Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

«Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (ΕΔΔΑ) ΣΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ: ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ» (Σωτήριος Ε. Κύρκος , Μ.Α., LLM (London),Υπ. Διδάκτωρ, Τμ. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών/ Πάντειο Πανεπιστήμιο -Aντεισαγγελέας Αεροδικείου Αθηνών)

Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ:
Η άσκηση δικαιοδοτικού έργου στον χώρο των ενόπλων δυνάμεων, αποτελεί μια αποστολή η οποία, όπως είναι αναμενόμενο, δεν μπορεί να παραμείνει ανεπηρέαστη από τις εγγενείς ιδιαιτερότητες του χώρου αυτού. Η ανάγκη διασφάλισης ενός υψηλού βαθμού πειθαρχίας, όρος αναγκαίος για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής λειτουργικής αποτελεσματικότητας και επιχειρησιακής ετοιμότητας έχει αξιοποιηθεί συχνά ως νομιμοποιητική βάση τόσο για την ίδρυση και λειτουργία αυτοτελών δικαιοδοτικών οργάνων, με ιδιάζουσα σύνθεση και κανόνες λειτουργίας, όσο και για την υιοθέτηση ενός πλέγματος ρυθμίσεων, ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες συχνά συνιστούν απόκλιση, σε ελάσσονα ή μείζονα βαθμό, από τα διεθνώς καθιερωμένα πλαίσια προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Στο μέτρο δε που οι παραπάνω ιδιαιτερότητες και αποκλίσεις δεν αφορούν μόνο τα πρόσωπα που τυγχάνουν ενταγμένα στην ιεραρχική διάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων αλλά επεκτείνονται και σε πρόσωπα τα οποία δεν τελούν σε οποιαδήποτε σχέση ειδικής εξουσίασης προς το κράτος και μάλιστα στον καιρό της ειρήνης, αναπόφευκτα φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη ελέγχου της συμβατότητας των σχετικών θεσμικών μορφωμάτων τόσο με τα εθνικά όσο και με τα διεθνή νομοθετικά κείμενα που αφορούν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης, θα επιδιωχθεί πάντως ναποδοθεί μια όσο το δυνατόν εναργέστερη εικόνα των πορισμάτων της νομολογίας της υπερεθνικής έννομης τάξης στην οποία είναι ενταγμένη η χώρα μας μετά την επικύρωση των σχετικών κειμένων, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του δικαιοδοτικού οργάνου που τυγχάνει αρμόδιο για τον έλεγχο συμμόρφωσης των συμβαλλομένων κρατών προς τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ).
 
Β) Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ:
Η επικρατούσα προσέγγιση, τουλάχιστον στην πλειοψηφία των χωρών που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της ΕΣΔΑ, συνίσταται στο να θεωρούνται οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις (ε.δ.) ως «πολίτες εν στολή». Τούτο συνεπάγεται την παραδοχή ότι, στο μέτρο που αυτό τυγχάνει συμβατό με ορισμένες ιδιαιτερότητες της στρατιωτικής ζωής, τα μέλη των ε.δ. πρέπει ναπολαμβάνουν τα αυτά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα με τους λοιπούς πολίτες. Πρόκειται για pροσέγγιση που, όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, ευνοεί την ενσωμάτωση των ε.δ. στην υπόλοιπη κοινωνία σε αντίθεση με την αντίστροφη αντίληψη που ευνοεί την απομόνωση του χώρου των ε.δ. από την πολιτική και κοινωνική ζωή. Η ανάγκη όμως, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών των ε.δ. στο σύγχρονο πλαίσιο, αποκτά ιδιάζουσα σημασία για τους παρακάτω πρόσθετους λόγους: Ο πρώτος αφορά την ραγδαία μεταβαλλόμενη φύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στη σύγχρονη εποχή, οι ε.δ. είναι πιθανότερο να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις υποστήριξης - διατήρησης της ειρήνης, παρά σε συμβατικές ένοπλες συρράξεις. Έτσι, οι υπηρετούντες σαυτές συχνά καλούνται να συμβάλουν στην οικοδόμηση πολιτικών θεσμών σε κοινωνίες που έχουν κατακερματισθεί από τις συγκρούσεις και να εγκαθιδρύσουν μια κουλτούρα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή δράσης τους. Τα μέλη μιας δύναμης που είναι εξοικειωμένα με ένα καθεστώς σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός του περιβάλλοντός του ασφαλώς βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση και παρέχει πληρέστερα εχέγγυα ως προς την επίτευξη της αποστολής του. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που μέλη των ε.δ. δεν εμπλέκονται σε πολεμική δραστηριότητα αλλά ασκούν καθήκοντα παρατηρητού ή αστυνομικού χαρακτήρα, είναι προφανές ότι η ανάγκη επιβολής περιορισμών στα δικαιώματά του για λόγους διατήρησης της στρατιωτικής πειθαρχίας αποδυναμώνεται ουσιαστικά.
Τον Απρίλιο του 2006, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με την υπαρ. 1742/06 Σύστασή της, επιβεβαίωσε τη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα μέλη των ε.δ. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο της Σύστασης «…Σε μια εποχή που οι ε.δ. πολλών χωρών-μελών δρουν από κοινού στα ίδια θέατρα επιχειρήσεων, η Συνέλευση συνιστά την προαγωγή κοινών αρχών που πρέπει να διέπουν τις συνθήκες υπό τις οποίες τα μέλη των ε.δ. καλούνται να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Δεν μπορεί να αναμένεται από τα μέλη των ε.δ. να σεβαστούν το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο κατά τις επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχουν , αν ο σεβασμός αυτός δεν υφίσταται εγγυημένα εντός των τάξεων των ε.δ. Τυγχάνει ,επομένως, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας η καταβολή προσπαθειών εκ μέρους του Συμβουλίου της Ευρώπης να χαραχθούν κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός των ε.δ., συνοδευόμενες από πολιτικές των κρατών-μελών που προάγουν την ενημέρωση και επαγρύπνηση μεταξύ του προσωπικού των ε.δ. τους».

Η ως άνω προσέγγιση των στρατιωτικών ως «πολιτών εν στολή» έχει επανειλημμένα επικυρωθεί από το ΕΔΔΑ σε σχέση με ένα ευρύ φάσμα δικαιωμάτων προστατευομένων από την ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έχει κατά καιρούς επιληφθεί προσφυγών που αφορούσαν αιτιάσεις για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, του σεβασμού της προσωπικής ζωής, της ελευθερίας της σκέψης, των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της συνείδησης καθώς και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές αποφάσεις και μάλιστα καταδικαστικές, αφορούν προσφυγές σε βάρος της Ελλάδας. Όλα τα ανωτέρω ασφαλώς συνιστούν δικαιώματα που κατά την ίδια τη Σύμβαση τυγχάνουν δεκτικά περιορισμών, εφόσον βεβαίως πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Οι συνηθέστεροι δε περιορισμοί που απαντώνται στο χώρο των ε.δ. είναι «το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας», ενίοτε «η αποτροπή της απειθαρχίας» καθώς και «η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων». 
Γ) Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ: ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ.
Ορισμένες σημαντικές πτυχές της ζωής και της δράσης των ε.δ., δείχνουν να συνηγορούν καταρχήν υπέρ της ύπαρξης ενός, αν όχι αυτοτελούς, τουλάχιστον διακριτού συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, οι στρατιωτικοί διέπονται από ένα σύστημα πειθαρχίας που διεκδικεί ρυθμιστικό ρόλο σε ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο τμήμα της υπηρεσιακής αλλά ενίοτε και της προσωπικής τους ζωής.Το ανωτέρω αποτελεί απόρροια κυρίως του γεγονότος ότι οι στρατιωτικοί συχνά διαβιούν εντός στρατιωτικών βάσεων και όταν ασκούν τα καθήκοντά τους , ο χρόνος και οι προσπάθειές τους είναι αφιερωμένος στην εκτέλεση στρατιωτικών καθηκόντων ,κατά κανόνα υπό τις διαταγές και την καθοδήγησή κάποιου ιεραρχικά ανωτέρου τους. Σε καταστάσεις δε επαπειλούμενης ή επικείμενης σύρραξης, η κατεπείγουσα και πρυτανεύουσα σημασία του στρατιωτικού καθήκοντος αλλά και ο κίνδυνος για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του προσωπικού αλλά και την ασφάλεια του υλικού και των εγκαταστάσεων δικαιολογεί την ανάγκη για διαρκή υπακοή. Καταυτόν τον τρόπο η διαχωριστική γραμμή που πρέπει να υφίσταται μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής μετατοπίζεται, ορισμένες φορές μέχρι ολοσχερούς εξαφάνισης, σε βάρος της προσωπικής ζωής και υπό αυτές τις συνθήκες δεν συνιστά παράδοξο το γεγονός ότι η αξίωση για εφαρμογή των κανόνων τις στρατιωτικής πειθαρχίας, συχνά δικαιοπολιτικά μετέωρη και ψυχολογικά αφόρητη, εκτείνεται πέραν του χώρου της απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Περαιτέρω, με την επίκληση της ανάγκης διατήρησης ενός υψηλού επιπέδου επιχειρησιακής ετοιμότητας, επιχειρείται-καταχρηστικά ενδεχομένως- η συντήρηση του ανωτέρω καθεστώτος ακόμη και τον καιρό της ειρήνης.
Πέραν όμως των ανωτέρω, η εφαρμογή μιας σειράς κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και συγκεκριμένα αυτών που διέπουν την μεταχείριση και την υπαγωγή σε ιδιαίτερο πειθαρχικό καθεστώς των αιχμαλώτων πολέμου (βλ. Παρ. στην 4_ Σύμβαση της Χάγης του 1907, αρ. 1, 3_ Σύμβαση της Γενεύης του 1949, αρ. 4 παρ. 2 και αρ. 43 του 1__ Προσθέτου Πρωτοκόλλου του 1977) προϋποθέτουν την ύπαρξη και λειτουργία ενός συστήματος στρατιωτικής δικαιοσύνης. Η ύπαρξη όμως στρατιωτικής δικαιοσύνης σε περίοδο ένοπλης σύρραξης αποτελεί μια επιπλέον σημαντική θεσμική διασφάλιση ότι οι τακτικές ένοπλες δυνάμεις που υπόκεινται στις διαταγές του υπεύθυνου ιεραρχικά προϊσταμένου τους , θα κληθούν να λογοδοτήσουν για ποινικές ευθύνες που τους αναλογούν σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων του δικαίου των ενόπλων συρράξεων.
Απέναντι στα προεκτεθέντα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης στρατιωτικής δικαιοσύνης, συχνά προβάλλεται ένας στέρεα δομημένος αντίλογος, ο οποίος επικεντρώνεται σε δύο κυρίως θεματικούς άξονες, όπως άλλωστε έχει καταδείξει και η νομολογία του ΕΔΔΑ που θα εκτεθεί στη συνέχεια: το ζήτημα της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας αφενός και η τήρηση των αρχών της ίσης (σε σχέση με τους υπαγομένους στα κοινά ποινικά δικαστήρια) μεταχείρισης αφετέρου. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας , καταρχήν, σχετίζεται άμεσα με αυτό που στην στρατιωτική ορολογία είναι γνωστό ως «διοικητική (ιεραρχική) αλυσίδα)» (chain of command). Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η κυριαρχική φύση της έννοιας της στρατιωτικής πειθαρχίας παρέχει στους ιεραρχικά προϊσταμένους αξιωματικούς τη δυνατότητα εκτεταμένης επέμβασης στην προσωπική και υπηρεσιακή ζωή των υφισταμένων του στρατιωτικών με συχνά μακροπρόθεσμες και ενίοτε μη αναστρέψιμες επιπτώσεις αναφορικά με την επαγγελματική τους εξέλιξη, ασφάλεια, την υγεία ή την οικογενειακή ζωή. Έτσι, για να διασφαλισθεί η αξιοπιστία και η θεσμική αλλά και ηθική νομιμοποίηση της στρατιωτικής δικαιοσύνης, τόσο στα μάτια των στρατιωτικών όσο και σε αυτά του κοινού γενικότερα, πρέπει αυτή να τυγχάνει αποσυνδεδεμένη από την αλυσίδα διοίκησης.
Αναφορικά τώρα με το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης των υποκειμένων στη δικαιοδοσία της στρατιωτικής δικαιοσύνης, υφίστανται εύλογες επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο τα μέλη των ε.δ. απολαμβάνουν παρόμοια δικαιώματα και εγγυήσεις δίκαιης δίκης σε σχέση με τους πολίτες που υπάγονται στα κοινά ποινικά δικαστήρια.
Ο προβληματισμός αυτός επιτείνεται στις περιπτώσεις που τα συστήματα στρατιωτικής δικαιοσύνης τυγχάνουν επιφορτισμένα, πέραν της εκδίκασης των γνησίων στρατιωτικών εγκλημάτων (αυτών δηλαδή που υποκείμενο τέλεσής τους μπορεί να καταστεί μόνον στρατιωτικός και τα οποία συνάπτονται ευθέως με την προσβολή εννόμων αγαθών της στρατιωτικής υπηρεσίας) και με την εκδίκαση των λεγομένων κοινών αδικημάτων τα οποία , αν τελούντο από πολίτες θα υπαγόταν κανονικά στην γενική δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Σαυτές τις περιπτώσεις τυγχάνει ζητούμενο αν ουσιαστικά και δικονομικά δικαιώματα και εγγυήσεις-όπως το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου, το τεκμήριο αθωότητας, η δυνατότητα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης σε συνήγορο της επιλογής του κατηγορουμένου, η επιβολή προσωρινής κράτησης μόνο σε περίπτωση συνδρομής αυστηρά καθορισμένων προϋποθέσεων κλπ.- μπορούν νασκηθούν αποτελεσματικά στο πλαίσιο της διαδικασίας της στρατιωτικής ποινικής δίκης.
Δ) Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΥΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΕΔΔΑ: Η ΥΠΟΘΕΣΗ ENGEL ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΚΑΤΑ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ.
Με την απόφαση που εξέδωσε το ΕΔΔΑ επί της προσφυγής Engel και λοιπών κατά της ολλανδικής κυβέρνησης την 8-8-1976, το Δικαστήριο για πρώτη φορά στην ιστορική του διαδρομή κλήθηκε ναποφανθεί πάνω σε αιτιάσεις οι οποίες αφορούσαν θεσμούς και πρακτικές που άπτοντο του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων. Η υπόθεση αφορούσε την προσφυγή μελών των ολλανδικών ενόπλων δυνάμεων, στα οποία είχαν επιβληθεί, το έτος 1971, πειθαρχικές ποινές για αντίστοιχα παραπτώματα που τελέσθηκαν απαυτά στο πλαίσιο της υπηρεσίας τους. Οι επιβληθείσες ποινές θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντίστοιχες με τις προβλεπόμενες στον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας στον Ελληνικό Στρατό (ΣΚ 20-1) της φυλάκισης και της αυστηρής φυλάκισης. Σύμφωνα με τον ισχύοντα στην Ολλανδία την εποχή εκείνη Πειθαρχικό Κανονισμό των ενόπλων δυνάμεων, υφίστατο η δυνατότητα για τους πειθαρχικά ελεγχθέντες να ζητήσουν την επανεξέταση της ποινής τους από 6μελές δικαστικό όργανο, τέσσερα μέλη των οποίων ήταν τακτικοί δικαστές και δύο στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της συγκρότησης και της λειτουργίας του οργάνου αυτού, ισχυριζόμενοι ότι αυτό δεν συνιστά δικαστήριο συνεστημένο κατά νόμο, όπως απαιτεί το άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν ότι οι πειθαρχικές ποινές που τους επιβλήθηκαν από τη φύση τους συνιστούν παράνομη στέρηση της προσωπικής τους ελευθερίας, κατά παράβαση του αρ. 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο, αν και απέρριψε τις αιτιάσεις αναφορικά με τη συγκρότηση του δικαιοδοτικού οργάνου, θεωρώντας ότι πληρεί τον χαρακτήρα του «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει συσταθεί κατά νόμο»,σύμφωνα με τις  απαιτήσεις του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δέχθηκε ότι υφίστατο παραβίαση της αυτής ως άνω διάταξης στο μέτρο που οι συνεδριάσεις του δικαστηρίου αυτού διεξήγοντο κεκλεισμένων των θυρών (παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας). Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υφίσταται πράγματι παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου από την πρόβλεψη και την επιβολή στο χώρο των ολλανδικών ενόπλων δυνάμεων της ποινής της αυστηρής φυλάκισης, η οποία ποινή, αν και συνεπάγετο ολική στέρηση της ελευθερίας του ατόμου κατά την έκτισή της, μπορούσε να επιβληθεί όχι από αρμόδιο δικαστήριο, όπως ρητά προβλέπεται από το αρ. 5 παρ. 1 περ. ατης ΕΣΔΑ αλλά από τον στρατιωτικό προϊστάμενο του τιμωρηθέντος. Η σημαντικότερη, όμως και με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, υπερβαίνουσα τα όρια της συγκεκριμένης απόφασης, παραδοχή του δικαστηρίου συνίσταται στην εφαρμογή του αρ. 6 της ΕΣΔΑ όχι μόνον στο πλαίσιο ποινικού χαρακτήρα διαδικασιών αλλά και στο πλαίσιο των αντιστοίχων άσκησης πειθαρχικού ελέγχου, στο μέτρο που οι επαπειλούμενες συνέπειες, όπως η στέρηση της ελευθερίας του ατόμου, δεν διαφέρουν ποιοτικά ως προς τη φύση και το εύρος των συνεπειών από τις κυρώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο εκδίκασης κατηγοριών για πράξεις ποινικού χαρακτήρα. Στην παρ. 54 του κειμένου της απόφασης, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά η γενική άποψη του ΕΔΔΑ που συγκροτεί αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «προσέγγιση των μελών των ε.δ. ως «πολιτών με στολή»: «…η Σύμβαση εφαρμόζεται καταρχήν και στα μέλη των ε.δ. και όχι μόνο στους πολίτες. Στα αρ. 1 και 14 αναφέρεται συγκεκριμένα ότι κάθε πρόσωπο υποκείμενο στην δικαιοδοσία των Συμβαλλομένων Κρατών απολαμβάνει, χωρίς διακρίσεις, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που περιλαμβάνονται στο 1_ ΤμήμαΠαρόλα αυτά, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων της Σύμβασης, το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της στρατιωτικής ζωής και τα αποτελέσματά τους στην κατάσταση των ατόμων που ανήκουν στις ε.δ.».
Εν όψει της εκδίκασης της σχετικής προσφυγής και της διαφαινόμενης δικαίωσης των προσφυγόντων μετά την παραπεμπτική απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ολλανδική κυβέρνηση προέβη το 1974 σε νομοθετική παρέμβαση, καταργώντας την ποινή της αυστηρής φυλάκισης στις ένοπλες δυνάμεις.  
Ε) Ο ΕΝΔΕΛΕΧΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΣΔΑ: Η ΥΠΟΘΕΣΗ FINDLAY ΚΑΤΑ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
 Η υπόθεση Findlay κατά Ηνωμένου Βασιλείου, πέραν του γεγονότος ότι αποτέλεσε τον καταλύτη για την εκ βάθρων αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής της στρατιωτικής Δικαιοσύνης στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενέχει ιδιαίτερη σημασία διότι με τις διαπιστώσεις, τις επισημάνσεις και τις υποδείξεις της οριοθέτησε με ιδιαίτερα σαφή τρόπο τα επιτρεπτά όρια των αποκλίσεων των συστημάτων απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης των χωρών που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ, διατυπώνοντας με ιδιαίτερα σαφή και αδιάστικτο τρόπο την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αρχές της δίκαιης δίκης σε όλο το φάσμα των επί μέρους εκφάνσεών της. Η υπόθεση αφορούσε την περίπτωση υπαξιωματικού του βρετανικού στρατού του Σώματος των Καταδρομών, βετεράνου του πολέμου των Φώκλαντ, πάσχοντα από σοβαρό μετατραυματικό στρές εξαιτίας τραυματισμού του κατά τη διάρκεια του τραυματισμού του στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο ανωτέρω το 1990 και ενώ υπηρετούσε στη Β. Ιρλανδία, αφού περιήλθε σε κατάσταση μέθης απείλησε με τη χρήση όπλου άνδρες της Μονάδας του, ακολούθως δε έστρεψε το όπλο προς τον εαυτό του απειλώντας ναυτοκτονήσει.
Αφού συνελήφθη, παραπέμφθηκε για ψυχιατρική εξέταση, το πόρισμα της οποίας υποστήριζε ότι ο συλληφθείς είχε συναίσθηση του άδικου χαρακτήρα των πράξεών του κατά το χρόνο της τέλεσής τους. Λαμβανομένου όμως υπόψη του μετατραυματικού στρες από το οποίο υπέφερε, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη οινοποσία,ο αρμόδιος ψυχίατρος απεφάνθη ότι η εκδήλωση της επίμεμπτης συμπεριφοράς τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν «σχεδόν αναπόφευκτη» γι αυτό και εισηγήθηκε την επιβολή της ελάχιστης δυνατής ποινής.
Μετά την παραπάνω εξέταση, αποφασίσθηκε η παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη. Προκειμένου όμως να διασφαλισθεί το γεγονός ότι η πνευματική κατάσταση του κατηγορουμένου επιτρέπει την παραπομπή του σε δίκη, κατόπιν πρωτοβουλίας των προϊσταμένων του παραπέμφθηκε για εξέταση από ψυχίατρο εκτός του χώρου των ενόπλων δυνάμεων, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι αυτός είχε συναίσθηση των πραττομένων του και ήταν ικανός να παραστεί σε δίκη.
Κατά τον κρίσιμο χρόνο, τα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης στο χώρο των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων καθορίζοντο από το Νόμο Περί Ενόπλων Δυνάμεων (Armed Forces Act) του 1955,το δε διαδικαστικό τμήμα των σχετικών προβλέψεων συμπληρωνόταν από τους Κανόνες Στρατιωτικής Διαδικασίας του 1972 και τους Κανονισμούς της Βασίλισσας του 1975.Αξιοσημείωτο τυγχάνει το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα εγκλήματα της βρετανικής ποινικής νομοθεσίας συνιστούσαν αντίστοιχα εγκλήματα και στο πλαίσιο της στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας, γεγονός που συνεπάγετο την υπαγωγή στη στρατιωτική δικαιοσύνη των υπηρετούντων στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις όχι μόνο για στρατιωτικά εγκλήματα αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος των εγκλημάτων της κοινής ποινικής νομοθεσίας.
Εξαίρεση υφίστατο σε περίπτωση συμμετοχής πολιτών στο έγκλημα, οπότε για λόγους ενιαίας εκδίκασης καθίσταντο αρμόδια τα κοινά ποινικά δικαστήρια.
Ανάλογα με τη βαρύτητά τους, οι παραβάσεις της στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας μπορούσαν να παραπεμφθούν προς εκδίκαση είτε στο περιφερειακό στρατοδικείο, είτε στο αντίστοιχο του τόπου μεταστάθμευσης της δύναμης ή και στο «γενικό» στρατοδικείο. Τα στρατοδικεία αυτά δεν ήταν μόνιμα και διαρκώς συγκροτημένα δικαστήρια αλλά συγκροτούντο σε ad hoc βάση, προκειμένου να δικάσουν μια μεμονωμένη υπόθεση ή ομάδα υποθέσεων. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο γενικό στρατοδικείο συγκροτείτο από τον πρόεδρο (συνήθως με το βαθμό του Ταξιάρχου ή του Συνταγματάρχη),ο οποίος οριζόταν ονομαστικά από τον «συγκαλούντα  αξιωματικό» (περί του οποίου αμέσως παρακάτω) και από 4 τουλάχιστον ακόμη αξιωματικούς, ο ορισμός των οποίων λάμβανε χώρα ονομαστικά είτε από τον συγκαλούντα αξιωματικό είτε καταίτηση του τελευταίου, από τους διοικητές τους.
Ο «συγκαλών αξιωματικός» κατά το χρόνο που εξετάζουμε αποτελούσε τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφετο το όλο σύστημα της στρατιωτικής δικαιοσύνης στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε να είναι μάχιμος αξιωματικός, κατά κανόνα ανωτάτου βαθμού και νασκεί διοίκηση σώματος των τακτικών δυνάμεων ή της Μονάδας στην οποία ανήκε ο κατηγορούμενος. Κατά νόμο, ήταν αρμόδιος ναποφασίσει σχετικά με τη φύση και τις λεπτομέρειες της κατηγορίας που θα έπρεπε ναποδοθεί και το είδος του στρατοδικείου που θα έπρεπε να συγκαλέσει. Έτσι, ήταν αρμόδιος να εκδώσει τη διαταγή σύγκλησης, καθορίζοντας μεταξύ άλλων την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, το όνομα του προέδρου και των λοιπών μελών. Πριν την εκδίκαση, ο συγκαλών αξιωματικός είχε την υποχρέωση ναποστείλει μια περίληψη των αποδεικτικών στοιχείων στον εκτελούντα χρέη δημοσίου κατηγόρου αξιωματικό αλλά και στον συνήγορο-δικαστή (περί ου ο λόγος κατωτέρω),υποδεικνύοντας τα στοιχεία εκείνα που κατά την άποψή του τύγχαναν απαράδεκτα. Κατήρτιζε τον κατάλογο των κλητευτέων μαρτύρων και επιμελείτο την κλήτευσή τους. Σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφάσιζε την απόσυρση των κατηγοριών κατά κανόνα απαιτείτο η επικύρωση της απόφασης αυτής από τον ίδιο ,το ίδιο δε ίσχυε σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος συναινούσε στην αποδοχή της ενοχής του για μικρότερης βαρύτητας αδίκημα (plea bargaining).Είχε επίσης την υποχρέωση να διασφαλίσει ότι ο κατηγορούμενος είχε τις κατάλληλες διευκολύνσεις να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, την παράσταση κατά τη δίκη με συνήγορο καθώς και την επικοινωνία του με τους μάρτυρες υπεράσπισης. Ο συγκαλών αξιωματικός είχε τη δικαιοδοσία να διαλύσει το στρατοδικείο, όχι μόνον πριν αλλά ακόμα και κατά τη διάρκεια της δίκης, εάν αυτό ήταν κατά την κρίση του επιβεβλημένο «από το συμφέρον της δικαιοσύνης» (αρ. 95 του Νόμου περί Ενόπλων Δυνάμεων του 1955).Επιπλέον, είχε τη δυνατότητα να προβαίνει σε διατύπωση σχολίων ως προς τη διαδικασία ενώπιον του στρατοδικείου, για τις οποίες απαιτείτο κύρωση από τον ίδιο. Οι ως άνω παρατηρήσεις δεν επιτρέπετο να καταγραφούν στα πρακτικά της δίκης, παρά διανέμοντο με ιδιαίτερα σημειώματα στα μέλη του στρατοδικείου.
Ιδιαίτερα σημαντικός στο πλαίσιο της στρατιωτικής δίκης στον ίδιο πάντα χρόνο, υπήρξε ο ρόλος του Judge-Advocate, θεσμός που ,τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να νοηθεί ως αντίστοιχος με αυτόν του Νομικού Συμβούλου του Κράτους στα καθημάς. Αυτός διοριζόταν από τον Επικεφαλή Νομικό Σύμβουλο, στην  αρμοδιότητα του οποίου ανήκε και η παροχή νομικών οδηγιών και κατευθύνσεων στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Ο Νομικός Σύμβουλος έπρεπε να είχε προϋπηρεσία στα καθήκοντα αυτά ή στο επάγγελμα του δικηγόρου για 5 τουλάχιστον χρόνια. Ο Νομικός Σύμβουλος, ο οποίος διοριζόταν παρά το εκάστοτε συγκροτούμενο στρατοδικείο ήταν υπεύθυνος να συμβουλεύει τα μέλη αυτού πάνω σε κάθε ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που προέκυπτε κατά τη διαδικασία και το στρατοδικείο ήταν υποχρεωμένο να υιοθετεί τις γνώμες και υποδείξεις του, εκτός αν συνέτρεχαν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι για το αντίθετο. Επιπλέον, σε συνεργασία με τον προεδρεύοντα, είχε την υποχρέωση να διασφαλίσει ότι δεν θα παραβιάζοντο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης. Κατά τη λήξη της διαδικασίας, ο Νομικός Σύμβουλος είχε το καθήκον της σύνοψης τόσο της εφαρμοστέας νομοθεσίας όσο και των αποδεικτικών στοιχείων, στερείτο όμως της δυνατότητας να συμμετέχει στη διάσκεψη του δικαστηρίου και να ψηφίζει περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, αν και μπορούσε να εκφέρει συμβουλευτική γνώμη ως προς την επιβλητέα ποινή.
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, οι αποφάσεις των στρατοδικείων δεν ήταν απαραίτητο να είναι αιτιολογημένες. Επιπλέον, δεν υπήρχε η δυνατότητα μετατροπής ή αναστολής της ποινής, απόλυσης υπό όρο η καταδίκη σε παροχή κοινωνικής εργασίας. Περαιτέρω, οι αποφάσεις των στρατοδικείων δεν ήταν εφαρμοστέες, εάν δεν επικυρωνόταν από τον «επιβεβαιούντα αξιωματικό».Πριν την επικύρωση, ο επιβεβαιών αξιωματικός συνήθως απευθυνόταν στο Γραφείο του Judge Advocate General,προκειμένου να συμβουλευθεί κάποιον νομικό σύμβουλό διαφορετικό από αυτόν που συμμετείχε στις διαδικασίες του στρατοδικείου. Ο επιβεβαιών αξιωματικός είχε το δικαίωμα ναρνηθεί την επικύρωση της απόφασης, ή να υποκαταστήσει, αναβάλλει ή χαρίσει μέρος της ποινής ή και ολόκληρη αυτή. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ποινής, ο καταδικασθείς είχε το δικαίωμα να προσφύγει στις «αναθεωρητικές Αρχές»: Αυτές ήταν ο Αρχηγός του Κράτους, το Συμβούλιο Άμυνας (το οποίο συνήθως εξουσιοδοτούσε για το σκοπό αυτό το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο),ή οποιοσδήποτε αξιωματικός ιεραρχικά προϊστάμενος του επιβεβαιούντος αξιωματικού. Οι αρχές αυτές είχαν την αρμοδιότητα να εξαφανίσουν την καταδικαστική απόφαση ή να υποκαταστήσουν, μετριάσουν ή μετατρέψουν την επιβληθείσα ποινή. Αξίζει όμως να επισημανθεί, ότι ο προσφεύγων δεν είχε δικαίωμα να πληροφορηθεί την ταυτότητα του επιβεβαιούντος αξιωματικού ή των φορέων της αναθεωρητικής Αρχής. Οι αποφάσεις των τελευταίων λαμβάνοντο χωρίς την παραμικρή συμμετοχή του προσφεύγοντος και ήταν εξ ολοκλήρου αναιτιολόγητες. Τέλος, υφίστατο πρόβλεψη για τη συγκρότηση και λειτουργία Αναθεωρητικού Στρατοδικείου, αποτελουμένου από τακτικούς δικαστές της κοινής ποινικής δικαιοσύνης, πλην όμως δεν δικαιούτο να προσφύγει σαυτό κατηγορούμενος που είχε παραδεχτεί την ενοχή του κατά την πρωτοβάθμια δίκη.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων, το ΕΔΔΑ ομόφωνα απεφάνθη ότι το στρατοδικείο που δίκασε τον προσφεύγοντα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τούτο διότι, μεταξύ άλλων, όλοι οι αξιωματικοί που είχαν διορισθεί ως μέλη του ήταν άμεσοι υφιστάμενοι του συγκαλέσαντος αξιωματικού, ο οποίος ασκούσε παράλληλα και τα καθήκοντα της διωκτικής αρχής. Επιπλέον, η έλλειψη νομικής κατάρτισης και εμπειρίας εκ μέρους των μελών του στρατοδικείου αλλά και τον επιφορτισμένων για την αναθεώρηση της κατηγορίας οργάνων καθιστούσε ανέφικτη γι αυτά τη δυνατότητα να ενεργήσουν με ανεξάρτητο και αμερόληπτο τρόπο.
Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του «συγκαλούντος» και του «επιβεβαιούντος αξιωματικού» συγκρούεται ευθέως με την πάγια αρχή ότι η αρμοδιότητα έκδοσης καταδικαστικής απόφασης η οποία επιβάλει συγκεκριμένη ποινή, απόφαση η οποία δεν μπορεί νακυρωθεί ή μεταβληθεί από μη δικαστική αρχή, αποτελεί ένα εκ των ουσιωδών χαρακτηριστικών του εκδόσαντος την απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου, ώστε αυτό να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο».Περαιτέρω το ΕΔΔΑ τόνισε ιδιαίτερα ότι τα εμφανέστατα ελαττώματα στο σύστημα απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης στο Η.Β. δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αμβλύνονται ή θεραπεύονται χάριν της εμπλοκής στη διαδικασία των Judge Advocates,δεδομένου ότι οι ίδιοι δεν αποτελούσαν μέλη του δικαστηρίου, ούτε καθίστατο δημόσια γνωστή η γνώμη που εξέφεραν. Για όλους τους ανωτέρω λόγους αλλά κυρίως εξαιτίας του ρόλου του «συγκαλούντος αξιωματικού» στο σύστημα απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης, το ΕΔΔΑ έκανε δεκτή την προσφυγή ,διαγιγνώσκοντας την εκ μέρους της Κυβέρνησης του Η.Β. παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Με το ίδιο σχεδόν σκεπτικό, το ΕΔΔΑ έκανε δεκτές ανάλογες προσφυγές σε βάρος του Η.Β. (υποθέσεις Cable and others (18-2-99),Coyne (24-9-97),Hood (18-2- 99) και Mills (5-9-01).Ιδιαίτερα στην υπόθεση Hood,το ΕΔΔΑ, πέραν της παραβίασης του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διέγνωσε επιπλέον και περίπτωση παραβίασης του αρ. 5 παρ. 3,συνισταμένης στο γεγονός ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες τότε δικονομικούς κανόνες της προδικασίαςτης στρατιωτικής ποινικής δίκης, η αρμοδιότητα για τη λήψη απόφασης περί της προσωρινής κράτησης του συλληφθέντος στρατιωτικού ανετίθετο στον διοικητή του, ο οποίος διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην περαιτέρω εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας κατά τα προεκτεθέντα.
Δεδομένου ότι η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία σύμφωνα με τους τότε κανόνες της διαδικασίας εξέτασης προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ είχε αρμοδιότητα να εξετάζει τις προσφυγές και ναποφαίνεται εάν αυτές πρέπει να παραπεμφθούν ή όχι προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου είχε διαγνώσει ήδη από το 1994 την βασιμότητα των σχετικών προσφυγών και αποφασίσει την παραπομπή τους στο Δικαστήριο, η κυβέρνηση του Η.Β. στο πλαίσιο της τακτικής ανά 5ετία αναθεώρησης της στρατιωτικής νομοθεσίας, επέφερε ουσιώδεις αλλαγές στο σύστημα απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης, ώστε να εξαλειφθούν τα στοιχεία εκείνα που ήταν ασύμβατα με τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ. Έτσι ,με νομοθετική μεταβολή του 1996 καταργήθηκε ο ρόλος του «συγκαλούντος αξιωματικού» και οι σχετικές αρμοδιότητες διανεμήθηκαν σε τρία διαφορετικά σώματα: Τις «προϊστάμενες αρχές»,την διωκτική αρχή και τους αξιωματούχους υπεύθυνους για την λειτουργία των στρατοδικείων. Η «ανώτερη αρχή»,συνήθως ανώτατος αξιωματικός, θα ήταν πλέον αρμόδιος ναποφασίσει αν μια υπόθεση που είχε αναφερθεί σαυτόν από τον προϊστάμενο του παραβάτη θα έπρεπε ναντιμετωπισθεί μόνο με την επιβολή πειθαρχικής ποινής ή να προωθηθεί στην αρμόδια για την άσκηση ποινικής δίωξης άρχή ή ναρχειοθετηθεί. Μετά τη λήψη της σχετικής απόφασης, ο ανωτέρω αξιωματικός θα έπαυε πλέον να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη στην υπόθεση. Τα καθήκοντα της διωκτικής αρχής ανατέθηκαν στο νομικό τμήμα του κάθε Επιτελείου, το οποίο για τη λήψη απόφασης σχετικά με την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης καθώς και για το ακριβές περιεχόμενο των κατηγοριών θα ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει τις σχετικές ρυθμίσεις που διέπουν την άσκηση ποινικής δίωξης από τις Εισαγγελικές αρχές. Οι αξιωματικοί οι οποίοι θα συμμετείχαν στις συνεδριάσεις των στρατοδικείων θα έπρεπε να έχουν καθορισθεί εκ των προτέρων και να μην έχουν οποιασδήποτε μορφής ιεραρχική εξάρτηση από την «ανώτερη αρχή».Προβλέφθηκε επίσης η συμμετοχή του Judge Advocate στις συνθέσεις των στρατοδικείων, η δε γνωμοδότησή του θα ήταν πλέον υποχρεωτική για τα μέλη του δικαστηρίου.
Καταργήθηκε ο ρόλος του «επιβεβαιούντος αξιωματικού» ενώ καθιερώθηκε η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων της «αναθεωρητικής Αρχής».Καθιερώθηκε επίσης η δυνατότητα γνώσης εκ μέρους του κατηγορουμένου του περιεχομένου της γνωμοδότησης του Judge Advocate, όπως επίσης και η δυνατότητα προσφυγής στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο όχι μόνο για την εξαφάνιση της καταδίκης αλλά και για την μετατροπή ή τον μετριασμό της επιβληθείσας ποινής.
Μετά την θέσπιση του Human Rights Act του 1998, με τον οποίο η κυβέρνηση του Η.Β. ενσωμάτωσε τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ στην εθνική νομοθεσία της χώρας και ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από την 2-10-00,ανέκυψε η ανάγκη περαιτέρω τροποποιήσεων στη νομοθεσία περί απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης, έργο το οποίο υλοποιήθηκε με τον Νόμο περί Ενόπλων Δυνάμεων του 2000. Οι σημαντικότερες αλλαγές που επήλθαν και οι οποίες σαφώς υπαγορεύθηκαν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου συνοψίζονται κυρίως: α) Στην ανάθεση του ελέγχου των όρων συνδρομής επιβολής και διατήρησης του μέτρου της προσωρινής κράτησης σε δικαστικό αξιωματούχο των ενόπλων δυνάμεων, αντί του διοικητή του κατηγορουμένου, όπως ίσχυε έως τότε, β) τη θέσπιση συγκεκριμένων διαδοχικών προθεσμιών εντός των οποίων το επιβληθέν μέτρο της προσωρινής κράτησης θα επανελέγχεται ως προς την αναγκαιότητα συνέχισης της διατήρησής του, δυναμένου να αρθεί ακόμη και μετά την έναρξη εκδίκασης της υπόθεσης και μέχρι την έκδοση της απόφασης, γ) τη δυνατότητα να κριθεί προσωρινά ελεύθερος με την καταβολή εγγύησης οποιοσδήποτε κατηγορείται για λιποταξία και έχει συλληφθεί από πολιτικές αρχές, αντί τις άμεσης παράδοσής του στις στρατιωτικές αρχές δ) σε περιπτώσεις παραπτωμάτων που επισύρουν καταστατικές πειθαρχικές ποινές (έκπτωση, απόταξη) οι οποίες επιβάλλονται από ανακριτικά πειθαρχικά συμβούλια, παρέχεται πλέον η δυνατότητα στον εγκαλούμενο να επιλέξει την εκδίκαση της σε βάρος του πειθαρχικής κατηγορίας από το στρατοδικείο, ε) παρέχεται η δυνατότητα στον Υπουργό Άμυνας να θεσπίσει κανόνες διαδικασίας οι οποίοι θα αναγνωρίζουν στον κατηγορούμενο δικαιώματα τα οποία δεν υφίσταντο πρίν, όπως την αίτηση κήρυξης απαραδέκτων συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων ή εξαίρεσης των μελών του δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ με την ευκαιρία της εκδίκασης της υπόθεσης Cooper κατά Η.Β. που εκδόθηκε την 16-12-2003 απεφάνθη ότι οι ως άνω νομοθετικές μεταβολές που εισήγαγε η βρετανική κυβέρνηση στο σύστημα απονομής στρατιωτικής δικαιοσύνης ικανοποιούν τα προβλεπόμενα στο αρ. 6 της ΕΣΔΑ, διασφαλίζοντας το δικαίωμα της δίκαιης δίκης.
Αναφορικά, τώρα, με το ιδιαίτερα ευαίσθητο και έντονα εριζόμενο ζήτημα της δυνατότητας υπαγωγής πολιτών στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, το ΕΔΔΑ με την από 24-10-2006 απόφασή του επί της προσφυγής Martin κατά Η.Β. , παρόλο που διαπίστωσε παράβαση του αρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αναφορικά με τις διαδικασίες συγκρότησης και την σύνθεση του στρατιωτικού δικαστηρίου, για λόγους αντίστοιχους με αυτούς της υπόθεσης Findlay, έκρινε (παρ. 44 του κειμένου της απόφασης ότι: «…παρόλο που δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Σύμβαση αποκλείει απολύτως την υπαγωγή πολιτών στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, η άσκηση δικαιοδοσίας σε παρόμοιες περιπτώσεις θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό και ενδελεχή έλεγχο, καθώς μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εκδίκαση υποθέσεων σε βάρος πολιτών από τα δικαστήρια αυτά τυγχάνει συμβατή με το αρ. 6 της ΕΣΔΑ).
 
ΣΤ) Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΩΣ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ: ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΟΤΣΑΛΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ «ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ».
 
Η πολύκροτη και στη χώρα μας υπόθεση σύλληψης, μεταγωγής, κράτησης, δίκης και καταδίκης του Α. Οτσαλάν από τις αρχές του τουρκικού κράτους, αποτέλεσε πολύ πρόσφατα αντικείμενο ενασχόλησης του ΕΔΔΑ, κατόπιν σχετικής προσφυγής που κατετέθη από τον ανωτέρω σε βάρος της Τουρκίας. Με την προσφυγή, επιδιώχθηκε η δικαστική επιβεβαίωση μιας σειράς σοβαρών παραβιάσεων των προβλέψεων της ΕΣΔΑ. Με την εκδοθείσα απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2003 και σε 2_ βαθμό την 12-5-2005, το ΕΔΔΑ έκανε δεκτούς τους κυριότερους ισχυρισμούς του Οτσαλάν, καταδικάζοντας την Τουρκία για παράβαση των άρθρων που αφορούν την απαγόρευση υποβολής κάποιου σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, τη δυνατότητα προσφυγής εναντίον της επιβολής του μέτρου της προσωρινής κράτησης και επιπλέον για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, κεφάλαιο που θαποτελέσει αντικείμενο της ανάπτυξης που ακολουθεί, καθώς αφορά άμεσα το ζήτημα του status που πρέπει ναπολαμβάνουν όσοι είναι επιφορτισμένοι με την απονομή της στρατιωτικής δικαιοσύνης.
Ο Α. Οτσαλάν παραπέμφθηκε να δικαστεί από Δικαστήριο Εθνικής Ασφαλείας (Δ.Ε.Α.).Η ύπαρξη και η λειτουργία των Δ.Ε.Α. προβλεπόταν ρητά από το τότε ισχύον τουρκικό Σύνταγμα (αρ. 143).Τα Δ.Ε.Α. αποτελούντο από τον Πρόεδρο και ένα μέλος, οι οποίοι προερχόταν από τις τάξεις των τακτικών δικαστών, το τρίτο όμως μέλος προερχόταν από τις τάξεις των στρατιωτικών δικαστών. Στα Δ.Ε.Α. ανατέθηκε η αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, της εκδίκασης παραβάσεων του αρ. 125 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «οποιοσδήποτε διαπράττει οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί στην υπαγωγή της χώρας ή τμήματος του εδάφους αυτής στην κυριαρχία άλλης χώρας, καθώς και οποιοσδήποτε επιδιώκει να περιορίσει την ανεξαρτησία της ή να πλήξει την ενότητά της ή αποσκοπεί ναποσπάσει από την εξουσία της κρατικής διοίκησης τμήμα της επικράτειας, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου».Με δεδομένο ότι το ΕΔΔΑ είχε ήδη εκδώσει στο πρόσφατο παρελθόν δύο καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της Τουρκίας εξαιτίας της συμμετοχής στρατιωτικών δικαστών στη σύνθεση των Δ.Ε.Α. (υποθέσεις Ciraklar και Yncal κατά Τουρκίας),η τουρκική κυβέρνηση είχε επίγνωση ότι τυχόν εκδίκαση της υπόθεσης Οτσαλάν με τη συμμετοχή στρατιωτικού δικαστή στη σύνθεση του Δ.Ε.Α. θα οδηγούσε νομοτελειακά σε νέα καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ. Δεδομένου όμως ότι η σχετική πρόβλεψη υφίστατο σε κανόνα συνταγματικής περιωπής, δεν ήταν δυνατή η αλλαγή της σύνθεσης των Δ.Ε.Α. με την αντικατάσταση του στρατιωτικού δικαστή, ει μη μόνον μέσα από διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης. Κατά το χρόνο που αποφασίσθηκε η έναρξη της δίκης του Οτσαλάν (Απρίλιος του 1999),οι διαδικασίες της Αναθεωρητικής Βουλής βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, ισχυροί όμως πολιτικοί λόγοι επέβαλαν την έναρξη της δίκης, με την συμμετοχή στη σύνθεση του δικαστηρίου του υπό αντικατάσταση στρατιωτικού δικαστή. Για την περίπτωση της ολοκλήρωσης της συνταγματικής μεταβολής διαρκούσης της δίκης, αποφασίσθηκε η παρουσία στο δικαστήριο ενός επιπλέον τακτικού δικαστή ως συμπάρεδρου μέλους, το οποίο θα παρακολουθούσε την όλη εξέλιξη της διαδικασίας, χωρίς όμως το δικαίωμα ενεργού συμμετοχής σαυτή, με σκοπό ναντικαταστήσει τον στρατιωτικό δικαστή ευθύς ως ολοκληρώνετο η αναθεωρητική διαδικασία, όπως και πράγματι συνέβη την 22-6-1999. Ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε καταρχήν ότι, με δεδομένο ότι μέλος του Δ.Ε.Α. που τον καταδίκασε στην ποινή του θανάτου ήταν στρατιωτικός δικαστής, αυτό είχε ως συνέπεια να μην δικαστεί από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του αρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επισήμανε ότι το μέτρο της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας ενός δικαστηρίου εκτιμάται με αναφορά τόσο σε υποκειμενικά όσο και σε αντικειμενικά στοιχεία. Ο στρατιωτικός δικαστής, βαθμού Συνταγματάρχη, είχε συμμετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας και αντικαταστάθηκε δύο ολόκληρους μήνες από την έναρξή της και μόλις μία εβδομάδα πριν την απαγγελία της καταδίκης. Δεδομένου ότι η υπόθεση αφορούσε μεταξύ άλλων και τις συγκρούσεις της οργάνωσης της οποίας ηγείτο ο κατηγορούμενος με τον τουρκικό στρατό, ο στρατιωτικός δικαστής, εξαιτίας της διπλής του ιδιότητας ως δικαστή αλλά και ως αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων, δημιουργούσε εύλογες υποψίες ότι κατά τις σχετικές συζητήσεις και διασκέψεις θα προσπαθούσε να προκαταλάβει τους λοιπούς δικαστές σε βάρος του κατηγορουμένου. Η τουρκική κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, ισχυρίσθηκε ότι η πρόβλεψη για την παρουσία αντικαταστάτη τακτικού δικαστή, ο οποίος και τελικά ψήφισε σχετικά με την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, αποτελούσε επαρκή ασφαλιστική δικλείδα για τον ανεξάρτητο και αμερόληπτο χαρακτήρα του δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ στο σκεπτικό της απόφασής του παρέπεμψε στις διαπιστώσεις στις οποίες είχε καταλήξει κατά την εκδίκαση των υποθέσεων Ciraklar και Ynkal, ότι δηλαδή οι στρατιωτικοί δικαστές της Τουρκίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κυρίως για τον λόγο ότι εκτός από την ιδιότητα του δικαστή φέρουν και αυτή του αξιωματικού, με συνέπεια ν΄ αποτελούν παράλληλα και όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, γεγονός που νοθεύει την ιδιότητά τους ως ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαιοδοτικά όργανα. Περαιτέρω, το γεγονός ότι υπάγονται στους στρατιωτικούς κανονισμούς αλλά και το ότι οι εκθέσεις ικανότητάς τους συντάσσονται από τους στρατιωτικούς προϊσταμένους τους, δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την υποκειμενική τους δυνατότητα να συμπεριφερθούν ως ανεξάρτητα και αμερόληπτα όργανα στο πλαίσιο της άσκησης των δικαστικών καθηκόντων τους. Καταλήγοντας το ΕΔΔΑ, διατύπωσε την απαίτηση τα δικαστήρια όχι μόνον να τυγχάνουν ανεξάρτητα και αμερόληπτα με βάση τις θεσμικές προβλέψεις της οργάνωσης και λειτουργίας τους αλλά και να εμφανίζονται προς τα έξω ως τέτοια, ώστε να δημιουργούν το αίσθημα εμπιστοσύνης προς τον κατηγορούμενο ότι αυτός πράγματι δικάζεται από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Η διπλή όμως ιδιότητα των Τούρκων στρατιωτικών δικαστών αφεαυτή ήταν αρκετή για ναποκλείσει την αναγνώριση των ανωτέρω ουσιωδών χαρακτηριστικών στα δικαστήρια στα οποία αυτοί συμμετείχαν, ανεξάρτητα από την προσωπική ποιότητα και δικαστική ακεραιότητα καθενός εξ αυτών.
Ζ) ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ.
 Από την παρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ που άπτεται του χώρου της διαδικασίας ενώπιον στρατιωτικών δικαιοδοτικών οργάνων προκύπτει , φρονούμε με την δέουσα σαφήνεια η διαμόρφωση ενός ερμηνευτικού κεκτημένου των προβλέψεων των αρ. 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο ελάχιστα περιθώρια καταλείπει για αποκλίσεις από στέρεα εμπεδωμένες δικαιϊκές αρχές που συγκροτούν το περιεχόμενο της έννοιας της δίκαιης δίκης και οριοθετούν αυστηρά την τηρητέα διαδικασία της αναγκαίας προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων στο πλαίσιο αντιστοίχων διαδικασιών ενώπιον των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Η πληρέστερη όμως διασφάλιση του σεβασμού των προβλέψεων της ΕΣΔΑ απαιτεί , κατά την άποψή μας, την υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων και πρακτικών που ενδεχομένως δεν καλύπτονται (τουλάχιστον όχι ευθέως) από το μέχρι σήμερα νομολογιακό corpus, συνιστούν όμως sine qua non προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού θεσμικού πλέγματος προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των μελών των ε.δ. Ενδεικτικά θα μπορούσαν ως τέτοια τα παρακάτω:
α) Η θέσπιση διασφαλίσεων κατά της διπλής αξιολόγησης ενός αδικήματος που συνεπάγεται τόσο πειθαρχικές όσο και ποινικές κυρώσεις. Παρόλο που στις περισσότερες χώρες (όπως και στην Ελλάδα) γίνεται δεκτό ότι ορισμένα παραπτώματα ενέχουν ταυτόχρονα διοικητική (πειθαρχική) και ποινική απαξία, με συνέπεια να υπόκεινται τόσο σε πειθαρχική όσο και σε ποινική κύρωση, υφίστανται περιπτώσεις όπου ο επαχθής χαρακτήρας του πειθαρχικού μέτρου ή το μέγεθος της ποινικής καταδίκης τυγχάνουν τόσο σοβαροί, ώστε να καταλήγουμε ουσιαστικά σε διπλή τιμώρηση, κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem (τήρηση του δεδικασμένου),
β) Η πλήρης αποσύνδεση των διαδικασιών επιλογής και διορισμού των στρατιωτικών δικαστών και κατηγόρων από την αλυσίδα διοίκησης των ε.δ. καθώς και η απονομή σαυτούς διευρυμένου status προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας,  αντιστοίχου, κατά προτίμηση με το ισχύον για τους πολιτικούς δικαστές,
γ) Η ολοσχερής αυτονόμηση των διαδικασιών της ποινικής διαδικασίας από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και ιδίως από την στρατιωτική ιεραρχία, η οποία δύναται άμεσα ή έμμεσα να προκαθορίσει το εξαγόμενό τους,
δ) Η διασφάλιση ακώλυτης πρόσβασης των κατηγορουμένων σε συνηγόρους της ελεύθερης επιλογής τους καθώς και η παροχή νομικής βοήθειας σε όσους δεν διαθέτουν επαρκή οικονομικά μέσα,
ε) στις χώρες όπου οι λειτουργοί της στρατιωτικής δικαιοσύνης δεν περιβάλλονται από τις δέουσες εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, σκόπιμη θα ήταν η συμμετοχή και πολιτικών δικαστών στις συνθέσεις ή/και η πρόβλεψη για δυνατότητα προσφυγής σε ανώτερο δικαστήριο μη ενταγμένο στο χώρο της στρατιωτικής δικαιοσύνης.
(Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο 4_ Σεμινάριο Διεθνούς Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο την 1-4/5/2008)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου