλληψης ή καταδίκης.[8]
Η θεωρία των καθημερινών δραστηριοτήτων των Cohen και Felson πιστεύει ότι η ευκαιριακή δομή της εγκληματικής δραστηριότητας συντίθεται στη βάση της συνύπαρξης τριών παραγόντων: α) ενός δράστη με κίνητρο, β) ενός κατάλληλου και διαθέσιμου στόχου – θύματος και γ) της απουσία ικανής φύλαξης του στόχου. Η τροποποίηση ενός ή περισσότερων από αυτά τα στοιχεία – παράγοντες οδηγούν στην αλλαγή της εγκληματικής ευκαιρίας και των πιθανοτήτων θυματοποίησης.[9]
Η θεωρία των εγκληματικών προτύπων» (ή «περιβαλλοντική εγκληματολογία») των Brantingham & Brantingham. Σύμφωνα με τη θεωρία των εγκληματικών προτύπων (crime pattern) το εγκληματικό πρότυπο διαμορφώνεται στη βάση των περιβαλλοντικών συνθηκών που οι δράστες συναντούν κατά τη διάρκεια των καθημερινών τους δραστηριοτήτων. Οι περιβαλλοντικές αυτές συνθήκες περιλαμβάνουν τους κόμβους, τα μονοπάτια και τα όρια των περιοχών μεταξύ των οποίων κινούνται καθημερινά οι δράστες.[10]
Οι ευκαιρίες για τη διάπραξη εγκλήματος, οι περιστασιακές και περιβαλλοντικές συνθήκες λαμβάνουν κεντρική θέση στις εγκληματολογικές μελέτες και εξετάζονται πλέον ως αιτιώδεις παράγοντες για κάθε μορφή εγκλήματος, ακόμα και για τα οικονομικά και τα ψηφιακά. Η μετακίνηση του ενδιαφέροντος από τις κοινωνικο-οικονομικές δομές προς τις περιβαλλοντικές και ευκαιριακές, από την προσωπικότητα του δράστη προς το γεγονός και όχι τα βαθύτερα αίτιά του, επέτρεψε την κατανόηση του πώς και του γιατί τα εγκλήματα διαφοροποιούνται στο χώρο και το χρόνο, γιατί τα εγκλήματα δεν κατανέμονται ομοιόμορφα μεταξύ όλων των γεωγραφικών περιοχών αλλά συγκεκριμένα εγκλήματα δείχνουν προτίμηση σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους. Η διαφοροποίηση αυτή των εγκλημάτων στο χώρο και το χρόνο δεν οφείλεται τόσο στη διαφορετική διαθεσιμότητα πιθανών δραστών αλλά κυρίως στην ύπαρξη διαφορετικών κατάλληλων ευκαιριών στους δράστες που διαμορφώνουν την «ευκαιριακή δομή» της κάθε – εγκληματικής – δραστηριότητας. Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει και τον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό της αποτροπής, μέσω της αλλαγής των ευκαιριακών δομών του εγκλήματος, όχι μόνο των παραδοσιακών εγκλημάτων «δρόμου» αλλά και αυτών του λευκού περιλαιμίου, των οικονομικών ή των άλλων μη βίαιων εγκλημάτων.[11]

Η βασική διαφορά των νέων θεωριών των «εγκληματικών ευκαιριών» από την αρχική των Cloward and Ohlin, όπως επισημαίνει ο Cook, είναι ότι οι νέες εμπλέκουν την οικονομική θεωρία και την ορθολογική επιλογή στη διαδικασία λήψης της απόφασης και τον τρόπο αλληλεπίδρασης πιθανών δραστών και θυμάτων, ενώ η αρχική θεωρία δίνει έμφαση στη διαδικασία της κοινωνικής μάθησης. Για τους Cloward & Ohlin η επίδραση των εγκληματικών ευκαιριών στην συμπεριφορά είναι έμμεση μέσω του συγχρωτισμού με την παραβατική υποκουλτούρα.[12]

Οι βασικές αρχές των νεότερων θεωριών, που εστιάζουν στο ρόλο των «εγκληματικών ευκαιριών», συνοψίζονται από τους Felson και Clarke ως εξής:

Οι εγκληματικές ευκαιρίες παίζουν ρόλο στη δημιουργία κάθε είδους εγκλήματος.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες είναι εξειδικευμένες.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες είναι συγκεντρωμένες και όχι τυχαία διασκορπισμένες στο χώρο και το χρόνο.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες εξαρτώνται από τις καθημερινές δραστηριότητες ρουτίνας.
Το ένα έγκλημα μπορεί να δημιουργεί τις ευκαιρίες για ένα άλλο.
Μερικά αντικείμενα (στόχοι) είναι πιο ελκυστικά κατά τη δημιουργία ευκαιριών.
Οι εγκληματικές ευκαιρίες δημιουργούνται και από τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές.
Το έγκλημα μπορεί να περιοριστεί αν περιορίσουμε τις παρεχόμενες ευκαιρίες.
Με τον περιορισμό των ευκαιριών μέσω άσκησης προληπτικής πολιτικής συνήθως δεν μετατοπίζεται η εγκληματική δραστηριότητα σε άλλο μέρος.
Ο περιορισμός των ευκαιριών σε ένα μέρος επιτυγχάνει και τη μείωση των δεικτών εγκληματικότητας στην ευρύτερη κοινότητα ή κοινωνία.[13]
2. Ο ρόλος των κινήτρων για τη διάπραξη ηλεκτρονικό – οικονομικού εγκλήματος

4.1.

Κίνητρο είναι η διαδικασία που ενεργοποιεί, ωθεί το άτομο σε δράση. Οι άνθρωποι δρουν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αυτό αποτελεί και το κίνητρο της δράσης. Ως εκ τούτου είναι άρρηκτη η σχέση μεταξύ των αναγκών ή των επιθυμιών του ατόμου και του κινήτρου που παρακινεί τη συμπεριφορά τους.

Ο Abraham Maslow με τη θεωρία των αναγκών τόνισε τη σημασία των κινήτρων για την παρακίνηση των ατόμων σε κάποια δράση. Η ικανοποίηση των αναγκών αποτελεί τη βασική παραδοχή πάνω στην οποία στηρίζεται η θεωρία του Maslow. Όσο περισσότερο όμως ικανοποιούνται οι ανάγκες τόσο μικρότερο είναι το κίνητρο για δράση. Όταν ικανοποιηθεί πλήρως μια ανάγκη παύει πλέον να αποτελεί κίνητρο και κάποια άλλη ανάγκη παίρνει τη θέση της.[14]

Σύμφωνα με τον Maslow οι ανάγκες που κινητοποιούν τον άνθρωπο σε δράση ιεραρχούνται και ταξινομούνται σε:


Φυσιολογικές – βιολογικές ανάγκες που συνδέονται με την ύπαρξη του ανθρώπου, όπως το νερό, την τροφή, την ένδυση, την κατοικία και είναι οι πρώτες ανάγκες που προσπαθεί να ικανοποιήσει ο άνθρωπος.
Ανάγκες για ασφάλεια. Ο κάθε άνθρωπος θέλει να αισθάνεται σιγουριά για την ύπαρξή του και την μελλοντική ικανοποίηση των αναγκών του, να αισθάνεται ασφαλής έναντι των κινδύνων του περιβάλλοντος επιδιώκοντας να εξασφαλίσει μόνιμη απασχόληση, σύνταξη, κατοικία κτλ.
Κοινωνικές ανάγκες, δηλ. το αίσθημα του ανήκειν, να γίνεται αποδεκτός, να διατηρεί φιλικές σχέσεις, να προσφέρει και να δέχεται αγάπη.
Εγωιστικές ανάγκες ή ανάγκες αναγνώρισης από τους άλλους, όπως η ανάγκη για φήμη, κύρος, εκτίμηση, σεβασμό, επιτυχία, αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση. Αυτή η κατηγορία των αναγκών είναι πιο δύσκολο να ικανοποιηθεί από ότι οι προηγούμενες και συνδέεται με τη διατήρηση ενός τρόπου ζωής με διασκέδαση, ταξίδια, περιουσία και ως εκ τούτου αποτελεί σημαντικό κίνητρο για τη διάπραξη οικονομικού εγκλήματος.
Ανάγκες ολοκλήρωσης δηλαδή να γίνει κάποιος αυτό που ονειρεύεται, να ικανοποιήσει τους στόχους που έχει θέσει για τον εαυτό του, να αξιοποιήσει όλη του τη δυναμικότητα.
Οι παραπάνω ανάγκες είναι ιεραρχικά δομημένες με βάση την προτεραιότητά τους για ικανοποίηση, δηλαδή πρώτα ικανοποιούνται οι βιολογικές ανάγκες (βάση πυραμίδας) και έπειτα εμφανίζονται οι ανάγκες για ασφάλεια και αφού ικανοποιηθούν αυτές, έστω και σε κάποιο βαθμό παίρνουν τη θέση τους οι επόμενες κ.ο.κ.

Ο άνθρωπος, όσο ικανοποιεί κάποιες ανάγκες, επιθυμεί ολοένα και περισσότερα αγαθά και προσπαθεί συνεχώς να ικανοποιήσει καλύτερα τις ανάγκες του. Αυτά που επιθυμεί εξαρτώνται από αυτά που ήδη έχει. Έτσι η προσπάθειά του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του συνεχίζεται σε όλη του τη ζωή.[15]

Η Πυραμίδα των Αναγκών του Maslow

Όπως θα διαφανεί και παρακάτω, η εξέταση των κινήτρων σε σχέση με το είδος των αναγκών που κάθε άτομο επιδιώκει να ικανοποιήσει έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση πολλών ειδών εγκληματικότητας, ιδιαίτερα στα πλαίσια των μεγάλων επιχειρήσεων.

Τα κίνητρα του δράστη δεν ήταν αρχικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των προσεγγίσεων για τη δόμηση των «εγκληματικών ευκαιριών» επειδή εστιάζουν στο πώς και όχι στο γιατί[16]. Πλέον τα κίνητρα αναγνωρίζονται ως σημαντικά, ιδιαίτερα με την προσχώρηση σε αυτές και της προσέγγισης της «ορθολογικής επιλογής», για το ποιες συμπεριφορές και ποιοι στόχοι κρίνονται από τον πιθανό δράστη ως κατάλληλοι ή επιθυμητοί και ποιοι όχι παίζοντας ρόλο στη δόμηση των προτύπων των εγκληματικών ευκαιριών.

Οι θεωρητικοί της «Ορθολογικής επιλογής», εξέτασαν την εγκληματική δράση όπως κάθε κοινωνική δράση, δηλαδή ως «υπολογιστική» που προκαλείται από ορθολογικά κίνητρα. Ο δράστης δηλαδή αναμένει κάποια ανταμοιβή ή όφελος ως κίνητρο στην ευκαιρία διάπραξης κάποιας εγκληματικής δραστηριότητας. Ως προς την ορθολογικότητα των κινήτρων του λοιπόν ο δράστης δεν διαφοροποιείται από τον μη δράστη όμως το κίνητρο είναι διαφορετικό για τον κάθε δράστη λόγω της υποκειμενικής διάστασής του.

Η προσέγγιση της ορθολογικής επιλογής θεωρεί ότι ο δράστης δρα σκόπιμα με κίνητρο να αποκομίσει κάποιο όφελος, οικονομικό ή άλλο όπως κύρος, διασκέδαση, σεξουαλική ικανοποίηση, κυριαρχία.[17]

Η θεωρία των καθημερινών δραστηριοτήτων των Felson και Cohen, με τη σειρά της, αναγνώρισε τη σημασία των κινήτρων του δράστη περιλαμβάνοντάς τα στο πρώτο από τα αναγκαία στοιχεία που δομούν την εγκληματική ευκαιρία: τον «δράστη με δυνατότητα, θέληση και κίνητρο να διαπράξει το έγκλημα» (motivated offender).[18]

Η εξέταση των κινήτρων του δράστη είναι σημαντική από διάφορες απόψεις. Πρώτα γιατί σε πολλά συστήματα απονομής δικαιοσύνης, κυρίως αγγλοσαξονικά, το κίνητρο αποτελεί ένα από τα τρία στοιχεία (εκτός από τα μέσα και την ευκαιρία[19]) που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της ενοχής κάποιου πιθανού δράστη σε δίκη. Δεύτερο επειδή είναι καίριας σημασίας για τον προσδιορισμό του προφίλ ενός δράστη κατά το στάδιο των ερευνών για την επισήμανσή του από τις διωκτικές αρχές. [20]

2.1. Τα κίνητρα του δράστη οικονομικού εγκλήματος

Η τάση ικανοποίησης ολοένα και περισσότερο αναγκών μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει κάποια άτομα στην απληστία και το οικονομικό έγκλημα προκειμένου να πετύχουν την ικανοποίηση της ανώτερης κατηγορίας αναγκών ακόμα και με τη χρήση μη νόμιμων μέσων.[21]

Άλλωστε όπως τόνισαν οι Sutherland και Cressey, τόσο η σύννομη όσο και η εγκληματική συμπεριφορά αποτελούν εκφράσεις των ίδιων αναγκών και αξιών. Οι κλέφτες κλέβουν προκειμένου να βρουν χρήματα, ενώ οι νομοταγείς δουλεύουν για να καλύψουν την ίδια ανάγκη. Η διαφορά τους δεν έγκειται στο σκοπό που επιδιώκουν αλλά στα μέσα που χρησιμοποιούν.[22]

Ο Coleman εξέτασε την εγκληματική συμπεριφορά των οικονομικών εγκληματιών με το λευκό περιλαίμιο ως συνδυασμό κινήτρων και ευκαιριών που είναι διαθέσιμες σε άτομα που κατέχουν θέσεις ισχύος. Τα κίνητρα των στελεχών επιχειρήσεων, συνδέονται σε πολλά σημεία με την ορθολογική επιλογή επειδή αυτά σχετίζονται κυρίως με επιδίωξη οικονομικού κέρδους, να φαίνονται επιτυχημένοι στους άλλους ή με το φόβο απώλειας των ήδη κεκτημένων.

Ο Coleman διέκρινε την μελέτη των κινήτρων σε τέσσερα μέρη:

α) το πρώτο αφορά το ρόλο της προσωπικότητας του κάθε ατόμου για τη διαμόρφωση του κινήτρου του εγκλήματος. Για μεγάλο διάστημα επικρατούσε η άποψη ότι ο εγκληματίας διέθετε μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα. Ο ίδιος ο Sutherland ήταν από τους πρώτους που υποστήριξε την φυσιολογικότητα των δραστών με το λευκό περιλαίμιο. Πράγματι οι εμπειρικές έρευνες συμφωνούν ότι οι εγκληματίες του λευκού περιλαιμίου από ψυχιατρική άποψη είναι φυσιολογικοί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η προσωπικότητά τους δεν παίζει ρόλο στην εγκληματογένεση. Κάποιες μελέτες, όπως του Bromberg, βρήκαν ότι οι εγκληματίες αυτού του είδους είναι εγωκεντρικοί, πεισματάρηδες, με αίσθηση ανωτερότητας και υπεροχής. Ο John Spencer διαπίστωσε ότι είναι ριψοκίνδυνοι και τολμηροί σε μεγάλο βαθμό, με τάση να επιδιώκουν να συγχρωτίζονται με άτομα υψηλότερης κοινωνικής θέσης, να παρέχουν στα παιδιά τους ακριβή ιδιωτική εκπαίδευση και είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν υψηλότερο οικονομικό ρίσκο προκειμένου να το πετύχουν.[23]

β) το δεύτερο μέρος της μελέτης των κινήτρων ασχολείται με την κουλτούρα, τόσο της γενικότερης κοινωνίας που εγείρει ηθικούς φραγμούς στην εγκληματική συμπεριφορά, όσο και της «κουλτούρας του ανταγωνισμού» των μεγάλων επιχειρήσεων που τονίζει τις ανταμοιβές. Η αποκόμιση οικονομικού οφέλους αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη κίνητρα του εγκλήματος λευκού περιλαιμίου και η επιθυμία γρήγορου και εύκολου κέρδους προβάλλεται ως ο συχνότερος λόγος διάπραξής του, σύμφωνα με έρευνα του Robert Lane. Άλλοι κινητοποιούνται σε εγκληματική δράση από το φόβο «να μην απολέσουν τα ήδη κεκτημένα» ή όπως διαπίστωσαν οι Weisburd, Wheeler, Wating και Bode από το φόβο «της πτώσης», που διακατέχει τα μέλη της μεσαίας τάξης, από τη κοινωνική θέση των ισχυρών που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στο οικονομικό σύστημα και τον τρόπο ζωής που έχουν καταφέρει να πετύχουν με θυσίες.

Η κουλτούρα του ανταγωνισμού θέτει τον πλούτο και την επιτυχία ως βασικούς στόχους για τα άτομα στις δυτικές κοινωνίες. Ο ανταγωνισμός και η προσπάθεια για την ατομική επιτυχία σημασιοδοτείται θετικά, όχι μόνο για το χαρακτήρα των ατόμων, όπου ανταμείβονται οι πιο ικανοί και σκληρά εργαζόμενοι, αλλά και για την οικονομική ανάπτυξη των κοινωνίας γενικότερα. Αυτό δίνει την απαραίτητη νομιμοποίηση και κοινωνική αποδοχή της ανωτερότητας των πλουσίων ως ικανών και εργατικών και την κατωτερότητα των φτωχών ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της ανικανότητας και της τεμπελιάς. Η εξιδανίκευση του επιτυχημένου και ο στιγματισμός του φτωχού λειτουργεί ενισχυτικά, αφενός για το κίνητρο της ατομικής επιτυχίας και αφετέρου για το φόβο και την ανασφάλεια της αποτυχίας.

Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με τις βασικές αρχές της κλασικής σχολής των Beccaria και Bentham για επιδίωξη μέγιστης ικανοποίησης και ελάχιστου πόνου ως κίνητρο της συμπεριφοράς.

Οι οικονομίες της αγοράς είναι στενά συνδεδεμένες με τις έννοιες του κέρδους και της ζημίας και μάλιστα το κέρδος του ενός μέρους μπορεί να συνδέεται με τις απώλειες του άλλου. Η χρήση του χρήματος, ως γενικό μέσο συναλλαγών και ως μέτρο της αξίας των αγαθών, των κερδών και των ζημιών, ενισχύει τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα για την επιδίωξη του προσωπικού οφέλους. Ο ατομοκεντρισμός των βιομηχανικών κοινωνιών συμβάλλει ώστε τα άτομα να θεωρούνται δράστες που δρουν αυτόνομα προβάλλοντας το προσωπικό έναντι του συλλογικού συμφέροντος και αναγκών. [24]

γ) το τρίτο αφορά τους μηχανισμούς εξουδετέρωσης των παραπάνω ηθικών φραγμών από τους πιθανούς δράστες. Οι Matza και Sykes περιέγραψαν τις «τεχνικές εξουδετέρωσης» [25] ως μηχανισμούς που δίνουν τη δυνατότητα στα άτομα να υπερβαίνουν τις ηθικές αρχές, τον κοινωνικό έλεγχο και τους κανονιστικούς περιορισμούς που θέτουν οι κοινωνικοί θεσμοί με σκοπό την αποτροπή των εγκληματικών δράσεων. Τα άτομα αναπτύσσουν εκλογικεύσεις για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, προτού αυτές λάβουν χώρα και να εξουδετερώνουν το χαρακτηρισμό τους ως παραβατικών.[26]

δ) Τέλος σημαντικός είναι ο ρόλος των πολύπλοκων οργανισμών και επιχειρήσεων στη διαμόρφωση των κινήτρων των ατόμων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις για να επιβιώσουν χρησιμοποιούν μηχανισμούς πίεσης και ελέγχου της συμπεριφοράς ώστε να πείσουν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων να εμπλακούν σε παράνομες δραστηριότητες. [27]

2.1.1. Τα κίνητρα του δράστη οικονομικού εγκλήματος στις μεγάλες επιχειρήσεις

Σύμφωνα με τον Coleman το κίνητρο αποτελεί ένα σύστημα συμβολικών κατασκευών που ορίζει κάποιους στόχους και δραστηριότητες ως κατάλληλους και επιθυμητούς και άλλους όχι. Από την πλευρά της συμβολικής αλληλεπίδρασης εξετάζεται το κίνητρο και το νόημα που τα ίδια τα άτομα δίνουν σε συγκεκριμένες καταστάσεις και την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τις αντιδράσεις που αναμένουν από τους άλλους. Η αντίφαση που προκαλείται κατά την εφαρμογή της συμβολικής αλληλεπίδρασης, στη μελέτη των κινήτρων του εγκλήματος του λευκού περιλαιμίου, έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι κοινωνικές προσδοκίες του «γενικευμένου άλλου» για συμμόρφωση με τα καθιερωμένα πρότυπα και κανόνες έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες των «σημαντικών άλλων». Οι σημαντικοί άλλοι στην προκειμένη περίπτωση είναι τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων τα οποία αντιπροσωπεύουν την κουλτούρα του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων και ασκούν πίεση στα άτομα ακόμα και να παραβαίνουν τους ηθικούς φραγμούς και κανόνες προκειμένου να ανταποκριθούν στην επίτευξη των στόχων που επιβάλλει ο ατομοκεντρικός και ανταγωνιστικός χαρακτήρας του οικονομικού ορθολογισμού που διέπει τις βιομηχανικές κοινωνίες. Η αντίφαση αυτή ξεπερνιέται με την ανάπτυξη των τεχνικών εξουδετέρωσης και τις εκλογικεύσεις που αποδυναμώνουν την επίδραση των κανονιστικών προτύπων της ευρύτερης κοινωνίας προς όφελος της (υπο) κουλτούρας του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι επιχειρήσεις που προσδιορίζουν και παρουσιάζουν στα μέλη τους μια ιδιαίτερη κοινωνική πραγματικότητα απομονωμένη από την ευρύτερη κοινωνία. [28]

Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης των υπαλλήλων για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες και τους στόχους των επιχειρήσεων είναι ο φόβος της απόλυσης ή της μη προαγωγής. Έτσι η υπακοή, η αφοσίωση και η συμμόρφωση με τις προσδοκίες των προϊσταμένων παίζουν σημαντικό ρόλο για την επιτυχία του υπαλλήλου. Η χρήση αυτή της «αποφυγής του πόνου»[29] είναι αναγκαίος αλλά όχι ικανός παράγοντας για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης του υπαλλήλου. Ο άλλος παράγοντας είναι η καλλιέργεια της επιχειρησιακής υποκουλτούρας που διαμορφώνει τη συμπεριφορά των υπαλλήλων υποσυνείδητα με διάφορους τρόπους: το ήθος, οι αξίες και οι στάσεις της επιχείρησης, ιδιαίτερα των ανώτερων στελεχών, συγκροτούν μια κοινωνική πραγματικότητα με δικό της ηθικό κώδικα απέναντι στην παράνομη συμπεριφορά. Οι ηθικές αξίες των χαμηλότερων στελεχών πρέπει να θυσιάζονται για χάρη της καριέρας και να αναπροσαρμόζονται, για να βρίσκονται σε συμφωνία με αυτές της διοίκησης, αν κάποιος θέλει να φτάσει προς την κορυφή της ιεραρχίας. Όπως σημειώνει ο Coleman «η αποτελεσματική διοικητική γραφειοκρατία απαιτεί ηθικό κομφορμισμό ή καλύτερα ανήθικο ρεαλισμό». Τα καλά προσαρμοσμένα διοικητικά στελέχη λειτουργούν με κυνικό τρόπο προς όφελος της επιχείρησης χωρίς έννοια για τις ηθικές επιπτώσεις των πράξεων τους. Οι στάσεις αυτές είναι σε συμφωνία με αυτό που ο C. W. Mills ονόμασε «δομική ανηθικότητα» της αμερικάνικης κοινωνίας.[30]

 Έρευνα της Harvard Business Review διαπίστωσε ότι τα τέσσερα από τα πέντε στελέχη βιομηχανιών θεωρούν τις πρακτικές των εταιριών τους ως ανήθικες και τα τέσσερα από τα επτά ότι η συμπεριφορά άλλων στελεχών θα παραβίαζε τους ηθικούς κώδικες αν ήξεραν ότι δεν θα αποκαλυφτούν[31]. Μια ακόμα έρευνα σε ανώτερα στελέχη των 57 μεγαλύτερων αμερικάνικων επιχειρήσεων διαπίστωσε ότι αυτά πίστευαν πως η ανήθικη συμπεριφορά είναι ευρέως διαδεδομένη στις βιομηχανίες και ότι θα πρέπει πια να θεωρείται ως μέρος των καθημερινών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ρουτίνας.[32]

Η χαοτική δομή και το μέγεθος των κολοσσιαίων οργανισμών διευκολύνει τον έλεγχο της συμπεριφοράς των υπαλλήλων μέσω του ορισμού της πραγματικότητας στο εσωτερικό τους. Κάθε εργαζόμενος, στο πλαίσιο του εσωτερικού καταμερισμού της εργασίας, ασχολείται με μικρό μόνο μέρος της συνολικής παραγωγής μη έχοντας επίγνωση του συνολικού προϊόντος, έτσι αν αναρωτηθεί για τις νομικές συνέπειες της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης του υπενθυμίζεται ότι αυτό δεν δική του αρμοδιότητα αλλά της ανώτερης διοίκησης. Ταυτόχρονα τα ανώτερα στελέχη αποποιούνται των νομικών ευθυνών τους, διαχέοντας την ευθύνη της επίτευξης στόχων που απαιτούν χρήση ακόμα και παράνομων μέσων σε κατώτερα στελέχη, ξεκαθαρίζοντας ότι εκείνοι δεν θέλουν ούτε να ακούνε για παράνομες δραστηριότητες.

Η επιχείρηση ελέγχει τη συμπεριφορά των μελών της μέσω μιας σειράς νοηματοδοτήσεων των καταστάσεων που αυτά αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια των καθημερινών επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους. Η επιχείρηση ορίζει τους στόχους, τα μέσα, το που θα πρέπει να εστιαστεί η προσοχή των υπαλλήλων και που όχι. Το σύνολο αυτών των ορισμών εμφανίζει τις παράνομες δραστηριότητες να θεωρούνται κανονικές, ως μέρος της καθημερινής ρουτίνας. Το εγχείρημα αυτό διευκολύνεται από το γεγονός της απομόνωσης των στελεχών από τον έξω κόσμο επειδή λόγω φόρτου εργασίας αφοσιώνονται, με στρατιωτική πειθαρχία, στα ανώτερα στελέχη και ο συγχρωτισμός τους με άλλα άτομα εξαντλείται σε αυτά του ίδιου κύκλου. Έτσι δεν υπάρχει η απαξίωση και η καταδίκη της παράνομης συμπεριφοράς από εξωτερικούς φορείς ελέγχου. Κάποιοι μάλιστα από τους υπαλλήλους που τελικά συνελήφθησαν εξέφρασαν την απορία και την έκπληξή τους γιατί οι πράξεις τους θεωρήθηκαν εγκληματικές από τον έξω κόσμο.[33]

2.2. Τα κίνητρα του δράστη ηλεκτρονικού εγκλήματος

Τα συνήθη κίνητρα του δράστη ηλεκτρονικού εγκλήματος είναι[34]:

α) Απλή διασκέδαση. Αυτό το κίνητρο, σύμφωνα με τον J.Maxwell, δεν αφορά την επιδίωξη κανενός είδους οικονομικού οφέλους αλλά αφορά κυρίως τους νεαρούς χάκερ, που αντιμετωπίζουν το διαδίκτυο με διάθεση για παιχνίδι και που αντίθετα μπορεί να αποτελεί ένα ακριβό χόμπι που απαιτεί τη χρήση εξελιγμένων υπολογιστικών συστημάτων.

β) Οικονομικό κέρδος. Αποτελεί το συνηθέστερο κίνητρο του τυπικού ηλεκτρονικο- οικονομικού εγκληματία που αποκτά παράνομη πρόσβαση σε υπολογιστικά συστήματα για να αποκομίσει κάποιο χρηματικό κέρδος. Περικλείει αρκετές επιμέρους μορφές οικονομικών εγκλημάτων όπως κατάχρηση, βιομηχανική κατασκοπεία, ακόμα και μίσθωση των υπηρεσιών του σε άλλους για παράνομη διαδικτυακή δράση. Οι εγκληματίες του λευκού περιλαιμίου αυτής της περίπτωσης είναι μορφωμένοι, επαγγελματίες σε επαγγελματική αδράνεια ή καταστροφή.

γ) Κάλυψη συναισθηματικών αναγκών όπως θυμός, εκδίκηση, ανάγκη απόκτησης αναγνώρισης, κύρους και προσοχής. Οι εγκληματίες στο διαδίκτυο που δρουν από θυμό ή εκδίκηση είναι κυρίως απογοητευμένοι εραστές ή σύζυγοι, απολυμένοι υπάλληλοι, συνεργάτες που αισθάνονται εξαπατημένοι ή άλλοι που πιστεύουν ότι έχουν υποστεί κάποια αδικία ή ζημιά. Τα εγκλήματα στο διαδίκτυο με τέτοια κίνητρα μπορεί να είναι κυβερνο-τρομοκράτηση, απειλές, δυσφήμιση, διασπορά ιών, επιθέσεις άρνησης υπηρεσιών κλπ.

δ) Πολιτικά κίνητρα. Οι επιθέσεις σε ιστοσελίδες και δίκτυα κάθε είδους εξτρεμιστών ή τρομοκρατών που προσπαθούν να διασπείρουν μίσος και προπαγάνδα, να επιτεθούν σε κυβερνητικές υπηρεσίες, να αποκομίσουν κέρδη για την χρηματοδότηση ή τον προγραμματισμό της δράσης τους.

ε) Σεξουαλικά κίνητρα. Τέτοια είναι αυτά των παιδόφιλων που διακινούν ή λαμβάνουν υλικό παιδικής πορνογραφίας, που προσεγγίσουν παιδιά με σκοπό την προσέλκυσή τους σε φυσική συνάντηση, βιαστών και δολοφόνων που μέσω της γνωριμίας με τα υποψήφια θύματα στο διαδίκτυο αποκτούν την εμπιστοσύνη τους και αφού τα συναντήσουν στον φυσικό κόσμο τα βιάζουν ή/και τα δολοφονούν.

Στ) Ψυχικές ασθένειες όπως σχιζοφρένεια, παράνοια, παραισθήσεις και άλλες σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Αυτά τα άτομα είναι ευκολότερο να καλύψουν την ασθένεια από τους άλλους στο ψηφιακό που δεν υπάρχει φυσική επαφή παρά στο φυσικό περιβάλλον όπου θα ήταν άμεσα αντιληπτοί. [35]

3. Ο ρόλος των ευκαιριών

Σημαντικό στοιχείο στη διαμόρφωση του εγκληματικού προτύπου για το τυπικό οικονομικό έγκλημα αποτελεί και η ύπαρξη της εγκληματικής ευκαιρίας. Η κατάχρηση, για παράδειγμα δεν θα μπορούσε να τελεστεί χωρίς την απαραίτητη πρόσβαση του υπαλλήλου – δράστη στο λογαριασμό ή τα κεφάλαια του πιθανού θύματος. Η χειραγώγηση μετοχών, η συμμετοχή σε καρτέλ χειραγώγησης τιμών των προϊόντων μπορεί να γίνει κυρίως από άτομα που έχουν τη θέση του χρηματιστή, του υψηλόβαθμου στελέχους κλπ. δηλαδή από αυτά που κατέχουν την κατάλληλη θέση. Για την ύπαρξη λοιπόν της εγκληματικής ευκαιρίας παραδοσιακά ήταν απαραίτητο κάποιο επαγγελματικό status.

Ο Coleman ήδη είχε επισημάνει ότι δεν αρκούν τα κίνητρα αλλά θα πρέπει να υπάρχει και η κατάλληλη ευκαιρία.[36] Η ευκαιρία, σύμφωνα με τον Coleman αποτελεί «την πιθανή πορεία μιας δράσης που διευκολύνεται από ένα ιδιαίτερο σύνολο κοινωνικών συνθηκών που ο δράστης ενσωματώνει στο ατομικό του σύστημα διαθέσιμων συμπεριφορών».[37]

Η πιθανή συμπεριφορά μετατρέπεται σε ευκαιρία όταν το άτομο αποκτά επίγνωση για αυτή και εμπίπτει στην κατηγορία των δράσεων που πραγματικά επιθυμεί να πράξει. Μια ευκαιρία θεωρείται κατάλληλη ή όχι αν τη δούμε από την πλευρά του δράστη. Αν πολλοί τη βλέπουν ως τέτοια, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι ελκυστική ευκαιρία με καθολική έννοια.[38]

3.1. Ο ρόλος των εγκληματικών ευκαιριών ανά κοινωνική κατηγορία

Κάθε κοινωνική κατηγορία διαθέτει ποικιλία ευκαιριών που δομεί τη συμπεριφορά των μελών της. Πολλοί έχουν ευκαιρία διάπραξης κάποιου οικονομικού ή άλλου εγκλήματος, κάποιοι όμως έχουν πιο ελκυστικές ευκαιρίες από κάποιους άλλους. Η κατανομή αυτών των ευκαιριών διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα δύο φύλα, στα διάφορα επαγγέλματα, τους οργανισμούς και τις βιομηχανίες.[39]

Το φύλο, σύμφωνα με τον Coleman αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα εγκληματικότητας. Στον τομέα του εγκλήματος του λευκού περιλαιμίου, σε έρευνα της Κ.Daly διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες διέφεραν από τους άνδρες στο ότι υπο-αντιπροσωπεύονταν και εμφανίζονταν πιο νέες, χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, κοινωνικού status, εισοδήματος, ενώ τα εγκλήματά τους ήταν λιγότερο αποδοτικά σε οικονομικό όφελος και λιγότερο εκλεπτυσμένα από αυτά των ανδρών.[40]

Οι Scraton και South αναγνωρίζουν την κοινωνική και επαγγελματική θέση ως διαφορετικούς τύπους ευκαιριών που μπορεί να προσφέρονται για τη διάπραξη αδικημάτων. Κάνουν συσχέτιση των εγκλημάτων που διαπράττονται από εργαζόμενους με χαμηλές αμοιβές και των πιεστικών εργασιακών συνθηκών. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι οι εργαζόμενοι στα χαμηλότερα κλιμάκια της επιχείρησης υφίστανται μεγαλύτερο έλεγχο και παρακολούθηση και όταν διαπράττουν αδικήματα αυτά γίνονται λιγότερο ανεκτά από τα αντίστοιχα των υψηλότερων στελεχών.[41]

Η S. Shapiro αποδίδει τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων στη διαφορετική κατανομή εμπιστοσύνης μεταξύ των υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι που πιθανά απολαμβάνουν μεγαλύτερης εμπιστοσύνης από την επιχείρηση, έχουν περισσότερες ευκαιρίες για να καταχρώνται αυτή την εμπιστοσύνη.[42]

Όσον αφορά την κατανομή των εγκληματικών ευκαιριών και το ύψος των εγκληματικών κερδών διαφέρει και ανάμεσα στα διαφορετικά επαγγέλματα. Επαγγέλματα που προσφέρουν ευκαιρίες για δωροδοκία και διαφθορά είναι αυτά των δημόσιων λειτουργών, των αστυνομικών και των πολιτικών, για κατάχρηση αυτά των λογιστών και κάποιων υπαλλήλων σε επιχειρήσεις και για απάτη τα επαγγέλματα που ασχολούνται με εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες όπως οι πωλητές και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη αλλά και οι αμειβόμενοι με ποσοστά επί των πωλήσεων υπάλληλοι σε σχέση με τους μισθωτούς.[43] Οι υπάλληλοι με ειδική πρόσβαση και γνώση ιδιαίτερων και ευαίσθητων στόχων, όπως υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων, μηχανικοί, τεχνικοί, νοσοκόμες είναι πιο πιθανό να διαπράξουν κλοπή.[44]

Οι διάφορες ποσοτικές έρευνες έχουν καταλήξει σε αντιφατικά μεταξύ τους αποτελέσματα όσον αφορά την επίδραση του είδους της αγοράς στο οποίο ανήκει μια βιομηχανία για τη δόμηση της εγκληματικής ευκαιρίας. Κάποιες συμφωνούν ότι υψηλότερες πιθανότητες εμπλοκής σε εγκληματικές δραστηριότητες, όπως απάτη, βιομηχανική κατασκοπεία, παραπλανητική διαφήμιση, εμφανίζουν οι βιομηχανίες που ανήκουν σε ανταγωνιστικές αγορές, ενώ άλλες ότι αντίθετα τέτοιες πιθανότητες είναι μεγαλύτερες σε ολιγοπωλιακές αγορές που εφαρμόζουν εναρμονισμένες πρακτικές και συμφωνίες για τον προσδιορισμό των τιμών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ποσοτικές έρευνες είναι αρκετά δύσκολο να είναι αντιπροσωπευτικές, οπότε οι Clinard και Yeager πρότειναν τη χρήση πιο εκλεπτυσμένων μεθόδων μελέτης. Τέτοιες μέθοδοι είναι οι μελέτες περίπτωσης (case studies) που επιτρέπουν την εξέταση των ιδιαίτερων συνθηκών που ευνοούν την εμφάνιση συγκεκριμένων μορφών εγκλήματος λευκού περιλαιμίου σε συγκεκριμένα είδη βιομηχανιών.[45]

Ένας άλλος παράγοντας που τείνει να ευνοεί την εμφάνιση εγκληματικών ευκαιριών στις βιομηχανίες, είναι σύμφωνα με τους Clinard και Yeager, η ύπαρξη αυστηρού νομοθετικού πλαισίου σχετικά με τη λειτουργία τους. Έτσι οι βιομηχανίες που τα προϊόντα και η λειτουργία τους παρουσιάζουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο, την υγεία του πληθυσμού, το φυσικό περιβάλλον ελέγχονται με αυστηρότερη νομοθεσία αλλά και παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά παραβίασής της.

Τα ερευνητικά δεδομένα επίσης δίνουν ενδείξεις για μετάδοση των παράνομων πρακτικών από την μια επιχείρηση στην άλλη. Αυτό αποδίδεται όχι μόνο στη διασπορά των κινήτρων και των εκλογικεύσεων, αλλά και των ανάλογων ειδικών μεθόδων που απαιτούνται για την εκμετάλλευση της εγκληματικής ευκαιρίας. Μια επιχείρηση που θέλει να ανταγωνιστεί τις ομοειδείς της επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν παράνομες πρακτικές για να μειώσουν το κόστος και τις τιμές τους θα αναγκαστεί πιθανότατα και η ίδια να μετέλθει τέτοιων πρακτικών.[46]

Στην περίπτωση των οργανισμών τα ευρήματα των Clinard και Yeager έδειξαν ότι πιο πιθανό να εκμεταλλευτούν τις εγκληματικές ευκαιρίες είναι οι εταιρείες με κέρδη σε φθίνουσα πορεία, με πενιχρά οικονομικά αποτελέσματα και οικονομικά προβλήματα. Όμως οι σύγχρονες επιχειρήσεις και οργανισμοί έχουν πιο πολύπλοκη οργάνωση, με πολλά τμήματα και εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας που δεν διαθέτουν μόνο ένα στόχο αλλά πολλούς επιμέρους στόχους που ανατίθενται για επίτευξη σε κάθε τμήμα. Η επιδίωξη του κάθε συγκεκριμένου στόχου από τους υπεύθυνους των τμημάτων και η ανάλογη πίεση που τους ασκείται από την ανώτερη διοίκηση για την επίτευξη τους, μπορεί να συνδέεται με την απόφαση για εμπλοκή τους σε εγκληματικές δραστηριότητες.[47] Αυτό συμβαίνει επειδή η στοχοθεσία υπερβολικά υψηλών στόχων που πολύ δύσκολα επιτυγχάνονται με νόμιμα μέσα μπορεί να οδηγήσει μερικά στελέχη στη χρήση παράνομων. Ακόμα η κατανομή των ευθυνών ανάμεσα στα διάφορα τμήματα, το προσωπικό και τους προϊστάμενους τους, φέρει ως αποτέλεσμα τελικά να μην αναλαμβάνει κανείς από αυτούς την ευθύνη για τις συνέπειες των δράσεων της επιχείρησης. Η πολυπλοκότητα των στόχων και των ευθυνών ανάμεσα στα ημιανεξάρτητα τμήματα των οργανισμών δημιουργεί πολλούς αυτόνομους δράστες και συνακόλουθα αυξάνει την πιθανότητα διάπραξης εγκλημάτων.[48]

3.2. Ο ρόλος των εκλογικεύσεων για την τέλεση του εγκλήματος

Εκτός από το κίνητρο και την κατάλληλη ευκαιρία απαραίτητες είναι και οι εκλογικεύσεις από πλευράς δράστη για να άρει τους ενδοιασμούς του και να προβεί στην τέλεση του εγκλήματος.

Οι Sykes και Matza θεώρησαν τις τεχνικές ουδετεροποίησης ως σημαντικό κομμάτι της έννοιας του «ευνοϊκού ορισμού για την παραβίαση του νόμου» στο πλαίσιο του διαφορικού συγχρωτισμού του Sutherland και τις διέκριναν σε πέντε κατηγορίες:

Η άρνηση της ευθύνης, ότι η εγκληματική πράξη έγινε ακούσια, κατά λάθος ή ήταν αποτέλεσμα πίεσης έξω από τον έλεγχο του δράστη.
Η άρνηση της ζημιάς που προκαλεί η εγκληματική δράση, ότι δεν παθαίνει κανείς τίποτα, ότι πρόκειται για δάνειο ή ότι το θύμα έχει πολλά χρήματα και δεν θα του λείψουν.
Η άρνηση της ύπαρξης θύματος, ότι δηλ. η πράξη του θύτη αποτελεί ένα είδος δίκαιης εκδίκησης, ανταπόδοσης, που το θύμα άξιζε να λάβει ενώ ο δράστης νοιώθει ως Ρομπέν των δασών.
Η καταδίκη των κατήγορων, όπου οι εκπρόσωποι του κοινωνικού ελέγχου θεωρούνται υποκριτές, παραβάτες οι ίδιοι ή ότι έχουν ιδιοτελή κίνητρα. Η αστυνομία κατηγορείται ως βίαιη, διεφθαρμένη, οι δάσκαλοι κάνουν διακρίσεις και οι γονείς «ξεσπούν πάνω στα παιδιά τους».
Η αφοσίωση σε υψηλότερη αξία, όπως η παροχή βοήθειας σε φίλους που ανήκουν στην ίδια υποκουλτούρα, αφορά εκλογικεύσεις του τύπου «δεν το έκανα για μένα», «όλοι τα βάζουν μαζί μου» ή «το άξιζαν να το πάθουν». [49]
Ο Cressey αξιοποίησε τις τεχνικές ουδετεροποίησης των Sykes και Matza στη μελέτη του οικονομικού εγκλήματος. Σύμφωνα με τον Cressey, οι καταχραστές δικαιολογούν την πράξη τους πιστεύοντας ότι «απλά δανείζονται τα χρήματα και ότι θα τα επιστρέψουν μόλις μπορέσουν. Αν μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει κάτι και έπειτα να το βάλει πίσω στη θέση του κανείς δεν παθαίνει τίποτα και είναι όλα εντάξει». Βέβαια οι δράστες εμπλεκόμενοι ολοένα και περισσότερο στην παράνομη δραστηριότητα είτε συλλαμβάνονται είτε συνειδητοποιούν ότι ποτέ δε θα μπορέσουν να επιστρέψουν όλα τα χρήματα. Σε άλλες μορφές εγκλήματος του λευκού περιλαιμίου οι εκλογικεύσεις που γίνονται είναι ότι η δράση τους «δεν βλάπτει κανέναν», ότι «παράνομη ναι αλλά όχι εγκληματική», ότι «το ίδιο κάνουν όλοι» ή ότι «ο ίδιος ο νόμος είναι άδικος». Για παράδειγμα οι επιχειρηματίες ισχυρίζονται ότι η (νομική) παρέμβαση και οι περιορισμοί του κράτους παραβιάζουν την βασική αρχή της ιδεολογίας του ελεύθερου ανταγωνισμού και της οικονομικής ελευθερίας και ως εκ τούτου ο νόμος είναι που προκαλεί βλάβη στο κοινωνικό σύνολο και όχι οι παρανομίες των επιχειρήσεων.

Μια εκλογίκευση που χρησιμοποιείται περισσότερο από υπαλλήλους που εγκληματούν εις βάρος της επιχείρησης που εργάζονται είναι ότι κάνουν την παρανομία προκειμένου να επιβιώσουν ή να βοηθήσουν φίλους και συγγενείς.

Άλλη εκλογίκευση, για τα επαγγελματικά εγκλήματα, τις κλοπές από υπαλλήλους κυρίως, είναι ότι ο δράστης δικαιούται τα χρήματα λόγω εκμετάλλευσής του από την επιχείρηση ή ότι η επιχείρηση τους οφείλει κάτι παραπάνω. [50]

Ο Cressey θεωρεί ότι ο δράστης δεν εφαρμόζει πάντα αποκλειστικά δικές του εκλογικεύσεις αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων χρησιμοποιεί τις τεχνικές εξουδετέρωσης που μαθαίνει από άλλους στο πλαίσιο της επιχειρηματικής κουλτούρας η οποία παρέχει στα άτομα όχι μόνο τα απαραίτητα κίνητρα αλλά και τις κατάλληλες εκλογικεύσεις.[51]

3.3. Η δόμηση του εγκληματικού προτύπου του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος ως συνδυασμός κινήτρων, εκλογικεύσεων και ευκαιρίας.

Η ευρύτατη διάδοση του διαδικτύου επιτρέπει πλέον την πρόσβαση στις εγκληματικές ευκαιρίες που αυτό προσφέρει όχι μόνο στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα αλλά και στις ευρύτερες μάζες πληθυσμού (εκδημοκρατισμός του διαδικτύου).

Όσον αφορά το ηλεκτρονικο-οικονομικό έγκλημα οι Grabosky και Walkley θεωρούν την εξάπλωση της πληροφορικής τεχνολογίας ως βασικό παράγοντα της αύξησης των δραστών με κίνητρο. Η ανάπτυξη των διαδικτυακών συναλλαγών, του ηλεκτρονικού εμπορίου, των ηλεκτρονικών δημοπρασιών, των χρηματιστηριακών συναλλαγών, των υπηρεσιών διαδικτυακής αποθήκευσης αρχείων και δεδομένων (τύπου cloud) έχουν δημιουργήσει ελκυστικούς στόχους και εγκληματικές ευκαιρίες σε δράστες με κίνητρο. [52]

Ο Coleman ασχολήθηκε, όπως είδαμε παραπάνω, με την εξήγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς ως έναν σύνθετο συνδυασμό κινήτρων και ευκαιριών. Εκτός από τα κίνητρα θα πρέπει να υπάρχει και η ανάλογη ευκαιρία, χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει έγκλημα ανεξάρτητα από τη δύναμη που μπορεί να ασκεί το κίνητρο στο άτομο. Κανένα κίνητρο δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει μια συμπεριφορά παρά μόνο σε συνδυασμό με τη μελέτη των ευκαιριών που είναι διαθέσιμες σε άτομα που κατέχουν θέσεις ισχύος. Η δομή του βιομηχανικού καπιταλισμού και η φύση του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων επιτρέπουν στα στελέχη τους τη δικαιολόγηση και εκλογίκευση των παράνομων συμπεριφορών και τους καθιστά δύσκολο να αντισταθούν στα οφέλη που αναμένονται από αυτές όταν τους παρουσιάζονται ελκυστικές ευκαιρίες για κέρδη.[53]

Η κατανομή των ευκαιριών σε συνδυασμό με τα κίνητρα διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο σκηνικό για την διάπραξη εγκλήματος. Οι εκλογικεύσεις, που αποτελούν σημαντικότατο συμπλήρωμα των κινήτρων, σχηματίζονται από τη μια ως απάντηση στο πλαίσιο συγκριμένης ευκαιριακής δομής και από την άλλη κάθε ευκαιρία απαιτεί και μια συμβολική κατασκευή για τη ψυχολογική προετοιμασία του δράστη και τη δημιουργία των απαραίτητων εκλογικεύσεων εκ μέρους του. Όμως, σύμφωνα με τον Coleman, ενώ το κίνητρο ενέχει μια υποκειμενική διάσταση λόγω του ότι είναι αποτέλεσμα ατομικής νοητικής κατασκευής, η ευκαιρία έχει μια αντικειμενική διάσταση λόγω του γεγονότος ότι σχηματίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες. [54]

H καταλληλότητα ή η ελκυστικότητα μιας ευκαιρίας έχει πιο αντικειμενική διάσταση από το κίνητρο και δομείται, σύμφωνα με τον Coleman από τέσσερεις παράγοντες: α) την αντίληψη του δράστη για το προσδοκώμενο όφελος, β) την αντίληψη του δράστη για τους πιθανούς κινδύνους ανακάλυψης, σύλληψης και τιμωρίας και τη συνεκτίμηση των κινδύνων με τα οφέλη, γ) τη συνάφεια της ευκαιρίας ως προς τις ιδέες, τις εκλογικεύσεις και τα πιστεύω του πιθανού δράστη, δ) την συνεκτίμηση της συγκεκριμένης εγκληματικής ευκαιρίας με άλλες πιθανές ευκαιρίες (για νόμιμη συμπεριφορά) που παρουσιάζονται στην αντίληψη του δράστη. Έτσι δεν είναι όλες οι ευκαιρίες ισοδύναμες, η καταλληλότητα της ευκαιρίας ουσιαστικά δομείται από την αλληλεπίδραση του κινήτρου του δράστη με τις δομικές συνθήκες της ευκαιρίας.[55]

Συναφής με την εκτίμηση του Coleman, είναι και αυτή του Cook στο πλαίσιο του ρόλου της ορθολογικής επιλογής σε σχέση με τη δόμηση της εγκληματικής ευκαιρίας. Έτσι ο εγκληματίας, επιδιώκοντας υψηλές ανταμοιβές με αντάλλαγμα ένα μικρό κόστος με όρους ρίσκου ή προσπάθειας που απαιτείται να καταβάλλει, επιλέγει την ευκαιρία με βάση τα παρακάτω χαρακτηριστικά: α) την εγγύτητα, όπου προτιμώνται στόχοι που βρίσκονται κοντά στα μέρη που δραστηριοποιείται ο δράστης παρά αυτοί που βρίσκονται μακριά, β) τις υψηλές ανταμοιβές, όφελος σε χρήματα ή αντικείμενα αξίας, γ) την ύπαρξη ευάλωτου στόχου – θύματος με αδυναμία υπεράσπισης ή προστασίας του, δ) το κόστος που εκφράζεται με την πιθανότητα σύλληψης και τη βαρύτητα της ποινής.[56]

Η Shapiro διέκρινε διάφορες τεχνικές που χρησιμοποιούν οι δράστες για να αποκτήσουν και να εκμεταλλευτούν την εμπιστοσύνη των θυμάτων τους κατά την διαμόρφωση της εγκληματικής τους ευκαιρίας. Τέτοιες τεχνικές περιλαμβάνουν την παραπληροφόρηση σχετικά με τα αληθινά κίνητρα της χορήγησης κεφαλαίων σε αναπτυσσόμενες χώρες, χάλκευση ερευνητικών δεδομένων, παραποίηση των αποτελεσμάτων ιατρικών εξετάσεων και ερευνών από φαρμακευτικές εταιρείες κλπ. [57]

Παρόμοιες τεχνικές κατάχρησης εμπιστοσύνης σύμφωνα με τους Grabosky και Walkley   εφαρμόζονται και στον ψηφιακό χώρο. Η διαφορά είναι ότι ενώ στον πραγματικό κόσμο η εμπιστοσύνη βασίζεται στην φυσική επαφή δράστη και θύματος, στον ψηφιακό αυτό πραγματοποιείται μέσω των δικτύων επικοινωνίας.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη διαμόρφωση του μοτίβου εμπιστοσύνης στον ψηφιακό χώρο είναι η απουσία φυσικής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, με εξ αποστάσεως επικοινωνία και η ανωνυμία. Για παράδειγμα οι phishers χρησιμοποιούν το όνομα γνωστών και καταξιωμένων εταιρειών για να προσεγγίσουν και να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη θυμάτων προκειμένου να τους αποσπάσουν εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης γίνεται μέσω email, συμμετοχής σε δωμάτια συνομιλίας (chat rooms), αποστολής ενημερωτικών φυλλαδίων κλπ.

 Η εξαπάτηση και παραπλάνηση των θυμάτων σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του δράστη και των προθέσεών του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό και στην ανωνυμία που παρέχει το ψηφιακό περιβάλλον. Η ανωνυμία στον κυβερνοχώρο επιτρέπει στους ψηφιακούς δράστες τη δυνατότητα να παρέχουν παραπλανητικά στοιχεία για την ταυτότητά τους, τη φύση της συναλλαγής ή τις αληθινές προθέσεις τους, προκειμένου να πείσουν τα υποψήφια θύματα τους, όπως παιδιά για να τους συναντήσουν, αγοραστές προϊόντων μέσω διαδικτυακών δημοπρασιών, επενδυτές μετοχών, κάτοχους τραπεζικών λογαριασμών, άτομα για να παρενοχλήσουν, να εκβιάσουν κλπ. [58]

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο για τη δόμηση του εγκληματικού προτύπου του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος αποτελεί η έλλειψη «ικανών φυλάκων» που να αποτρέπουν τη δημιουργία των εγκληματικών ευκαιριών η οποία παρουσιάζεται και στον παγκόσμιο ψηφιακό ιστό, όπως και στο παραδοσιακό έγκλημα του λευκού περιλαιμίου. Η έλλειψη «ικανών φυλάκων» όσον αφορά τον χώρο του διαδικτύου εμφανίζεται με την μορφή αδυναμίας επιβολής του νόμου από πλευράς διωκτικών αρχών, έλλειψη ενημέρωσης των χρηστών για την ανάγκη λήψης μέτρων ασφάλειας και άμυνας έναντι των διαδικτυακών κινδύνων, ευάλωτα συστήματα υπολογιστών και δικτύων όπως και έλλειψη προθυμίας καταγγελίας των εγκλημάτων στις αρχές. [59]

Η κατάχρηση της εμπιστοσύνης του θύματος από τον δράστη και η έλλειψη «ικανών φυλάκων» κατέχει κεντρική σημασία στη διαμόρφωση του εγκληματικού προτύπου και τη δημιουργία της εγκληματικής ευκαιρίας για τον ψηφιακό δράστη όπως και για τον παραδοσιακό.

Συμπερασματικά, το ηλεκτρονικο-οικονομικό έγκλημα ευνοείται από τη συνύπαρξη τριών παραγόντων: κίνητρο, εκλογίκευση, ευκαιρία. Το έγκλημα αυτού του είδους είναι πιο πιθανό να τελεστεί όταν διαθέτει ευκολία διάπραξης, κίνητρο για το δράστη το υψηλό αναμενόμενο όφελος, χαμηλό κίνδυνο επισήμανσης, δικαιολογία και ευνοείται από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται περιστασιακά. Τα κίνητρα είναι σημαντικά για τη διάπραξη του ηλεκτρονικο-οικονομικού εγκλήματος και αφορούν κυρίως την ικανοποίηση αναγκών όπως απόκτηση πλούτου, χρήματος, φήμης, ατομικής επιτυχίας. Ο δράστης υπολογίζει ορθολογικά τα οφέλη και τα κόστη, με βάση την προσπάθεια που απαιτείται και τους πιθανούς κινδύνους που συνεπάγεται η διάπραξη του εγκλήματος, τις ανταμοιβές, τις ευκαιρίες που ευνοούν τη δράση και τις εκλογικεύσεις που κάνει πριν προβεί στην τέλεση του εγκλήματος.

Τα στοιχεία που δομούν την εγκληματική ευκαιρία αποτελούν η εγγύτητα του στόχου στον δράστη, η ύπαρξη ευάλωτου στόχου που δεν διαθέτει επαρκή φύλαξη, το υψηλό αναμενόμενο όφελος και ο χαμηλός κίνδυνος σύλληψης και επιβολής ποινής. Το ψηφιακό περιβάλλον διαθέτει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή τουλάχιστον δημιουργεί στον πιθανό δράστη την αίσθηση ότι τα διαθέτει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Backhouse J. & Gurpreet D. (1995), “Managing computer crime: a research outlook”, Computers & Security,  14 (7), σσ. 645-651
Benson M. & Madensen T. (2007), “Situational Crime Prevention and White-Collar Crime” στο Pontell Henry N., Geis Gilbert, ed’s, International Handbook of White-Collar and Corporate Crime, New York, σσ. 609-626
Brantigham P. L. & Brantigham P. J. (2008), “Environment, Routine, and Situation: Toward A Pattern Theory of Crime”, στο Routine Activity And Rational Choice, Clarke R. & Felson M. Ed’s, Advances in Criminological Theory, 5, Second printing σσ. 259-294
Clarke R. (1995), “Situational Crime Prevention”, Crime and Justice, 19, The University of Chicago Press, σσ. 91-150
Clarke R., ed. (1997) “Situational Crime Prevention Successful Case Studies”, Second Edition, School of Criminal Justice Rutgers University, Harrow and Heston, Publishers, ανακτήθηκε από www.popcenter. org/library/reading/PDFs/scp2_intro.pdf, Φεβρ. 2014
Cohen L. & Felson M. (1979), “Social change and crime rate trends: a routine activity approach“, American Sociological Review, 44, σσ. 588–608
Coleman J. W. (1987), “Toward an integrated theory of white-collar crime”, American Journal of Sociology, 93
Coleman J. W. (1995), “Motivation and Opportunity, Understanding the Causes of White-Collar Crime” στο Geis G., Meier R., Salinger L., White-collar crime, Classic and Contemporary Views, 3rd ed., N.York, σσ. 360-381
Cook P. (1986), «The Demand and Supply of Criminal Opportunities», Crime and Justice, 7 σσ. 1-27, University of Chicago Press, ανακτήθηκε από http://www.jstor.org/stable/1147515? origin=JSTOR-pdf, Μάρτ. 2014
ornish D., & Clarke R. editors (1986), The Reasoning Criminal: Rational Choice Perspectives on Offending, Springer-Verlag, New Brunswick, New Jersey
Fattah E. (2008), “The Rational Choice/Opportunity Perspectives as a Vehicle for Integrating Criminological and Victimological Theories” στο Clarke R. & Felson M. Eds (2008), Routine Activity And Rational Choice. Advances In Criminological Theory, Second printing, σ.σ.225-259
Felson M. & Clarke R. (1998), Opportunity makes the thief, Editor: Barry Webb, Police Research Group, London: Home Office
Goldstein Arnold P. (1994),The Ecology Of Aggression, Plenum Press, N. York
Grabosky P. & Walkley S. (2007), “Computer Crime and White-Collar Crime” στο Geis Gilbert, Pontell Henry N. ed’s, International Handbook of White-Collar and Corporate Crime, New York, σσ. 364-375
Jahankhani H. & Al-Nemrat A. (2011), “Cybercrime Profiling and Trend Analysis” στο Babak Akhgar, Simeon Yates, Editors, Intelligence Management, Springer-Verlag, London σσ. 181- 197
Jeffery C. & Zahm D. (2008), “Crime Prevention through Environmental Design, Opportunity Theory, and Rational Choice Models” στο Ronald V. Clarke and Marcus Felson Eds, Routine Activity And Rational Choice, Advances in Criminological Theory, 5, Second printing
Homans G. (1961), Social Behavior: Its Elementary Forms, New York: Harcourt Brace Jovanovich
Κραμβία –Καπαρδή Μ., Τσολάκης Χ. (2011), Οικονομικά εγκλήματα στις επιχειρήσεις, Αθήνα, Κριτική
Κουράκης Ν. (1998), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, β΄ εκδ., Αθήνα- Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα
Κουράκης Ν. (2004), «Ηλεκτρονικά Εγκλήματα και Εγκλήματα στο Διαδίκτυο», στο Λάζος Γ., Οικονομική Εγκληματικότητα ΙΙ, Σημειώσεις Πάντειο Παν/μιο
Λάζος Γ. (2001), Πληροφορική και Έγκλημα, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη
Λάζος Γ.(2004), «Οικονομική Εγκληματικότητα ΙΙ», Σημειώσεις, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Maslow A. (1943), “A Τheory of human motivation”, Psychological Review, 50(4), Jul. 1943, σσ. 370-396, ανακτήθηκε από http://psychclassics. yorku.ca/Maslow/motivation.htm, Μάιος 2014
 Parsi B. (2004), “Marcus K. Felson: The Routine Activity Theory”, ανακτήθηκε από http://www.criminology.fsu.edu/crimtheory/2004/felson.doc, Ιαν. 2014
Shinder D. Ed. ( 2002), Scene of cybercrime Computer Forensics Handbook, Syngress Publishing
Shapiro, S. P. (1990), «Collaring the Crime Not the Criminal: Reconsidering the Concept of White-Collar Crime», American sociological review, 55(3), σ.σ. 346-365
Sykes G. & Matza D. (1957), «Techniques of Neutralization: A Theory of Delinquency», American Sociological Review, 22, 6, σσ. 664- 670.



---------------------
Όταν επενδυτές που χρησιμοποιούν το ίντερνετ τροφοδοτούνται σκόπιμα με παραπλανητικές πληροφορίες για προβλεπόμενες τιμές μετοχών.
Βλ. Λάζος Γ. (2004), σσ. 67-69.
Shinder D. (2002), σσ. 353-354.
Parsi B. & Brian R. (2004).
Felson M. & Clarke R. (1998).
Ο Homans όρισε την κοινωνική ανταλλαγή «ως την ανταλλαγή δραστηριοτήτων, περισσότερο ή λιγότερο επωφελών, μεταξύ τουλάχιστον δυο προσώπων», βλ. Homans G. (1961), σ. 13.
Goldstein A. (1994), σσ. 52-53.
Cornish D. & Clarke R. (1986).
Cohen L.& Felson M. (1979).
Brantigham P. L & Brantigham P.J. (2008), σσ. 259-294.
Benson M. & Madensen T. (2007), σσ. 609-626.
Cook P. (1986), ό.π.
Felson M. & Clarke R. (1998), σσ. 1-34
Maslow A. (1943)
Maslow A., ό.π.
Αρχικός στόχος των θεωριών αυτών δεν ήταν να μελετήσουν τα κίνητρα των δραστών, τα οποία παίρνουν ως δεδομένα, αλλά το πώς οι κοινωνικές δομές μετατρέπουν τις εγκληματικές ροπές σε δράση.
Jahankhani H. & Al-Nemrat A. (2011), σσ. 188-189.
Βλ. Cohen L. & Felson M. (1979).
«να βρίσκεται στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή».
Shinder D. (2002), σ.113.
Κραμβιά – Καπαρδή Μ. & Τσολάκης Χ. (2011), σ.46.
Βλ. Fattah E. (2008).
Coleman J.W. (1995), σσ. 360-381
Coleman J.W., ό.π.
«δικαιολόγησης» ή «ουδετεροποίησης» (neutralization), βλ. Sykes G. & Matza D. (1957).
Ο ρόλος των εκλογικεύσεων εξετάζεται παρακάτω σε ξεχωριστή παράγραφο.
Coleman J.W. (1995), σσ. 369-372.
Coleman J.W. (1987), σ.156
σύμφωνα με την κλασική ωφελιμιστική θεωρία
Coleman J.W. (1995), σσ. 369-372.
Βλ. αναφορά σε Baumhart (1961) στο Coleman J.W. (1987), σ. 160.
Βλ. αναφορά σε Silk & Vogel (1976) στο Coleman J.W. (1987), σ. 160.
Coleman J. W. (1995), σσ. 369-372
Shinder D. (2002), σ.113
Shinder D. (2002), σσ. 112-119.
Coleman J.W (1995), σσ. 360-381.
Coleman J.W. (1987), σ. 156.
Coleman J.W., ό.π.
Coleman J.W., ό.π.
Coleman J.W. (1995), σ. 378.
Backhouse J. & Gurpreet D. (1995).
Shapiro S. (1990).
Coleman J.W. (1987), σ.σ. 153-183.
Coleman J.W. (1995), σ. 377.
Coleman J.W. (1995), σ. 373.
Coleman J.W. (1995), ό.π..
Coleman J.W. (1995), σσ. 376-377.
Coleman J.W. (1987), σ. 179.
Sykes G. & Matza D. (1957), ό.π.
Βλ. αναφορά στον Cressey στο Coleman J.W. (1995), σσ. 366-369.
Coleman J.W. (1995), σσ. 366-369.
Grabosky P. & Walkley S. (2007), σσ. 358-375.
Βλ. και παραπάνω για τα κίνητρα.
Coleman J.W. (1987), σ. 171.
Coleman J.W. (1994), σσ. 171-172.
Cook P. (1986).
Shapiro S. (1990).
Grabosky P. & Walkley S. (2007), ό.π.
Grabosky P. & Walkley S. (2007), ό.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου