Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΠΠρΑθ 1227/2018 : "Διακοπή κι επανάληψη δίκης - Ιατρική αμέλεια - Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Ολική υστερεκτομή – Ιστολογική εξέταση - Πρόστηση - Ευθύνη διατηρούντος κλινική"



Βίαιη διακοπή δίκης και σιωπηρή εκούσια επανάληψή της. Ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την τέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλειας, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Μορφές ιατρικής αμέλειας. Αδικοπρακτική ιατρική ευθύνη. Παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως παραβιασθούν οι κανόνες και οι αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και υπαίτια. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι αποζημίωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, την οποία επικαλείται ο ασθενής. Αν από αμελή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Λούκια Λάμπρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανασία Ταμπάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Σιμιτσή, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Όλγα Οικονόμου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του στις 16 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Νέου Κόσμου Αττικής, επί της οδού ..., η οποία παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων της ΝΔ και ΕΜ, που κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., 2) , 3) ..., απάντων κατοίκων Χαλανδρίου Αττικήςεπί της οδού ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ΚΒπου κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «........................ ΚΛΙΝΙΚΗ», που εδρεύει στο ......... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΠΛ.
Η καλούσα-ενάγουσα, με την από 01.11.2011 κλήση της, με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.01.2014, και μετά από αναβολές, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 26.03.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2011 αγωγή της κατά των 1) ..., νομίμως εκπροσωπούμενου από την προσωρινή δικαστική συμπαραστάτριά του ..., στο πρόσωπο του οποίου η δίκη διακόπηκε βιαίως λόγω θανάτου και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΗΤΕΡΑ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ».

ΚΑΤΑ ΤΉ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρονται με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 190015/2434/2011 κλήση, η με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 67646/3853/2010 αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α' 287 παρ.1, και 290 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο θάνατος διαδίκου, ο οποίος όμως πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του αποβιώσαντος, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει μόνο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως, όχι όμως και με τις προτάσεις αφού αυτές δεν επιδίδονται. Περαιτέρω, η δίκη που έχει διακοπεί μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή ακόμη και ταυτοχρόνως με τη δήλωση διακοπής οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης. Ακόμη οπό το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 62, 73, 242 παρ. 1 και 313 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το αποτέλεσμα της διακοπής και της επαναλήψεως της δίκης επέρχεται εφόσον τόσο το διακοπτικό γεγονός όσο και η γνωστοποίηση του επισυμβούν το βραδύτερο μέχρι την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, διότι μετά το πέρας αυτής και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως δεν υπάρχει στάδιο διακοπής της δίκης και η απόφαση εκδίδεται εγκύρως στο όνομα των αρχικών διαδίκων (ΑΠ 1252/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2003 ΕλλΔνη 2003.1347). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος απεβίωσε στις 24.08.2011 (βλ. το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 5327/2011 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου με αριθμό 28/4/2011 της Ληξιάρχου Δήμου Αμαρουσίου), δηλαδή μετά την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής το γεγονός δε αυτό γνωστοποίησαν με δήλωση τους στο ακροατήριο, κατά τη δικάσιμο της 06.10.2011, οι έχοντες το δικαίωμα αυτό, υπό στοιχεία 1-3 καθ' ων η κλήση (άρθρα 286 περ. α', 287 του ΚΠολΔ). Έτσι η προκείμενη δίκη διακόπηκε βιαίως και επαναλήφθηκε εκουσίως σιωπηρά (άρθρο 290 του ΚΠολΔ), καθώς οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι τα τέκνα του από το γάμο του με την πρώτη των καθ' ων η κλήση, δεύτερο και τρίτη αυτών και την ανωτέρω σύζυγο του, (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 12267/2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αμαρουσίου) παραστάθηκαν στη δίκη αυτή δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βασιλάκη και κατέθεσαν προτάσεις. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ουδόλως αμφισβητούνται από τους αντιδίκους τους, ιδίως ενόψει του ότι οι τελευταίοι στρέφουν τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους κατά των συνεχιζόντων τη δίκη διαδίκων και όχι κατά του αρχικώς εναγομένου.

Κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 "περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το όρθρο 47 ΕισΝΑΚ, "ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και τη μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς εξέταση του ασθενούς εργαστηριακές εξετάσεις ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη-πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κ.λπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΘεσ 318/2015 ΕλλΔνη 2015.1722, ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝ 1988.139, βλ. παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠλημΣαμ 19/2001 ΠοινΔνη 2001.1114). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ (ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007) το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§ 2 εδ. β'), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης συναφώς νόθου αντικειμενικής ευθύνης με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (σχετικά ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1227/2007, Φουντεδάκη, ό.π. σ. 91-91, 100-102, την ίδια, Αστική Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής ΧρΙδΔ 2010. 786 επ..).
Εξάλλου, αμέλεια, κατ' άρθρον 330 του ΑΚ, υπάρχει όταν αφενός μπορούσε να προβλεφθεί το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου η αποτροπή του ήταν δυνατή με την καταβολή της απαιτούμενης επιμέλειας. Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114, I. Καρόκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 29 επ.). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωση του γι’' αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης περιουσιακής ή ηθικής την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρ. 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης διαρκούς ή ευκαιριακής το ένα από τα πρόσωπα αυτό (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως και ευθύνη του διατηρούντος την κλινική φυσικού ή νομικού προσώπου, υπάρχει και στη συνηθισμένη πλέον σήμερα περίπτωση που η σχέση του ιατρού με την κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία σε κλινική ή ίδρυμα που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό και τα θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, άσχετα με την αμοιβή του ιατρού, που καταβάλλεται στον τελευταίο απευθείας από τον ασθενή. Υφίσταται δε και στην περίπτωση αυτή εξάρτηση, διότι και με αυτή τη μορφή συνεργασίας μεταξύ κλινικής ή νοσηλευτικού ιδρύματος και ιατρού, η δραστηριότητα του τελευταίου εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης του διατηρούντος την κλινική ή το ίδρυμα προσώπου, το οποίο χρησιμοποιεί τους ιατρούς αυτούς, συνήθως διαπρεπείς προκειμένου να αποκτήσει η κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα αίγλη και να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και έτσι να ωφεληθεί από τη δραστηριότητα του ιατρού. Πάντως όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το όρθρο 24 ΑΝ 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προοτηθέντος διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 1362/2007).

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

"ROLES BEYOND LAWYERS" Summary and Recommendations of an Evaluation of the New York City Court Navigators Program and its Three Pilot Projects



Prepared by Rebecca L. Sandefur, American Bar Foundation, and Thomas M. Clarke, National Center for State Courts, with support from the Public Welfare Foundation

Research Summary and Recommendations 

Introduction

There is now a major movement in the United States to expand the use of appropriately trained and supervised individuals without full formal legal training to provide help to people who would otherwise be without legal assistance of any kind. The general approach has been endorsed by The Commission on the Future of Legal Services of the American Bar Association, 1 and by the Guidance issued by the National Center for State Courts in support of the Justice for All Strategic Planning Initiative developed in response to a recent resolution of the Conferences of Chief Justices and State Court Administrators.2 

The need for such innovations is clear. At the time this evaluation was conducted, approximately 90 percent of tenants facing eviction in New York City did not have a lawyer, while the vast majority of landlords did. 3 Research from the National Center for State Courts shows that in 70 percent of nondomestic civil cases in urban counties, one party is unrepresented while the other has lawyer representation.4 

The first comprehensive evaluation of programs providing assistance through staff or volunteers without full formal legal training provides important evidence that these initiatives can influence the experiences of unrepresented litigants in positive ways and can also shape the outcomes of court cases, including legal and real-life outcomes. 

The umbrella program, New York City Court Navigators, makes use of trained and supervised individuals with no prior formal legal training to provide one-on-one assistance to unrepresented litigants in the City’s Housing and Civil Courts. Navigators provide information, assist litigants in accessing and completing court-required simplified forms, attend settlement negotiations and accompany unrepresented litigants into the courtroom. If judges address direct factual questions to a Navigator, the Navigator is authorized to respond. 

In February 2014, three distinct Navigator pilot projects began operation in New York City Courts as part of the larger Navigator program. Two of these pilot projects involve volunteer Navigators. A third pilot project involves experienced caseworkers on the staff of a non-profit organization; these caseworkers had previously performed more limited roles. 

The evaluation of the New York City Court Navigators program was conducted by researchers from the American Bar Foundation and the National Center for State Courts, under a research project supported by the Public Welfare Foundation. The research assessed the appropriateness, efficacy, and sustainability of each of the three Navigator pilot projects. The program design and evaluation frameworks, published elsewhere5 , were newly developed for the evaluation as models for general use in access to justice evaluation research. 

The positive results of the three Navigator pilot projects were produced in a context that is both adverse and supportive. The New York City Courts are among the most chaotic and overloaded in the United States. That the pilot projects showed evidence of positive contributions in such environments suggests that such programs could be effective in a wide range of jurisdictions. At the same time, the New York City Courts are leaders in developing innovations to provide fairness for unrepresented litigants. The fact that the courtrooms in which Navigators worked were those in which other significant efforts had already been made to improve the experiences of unrepresented parties may have been an important support to the pilot projects, making some results easier to achieve here than might be the case elsewhere. Alternatively, Navigators working in courts that have not made efforts to improve the experiences of unrepresented litigants could be found to have comparatively larger influence on litigant experience and case outcomes. 


Key Findings: Evidence of Program Impact

The three Navigator pilot projects differ in important respects, but all involve the same core capacities: providing to unrepresented litigants the services of information, moral support, and accompaniment to negotiations with the other side’s attorneys and into courtrooms. Navigators are authorized to respond to questions from court attorneys and judges and to prompt litigants to provide additional information. Complete descriptions of each pilot project are available in the full Report.6 The evaluation uncovered evidence that assistance from appropriately trained and supervised individuals without formal legal training is associated with changes in a range of outcomes, including both legal and real-life outcomes. 

Principal findings of the evaluation include: 

 The Access to Justice Navigators Pilot Project is built around trained volunteer Navigators “for-theday.” These Navigators assist unrepresented litigants in understanding and moving through nonpayment or debt collection proceedings. Access to Justice Navigators currently operate in a variety of housing courts and in consumer debt cases in civil court in New York City. Surveys of litigants revealed that litigants who received the help of any kind of Navigator were 56 percent more likely than unassisted litigants to say they were able to tell their side of the story. 

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

"Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στους κανόνες περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων των κρατών μελών και περί δεδικασμένου που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις" (της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)


Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στους κανόνες περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων των κρατών μελών και περί δεδικασμένου που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις.
Θα εξετασθεί συνοπτικά η επιρροή του ενωσιακού δικαίου, πρώτον, στους κανόνες περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων των κρατών μελών και θα αναλυθεί η απόφαση C-453/00, Kühne & Heitz (Υπόθεση C453.00) και, δεύτερον, στους κανόνες περί δεδικασμένου που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις, με ανάλυση των αποφάσεων Kapferer (C-234:04) και Lucchini (C-119:05) .
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Οι επιδράσεις του ενωσιακού δικαίου στο νομικό καθεστώς της διοικητικής πράξης είναι μεν πολλές, πλην όμως συγκεκριμένες και οριοθετημένες [O. Dubos, Droit administratif et droit communautaire, J-Cl. Adm., fasc. 24, 2007, n° 8]. Η ανάκληση, δηλαδή η μερική ή ολική άρση της ισχύος διοικητικής πράξης, για το μέλλον ή αναδρομικώς, με την έκδοση άλλης νεότερης πράξης (της ανακλητικής), είναι το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα, άμεσης και δραστικής επιρροής του ενωσιακού δικαίου στους σχετικούς εθνικούς κανόνες.
Η ανάκληση των εθνικών διοικητικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ’εφαρμογή του ενωσιακού/κοινοτικού δικαίου διέπεται από διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, στα πλαίσια της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, κατά την οποία η εκτέλεση του δικαίου της Ένωσης εντός των κρατών μελών πραγματοποιείται σύμφωνα με τους εθνικoύς διαδικαστικούς και δικονομικούς κανόνες, τηρουμένων βεβαίως των αρχών της ισοδυναμίας [δηλαδή της ισότιμης διαδικαστικής και δικονομικής μεταχείρισης των δικαιωμάτων που απορρέουν από το εθνικό και από το κοινοτικό δίκαιο], αφενός, και της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου [κατά την οποία, οι εθνικές διατάξεις διαδικαστικού και δικονομικού χαρακτήρα δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που ο πολίτης αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο], αφετέρου. Πράγματι, παγίως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχεται συναφώς τα εξής:«Ελλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που έχουν σκοπό να εξασφαλίζουν τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας)» (ενδεικτικά, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, C‑78/98, Preston κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑3201, σκέψη 31, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑201/02, Wells, Συλλογή 2004, σ. I-723, σκέψη 67). Ο δυναμικός χαρακτήρας όμως της ενωσιακής έννομης τάξης ανέδειξε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και η πρακτική του αποτελεσματικότητα (effet utile) διακυβεύονται από εθνικές διατάξεις διαδικαστικού ή δικονομικού χαρακτήρα στις οποίες στηρίζονται τα μέτρα εκτέλεσης του δικαίου αυτού. Έτσι, σε τομείς οικονομικής δραστηριότητας που έχουν αποτελέσει αντικείμενο προχωρημένης εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο, νομοθετήματα της Ένωσης επιβάλλουν την υποχρέωση ανάκλησης εθνικών διοικητικών πράξεων αντίθετων προς την κοινοτική νομοθεσία, ρυθμίζοντας διεξοδικά τόσο τις προϋποθέσεις όσο και τεχνικά ζητήματα, όπως ο χρόνος ανάκλησης.
Εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις ρητής πρόβλεψης της υποχρέωσης ανάκλησης σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, από το 2004 διαμορφώθηκε και παγιώθηκε νομολογιακά η γενική υποχρέωση επανεξέτασης οριστικής διοικητικής πράξης προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης στην οποία προέβη εν τω μεταξύ ο δικαστής της Ένωσης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά ορισμένες προϋποθέσεις, με συνέπεια τη μετατροπή της διακριτικής ευχέρειας ανάκλησης των διοικητικών πράξεων σε δέσμια αρμοδιότητα επανεξέτασής τους [βλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2004, C-453/00, Kühne & Heitz (Συλλογή 2004, σ. I‑837), της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑392/04 και C‑422/04, i-21 Germany και Arcor (Συλλογή 2006, σ. I‑8559), και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C-2/06, Willy Kempter KG (Συλλογή 2008, σ. Ι-411)].
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στους τομείς της κρατικής δραστηριότητας που ενδιαφέρουν άμεσα την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι προϋποθέσεις της ανάκλησης των διοικητικών πράξεων καθορίζονται και από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου. Κατωτέρω εξετάζονται διαδοχικά οι περιπτώσεις της ρητής πρόβλεψης υποχρέωσης ανάκλησης (Ι) και  η νομολογιακή κατασκευή σχετικά με τις προϋποθέσεις υποχρεωτικής επανεξέτασης διοικητικών πράξεων λόγω αντίθεσης προς το ενωσιακό δίκαιο (ΙΙ).
 Ι. Πρόβλεψη της υποχρέωσης ανάκλησης από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης
Στα πλαίσια της έμμεσης εκτέλεσης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αρχής της διαδικαστικής και δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών που τη διέπει, η ανάκληση των αντίθετων προς το ενωσιακό δίκαιο πράξεων των εθνικών διοικητικών οργάνων ρυθμίζεται από τους κανόνες και τις γενικές αρχές περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων του εκάστοτε εθνικού δικαίου, οι οποίες αποτελούν συγκερασμό της αρχής της νομιμότητας και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι οι ίδιες αρχές διέπουν εν πολλοίς και την ανάκληση των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (βλ., ενδεικτικά, ΔΕΚ της 12ης Ιουλίου 1957, 7/56, 3-7/57, Αlgera, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157, της 22ας Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, Snupat, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599, της 12ης Ιουλίου 1962, 14/61, Hoogovens, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 779: «μολονότι προσήκει να αναγνωριστεί σε κάθε κοινοτικό όργανο που διαπιστώνει ότι η πράξη που εξέδωσε πάσχει παρανομία το δικαίωμα να την ανακαλέσει εντός ευλόγου χρόνου με αναδρομική ισχύ, το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί από την ανάγκη προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αποδέκτη της πράξεως ο οποίος βασίσθηκε στη νομιμότητά της»). Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να επιβάλει γενική υποχρέωση ανάκλησης των αντίθετων προς το ενωσιακό δίκαιο εθνικών διοικητικών πράξεων, εφόσον οι γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που υπαγορεύουν τη διατήρηση ευμενών, τουλάχιστον, διοικητικών πράξεων αποτελούν αρχές και του δικαίου αυτού. Μια τέτοια υποχρέωση είναι δυνατόν να πηγάζει μόνον από ρητή και ανενδοίαστη διάταξη του κοινοτικού/ενωσιακού δικαίου σε τομείς που υπάγονται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα της Ένωσης.
Χαρακτηριστική περίπτωση συναφώς αποτελεί το άρθρο 108 ΣΛΕΕ (πρώην 88 ΣΕΚ), που επιβάλλει την υποχρέωση του κράτους μέλους να καταργήσει ή να τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει τηνκρατική ενίσχυση ως προς την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87 ΣΕΚ). Πράγματι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αφενός, οι σχετικές υποχρεώσεις του κράτους μέλους ρυθμίζονται επακριβώς στα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, οπότε η αρχή της υπεροχής επιβάλλει να τεθεί εκποδών οποιαδήποτε εθνική διάταξη περί περιορισμού της ανακλήσεως κάθε ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά κρατικής ενίσχυσης, και, αφετέρου, η παράβαση των κανόνων της Ένωσης θίγει το ενωσιακό συμφέρον, εφόσον το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του δικαιούχου της ενίσχυσης νοθεύει τον ανταγωνισμό. Εν προκειμένω, μάλιστα, οι εθνικές αρχές έχουν υποχρέωση και όχι διακριτική ευχέρεια ως προς την ανάκληση των αποφάσεων περί χορήγησης, αφού η αναδρομική εξαφάνιση της σχετικής πράξης είναι το μόνο μέσον αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης και, συνεπώς, εξασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου (ΔΕΚ της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 47· της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland GmbH, Συλλογή 1997, σ. I-1591, σκέψη 34: «η αρμόδια αρχή υποχρεούται, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, να ανακαλέσει την απόφαση περί χορηγήσεως παρανόμως δοθείσης ενισχύσεως, σύμφωνα με οριστική απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα την ενίσχυση ασύμβατη και απαιτούσα την αναζήτησή της, ακόμη και αν αυτή άφησε να παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται για τον σκοπό αυτό από το εθνικό δίκαιο χάριν της ασφάλειας δικαίου»).

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 187Α ΠΚ § 1 – ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 46 §5 επ. ΤΟΥ Ν. 4310/2014 [της Αθηνάς Ιωάννου, Δικηγόρου Αθηνών-ΜΔ Ποινικών Επιστημών]




Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα εισήγηση συνιστά όσον αφορά στον «κορμό» του περιεχομένου της τη διπλωματική εργασία της γράφουσας, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος Ποινικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, “εμπλουτισμένη” με επιπλέον προβληματισμούς ενόψει της πρόσφατης ψήφισης του ν. 4310/2014 (ΦΕΚ Α΄258/8-12-2014) με τίτλο «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία και άλλες διατάξεις.» και συγκεκριμένα του άρθρου 46 αυτού.
Με αυτήν επιχειρείται αρχικά η ερμηνευτική προσέγγιση της νομικής διάταξης του άρθρου 187Α παρ. 1  Ποινικού Κώδικα, με τίτλο Τρομοκρατικές Πράξεις, με σκοπό την εκ του σύνεγγυς θεώρηση θεμελιωδών προβλημάτων που ανακύπτουν κατ’ αυτήν και με πρακτικό αντίκρυσμα φυσικά, την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, θα παρουσιαστούν δε και θα τεθούν προς προβληματισμό τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει η παραπάνω μελέτη και διαδικασία σε συνδυασμό με την ανάλυση του άρθρου του νεοψηφισθέντος νόμου 4310/2014.

ΙΙ. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΑΡΘΡΟ 187Α ΠΚ
Η Παράγραφος 1 και το τρομοκρατικό έγκλημα

 Με το νόμο 3251/2004 (ΦΕΚ Α’ 127/ 09.07.2004), ενσωματώθηκε εν πολλοίς στην ελληνική έννομη τάξη η από 13.06.2002 Απόφαση –Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον ορισμό και τις κατευθυντήριες σχετικά με τις τρομκρατικές πράξεις και εισήχθη στο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού μας Κώδικα με τίτλο «Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης» το άρθρο 187Α με τίτλο «Τρομοκρατικές Πράξεις».[1] Παρακάτω λοιπόν εκτίθενται τα επιμέρους στοιχεία του εγκλήματος αυτού, από άποψη νομοτυπικής μορφής και συγκεκριμένα η παράγραφος 1 του οικείου κυρωτικού κανόνα.
Στην παράγραφο 1 τυποποιείται το αξιόποινο τρομοκρατικό έγκλημα, ήτοι οι τρομοκρατικές πράξεις συνιστώμενες από την τέλεση ενός ή περισσότερων κοινών εγκλημάτων που αναφέρονται περιοριστικά-απαγορευόμενης της αναλογικής διεύρυνσης[2]- στον εκεί κατάλογο, με την επιπρόσθετη συνδρομή ενός αντικειμενικού και ενός υποκειμενικού στοιχείου. Αφενός δηλαδή της ιδιαίτερης περίστασης του τρόπου ή της έκτασης ή των συνθηκών που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και αφετέρου του σκοπού σοβαρού εκφοβισμού ενός πληθυσμού, παράνομου εξαναγκασμού δημόσια Αρχής ή διεθνούς  οργανισμού να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.

α. Η αντικειμενική υπόσταση
        i.           i.- «όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα……με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες..»
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς αναγιγνώσκοντας τη διάταξη είναι το γεγονός ότι τιμωρείται ο δράστης του άρ. 187ΑΠΚ παρ.1 είτε τελεί ένα μόνον μεμονωμένο έγκλημα του οικείου καταλόγου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου είτε περισσότερα, στοιχείο που δεν υπήρχε πριν την εισαγωγή του άρθρου. Έπειτα, θα πρέπει, βάσει όσων προαναφέρθηκαν και για λόγους σαφήνειας και οριοθέτησης αξιοποίνου να προσδιοριστούν τα τρία στοιχεία- διαζευκτικώς τιθέμενα- που συγκροτούν τη λεγόμενη «ιδιαίτερη περίσταση». Πρέπει πριν από όλα να επισημανθεί ότι κοινός παρανομαστής του τρόπου τέλεσης, των συνθηκών και της έκτασης είναι η ποιότητά τους, η φύση τους ως τέτοιων που να είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό, συνεπώς η κρίση περί του ποιος τρόπος, ποια έκταση και ποιες συνθήκες είναι αυτές που εμπίπτουν και περιγράφονται στον κανόνα δικαίου, δέον να συνδυάζονται, να φιλτράρονται και να ερμηνεύονται με βάση αυτό το στοιχείο, τη δυνατότητα βλάβης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο κείμενο της Απόφασης –Πλαίσιο δεν γίνεται λόγος για την ιδιαίτερη αυτή περίσταση υπό τους όρους και έννοιες που χρησιμοποιεί ο Έλληνας νομοθέτης αλλά αναφέρεται στη φύση των προσβολών και στο συναφές πλαίσιό τους, όπως έχει αποδοθεί στην Ελληνική γλώσσα.[3] 
Είναι δε εξαιρετικής σημασίας να τονιστεί και το εξής: Τα στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιούνται κάθε φορά με σκοπό προσδιορισμού και αξιολόγησης της ιδιαίτερης περίστασης που απαιτεί η παράγραφος 1 του άρ. 187ΑΠΚ αναδεικνύουν, κατά την άποψή μας, ένα από τα βασικά διαφοροποιητικά σημεία του τρομοκρατικού εγκλήματος, της τρομοκρατικής πράξης από τα άλλα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι το τρομοκρατικό έγκλημα είναι έγκλημα επικοινωνιακό[4], συνδέεται δηλαδή με ένα κοινωνικό νόημα. Σαφώς είναι γνωστή η διδασκαλία του ποινικού δικαίου για την εξωτερίκευση της «πράξης» και το κοινωνικό νόημά της και στις λοιπές περιπτώσεις. Αυτό όμως που διαφοροποιεί την τρομοκρατία και το δράστη της και που προσδίδει ένα ιδιαίτερο στοιχείο στην ίδια την πράξη είναι η μετουσίωση του κοινωνικού νοήματος και περιεχομένου μιας άδικης πράξης (την οποία συνιστά ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου) σε ένα άλλο, διαφορετικό. Κι αυτό διότι, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, το έγκλημα δεν είναι αποσυνδεδεμένο από το σκοπό του. Συνεπώς ο τρομοκράτης με έναν τρόπο «χρησιμοποιεί» ή θέτει στη διάθεσή του τα εγκλήματα του καταλόγου της παρ. 1 του άρθρου ως μέσα, για να επιτύχει ένα σκοπό. Θεωρούμε θεμελιώδη τη σύλληψη αυτή που ενυπάρχει στο τρομοκρατικό έγκλημα, για την κατανόησή του σε βάθος και την αναγκαία διαφοροποίηση και διάκρισή του έναντι άλλων  πράξεων.

      ii.            ii. «…που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά..»

Από τη χρήση της φράσης αυτής στο κείμενο του νόμου συνάγεται σαφώς ότι διαπλάθεται ένα έγκλημα διακινδύνευσης. Ως γνωστόν η διακινδύνευση συνιστά μορφή προσβολής ενός εννόμου αγαθού. Ο προσδιορισμός της έννοιας του κινδύνου στην ποινική δογματική έχει ούτως ή άλλως αποτελέσει ένα δυσχερές εγχείρημα. Ο κίνδυνος είναι μια έννοια διαθετική και διαβαθμίσιμη, έτσι ώστε στηρίζεται μεν σε δεδομένα της εμπειρίας (πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν μια κατάσταση) και ολοκληρώνεται με μια πιθανολογική κρίση στο επίπεδο της θεωρητικής γλώσσας.[5] Βάσει της νομολογίας του Γερμανικού Ακυρωτικού, η έννοια του κινδύνου αποδίδεται ως μία αντικανονική, ασυνήθιστη κατάσταση, που υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις επιτρέπει να θεωρήσουμε την επέλευση της βλάβης ως πιθανής.[6] Το έγκλημα του άρ. 187Α ΠΚ παρ. 1 συνιστά έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης σύμφωνα με τη διδασκαλία του ποινικού δικαίου.[7] Το στοιχείο το οποίο τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν είναι ρητά ο κίνδυνος, είναι όμως η δυνατότητα βλάβης μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού, η γενική ικανότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο. Παρατηρείται δηλαδή μία μετατόπιση της ποινικής προστασίας προς τα εμπρός, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στα εγκλήματα διακινδύνευσης, καθώς η δυνατότητα βλάβης του εννόμου αγαθού συνιστά μια κατάσταση κινδύνου για αυτό, από την οποία προστατεύεται ποινικά.[8] Η έννοια των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, τα οποία αποκαλούνται και εγκλήματα καταλληλότητας (Eignungsdelikte), έχει επικριθεί στη θεωρία για το λόγο ότι αντίκειται στην αρχή της ενοχής, επειδή ελαχιστοποιεί τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου, δυσχεραίνει τη διάγνωση κάποιας πραγματικής προσβολής εννόμου αγαθού και ανοίγει έτσι δρόμο σε νομοθετικές αυθαιρεσίες.[9] Ωστόσο, παρά τη δυσχέρεια στη διάγνωση της πραγματικής προσβολής, η οποία είναι υπαρκτή και ρεαλιστική, δεν θεωρούμε αφενός ότι η έννοια των αδικημάτων αυτών αντίκειται στην αρχή της ενοχής καθώς στην περίπτωση αυτή κρίσιμο είναι το στοιχείο του χρόνου, κατά τον οποίο γίνεται η εκτίμηση της δυνατότητας βλάβης και άρα κινδύνου. Υπό αυτήν την έννοια, μία αναδρομική κρίση δεν αντίκειται άνευ άλλου τινός στην αρχή της ενοχής ούτε αποτελεί επιχείρημα κατά τη γνώμη μας ότι ελαχιστοποιούνται οι προϋποθέσεις του αξιοποίνου. Το αξιόποινο οφείλει να εδράζεται σε ικανές προϋποθέσεις, ώστε να προσδιορίζεται επαρκώς και να μην καταλείπονται αμφιβολίες ούτε όμως να αφήνονται περιθώρια διεύρυνσης αυτού. Πρέπει να σημειωθεί δε ότι αναφορικά με τα επιμέρους έννομα αγαθά τα οποία προσβάλλονται κάθε φορά από την τέλεση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου της παραγράφου 1, σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετείται έγκλημα βλάβης.
Ο προσδιορισμός εντούτοις του αποτελέσματος της τρομοκρατικής πράξης (δηλαδή της σοβαρής βλάβης), ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης, δεν είναι επαρκής στο μέτρο που εξίσου ανεπαρκής είναι και ο προσδιορισμός της βλάβης, που έχει τη δυνατότητα να επιφέρει η πράξη εκ του τρόπου, της έκτασης ή των συνθηκών υπό τις οποίες τελείται.[10] Πάντως, το στοιχείο του σοβαρού της βλάβης, έχει υποστηριχθεί, ότι αποτελεί αόριστη νομική έννοια. Σε αυτήν δε την περίπτωση, ο δικαστής κατά την εφαρμογή του νόμου θα επιφορτιστεί με το έργο αυτό, ήτοι την αξιολόγηση των συγκεκριμένων συνθηκών τέλεσης, ώστε να μη θεωρηθεί λ.χ. μια απλή φθορά, χωρίς σοβαρή διακινδύνευση, κατά τη διάρκεια λ.χ. της επίσκεψης  ενός ξένου ηγέτη, ως «τρομοκρατική πράξη». [11]



    iii.                  iii. «..μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό.»

Σχετικά με το νόημα της λέξης «χώρα» ή του «διεθνούς οργανισμού» επικρατεί επίσης μία ασάφεια, η οποία χρήζει αποσαφήνισης. Στη σχετική Απόφαση-Πλαίσιο, γίνεται χρήση των όρων «country» και «international organisation». Στην ελληνική γλώσσα και στο κείμενο του νόμου αποδίδεται με το λεκτικό «χώρα» και «διεθνής οργανισμός». Κι ενώ εξαρχής ίσως να μην είναι ορατό, ωστόσο γεννάται πληθώρα προβληματισμών σε σχέση με τις ως άνω έννοιες, το εύρος και τη χρήση τους στον ποινικό κανόνα. Στασιάζεται το ζήτημα εάν ο νομοθέτης εννοεί χώρα και τι εννοεί ως χώρα ή εννοεί Κράτος και τι εννοεί ως Κράτος με την έννοια του τι εμπίπτει σε αυτό, στην περίπτωση που όντως εννοεί Κράτος.  Έχει υποστηριχθεί ότι οι δύο αυτοί όροι, με έμφαση τη χώρα, είναι πολυσήμαντοι και εμφανίζουν πολλές επιφάνειες προσβολής, καθώς οι επιμέρους έννοιες στις οποίες εξειδικεύονται είναι καταρχήν και κατ’ είδος περισσότερες. Το κράτος ειδικότερα, στην αντικειμενική του εννοιολογική σύνθεση δεν εκφράζει ένα, αλλά περισσότερα έννομα αγαθά, όσα και οι αντικειμενικές έννοιες που το συγκροτούν, όπως η (εσωτερική) πολιτική του υπόσταση ή πολίτευμα, η διεθνής του εμφάνιση, που περιλαμβάνει την εδαφική του ακεραιότητα, διεθνείς σχέσεις και αμυντική του θωράκιση, η πολιτειακή εξουσία, η δημόσια τάξη, η στρατιωτική υπηρεσία αλλά και τα οικονομικά του συμφέροντα.[12]
 Ωστόσο παραμένει το ερώτημα ποια η ακριβής-όσο το δυνατόν- έννοια του χρησιμοποιούμενου όρου χώρα στη διάταξη; Όπως παραπάνω επισημάνθηκε, η Απόφαση –Πλαίσιο χρησιμοποιεί τον όρο «country» και όχι «State» για παράδειγμα ως δηλωτικού του Κράτους και της Πολιτείας. Ο Έλληνας νομοθέτης συμμορφούμενος με την εν λόγω γραμματική διατύπωση, μετέφερε τον όρο χώρα στο κείμενο.  Από μια παρατήρηση σε αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, διαπιστώνεται ότι η ο νομοθέτης χρησιμοποιεί ενίοτε τον όρο Χώρα ενίοτε τους όρους Πολιτεία και Κράτος, προσδίδοντας ταυτόσημη έννοια και για να περιγράψει όμοια μεγέθη, αγαθά.
Επιχείρημα αντλείται από τα άρθρα 138 επ. και 146 ΠΚ. Τα άρθρα αυτά αφορούν στην προδοσία της χώρας.  Τα άρθρα 138 και 139 ΠΚ φέρουν τους τίτλους «επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας» και «προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης της χώρας», μολονότι στο κείμενό τους γίνεται αναφορά σε ελληνικό κράτος. Το ίδιο διαπιστώνει κανείς και στα άρθρα 140 επ. Επιπλέον τα άρθρα 145 και 146, επίσης εντασσόμενα στο κεφάλαιο με τίτλο «προδοσία της χώρας» κάνουν λόγο για ελληνική πολιτεία. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τα άρθρα αυτά συνίσταται κατά βάση στην εξωτερική υπόσταση του Ελληνικού Κράτους, την ύπαρξή του δηλαδή στο διεθνές πεδίο, τη διεθνή ειρηνική του υπόσταση, την ύπαρξή του σε κατάσταση ειρηνικής συμβίωσης στο διεθνές πεδίο κ.ά.  Μάλιστα τονίζεται ότι στο χαρακτηρισμό «προδοσία της χώρας» περιλαμβάνονται διάφορα αδικήματα, τα οποία έχουν ως κοινό γνώρισμα ότι κατευθύνονται κατά της εξωτερικής ασφάλειας της Πολιτείας και κατά των συμφερόντων αυτής, που συνδέονται με την κατάσταση των διεθνών της σχέσεων και με την κατάσταση των δυνάμεών της προς τις δυνάμεις των άλλων πολιτειών.[13] Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η χρήση του όρου χώρα στη διάταξη του άρ. 187ΑΠΚ νοείται κατά τον τρόπο που την εννοεί ο νομοθέτης στα ως άνω άρθρα που περιγράφηκαν, όπου όπως προαναφέρθηκε χρησιμοποιούνται κατά συνωνυμία και οι όροι Κράτος και Πολιτεία χωρίς κάποια ιδιαίτερη διάκριση ή ειδοποιό διαφοροποίηση. Γενικότερα, από τα παραπάνω καθίσταται περισσότερο φανερό ότι μολονότι ο νομοθέτης μπορεί να χρησιμοποιεί εναλλάξ τους όρους χώρα, κράτος, πολιτεία για να δηλώσει και να προσδιορίσει την εξωτερική κατά βάση υπόσταση του κράτους στο διεθνές πεδίο, ο όρος χώρα παραπέμπει ευθέως και κατά σαφέστερο τρόπο σε πτυχές όπως η εδαφική ακεραιότητα, η γεωγραφική-εδαφική επικράτεια-περιφέρεια, κατά τρόπο που να διαχωρίζεται η Ελλάδα και κάθε Χώρα από άλλες στο πεδίο διεθνών σχέσεων. Αυτή η άποψη συμβαδίζει τόσο με τα ως άνω λεχθέντα σε σχέση με την προστασία που παρέχει η Ελλάδα σε αναγνωρισμένες από αυτή χώρες, καθώς και με τις επιλογές του νομοθέτη αναφορικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στην προδοσία της χώρας. Επίσης συνάδει και με το πνεύμα της Απόφασης-Πλαίσιο όσο και με το πνεύμα και τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη του ν. 3251/2004, σύμφωνα με την οποία στόχος του νόμου ήταν η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, εσωτερικής και διεθνούς και η άμεση απάντηση της διεθνούς κοινότητας στη διεθνή τρομοκρατία, ως μορφής αυξημένης και επικίνδυνης εγκληματικότητας που προέρχεται από εγκληματικές οργανώσεις.[14]