Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

"Η Επιδίκαση της Δικαστικής Δαπάνης των Διαδίκων από τα Δικαστήρια" (Πρακτική εφαρμογή – προβλήματα – προτάσεις) [του Γεωργίου Μικρούδη, Εφέτη Αθηνών, Δ.Ν.]

Το άρθρο 176 ΚΠολΔ προβλέπει ότι ο διάδικος, που ηττήθηκε στη δίκη, καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί προφανώς στην πλήρη αποζημίωση του διαδίκου, που θα ήταν ημιτελής αν δεν συμπεριελάμβανε και το κόστος προσφυγής στο Δικαστήριο, αλλά και στην αποθάρρυνση του κακόπιστου οφειλέτη, αφού πέραν της οφειλής του, θα κληθεί να καλύψει και τα δικαστικά έξοδα του δανειστή του.  Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται στην περίπτωση που γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή, εξαιρουμένων τυχόν παρεπομένων αιτημάτων (π.χ. προσωρινής εκτελεστότητας, προσωποκρατήσεως, τοκοφορίας από δήλη ημέρα).


Ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης αποτιμάται χρηματικώς, γινόταν  βάσει των άρθρων 100 επ. του παλαιού Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ.  3026/1954) και ήδη από 17-9-2013 με τα άρθρα 63 επ. του Νέου Κώδικα (Ν. 4194/2013). Στη δικαστηριακή πρακτική, σε περίπτωση καταψηφιστικής αγωγής, όταν δεν παρατίθεται ειδικός κατάλογος εξόδων και δεν υπάρχουν ειδικές αποκλίσεις (π.χ. πραγματογνωμοσύνες), τα έξοδα που αποδίδονται, υπολογίζονται, χάριν ευκολίας, σε περίπου 4% για τον ενάγοντα επί του αιτηθέντος (και επιδικασθέντος) ποσού, με βάση τις πρόνοιες του Κώδικα Δικηγόρων (2% για τη σύνταξη αγωγής + 1% για σύνταξη προτάσεων + 1% για αναλογία δικ. Ενσήμου και λοιπά έξοδα), ενώ για τον εναγόμενο σε 2% περίπου (για σύνταξη προτάσεων) [[1]]. Σε περίπτωση δε ευδοκιμήσεως αναγνωριστικής αγωγής τα έξοδα υπολογίζονται σε ποσοστό 3% περίπου για τον ενάγοντα (2% για τη σύνταξη αγωγής + 1% για σύνταξη προτάσεων), συν επιπλέον ποσό ανάλογα και με τον αριθμό των επιδόσεων, ενώ για τον εναγόμενο παραμένει σε  2% περίπου.
Πολυπλοκότερος είναι ο υπολογισμός της δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση που η αγωγή γίνει εν μέρει δεκτή. Ως γνωστόν η σχετική ρύθμιση περιλαμβάνεται στο άρθρο 178 ΚΠολΔ. Το άρθρο αυτό, κατά την παλαιότερη (έως το έτος 2.000) διατύπωσή του προέβλεπε ότι «σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο συμψηφίζει τα έξοδα ή τα κατανέμει ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός». Σύμφωνα με την τότε κρατούσα άποψη([2]) το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να διατάξει τον ολικό συμψηφισμό των εξόδων ακόμη κι αν η νίκη ή η ήττα ήταν ανισομερής. Έτσι το δικαστήριο, ακόμη κι αν η αγωγή γινόταν δεκτή κατά αξιόλογο μέρος της, μπορούσε να συμψηφίσει πλήρως τη δικαστική δαπάνη.
Από πρακτικής πάντως απόψεως τα δικαστήρια επέλεγαν συχνά μια άλλη, ευκολότερη, οδό πλήρους συμψηφισμού, την οποία επέτρεπε τότε το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δηλαδή λόγω της «εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης». Η συχνότατη ωστόσο εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως από τα δικαστήρια και ο συχνότατος συμψηφισμός της δικαστικής δαπάνης (ιδίως σε υποθέσεις εργατικών – αυτοκινητικών διαφορών ([3]), οδήγησε το Νομοθέτη (Ν. 2915/2001) στη μεταρρύθμιση της παραπάνω διατάξεως, ώστε ο συμψηφισμός να επιτρέπεται μόνο όταν «η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής».  Τροποποίησε ωστόσο και την παράγραφο 1 του άρθρου 178 ΚΠολΔ, ώστε «σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει ανάλογα  με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός». Απάλειψε δηλαδή ο Νομοθέτης τη δυνατότητα ολικού συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης, ανεξαρτήτως του μεγέθους της νίκης και ήττας των διάδικων, ώστε η επιδίκασή της να είναι αποκλειστική συνάρτηση της επιτυχούς ή μη εκβάσεως της δίκης.
Ποια ήταν  όμως η πρακτική εφαρμογή  του νέου άρθρου 178 παρ. 1 ΚΠολΔ από τα δικαστήρια στο διάστημα των δώδεκα και πλέον ετών που μεσολάβησαν. Χάριν κατανοήσεως παραθέτουμε ορισμένα, όχι και τόσο φανταστικά, παραδείγματα, μαζί με την αξιολογική μας κρίση.

 Α1)  Σε υπόθεση ενοχικής – εμπορικής φύσεως, ο ενάγων αιτείται ποσό 100.000 ευρώ για θετική και αποθετική του ζημία. Το δικαστήριο κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή, επιδικάζοντας ποσό μόλις 6.000 ευρώ. Ταυτοχρόνως του επιδικάζει ποσό 240 ευρώ ως αναλογία της δικαστικής δαπάνης που δικαιούται κατά το άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ  (8.000 € Χ 4%).
Α2) Σε όμοιας φύσεως υπόθεση άλλος ενάγων αιτείται επίσης ποσό 100.000 ευρώ κατά άλλου εναγομένου. Το δικαστήριο απορρίπτει στο σύνολο της την αγωγή και επιβάλλει εις βάρος του ηττηθέντος ενάγοντος το σύνολο των δικαστικών εξόδων του εναγομένου (άρθρο 176 ΚΠολΔ), τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των 2.000 (100.000 Χ 2%) ευρώ.
Από την παράθεση ωστόσο των παραπάνω Α1 και Α2 παραδειγμάτων καθίσταται, νομίζουμε, εμφανές ότι οδηγούμεθα σε ανεπιεική, αν όχι παράλογα αποτελέσματα. Υπέρ του εναγομένου της Α2 υποθέσεως επιδικάζεται ως δικαστική δαπάνη ύψους 2.000 ευρώ (2%), ενώ στην ίδια δικάσιμο όχι μόνο δεν επιδικάζεται υπέρ του εναγομένου της Α1 υποθέσεως οποιοδήποτε ποσό, αλλά αντίθετα υποχρεώνεται να καταβάλει 240 ευρώ, ως αναλογία (4%) επί των επιδικασθέντων 6.000 ευρώ, μολονότι ο εναγόμενος θα αισθάνεται μάλλον δικαιωμένος από την έκβαση της δίκης([4]).  Τα απορριφθέντα κονδύλια φαίνεται να μην ασκούν καμία απολύτως επιρροή στον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης από την πλειονότητα των Δικαστηρίων, ανεξάρτητα μάλιστα από το συνολικό ύψος αυτών([5]). Λαμβάνεται υπ΄ όψιν ό,τι επιδικάστηκε και όχι ό,τι απορρίφθηκε.
Μάλιστα στην αμέσως παραπάνω Α2 περίπτωση θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής και η παράγραφος 2  του άρθρου 178 παρ. 2 ΚΠολΔ ([6]) και να επιβληθεί το σύνολο των εξόδων εις βάρους του ενάγοντος γιατί η αγωγή έγινε κατ΄ ελάχιστο μόνο μέρος δεκτή. Η εφαρμογή ωστόσο του παραπάνω διατάξεως είναι μάλλον σπάνια από τα δικαστήρια και οι μάλλον λιγοστές  αποφάσεις που την έχουν εφαρμόσει, επιδικάζουν, περισσότερο για «διδακτικό» σκοπό, την ελάχιστη αμοιβή («προείσπραξη») και όχι την πλήρη νόμιμη του Κώδικα Δικηγόρων. Η πρακτική αυτή έχει οδηγήσει, ιδίως σε υποθέσεις εργατικού - αυτοκινητικού και διατροφικού χαρακτήρα([7]), στο να σωρεύονται σε μια (ευπρόσωπη κατά τα άλλα) αγωγή πλήθος παντελώς αβάσιμων κονδυλίων, είτε εντελώς αναπόδεικτων([8]), είτε και μη νομίμων([9]). Η σώρευση αυτή, εκτός του ότι δεν είναι ηθικά θεμιτή (αφού γίνεται μάλλον με τη λογική του «ό,τι κάτσει»), δεν είναι και πρακτικά ανώδυνη, αφού η ενασχόληση με τα αιτήματα αυτά και η (απαραίτητα) αιτιολογημένη απόρριψή τους, συνεπάγεται αντίστοιχο φόρτο εργασίας του δικαστηρίου, αλλά και αντίστοιχη καθυστέρηση στην έκδοση της αποφάσεως. Σημειώνεται, προς αποφυγήν παρερμηνειών των θέσεων μας, ως υποκινούμενων από τη «λογική της ήσσονος προσπαθείας», ότι η αρχή της οικονομίας της δίκης και της μη άσκοπης καταπόνησης του Δικαστηρίου διατρέχει ολόκληρο τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[10], με χαρακτηριστικότερο το άρθρο 240, το οποίο σκοπό έχει, σύμφωνα και με την ίδια την αιτιολογική έκθεση του ΝΔ 958/1971, «την αποτροπή της υπέρμετρης καταπονήσεως των δικαστών, με την αναζήτηση ισχυρισμών των διαδίκων, που περιέχονται σε μακροσκελείς προτάσεις»([11])
Ας προχωρήσουμε όμως σε ένα άλλο αρκετά σύνηθες παράδειγμα κατανομής της δικαστικής δαπάνης επί μερικής ευδοκιμήσεως μιας αγωγής. Συγκεκριμένα: Β)  Σε υπόθεση διατροφής – επιμέλειας τέκνου η ενάγουσα αιτείται: 1) να της ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, 2) να της επιδικαστεί ποσό 1.000 ευρώ/μήνα ως διατροφή σε χρήμα του ανηλίκου τέκνου για δυο έτη, 3) να της επιδικαστεί ίδιο ποσό (1.000 €/μήνα) για διατροφή σε χρήμα για την ίδια ατομικώς. Ο εναγόμενος από την πλευρά του: 1) αποδέχεται το αίτημα της αγωγής ως προς την ανάθεση της επιμέλειας στην ενάγουσα, 2) αποδέχεται εν μέρει το αίτημα για καταβολή διατροφής για το ανήλικο, προσδιορίζοντας το προσήκον ποσό σε 500 €/μήνα, το οποίο και ήδη καταβάλλει, 3) αρνείται πλήρως το αγωγικόαίτημα για επιδίκαση διατροφής σε χρήμα για την ενάγουσα ατομικώς. Το δικαστήριο κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή και: 1) αναθέτει την αποκλειστική επιμέλεια στην ενάγουσα, 2) επιδικάζει διατροφή ύψους 650 ευρώ/μήνα ως διατροφή σε χρήμα του ανηλίκου τέκνου για δυο έτη, 3) απορρίπτει εντελώς το αγωγικό αίτημα για διατροφή της ιδίας της ενάγουσας. Ταυτοχρόνως, βάσει του άρθρου 178 παρ. 1 ΚΠολΔ ([12]), επιδίκασε στην ενάγουσα ποσό 630 ευρώ, ως αναλογία της δικαστικής δαπάνης που δικαιούται (650 € Χ 24 μήνες Χ 4%).
 Στο παράδειγμα αυτό το δικαστήριο φαίνεται να μη λαμβάνει καθόλου υπ΄ όψιν όχι μόνο το 3ο αίτημα της αγωγής που απερρίφθη στο σύνολό του (διατροφή της ιδίας της ενάγουσας), αλλά και το γεγονός ότι ο  εναγόμενος συνομολόγησε εν μέρει το 2ο αίτημα (διατροφή του τέκνου) και πλήρως τη βάση του πρώτου αιτήματος της αγωγής (επιμέλεια). Αλλά και γενικότερα η αποδοχή μερικότερων αγωγικών κονδυλίων από τον εναγόμενο φαίνεται να αγνοείται από τα δικαστήρια, κατά τον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης, κάτι που αποθαρρύνει τον καλόπιστο διάδικο - εναγόμενο να προβεί σε τέτοια συνομολόγηση (ώστε το δικαστήριο να ασχοληθεί με το πραγματικό αμφισβητούμενο μέρος της αγωγής, προς όφελος της ταχύτερης και απλούστερης διεξαγωγής της δίκης), αφού από τη συνομολόγηση αυτή ο εναγόμενος δεν θα έχει κανένα απολύτως όφελος, παρά μόνο τη δημιουργία, ενδεχομένως, δυσμενών εις βάρος του εντυπώσεων([13]). Αντιθέτως καλλιεργείται, ιδίως στους νεότερους δικηγόρους, η κουλτούρα της ολικής αρνήσεως του δικογράφου, στη λογική της δημιουργίας συνεχών «αναχωμάτων», ποντάροντας στην αποδοχή της «μέσης λύσης», που ενίοτε εφαρμόζουν τα δικαστήρια, ιδίως σε οριακές υποθέσεις.
Αντίθετα: Γ)  σε υπόθεση εργατικής διαφοράς που εκδικάζεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο το Δεκέμβριο 2001, ήτοι λίγο πριν την έναρξη εφαρμογής του  τροποποιημένου  άρθρου 178 ΚΠολΔ (1-1-2002), ο ενάγων αιτείται ποσό 18.000 ευρώ. Το δικαστήριο επιδικάζει ποσό 6.000 ευρώ και συμψηφίζει πλήρως τη δικαστική δαπάνη στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 178 παρ. 1 ΚΠολΔ.  Ο Επιθεωρητής Αρεοπαγίτης, στον οποίο δίδεται η απόφαση από τον επιθεωρούμενο, σημειώνει στην έκθεση του ότι δικαστής εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 178 του ΚΠολΔ και δεν επιδίκασε την αναλογούσα δικαστική δαπάνη υπέρ του ενάγοντος, με την ειδικότερη επισήμανση ότι τυχόν ολικός συμψηφισμός θα μπορούσε να γίνει μόνο με αναφορά στο άρθρο 179 ΚΠολΔ, ως ίσχυε τότε (εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης). Ο επιθεωρούμενος προσφεύγει στο Συμβούλιο Επιθεωρήσεως του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι ορθά εφήρμοσε την παραπάνω διάταξη, αφού το μέγεθος της νίκης του ενάγοντος είναι ακριβώς ίσο με το μέγεθος της ήττας του (6.000 Χ 4% =  240 € – 12.000 Χ 2% = 240 €). Ισχυρίστηκε επίσης επικουρικά ότι το άρθρο 178 ΚΠολΔ, ως ίσχυε κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως, του επέτρεπε, σε κάθε περίπτωση, τον πλήρη συμψηφισμό της δικαστικής δαπάνης, ανεξαρτήτου μεγέθους ήττας και νίκης.  Το Συμβούλιο απαλείφει τη δυσμενή αυτή κρίση από την έκθεση του επιθεωρούμενου δικαστή, όχι όμως με το σκεπτικό που ζητούσε ο τελευταίος (ότι δηλαδή ορθώς συμψήφισε πλήρως τη δικαστική δαπάνη), αλλά διότι «η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της δικαστικής δαπάνης είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη». Έτσι χάθηκε μια ευκαιρία να έχουμε μια, έστω δια του πλαγίου, κρίση του Α.Π. για τον αν στην επιδικαζομένη δικαστική δαπάνη λαμβάνεται και με ποιο τρόπο υπ΄ όψιν το μέρος της αγωγής που απορρίπτεται. Ο δε Πρωτοδίκης, παρά την έμμεση δικαίωσή του, είναι άγνωστο αν επιχείρησε ξανά παρόμοια «ριζοσπαστική» ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 178 ΚΠολΔ… 
Από τα παραπάνω παραδείγματα καθίσταται νομίζω εμφανής μια μάλλονcontra legem ερμηνεία άρθρου 178 ΚΠολΔ από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα, το ύψος των απορριφθέντων κονδυλίων μιας αγωγής να λαμβάνεται υπ΄ όψιν μόνον όταν αυτή απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, ενώ αντίθετα να μη λαμβάνεται καθόλου υπ΄ όψιν όταν αυτή γίνει δεκτή, έστω και μόνο για μικρό μέρος.
Πέρα όμως από την καθαρά νομική προσέγγιση του θέματος, όπου θα μπορούσαν βεβαίως να υποστηριχθούν ευπροσώπως  και αντίθετες απόψεις,  η δικαιοπολιτική αλλά και η καθαρά «πρακτική» προσέγγιση του ζητήματος([14]) επιβάλλουν την επαναξιολόγηση της αντιμετωπίσεως της επιδικάσεως της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση μερικής νίκης – ήττας των διαδίκων. Με δεδομένο ωστόσο ότι η θέση αυτή της νομολογίας είναι πλέον παγιωμένη και τυχόν σποραδικές αντίθετες αποφάσεις που ενδεχομένως εκδοθούν (όπως η ανωτέρω Γ΄ απόφαση), μάλλον δεν θα επιτύχουν άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα, αφού η κρίση του δικαστηρίου δεν ελέγχεται αναιρετικά και συνεπώς δεν πρόκειται να επιτύχουν θέση του Ανωτάτου Ακυρωτικού στο ζήτημα αυτό. Επιβάλλεται λοιπόν, φρονούμε,τροποποίηση του άρθρου 178 ΚΠολΔ, ώστε να καταστεί αδιαμφισβήτητο ότι λαμβάνεται υπ΄ όψιν και το μέρος που η αγωγή απερρίφθηmutatis mutandisκατά τον ίδιο τρόπο που επιδικάζεται η δικαστική δαπάνη στις δίκες διανομής μεταξύ ενάγοντος - εναγομένου (με τρόπο απλούστερο πάντως, από τον αντίστοιχο πολύπλοκο στον οποίο καταφεύγουν τα δικαστήρια στις παραπάνω υποθέσεις[[15]]).
Επομένως σε περίπτωση καταψηφιστικής αγωγής, με αίτημα 100.000 €, η οποία θα γίνει δεκτή για 40.000 €, ο μεν ενάγων θα δικαιούται ποσό (40.000 Χ 4%) 1.600 €, ενώ ο εναγόμενος (60.000 Χ 2%) 1.200 € και ακολούθως το τελικώς επιδικαστέο υπέρ του ενάγοντος ποσό θα ανέρχεται σε (1600 – 1.200) 400 €.  Με την πρόβλεψη ενός μεταβατικού διαστήματος για τις ήδη ασκηθείσες αγωγές, φρονούμε ότι θα οδηγήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα στον περιορισμό του αντικειμένου της δίκης, ιδίως σε υποθέσεις ενοχικού, εμπορικού, αυτοκινητικού και εργατικού χαρακτήρα, στα πραγματικά αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, χωρίς το δικαστήριο να χρειάζεται να αναλώνεται σε κονδύλια, που σωρεύθηκαν κατά την κατάθεση της αγωγής εκ λόγων περισσής πρόνοιας([16]) ή και για καθαρά «διαπραγματευτικούς» λόγους. Ήδη εξάλλου μετά την κατάργηση της απαλλαγής του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές με το άρθρο 21 Ν. 4055/2012 (με την εξαίρεση των προαναφερομένων ειδικών διαδικασιών), παρατηρείται τάση παραίτησης των διαδίκων από καταφανώς εξογκωμένα κονδύλια, κάτι που πιστεύουμε ότι θα ενισχυθεί με την προτεινόμενη ρύθμιση στο άρθρο 178 ΚΠολΔ.  Εύλογη εξαίρεση απ΄ αυτήν την επιμέτρηση μπορούν να αποτελέσουν τα κονδύλια της ηθικής βλάβης – ψυχικής οδύνης (ΑΚ 932), τα οποία κατά τη δικαστηριακή πρακτική εμφανίζονται συχνά καταφανώς διογκωμένα, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρο 178 παρ. 2 εδ.  τελ. ΚΠολΔ, το οποίο κάνει ειδική πρόβλεψη για τα δικαστικά έξοδα απαίτησης που εξαρτώνται από την απολυτή κρίση του δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό θα αποτραπεί τυχόν «άδικη» επιβάρυνση του ενάγοντος, που κατά την υποκειμενική του κρίση αιτήθηκε ποσό ηθικής βλάβης, πολύ μεγαλύτερο από το επιδικασθέν. Εξάλλου και τα δικαστήρια σε περίπτωση απόρριψης αγωγής με καταφανώς εξογκωμένα κονδύλια, προσέφευγαν συχνά στην εφαρμογή διάταξη του άρθρου 102 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που ίσχυε έως πρόσφατα([17]), χωρίς μάλιστα την ανάγκη προβολής σχετικού ισχυρισμού από πλευράς του αντιδίκου, δεδομένου ότι θεωρείται στοιχείο του νόμου βάσει του οποίου θα γίνει ο καθορισμός της αμοιβής ([18]). Παρόμοια δυνατότητα δίνει και ο νέος Κώδικας (άρθρο 58 παρ. 5 Ν. 4194/2013), κατά τον οποίο «…σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή…».  Στην περίπτωση αυτή φαίνεται, σε αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, να προκρίνεται η μείωση της δικαστικής δαπάνης μόνο σε περίπτωση που το υπέρογκο αιτούμενο ποσό οφείλεται σε «έλλειψη πραγματικών στοιχείων». Εκ των πραγμάτων ωστόσο η διατύπωση της άνω διατάξεως αφήνει μεγάλα περιθώρια εφαρμογής του από τα Δικαστήρια ουσίας, ώστε να αποτραπούν τυχόν ανεπιεική αποτελέσματα.
Η παραπάνω πρόταση είναι προφανές ότι δεν μπορεί να λύσει από μόνη της το χρόνιο πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης, που προφανώς απαιτεί σφαιρικότερη προσέγγιση, αναδιάταξη του δικαστηριακού χάρτη της χώρας, κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, αλλά και γενικότερη αναμόρφωση Κωδίκων, Οργανισμού Δικαστηρίων και επί μέρους νομοθετημάτων. Μπορεί ωστόσο, χωρίς δημοσιονομικό κόστος ή βλάβη κάποιας ιδιαίτερης επαγγελματικής τάξεως, να συμβάλλει στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, ιδίως στις ειδικές διαδικασίες. Κυρίως όμως να συμβάλλει στην καλλιέργεια συναινετικότερου τρόπου προσέγγισης μιας γενικότερης αντιδικίας από τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, που είναι εμφανές ότι λείπει από το νομικό μας πολιτισμό.




[1] στο νέο Κώδικα Δικηγόρων πάντως, σε αντίθεση με τον παλαιό, η αμοιβή ορίζεται κλιμακωτά (1,5%, 1%, 0,5% κοκ) σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης υπερβαίνει τις 200.000 €
[2] βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 1994, τ.  Α΄, αθρ. 178, αρ. 6, σ. 1027
[3] σε σημείο ώστε να υποστηρίζεται ότι οι σχετικές διαδικασίες έχουν προσλάβει το χαρακτήρα μιαςjurisdiction gratuita (“δικαιοδοσία λειτουργούσα δωρεάν»)
[4] Πολλά δικαστήρια μάλιστα επιδικάζουν σε αντίστοιχες περιπτώσεις  μεγαλύτερο ποσό, ώστε αυτό να μην υπολείπεται της ελάχιστης «προεισπράξεως» του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.
[5] χαρακτηριστική είναι η ΕφΛαμ 60/2009, ΝΟΜΟΣ, όπου ενώ γίνεται ρητή μνεία για το ποιο είναι το αιτούμενο ποσό και ποιο επιδικάζεται, όπως και ποιο μέρος των εξόδων αντιστοιχεί αναλογικά σε κάθε διάδικο, το τελικώς επιδικασθέν ποσό για δικαστική δαπάνη, μάλλον λαμβάνει υπ΄ όψιν μόνο το ποσό που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα και όχι και το ποσό, κατά το οποίο απερρίφθη η αγωγή
[6] Σύμφωνα με το οποίο, ο δικαστής μπορεί να επιβάλει το σύνολο των εξόδων εις βάρος ενός μόνο διαδίκου, αν το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτηση είναι ελάχιστο.
[7] όπου η τροπή του αιτήματος σε αναγνωστικό εξασφαλίζει ακόμη και σήμερα  απαλλαγή από το δικαστικό ένσημο(άρθρο 21 Ν. 4055/2012).
[8] π.χ. ιατρικά νοσήλια ή δαπάνες επισκευής οχήματος, χωρίς κανένα απολύτως παραστατικό.
[9] π.χ. η παράνομη αμοιβή [το γνωστό «φακελάκι»],  που δόθηκε σε ιατρό δημοσίου νοσοκομείου για τη διενέργεια εγχειρίσεως
[10] Βλ. ενδεικτικώς τα άρθρα  271, 272, 273, 507, 522, 524 παρ. 3, 548.
[11], Βλ. και Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τ. Β΄, εκδ. 1994, σ. 125, αρθ. 240, αρ. 1.  
[12]  Εξυπακούεται ότι το άρθρο 179, ως τροποποιημένο ισχύει, θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής σε μία τέτοια δίκη διατροφής.

[13]  Σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 177 ΚπολΔ τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται εις βάρος του νικώντος διαδίκου, μόνο όταν ο εναγόμενος δεν προκάλεσε με τη στάση του την έγερση της αγωγής και ομολόγησε πλήρως  τη βάση της. Επομένως σε δίκη π.χ. αυτοκινητικής φύσεως, ο εναγόμενος δεν έχει κανένα πρακτικό όφελος από τη συνομολόγηση της υπαιτιότητάς του ως προς την πρόκληση του ατυχήματος, από τη στιγμή που αρνείται ορισμένα, έστω και ευπροσώπως αμφισβητήσιμα, κονδύλια της αγωγής.
[14] που ενθαρρύνει την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και τον συμβιβασμό μεταξύ των διάδικων (άρα αν όχι τον ολικό, τουλάχιστον τον μερικό).
[15] είναι πάντως άξιον σημειώσεως ότι τελικά και στις δίκες διανομής το επιδικαζόμενο ποσό, με τον γνωστό πολύπλοκο υπολογισμό που ακολουθούν τα δικαστήρια, τελικώς  δεν αφίσταται ουσιωδώς του κάτωθι υποδεικνυόμενου απλούστερου τρόπου (όταν βέβαια ταυτίζεται το χρηματικό αντικείμενο της δίκης).
[16] π.χ. επειδή κατά την κατάθεση της αγωγής δεν ήταν ασφαλώς προβλέψιμη η πορεία του τραυματία σε τροχαίο ατύχημα και έτσι σωρεύτηκαν και μελλοντικά «πλασματικά» νοσήλια για μεγάλο χρονικό διάστημα, προς αποφυγήν κινδύνου παραγραφής.
[17]  «Εάν το αίτημα της αγωγής είναι προφανώς εξωγκομένον … το ελάχιστον όριον αμοιβής κανονίζεται επί του ποσού, όπερ έδει να ζητηθή δια της αγωγής, εάν ο δικηγόρος εξακρίβωνεν επιμελέστερον τα πράγματα». 
[18] ΑΠ 1883/1988 Δνη 1990.788, ΕφΑθ 7104/1980 ΝοΒ 1980.1583, ΠΠρΑθ 6806/2004, Νόμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου