Βίαιη διακοπή δίκης και σιωπηρή εκούσια επανάληψή της. Ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την τέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλειας, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Μορφές ιατρικής αμέλειας. Αδικοπρακτική ιατρική ευθύνη. Παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως παραβιασθούν οι κανόνες και οι αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και υπαίτια. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι’ αποζημίωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, την οποία επικαλείται ο ασθενής. Αν από αμελή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Λούκια Λάμπρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανασία Ταμπάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Σιμιτσή, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Όλγα Οικονόμου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του στις 16 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Νέου Κόσμου Αττικής, επί της οδού ..., η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων της ΝΔ και ΕΜ, που κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., 2) …, 3) ..., απάντων κατοίκων Χαλανδρίου Αττικής, επί της οδού ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ΚΒ, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «........................ ΚΛΙΝΙΚΗ», που εδρεύει στο ......... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΠΛ.
Η καλούσα-ενάγουσα, με την από 01.11.2011 κλήση της, με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.01.2014, και μετά από αναβολές, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 26.03.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2011 αγωγή της κατά των 1) ..., νομίμως εκπροσωπούμενου από την προσωρινή δικαστική συμπαραστάτριά του ..., στο πρόσωπο του οποίου η δίκη διακόπηκε βιαίως λόγω θανάτου και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΗΤΕΡΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ».
ΚΑΤΑ ΤΉ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρονται με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011 κλήση, η με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2010 αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α' 287 παρ.1, και 290 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο θάνατος διαδίκου, ο οποίος όμως πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του αποβιώσαντος, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει μόνο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, όχι όμως και με τις προτάσεις αφού αυτές δεν επιδίδονται. Περαιτέρω, η δίκη που έχει διακοπεί μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή ακόμη και ταυτοχρόνως με τη δήλωση διακοπής οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης. Ακόμη οπό το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 62, 73, 242 παρ. 1 και 313 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το αποτέλεσμα της διακοπής και της επαναλήψεως της δίκης επέρχεται εφόσον τόσο το διακοπτικό γεγονός όσο και η γνωστοποίηση του επισυμβούν το βραδύτερο μέχρι την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, διότι μετά το πέρας αυτής και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως δεν υπάρχει στάδιο διακοπής της δίκης και η απόφαση εκδίδεται εγκύρως στο όνομα των αρχικών διαδίκων (ΑΠ 1252/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2003 ΕλλΔνη 2003.1347). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος απεβίωσε στις 24.08.2011 (βλ. το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 5327/2011 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου με αριθμό 28/4/2011 της Ληξιάρχου Δήμου Αμαρουσίου), δηλαδή μετά την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής το γεγονός δε αυτό γνωστοποίησαν με δήλωση τους στο ακροατήριο, κατά τη δικάσιμο της 06.10.2011, οι έχοντες το δικαίωμα αυτό, υπό στοιχεία 1-3 καθ' ων η κλήση (άρθρα 286 περ. α', 287 του ΚΠολΔ). Έτσι η προκείμενη δίκη διακόπηκε βιαίως και επαναλήφθηκε εκουσίως σιωπηρά (άρθρο 290 του ΚΠολΔ), καθώς οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι τα τέκνα του από το γάμο του με την πρώτη των καθ' ων η κλήση, δεύτερο και τρίτη αυτών και την ανωτέρω σύζυγο του, (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 12267/2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αμαρουσίου) παραστάθηκαν στη δίκη αυτή δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βασιλάκη και κατέθεσαν προτάσεις. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ουδόλως αμφισβητούνται από τους αντιδίκους τους, ιδίως ενόψει του ότι οι τελευταίοι στρέφουν τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους κατά των συνεχιζόντων τη δίκη διαδίκων και όχι κατά του αρχικώς εναγομένου.
Κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 "περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το όρθρο 47 ΕισΝΑΚ, "ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και τη μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς εξέταση του ασθενούς εργαστηριακές εξετάσεις ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη-πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κ.λπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΘεσ 318/2015 ΕλλΔνη 2015.1722, ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝ 1988.139, βλ. παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠλημΣαμ 19/2001 ΠοινΔνη 2001.1114). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ (ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007) το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§ 2 εδ. β'), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης συναφώς νόθου αντικειμενικής ευθύνης με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (σχετικά ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1227/2007, Φουντεδάκη, ό.π. σ. 91-91, 100-102, την ίδια, Αστική Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής ΧρΙδΔ 2010. 786 επ..).
Εξάλλου, αμέλεια, κατ' άρθρον 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν αφενός μπορούσε να προβλεφθεί το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου η αποτροπή του ήταν δυνατή με την καταβολή της απαιτούμενης επιμέλειας. Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114, I. Καρόκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 29 επ.). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωση του γι’' αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης περιουσιακής ή ηθικής την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρ. 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης διαρκούς ή ευκαιριακής το ένα από τα πρόσωπα αυτό (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως και ευθύνη του διατηρούντος την κλινική φυσικού ή νομικού προσώπου, υπάρχει και στη συνηθισμένη πλέον σήμερα περίπτωση που η σχέση του ιατρού με την κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία σε κλινική ή ίδρυμα που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό και τα θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, άσχετα με την αμοιβή του ιατρού, που καταβάλλεται στον τελευταίο απευθείας από τον ασθενή. Υφίσταται δε και στην περίπτωση αυτή εξάρτηση, διότι και με αυτή τη μορφή συνεργασίας μεταξύ κλινικής ή νοσηλευτικού ιδρύματος και ιατρού, η δραστηριότητα του τελευταίου εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης του διατηρούντος την κλινική ή το ίδρυμα προσώπου, το οποίο χρησιμοποιεί τους ιατρούς αυτούς, συνήθως διαπρεπείς προκειμένου να αποκτήσει η κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα αίγλη και να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και έτσι να ωφεληθεί από τη δραστηριότητα του ιατρού. Πάντως όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το όρθρο 24 ΑΝ 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προοτηθέντος διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 1362/2007).