Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Σχόλιο στην ιστορική απόφαση 1501/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ: «Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, υφίσταται μόνο για πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού» [ΑΝΤΩΝΗΣ Π. ΑΡΓΥΡΟΣ]



Σχόλιο στην  ιστορική απόφαση 1501/2014  της Ολομέλειας του ΣτΕ: «Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, υφίσταται μόνο για πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού»


Ι.-Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την ιστορική  απόφαση 1501/2014 άνοιξε νέους ορίζοντες για την  διεκδίκηση αποζημιώσεως για ζημιογόνες ενέργειες[1] των οργάνων του και εν προκειμένω των δικαστικών λειτουργών[2].Η απόφαση αυτή συμπληρώνει τις προβλέψεις του νομοθέτη για αποζημίωση λόγω παράνομων πράξεων των οργάνων της πολιτείας που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 104-105 ΕισΝΑΚ[3],αλλά και από τις διατάξεις των ν. 4055/2012, 4239/2014 με τις οποίες θεσπίστηκαν νέα ένδικα βοηθήματα[4] με τα οποία είναι δυνατή πλέον η εύλογη αποζημίωση για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και μάλιστα για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.

ΙΙ.- Η σημασία της σχολιαζομένης αποφάσεως είναι μεγάλη αν σκεφθεί κανείς ότι κρίθηκε, ότι ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, υφίσταται για πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ζημία που προκλήθηκε από ποινική δίωξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί με εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Εσφαλμένα το διοικητικό εφετείο, μολονότι δέχθηκε ότι τα αστυνομικά όργανα έδρασαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για παράβαση του ν. 1729/1987, έκρινε ότι η σφράγιση του καταστήματος και η κατάσχεση των εμπορευμάτων του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος έπρεπε να αποδοθεί στα όργανα αυτά χωρίς να εκθέτει το περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας και χωρίς να τη συσχετίζει με την άσκηση ποινικής διώξεως. Αξιοσημείωτη και, μπορώ να πω, ιστορική  η σκέψη του δικαστηρίου «Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου λαμβάνοντας υπόψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους.»

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 § 1 του ν. 693/1977 «περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας» προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων που ανάγονται στη δικαστική λειτουργία μόνο από δόλο, βαρεία αμέλεια ή αρνησιδικία, εφόσον από αυτή προέκυψε ζημία στον ενάγοντα, υποκείμενοι στην κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού ασκουμένη αγωγή κακοδικίας ενώπιον του κατά το άρθρο 1 του ιδίου νόμου και 99 του Συντάγματος προβλεπομένου Ειδικού Δικαστηρίου[5], που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από τις ως άνω πράξεις, ώστε τα λοιπά δικαστήρια να στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από πράξεις δικαστικού λειτουργού από την άσκηση της δικαστικής αυτού εξουσίας, όπως είναι και αυτές για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 572/1980 ΠοινΧρ Λ 751). Στις ανωτέρω πράξεις, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις αποζημιώσεως τρίτου που υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου, περιλαμβάνονται αυτές που προήλθαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών που δρουν ατομικά ή συλλογικά, ανεξάρτητα του αν οι αποφάσεις των τελευταίων είναι καθαρά δικαιοδοτικές, αφορούν δηλαδή υποθέσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία τους σύμφωνα προς τους Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, ή αν αυτές λαμβάνονται επί διοικητικών από τη φύση τους θεμάτων (βλ. και ΕΑ 6772/1987 ΕλλΔνη 30. 784, όπου και παραπομπές). Σύμφωνα  με τις  διατάξεις  των άρθρων 1 και 6 παρ. 1 Ν. 693/1977 προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση των  καθηκόντων  τους  ευθύνονται μόνο  από  δόλο,  βαρειά αμέλεια ή αρνησιδικία και εφόσον προέκυψε από  τις πράξεις ή παραλείψεις τους ζημία (υλική ή ηθική) σε κάποιο πολίτη. Στις  παραπάνω δε περιπτώσεις κατά των δικαστικών λειτουργών μπορεί να ασκηθεί από τους ενδιαφερομένους αγωγή  κακοδικίας  η  οποία  ασκείται ενώπιον  του  κατά  το  άρθρο  1  Ν.  693/1977  σε  συνδυασμό  προς 99 Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου που έχει αποκλειστική  για  τον  σκοπό αυτόν δωσιδικία (ΑΠ 572/1980 Ποιν. Χρον. Λ/751 και ΕφΘεσ/νικης 38/1982 Ποιν. Χρον. ΛΒ/944).

Στην προκειμένη περίπτωση η σχολιαζομένη υπερέβη την νομολογιακή μέχρι σήμερα πρακτική και δέχθηκε ότι πέραν της ατομικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών μπορεί να υπάρξει παράλληλη ευθύνη της Πολιτείας. Σύμφωνα με τη σχολιαζομένη υπάρχει έρεισμα αποζημιωτικής ευθύνης και από νόμιμες πράξεις των οργάνων του δημοσίου και των δικαστικών λειτουργών σε συμπλήρωση της αστικής ευθύνης του δημοσίου από παράνομες[6] πράξεις των οργάνων του. Ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών που αποτυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αποτελεί και το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του.
Με τη σχολιαζομένη κρίθηκε: «αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία».

Αξιοσημείωτη είναι και η κρίση του δικαστηρίου που ανοίγει νέους δρόμους για την διεκδίκηση αποζημιώσεως: «Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφόσον δε το Σύνταγμα, κατά την προηγούμενη σκέψη, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη».
Εν κατακλείδι η σχολιαζομένη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ αποτελεί σταθμό στην νομολογία για την αποζημίωση για ζημιογόνες ενέργειες και από νόμιμες πράξεις των οργάνων της πολιτείας και ιδίως των δικαστικών λειτουργών.





[1] Η υπόθεση «Κannabishop» είναι μια από τις απολύτως ενδεικτικές που αναφέρεται στο πως αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αφού ο ιδιοκτήτης της αντιμετώπισε ουκ ολίγα δεινά από το 1998 όταν άνοιξε το πρώτο του κατάστημα του. Οι διωκτικές αρχές θεώρησαν πως αυτό ουσιαστικά αποτελεί διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών, τον συνέλαβαν, κατέσχεσαν τα εμπορεύματα, ενώ παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον τακτικό ανακριτή. Διώχτηκε ποινικά, αλλά το 1999 αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι «ο διακριτικός τίτλος «Κannabishop» και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους». Το Γενικό Χημείο του Κράτους, αποφάνθηκε ότι τα προϊόντα που κατασχέθηκαν «είτε δεν περιείχαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης είτε την περιείχαν σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της». Ο καταστηματάρχης ζήτησε αποζημίωση από το δημόσιο για την αξία των εμπορευμάτων, ηθική βλάβη κλπ, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή του, αλλά το Διοικητικό Εφετείο του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 14.673,51 ευρώ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 1501/2014), πέραν τυχόν ευθύνης των αστυνομικών οργάνων, δεν αποκλείει την ύπαρξη ευθύνης του εισαγγελικού λειτουργού που έδωσε την σχετική παραγγελία στα αστυνομικά όργανα. 
[2] Βλ.1) αναλυτικό  Σχόλιο της Ε. Πρεβεδούρου «Νομολογιακές εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΣτΕ Ολ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις, ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας)»σε http://www.prevedourou.gr. , 2) Σημείωση Ε. Γαληνού ΕΔΚΑ 2014/629) και 3) Σχόλιο Ε. Πρεβεδούρου Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας σε ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΘΠΔΔ 5/2014, σ. 411

 


[3]. Κατά το άρθρο 105 του εν λόγω Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, ενώ κατά το άρθρα 104 του ίδιου Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ, για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα.
[4] Βλ. ΑΝΤΩΝΗ Π. ΑΡΓΥΡΟΥ, «Η δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης» (Ν. 4055/2012, 4239/2014), εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015.

[5] «Η νομολογία του οποίου είναι παγίως απορριπτική. Από το 1929, που ιδρύθηκε και συγκροτήθηκε το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονται οι αγωγές κακοδικίας κατά όλων των δικαστών (τακτικής Δικαιοσύνης, διοικητικής, Ελεγκτικού Συνεδρίου) και εισαγγελέων, έχουν καταδικαστεί στη χώρα μας για κακοδικία μόνο δύο δικαστές», βλ. Β. Χειρδάρη σε Ελευθεροτυπία, Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010.


[6] Βλ. ΣτΕ 1011/2008, 201/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου