της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
1. Με τέσσερις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν στις 10 Ιουνίου 2015 [2287-2015] (*), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αγωγών κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑ οι οποίες ήχθησαν προς εκδίκαση ενώπιον του ΣτΕ μέσω του δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης, κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, που προέβλεψαν νέες αναδρομικές μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων, ειδικότερα δε στην αντίθεσή τους προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος.
2. Η Ολομέλεια έκρινε ότι οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις ούτε αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.
3. Όσον αφορά, αντιθέτως, τις σχετικές με τις περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 που ακολούθησαν, η Ολομέλεια έκρινε ότι αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Ειδικά για τις επικουρικές συντάξεις, το Συμβούλιο της Επικρατείας επισήμανε ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το ΕΤΕΑ και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφή νπδδ (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ Ολ 5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας – με τη χορήγηση παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης – στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Εν όψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
4. Υπέρ της συνταγματικότητας των ως άνω νομοθετικών διατάξεων τάχθηκε η μειοψηφία ορισμένων μελών του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι επίμαχες περικοπές συντάξεων εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, οι επίμαχες περικοπές στις συντάξεις ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, και εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ’ ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφάλισης.
5. Εκτός από την ανάλυση των αρχών του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης που περιέχουν, οι αποφάσεις της Ολομέλειας παρουσιάζουν ιδιαίτερο δικονομικό ενδιαφέρον, διότι με αυτές παγιώνεται η διασταλτική ερμηνεία, ακριβέστερα η αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014 [το οποίο προσέθεσε στο άρθρο 50 του πδ 18/1989, παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης…»] στις αγωγές αποζημίωσης και στις διαφορές ουσίας, όπως τη δέχθηκε πριν μερικούς μήνες η απόφαση ΣτΕ Ολ 4741/2014, η οποία αφορούσε την αντισυνταγματικότητα των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Όπως στην ΣτΕ Ολ 4741.2014, έτσι και στις τέσσερις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας, περιορίζεται χρονικά η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων. Στη σκέψη 26 των αποφάσεων επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτολεξεί, με τις αναγκαίες προσαρμογές λόγω διαφορετικού ιστορικού, οι σκέψεις 25 και 26 της απόφασης ΣτΕ Ολ 4741/2015: «Στην προκειμένη περίπτωση, η.. διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ. 6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνον στην ενάγουσα, αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως. Η κρατήσασα δε αυτή άποψη δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, αλλ’ ούτε και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ Ολ 4741/2014)».
6. Το Συμβούλιο της Επικρατείας παραπέμπει μάλιστα στις πρώτες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρώην ΔΕΚ, με τις οποίες ο κοινοτικός δικαστής περιόρισε τη διαχρονική ισχύ της ερμηνείας διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας του δικαίου. Ετσι, στην απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne κατά Sabena, στην οποία αναγνωρίστηκε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της ΣυνθΕΟΚ, που αφορούσε την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία, το ΔΕΚ δέχθηκε ότι η απόφασή του θα μπορούσε να προκαλέσει, σε πολλούς κλάδους της οικονομικής ζωής, διεκδικήσεις που θα ανέτρεχαν στην ημερομηνία από την οποία θα αναγνωριζόταν το αποτέλεσμα αυτό. Κατέληξε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 προς υποστήριξη διεκδικήσεων σχετικά με αμοιβές αναγόμενες σε περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας της απόφασής του, εξαιρουμένων των εργαζομένων που άσκησαν προηγουμένως ένδικο βοήθημα ή ισοδύναμο μέσο έννομης προστασίας. Μερικά χρόνια αργότερα, με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber, έγινε δεκτό ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαίτησης για ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών, παρά μόνο σε σχέση με τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχόλησης μεταγενέστερες της ημερομηνίας έκδοσης της εν λόγω απόφασης, υπό την επιφύλαξη της εξαίρεσης που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Ο περιορισμός αυτός ίσχυε και για τον καθορισμό της αξίας των παροχών που συνίσταντο στη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ή στην εφάπαξ καταβολή χρηματικού ποσού στο πλαίσιο ιδιωτικού επαγγελματικού συστήματος συνταξιοδότησης. Το Δικαστήριο προέβη στον ανωτέρω περιορισμό χωρίς να αναφερθεί στην τότε ισχύουσα διάταξη του άρθρου 174 της Συνθήκης που προέβλεπε τη δυνατότητά του να διατηρήσει σε ισχύ ορισμένα αποτελέσματα κανονισμού τον οποίο ακύρωσε, δηλαδή χωρίς να κάνει λόγο για αναλογική εφαρμογή της οικείας διάταξης στις προδικαστικές αποφάσεις του. Διατύπωσε την αρχή ότι είναι δυνατόν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές διαταραχές που μπορεί να έχει η απόφαση του για το παρελθόν, να υποχρεωθεί να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερομένου να επικαλεστεί την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο, στο οποίο έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα, σε μία διάταξη. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να τεθεί μόνον από το Δικαστήριο, στην ίδια την απόφαση με την οποία αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας. Εφαρμόζοντας την ως άνω αρχή στις υποθέσεις των οποίων επελήφθη, έκρινε ότι επιτακτικές ανάγκες ασφαλείας του δικαίου επιβάλλουν να μην επανεξετάζονται νομικές καταστάσεις που εξάντλησαν στο παρελθόν τα αποτελέσματά τους, αφού, σε μια τέτοια περίπτωση, θα κινδύνευε να διαταραχθεί αναδρομικά η οικονομική ισορροπία πολλών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Δέχθηκε, ωστόσο, ότι πρέπει να προβλεφθεί εξαίρεση υπέρ των προσώπων που εγκαίρως ανέλαβαν πρωτοβουλίες προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Διευκρίνισε, τέλος, ότι κανένας περιορισμός των αποτελεσμάτων της ερμηνείας αυτής δεν μπορεί να γίνει δεκτός όσον αφορά τη γένεση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μετά την έκδοση της δικής του απόφασης.
7. Από την ανωτέρω δυναμική και «δικαιοπλαστική» νομολογία του κοινοτικού δικαστή φαίνεται ότι εμπνέεται το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, πάντως, κάνει λόγο, αφενός, για αναλογική εφαρμογή της δικονομικής διάταξης του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014 και, αφετέρου, για την ευελιξία της δικής του νομολογίας, οι παραδοχές της οποίας συμπληρώνουν τη δικονομία του, η οποία ρυθμιζόταν παγίως με ειδικά νομοθετήματα περιορισμένης έκτασης. Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, στις πέντε αποφάσεις της Ολομέλειας (ΣτΕ Ολ 4741/2014, 2287-2290/2015), το Συμβούλιο της Επικρατείας, μολονότι λειτουργεί στο πλαίσιο ενός συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, μεταθέτει χρονικά τις συνέπειες της διαπιστουμένης αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων στην εξεταζόμενη υπόθεση νομοθετικών ρυθμίσεων, ασκώντας κατ’ ουσία αρμοδιότητες συνταγματικού δικαστηρίου, οι οποίες στην ελληνική έννομη τάξη ανήκουν στο ΑΕΔ. Επιπλέον, επιβάλλει στον δικαστή της ουσίας, ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημίωσης θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα, την υποχρέωση να εφαρμόσει αντισυνταγματικό νόμο, κατά παράβαση του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος. Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει εφαρμόσει μέχρι τώρα τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 4274/2014 για να αποκλίνει, σε εξαιρετικές, έστω, περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακύρωσης και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επέλευσης των συνεπειών της ακύρωσης διοικητικής πράξης, πράγμα που θα μπορούσε να έχει πράξει με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1251/2015 η οποία αφορούσε την ακύρωση των κανονιστικών πράξεων περί μεταγραφών, αλλά μόνο αναλογικά, στο πλαίσιο πιλοτικών δικών που αφορούσαν αγωγές αποζημίωσης, για να περιορίσει τις δημοσιονομικές συνέπειες των αποφάσεών του.
8. Τα συνταγματικά και πρακτικά προβλήματα του ως άνω περιορισμού των συνεπειών της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων διατάξεων αναδεικνύει με εξαιρετική σαφήνεια και δογματική συνέπεια η μειοψηφία στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2287-2290/2015, η οποία επαναλαμβάνει όσα υποστήριξε η μειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 4741/2014: «Σε περίπτωση ζημίας προκληθείσης από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, ο αποκλεισμός, με δικαστική απόφαση, της δυνατότητος οποιουδήποτε ζημιωθέντος προσώπου – πέραν εκείνων που έχουν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές – να επιδιώξει δικαστικώς, με αγωγή, την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας, αφ’ ενός μεν προσκρούει ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 40 παρ. 1 και 2 του ν. 4055/2012) και του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014), αφ’ ετέρου δε, και προεχόντως, αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και διατάξεις, όπως ειδικότερα, εκτίθεται κατωτέρω: Τη διατύπωση, με δικαστική απόφαση, κανόνων γενικής εφαρμογής, επιτακτικών ή απαγορευτικών, αποκλείει πρωτίστως η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου. Διότι, βάσει της αρχής αυτής, τέτοιοι κανόνες θεσπίζονται μόνο από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας ή, κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως νόμου, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, όχι δε από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστήρια), των οποίων το έργο, κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, συνίσταται στην απονομή της δικαιοσύνης, στην επίλυση δηλαδή διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων (του Κράτους συμπεριλαμβανομένου) με έκδοση αποφάσεως ισχυούσης μεταξύ των μερών, στα οποία αποκλειστικώς αφορούν και οι παρεμπιπτόντως εκφερόμενες κρίσεις, όπως είναι η κρίση περί της συνταγματικότητος του νόμου που εφαρμόσθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως (επί αιτήσεως ακυρώσεως) ή της πράξεως, η οποία προκάλεσε τη ζημία (επί αγωγής). [Τούτο, άλλωστε, αποτελεί έκφανση του γενικώς καθιερούμενου, κατά τα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, κατά τον οποίο οποιοδήποτε δικαστήριο έχει εξουσία και, συγχρόνως, υποχρέωση να ελέγχει, στο πλαίσιο αποκλειστικώς της εκδίκασης της συγκεκριμένης εκάστοτε διαφοράς, την συμφωνία προς το Σύνταγμα κάθε κανόνος δικαίου που καλείται σε εφαρμογή, να αποκρούει δε την εφαρμογή κάθε κανόνος τον οποίο αυτό κρίνει ως αντισυνταγματικό]. Διαφορετική, ως προς το ζήτημα της παραγωγής αποτελεσμάτων πέραν των διαδίκων της συγκεκριμένης δίκης, είναι η περίπτωση δικαστικής αποφάσεως σε δίκη, αντικείμενο της οποίας είναι ευθέως το κύρος του ίδιου του κανόνα δικαίου, όπως επί αιτήσεως ακυρώσεως κανονιστικής διοικητικής πράξεως ή επί ελέγχου συνταγματικότητος τυπικού νόμου από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος. Η τελευταία, μάλιστα, αυτή περίπτωση είναι και η μόνη κατά την οποία, κατά ρητή συνταγματική διάταξη, αφ’ ενός μεν κάμπτεται ο ανωτέρω συνταγματικός κανόνας του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητος του νόμου, αφ’ ετέρου δε επιτρέπεται να μην ανατρέχει η κήρυξη του κανόνα δικαίου (τυπικού νόμου) ως ανισχύρου στην έναρξη ισχύος του (άρθρο 100 παρ. 4 του Συντάγματος). Προς τις ανωτέρω συνταγματικές προβλέψεις είναι, άλλωστε, απολύτως σύμφωνες α) οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, το οποίο, προκειμένου περί της λεγομένης «πιλοτικής» δίκης, οριοθετεί τις συνέπειες της σχετικής αποφάσεως, ορίζοντας ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες» (παρ. 1) και ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του» (παρ. 2) και β) οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως ισχύει), με το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίζεται, επί αιτήσεως ακυρώσεως, η δυνατότητα περιορισμού, ως προς τον αιτούντα και μόνον, της αναδρομικότητας των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως (παρ. 3β), προβλέπεται, όμως, ρητώς, στην περίπτωση αυτή, ότι «δεν θίγονται οι αποζημιωτικές αξιώσεις» (παρ. 3δ). Περαιτέρω, ο γενικός αποκλεισμός της δυνατότητος προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων αποκατάσταση προκληθείσης ζημίας (και, μάλιστα, συνεπεία παραβάσεως του Συντάγματος), ήτοι δικονομική προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος της αποζημίωσης (κατά τη γενική αρχή ubi ius ibi remedium), δεν συνιστά απλό περιορισμό, αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος της ένδικης προστασίας και στοιχειοθετεί, συνεπώς, παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στο βαθμό δε που πρόκειται για πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η παρεμπόδιση της αποκαταστάσεώς της αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί «πιλοτικής» δίκης, με την οποία διάταξη νόμου κρίνεται αντισυνταγματική, δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής εκτάσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, τον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε, κατ’ αποτέλεσμα, με επιβολή υποχρεώσεως στον δικαστή να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, και θα προσέβαλλε, με τον τρόπο αυτόν, και τη λειτουργική του ανεξαρτησία, κατά παράβαση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου.»
Eνδεικτική βιβλιογραφία: www.prevedourou.gr, Αντισυνταγματικότητα των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Περιορισμός της χρονικής έκτασης των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας (ΣτΕ Ολ 4741/2014 [16-1-2015]). Επίσης, Ε. Πρεβεδούρου, Βελτίωση της έννομης προστασίας υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, εισήγηση στο Συνέδριο στη μνήμη των καθηγητών Δ. Θ. Τσάτσου και Γ. Παπαδημητρίου, με τίτλο: Ελληνική Πολιτεία και Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία (20 και 21 Φεβρουαρίου 2015), υπό δημοσίευση· K. Γώγου, Η παράλειψη της διοίκησης να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων ως πεδίο εφαρμογής των «διευρυμένων εξουσιών» του διοικητικού δικαστή, ΤοΣ 3-4/2014, σ. 677 επ· του ιδίου, Ο κατά χρόνο περιορισμός των αποτελεσμάτων ακυρωτικών αποφάσεων, εισήγηση στο συνέδριο της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών και της Νομικής Σχολής ΑΠΘ (25 Απριλίου 2015), υπό δημοσίευση σε ΘΠΔΔ 8-9/2015· Η. Κουβαρά, Η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των πανεπιστημιακών λειτουργών και τα όρια μιας συνεπειοκρατικής στάθμισης από το Συμβούλιο Επικρατείας, ΕφημΔΔ 1/2015, σ. 26· E. Πρεβεδούρου/Σ. Κυβέλος, Ακύρωση κανονιστικών πράξεων λόγω αντισυνταγματικότητας της εξουσιοδοτικής διάταξης. Το περιεχόμενο της συμμόρφωσης της Διοίκησης: ΣτΕ Ολ 1251/2015, ΘΠΔΔ 4/2015, σ. 260 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου