Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 187Α ΠΚ § 1 – ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΝΟΨΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 46 §5 επ. ΤΟΥ Ν. 4310/2014 [της Αθηνάς Ιωάννου, Δικηγόρου Αθηνών-ΜΔ Ποινικών Επιστημών]




Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα εισήγηση συνιστά όσον αφορά στον «κορμό» του περιεχομένου της τη διπλωματική εργασία της γράφουσας, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος Ποινικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, “εμπλουτισμένη” με επιπλέον προβληματισμούς ενόψει της πρόσφατης ψήφισης του ν. 4310/2014 (ΦΕΚ Α΄258/8-12-2014) με τίτλο «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία και άλλες διατάξεις.» και συγκεκριμένα του άρθρου 46 αυτού.
Με αυτήν επιχειρείται αρχικά η ερμηνευτική προσέγγιση της νομικής διάταξης του άρθρου 187Α παρ. 1  Ποινικού Κώδικα, με τίτλο Τρομοκρατικές Πράξεις, με σκοπό την εκ του σύνεγγυς θεώρηση θεμελιωδών προβλημάτων που ανακύπτουν κατ’ αυτήν και με πρακτικό αντίκρυσμα φυσικά, την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, θα παρουσιαστούν δε και θα τεθούν προς προβληματισμό τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει η παραπάνω μελέτη και διαδικασία σε συνδυασμό με την ανάλυση του άρθρου του νεοψηφισθέντος νόμου 4310/2014.

ΙΙ. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΑΡΘΡΟ 187Α ΠΚ
Η Παράγραφος 1 και το τρομοκρατικό έγκλημα

 Με το νόμο 3251/2004 (ΦΕΚ Α’ 127/ 09.07.2004), ενσωματώθηκε εν πολλοίς στην ελληνική έννομη τάξη η από 13.06.2002 Απόφαση –Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον ορισμό και τις κατευθυντήριες σχετικά με τις τρομκρατικές πράξεις και εισήχθη στο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού μας Κώδικα με τίτλο «Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης» το άρθρο 187Α με τίτλο «Τρομοκρατικές Πράξεις».[1] Παρακάτω λοιπόν εκτίθενται τα επιμέρους στοιχεία του εγκλήματος αυτού, από άποψη νομοτυπικής μορφής και συγκεκριμένα η παράγραφος 1 του οικείου κυρωτικού κανόνα.
Στην παράγραφο 1 τυποποιείται το αξιόποινο τρομοκρατικό έγκλημα, ήτοι οι τρομοκρατικές πράξεις συνιστώμενες από την τέλεση ενός ή περισσότερων κοινών εγκλημάτων που αναφέρονται περιοριστικά-απαγορευόμενης της αναλογικής διεύρυνσης[2]- στον εκεί κατάλογο, με την επιπρόσθετη συνδρομή ενός αντικειμενικού και ενός υποκειμενικού στοιχείου. Αφενός δηλαδή της ιδιαίτερης περίστασης του τρόπου ή της έκτασης ή των συνθηκών που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και αφετέρου του σκοπού σοβαρού εκφοβισμού ενός πληθυσμού, παράνομου εξαναγκασμού δημόσια Αρχής ή διεθνούς  οργανισμού να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.

α. Η αντικειμενική υπόσταση
        i.           i.- «όποιος τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα……με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες..»
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς αναγιγνώσκοντας τη διάταξη είναι το γεγονός ότι τιμωρείται ο δράστης του άρ. 187ΑΠΚ παρ.1 είτε τελεί ένα μόνον μεμονωμένο έγκλημα του οικείου καταλόγου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου είτε περισσότερα, στοιχείο που δεν υπήρχε πριν την εισαγωγή του άρθρου. Έπειτα, θα πρέπει, βάσει όσων προαναφέρθηκαν και για λόγους σαφήνειας και οριοθέτησης αξιοποίνου να προσδιοριστούν τα τρία στοιχεία- διαζευκτικώς τιθέμενα- που συγκροτούν τη λεγόμενη «ιδιαίτερη περίσταση». Πρέπει πριν από όλα να επισημανθεί ότι κοινός παρανομαστής του τρόπου τέλεσης, των συνθηκών και της έκτασης είναι η ποιότητά τους, η φύση τους ως τέτοιων που να είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό, συνεπώς η κρίση περί του ποιος τρόπος, ποια έκταση και ποιες συνθήκες είναι αυτές που εμπίπτουν και περιγράφονται στον κανόνα δικαίου, δέον να συνδυάζονται, να φιλτράρονται και να ερμηνεύονται με βάση αυτό το στοιχείο, τη δυνατότητα βλάβης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο κείμενο της Απόφασης –Πλαίσιο δεν γίνεται λόγος για την ιδιαίτερη αυτή περίσταση υπό τους όρους και έννοιες που χρησιμοποιεί ο Έλληνας νομοθέτης αλλά αναφέρεται στη φύση των προσβολών και στο συναφές πλαίσιό τους, όπως έχει αποδοθεί στην Ελληνική γλώσσα.[3] 
Είναι δε εξαιρετικής σημασίας να τονιστεί και το εξής: Τα στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιούνται κάθε φορά με σκοπό προσδιορισμού και αξιολόγησης της ιδιαίτερης περίστασης που απαιτεί η παράγραφος 1 του άρ. 187ΑΠΚ αναδεικνύουν, κατά την άποψή μας, ένα από τα βασικά διαφοροποιητικά σημεία του τρομοκρατικού εγκλήματος, της τρομοκρατικής πράξης από τα άλλα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι το τρομοκρατικό έγκλημα είναι έγκλημα επικοινωνιακό[4], συνδέεται δηλαδή με ένα κοινωνικό νόημα. Σαφώς είναι γνωστή η διδασκαλία του ποινικού δικαίου για την εξωτερίκευση της «πράξης» και το κοινωνικό νόημά της και στις λοιπές περιπτώσεις. Αυτό όμως που διαφοροποιεί την τρομοκρατία και το δράστη της και που προσδίδει ένα ιδιαίτερο στοιχείο στην ίδια την πράξη είναι η μετουσίωση του κοινωνικού νοήματος και περιεχομένου μιας άδικης πράξης (την οποία συνιστά ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου) σε ένα άλλο, διαφορετικό. Κι αυτό διότι, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, το έγκλημα δεν είναι αποσυνδεδεμένο από το σκοπό του. Συνεπώς ο τρομοκράτης με έναν τρόπο «χρησιμοποιεί» ή θέτει στη διάθεσή του τα εγκλήματα του καταλόγου της παρ. 1 του άρθρου ως μέσα, για να επιτύχει ένα σκοπό. Θεωρούμε θεμελιώδη τη σύλληψη αυτή που ενυπάρχει στο τρομοκρατικό έγκλημα, για την κατανόησή του σε βάθος και την αναγκαία διαφοροποίηση και διάκρισή του έναντι άλλων  πράξεων.

      ii.            ii. «…που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά..»

Από τη χρήση της φράσης αυτής στο κείμενο του νόμου συνάγεται σαφώς ότι διαπλάθεται ένα έγκλημα διακινδύνευσης. Ως γνωστόν η διακινδύνευση συνιστά μορφή προσβολής ενός εννόμου αγαθού. Ο προσδιορισμός της έννοιας του κινδύνου στην ποινική δογματική έχει ούτως ή άλλως αποτελέσει ένα δυσχερές εγχείρημα. Ο κίνδυνος είναι μια έννοια διαθετική και διαβαθμίσιμη, έτσι ώστε στηρίζεται μεν σε δεδομένα της εμπειρίας (πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν μια κατάσταση) και ολοκληρώνεται με μια πιθανολογική κρίση στο επίπεδο της θεωρητικής γλώσσας.[5] Βάσει της νομολογίας του Γερμανικού Ακυρωτικού, η έννοια του κινδύνου αποδίδεται ως μία αντικανονική, ασυνήθιστη κατάσταση, που υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις επιτρέπει να θεωρήσουμε την επέλευση της βλάβης ως πιθανής.[6] Το έγκλημα του άρ. 187Α ΠΚ παρ. 1 συνιστά έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης σύμφωνα με τη διδασκαλία του ποινικού δικαίου.[7] Το στοιχείο το οποίο τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν είναι ρητά ο κίνδυνος, είναι όμως η δυνατότητα βλάβης μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού, η γενική ικανότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο. Παρατηρείται δηλαδή μία μετατόπιση της ποινικής προστασίας προς τα εμπρός, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στα εγκλήματα διακινδύνευσης, καθώς η δυνατότητα βλάβης του εννόμου αγαθού συνιστά μια κατάσταση κινδύνου για αυτό, από την οποία προστατεύεται ποινικά.[8] Η έννοια των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, τα οποία αποκαλούνται και εγκλήματα καταλληλότητας (Eignungsdelikte), έχει επικριθεί στη θεωρία για το λόγο ότι αντίκειται στην αρχή της ενοχής, επειδή ελαχιστοποιεί τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου, δυσχεραίνει τη διάγνωση κάποιας πραγματικής προσβολής εννόμου αγαθού και ανοίγει έτσι δρόμο σε νομοθετικές αυθαιρεσίες.[9] Ωστόσο, παρά τη δυσχέρεια στη διάγνωση της πραγματικής προσβολής, η οποία είναι υπαρκτή και ρεαλιστική, δεν θεωρούμε αφενός ότι η έννοια των αδικημάτων αυτών αντίκειται στην αρχή της ενοχής καθώς στην περίπτωση αυτή κρίσιμο είναι το στοιχείο του χρόνου, κατά τον οποίο γίνεται η εκτίμηση της δυνατότητας βλάβης και άρα κινδύνου. Υπό αυτήν την έννοια, μία αναδρομική κρίση δεν αντίκειται άνευ άλλου τινός στην αρχή της ενοχής ούτε αποτελεί επιχείρημα κατά τη γνώμη μας ότι ελαχιστοποιούνται οι προϋποθέσεις του αξιοποίνου. Το αξιόποινο οφείλει να εδράζεται σε ικανές προϋποθέσεις, ώστε να προσδιορίζεται επαρκώς και να μην καταλείπονται αμφιβολίες ούτε όμως να αφήνονται περιθώρια διεύρυνσης αυτού. Πρέπει να σημειωθεί δε ότι αναφορικά με τα επιμέρους έννομα αγαθά τα οποία προσβάλλονται κάθε φορά από την τέλεση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου της παραγράφου 1, σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετείται έγκλημα βλάβης.
Ο προσδιορισμός εντούτοις του αποτελέσματος της τρομοκρατικής πράξης (δηλαδή της σοβαρής βλάβης), ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης, δεν είναι επαρκής στο μέτρο που εξίσου ανεπαρκής είναι και ο προσδιορισμός της βλάβης, που έχει τη δυνατότητα να επιφέρει η πράξη εκ του τρόπου, της έκτασης ή των συνθηκών υπό τις οποίες τελείται.[10] Πάντως, το στοιχείο του σοβαρού της βλάβης, έχει υποστηριχθεί, ότι αποτελεί αόριστη νομική έννοια. Σε αυτήν δε την περίπτωση, ο δικαστής κατά την εφαρμογή του νόμου θα επιφορτιστεί με το έργο αυτό, ήτοι την αξιολόγηση των συγκεκριμένων συνθηκών τέλεσης, ώστε να μη θεωρηθεί λ.χ. μια απλή φθορά, χωρίς σοβαρή διακινδύνευση, κατά τη διάρκεια λ.χ. της επίσκεψης  ενός ξένου ηγέτη, ως «τρομοκρατική πράξη». [11]



    iii.                  iii. «..μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό.»

Σχετικά με το νόημα της λέξης «χώρα» ή του «διεθνούς οργανισμού» επικρατεί επίσης μία ασάφεια, η οποία χρήζει αποσαφήνισης. Στη σχετική Απόφαση-Πλαίσιο, γίνεται χρήση των όρων «country» και «international organisation». Στην ελληνική γλώσσα και στο κείμενο του νόμου αποδίδεται με το λεκτικό «χώρα» και «διεθνής οργανισμός». Κι ενώ εξαρχής ίσως να μην είναι ορατό, ωστόσο γεννάται πληθώρα προβληματισμών σε σχέση με τις ως άνω έννοιες, το εύρος και τη χρήση τους στον ποινικό κανόνα. Στασιάζεται το ζήτημα εάν ο νομοθέτης εννοεί χώρα και τι εννοεί ως χώρα ή εννοεί Κράτος και τι εννοεί ως Κράτος με την έννοια του τι εμπίπτει σε αυτό, στην περίπτωση που όντως εννοεί Κράτος.  Έχει υποστηριχθεί ότι οι δύο αυτοί όροι, με έμφαση τη χώρα, είναι πολυσήμαντοι και εμφανίζουν πολλές επιφάνειες προσβολής, καθώς οι επιμέρους έννοιες στις οποίες εξειδικεύονται είναι καταρχήν και κατ’ είδος περισσότερες. Το κράτος ειδικότερα, στην αντικειμενική του εννοιολογική σύνθεση δεν εκφράζει ένα, αλλά περισσότερα έννομα αγαθά, όσα και οι αντικειμενικές έννοιες που το συγκροτούν, όπως η (εσωτερική) πολιτική του υπόσταση ή πολίτευμα, η διεθνής του εμφάνιση, που περιλαμβάνει την εδαφική του ακεραιότητα, διεθνείς σχέσεις και αμυντική του θωράκιση, η πολιτειακή εξουσία, η δημόσια τάξη, η στρατιωτική υπηρεσία αλλά και τα οικονομικά του συμφέροντα.[12]
 Ωστόσο παραμένει το ερώτημα ποια η ακριβής-όσο το δυνατόν- έννοια του χρησιμοποιούμενου όρου χώρα στη διάταξη; Όπως παραπάνω επισημάνθηκε, η Απόφαση –Πλαίσιο χρησιμοποιεί τον όρο «country» και όχι «State» για παράδειγμα ως δηλωτικού του Κράτους και της Πολιτείας. Ο Έλληνας νομοθέτης συμμορφούμενος με την εν λόγω γραμματική διατύπωση, μετέφερε τον όρο χώρα στο κείμενο.  Από μια παρατήρηση σε αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, διαπιστώνεται ότι η ο νομοθέτης χρησιμοποιεί ενίοτε τον όρο Χώρα ενίοτε τους όρους Πολιτεία και Κράτος, προσδίδοντας ταυτόσημη έννοια και για να περιγράψει όμοια μεγέθη, αγαθά.
Επιχείρημα αντλείται από τα άρθρα 138 επ. και 146 ΠΚ. Τα άρθρα αυτά αφορούν στην προδοσία της χώρας.  Τα άρθρα 138 και 139 ΠΚ φέρουν τους τίτλους «επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας» και «προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης της χώρας», μολονότι στο κείμενό τους γίνεται αναφορά σε ελληνικό κράτος. Το ίδιο διαπιστώνει κανείς και στα άρθρα 140 επ. Επιπλέον τα άρθρα 145 και 146, επίσης εντασσόμενα στο κεφάλαιο με τίτλο «προδοσία της χώρας» κάνουν λόγο για ελληνική πολιτεία. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τα άρθρα αυτά συνίσταται κατά βάση στην εξωτερική υπόσταση του Ελληνικού Κράτους, την ύπαρξή του δηλαδή στο διεθνές πεδίο, τη διεθνή ειρηνική του υπόσταση, την ύπαρξή του σε κατάσταση ειρηνικής συμβίωσης στο διεθνές πεδίο κ.ά.  Μάλιστα τονίζεται ότι στο χαρακτηρισμό «προδοσία της χώρας» περιλαμβάνονται διάφορα αδικήματα, τα οποία έχουν ως κοινό γνώρισμα ότι κατευθύνονται κατά της εξωτερικής ασφάλειας της Πολιτείας και κατά των συμφερόντων αυτής, που συνδέονται με την κατάσταση των διεθνών της σχέσεων και με την κατάσταση των δυνάμεών της προς τις δυνάμεις των άλλων πολιτειών.[13] Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η χρήση του όρου χώρα στη διάταξη του άρ. 187ΑΠΚ νοείται κατά τον τρόπο που την εννοεί ο νομοθέτης στα ως άνω άρθρα που περιγράφηκαν, όπου όπως προαναφέρθηκε χρησιμοποιούνται κατά συνωνυμία και οι όροι Κράτος και Πολιτεία χωρίς κάποια ιδιαίτερη διάκριση ή ειδοποιό διαφοροποίηση. Γενικότερα, από τα παραπάνω καθίσταται περισσότερο φανερό ότι μολονότι ο νομοθέτης μπορεί να χρησιμοποιεί εναλλάξ τους όρους χώρα, κράτος, πολιτεία για να δηλώσει και να προσδιορίσει την εξωτερική κατά βάση υπόσταση του κράτους στο διεθνές πεδίο, ο όρος χώρα παραπέμπει ευθέως και κατά σαφέστερο τρόπο σε πτυχές όπως η εδαφική ακεραιότητα, η γεωγραφική-εδαφική επικράτεια-περιφέρεια, κατά τρόπο που να διαχωρίζεται η Ελλάδα και κάθε Χώρα από άλλες στο πεδίο διεθνών σχέσεων. Αυτή η άποψη συμβαδίζει τόσο με τα ως άνω λεχθέντα σε σχέση με την προστασία που παρέχει η Ελλάδα σε αναγνωρισμένες από αυτή χώρες, καθώς και με τις επιλογές του νομοθέτη αναφορικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στην προδοσία της χώρας. Επίσης συνάδει και με το πνεύμα της Απόφασης-Πλαίσιο όσο και με το πνεύμα και τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη του ν. 3251/2004, σύμφωνα με την οποία στόχος του νόμου ήταν η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, εσωτερικής και διεθνούς και η άμεση απάντηση της διεθνούς κοινότητας στη διεθνή τρομοκρατία, ως μορφής αυξημένης και επικίνδυνης εγκληματικότητας που προέρχεται από εγκληματικές οργανώσεις.[14]

Από την άλλη ωστόσο πλευρά, το γεγονός ότι το τρομοκρατικό έγκλημα βάλλει κατά της δημόσιας τάξης, της πολιτειακής εξουσίας και της ασφάλειας των πολιτών, πράγμα που δικαιολογεί και τη συστηματική ένταξή του στα εγκλήματα του Κώδικα που επιβουλεύονται τη δημόσια τάξη, ενδεχομένως επιτάσσει κάποια περιστολή στην έννοια της «χώρας». Η έννοια «χώρα» δηλαδή οφείλει να ερμηνεύεται ως Κράτος, υπό τη συνταγματική θεώρηση αυτού. Ως επίσης και ο μηχανισμός και οι δομές εκείνες που σχηματίζονται με σκοπό τη λειτουργία του μηχανισμού αυτού. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και το δεύτερο σκέλος της διάταξης, το οποίο αναφέρεται στις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. Υπό το φως του συγκεκριμένου κανόνα  ενδέχεται επομένως η έννοια της χώρας να συμπίπτει με τις δομές αυτές. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί επίσης η αντίστοιχη διάταξη του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, καθώς ο Γερμανός Ποινικός νομοθέτης έχει επίσης με έναν τρόπο μεταφέρει και εναρμονίσει την ποινική νομοθεσία με την Απόφαση-Πλαίσιο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Εκεί ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο Staat, ο οποίος στη Γερμανική γλώσσα μολονότι δύναται να σημαίνει και χώρα, εντούτοις αντιδιαστέλλεται με τον όρο Land, που έχει το νόημα της λέξης χώρα στα Ελληνικά και country στα αγγλικά αντίστοιχα.[15] Επιπλέον, μπορεί να υποστηριχθεί ότι καθώς σκοπός του νομοθέτη ήταν επίσης να τιμωρείται και η πράξη η οποία τελείται από μεμονωμένα άτομα και όχι από οργανώσεις, η οποία φέρει τα στοιχεία που απαιτούνται από το νόμο, πόσο μεγάλη και υπαρκτή είναι η πιθανότητα η πράξη ενός μεμονωμένου ατόμου να είναι δυνατόν να βλάψει σοβαρά μια χώρα υπό το φως της έννοιας που δόθηκε στην αρχή των οικείων αναπτύξεων, ήτοι του εξωτερικώς υποστατού στο διεθνές πεδίο; Σίγουρα πολύ μικρότερη από αυτήν της πράξης μεμονωμένου ατόμου βάλλουσας κατά του κρατικού μηχανισμού με σκοπό αποσταθεροποίησής του.
Λιγότερο δύσκολος φαίνεται να είναι ο προσδιορισμός της έννοιας του διεθνούς οργανισμού (international organisation-internationale Organisation). Ως διεθνής οργανισμός ορίζεται εν πολλοίς η μορφή προωθημένης διεθνούς συνεργασίας ανάμεσα στα Κράτη προς εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπών, η οποία είναι περιβεβλημένη με μια ορισμένη νομική ενδυμασία.[16] Ορισμένα παραδείγματα διεθνών οργανισμών είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), ο εκπαιδευτικός, επιστημονικός και πολιτιστικός οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) κ.ά. Σύμφωνα με μια άποψη[17] διεθνής οργανισμός με την έννοια του υπό εξέταση άρθρου είναι αυτός στον οποίο μετέχουν πλείονα κράτη, όπως ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ. Τούτο βέβαια είναι κάπως αόριστο και γενικό. Δηλαδή, θα πρέπει να διευκρινιστεί σε ένα πρώτο επίπεδο ελέγχου εάν εμπίπτουν στην προστασία του 187Α ΠΚ όλοι ανεξαιρέτως οι διεθνείς οργανισμοί. Εάν η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι καταφατική, περιττεύει προφανώς και η περαιτέρω διερεύνηση. Όμως, κατά την άποψή μας, μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε αφενός υπερβολική διεύρυνση του αξιοποίνου αφετέρου θα καθιστούσε τη διάταξη γράμμα κενό, επειδή  κατ’ ουσίαν δεν θα ικανοποιείτο ο σκοπός της διάταξης με τον τρόπο αυτόν, δηλαδή με το να εμπίπτουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί στην προστασία του άρθρου 187Α ΠΚ, δεδομένου ότι στην πράξη και πραγματικότητα οι πράξεις στην πλειονότητά τους δεν κατατείνουν ούτε έχουν ως βασικό αντικείμενο διεθνείς οργανισμούς. Επομένως, απαντώντας αρνητικά στην ως άνω ερώτηση, αναφύονται οι εξής προβληματισμοί: Ποιοι διεθνείς οργανισμοί και με ποια κριτήρια εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης και σε ποιο σημείο και εύρος εκτείνεται αυτή η προστασία, ώστε να τοποθετείται σε μια ρεαλιστική βάση αναφορικά με τους σκοπούς του νομοθέτη αλλά και ώστε να μην οδηγεί σε υπέρμετρη διεύρυνση την τιμώρηση.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να οριοθετηθεί τι και σε ποια έκταση εμπίπτει στην ποινική προστασία της διάταξης. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι ο όρος διεθνής οργανισμός ως αντικείμενο του εγκλήματος της παραγράφου 1 του άρθρου 187Α ΠΚ , περιλαμβάνει τις λειτουργικές και συστημικές δομές αυτού, ήτοι τις κτιριακές εγκαταστάσεις του οργανισμού και τα όργανα αυτού με την έννοια του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολεί στο σύνολό του. Και πάντως δέον να τονιστεί ότι ελάχιστη σημασία και προσοχή έχει δοθεί αναφορικά με το στοιχείο αυτό της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος και τον προσδιορισμό του, σε θεωρητικό επίπεδο.


β. Η υποκειμενική υπόσταση- Το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου

Προς το σκοπό όμως πλήρους και ακριβούς περιγραφής ενός εγκλήματος, χρησιμοποιούνται από το νομοθέτη όχι μόνο αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία ανάγονται στον εσωτερικό κόσμο του δράστη και εκφράζουν τον υποκειμενικό ψυχικό σύνδεσμο αυτού με την πράξη του, τα οποία είναι αφενός η υπαιτιότητα αφετέρου τα υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου, έτσι ώστε αθροιστικά να συνθέτουν τη λεγόμενη υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή υποστασιοποιούν το έγκλημα, διαφοροποιώντας το τόσο από άλλα εγκλήματα όσο και από μη αξιόποινες μορφές συμπεριφοράς.[18]
Παρατηρώντας τα εδάφια i και ii της παραγράφου 1 του εξεταζόμενου άρθρου, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για κακουργήματα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η αξιούμενη από το νόμο μορφή υπαιτιότητας είναι ο δόλος, τουλάχιστον ο ενδεχόμενος, όπως ρητά απαιτεί το άρθρο 26ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 27ΠΚ παρ. 1. Ωστόσο, στη νομοτυπική μορφή του τρομοκρατικού αδικήματος αξιώνεται σωρευτικά ένας ειδικός σκοπός. Συγκεκριμένα ο δράστης θα πρέπει πέρα από την τέλεση κάποιου ή κάποιων αδικημάτων του οικείου καταλόγου και τη συνδρομή της ιδιαίτερης περίστασης που τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση, να έχει και σκοπό σοβαρού εκφοβισμού ενός πληθυσμού ή παράνομου εξαναγκασμού δημόσιας αρχής ή διεθνούς οργανισμού να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή σοβαρής βλάβης ή καταστροφής των θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών, οικονομικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. Τα δε επιμέρους στοιχεία αυτού του σκοπού είναι διαζευκτικώς απαριθμούμενα και αξιούμενα κατά νόμο. Διαμορφώνεται δηλαδή ένας σκοπός πρόκλησης ορισμένου αποτελέσματος που συνοδεύει την τέλεση της πράξης, ο οποίος στις περιπτώσεις που είναι απαιτητός κατά νόμο, απαιτεί συνάμα και την επιδίωξη εκ μέρους του δράστη της πρόκλησης αυτού του αποτελέσματος. Σε αυτήν την περίπτωση επομένως ο δόλος κλιμακώνεται και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος αλλά απαιτείται επιδίωξη-δόλος άμεσος α΄ βαθμού.
Πρόκειται επομένως για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Χάριν της ασφάλειας δικαίου αλλά και δογματικής συνέπειας αναζητείται η «πρόσδεση» του υποκειμενικού αυτού στοιχείου του αδίκου σε όσα το δυνατόν αντικειμενικά στοιχεία μπορούν να εξευρεθούν. Από την άλλη συγχρόνως πλευρά, έχει υποστηριχθεί ότι είναι ορθό να δεχθούμε ότι στο σκοπό είτε συμπεριέχονται ευθέως είτε  υπονοούνται λογικά και αντικειμενικά στοιχεία, στα οποία αντιστοιχούν τα υποκειμενικά έτσι, ώστε να αποκαθίσταται τελικά κανονική σχέση επικάλυψης.[19] Η ως άνω θέση έχει εκτεθεί στον αντίλογο ότι η σχέση αυτή επικάλυψης είναι εικονική και χωρίς νομική επιρροή καθώς θα ήταν αληθής εάν κάθε υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου επικάλυπτε ένα αντικειμενικό, π.χ. εάν στο σκοπό παράνομης ιδιοποίησης αντιστοιχούσε ένα αποτέλεσμα ιδιοποίησης, πράγμα όμως το οποίο δεν αξιώνεται, καθώς σε αυτήν την περίπτωση η μετάθεση της ποινικής προστασίας προς τα εμπρός γίνεται ακριβώς για την αποτελεσματικότερη προστασία του εννόμου αγαθού και όχι εφόσον επέλθει το αποτέλεσμα της ιδιοποίησης![20]
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί και το ότι ο δόλος, όπως και ο σκοπός αντιμετωπίζονται de facto ως διαθετικές έννοιες (Dispositionsbegriffe), τόσο στην ελληνική και αλλοδαπή νομολογία όσο και στη θεωρία.[21] Η πρακτική σημασία αυτού είναι ότι η προσέγγιση και σύλληψη του νοήματός τους και συνακόλουθα της συνδρομής τους επιχειρείται με τη βοήθεια των ενδεικτών. Δηλαδή δεν αντιμετωπίζονται ως γεγονότα τα οποία δύνανται να περιγραφούν αλλά διαπιστώνονται με μια διαδικασία ex tunc συναγωγής συμπεράσματος με τη βοήθεια εμπειρικών προτάσεων.[22]

  
                  i.            Ο σοβαρός εκφοβισμός ενός πληθυσμού

Ως εκφοβισμός ορίζεται –ετυμολογικά τουλάχιστον- η πρόκληση φόβου (σε κάποιον) κυρίως ως μέσο ελέγχου των αντιδράσεών του, είναι δε συνώνυμο της έννοιας τρομοκράτηση.[23] Ως πρόκληση τρόμου επομένως, ο εκφοβισμός δύναται να διαπιστωθεί με τη μέθοδο της εμπειρικής παρατήρησης και κατά συνέπεια εκλαμβάνεται ως έννοια περιγραφική για την ερμηνευτική εργασία. Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι είναι άξιο απορίας και προκαλεί εντύπωση η μη αναφορά της λέξης, φράσης ή παραγώγων ή ομορρίζων του τρόμου, μολονότι το ίδιο το άρθρο έχει τίτλο «τρομοκρατικές πράξεις» αλλά εντούτοις γίνεται λόγος για εκφοβισμό. Το επιχείρημα ότι το τρομοκρατικό στοιχείο της πράξης (δύναται να) είναι ευρύτερο από τον εκφοβισμό ενός πληθυσμού, αφού μπορεί να περιλαμβάνει και τον παράνομο εξαναγκασμό ή την καταστροφή των θεμελιωδών δομών, δεν πείθει. Με τον όρο «τρόμος» λοιπόν αποδίδεται το ισχυρό και αιφνίδιο αίσθημα φόβου και πανικού.[24] Επιπλέον έχει δοθεί ορισμός του τρόμου από την ελληνική νομολογία [25] ως ο υπέρμετρος και αιφνίδιος φόβος. Διαπιστώνει επομένως κανείς ότι δίδονται δύο χαρακτηριστικά προσδιοριστικά στοιχεία προκειμένου να περιγραφεί και να διασαφηνιστεί η έννοια του τρόμου. Με την εν λόγω απόφαση ο Άρειος Πάγος έκρινε σε σχέση με το έγκλημα της απειλής, πλην όμως βοηθά σημαντικά στην απόδοση της έννοιας του τρόμου επί τη βάσει δύο κριτηρίων-εργαλείων. Αφενός του υπέρμετρου του φόβου, αφετέρου το αιφνίδιου αυτού.[26] Αναφορικά δε με τη σοβαρότητα του εκφοβισμού πρέπει να λεχθεί κι εδώ ό,τι υποστηρίχθηκε και για το σοβαρό ή μη της βλάβης μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. Πρόκειται για ένα μέγεθος που δεν μετράται ποσοτικά αλλά απόκειται στην κρίση περί της προσφορότητας της πράξης να εκφοβίσει έναν πληθυσμό. Και σε αυτήν επίσης την περίπτωση εναπόκειται στο δικαστή της ουσίας η  ad hoc και in concreto κρίση για τη σοβαρότητα ή όχι του εκφοβισμού.
Πρέπει σαφώς να επισημανθεί ότι το στοιχείο αυτό που έχει σημασία και διαδραματίζει καίριο ρόλο επίσης είναι αυτό του πληθυσμού. Συνδέεται άρρηκτα με τον εκφοβισμό, υπό την έννοια ότι αυτός τούτος ο εκφοβισμός-τρόμος οφείλει να είναι συλλογικός σε αντιδιαστολή με τον ατομικό. Η απαίτηση αυτή ενισχύει και τον ισχυρισμό μας περί του ότι ο κύριος (αν όχι ο μόνος) σκοπός του τρομοκράτη και του τρομοκρατικού αδικήματος είναι η προσβολή θεμελιωδών δομών του κράτους και υπό το πρίσμα αυτό ο τρόμος ενός μεμονωμένου ατόμου αφενός δεν αποτελεί ικανή συνθήκη ώστε να επιφέρει πλήγμα στις δομές αυτές, αφετέρου αντιμετωπίζεται από άλλη ποινική διάταξη.[27] Ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας του πληθυσμού είναι και το στοιχείο που θα μας απασχολήσει στο σημείο αυτό.
Στη συνταγματική θεωρία και πρακτική, ο όρος πληθυσμός εναλλάσσεται με τους όρους λαός και έθνος (οι οποίοι με τη σειρά τους αποτελούν τη μία εκ των τριών συνιστωσών του κράτους), αν και οι δύο τελευταίοι είναι οι κυρίως προτιμώμενοι και σίγουρα χωρίς να έχουν όλοι το ίδιο εννοιολογικό εύρος. Έχει διατυπωθεί για τους όρους λαός και έθνος ότι αν και ιστορικά δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, όταν χρησιμοποιούνται από τα σύγχρονα Συντάγματα για τον προσδιορισμό του φορέα της πρωτογενούς εξουσίας, υποδεικνύουν κατά κανόνα τον ίδιο αριθμό προσώπων: τους πολίτες μιας χώρας.[28]
Ας σημειωθεί ότι λόγος για τους πολίτες της χώρας γίνεται στον Ποινικό μας Κώδικα στο άρθρο 192.[29] Το άρθρο 192 εντάσσεται συστηματικά επίσης στο κεφάλαιο του Κώδικα που αφορά στο έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, όπως και το εξεταζόμενο 187Α ΠΚ. Η έννοια των πολιτών στο άρθρο 192 έχει ερμηνευθεί ότι αποσυνδέεται από κοινωνικές τάξεις και αφορά σε κατηγορίες πολιτών, δηλαδή ομάδων, τις οποίες συνδέει είτε η θρησκευτική ή πολιτική πεποίθηση, είτε η επαγγελματική ασχολία είτε η ύπαρξη κοινών συμφερόντων[30] και ότι τέτοιες ομάδες είναι, για παράδειγμα, οι υπάλληλοι κι οι εργάτες αφενός και οι εργοδότες αφετέρου, οι παραγωγοί και οι έμποροι των προϊόντων, οι μισθωτές και οι ιδιοκτήτες αλλά και οι έχοντες αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις.[31] Με τον όρο πολίτης όμως νοείται ο κάτοικος της χώρας κι όχι μόνο ο ιθαγενής.[32] Κι ακριβώς σε αυτό το στοιχείο πρέπει να δοθεί έμφαση. Διότι μολονότι η έννοια των πολιτών ευρίσκεται στο ως άνω άρθρο και η διασάφησή της εξυπηρετεί τις ανάγκες ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης αυτής, εντούτοις δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 187Α.[33]
Για την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 187Α παρ. 1 πρέπει η έννοια του πληθυσμού να ερμηνευθεί ως τους πολίτες μιας χώρας, ήτοι τους κατοίκους της και όσους διαμένουν σε αυτή. [34]
Πρέπει τέλος να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να συνδέεται ή περισσότερο ακόμα να ταυτίζεται ο πληθυσμός του οποίου σκοπείται ο εκφοβισμός με τον πληθυσμό της χώρας που είναι δυνατόν να προσβληθεί από την τρομοκρατική πράξη. Ωστόσο αποτελεί τη συνήθη περίπτωση, έτσι δε τιτρώσκει και το αίσθημα ασφάλειας, ευταξίας και ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών και πλήττει τη δημόσια τάξη.

                ii.            Ο παράνομος εξαναγκασμός δημόσιας αρχής ή διεθνούς οργανισμού να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν

Διαζευκτικώς αξιούμενο στοιχείο του ειδικού εγκληματικού σκοπού και υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου, είναι και το στοιχείο του παράνομου εξαναγκασμού δημόσιας αρχής ή διεθνούς οργανισμού να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν.[35] Παράνομος είναι ο εξαναγκασμός, ο οποίος αντίκειται και  δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις που καθορίζουν το πλαίσιο, το περιεχόμενο και τον τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων των οργάνων του Δημοσίου. Σε αντίθεση με την Απόφαση-Πλαίσιο, στην οποία αναφέρεται ο εξαναγκασμός μιας Κυβέρνησης ή ενός διεθνούς οργανισμού να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν, ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε να αντικαταστήσει τη λέξη Κυβέρνηση με αυτήν της δημόσιας αρχής, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό τον κατάλογο των περιπτώσεων Αρχών που δύνανται να υπαχθούν στη ρύθμιση καθιστώντας ταυτόχρονα δυσχερέστερο τον προσδιορισμό τους. Η έννοια της δημόσιας αρχής είναι αρκετά ευρεία και αόριστη. Χρήζει εξ αυτού του λόγου εξειδίκευσης, πολλώ δε μάλλον εφόσον περιέχεται σε ποινικό κανόνα δικαίου. Ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 167[36] με τίτλο «Αντίσταση», στο οποίο νοηματικά αναπόφευκτα παραπέμπει και η δεύτερη έκφανση του σκοπού του τρομοκρατικού εγκλήματος, κάνει λόγο τόσο για εξαναγκασμό, για Αρχή αλλά και για πράξη ή παράλειψη τέτοιας.
Σε ένα πρώτο επίπεδο και ερμηνεύοντας την έννοια της Αρχής είναι λεκτέα τα ακόλουθα: Ως αρχές νοούνται τα μόνιμα όργανα-μονοπρόσωπα ή συλλογικά της κρατικής εξουσίας που είναι ανεξάρτητα από το πρόσωπο του φορέα τους και τα οποία είναι προορισμένα να δρουν με αυθεντία για την πραγματοποίηση των σκοπών του Κράτους. Οι Αρχές συντελούν άμεσα ή έμμεσα  προς επίτευξη των σκοπών της Πολιτείας και απαρτίζονται από ένα ή περισσότερα (φυσικά) πρόσωπα, που σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο έχουν την ιδιότητα του οργάνου του Κράτους, δηλαδή τη νομική εξουσιοδότηση να ενεργούν ορισμένες-νομικά προσδιορισμένες- πράξεις ως πράξεις του ίδιου του Κράτους.[37] Περιπτωσιολογικά έχει γίνει δεκτό ότι Αρχές είναι το Δικαστήριο, τα Συμβούλια Εφετών και Πλημμελειοδικών, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, όχι όμως το Πρωτοδικείο ως υπηρεσία με τους γραμματείς, κλητήρες κ.λπ., ο Ανακριτής, ο Εισαγγελέας και ο Ειρηνοδίκης. Αρχές επίσης είναι ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος, όχι όμως και το αστυνομικό τμήμα και η Τροχαία, δεδομένου ότι  αποτελούν υπηρεσίες και όχι αυτοτελή συλλογικά όργανα, η Πρυτανεία και η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, ο Διευθυντής της ΔΟΥ, ο Λιμενάρχης, ο διευθυντής δημόσιου νοσοκομείου, ο διοικητής στρατιωτικής μονάδας, ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση (ως αυτοτελές όργανο) κ.ά.[38] Συνηθέστερη είναι η περίπτωση αντίστασης κατά της Αρχής στην περίπτωση των αστυνομικών αρχών και οργάνων[39]. Όλα τα παραπάνω αφορούν φυσικά στο έγκλημα της Αντίστασης, πλην όμως δεν θεωρούμε πως η έννοια της δημόσιας αρχής δεν διαπλάθεται με τον ίδιο τρόπο και στο άρθρο 187Α παρ. 1 ΠΚ, είναι όμως ευρεία για την εφαρμογή του 187Α και κατά το επιπλέον όχι σύμφωνη με το σκοπό της διάταξης. Για το λόγο αυτό, ορθότερο είναι να συστείλουμε αυτή. Για την περίπτωση δε του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης καθώς ο εξαναγκασμός προς τον Πρωθυπουργό ή την Κυβέρνηση να εκτελέσει ή να απόσχει από την εκτέλεση εξουσίας τους που απορρέει από το Σύνταγμα εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 134 ΠΚ, τυχόν συρροή του με το άρθρο 187Α ΠΚ «λύνεται» απότ η διάταξη του άρ. 187Α παρ. 2ΠΚ.
Στη νομολογία και σχετικά με το εξεταζόμενο άρθρο των τρομοκρατικών πράξεων, η έννοια της δημόσιας Αρχής έχει διαμορφωθεί μέσω παραδειγμάτων. Χαρακτηριστικά διαπιστώνονται στη με αριθ.406/2012 Ζ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο[40] τα εξής: «…Η Β΄ Μονάδα της Αρχής έκρινε ότι οι περιγραφόμενες στις αποφάσεις του ποινικού Δικαστηρίου πράξεις τελέσθηκαν με τέτοιο τρόπο, τέτοια ένταση και κάτω από συνθήκες που ήταν δυνατόν να βλάψουν τη χώρα και ακόμη τελέσθηκαν με σκοπό να εξαναγκάσουν παράνομα τις δημόσιες αρχές (δικαστικές, αστυνομικές κ.λπ.) να απόσχουν από πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντά τους και ότι για τους λόγους αυτούς οι από μέρους του ανωτέρω τελεσθείσες πράξεις και η όλη εγκληματική του δράση εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187Α ΠΚ εγκληματικής συμπεριφοράς…». Συνεπώς δίδεται ένας προσδιορισμός των Αρχών που είναι νοητές ότι ο δράστης έχει σκοπό να εξαναγκάσει παράνομα και εστιάζεται στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.
Παράλληλα όμως στην απόφαση προσδιορίζεται με έναν τρόπο και η έννοια της πράξης την οποία εξαναγκάζεται η αρχή να εκτελέσει ή  από την εκτέλεση της οποίας πρέπει να απόσχει. Ο νόμος (άρ. 187Α ΠΚ) δεν εξειδικεύει ούτε οριοθετεί την έννοια της πράξης. Μάλιστα δε γίνεται λόγος για εκτέλεση «οποιασδήποτε» πράξης. Ανατρέχοντας και πάλι στη διάταξη του άρ. 167 ΠΚ παρατηρεί κανείς τα εξής στοιχεία: Αφενός ότι ο νομοθέτης κάνει λόγο για ενέργεια πράξης η οποία ανάγεται στα καθήκοντα των αρχών ή του υπαλλήλου και αφετέρου για παράλειψη νόμιμης πράξης. Στη διάταξη του άρθρου 187Α ΠΚ αντίθετα δεν υπάρχει κάποιο επιμέρους προσδιοριστικό στοιχείο για την έννοια της πράξης αλλά μάλιστα χρησιμοποιείται ο όρος οποιαδήποτε που καθιστά ακόμη δυσχερέστερο και αόριστο τον προσδιορισμό. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 167 ΠΚ προκύπτει ότι νόμιμη είναι η πράξη εφόσον κείται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της Αρχής (ή του υπαλλήλου) και συντρέχουν οι ουσιώδεις τύποι που είναι προδιαγεγραμμένοι γι’ αυτήν. Νόμιμη δε, θεωρείται η ενέργεια, όταν η Αρχή ή ο υπάλληλος είναι αρμόδια όργανα καθ’ ύλην και κατά τόπο, πράγμα που κρίνεται κατά περίπτωση.[41] Παραμερίζοντας την έννοια του υπαλλήλου που δεν υπάρχει στην τρομοκρατική πράξη, μπορούμε να δεχθούμε ότι αντίστοιχα νοείται και στο άρθρο 187ΑΠΚ η εκτέλεση της πράξης. Όχι μόνο είναι το λογικώς ορθό αλλά  και το νομικώς και κοινωνικώς ορθό. Η «οποιαδήποτε» πράξη[42] οφείλει να εξειδικευθεί και είναι επιβεβλημένη η οριοθέτησή της στις πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντα των εκάστοτε αρχών και επομένως νόμιμες πράξεις, έτσι ανακτά και το κοινωνικό νόημά της η διάταξη και περιστέλλεται το αξιόποινο που σε αντίθετη περίπτωση θα διευρυνόταν ανεπίτρεπτα. Προς τούτο εξάλλου κατευθύνθηκε και η ως άνω μνημονευόμενη απόφαση η οποία διέλαβε στο σκεπτικό της την παραδοχή ότι οι πράξεις των δημοσίων αρχών (οφείλουν να) ανάγονται στα καθήκοντά τους.

              iii.            Η σοβαρή βλάβη ή καταστροφή των θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών, οικονομικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού

Μια τρίτη πτυχή στην οποία μπορεί να εκδηλωθεί ο σκοπός είναι η σοβαρή βλάβη ή η καταστροφή των θεμελιωδών συνταγματικών, πολιτικών και οικονομικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. Ως καταστροφή νοείται η ολική τρώση των εν λόγω δομών.  Για το σοβαρό της βλάβης[43] έγινε λόγος και παραπάνω στην οικεία θέση, όπου και παραπέμπουμε προς αποφυγή επαναλήψεων. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από το νομοθέτη στο στοιχείο του θεμελιώδους των δομών[44] καθώς το έγκλημα της τρομοκρατίας αποσκοπεί στην κατάρρευση-εκρίζωση εκ θεμελίων των δομών μιας χώρας, ενός Κράτους επειδή ακριβώς με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται εν τοις πράγμασιν η διασάλευση της δημόσια τάξης, της ασφάλειας των πολιτών προς το Κράτος ως φορέα αρμόδιο να διασφαλίζει η να προστατεύει αυτήν ακριβώς την κοινωνική ειρήνη και συμβίωση. Δεν διακυβεύεται μια τέτοια κατάσταση εάν δεν τίθενται σε κίνδυνο οι βάσεις επάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί. Εάν παρομοιάσουμε το Κράτος, που κατά τη διατύπωση του νομοθέτη είναι μια χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός σαν ένα κτίριο, οι θεμελιώδεις δομές του είναι αυτές που κατονομάζουμε ο φέρων οργανισμός αυτού.
Ο Έλληνας νομοθέτης έχει θέσει υπό το προστατευτικό πλέγμα της εξεταζόμενης ποινικής διάταξης τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. Γίνεται αμέσως κατανοητό πως οι έννοιες αυτές πρέπει να οριστούν περαιτέρω ή ορθότερα να οριοθετηθεί το εύρος τους. Τι εννοείται και τι εμπίπτει δηλαδή στις δομές αυτές;
Σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί ότι για λόγους νομικής συνέπειας οι θεμελιώδεις συνταγματικές δομές ενός διεθνούς οργανισμού είναι αυτές, οι οποίες καθορίζονται από την ιδρυτική του συνθήκη, κατ’ αντιστοιχία με τις συνταγματικές δομές μιας χώρας που καθορίζονται από το Σύνταγμά της, το θεμελιωδέστερο των νόμων της, καθώς και να επισημανθεί ότι στο κείμενο του Ελληνικού Νόμου δεν μεταφέρθηκε και ο όρος «κοινωνικές δομές» που περιλαμβανόταν στην οικεία Απόφαση-Πλαίσιο.[45]

ΙΙΙ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

1.                       Το θεωρητικό πλαίσιο

Πριν προβεί κανείς σε κριτική θεώρηση των σχετικών νομοθετικών επιλογών και ρυθμίσεων για τις τρομοκρατικές πράξεις, εκτιμάται ότι είναι σκόπιμο καθώς και πάνω από όλα χρήσιμο να ενταχθεί αυτή η κριτική μέσα σε ένα περιβάλλον, από το οποίο αυτή εκκινεί, εντός του οποίου κινείται και στα όρια του οποίου ενδεχομένως εκτείνεται. Έχει υποστηριχθεί ορθά[46] ότι τρεις εκδοχές δύνανται να διαμορφώσουν ένα τέτοιο πλαίσιο. Η πρώτη αφορά στην εκδήλωση των αρχών της ενοχής και της αναλογικότητας, οι οποίες καθοδηγούν το ποινικό δίκαιο στη δομή και φύση των τρομοκρατικών πράξεων, ως προσβαλλουσών έννομα αγαθά, από όπου και αντλούν την απαξία τους. Η δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με το μέγεθος της ασφάλειας των πολιτών, η οποία πλήττεται από τις τρομοκρατικές πράξεις και αφορά το ποινικό δίκαιο στο μέτρο που αυτό, ως μηχανισμός του κράτους, δύναται και υποχρεούται (εάν υποχρεούται) να παρέμβει προς το σκοπό προστασίας ή κατοχύρωσης αυτού του μεγέθους και με ποιον τρόπο. Τρίτη εκδοχή αποτελεί η διάπλαση ενός αυτοτελούς ποινικού δικαίου, του λεγομένου «ποινικού δικαίου του εχθρού», που συνίσταται στην προληπτική παρέμβαση με σκοπό την καταπολέμηση του τρομοκράτη «εχθρού». Η τελευταία εκδοχή, μολονότι υποστηριχθείσα στη θεωρία, μοιάζει να εκφεύγει κατά την άποψή μας τόσο του σκοπού του ποινικού δικαίου όσο και του δικαίου εν γένει, υπό την έννοια ότι δεν φαίνεται να συνδυάζει και να εμπεριέχει ούτε να διαπνέεται από δικαιοκρατικές αρχές, αν γινόταν δεκτή δε μια τέτοια θεώρηση, θα καλλιεργείτο ένα κλίμα δυσπιστίας, φόβου και συνεχούς απειλής, το οποίο κανένα κράτος με καμία νομοθεσία και κανένα μηχανισμό δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει.
2.                       Η παράγραφος 1 και το τρομοκρατικό έγκλημα

Έχοντας υπόψη τη διάταξη του άρ. 187Α § 1 ΠΚ και συνεξετάζοντας όλα τα επιμέρους στοιχεία αυτής, όπως ανωτέρω αναλύθηκαν, προβαίνει κανείς σε διαπιστώσεις καταρχάς προφανείς.
Σε ένα πρώτο επίπεδο αξίζει να αναφερθεί πως έχει επισημανθεί[47] ότι σκοπός των Αποφάσεων-Πλαίσιο είναι βάσει του άρ. 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση η «προσέγγιση» των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών-μελών και άρα όχι η «ταύτισή τους». Οι Αποφάσεις-Πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη-μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, άλλως δε δεν θα ήταν αναγκαία η εναρμόνιση της νομοθεσίας των με αυτές αλλά θα είχαν άμεση εφαρμογή και ισχύ στα Κράτη-μέλη. Απεναντίας χαράσσουν ακριβώς το «πλαίσιο», εντός του οποίου οφείλουν τα κράτη-μέλη να κινηθούν συμμορφούμενα με τους κοινοτικούς κανόνες και εξασφαλίζουν τα minima της προστασίας. Με δεδομένο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης είχε την ευχέρεια και συγχρόνως την υποχρέωση αφενός να διατηρήσει τον κατάλογο των εγκλημάτων και τους σκοπούς τέλεσης , όπως προσδιορίζονται στην Απόφαση-Πλαίσιο, αφετέρου δε να διατυπώσει με σαφήνεια τα αντικειμενικά στοιχεία που εξειδικεύουν την τρομοκρατική δράση σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας.[48]
Ωστόσο ο νομοθέτης προέβη σε αφόρητη χρήση εννοιών και όρων, περισσότερο θολώνοντας την έννοια του τρομοκρατικού εγκλήματος παρά αποσαφηνίζοντας αυτή, δυσχεραίνοντας ταυτόχρονα υπέρμετρα την ερμηνεία και συνεπώς και την εφαρμογή του. Στη διάταξη εντοπίζονται ζητήματα αοριστίας και ασάφειας[49] που κείται στα άκρα όρια της συνταγματικότητας.
Σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης καθίσταται φανερό ότι η ανεπάρκεια προσδιορισμού του πότε μία βλάβη είναι σοβαρή και πότε είναι δυνατόν μια πράξη να βλάψει σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό δημιουργεί πρόβλημα, εφόσον μάλιστα η δυνατότητα αυτή ανάγεται σε άλλες περιστάσεις, ήτοι τον τρόπο, την έκταση ή τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, στοιχεία εξίσου ανεπαρκώς προσδιορισμένα, όπως αναφέρθηκε και στις οικείες θέσεις. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα π.χ. μια φθορά ξένης ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση τέλεσής της υπό  τις συγκεκριμένες συνθήκες (λ.χ. τέλεσή της κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα σημαντικής συνόδου  κορυφής αρχηγών κρατών) να θεωρηθεί ότι μπορεί να βλάψει σοβαρά τη χώρα και άρα να αντιμετωπιστεί ως τρομοκρατική.[50] Δίχως να υποστηρίζεται κατά την άποψή μας ότι τα στοιχεία αυτά επαρκούν για την κατάφαση του τρομοκρατικού εγκλήματος, εντούτοις καταδεικνύουν το ευρύ περιθώριο κατάφασής του, το οποίο έχει επιτρέψει ο νομοθέτης, εφόσον το εξαρτά από πληθώρα αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων και παραμέτρων, χωρίς να ορίζει στενότερα έστω κάποια από αυτά. Επιπλέον η ασάφεια των λέξεων χώρα ή διεθνής οργανισμός, με έμφαση σε αυτήν της χώρας εντείνουν το πρόβλημα, λόγω του ότι, όπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί, αποτελούν φορείς πολλαπλών εννόμων αγαθών που δεν συγκεκριμενοποιούνται στη διάταξη ούτε προκύπτουν από αυτή, δεν μπορούν δε να προκύψουν με ευκρίνεια από τον υπερχειλή δόλο του δράστη.[51]
Τέλος ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να αξιολογηθεί αφορά στην περίσταση (τρόπος, έκταση, συνθήκες τέλεσης). Με δεδομένα αφενός ότι συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του τρομοκρατικού εγκλήματος και αφετέρου ότι απαρτίζεται από έννοιες και όρους, η συνδρομή ή μη των οποίων λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής με βάση το άρ. 79ΠΚ, συνάγεται ότι περιστάσεις που ανάγονται στην επιμέτρηση έχουν εμφιλοχωρήσει στο άδικο με αποτέλεσμα να είναι υπαρκτός ο κίνδυνος επαναξιολόγησής τους κατά παράβαση της αρχής της απαγόρευσης της διπλής αξιολόγησης (Doppelbelastungsverbot).
Αλλά και σε υποκειμενικό επίπεδο, κυρίως αναφορικά με το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου, παρατηρείται η χρήση πολλαπλών εννοιών (εκφοβισμός ενός πληθυσμού, παράνομος εξαναγκασμός δημόσιας αρχής, θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές) και αναζητάται από το νομοθέτη η συνδρομή τους, η απόδειξη της οποίας είναι δυσχερέστατη και η κρίση για αυτά εναπόκειται στον Εισαγγελέα και το Δικαστή.

IV. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 46 ΠΑΡ. 5 επ. ΤΟΥ Ν. 4310/2014 ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ 187Α ΠΚ
Με βάση τα όσα έχουν ήδη προαναφερθεί και σε συνδυασμό με την εν λόγω διάταξη, δύναται κανείς σχετικά εύκολα να εξαγάγει κάποια συμπεράσματα. Αρχικά πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο κείμενο ενός ειδικού έναντι του Ποινικού Κώδικα νόμου, με τις πρακτικές συνέπειες που αυτό επιφέρει. Στην παράγραφο αυτή τυποποιείται ένα έγκλημα που καταρχήν ομοιάζει από άποψη νομοτυπικής μορφής  σε αυτό του άρ. 187Α ΠΚ χωρίς ωστόσο να αναφέρεται σε τρομοκρατική πράξη ή τρομοκρατία γενικότερα. Τούτο συμβαίνει καθαρά από την παράθεση λέξεων στη διατύπωση, όπως ακριβώς στην παράγραφο 1 του άρ. 187Α. Η διατύπωση ωστόσο κάθε άλλο παρά ίδια-όπως θα έπρεπε να είναι-είναι.[52] Συνεχίζοντας κανείς την ανάγνωση της επίμαχης διάταξης, προχωρά στην παράγραφο 8 αυτής, στην οποία γίνεται λόγος ρητά πλέον για τρομοκρατική οργάνωση, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά της δομημένης και με διαρκή δράση οργάνωσης, η οποία αποτελείται από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού και επιδιώκουν την τέλεση των εγκλημάτων της παραγράφου 5!! Δηλαδή με ευθεία παραπομπή στην παρ. 5, ο νομοθέτης δείχνει να θέλει να χαρακτηρίσει τις τελούμενες από την ομάδα αυτή πράξεις ως τρομοκρατικές και συνακόλουθα την ομάδα που τις τελεί τρομοκρατική οργάνωση. Πλην όμως σε αντιδιαστολή με την παρ. 1 του άρ. 187Α ΠΚ, η οποία τυποποιεί το τρομοκρατικό έγκλημα και το συνιστά και θέτει τα όρια εντός των οποίων πρέπει να κινηθεί η νομική υπαγωγή, προκειμένου να κριθεί εφαρμοστέα ή όχι η συγκεριμένη διάταξη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς ποινικής μεταχείρισης, λεκτέα τα εξής: Πέρα από το γεγονός της (απόπειρας)[53] νομοθετικής- με έναν τρόπο- διεύρυνσης του αξιοποίνου της τρομοκρατίας, με την προσθήκη στον κατάλογο των εγκλημάτων που κατά τα άλλα είναι numerus clausus[54], των πράξεων των στοιχείων  α-ε της παραγράφου 5[55], στη διάταξη του 187Α ελλείπει η φράση «εκ προθέσεως» και αξιώνεται σωρευτικά η ύπαρξη σκοπού του δράστη να εκφοβίσει, να εξαναγκάσει, να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει, καθιστώντας έτσι το τρομοκρατικό έγκλημα ως έγκλημα σκοπού, έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και κατά συνέπεια, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Το γεγονός ωστόσο ότι η νεοψηφισθείσα διάταξη αφενός περιέχει τη φράση «εκ προθέσεως» και αξιώνει (;) διαζευκτικά το στοιχείο του σκοπού, διευρύνει ανεπίτρεπτα το είδος και βαθμό της αξιούμενης υπαιτιότητας,με αποτέλεσμα να δίνει τη δυνατότητα να εμπεριέξει συμπεριφορές που με βάση το άρθρο 187Α ΠΚ δεν συνιστούν τρομοκρατική πράξη. Δέον να σημειωθεί ότι σε έναν ειδικό νόμο, εφόσον περιέχεται διάταξη κυρωτικού κανόνα, όπως εν προκειμένω, θα μπορούσε να επισύρεται επί παραδείγματι βαρύτερη ποινή και αυστηρότερη ποινική μεταχείριση ως εκ του γεγονότος ότι σαν πράξη και όπως θα τυποποιείτο θα δικαιολογούσε η απαξία της την ποινικοποίησή της αφενός και τις κυρώσεις της αφετέρου, όμως όχι προκειμένου να επιφέρει τις βαρύτερες συνέπειες και να εξυπηρετεί ενδεχομένως κάποια άλλη σκοπιμότητα, να εξομοιώνεται με τρομοκρατικό έγκλημα χωρίς μάλιστα τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο Ποινικός Νόμος για την κατάφαση ενός εγκλήματος ως τρομοκρατικού.
Περαιτέρω δε, με τον τρόπο που τίθεται και διατυπώνεται ο συγκεκριμένος κυρωτικός κανόνας, ήτοι το ότι αρχικά από  αυτόν ελλείπουν τα στοιχεία του τρόπου και της έκτασης της συμπεριφοράς του δράστη ή της οργάνωσης και δευτερευόντως τίθεται το διαζευκτικό «ή» (όποιος τελεί....ή υπό συνθήκες, ... ή με σκοπό..) σε αντίθεση με το άρ. 187Α ΠΚ, γεννούν με τη σειρά τους τους ακόλουθους αναπόφευκτους προβληματισμούς. Στο άρθρο 187Α ΠΚ ο τρόπος, οι συνθήκες ή η έκταση τέλεσης της συμπεριφοράς του δράστη είναι στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, συγκροτούντα την «ιδιαίτερη περίσταση» του αδικήματος αυτού, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη λεχθεί και ναι μεν συντρέχουν διαζευκτικά μεταξύ τους, όμως σωρευτικά με την τέλεση των εγκλημάτων του οικείου καταλόγου. Επιπλέον, το διαζευκτικό «ή» στη διάταξη στο σημείο που αφορά στο σκοπό, δεν αφήνει περιθώριο να μην αναγνωσθεί και ερμηνευθεί ως αυτοτελώς τιμωρούμενη συμπεριφορά που επισύρει βαρύτερη ποινική μεταχείριση η ύπαρξη αυτού του σκοπού, καθώς επίσης και πως επί ανυπαρξίας παρόλα αυτά του σκοπού και ανυπαρξίας συνθηκών δυναμένων να βλάψουν σοβαρά μια χώρα, εάν μία από τις πράξεις των στοιχείων α-ε της παραγράφου 5 τελεστεί έστω και με ενδεχόμενο δόλο, τότε η πράξη αυτή είναι τρομοκρατική ως προς τη μεταχείριση του κατηγορούμενου γι’αυτή και ως προς το πλαίσιο ποινής που διαμορφώνει. Η δε οργάνωση που τελεί αυτή, υπό τους όρους του οικείου άρθρου, βαπτίζεται από το νομοθέτη τρομοκρατική. Τα προβλήματα αυτά αναφύονται επειδή ήδη εξαρχής η γραμματική διατύπωση της διάταξης πάσχει, επομένως καθώς έχει αφετηρία το γλωσσικό-γραμματικό νόημα του κανόνα δικαίου, η ερμηνευτική εργασία είναι σχεδόν καταδικασμένη.

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την επισκόπηση που πραγματοποιήθηκε αναδείχθηκαν οι ούτως ή άλλως υπάρχουσες εγγενείς αδυναμίες της διαταξης των παρ. 1 του άρθρου 187Α ΠΚ αναφορικά με την αοριστία που τις διακρίνει, η οποία θέτει ζητήματα νομιμότητας, συνταγματικότητας, ποινικοδογματικής συνέπειας και καταδείχθηκαν τα προβλήματα που αυτές οι αδυναμίες γεννούν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης (π.χ. ορθός νομικός χαρακτηρισμός-νομική υπαγωγή, αποδεικτικές δυσχέρειες κ.λπ). Η δε συνοπτική εξέταση της διάταξης του άρ. 46 αρ. 5 του ν. 4310/2014 κατέδειξε για ακόμη μία φορά αφενός την προχειρότητα και την τυχαιότητα με την  οποία αντιμετωπίζεται το νομοθετικό έργο στην Ελλάδα του σήμερα. Δίδεται σχεδόν η εντύπωση ότι ο Έλληνας νομοθέτης από μνήμης ανέσυρε το λεκτικό της διάταξης του άρθρου 187Α ΠΚ, με τη συνακόλουθη αναγκαστική διαφοροποίηση από την πράγματι ισχύουσα διάταξη, προσάρμοσε τα στοιχεία των πράξεων α-ε καθώς και τα στοιχεία της τρομοκρατικής οργάνωσης, έτσι ώστε μέσα από μια -αυθαίρετη και ξένη προς την ποινική δογματική- διαδικασία σύνθεσης, παρήγαγε εκ νέου μια ειδική ποινική διάταξη αρκούντως αυστηρή, από την οποία τελικώς δεν είναι ευχερές να συναχθεί ποια ακριβώς είναι η αξιόποινη συμπεριφορά.[56]
Είναι αναγκαίο η διάταξη αυτή από πλευράς θετέου δικαίου και ιδωμένη και από δικαιοπολιτική σκοπιά, να αποσυρθεί καταργούμενη με νεότερο νόμο και μέχρι τότε να παραμείνει ανεφάρμοστη, αν στο μεταξύ τύχει ζήτημα εφαρμογής της, καθώς προβλέπεται να είναι μάλλον σπάνια η τελευταία. Ωστόσο, στην περίπτωση που κρίνεται τέτοιας ηθικοκοινωνικής απαξίας και τέτοιας ιδιάζουσας βαρύτητας,  ώστε να εμπίπτει στις τρομοκρατικές πράξεις, θα πρέπει να αναθεωρηθεί νομοθετικά το άρθρο 187Α ΠΚ, ώστε να συμπεριλάβει ενδεχομένως τις κυριότερες πράξεις που περιγράφονται στα στοιχεία α-ε της παρ. 5 του άρ. 46 του ν. 4310/2014, με κατά το δυνατόν βελτίωση και συγκεκριμενοποίησή τους με ταυτόχρονη τροποποίηση του ίδιου του άρ. 187Α ΠΚ σε σχέση με τη σημερινή του μορφή προς την κατεύθυνση διόρθωσης λογικών, δογματικών, νομικών σφαλμάτων και κυρίως προς την κατεύθυνση του Δικαίου με στόχο την πραγμάτωσή του.




[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία θέσπισης ποινικών κανόνων με βάση Αποφάσεις-Πλαίσιο, ήτοι πράξεις διοικητικής φύσεως επανέφερε στο προσκήνιο την προβληματική του «δημοκρατικού ελλείμματος», δηλαδή της μη δημοκρατικής θεμελίωσης των επιταγών του κοινοτικού δικαίου προς ποινικοποίηση, ενόψει του ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε πρωτογενή ποινική εξουσία και ως αποτέλεσμα των ως άνω διαδικασιών νομοθέτησης οι πρωτεύοντες κανόνες εθνικού ποινικού δικαίου δεν αποτελούσαν απόφαση των εκπροσώπων της λαϊκής κυριαρχίας αλλά οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα ήταν και παραμένει αμφίβολο εάν υποχρεώνουν τον εθνικό νομοθέτη προς ποινικοποίηση. Έτσι σε Μυλωνόπουλος Χρίστος, Έκθεση Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής στο σχέδιο Νόμου «Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις, Ποινικός Λόγος 2/2004 σελ. 966 καθώς και Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία  Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2007, σελ. 18 επ. Ρήγμα ωστόσο στο ως άνω περιβάλλον του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου επέφερε η Συνθήκη της Λισαβόνας, με την οποία περιστέλλεται το ως άνω δημοκρατικό έλλειμμα και πλέον η Ένωση αποκτά πρωτογενή ποινική εξουσία παρέχοντας διευρυμένη εξουσιοδότηση στα όργανά της προς ποινική νομοθέτηση με Οδηγίες και Κανονισμούς και συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Βλ. επ’ αυτού σχετικά Μυλωνόπουλος Χρίστος, Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, Η ουσιαστική νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου και η σημασία της ποινικής δογματικής για τη διαμόρφωσή του, ΠοινΧρον ΞΑ/2011 σελ. 81 επ. όπου φαίνεται επιφυλακτικός σε σχέση με τη μεταβατική ρύθμιση του Πρωτοκόλλου αρ. 36, κατά την οποία οι ήδη εκδοθείσες Αποφάσεις-Πλαίσιο-όπως και η επίμαχη περί τρομοκρατίας- διατηρούν την ισχύ τους για 5 έτη από την υπογραφή της Συνθήκης, κάτι που χαρακτηρίζεται ως προβληματικό, καθόσον η ίδια η Συνθήκη τις έχει χαρακτηρίσει ως μη νομιμοποιημένες, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο  κι όχι αποδυναμώνοντας τις σχετικές ενστάσεις.
[2] Για το ότι η αναφορά στα εγκλήματα του καταλόγου πρέπει να νοηθεί ως numerus clausus βλ. ΣυμβΕφΘεσ 93/2006, ΠοινΔικ 4/2006 (ΕΤΟΣ 9Ο) σελ. 414.
[3] «…which, given their nature or context, may seriously damage a country…» το κείμενο στην Αγγλική γλώσσα της Απόφασης –Πλαίσιο της 13.06.2002.
[4] Βλ. Σκαρμέα Κωνσταντίνο, Το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου στο αδίκημα της τρομοκρατίας του άρθρου 187Α ΠΚ, ΠοινΔικ 8-9/2014 σελ. 760, ότι η κοινή συνισταμένη που υποκρύπτεται πίσω από τα τρία σκέλη του υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου του άρθρου 187Α είναι το στοιχείο της επικοινωνίας  ή αλλιώς της «θεατρικότητας», με παραπομπή σε George P. Fletcher.

[5] Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 149.
[6] Ό.π. Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 68, με παραπομπές σε RGSt 39/179, BGHSt 18,271.
[7] Βλ. και ΣυμβΕφΘεσσαλ. 93/2006. ΠοινΔικ 4/2006 σελ. 413, όπου-σχετικά μεν με το άρ. 187ΠΚ- κάνει δεκτό ότι διαπλάθεται έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, αφού ο «κίνδυνος» δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αλλά η νομοθετική ρύθμιση περιγράφει απλώς μια πράξη, που τιμωρείται επί τω λόγω ότι ευχερώς μπορεί να προξενήσει κίνδυνο, λόγω της αυτονόητα ενυπάρχουσας ιδιαίτερης επικινδυνότητας στις εν λόγω δραστηριότητες.
[8] Πρβλ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 1/2002 σελ. 66, όπου επισημαίνει ότι το στοιχείο αυτό πρέπει να πιστοποιείται ως δυνάμενο να πραγματωθεί στην υπάρχουσα ιστορική συγκυρία και όχι στο άδηλο μέλλον.
[9] Ό.π. Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 153.
[10] Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρία, Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον ΝΕ /2005 σελ. 873. Έτσι και Συμεωνίδου –Καστανίδου Ελισάβετ, ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, Βασικά χαρακτηριστικά και πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, ΠοινΔικ 7/2004 (ΕΤΟΣ 7ο) σελ 781.
[11] Μαργαρίτης Μιχαήλ-Μαργαρίτη Άντα, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, ση έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2014, σελ. 518. Για το κατά πόσο η κρίση για το πότε μια πράξη μπορεί να βλάψει σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό βλ. και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 1548 (Β. Ζλάτκου), ότι ανήκει στο Δικαστήριο βάσει των εκάστοτε περιστατικών και δεδομένων.
[12] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του ν. 3251/2004 και η σημασία τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, ΝοΒ 2005, σελ. 624, όπου υποπίπτει στο σφάλμα να απαντήσει στο τι εννοείται με τη χρήση του όρου χώρα, ενώ λαμβάνει ως δεδομένο μεταγενέστερα ότι εννοεί ο νομοθέτης το Κράτος. Επίσης εντάσσει στις επιφάνειες προσβολής και το πολίτευμα, έννομο αγαθό που βρίσκεται υπό την προστασία των άρθρων 134 επ. ΠΚ και εκτός του 187ΑΠΚ με βάση όσα διαλαμβάνονται στην παρ. 2 του εν λόγω άρθρου. Έτσι και η Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρία, Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον ΝΕ /2005 σελ. 873, όπου περαιτέρω τα έννομα αγαθά, φορείς των οποίων είναι μια χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός δεν συγκεκριμενοποιούνται, ούτε μπορούν να προκύψουν με ευκρίνεια από τον υπερχειλή δόλο του δράστη.
[13] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ.1330 (Β. Ζλάτκου) με παραπομπή σε ΑιτιολΕκθΣχΠΚ 1933, σελ. 225-226.
[14] Εισηγητική έκθεση ν. 3251/2004, ΚΝοΒ 52/2004 σελ. 948.
[15] §129a StGB, “…    Grundustrukturen eines Staateszu beseitigen…….einen Staat erheblich schädigen kann…” και Γερμανοελληνικό λεξικό PONS, Εκδόσεις Γρίβας (Grivas Publications), Αθήνα 2000, σελ. 463 και 691, λήμματα Land και Staat αντίστοιχα.
[16] Μπρεδήμας Αντώνης, Διεθνείς Οργανισμοί, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Τεύχος Α΄, Εκδόσεις Αντ. Ν . Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σελ. 112.
[17] Μαργαρίτης Μιχαήλ-Μαργαρίτη Άντα, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, ση έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2014, σελ. 519.

[18] Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 214-215 με περαιτέρω παραπομπές
[19]  Ανδρουλάκης Νικόλαος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Β’ Έκδοση Ι. Θεωρία για το έγκλημα, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2006, σελ. 262. Όμοια και σε Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε. Ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 7/2004 (ΕΤΟΣ 7ο) σελ. 780, ότι ο σκοπός ενός εγκλήματος γίνεται δεκτό ότι περιορίζει το εύρος της αξιόποινης συμπεριφοράς σε εκείνες μόνο τις πράξεις οι οποίες είναι αντικειμενικά πρόσφορες να οδηγήσουν σε πραγμάτωσή του.
[20] Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σελ. 218-219.
[21]  Μαργαρίτης Μιχαήλ-Μαργαρίτη Άντα, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, ση έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2014, σελ. 265 επ.
[22] Ό.π. σελ.265 επ.
[23] Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. Αθήνα 2002, σελ. 580, λήμμα: εκφοβισμός.
[24] Ό.π. υπος.23, σελ. 1798, λήμμα: τρόμος.
[25] ΑΠ 1080/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.
[26] Βλ. Εκτενέστατη και πολύ διαφωτιστική-διευκρινιστική ανάλυση για το στοιχείο αυτό σε Σκαρμέα Κωνσταντίνο, Το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου στο αδίκημα της τρομοκρατίας του άρθρου 187Α ΠΚ, ΠοινΔικ 8-9/2014 (έτος 17ο) σελ.757-760.
[27] 333 ΠΚ.
[28] Μαυριάς Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ. 71επ. κατά τον οποίο μάλιστα ο όρος πληθυσμός, στερούμενος της ιδεολογικής φόρτισης των όρων λαός και έθνος, επισημαίνεται ολοένα και συχνότερα στη διεθνή βιβλιογραφία καθώς θεωρείται ότι ανταποκρίνεται πληρέστερα στη σύγχρονη πραγματικότητα, ο δε νομικός δεσμός της ιθαγένειας μόνο κατ’ εξαίρεση (περιπτώσεις ετεροδικίας) αποκλείει την υπαγωγή κάποιου στην εξουσία της χώρας διαμονής του.
[29] «Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή».
[30] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 1580 (Β. Ζλάτκου) με παραπομπή στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχ ΠΚ 1933 σελ. 315.
[31] Ό.π. υποσημ. 30 με παραπομπή σε Μπουρόπουλο ΕρμΠΚ σελ.167-168.
[32] Ό.π. υποσημ. 30 σελ. 1581.
[33] Η διάταξη δε αυτή έχει χαρακτηριστεί αόριστη και επιβάλλεται η φειδωλή εφαρμογή της με σεβασμό στην ελευθερία της έκφρασης, σε Χαραλαμπάκη Αριστοτέλη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 1579 (Β. Ζλάτκου).
[34] Ενδιαφέρον παρουσιάζει προς –μικρή- επίρρωση της θέσης αυτής πως η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, περιγράφοντας σε σχετική μελέτη τις μορφές που μπορεί να προσλάβει το τρομοκρατικό αδίκημα και αναφερόμενη σε αυτό της απειλής τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων (187Α παρ. 3ΠΚ) κάνει λόγο για τρόμο των πολιτών, μολονότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται καν στο γράμμα της διάταξης. Υποθέτει κανείς ότι ορισμένες φορές είναι ίσως τόσο αυτονόητος ο στόχος του εκφοβισμού που εξυπακούεται, πόσο μάλλον αν στο λεκτικό άλλης μεν διάταξης αλλά στους κόλπους του ίδιου άρθρου, γίνεται αναφορά σε πληθυσμό, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον ΝΕ/2005 σελ. 872. Συγχρόνως  πρέπει να λεχθεί ότι την ίδια ως άνω έννοια εκφράζουν και οι χρησιμοποιούμενοι όροι Population στην Απόφαση –Πλαίσιο όσο και Bevölkerung στην αντίστοιχη γερμανική διάταξη.
[35] «unduly compelling a Gonernment or international organization to perform or abstain from performing any act», Απόφαση- Πλαίσιο 13/06/2002, Εφημερίδα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 22/06/2002 L164.
[36]« 1. Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη…»
[37] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 1419 (Ν. Λαγού), με παραπομπές σε Μπουρόπουλο, Μανωλεδάκη, Μαργαρίτη, Βαβαρέτο.
[38] Για την περιπτωσιολογία αυτή με παραπομπή στη σχετική νομολογία Βλ. Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 1419 (Ν. Λαγού), όπου αναφέρεται ότι ο Μητροπολίτης και οι εκκλησιαστικές αρχές δεν συνιστούν Αρχές με την έννοια της διάταξης του άρθρου 167ΠΚ και συνεπώς εκείνος που εμποδίζει οποιαδήποτε ενέργειά τους ή τους εξαναγκάζει σε πράξη ή παράλειψη ή βιαιοπραγεί εναντίον τους δεν διαπράττει αντίσταση καθώς επίσης και ότι Αρχή αποτελεί και ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, όχι όμως και ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος.
[39] 1474/2009 ΑΠ, 916/2010 ΑΠ, 1344/2011 ΠλημμΑθ, 44/2013 ΑΠ, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.
[40] Νομικό Βήμα, τόμος 60/2012 σελ. 2427.
[41] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο τ. πρώτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σελ. 1424 (Ν. Λαγού).
[42] Σημειώνεται ότι η Απόφαση-Πλαίσιο κάνει λόγο για «any act», έκφραση που κατά γνώμη μας οφείλεται στη γλωσσική ιδιαιτερότητα και διαφορά κι όχι επειδή στην πραγματικότητα το νόημα που ήθελε να προσδώσει ήταν να καταλάβει οποιαδήποτε πράξη.
[43] Κατά το λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο: “..destablishing or destroying..”, το οποίο έχει μεταφραστεί ως αποσταθεροποίηση ή καταστροφή.
[44] Εξάλλου και στην Απόφαση-Πλαίσιο γίνεται λόγος για fundamental structures.
[45] Για επιμέρους ανάλυση και ερμηνευτική προσέγγιση των συνταγματικών, πολιτικών και οικονομικών δομών, βλ. Σκαρμέα Κωνσταντίνο, Το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου στο αδίκημα της τρομοκρατίας του άρθρου 187Α ΠΚ, ΠοινΔικ 8-9/2014 (έτος 17ο) σελ.754-757.

[46] Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον ΝΕ/2005 σελ.866-867.
[47] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του ν. 3251/2004 και η σημασία τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, Νομικό Βήμα 53/2005 σελ. 628.
[48] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ,  Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2008, σελ. 149επ.
[49] Για την ασάφεια και αοριστία της διάταξης από τη χρήση πληθώρας και εννοιών, το εύρος των οποίων είναι εξαιρετικά δύσκολο να οριοθετηθεί βλ. Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε., Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 1/2002 σελ. 67 κατά την οποία μάλιστα ήδη το Συμβούλιο δεν φαινόταν να έχει διαμορφωμένη άποψη ως προς τους αναγκαίους για τη συγκρότηση του τρομοκρατικού εγκλήματος αντικειμενικούς όρους, σελ. 70, όπου πριν ακόμα τη θέσπιση του άρ. 187Α υποστήριζε την ανάγκη  της κατά το μέγιστο δυνατό σαφούς διατύπωσης του αντικειμένου της προσβολής και του ειδικότερου περιεχομένου της πράξης όσο και του αυξημένου αδίκου της. Επίσης Κιούπης Δημήτρης, Ο Ν. 3251/2004-Μια σύντομη παρουσίαση των βασικών του σημείων, ΠοινΛογ 2/2004 σελ. 976, Μυλωνόπουλος Χρίστος, Έκθεση επιστημονικού συμβουλίου της Βουλής, ΠοινΛογ 2/2004 σελ. 970, για το στοιχείο της ασαφούς περιγραφής και αιτιολόγησης της ασάφειας αυτής βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, Βασικα χαρακτηριστικά και πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, ΠοινΔικ 7/2004 σελ.780-781 καθώς και σελ. 783 όπου επισημαίνει τον κίνδυνο και την ανασφάλεια που γεννάται ως προς την υπαγωγή στις έννοιες  αυτές (αόριστες) των πράξεων, οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο της Europol και των προσώπων που μπορεί να καταγράφονται στο τηρούμενο από αυτήν σύστημα πληροφοριών καθώς και ιδίας, Το τρομοκρατικό έγκλημα: Οι ρυθμίσεις του ν. 3251/2004 και η σημασία τους στα πλαίσια του ποινικού μας συστήματος, Νομικό Βήμα 53/2005 σελ. 625. Επιπλέον βλ. και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον ΝΕ/2005 σελ.873 κατά την οποία η διάταξη του άρ. 187Α παρ. 1 ΠΚ εμφανίζεται ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου η αοριστία ως προς το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό έχει αποτυπωθεί με σαφήνεια ως αοριστία των στοιχείων της νομοτυπικής του μορφής.
[50] Βλ. παράδειγμα σε Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. Η οριοθέτηση του αξιοποίνου της τρομοκρατίας και οι προκλήσεις για ένα δικαιοκρατούμενο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον ΝΕ/2005 σελ.873.
[51] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Ο Ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 1/2002 (ΕΤΟΣ 5ο) σελ. 68.
[52] « Όποιος εκ προθέσεως τελεί ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό ή με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μίας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού: ....τιμωρείται...» με έντονη επισήμανση από τη γράφουσα των προβληματικών σημείων ή/ και ελλείψεων.
[53] Η παρένθεση συνιστά σοβαρή αμφιβολία της γράφουσας για τον εάν αυτή η διάταξη πρέπει να εφαρμοσθεί ή εάν λόγω αντισυνταγματκότητάς της πρέπει απαραιτήτως να μείνει ανεφάρμοστη, τουλάχιστον στο βαθμό που υπάρχει σε αυτό το πλέγμα διατάξεων και υπό αυτή τη συνθήκη. Ενόψει των ήδη σοβαρών προβληματισμών περί συνταγματικότητας του αρ. 187Α ΠΚ κι εφαρμογής αυτού στην πράξη, το εν λόγω άρθρο, δημιουργεί ακόμη περισσότερα προβλήματα ερμηνείας κι εφαρμογής, με την αοριστία, προχειρότητα και σχεδόν τυχαιότητα που το διακρίνει.
[54] ΣυμβΕφΘεσ 93/2006, ΠοινΔικ 4/2006 (Έτος 9ο) σελ. 414.
[55] Συνοπτικά πρόκεται για την χωρίς άδεια ή νόμιμη εξουδιοδότηση ή εντολή παραλαβή,κατοχή, χρήση, μεταφορά, τροποποίηση, διάθεση ή διασπορά πυρηνικού ή ραδιενεργού υλικού, πράξη  η οποία στρέφεται κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων ή παρεμποδίζει τη λειτουργία πυρηνικών εγκαταστάσεων, κλοπή, ληστεία ή υπεξαίρεση πυρηνικού υλικού, εκβίαση για την ικανοποίηση αξίωσης για παροχή πυρηνικού υλικού, μεταφορά, αποστολή ή διακίνηση πυρηνικού υλικού προς ή από ένα Κράτος, με τους όρους που τίθενται επιπλέον στα οικεία στοιχεία, βλ. ΚΝοΒ  Δεκεμβρίου 2014, τεύχος 11 τόμος 62 σελ. 2834.
[56] Τούτο γίνεται ακόμη πιο εμφανές στο στοιχείο β) όπου βρίθει εντελώς αόριστων εννοιών, συγκεντρωμένων με διαζευκτικό τρόπο: «ενεργεί πράξη η οποία στρέφεται κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων (ποια είναι αυτή;) ή παρεμποδίζει τη λειτουργία πυρηνικών εγκαταστάσεων ή γνωρίζει ότι ενδέχεται να προκαλέσει θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή σημαντικές ζημίες σε περιουσιακά στοιχεία ή στο περιβάλλον, από την έκθεση σε ακτινοβολία ή την απελευθέρωση ραδιενεργών ουσιών...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου