Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να παρουσιάσει έναν από τους βασικούς πυλώνες ποινικής νομοθέτησης στην χώρα μας κατά την χρονική περίοδο όπου κυριαρχεί η οικονομική κρίση. Όπως έχουμε δείξει σε άλλη εργασία μας[1], η εποχή της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας σηματοδότησε μια αρχική «στροφή» στην (ήδη επιλεκτική[2]) λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος βρέθηκαν νέες συμπεριφορές που μέχρι τη στιγμή εκείνη η απαξία τους ήταν υποτιμημένη τόσο από το νομοθέτη, όσο και από την κοινή γνώμη: τα εγκλήματα που στρέφονται κατά (των εσόδων) του Δημοσίου, τα εγκλήματα «διαφθοράς» που τελούνται από δημοσίους υπαλλήλους και κρατικούς λειτουργούς, τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας αύξησαν αρχικά τον όγκο των υπό εκδίκαση δικογραφιών[3] και δημιούργησαν ένα νέο τύπο «εκπροσώπου» στα ελληνικά σωφρονιστικά καταστήματα.
Στο πλαίσιο αυτό αφενός θεσπίστηκαν νέες Αρχές και μηχανισμοί δίωξης εγκλημάτων με συνεκτικό ιστό την διαφθορά και την εν γένει οικονομική εγκληματικότητα και αφετέρου εμφανίζεται μια συνεχής θέσπιση νομοθετημάτων με κοινό χαρακτηριστικό την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη σε συγκεκριμένες κατηγορίες οικονομικών εγκλημάτων. Ειδικότερα:
α) Στο πεδίο της δημιουργίας νέων Αρχών και μηχανισμών δίωξης εγκλημάτων εισήχθησαν οι θεσμοί του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος (με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3943/2011)[4], του εισαγγελέα διαφθοράς (με το άρθρο 2 παρ. 1 ν. 4022/2011 και το άρθρο 76 του ν. 4139/2013), η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (με το ν. 3932/2011) και η οικονομική αστυνομία.
β) Περαιτέρω εμφανίζεται μια συνεχής θέσπιση νομοθετημάτων με κοινό χαρακτηριστικό την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Έτσι εμφανίζεται ότι κατά τα έτη 2008-2014 έλαβαν χώρα πλήθος νομοθετικών παρεμβάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν ποινικές διατάξεις με τις οποίες δημιουργείται νέο αξιόποινο σε βαθμό κακουργήματος, είτε με εισαγωγή νέων διατάξεων (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προβλέπονται στο πλαίσιο κυρώσεων διεθνών συμβάσεων, Οδηγιών και Αποφάσεων – Πλαίσιο[5]) είτε με επαύξηση του αξιοποίνου σε ήδη υπάρχουσες εγκληματικές πράξεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων[6], όπως -μεταξύ άλλων- η φοροδιαφυγή, η διαφθορά, η λαθρεμπορία, τα λεγόμενα οικονομικά εγκλήματα, αλλά και τα εγκλήματα που αναφέρονται στην βίαιη και στην οργανωμένη εγκληματικότητα. Ειδικότερα για τις κατηγορίες των συγκεκριμένων εγκλημάτων:
- i) Στον χώρο των ποινικών προβλέψεων των εγκλημάτων κατά της φοροδιαφυγής, παρατηρούμε ότι:
– με το ν. 3888/2010 αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 18 και 19 του ν. 2523/1997, με προβλεπόμενες και ποινές καθείρξεως,
– με το ν. 3943/2011 διευρύνθηκαν νομοτυπικές μορφές και διαδικασίες[7] ενώ αυξήθηκε το πλαίσιο των προβλεπόμενων ποινών (από κάθειρξη έως 10 έτη σε πρόσκαιρη κάθειρξη έως 20 έτη),
- ii) Στο πεδίο της ποινικής καταστολής των εγκλημάτων κατά της διαφθοράς παρατηρούμε ότι[8]:
– με το ν. 4254/2014 αντικαταστάθηκε το άρθρο 159 ΠΚ (Δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων) και προστέθηκε τα άρθρα 159 Α ΠΚ (Δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων), τιμωρούμενα με ποινή καθείρξεως, αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 235 ΠΚ (Δωροληψία υπαλλήλου), 236 ΠΚ (Δωροδοκία υπαλλήλου), τα οποία προβλέπουν ποινή κάθειρξης έως 10 έτη, αντικαταστάθηκε το άρθρο 237 ΠΚ (Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών) με προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης, προστέθηκαν τα άρθρα 237 Α ΠΚ (Εμπορία επιρροής – Μεσάζοντες) και 237 Β ΠΚ (Δωροληψία και Δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα) που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, τροποποιήθηκε το άρθρο 238 ΠΚ (για την δήμευση των «δώρων» στις πράξεις δωροδοκίας), αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 263 Α (έννοια υπαλλήλου), 263 Β (Μέτρα επιείκειας για όσους συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς) του ΠΚ,
– με το ν. 3849/2010 προστέθηκαν στο ν. 3213/2003 νέα εγκλήματα (άρθρο 4, «Παράνομος πλουτισμός», άρθρο 5 «Προσφορά για άσκηση επιρροής», άρθρο 6 «Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης» με προβλεπόμενες ποινές κάθειρξης μέχρι 10 έτη στις διακεκριμένες περιπτώσεις, ενώ τροποποιήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 187 ΠΚ,
– με το ν. 3666/2008 αντικαταστάθηκαν τα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των του άρθρο δεύτερο του ν. 2656/1998 (ΦΕΚ 265 Α) του άρθρου τρίτο του ν. 2803/2000 (ΦΕΚ 48 Α), του άρθρου πέμπτου του ν. 3560/2007 (ΦΕΚ 103 Α), με προβλεπόμενες ποινές κάθειρξης στις διακεκριμένες περιπτώσεις τέλεσης [9].
iii) Σε ότι αφορά τις προβλέψεις των εγκλημάτων κατά της λαθρεμπορίας, παρατηρούμε ότι:
– με το ν. 4177/2013 προβλέπονται (άρθρο 20) ειδικές κυρώσεις για κατόχους αδειών εμπορίας και λιανικής εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, όπου προβλέπεται ποινή κάθειρξης για τον δράστη που εμπορεύεται, παραχωρεί, κατασκευάζει ή εγκαθιστά τα μέσα για τη διάπραξη του αδικήματος (παρ. 4),
– με το ν. 4155/2013 προστέθηκε παρ. 9 στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 31 του ν. 3784/2009 (Α` 137) όπου τιμωρούνται με κάθειρξη όσοι επεμβαίνουν χωρίς εξουσιοδότηση, τροποποιούν ή αλλοιώνουν με οποιονδήποτε τρόπο και μορφή μέρη (υλικά, κατασκευαστικά μεταφοράς πληροφοριών, συνδέσεων, διεπαφών, λογισμικού κλπ.) ή αλλοιώνουν παραγόμενα στοιχεία του συστήματος, που φυλάσσονται ή/και αποστέλλονται στη βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, καθώς και όσοι διαπιστώνεται κατά τον έλεγχο ότι διακινούν/εμπορεύονται καύσιμο μέσω αντλιών ή δεξαμενών που δεν έχουν περιληφθεί στο εγκατεστημένο σύστημα εισροών – εκροών,