Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

"Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΟΥ - Κριτική προσέγγιση και προτάσεις ενόψει της ανάγκης θέσπισης Εμπορικού Κωδικα", [του Ιωάννη Μεν. Παπαγιάννη, Δ.Ν., LL.M., δικηγόρου]

Α. Πρόβλημα
B. Μη υποκείμενο δικαίου
Γ. Εξέλιξη
Δ. Ευρωπαϊκό δίκαιο
Ε. Έννοιες
ΣΤ. Στοιχεία επιχείρησης
Ζ. Δικαιοπραξίες για την επιχείρηση
Η. Ευθύνη για ελαττώματα και άυλα αγαθά
Θ Έννομο Status του αποκτώντος την επιχείρηση
Ι. Επικαρπία επιχείρησης
ΙΑ. Μίσθωση επιχείρησης
ΙΒ. Ενεχύραση επιχείρησης
ΙΓ. Κατάσχεση επιχείρησης
Α. Πρόβλημα
Οι έννοιες του εμπόρου και της εταιρίας καθεαυτές, όπως προσδιορίζονται από το σύγχρονο εν γένει εμπορικό δίκαιο, δεν επεκτείνουν το περιεχόμενό τους και στο πεδίο της πολυσυνθετικής πραγματικότητας εννόμων σχέσεων που γεννά η λειτουργία και οικονομική δραστηριότητα της ευρύτερης επιχείρησης1.Η ενασχόληση της νομικής θεωρίας και πράξης με την προβληματική της επιχείρησης υπερβαίνει ευθύς εξαρχής τα πλαίσια του γνωστικού πεδίου του εμπορικού και εταιρικού δικαίου. Η δραστηριότητα του εμπόρου και της εταιρίας, η έννομη φύση και θέση τους, αντιμετωπίζονται από τον νομοθέτη και την νομολογία αναλυτικά και εκτεταμένα. Αυτές έχουν οριοθετηθεί δογματικά και μεθοδολογικά από την επιστήμη μέσα από εμπειρικές εφαρμογές και συγκριτικές και εκσυγχρονιστικές βελτιώσεις που υπέδειξε το δίδαγμα του χρόνου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την έννομη αντιμετώπιση της επιχείρησης. Αυτή στην χώρα μας δεν αποτέλεσε αντικείμενο αναλυτικής νομοθετικής ρύθμισης. Παρά τα πολλαπλά ζητήματα που τίθενται στην πράξη δεν έτυχε της ευρείας θεωρητικής αντιμετώπισης που άρμοζε.Η δραστηριότητα της επιχείρησης δημιουργεί σχέσεις, δεσμούς και αξίες πολύμορφες, που ερείδονται στην οργάνωσή της και εξαρτώνται από ποικίλλους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Κύριο γνώρισμα είναι η καταλυτική παρέμβαση του προσώπου του φορέα της επιχείρησης, που διαπλέκει και κατευθύνει, πάντα με τον κάθε φορά ξεχωριστά μοναδικό του τρόπο, υλικά και άυλα αγαθά, δικαιώματα και πραγματικές καταστάσεις (πρβλ. άρθ. 9 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) και έννομες σχέσεις και οικονομικές επιδιώξεις μεταξύ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, προκειμένου να επιτευχθεί ο εξ' αυτού προσδιοριζόμενος κάθε φορά σκοπός της επιχείρησης. Το ερώτημα για τη σχέση εμπόρου, εταιρίας επιχείρησης και φορέα της, η λειτουργία της επιχείρησης ως σύνθετης οργάνωσης2 οδηγεί σε ζητήματα που σχετίζονται πέρα από το "κλασσικό" εμπορικό και εταιρικό δίκαιο με ειδικές διατάξεις του ενοχικού, εμπράγματου, εργατικού, φορολογικού δικαίου καθώς και με το δίκαιο της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και το δίκαιο του ανταγωνισμού3. Σε χώρες της αναπτυγμένης, ηπειρωτικής Ευρώπης βρέθηκε στο παρελθόν στο επίκεντρο των συζητήσεων η λεγόμενη μετάβαση από το δίκαιο των εταιριών στο δίκαιο της επιχείρησης4. Επιχείρηση και εταιρία όμως δεν τελούν σε σχέση γενικού και ειδικού ούτε εκτενούς και περιορισμένου. Αυτές δεν αλληλοσυμπληρώνονται αλλά εκτείνονται σε διαφορετικό νομικό εύρος και βάθος διαπλεκόμενες κατά περίσταση.
Την προβληματική της έννομης αντιμετώπισης της επιχείρησης καλείται να ρυθμίσει ο έλληνας νομοθέτης. Οι προσπάθειες και θέσεις του διατυπώνονται με σαφήνεια στις διατάξεις των άρθρων 9 έως και 25 του σχεδίου νόμου για την "Κύρωση του Εμπορικού Κώδικα", που, εν όψει της σημασίας των ρυθμίσεών του για τις συναλλαγές και κατόπιν γόνιμης συζήτησης και παραγωγικής αντιπαράθεσης των εκπροσώπων της νομικής επιστήμης, ευελπιστούμε σύντομα να αποτελέσει νόμου του κράτους.

Β. Μη υποκείμενο δικαίου
Η επιχείρηση, καθώς συνιστά σύνθετη οργάνωση, δεν μπορεί να αποτελεί κατά το ισχύον δίκαιο5 φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (πρβλ. άρθ. 34 ΑΚ)6. Κάθε αντίθετη άποψη αντιβαίνει ευθέως στο ισχύον και κοινά αποδεκτό σύστημα περί υποκειμένων δικαίου7. Ο φορέας της επιχείρησης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και όχι η επιχείρηση καθεαυτή, ως οργάνωση και περιουσιακή ενότητα, είναι υποκείμενο δικαίου. Αυτός και μόνο δύναται λοιπόν να είναι π.χ. κύριος πράγματος, εργοδότης, δανειστής ή οφειλέτης. Η επιχείρηση βρίσκεται σε διαρκή, άμεση συνάρτηση με τον "κάτοχό" της8. Επιχείρηση και φορέας αυτής διακρίνονται ειδικότερα όσον αφορά στο εξωτερικό δίκαιο της επιχείρησης, δηλαδή το έννομο καθεστώς που διέπει την δημιουργία και λειτουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με τρίτους9.Ο φορέας της επιχείρησης αποτελεί το αποκλειστικό υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πηγάζουν από την επιχείρηση. Η σχέση του προς αυτή δεν βασίζεται αποκλειστικά σε εμπράγματες σχέσεις ιδιοκτησίας αλλά ερείδεται στο σύνολο των σχέσεων, καταστάσεων και δικαιωμάτων με τα οποία συνδέεται η επιχειρησιακή δραστηριότητα.. Έτσι καθίσταται η θέση του φορέα της επιχείρησης από δικαιϊκής πλευράς πολυσχιδής ενώ από πλευράς οικονομικής λειτουργίας παραμένει ενιαία10.
Η νομική μορφή του φορέα της επιχείρησης έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως όσο αφορά τα περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έτσι στις εμπορικές εταιρίες, χωρίς να υφίσταται ταύτιση της εταιρίας με την επιχείρηση, έχουμε κατά κανόνα ταύτιση της εταιρικής περιουσίας με την περιουσία της επιχείρησης. Όμως στις επιχειρήσεις των οποίων φορείς είναι έμποροι ως απλά φυσικά πρόσωπα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της περιουσίας της επιχείρησης και της ιδιωτικής περιουσίας του φορέα της, καθώς η τελευταία ευθύνεται για τις δεσμεύσεις της επιχείρησης του εμπόρου, ενώ παράλληλα η περιουσία της επιχείρησης ευθύνεται για τις ιδιωτικές του υποχρεώσεις11.
Ανάλογη προβληματική δημιουργείται στα πλαίσια χρήσης της εμπορικής επωνυμίας. Καθώς η επιχείρηση καθεαυτή δεν απολαμβάνει ικανότητας δικαίου αποτελεί η εμπορική επωνυμία για τη σχέση μεταξύ της επιχείρησης και του φορέα της τεκμήριο12. Οι εμπορικές εταιρίες- επιχειρήσεις φέροντας εμπορική επωνυμία ενάγουν και ενάγονται υπό την εμπορική τους επωνυμία. Ο έμπορος- φυσικό πρόσωπο έχει την ικανότητα του είναι διάδικος, η επιχείρησή του όμως δεν έχει αυτή την ικανότητα.
Με τον φορέα της επιχείρησης, ως υποκείμενο δικαίου, συνδέεται το σύνολο των πραγμάτων, δικαιωμάτων, πραγματικών και προσωπικών καταστάσεων και σχέσεων, υλικών και άυλων αγαθών που σχετίζονται με την λειτουργία της επιχείρησης. Επί αυτών εκτείνεται η έννομη εξουσίαση του υποκειμένου δικαίου. Αυτά τελούν, από της συνδέσεώς τους με το υποκείμενο δικαίου13, σε λογική και πραγματική αντίθεση, αντί- κεινται στο υποκειμένο δικαίου14. Οτιδήποτε μπορεί να υπαχθεί στη βούληση και εξουσίαση ενός υποκειμένου δικαίου αποτελεί αντικείμενο δικαίου. Το αντικείμενο δικαίου δεν συνιστά ποτέ φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η επιχείρηση, ως σύνθετη οργάνωση που είναι, υπόκειται στο σύνολο των εκφάνσεών και λειτουργιών της στην έννομη εξουσίαση του φορέα της15 και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο δικαίου16.


Γ. Εξέλιξη
Η θεωρητική αντιπαράθεση ως προς την έννομη αντιμετώπιση της επιχείρησης λαμβάνει ευρείες προεκτάσεις και ερείδεται στην πολυσυνθετική ιδιομορφία της17. Η δραστηριότητα της επιχείρησης προϋποθέτει αλλά και δημιουργεί διάφορα αγαθά που συνδέονται με ποικίλλα υλικά και άυλα στοιχεία. Τούτα διαμορφώνουν την επιχείρηση σε ευρύτερο οικονομικό αγαθό, το οποίο ικανοποιεί τα συμφέροντα του φορέα της. Τα στοιχεία της επιχείρησης μεμονωμένα χαίρουν αυτοτελούς νομικής αντιμετώπισης. Η οργάνωση της επιχείρησης συνεπάγεται ύπαρξη μεμονωμένων αντικειμένων δικαίου, που ως άθροισμα περιγράφουν την περιουσία της επιχείρησης18. Το θέμα που τίθεται είναι η αντικειμενοποίηση της επιχείρησης, δηλαδή το αν η επιχείρηση πρέπει να αντιμετωπισθεί ως αυτοτελές, ενιαίο αντικείμενο δικαίου και όχι ως άθροισμα των στοιχείων που την διέπουν.
Η άποψη πως και η επιχείρηση ως σύνολο μπορεί να αντιμετωπισθεί νομικά μέσω των ρυθμίσεων που αφορούν μεμονωμένα στοιχεία της δεν βρίσκει σήμερα σοβαρή υποστήριξη. Το άθροισμα των οικονομικών αγαθών που προκύπτουν από τα στοιχεία της επιχείρησης υπολείπεται κατά κανόνα από την πραγματική αξία της επιχείρησης ως συνόλου19. Η φήμη, η ηλικία, το όνομα, η αποδοτικότητα της επιχείρησης σε συνδυασμό με τα λοιπά στοιχεία της δημιουργούν χρησιμότητα αυτοτελή για τον φορέα της που συνεπάγεται αυξημένη αξία20. Παράλληλα τα μεμονωμένα περιουσιακά δεδομένα δεν αντικατοπτρίζουν αξίες που πηγάζουν από προσωπικές και πραγματικές σχέσεις και καταστάσεις, ερειδόμενες σε έμψυχους παράγοντες21. Ο φορέας της επιχείρησης προσωπικά, όταν αποτελεί φυσικό πρόσωπο, ή μέσω των οργάνων του, όταν αποτελεί νομικό πρόσωπο ή συνδεδεμένη επιχείρηση, παίζει καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση οικονομικών αξιών. Οι επενδυτικές επιλογές, η οργανωτική μορφή, η επιλογή του προσωπικού, η εμπειρία, το εύρος και η διαδικασία συναλλαγών, οι πελατειακές σχέσεις, γενικά οτιδήποτε υλοποιεί ιδέες του φορέα της επιχείρησης και αποτελεί προϊόν της σκέψης και της θέλησής του είναι πρωταρχικής σημασίας παράγοντες για το καθεστώς εννόμων σχέσεων της επιχείρησης. Αυτοί είναι ανεξάρτητοι από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της, που δεν συνιστούν ενιαίο αντικείμενο δικαίου αλλά άθροισμα ξεχωριστών αντικειμένων δικαίου, και καθιστούν έκδηλη την εξής διαπίστωση: Η έννομη αντιμετώπιση της επιχείρησης ως ενιαίου αλλά σύνθετου οργανωτικού συνόλου πρέπει να απεγκλωβιστεί από την μεμονωμένη ή αθροιστική αντιμετώπιση των στοιχείων, που συνθέτουν την περιουσία της, αλλά και των παραγόντων που τελούν σε συνάρτηση με το πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης και να στραφεί στην αποδοχή επιλογών που ρυθμίζουν την εν γένει επιχείρηση ως σύνθετο αλλά ενιαίο αντικείμενο δικαίου.
 
Δ. Ευρωπαϊκό δίκαιο
Η επιχείρηση ως έννοια αναφέρεται σε πολυάριθμες διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου, χωρίς ποτέ να προσδιορίζεται συγκεκριμένα το περιεχόμενό της. Αντίθετα συχνά χρησιμοποιείται με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Ο ευρωπαίος νομοθέτης καλούμενος να ρυθμίσει θέματα που άπτονται διαφορετικών δικαιϊκών κλάδων και ευρισκόμενος μεταξύ ποικίλλων δικαιοοικονομικών εξελίξεων και θεωρητικών διχογνωμιών διαφόρων εθνικών εννόμων τάξεων υιοθετεί επιλογές που ούτε εύστοχες από νομοτεχνικής πλευράς είναι ούτε παρέχουν ικανοποιητικές λύσεις για τα σχετικά προβλήματα22.
Στα πλαίσια του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού περιλαμβάνει η έννοια της επιχείρησης κάθε οικονομική δραστηριότητα- εκμετάλλευση, ανεξάρτητα δικαιϊκού τύπου και νομικής προσωπικότητας, φυσικά πρόσωπα με ειδικό δυναμικό δραστηριότητας- εκμετάλλευσης, οργανισμούς και ιδρύματα ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου καθώς και ενδεχόμενους εν δυνάμει φορείς συγκροτημένης οικονομικής δραστηριότητας23. Εδώ ο ευρωπαίος νομοθέτης υπό τον όρο επιχείρηση εννοεί τον φορέα αυτής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δηλαδή αντιμετωπίζει υπό τον όρο επιχείρηση το αντίστοιχο υποκείμενο δικαίου. Καθίσταται λοιπόν προφανής η αδυναμία του να "συμβιβάσει" τις διαφορές των εθνικών δικαίων αλλά και να αποδώσει με ευστοχία την διάκριση εννοιών, όπως επιχείρηση, φορέας επιχείρησης- επιχειρηματίας και επιχειρηματική δραστηριότητα (πρβλ. την και πάλι διδάσκουσα εννοιολογία του γερμανού νομοθέτη: Unternehmen, Unternehmenstrδger- Unternehmer, Handels- bzw. Unternehmensgeschδft).
Στα πλαίσια των εταιρικού δικαίου κοινοτικών Οδηγιών (τέταρτης και έβδομης Οδηγίας) διατυπώθηκαν εξαντλητικά απαριθμούμενες περιπτώσεις σύνδεσης επιχειρήσεων, που υιοθετήθηκαν από τον έλληνα νομοθέτη θέτωντας ερμηνευτικά ερείσματα. 'Ομως δεν προσδιορίστηκε ρητά το περιεχόμενο των αντίστοιχων κεντρικών εννοιών24. Παράλληλα τέθηκε στο επίκεντρο των θεωρητικών αντιπαραθέσεων το ζήτημα των συνδεδεμένων επιχειρήσεων σε εθνικό και πολυεθνικό επίπεδο25. Οι επιλογές του ευρωπαίου νομοθέτη, στις εταιρικού δικαίου ρυθμίσεις, ως προς τον όρο "επιχείρηση", οδηγούν σε συμπεράσματα παρόμοια με αυτά του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού: Υπό τον όρο επιχείρηση εννοούνται εδώ όλοι ανεξαιρέτως οι επιχειρηματικοί φορείς, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή και το μέγεθος (επιχειρηματικής) δραστηριότητας, δηλαδή και πάλι ο όρος αναφέρεται στο φορέα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, εννοείται δηλαδή υπό τον όρο επιχείρηση το αντίστοιχο υποκείμενο δικαίου.
 
Ε. Έννοιες
Ο έλληνας νομοθέτης, όπως έπραξε και ο ευρωπαίος και άλλοι εθνικοί νομοθέτες, αποφεύγει την ρητή διατύπωση της έννοιας της επιχείρησης. Απομένει λοιπόν στη νομική επιστήμη να καταφύγει σε εκείνους τους δικαιϊκούς κλάδους, που εκ των πραγμάτων ωθούν σε μια αντίστοιχη διαμόρφωση και εξέλιξη των εννοιών, δηλαδή κύρια στο εταιρικό δίκαιο, και ειδικότερα στο δίκαιο των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, καθώς και στο δίκαιο του ανταγωνισμού και το γενικό εμπορικό δίκαιο. Επειδή όμως διαφοροποιείται το περιεχόμενο της έννοιας της επιχείρησης κατά δικαιϊκό κλάδο, πραγματική περίσταση και επιδίωξη κάθε συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης προβάλλει ως απαραίτητο κάθε φορά στοιχείο η τελολογική ερμηνεία και προσέγγισή της26. Καθίσταται συνεπώς έκδηλο πως θα ήταν εσφαλμένη νομικά η απόπειρα εννοιολογικής συνταύτισης όλων των εννόμου χαρακτήρα εκφάνσεων των επιχειρήσεων μέσω μίας και αυτής έννοιας27.
Η έννοια της επιχείρησης δεν έχει τις ρίζες της στην νομική επιστήμη αλλά στις οικονομικές θεωρίες, που αναπτύσσονταν στα τέλη του περασμένου αιώνα με αφορμή την εμφάνιση των προσώπων που ενσάρκωναν την πρωτοβιομηχανική, κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Λίγο αργότερα πρωτοαντιμετωπίστηκε από την νομική επιστήμη28. Στο γενικό εμπορικό δίκαιο σημαίνει την οργανωτική σύνδεση και ενοποίηση σε ολότητα πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών, πραγματικών και οικονομικών καταστάσεων και σχέσεων με σκοπό την επίτευξη οικονομικής εκμετάλλευσης και ωφελημάτων υπό την εμπορική δραστηριοποίηση και διεύθυνση του φορέα της29. Η έννοια της επιχείρησης εδώ εκφράζει παράλληλα την δυναμική κάθε αντίστοιχης εμπορικής, οικονομικής δραστηριότητας (πρβλ. άρθρα 2 και 3 ν.δ. για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων: "επιχείρηση χειροτεχνίας", "επιχείρηση μεταφοράς", άρθρο 5 § 1 Κ.Ν. 2190\ 1920: η Ανώνυμη Εταιρία λαμβάνει την επωνυμία της "εκ του είδους της επιχειρήσεως" που ασκεί). Η επιχείρηση αντιμετωπιζόμενη σε συνδυασμό προς τους φορείς της μεταβάλλεται στο σύγχρονο ευρύτερο εμπορικό δίκαιο σε πρωταρχικής σημασίας ζήτημα που χρήζει αναλυτικής νομοθετικής ρύθμισης.
Στο δίκαιο του ανταγωνισμού αποκτά ο όρος διαφορετικό δογματικό περιεχόμενο (πρβλ. άρθρα 1 έως 4 ν. 703\ 1977 περί προστασίας ελεύθερου ανταγωνισμού). Η έννοια της επιχείρησης ερμηνεύεται εδώ ευρύτερα καθώς τέτοια ερμηνεία ανταποκρίνεται στους σκοπούς της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, που επιδιώκει την επέκταση των απαγορευτικών- προστατευτικών της διατάξεων σε μεγαλύτερο κύκλο προσώπων. Έτσι επιχείρηση στο δίκαιο του ανταγωνισμού νοείται κάθε υποκείμενο δικαίου που χαίρει νομικής αυτονομίας και δραστηριοποιούμενο οικονομικά επιτυγχάνει οικονομικά αποτελέσματα, ανεξάρτητα από το αν τα επιδιώκει30.
Στο εταιρικό δίκαιο ο όρος επιχείρηση εμφανίζεται στις λογιστικού περιεχομένου διατάξεις περί συνδεδεμένων επιχειρήσεων του ν. 2190\ 1920, που καθιερώθηκαν στα πλαίσια προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην 4η και 7η Οδηγία εταιρικού δικαίου της Κοινότητας (78\ 660\ ΕΟΚ και 83\ 349\ ΕΟΚ)31. Στο εταιρικό δίκαιο βασικό κριτήριο έννομης αντιμετώπισης αποτελεί η δυνατότητα δημιουργίας σχέσεων σύνδεσης και εξάρτησης, που εναπόκειται σε συγκεκριμένο κύκλο οικονομικά δραστηριοποιούμενων φορέων, όπως εταιρίες, μικροί ή μεγάλοι μέτοχοι, κοινοί έμποροι, επενδυτές32. Η έννοια της επιχείρησης στο δίκαιο των συνδεδεμένων επιχειρήσεων περιλαμβάνει όλες τις κεφαλαιουχικές εταιρίες καθώς και τα φυσικά, νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, που ασκούν συστηματικά οικονομική δραστηριότητα33, ανεξάρτητα από το οργανωτικό ή επενδυτικό μέγεθός της34 (πρβλ. και κεφ΄Δ). Στην έννοια της επιχείρησης κατά το εμπορικό δίκαιο, εταιρικό δίκαιο καθώς και το δίκαιο του ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα35.
Στο δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας ο όρος "επιχείρηση" δηλώνει ξεκάθαρα το αντικείμενο δικαίου, εν προκειμένω την πολυσυνθετική οργάνωση που συνιστά αντικείμενο ενιαίου δικαιώματος βιομηχανικής "ιδιοκτησίας", ενεχύρου ή αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έννοια της "επιχείρησης" αποκτά έκδηλα το περιεχόμενο του αντικειμένου δικαίου στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ (ευθύνη μεταβίβασης ομάδας περιουσίας- πρβλ. κάτω υπό κεφ. Θ). Το αυτό ισχύει και για τις διατάξεις των άρθρων 1034- 1046 ΚΠολΔ περί αναγκαστικής διαχείρισης.
Η επιχείρηση στα πλαίσια του δικαίου του ανταγωνισμού μπορεί να ταυτίζεται με τον φορέα της, αντιμετωπιζόμενη ως ένα ενιαίο σύνολο συντελεστών, που ως τέτοιο οφείλει να μην παραβιάζει τους κανόνες του θεμιτού και ελεύθερου ανταγωνισμού36. Υπό αυτό το πρίσμα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, εν δυνάμει επιχειρηματικοί φορείς, μπορούν να συγκροτήσουν μία επιχείρηση αλλά και ένα, φυσικό ή νομικό, πρόσωπο να κατέχει ή να συμμετέχει σε περισσότερες της μιας επιχειρήσεις. Ουσιώδες κριτήριο στην προκειμένη περίπτωση είναι το κατά πόσο υφίσταται πρακτικά η δυνατότητα άσκησης πράξεων ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων νομικά αυτόνομων προσώπων- επιχειρηματικών φορέων. Στην περίπτωση που αυτή η δυνατότητα δεν συντρέχει έχουμε από πλευράς ανταγωνισμού μία επιχείρηση και παράλληλη ταύτιση επιχείρησης και φορέα της σε μία ενότητα37.
Ο όρος φορέας της επιχείρησης στο γενικό εμπορικό και εταιρικό δίκαιο ορθά διακρίνεται από την επιχείρηση και προσδιορίζεται ως το υποκείμενο δικαίου προς το οποίο συναρτώνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από την επιχείρηση . Ο φορέας της επιχείρησης κατ' ουσίαν έρχεται να καλύψει το κενό που θα υφίστατο από την έλλειψη ικανότητας δικαίου που διακρίνει αυτή καθεαυτή την επιχείρηση39. Έτσι "σε κάθε φορέα επιχείρησης αντιστοιχεί υποχρεωτικά μία επιχείρηση, σε κάθε επιχείρηση αντιστοιχεί ένας φορέας επιχείρησης"40. Ο όρος φορέας της επιχείρησης είναι ακριβέστερος του όρου "επιχειρηματίας" καθώς ο τελευταίος οδηγεί νοηματικά στην κεντρική παρουσία φυσικού προσώπου41. Ο φορέας της επιχείρησης μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι πλήρως ή περιορισμένα ικανό προς δικαιοπραξία (οπότε πρέπει να εκπροσωπείται νόμιμα), συμπεριλαμβανομένων προσώπων όπως ο κληρονόμος, ο μισθωτής ή ο επικαρπωτής επιχείρησης, αλλά και νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων και εταιριών στο ιδρυτικό στάδιο42. Επίσης πρέπει να είναι ικανός προς παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, να έχει την ικανότητα του διαδίκου καθώς και να είναι ικανός πτωχευτικά43.
Οι έννομες σχέσεις που δημιουργούνται με αφορμή την εν συνόλω επιχειρηματική δραστηριότητα θέτουν, όπως παρουσιάσαμε στην αρχή της εισήγησης, μία σειρά από ιδιαίτερα ζητήματα44. Σε άλλες χώρες, και κυρίως στη Γερμανία45, καλλιεργήθηκε εδώ και πολλά χρόνια η αντίληψη πως το εμπορικό δίκαιο, έχοντας πυρήνα του την επιχείρηση, πρέπει να μετεξελιχθεί σε δίκαιο της επιχείρησης46. Η άποψη αυτή χωρίς να διακρίνεται για τις ενιαίες θέσεις των υποστηρικτών της συνεχίζει να αναπτύσσεται, μάλιστα τα τελευταία χρόνια κερδίζει ευρύτερη υποστήριξη. Στο επίκεντρό είναι η ενιαία δικαιϊκή αντιμετώπιση των πολυσύνθετων εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων που δημιουργεί η εν συνόλω επιχειρηματική δραστηριότητα και οι συμμετέχοντες σ' αυτή. Α:πό δικαιοπολιτικής πλευράς επιχειρείται η εναρμόνιση των διαπλοκών των ποικίλλων συμφερόντων που αναπτύσσονται στην κατεύθυνση μιας πιο συστηματοποιημένης νομικά λειτουργίας της σύγχρονης αγοράς.
Η θεωρητική συζήτηση βρίσκεται στο εξωτερικό σε συνεχή εξέλιξη. Στην Ελλάδα δεν έτυχε ακόμα αναλυτικής αντιμετώπισης. Ορθό είναι κάθε νομοθετική πρωτοβουλία, αφού αξιοποιήσει τα συμπεράσματα και εμπειρίες της αλλοδαπής επιστήμης, να μην παραβλέψει τις σημαντικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και αγοράς47. Στην Γερμανία όπου το θέμα γνωρίζει συστηματική αντιμετώπιση επιδιώκεται υπό τον όρο "Δίκαιο της Επιχείρησης" η εντατικότερη εναρμόνιση των διατάξεων του γενικού εμπορικού, εταιρικού, εργατικού, φορολογικού και ποινικού δικαίου. Κύριο στόχο αποτελεί η επίτευξη μιας εν συνόλω πιο συγκροτημένης ρύθμισης της έννομης δραστηριότητας της επιχείρησης, του φορέα της, των συντελεστών της και των συναλλασομένων μαζί της, χωρίς παράλληλα να επέρχεται σύγκρουση διατάξεων διαφόρων επιμέρους δικαιϊκών κλάδων. Ως δίκαιο της επιχείρησης ορίζεται στη Γερμανία το σύνολο των κανόνων δικαίου που αφορούν στην επιχείρηση ως κοινωνική και οργανωτική σύνθεση εκείνων των υποκειμένων δικαίου, που συντονίζουν την δραστηριότητά τους μέσω συνεισφοράς κεφαλαίων ή (και) προσφοράς υπηρεσιών48. Δίκαιο της επιχείρησης είναι και το δίκαιο των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, που στην Ελλάδα, ενόψει των ρυθμίσεων που ισχύουν, έχει συγκεκριμένο ρυθμιστικό περιεχόμενο. Αυτό είναι μάλιστα, κατ' ορθότερη άποψη, ευρύτερο του γενικού εμπορικού δικαίου49, καθώς στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις μπορεί να υπαχθεί και φορέας μη εμπορικός50.
 
ΣΤ. Στοιχεία επιχείρησης
Καθώς η επιχείρηση συνιστά πολυσυνθετική οργάνωση συνδέεται με ποικίλλα στοιχεία51. Ο φορέας της επιχείρησης, πρόσωπο που ενσαρκώνει και υλοποιεί το φάσμα των ιδεών γύρω απ' αυτή, επιλέγει και συντονίζει τα στοιχεία που οδηγούν στην επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού. Τα στοιχεία αυτά είναι για κάθε επιχείρηση μοναδικά, δεν απαντώνται σε άλλη επιχείρηση κατά το αυτό περιεχόμενο, είδος και μορφή52. Το φάσμα των ιδεών του φορέα της επιχείρησης και η πραγματοποίηση της οργανωτικής της δομής οδηγούν στη συνένωση των στοιχείων σε ένα ενιαία εμφανιζόμενο σύνολο. Η συνένωση των στοιχείων και η μορφή που αυτή παίρνει καταδεικνύει την ιδιαίτερη δυναμική του φορέα κάθε επιχείρησης. Αυτή δεν προκύπτει από τα πράγματα αλλά αποτελεί έργο του ανθρώπινου πνεύματος 53.
Υλικά και άυλα αγαθά συνδέονται και δια της σύνδεσης συγκλίνουν στην δημιουργία υψηλότερων αξιών από αυτές που θα προέκυπταν από την αθροιστική σώρευση των ιδίων αγαθών μεμονωμένα54. Ως προς την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων στην επιχείρηση αλλά και της επιχείρησης ως συνολικής οργάνωσης στοιχείων που δημιουργεί αξίες αποτιμητέες τόσο ως σύνολο όσο και ως τμήμα ή μερίδα συμμετοχής οφείλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσέγγισης55. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η υιοθέτηση εκείνων των μεθόδων που ανταποκρίνονται με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια στην πραγματική αξία της επιχείρησης και των στοιχείων της στην στιγμή αποχώρησης κάποιου εκ των φορέων της ή διακοπής της επιχειρηματικής δραστηριότητας56.
Η νομική επιστήμη στην αλλοδαπή57 συνεπικουρούμενη από τα συμπεράσματα των οικονομολόγων τονίζει την υποκειμενικότητα της αξιολόγησης των στοιχείων και της επιχείρησης, ερειδόμενη στην μοναδικότητα των εκτιμήσεων, προσδοκιών και αναγκών των εκάστοτε συναλλασσομένων, και συνηγορεί υπέρ μίας κατά προσέγγιση αξιολόγησης των στοιχείων εντός δύο, κατώτατου και ανώτατου, ορίων58. Παράγοντες και μεγέθη που οδηγούν στην αξιολόγηση της επιχείρησης και των στοιχείων της είναι όσοι συνιστούν μία βάση κοινά αποδεκτών δεδομένων εκ μέρους των φορέων της επιχείρησης και τρίτων ενδιαφερόμενων. Αυτοί δεν προκύπτουν κατά κύριο λόγο από τα δεδομένα του ισολογισμού ή άλλα λογιστικά δεδομένα και την εμφαινόμενη ουσιαστική αξία (Substanzwert) της επιχείρησης. Πρωταρχικής σημασίας είναι η δυνατότητα εκτίμησης των μελλοντικών οικονομικών ωφελημάτων- επιτευγμάτων που μπορούν να προκύψουν από την αξιοποίηση των στοιχείων της επιχείρησης, δηλαδή η αξία προσόδου (Ertragswert) της επιχείρησης59.
Τα στοιχεία της επιχείρησης μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στα στοιχεία που αποτελούν πράγματα και δικαιώματα και στα στοιχεία που προκύπτουν από οικονομικές και πραγματικές σχέσεις και καταστάσεις (πρβλ. άρθρο 9 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)60. Στα στοιχεία της πρώτης κατηγορίας ανήκουν τα ακίνητα και κινητά πράγματα της επιχείρησης, όπως οικήματα, αποθήκες, τεχνικές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, γραφεία, παρεπόμενος εξοπλισμός, και τα δικαιώματα τόσο επί των ενσωμάτων όσο και επί των άυλων αγαθών, όπως η επωνυμία, τα διακριτικά γνωρίσματα, ο τίτλος, το σήμα, οι εφευρέσεις61 καθώς και δικαιώματα που πηγάζουν από άλλες ενοχικού ή εμπραγμάτου δικαίου συναλλαγές, καθώς και απαιτήσεις από διαχείριση κεφαλαίων, εταιρικές χρήσεις, αποθεματικά62. Στα στοιχεία της δεύτερης κατηγορίας ανήκουν σχέσεις που πηγάζουν από προσφορά εργασίας και παροχή υπηρεσιών, καταστάσεις που συνδράμουν στην λειτουργική αρμονία της επιχείρησης, όπως επιχειρηματικό know- how, οργανωτική εμπειρία και απόρρητα της επιχείρησης, πραγματικά επιτεύγματα, όπως η φήμη της επιχείρησης, το goodwill και η πελατεία, ως πραγματική προσδοκία επανάληψης ωφελειών, και οικονομικές σχέσεις, όπως ειδικές σχέσεις προς προμηθευτές, αγοραστές υψηλού κύκλου εργασιών, ευνοϊκά διακείμενα πρόσωπα δανειστών και οφειλετών.
 
Ζ. Δικαιοπραξίες για την επιχείρηση
Η σύνδεση της επιχείρησης με τα στοιχεία της συνεπάγεται οργανικούς ή λειτουργικούς δεσμούς αλληλεξάρτησης63. Η δημιουργία των δεσμών αυτών δεν συνεπάγεται όμως την άρση της νομικής αυτοτέλειας των στοιχείων. Καθίσταται λοιπόν απαραίτητη η νομοθετική ρύθμιση της σύναψης δικαιοπραξίας για ένα ή περισσότερα στοιχεία της επιχείρησης (πρβλ. άρθρο 10 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.), ανεξάρτητα από τη σύναψη δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο. Έτσι επιτρέπεται π.χ. η μεταβίβαση στοιχείου επιχείρησης και όταν δεν συμμεταβιβάζεται η επιχείρηση ως σύνολο, ενώ η μεταβίβαση της επιχείρησης συνεπάγεται και συμμεταβίβαση κάθε στοιχείου της. Ιδιαίτερη πρακτική σημασία έχει η μεταβίβαση στοιχείου της επιχείρησης ως προς τα συστατικά του μέρη και τα παραρτήματα. Για τα συστατικά μέρη του στοιχείου της επιχείρησης ισχύει η ρύθμιση του άρθρ. 953 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία αυτά δεν δύνανται να αποτελέσουν χωριστά αντικείμενα κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος. Τα συστατικά μέρη του στοιχείου της επιχείρησης έχουν "κοινή τύχη" με το στοιχείο που γίνεται αντικείμενο δικαιοπραξίας. Παραρτήματα στοιχείου της επιχείρησης είναι κινητά πράγματα που δεν αποτελούν συστατικά του μέρη, εξυπηρετούν διαρκώς τον οικονομικό του σκοπό, τελούν σε τοπική σχέση προς αυτό, αντίστοιχη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (άρθρ. 956 ΑΚ) και θεωρούνται ως τέτοια στις συναλλαγές (άρθρ. 957 εδάφ. α' ΑΚ). Εμπράγματη δικαιοπραξία για στοιχείο της επιχείρησης ή συμβατική υποχρέωση για εκποίηση ή επιβάρυνσή του εκτείνεται και στα παραρτήματα εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά (άρθρ. 958 και 370 ΑΚ). Δικαιοπραξία για την επιχείρηση ως σύνολο περιλαμβάνει τα συστατικά μέρη των στοιχείων της αλλά και τα παραρτήματα των στοιχείων της, δηλαδή, εν προκειμένω, τα λοιπά κινητά πράγματα, που δεν αποτελούν συστατικά μέρη, και συνδέονται λειτουργικά με ακίνητα, στα οποία ενασκείται η επιχειρησιακή δραστηριότητα64.
Η σύναψη δικαιοπραξίας για στοιχείο της επιχείρησης δεν απαιτείται να καταρτιστεί με έγγραφο, παρά μόνο αν η ειδική μορφή του στοιχείου το επιβάλλει. Αντίθετα δικαιοπραξία, υποσχετική ή εκποιητική, που έχει ως αντικείμενο την επιχείρηση ως σύνολο πρέπει να καταρτιστεί με έγγραφο (πρβλ. άρθρ. 10 παρ. 2 εδάφ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Εφόσον για συγκεκριμένα στοιχεία της επιχείρησης, κατά τη σύναψη δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο, απαιτείται ειδικός τύπος, επιβάλλεται γι' αυτά η τήρησή του ειδικού αυτού τύπου (άρθρ. 10 παρ. 2 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Στα πλαίσια της ελευθερίας των συναλλαγών επιτρέπεται κατά τη σύναψη εκποιητικής δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο να εξαιρεθούν ένα ή περισσότερα στοιχεία της.
Στους βασικότερους λόγους μεταβίβασης επιχείρησης ως σύνολο ανήκει η πώληση επιχείρησης65. Η σύμβαση πώλησης επιχείρησης έχει αντικείμενο την επιχείρηση ως σύνολο και συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία αυτής. Σ' αυτά μεταξύ άλλων συγκαταλέγονται υλικά και άυλα αγαθά, καθώς και λοιπές περιουσιακές αξίες, που συνδέονται αναπόσπαστα με την επιχειρησιακή δραστηριότητα66. Η πώληση επιχείρησης αποτελεί βασικότατο μέσο συγκέντρωσης επιχειρήσεων και απόκτησης κυρίαρχης θέσης εντός του οικονομικού γίγνεσθαι συγκεκριμένων κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου. Αυτή εκφεύγει του δογματικού πλαισίου του δικαίου των συνδεδεμένων επιχειρήσεων καθώς δεν συνεπάγεται σύνδεση ή δημιουργία δεσμών εξάρτησης μεταξύ επιχειρήσεων67 αλλά επιφέρει αλλαγή στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης68, που δύναται να είναι ανταγωνιστική επιχείρηση. Η πώληση επιχείρησης δεν πρέπει να συγχέεται με την πώληση εταιρικών μεριδίων69. Έτσι η πώληση της επιχείρησης Ε εκ μέρους του φορέα αυτής Π στον αγοραστή Α συνοδεύεται, εφόσον τηρηθούν οι νόμιμοι τύποι, με τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων της Ε στον Α ενώ ο Π υποχρεούται να εκπληρώσει τις νόμιμες υποχρεώσεις που γεννά η μεταβίβαση επιχείρησης σε άλλο φορέα70. Αντίθετα η πώληση πακέτου μετοχών της επιχείρησης Ε, που έχει την μορφή ανώνυμης εταιρίας, από τον Π στον Α έχει ως έννομη συνέπεια την μεταβίβαση της κυριότητας των μετοχών στον Α, ήτοι την μεταβολή στην σύνθεση των μετόχων και στους πλειοψηφικούς συσχετισμούς της εταιρίας, όχι όμως τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων της Ε, καθότι κύριος αυτών παραμένει ο φορέας της επιχείρησης Ε, ήτοι το νομικό πρόσωπο, εν προκειμένω η ανώνυμη εταιρία71.
Η σύναψη εκποιητικής δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο πρέπει να υποβληθεί σε διατυπώσεις δημοσιότητας, προκειμένου τρίτοι να λαμβάνουν γνώση για το status της επιχείρησης και του φορέα της. Επιβάλλεται λοιπόν η καταχώρησή σε ειδικό, εμπορικό μητρώο για όλα τα στοιχεία της επιχείρησης, που αφορά η εκποιητική δικαιοπραξία, εκτός από εκείνα που εξαιρέθηκαν (άρθρ. 12 παρ. 1 εδάφ. α' Σχεδ. Εμπόρ. Κώδ.). Συνέπεια τούτου θα είναι να επέλθουν τα έννομα αποτελέσματα της εκποιητικής δικαιοπραξίας με την καταχώρησή αυτής στο σχετικό μητρώο. Για τα στοιχεία της επιχείρησης που απαιτείται ειδική δημοσιότητα, επέρχονται τα αποτελέσματα της εκποιητικής δικαιοπραξίας με την ολοκλήρωση των διατυπώσεων που η ειδική δημοσιότητα επιβάλλει (άρθρ. 12 παρ. 2 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Έτσι συμβάσεις και μονομερείς δικαιοπραξίες που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα της επιχείρησης πρέπει να περιβληθούν τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (πρβλ. άρθρ. 369 ΑΚ).
Στην περίπτωση που δεν τηρήθηκε ο συμβολαιογραφικός τύπος για ακίνητο της επιχείρησης, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο στα πλαίσια της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο, πρέπει να θεωρηθεί άκυρη η όλη δικαιοπραξία για την επιχείρηση. Αντίθετα, αν συνάγεται από τις περιστάσεις πως τα συμβαλλόμενα μέρη δεν εξαρτούν την εγκυρότητα της δικαιοπραξίας για την επιχείρηση από την εγκυρότητα σύμβασης για κάποιο, μη ουσιώδες, ακίνητο της επιχείρησης, που εκ των πραγμάτων και τη βούληση των μερών εμφαίνεται να κατέχει δευτερεύουσα, περιορισμένη σημασία, για τη σύναψη της δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο, πρέπει να δεχθούμε ως έγκυρη την τελευταία, η δε ακυρότητα να περιοριστεί μόνο ως προς το ακίνητο για το οποίο δεν τηρήθηκε ο συμβολαιογραφικός τύπος (πρβλ. άρθρ. 181 ΑΚ- μερική ακυρότητα). Εκποιητική δικαιοπραξία για την επιχείρηση ως σύνολο δεν γεννά υποχρέωση του εκποιήσαντος να παραδώσει τη νομή των κινητών πραγμάτων στον αποκτώντα (άρθρ. 12 παρ. 1 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Αντίστοιχο αίτημα, λόγω της πολυσύνθετης φύσης της επιχείρησης, θα προβάλλονταν καταχρηστικά.
Η σύναψη δικαιοπραξίας για την επιχείρηση ως σύνολο επιφέρει, οριστική ή προσωρινή, μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της. Ο αποκτών επιχείρηση, ο επικαρπωτής ή ο μισθωτής επιχείρησης επέρχονται στην θέση που βρισκόταν το αντισυμβαλλόμενο μέρος. Στην περίπτωση της μεταβίβασης επιχείρησης η μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της είναι οριστική. Αντίθετα με τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης επιχείρησης ή την άρση της σύστασης επικαρπίας σ' αυτή χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης ο μισθωτής ή επικαρπωτής της και επανέρχεται στη θέση αυτού ο αρχικός της φορέας. Η μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης δεν συνεπάγεται δημιουργία υποχρέωσης αναγγελίας για τις απαιτήσεις (άρθρ. 12 παρ. 1 εδάφ. 3 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν γνώριζε την μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης και, χωρίς να διακατέχονταν από δόλο ή βαρειά αμέλεια, κατέβαλλε στον εκποιήσαντα την επιχείρηση την οφειλή ελευθερώνεται από την υποχρέωση καταβολής, ο δε νέος φορέας της επιχείρησης μπορεί να την απαιτήσει από τον εκποιήσαντα σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρ. 904 επόμ. ΑΚ).
Η μεταβίβαση επιχείρησης γεννά υποχρεώσεις ως προς το πρόσωπο αυτού που μεταβιβάζει72. Η απλή παραχώρηση μιας σύνθετης οργάνωσης ποικίλλων στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων και λοιπών ενσωμάτων και άυλων αγαθών δεν επαρκεί από μόνη της για την ικανοποιητική εγκατάσταση του διαδόχου στην επιχείρηση. Ο νέος φορέας της επιχείρησης πρέπει να εγκατασταθεί σ' αυτή κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει τα βασικότερα ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία, το έμψυχο υλικό και τις εγκαταστάσεις, τις υποχρεώσεις και απαιτήσεις της επιχείρησης προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις ανάγκες των συναλλαγών τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές σχέσεις της επιχείρησης73. Απαραίτητη προβάλλει η αντίστοιχη με τη μορφή και το αντικείμενο της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης εγκατάσταση σ' αυτή του νέου φορέα της από τον προηγούμενο, ο οποίος οφείλει να ενεργήσει κατά τον επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις τρόπο δείχνοντας την πρέπουσα επιμέλεια (άρθρ. 13 περ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
Η εγκατάσταση του νέου φορέα της επιχείρησης σ' αυτή, για να είναι ολοκληρωμένη, πρέπει παράλληλα να συνοδεύεται από την χορήγηση όλων εκείνων των εγγράφων και βιβλίων που συνδέονται με την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης (άρθρ. 13 περ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Εδώ συγκαταλέγονται νομιμοποιητικά έγγραφα για απαιτήσεις της επιχείρησης, έγγραφα για υποχρεώσεις της επιχείρησης, συμβάσεις και συμφωνίες που αφορούν περιουσιακά δεδομένα και άλλες εσωτερικές ή εξωτερικές σχέσεις της επιχείρησης, βιβλία πρωτοκόλλων και αλληλογραφία των τελευταίων ετών, βιβλία εσόδων- εξόδων, βιβλία λογιστικής παρακολούθησης, βιβλία πελατών και προμηθευτών της επιχείρησης κ.ά. Παράλληλα πρέπει να παρασχεθούν στο νέο φορέα της επιχείρησης όλες οι συναφείς με την οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης βασικές πληροφορίες, γραπτά ή (και) προφορικά. Η παροχή των παραπάνω πληροφοριών αποκτά, κατά κανόνα, πρωταρχική σημασία για την πορεία της επιχείρησης74. Εδώ συγκαταλέγονται πληροφορίες για μυστικά της επιχείρησης, ειδικές σχέσεις με πελάτες, ευνοϊκή αντιμετώπιση από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερες μορφές διοίκησης και οργάνωσης, γνωριμίες με σημαντικά πρόσωπα σε καίριες θέσεις, συγκεκριμένα συναλλακτικά έθιμα της επιχείρησης κ.ά.
Η μεταβίβαση επιχείρησης ως σύνολο συνεπάγεται και τη συμμεταβίβαση της πελατείας75. Η πελατεία ως πραγματική προσδοκία επανάληψης ωφελειών βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του αποκτώντος την επιχείρηση. Μεταβίβαση της επιχείρησης χωρίς παροχή εγγυήσεων για την πελατεία αποτελεί από επενδυτικής όψεως προφανώς επισφαλή κίνηση για τον αποκτώντα. Καθώς η πελατεία αποτελεί δημιούργημα της εργασίας και των ιδεών του μεταβιβάζοντος την επιχείρηση, συνδέεται άμεσα μ' αυτόν. Ο τελευταίος μπορεί μ' ευκολία να δρα υπέρ των συμφερόντων του και κατά του διαδόχου στην επιχείρηση, αν συνεχίσει να ασκεί επιρροή στους πελάτες και μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Αυτό συγκρούεται όμως με τον οικονομικό σκοπό της μεταβίβασης επιχείρησης76. Προβάλλει λοιπόν αναγκαία η θέσπιση απαγόρευσης του ανταγωνισμού εκ μέρους του μεταβιβάζοντος επιχείρηση, συνιστάμενη στην αποχή από κάθε πράξη που μπορεί να αφαιρέσει την πελατεία αυτής (άρθρ. 13 περ. γ' εδάφ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
Η απαγόρευση ανταγωνισμού δεν είναι απόλυτη. Κατ' αρχήν προσδιορίζεται από την έκταση που εκλαμβάνει η επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχείρησης77. Παράλληλα δεν πρέπει να θίγονται δικαιώματα του ατόμου ως προς την ελευθερία συναλλαγών και την απεριόριστη ανάπτυξη των οικονομικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων του. Έτσι τα πλαίσια απαγόρευσης του ανταγωνισμού περιορίζονται ως προς το αντικείμενο ή τα αντικείμενα δραστηριοποίησης της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και όχι ως προς την ενάσκηση κάθε είδους επιχείρησης. Επίσης αυτά περιορίζονται τοπικά και χρονικά. Έτσι σύσταση επιχείρησης με το αυτό αντικείμενο, από τον μεταβιβάζοντα επιχείρηση, σε τόπο, όπου δεν αναπτύσσεται επιχειρησιακή δραστηριότητα της μεταβιβασθείσας επιχείρησης και πρακτικά δεν μπορεί να αφαιρεθεί πελατεία απ' αυτή, όπως είναι, π.χ. για επιχειρήσεις χωρίς εκτεταμένη ή διεθνή δραστηριότητα, άλλη πόλη της Ελλάδας ή του εξωτερικού, δεν συνιστά παράβαση της απαγόρευσης ανταγωνισμού.
Η αποχή του μεταβιβάζοντος επιχείρηση από πράξη που μπορεί να αφαιρέσει την πελατεία της έχει και χρονική διάσταση, υπό την έννοια ότι πρέπει να έκλάβει τέτοια διάρκεια ώστε ο αποκτών την επιχείρηση να έχει το χρόνο να συνάψει πελατειακές σχέσεις τέτοιες, ώστε σε περίπτωση άσκησης πράξεων ανταγωνισμού από την πλευρά του μεταβιβάσαντος την επιχείρηση να μην θίγεται πλέον ουσιαστικά η ήδη αποκτηθείσα πελατεία78. Το όριο των τριών ετών αποχής από πράξεις αφαίρεσης πελατείας της επιχείρησης (άρθρ. 13 περ. γ' εδάφ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) είναι επαρκές για την ουσιαστική προστασία από τον ανταγωνισμό του αποκτώντος επιχείρηση. Η εφαρμογή αυτής της ρύθμισης δικαιολογείται και στην επικαρπία ή μίσθωση επιχείρησης για το σύνολο του χρόνου που αυτή διαρκεί (άρθρ. 13 περ. γ' εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)79.
 
Η. Ευθύνη για ελαττώματα και άυλα αγαθά
Η πώληση επιχείρησης συνδέεται με το θέμα της ευθύνης του πωλητή για νομικά και πραγματικά ελαττώματά της καθώς και ελλέιψεις ιδιοτήτων που συμφωνήθηκαν. Η πώληση επιχείρησης διακρίνεται για το διττό χαρακτήρα του περιεχομένου της, που συνίσταται στην ταυτόχρονη πώληση, μεταξύ άλλων, πραγμάτων και δικαιωμάτων. Για την έννομη αντιμετώπιση της ευθύνης από πώληση επιχείρησης παραπέμπεται στις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την πώληση (άρθρ. 14 παρ. 1 εδάφ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ. και άρθρ. 513 επόμ. ΑΚ).
Η πωλούμενη επιχείρηση πάσχει από νομικό ελάττωμα (άρθρ. 514 ΑΚ), όταν η ίδια ως σύνολο ή στοιχεία της (πρβλ. άρθρ. 14 παρ. 4 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) επιβαρύνονται με δικαίωμα τρίτου, που μπορεί να αντιταχτεί κατά του αγοραστή, ώστε να αναιρέσει ή να περιορίσει εξουσίες που απορρέουν από την μεταβίβασή της80. Η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος της πωλούμενης επιχείρησης ή στοιχείου της (άρθρ. 534 ΑΚ) θα κριθεί
α) με βάση την, στα πλαίσια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΚ 173, 200), ερμηνεία κάθε συγκεκριμένης σύμβασης, και, εφόσον απ' αυτή δεν προκύπτει κάτι ιδιαίτερο,
β) με βάση την ιδιοσυστασία και τα χαρακτηριστικά που, κατά αντικειμενικό τρόπο, αναμένονται από την πώληση επιχειρήσεων με παρόμοιο αντικείμενο δραστηριοτήτων81. Πραγματικά ελαττώματα συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι ουσιαστικές ελλέιψεις και τα προβλήματα ποιοτικού και ποσοτικού χαρακτήρα διαφόρων στοιχείων της επιχείρησης82. Πραγματικό ελάττωμα της επιχείρησης αποτελεί και χρέος που δεν προκύπτει από τα εμπορικά βιβλία της και ούτε γνωστοποιήθηκε στον αγοραστή (άρθρ. 14 παρ. 2 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
Περίπτωση έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων επιχείρησης (άρθρ. 535 ΑΚ) υφίσταται όταν απουσιάζει απ' αυτήν χαρακτηριστικό ή και πραγματική, νομική ή οικονομική σχέση με κάποια, έστω μικρή, αξία ή χρησιμότητα για τον αγοραστή, την ύπαρξη της οποίας είχε συμφωνήσει ο αγοραστής ρητά ή σιωπηρά με τον πωλητή και ο τελευταίος είχε εγγυηθεί αναλαμβάνοντας την ευθύνη83. Περίπτωση έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων, που γεννά ευθύνη του πωλητή κατά τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, συνιστά η ακαταλληλότητα χρήσης της επιχείρησης ως προς το αντικείμενό της, εκτός αν έλαβε χώρα αντίθετη συμφωνία των μερών84, καθώς και η διαπίστωση σημαντικής απόκλισης ως προς την συμφωνηθείσα εμπορική αξία (άρθρ. 14 παρ. 2 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)85 ή τον αναμενόμενο κύκλο εργασιών της επιχείρησης86. Με τη θέσπιση της ευθύνης του πωλητή επιχείρησης για έλλειψη ιδιοτήτων που συμφωνήθηκαν κατοχυρώνεται η αυστηρότερη αντιμετώπισή του (άρθρ. 537 και 543 εδάφ. α' ΑΚ) απ' ότι στην απλή περίπτωση ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος και παράλληλα διευρύνεται το πεδίο ευθύνης του καθότι συμπεριλαμβάνονται και επουσιώδη πραγματικά ελαττώματα, που δεν γεννούν μεν ευθύνη ως τέτοια, αλλά γεννούν ευθύνη στα πλαίσια έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων της επιχείρησης. Κρίσιμος χρόνος για την ευθύνη του πωλητή είναι ο χρόνος καταχώρησης της εκποιητικής δικαιοπραξίας στο εμπορικό μητρώο (άρθρ. 14 παρ. 3 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)87.
Όταν η πώληση επιχείρησης δεν συντελείται μέσω δικαιοπραξίας (άρθρ. 10 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) αλλά, προκειμένου για κεφαλαιουχικές εταιρίες, επέρχεται μέσω της απόκτησης εταιρικών μεριδίων ή μετοχών από τους εταίρους ή τον μοναδικό εταίρο88 της επιχείρησης προβάλλει το ζήτημα προστασίας του αποκτώντος για ελαττώματα της επιχείρησης89. Στην περίπτωση απόκτησης του 100 % των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων επιχείρησης εφαρμόζονται ως προς την ευθύνη του μεταβιβάζοντος τις μετοχές ή τα μερίδια για τα ελαττώματα της επιχείρησης οι ως άνω αναφερθείσες ρυθμίσεις για την ευθύνη του πωλητή90. Η έννομη αντιμετώπιση της ευθύνης του πωλητή δημιουργεί προβληματισμούς στην περίπτωση μερικής απόκτησης των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων επιχείρησης. Η έκταση αυτής μπορεί να κυμαίνεται από την απόκτηση μίας και μόνης μετοχής, π.χ. μέσω του Χρηματιστηρίου, έως και την απόκτηση του 99 % και πλέον της επιχείρησης. Η εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του Αστικού Κώδικα, που προαναφέραμε, απορρίπτεται, ως καταχρηστική, στην περίπτωση απόκτησης ασήμαντης εταιρικής συμμετοχής. Τίθεται όμως το ζήτημα προσδιορισμού των σχετικών ορίων και κριτηρίων μιας παρόμοιας αντιμετώπισης. Τα παραδείγματα της αλλοδαπής νομολογίας συγκλίνουν προς την αποδοχή εφαρμογής των διατάξεων για ευθύνη από ελαττώματα στις περιπτώσεις απόκτησης εταιρικής συμμετοχής που υπερβαίνει το 50 %91. Ως βασικό κριτήριο πρέπει να τονιστεί η κτήση κυρίαρχης θέσης στην διοίκηση της επιχείρησης ή η δυνατότητα αυτόνομης λήψης αποφάσεων, ακόμα και όταν τα ποσοστά συμμετοχής υπολείπονται του 50 %, ανεξάρτητα εάν αποσκοπούσαν ρητά σ' αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη92.
Η ευθύνη του πωλητή επιχείρησης συνίσταται διαζευκτικά στο δικαίωμα του αγοραστή να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος (άρθρ. 540 ΑΚ) ή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 543 ή (και) 544 ΑΚ, στο δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, δηλαδή αποκατάσταση κάθε ζημίας (θετικής ή διαφυγόντος κέρδους) που σχετίζεται αιτιωδώς με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας93. Η άσκηση του δικαιώματος αναστροφής εκ μέρους του αποκτώντος την επιχείρηση αποκλείεται (άρθρ. 14 παρ. 1 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Με τη ρύθμιση αυτή ο συντάκτης του Σχεδίου επιχειρεί να παρακάμψει τα ιδιαίτερα προβλήματα που θα προκαλούσε η ενέργεια της αναστροφής στην πώληση επιχείρησης (άρθρ. 547 ΑΚ). Η αναστροφή θα συνεπάγονταν μια πολυσύνθετη σχέση εκκαθάρισης, που θα οδηγούσε τα συμβαλλόμενα μέρη στην υποχρέωση αμοιβαίας επιστροφής των παροχών που καταβλήθηκαν υπό ένα πολλαπλό πλέγμα νέων απαιτήσεων και ενστάσεων. Ο νομοθέτης στο συγκεκριμένο σημείο πρέπει να προβεί στην θέσπιση ειδικότερης ρύθμισης. Σ' αυτή του την απόπειρα πρέπει να διαβλέψει, πως η ευθύνη κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την πώληση δεν αποκλείει παράλληλη συνδρομή άλλων αστικού δικαίου διατάξεων, όπως είναι η ακύρωση σχετικής δικαιοπραξίας ως συνέπεια απάτης (άρθρ. 147, 154, 155 ΑΚ). Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η παραποίηση των στοιχείων του ισολογισμού της πωλούμενης επιχείρησης. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψει άλλες περιπτώσεις ευθύνης, όπως είναι η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, η οποία μάλιστα ισχύει και για τις περιπτώσεις που δεν καταρτίστηκε σύμβαση (άρθρ. 197, 198 ΑΚ)94.
Οι αξιώσεις του άρθρου 14 Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα υπόκεινται σε διετή παραγραφή (άρθρ. 16 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται από την καταχώριση της εκποιητικής δικαιοπραξίας για την επιχείρηση στο εμπορικό μητρώο95. Η ρύθμιση του άρθρου 16 Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα αντιστοιχεί σ' αυτήν του άρθρου 554 ΑΚ. Ο συντάκτης του Σχεδίου λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία αλλοδαπών ρυθμίσεων96 και υιοθετώντας την διετή παραγραφή ανταποκρίνεται ουσιαστικά στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας του αποκτώντος την επιχείρηση.
Η διετής παραγραφή του άρθρου 16 Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα ισχύει και για την ευθύνη για τη μεταβίβαση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή άλλων άυλων αγαθών. Κατά το άρθρο 15 Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα η ευθύνη αυτή κρίνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν την ευθύνη του εκχωρητή (άρθρ. 467 επόμ. ΑΚ). Σε περίπτωση μεταβίβασης δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή άλλων άυλων αγαθών ο μεταβιβάζων ευθύνεται μόνο για την ύπαρξη του δικαιώματος ή του άυλου αγαθού. Προϋπόθεση είναι ότι η μεταβίβαση βασίζεται σε "επαχθή αιτία", δηλαδή ότι ο αποκτών την επιχείρηση παρέχει στον μεταβιβάζοντα αντίστοιχο προς το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή το άυλο αγαθό αντάλλαγμα ή ότι σαν συνέπεια της μεταβίβασης υφίσταται θυσία97. Αντίθετα η μεταβίβαση επιχείρησης από χαριστική αιτία δεν γεννά ευθύνη για την ύπαρξη του δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή του άυλου αγαθού (άρθρ. 467 παρ. 2 ΑΚ)98. Η ευθύνη του μεταβιβάζοντος επιχείρηση για τα εν γένει άυλα αγαθά θα κριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 362 ΑΚ και, ειδικότερα στην πώληση ή άλλη ανταλλακτική εκποιητική δικαιοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516, 382 και 383 ΑΚ.
 
Θ. Έννομο Status του αποκτώντος την επιχείρηση
Ο αποκτών την επιχείρηση, καθώς συνιστά το νέο φορέα αυτής, υπεισέρχεται στο σύνολο, και όχι σε ορισμένες κατηγορίες, των υφιστάμενων εννόμων σχέσεων που συνδέονται με τη λειτουργία της (άρθρ. 17 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Τούτο απαιτεί η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία τρίτων, τόσο συναλλασομένων όσο και άλλων προσώπων, όπως είναι π.χ. οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση99. Η υπεισέλευση στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις επέρχεται με την καταχώριση της σχετικής εκποιητικής δικαιοπραξίας στο εμπορικό μητρώο100 και αφορά τόσο τα δικαιώματα όσο και τις υποχρεώσεις. Προϋπόθεση για την υπεισέλευση αποτελεί το ότι οι υφιστάμενες έννομες σχέσεις δεν είναι προσωποπαγείς. Ο αποκτών δεν υπεισέρχεται επίσης στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις όταν ορίστηκε κάτι αντίθετο σ' αυτές ή προκύπτει κάτι αντίστοιχο από ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών101. Η υπεισέλευση στις εργασιακές σχέσεις επέρχεται χωρίς να θίγονται ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που αφορούν τους εργαζόμενους στην επιχείρηση (άρθρ. 17 εδάφ. γ' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) και, εφόσον δεν ορίζεται δια σύμβασης το αντίθετο, συνδέεται και με σχέσεις παροχής ειδικών υπηρεσιών, όπως επενδυτικές συμβουλές, νομική κάλυψη ή λογιστική παρακολούθηση102. Ο τρίτος δικαιούται να καταγγείλει σχετική σύμβαση για σπουδαίο λόγο εντός έξι μηνών από την καταχώριση της μεταβίβασης της επιχείρησης στο εμπορικό μητρώο (άρθρ. 17 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
Σύμφωνα με το άρθρο 479 ΑΚ ο αποκτών επιχείρηση ευθύνεται έναντι του δανειστή του μεταβιβάζοντος αυτή για τα χρέη που ανήκουν στην επιχείρηση έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων. Το άρθρο 479 ΑΚ θεσπίζει ως προς τους δανειστές κανόνα αναγκαστικού δικαίου. Έτσι τυχόν αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές της επιχείρησης είναι έναντι των τελευταίων άκυρη (άρθρο 479 παρ. 2 ΑΚ), παραμένει όμως ισχυρή για τους συμβαλλόμενους. Η ρύθμιση του άρθρου 479 ΑΚ δεν συνάδει με την βασική αρχή του ενοχικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο ειδικός διάδοχος δεν ευθύνεται για χρέη του δικαιοπαρόχου του, ανταποκρίνεται όμως στην ανάγκη ειδικής προστασίας των δανειστών επιχείρησης, που να καλύπτει και τις περιπτώσεις στις οποίες δεν συντρέχουν οι όροι συνδρομής των διατάξεων για την καταδολίευση δανειστών (άρθρ. 939 επόμ. ΑΚ). Το άρθρο 479 ΑΚ εισάγει εξαιρετικό δίκαιο και το περιεχόμενό του δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά103. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του είναι η πραγματοποίηση της μεταβίβασης επιχείρησης, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της σχετικής σύμβασης, και η ύπαρξη χρέους της επιχείρησης, ανεξάρτητα από το αν αυτό πηγάζει από δικαιοπραξία, αδικοπραξία ή ευθέως εκ νόμου. Παράλληλα προϋποτίθεται ότι το χρέος ή ο λόγος δημιουργίας του υφίστατο χρονικά πριν από την σύμβαση (ή την πραγματοποίηση) μεταβίβασης της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και χρεών που τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία104. Γνώση των χρεών της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης εκ μέρους του αποκτώντος δεν απαιτείται. Χρέη που δημιουργούνται από το χρόνο σύναψης της σύμβασης μεταβίβασης και μετά δεν υπάγονται στην διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ.
Η συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων έχει ως έννομη συνέπεια την δημιουργία παθητικής εις ολόκληρο ενοχής (άρθρ. 481 επόμ. ΑΚ) μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος την επιχείρηση105. Η ευθύνη του μεταβιβάζοντος εξακολουθεί να υπάρχει (άρθρ. 479 παρ. 1 εδάφ. β' ΑΚ) και είναι απεριόριστη, αναγόμενη στο όλο ύψος των χρεών της επιχείρησης. Η ευθύνη του αποκτώντος αντίθετα περιορίζεται έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων της επιχείρησης. Η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων υπολογίζεται κατά το χρόνο στον οποίο ο δανειστής ζητά την εξόφληση του χρέους106 και υπόκειται στους κανόνες προσδιορισμού της εκκαθαριστικής αξίας της επιχείρησης (Liquidationswert), που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αθροιστική σώρευση της ανταλλακτικής αξίας των στοιχείων της επιχείρησης και την παράλληλη αφαίρεση της αξίας τυχόν υφισταμένων εμπραγμάτων βαρών107. Η ευθύνη του αποκτώντος αρχίζει να υφίσταται από τη σύναψη της μεταβιβαστικής σύμβασης και, στην περίπτωση που τέτοια σύμβαση δεν έχει συναφθεί ή έχει συναφθεί αλλά είναι άκυρη, από την πραγματοποίηση της μεταβίβασης108. Επειδή η έννομη αντιμετώπιση του αποκτώντος χρεωμένη επιχείρηση επιβάλλεται να διέπεται από επιείκια, πρέπει να γίνεται δεκτό, πως ναι μεν η ευθύνη του αποκτώντος εκτείνεται έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων της επιχείρησης, όμως αφορά και συνδέεται μ' αυτά τα ίδια τα στοιχεία και μόνο και δεν αγγίζει την λοιπή προσωπική περιουσία του109.
Η ευθύνη του αποκτώντος κατά το άρθρο 479 ΑΚ παύει μετά την πάροδο ενός έτους από την καταχώρηση της εκποιητικής δικαιοπραξίας για την επιχείρηση στο εμπορικό μητρώο (άρθρ. 11 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Η ευθύνη του αποκτώντος συνεχίζει να υφίσταται και μετά την πάροδο έτους αν, προτού συμπληρωθεί έτος από την καταχώρηση της εκποιητικής δικαιοπραξίας, επιδώσει ο δανειστής στον αποκτώντα αναγγελία της απαίτησής του110. Σε περίπτωση περαιτέρω μεταβίβασης της επιχείρησης η ευθύνη του εκ νέου αποκτώντος θα κριθεί επίσης με βάση τη συνδρομή των όρων των άρθρ. 479 ΑΚ και 11 Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα.
 
Ι. Επικαρπία επιχείρησης
Με την επικαρπία επιχείρησης παραχωρείται η επιχείρηση στον επικαρπωτή προς χρήση και κάρπωσή της. Κύριο χαρακτηριστικό της αποτελεί, όπως και στη μίσθωση επιχείρησης, το ότι ο αντισυμβαλλόμενος γίνεται φορέας της χωρίς η επιχείρηση να μεταβιβάζεται σ' αυτόν111. Η σύσταση επικαρπίας μπορεί να αφορά στο σύνολο της επιχείρησης, εξαιρεθέντων ή όχι ορισμένων στοιχείων της, καταρτίζεται με δικαιοπραξία, εγγράφως, τα δε έννομα αποτελέσματά της επέρχονται με την σχετική καταχώριση στο εμπορικό μητρώο (άρθρ. 18 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν σε αντίθετη συμφωνία, ο επικαρπωτής υποχρεούται να συνεχίζει την επιχείρηση υπό την ίδια επωνυμία, να χρησιμοποιεί τα σήματα και τα διακριτικά της γνωρίσματα (άρθρο 19 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.) και να διατηρεί ακέραια την ουσία της (πρβλ. άρθρ. 1142 ΑΚ), χωρίς να επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές (άρθρ. 1148 εδάφ. β' ΑΚ).
Στις βασικές υποχρεώσεις του επικαρπωτή συγκαταλέγεται η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης και η λήψη μέτρων εξασφάλισης του αναγκαίου εκσυγχρονισμού για τη διατήρηση της αποδοτικότητάς της (άρθρ. 19 παρ. 2 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)112. Ο επικαρπωτής δικαιούται να διαθέτει τις απαιτήσεις της επιχείρησης (άρθρ. 19 παρ. 3 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.), όχι όμως και τις εγκαταστάσεις αυτής, π.χ. στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της, παρά μόνο εφόσον υπάρχει σχετική πληρεξουσιότητα ή προκύπτει κάτι ανάλογο από την καταχώριση της σύστασης επικαρπίας στο εμπορικό μητρώο. Ο επικαρπωτής "καρπώνεται" τα κέρδη της επιχείρησης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του αστικού κώδικα σχετικά με την επικαρπία (άρθρ. 1142 επόμ. ΑΚ), στο βαθμό που χωρεί αναλογική εφαρμογή αυτών στην επιχείρηση (άρθρ. 19 παρ. 4 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Κατά τη σύσταση επικαρπίας επιχείρησης πρέπει να επιδιώκεται να προβαίνουν οι συμβαλλόμενοι σε ιδιαίτερες συμφωνίες όσον αφορά ειδικά θέματα της επικαρπίας, όπως η οικονομική κάλυψη επενδύσεων, η απαίτηση των μερών από την αύξηση της αξίας της επιχείρησης κ.λπ.113, καθώς οι αντίστοιχες διατάξεις του αστικού κώδικα δεν καλύπτουν επαρκώς τις πολυσχιδείς εκφάνσεις της επιχειρησιακής δραστηριότητας114.
Για την εξόφληση των χρεών της επιχείρησης γίνεται διάκριση μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν μετά και αυτών που γεννήθηκαν πριν από τη σύσταση της επικαρπίας115. Για χρέη που γεννήθηκαν μετά τη σύσταση της επικαρπίας μπορούν να ικανοποιηθούν οι δανειστές από όλα τα στοιχεία της επιχείρησης (άρθρ. 20 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.), εκτός από εκείνα που εξαιρέθηκαν από την επικαρπία. Για χρέη που γεννήθηκαν πριν από τη σύσταση της επικαρπίας οι δανειστές μπορούν να ικανοποιηθούν από τα στοιχεία της επιχείρησης που υπήρχαν κατά το χρόνο σύστασης της επικαρπίας, ανεξάρτητα από το αν περιλήφθηκαν ή όχι σ' αυτή (άρθρ. 20 παρ. 2 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
 
ΙΑ. Μίσθωση επιχείρησης
Με τη σύμβαση της μίσθωσης επιχείρησης ως σύνολο, εξαιρεθέντων ή όχι ορισμένων στοιχείων της, ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει στον μισθωτή την χρήση της επιχείρησης για το χρόνο που διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο τίμημα. Ο μισθωτής επιχείρησης γίνεται φορέας της χωρίς η επιχείρηση να μεταβιβάζεται σ' αυτόν116, ενώ παράλληλα ο εκμισθωτής παύει να είναι φορέας της. Η μίσθωση επιχείρησης αντιτάσσεται έναντι τρίτων μόνο αν καταχωριστεί στο εμπορικό μητρώο (άρθρ. 21 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλογικά για την μίσθωση επιχείρησης οι διατάξεις των άρθρων 10, 12, 17, 19 παρ. 1-3 και 20 Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα αντίστοιχα για τη μισθωτική δικαιοπραξία για την επιχείρηση, την καταχώριση της σύμβασης μίσθωσης, την υπεισέλευση του μισθωτή στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις της επιχείρησης, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του μισθωτή και τα χρέη της επιχείρησης πριν και μετά τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης (άρθρ. 21 παρ. 2 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)117. Οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την μίσθωση (άρθρ. 574 επόμ. ΑΚ) εφαρμόζονται αναλογικά, στο βαθμό που χωρεί αναλογική εφαρμογή τους για την επιχείρηση (άρθρ. 21 παρ. 3 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
Εφόσον η δραστηριότητα της επιχείρησης είναι εμπορική, ο μισθωτής, ως νέος φορέας της επιχείρησης, αποκτά την εμπορική ιδιότητα118. Ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραδώσει την επιχείρηση κατάλληλη για τη συμφωνημένη χρήση (πρβλ. άρθρ. 575 ΑΚ) και να εγκαταστήσει τον μισθωτή σ' αυτή κατά τον προσήκοντα τρόπο, παραχωρώντας τη χρήση των συμφωνημένων περιουσιακών στοιχείων, παραδίδοντας τα απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης κινητά πράγματα και ενημερώνοντας επιμελώς για τις υποχρεώσεις, τις απαιτήσεις και το βασικό λογιστικό και συναλλακτικό καθεστώς, στο οποίο τελεί η επιχείρηση κατά τη σύναψη της μίσθωσης. Τα συμβαλλόμενα μέρη θα όφειλαν να προβαίνουν σε ιδιαίτερες συμφωνίες σε ότι αφορά ειδικότερα θέματα μίσθωσης κάθε συγκεκριμένης επιχείρησης, καθώς οι υπάρχουσες ρυθμίσεις του αστικού κώδικα δεν καλύπτουν επαρκώς την πολυσυνθετικότητα των νομικών ζητημάτων που προκύπτουν από τη μίσθωση επιχείρησης.
Στον μισθωτή ανήκουν τα κέρδη της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της μίσθωσης. Κατά τη λήξη της μίσθωσης υποχρεούται ο μισθωτής να αποδώσει την επιχείρηση στον εκμισθωτή ως λειτουργική ενότητα (funktionale Einheit)119, παραδίδοντας τα ενσώματα στοιχεία της στο βαθμό και τα πλαίσια των όρων που συμφωνήθηκαν. Ο εκμισθωτής δεν οφείλει στον μισθωτή ικανοποίηση για την αύξηση της αξίας της επιχείρησης ή τη σημαντική ενίσχυση του good will της κατά τη διάρκεια της μίσθωσης. Η σύμβαση μίσθωσης επιχείρησης μπορεί να αποτελέσει λόγο δημιουργίας συνδεδεμένων επιχειρήσεων υπό την μορφή της εν τοις πράγμασι σύνδεσης (άρθρ. 96 παρ. 1 εδάφ. β' ν. 2190\ 1920)120.
Σε περίπτωση εισφοράς επιχείρησης σε εταιρία είτε κατά πλήρες δικαίωμα είτε κατά επικαρπία είτε κατά χρήση εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 9 έως και 21 του Σχεδ. Εμπορ. Κώδικα (άρθρ. 22 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
 
ΙΒ. Ενεχύραση επιχείρησης
 
Για τη σύσταση ενεχύρου σε επιχείρηση απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχώριση στο εμπορικό μητρώο (άρθρ. 23 παρ. 1 εδάφ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.- πρβλ. άρθρ. 1214 ΑΚ.). Το ενέχυρο εκτείνεται σε όλα τα στοιχεία της επιχείρησης εκτός από τις απαιτήσεις και τα στοιχεία που εξαιρέθηκαν. Εφόσον στην επιχείρηση περιλαμβάνονται ακίνητα, απαιτείται γι' αυτά η τήρηση των διατυπώσεων εγγραφής υποθήκης (άρθρ. 1257 επόμ. ΑΚ). Για τη σύσταση ενεχύρου σε επιχείρηση δεν απαιτείται παράδοση της επιχείρησης στον ενεχυρούχο δανειστή ή σε τρίτο (πρβλ. άρθρ. 1211 εδάφ. α', 1212 και 1213 ΑΚ), καθώς κάτι τέτοιο θα επέφερε τον φορέα της επιχείρησης- οφειλέτη σε δυσμενή θέση, που θα κλόνιζε την πελατειακή και συναλλακτική του αξιοπιστία, θα συνεπάγονταν επιπρόσθετες επιβαρύνσεις και θα καθιστούσε προβληματική την εκπλήρωση τόσο της συγκεκριμένης όσο και άλλων τυχόν υποχρεώσεων121.
Καθώς η ενεχυρασθείσα επιχείρηση παραμένει στον φορέα της επιχείρησης- ενεχυραστή, ομοιάζει το ενέχυρο επιχείρησης με την υποθήκη και εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις για αυτήν (άρθρ. 23 παρ. 1 εδάφ. ζ' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Αν κινητά στοιχεία που περιλήφθηκαν στο ενέχυρο επιχείρησης δεν ανήκουν στον ενεχυραστή, αποκτάται σ' αυτά ενέχυρο κατά τη διάταξη του άρθρου 1036 ΑΚ για την κυριότητα κινητού από μη κύριο (άρθρ. 23 παρ. 1 εδάφ. δ' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ. και άρθρ. 1215 ΑΚ), η δε ύπαρξη καλής πίστης κρίνεται κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας (άρθρ. 23 παρ. 1 εδάφ. ε' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
Σε περίπτωση που ο φορέας της επιχείρησης- ενεχυραστής εκποιήσει, εκμισθώσει ή μεταφέρει την επιχείρηση σε άλλο τόπο ή συστήσει επικαρπία σ' αυτή ή μεταβάλλει το αντικείμενό της χωρίς τη συναίνεση του ενεχυρούχου δανειστή το ασφαλιζόμενο χρέος γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, εκτός αν ο ενεχυρούχος δανειστής αρνήθηκε να συναινέσει αδικαιολόγητα (άρθρ. 23 παρ. 2 εδάφ. α' και β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Το αν η άρνηση της συναίνεσης ήταν αδικαιολόγητη κρίνεται με δικαστική αποφαση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 23 παρ. 2 εδάφ. γ' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Αν παρά την έλλειψη συναίνεσης ο ενεχυραστής προχωρήσει στην εκποίηση κινητών στοιχείων της επιχείρησης, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει, κατ' αναλογική εφαρμογή, τις απαιτήσεις του άρθρου 1284 ΑΚ περί χειροτέρευσης του ενυποθήκου, στις οποίες συγκαταλέγονται η άμεση εξόφληση του χρέους, η παραχώρηση άλλου ανάλογου ενεχύρου ή υποθήκης και η αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρ. 23 παρ. 1 εδάφ. στ' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Αν ο ενεχυραστής καθυστερεί την καταβολή μισθωμάτων για πράγμα που μισθώθηκε στην επιχείρηση, ο εκμισθωτής, σε περίπτωση που ζητά την απόδοση του πράγματος, οφείλει να κοινοποιήσει την αγωγή ή τον εκτελεστό τίτλο και στον ενεχυρούχο δανειστή (άρθρ. 23 παρ. 3 εδάφ. α' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Ο ενεχυρούχος δανειστής δικαιούται να ικανοποιήσει, αντί για τον φορέα της επιχείρησης- μισθωτή, τον εκμισθωτή. Ο ενεχυρούχος δανειστής, εφόσον ικανοποιήσει τον εκμισθωτή, υποκαθίσταται στα δικαιώματά του (άρθρ. 23 παρ. 3 εδάφ. β' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).
 
ΙΓ. Κατάσχεση επιχείρησης
Η κατάσχεση επιχείρησης ρυθμίζεται από τα άρθρα 1022 επόμ. ΚΠολΔ, τα οποία αντιστοιχούν ειδικότερα στα ιδιαίτερα γνωρίσματα της επιχείρησης (άρθρ. 24 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)122. Η κατάσχεση ακινήτου στοιχείου της επιχείρησης επιφέρει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων από την καταχώριση της σχετικής δικαστικής απόφασης στο βιβλίο κατασχέσεων. Η αίτηση κατάσχεσης της επιχείρησης επιδίδεται στους ενυπόθηκους και ενεχυρούχους δανειστές και σ' αυτούς που έχουν κατασχέσει ουσιώδες στοιχείο της τουλάχιστον δέκα μέρες πριν τη συζήτηση. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την ελεύθερη εκποίηση της επιχείρησης καθώς και το χωριστό πλειστηριασμό ή την ελεύθερη εκποίηση στοιχείων της (άρθρ. 24 παρ. 3 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ. και άρθρ. 1024 ΚΠολΔ.) και σε κάθε περίπτωση πρέπει παράλληλα να διορίσει διαχειριστή (άρθρ. 24 παρ. 4 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)123. Η ρύθμιση του άρθρου 12 παρ. 1 εδάφ. γ' Σχεδ. Εμπορ. Κώδ. εφαρμόζεται ανάλογα (άρθρ. 24 παρ. 5 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.)124.
Αν διατάχθηκε εκποίηση της επιχείρησης με πλειστηριασμό εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 998 επόμ. ΚΠολΔ για τον πλειστηριασμό ακινήτων (άρθρ. 24 παρ. 6 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.). Σε περίπτωση κατάσχεσης στοιχείων ενεχυρασμένης επιχείρησης125 πρέπει να επιδοθούν στον ενεχυρούχο δανειστή το αντίγραφο ή η περίληψη της έκθεσης των άρθρων 955 και 995 ΚΠολΔ, το κατασχετήριο του άρθρου 983 ΚΠολΔ και η απόφαση του άρθρου 1023 ΚΠολΔ, η δε παράλειψη επιφέρει ακυρότητα της σχετικής εκτέλεσης (άρθρ. 25 παρ. 1 Σχεδ. Εμπορ. Κώδ.).

----------------------------------------------------------------------------
1. Πρβλ. εδώ Dunning, Multinational Enterprises and the Global Economy, 1993, 8, Groίfeld, Internationales Unternehmensrecht, 1995, 16.
2. Βλ. σχετικά αντί άλλων Raiser, Das Unternehmen als Organisation, 1969, 1, 35.
3. Πρβλ. εδώ Schmidt, Handelsrecht, 1987, 6, 9.
4. Βλ. Raiser, ό.π. (2), 65, Schmidt, Gesellschaftsrecht, 1991, 12.
5. Για τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο παρελθόν και την εξέλιξη του ζητήματος βλ. αναλυτικά Bergfeld, στο Coing\ Wilhelm, Wissenschaft und Kodifikation des Privatrechts im 19. Jahrhundert, VI, 1982, 126.
6. Βλ.. Flume, Die juristische Person, 1983, 34, Raiser, ό.π. (2), 104, 166.
7. Αναλυτικά βλ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του αστικού δικαίου, 1983, 85 και την εκεί βιβλιογραφία.
8. Βλ. εδώ Rittner, Wirtschaftsrecht, 1980, 120.
9. Η διάκριση της επιχείρησης από τον φορέα αυτής είναι σε πολλά ζητήματα δυσδιάκριτη στο εσωτερικό δίκαιο της επιχείρησης, δηλαδή στο δίκαιο που ρυθμίζει το εσωτερικό έννομο Status της επιχείρησης.
10. Πρβλ. σχετικά Papagiiannis, Der faktische Aktienkonzern, 1993, 3, 11.
11. Βλ. Flaίkόhler, Die Abgrenzung des Betriebs- und Privatvermφgens in Handels- und Steuerbilanz des Einzelkaufmanns, 1982, 34.
12. Πρβλ.. Schmidt, ό. π. (3), 78.
13. Βλ. εδώ Κοτσίρη, Η πελατεία. Ένταξις πραγματικής προσδοκίας εις το σύστημα του δικαίου, 1971, 85, 87.
14. Βλ. την πρωτοποριακή συμβολή του Binder, Der Rechtsgegenstand, ZHR 1907, 1, 7.
15. Βλ. αναλυτικά Brecher, Das Unternehmen als Rechtsgegenstand, 1953, 27, Husserl, Der Rechtsgegenstand, 1933, 59.
16. Πρβλ. εδώ Καρακατσάνη, Η έννομος τάξις της εκμεταλλεύσεως, 1969, 49.
17. Βλ. αναλυτικά τα συγκριτικού δικαίου παραδείγματα στον Κοτσίρη, ό.π. (13), 72.
18. Πρβλ. Wiedemann, Gesellschaftsrecht, 1980, 311.
19. Βλ. κυρίως Groίfeld, Unternehmens- und Anteilsbewertung im Gesellschaftsrecht (σε επεξεργασία 3ης έκδοσης από Παπαγιάννη), 1994, 51, 84 και πρβλ. κάτω υπό ΣΤ.
20. Βλ. εδώ Παμπούκη, Επιχείρησις. Η επιχείρησις ως αντικείμενο δικαίου, στο, ιδίου, Μελέται Εμπορικού Δικαίου, Τχ. Β', 1980, 37.
21. Πρβλ. Παμπούκη, ό.π. (20), 38.
22. Πρβλ. εδώ Groίfeld, Internationales Unternehmensrecht, 1994, 32, 64, Lutter, Europδisches Unternehmensrecht, 1991, 21.
23. Βλ. σχετικά Bleckmann, Europarecht, 1990, 532, Dashwood, The substantive Law of the EEC, 1987, 44, Slot, The Application of Articles 3 (f), 5 and 85 to 94 EEC, European Law Review 1987, 179.
24. Βλ. αντί άλλων Τέλλη, Η έννοια της επιχείρησης στις διατάξεις περί συνδεδεμένων επιχειρήσεων του νόμου περί ΑΕ, στο, Προβλήματα από την εφαρμογή του νόμου της ανώνυμης εταιρίας και η ευρωπαϊκή ανώνυμη εταιρία (3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού δικαίου), 1994, 293, 329.
25. Βλ. εδώ Παπαγιάννη, Συνδεδεμένες επιχειρήσεις στο γερμανικό και ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, Επιστ. Επετηρίδα Αρμεν. 14 (1993), 157, 162.
26. Βλ. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, 1986, 238.
27. Πρβλ. Groίfeld, Transnationale Unternehmensverfassung, ZGR 4\ 1987, 504, 509.
28. Βλ. κυρίως v. Ohmeyer, Das Unternehmen als Rechtsobjekt, 1906, 16.
29. Πρβλ. Maiberg, Gesellschaftsrecht, 1992, 319, 321, Palandt, Bόrgerliches Gesetzbuch- Kommentar, 1994, Einf. v. § 611, 15.
30. Πρβλ. Κοτσίρη, ό.π. (26), 239, 241.
31. ΠΔ 409\ 86 και 498\ 87.
32. Πρβλ. εδώ Παπαγιάννη, Το έννομο καθεστώς των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, ΚριτΕ 2\ 1994, 129, 144, 158.
33. Πρβλ. Papagiannis, ό.π. (10), 4, 161.
34. Βλ. αντί άλλων Raiser, (ό.π. (2), 117, 121.
35. Πρβλ. γενικά Wiedemann, ό.π. (18), 126.
36. Βλ. σχετικά Θέμελη, Κοινοτικοί κανόνες στον τομέα του ανταγωνισμού, ΕΕΕυρΔ 1981, 483.
37. Βλ. εδώ απόφαση ΔΕΚ 12. 7. 1984, Hydrotherm\ Compact, 170\ 83, 1984, 2999, 3016.
38. Πρβλ. άνω υπό Β.
39. Βλ. σχετικά Rittner, Wirtschaftsrecht, 1980, 123, 126.
40. Rehbinder, Konzernauίenrecht und allgemeines Privatrecht, 1969, 58.
41. Πρβλ. Schmidt, ό.π. (3), 75.
42. Βλ. εδώ Schmidt, Theorie und Praxis der Vorgesellschaft nach gegenwδrtigem Stand, GmbHR 1987, 77, 81.
43. Βλ. αντί άλλων Schmidt, ό.π. (3), 99, 103, 106, 108.
44. Πρβλ. άνω υπό Α.
45. Βλ. ενδεικτικά Geίler, Vom Gesellschafts- zum Unternehmensrecht, ZHR 1979, 427, Groίfeld, Vom Internationalen Gesellschaftsrecht zum Internationalen Unternehmensrecht,Τιμητ. Τόμος Kόhne 1984, 267, Raiser, Unternehmensziele und Unternehmensbegriff, ZHR 1980, 206, Raiser, Recht der Kapitalgesellschaften, 1992,32.
46. Βλ. κυρίως τις παρατηρήσεις του Παμπούκη στο, Δίκαιο Ανώνυμης εταιρίας, Τχ. Α', 1991, 53, 55, 58. Πρβλ. επίσης άνω υπό Α.
47. Πρβλ. γενικά Παπαγιάννη, Το δίκαιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς εμπορίου σε συνθήκες παγκόσμια οξυμένου ανταγωνισμού, Αρμεν. 11\ 1995 (υπό δημοσίευση).
48. Βλ. Ballerstedt, Diskussionsbeitrag auf dem 45. Deutschen Juristentag, 1965, F 41, Raiser, ό.π. (2), 134, 137, Schmidt, ό.π. (4), 12.
49. Πρβλ. άνω υπό Β.
50. Βλ. εδώ Γεωργακόπουλο, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, Συνδεδεμένες Επιχειρήσεις, 1993, 33.
51. Πρβλ. άνω υπό Α και Ε.
52. Πρβλ. Κοτσίρη, ό.π. (13), 60, Παμπούκη, ό.π. (20), 40. Βλ. επίσης άνω υπό Α και Γ.
53. Βλ. σχετικά Καραβά, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, 1962, 102.
54. Η απομάκρυνση ενός αγαθού από την επιχείρηση συνεπάγεται τόσο την μείωση της αξίας της επιχείρησης, όσο και τη μείωση της αξίας του ιδίου του αγαθού σε σχέση με την αυτοτελή αξία που αυτό θα είχε θεωρητικά, αν ως μεμονωμένο αγαθό συνέχιζε να αποτελεί στοιχείο της επιχείρησης.
55. Βλ. εδώ Groίfeld, ό.π. (19), 5, 7.
56. Πρβλ. Palandt, ό.π. (29), § 738, 5, § 1376, 6, § 2314, 6.
57. Πρβλ.. Groίfeld, Comparative Accounting, Texas International Law Journal 28 (1993), 233.
58. Βλ. Wirtschaftsprόfer- Handbuch, 1992, 132, 344, 616.
59. Βλ. αναλυτικά Groίfeld, ό.π. (19), 20, 23.
60. Πρβλ. άνω υπό Γ.
61. Bλ. Αντωνόπουλο, Δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας, 1993, 32, 43, Bokelmann, Das Recht der Firmen- und Geschδftsbezeichnungen, 1986, 19, 23.
62. Πρβλ. εδώ Papagiannis, Die Aktiengeselllschaft im griechischen Recht, Aktiengesellschaft (AG) 12\ 1995 (υπό δημοσίευση).
63. Πρβλ. Παμπούκη, ό.π. (20), 42.
64. Πρβλ. εδώ Schmidt, ό.π. (3), 126., 127.
65. Βλ. αναλυτικά Holzapfel\ Pφllath, Recht und Praxis des Unternehmenskaufs, 1985,64, 99. Πρβλ. Palandt, ό.π. (29), § 433, 3.
66. Πρβλ. άνω υπό ΣΤ.
67. Πρβλ. Papagiannis, ό.π. (10), 6, 11.
68. Βλ. επόμενες παραγράφους στο αυτό κεφάλαιο.
69. Βλ. εδώ Hφlters, Handbuch des Unternehmens- und Beteiligungskaufs, 1985, 33.
70. Βλ. επόμενες παραγράφους στο αυτό κεφάλαιο.
71. Βλ.. Papagiannis, ό.π. (62). Πρβλ. επίσης .Palandt, ό.π.. (29), § 437, 10., Vorbem. § 459, 16.
72. Πρβλ. Palandt, ό.π. (29), § 433, 3.
73. Πρβλ. άνω υπό Β.
74. Βλ. εδώ Παπαγιάννη, ό.π. (32), 130, 135, 161.
75. Πρβλ. άνω υπό ΣΤ.
76. Βλ. σχετικά Κοτσίρη, ό.π. (13), 133, 135. Πρβλ. επίσης Palandt, ό.π. (29), § 433, 20.
77. Πρβλ. Fikentscher, Wirtschaftsrecht, 1983, 366, 371, Παμπούκη, Περί της απαγορεύσεως του ανταγωνισμού εν περιπτώσει μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, Αρμεν. 1959, 529, 533.
78. Πρβλ. εδώ Κοτσίρη, ό.π. (13), 136, 137.
79. Βλ. κάτω υπό Ι και ΙΑ.
80. Πρβλ. Βερβενιώτη, στο, Γεωργιάδη\Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ. Κατ' άρθρο ερμηνεία, 1985, Άρθ. 514, αρ. 3.
81. Πρβλ. Δωρή, στο Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π. (80), Άρθ. 534, 535, αρ. 9, 10, 13. Larenz, Lehrbuch des Schuldrechts, II, 1986, 35, 38.
82. Βλ. σχετικά νομολογιακά παραδείγματα στον Palandt, ό.π. (29), § 459, 43.
83. Πρβλ. Δωρή, στο Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π. (80), Άρθ. 534, 535, αρ. 20, Honsell, στο, Staudinger, Kommentar zum BGB, 1993, § 459, 51, 60.
84. Βλ. Hommelhoff, Die Sachmδngelhaftung beim Unternehmenskauf, 1982, 36, 38.
85. Πρβλ. άνω υπό ΣΤ.
86. Contra Palandt, ό.π. (29), § 437, 10.
87. Πρβλ. άνω υπό Ζ.
88. Βλ. εδώ Papathoma- Baetge, Die Einfόhrung der Einmann- GmbH in das griechische Recht, RIW 1995, 25, 27.
89. Βλ. Schmidt, ό.π. (3), 134, 136.
90. Πρβλ..Palandt, ό.π. (29), § 433, 3.
91. Πρβλ. από την γερμανική νομολογία BGHZ 65, 246, 251, NJW 1980, 2408, 2409, DB 1980, 679, NJW 1977, 1326.
92. Πρβλ. Hommelhoff, ό.π. (83), 41, Palandt, ό.π. (29), § 437, 10, Papagiannis, ό.π. (62).
93. Βλ. Βογόπουλο, στο Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π. (80), Άρθ. 543, 10, Φίλιο, στο, Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π. (80), Εισαγ. άρθ. 534 έως 562, 33.
94. Βλ. αναλυτικά Karasis, Das Verhδltnis der Haftung aus culpa in contrahendo zu der vertraglichen Haftung, 1974, 32, Karasis, Culpa in contrahendo im griechischen Recht, 1980, 16, Pouliadis, Culpa in contrahendo und Schutz Dritter, 1982, 24.
95. Βλ. άνω υπό Ζ.
96. Πρβλ. την ετήσια παραγραφή για τα ακίνητα και την εξάμηνη παραγραφή για τα κινητά πράγματα που θεσπίζει η § 477 BGB.
97. Πρβλ. Κρητικό, στο, Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π. (80), Άρθ. 467, αρ. 2.
98. Βλ. εδώ Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο. Γενικό μέρος, 1986, 475, 511.
99. Βλ. σχετικά Schmidt, Haftungskontinuitδt als unternehmensrechtliches Prinzip, ZHR 1981, 2.
100. Πρβλ. άνω υπό Ζ.
101. Πρβλ. Wilhelm, Die Haftung bei Fortfόhrung eines Handelsgeschδfts, NJW 1986, 1797.
102. Πρβλ. Schmidt, ό.π. (3), 205, 207.
103. Βλ. εδώ Αστ. Γεωργιάδη, ό.π. (98), 533.
104. Βλ. Κρητικό, στο Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π (80), Άρθ. 479, αρ. 22.
105. Πρβλ. εδώ Schmidt, ό.π. (3), 209, 211.
106. Πρβλ. Κιάντο, Ζητήματα τινά εκ της ευθύνης του αποκτώντος επιχείρησιν, ΕΕμπΔ 1969, 464, 479.
107. Βλ. αναλυτικά Groίfeld, ό.π. (19), 99, 103.
108. Πρβλ. Αστ. Γεωργιάδη, ό.π. (98), 538, Κρητικό, στο, Γεωργιάδη\ Σταθόπουλου, ό.π. (80), Άρθ. 479, αρ. 29.
109. Βλ. σχετικά Αστ. Γεωργιάδη, ό.π. (98), 539 και πρβλ. την εκεί βιβλιογραφία και νομολογία.
110. Πρβλ. άνω υπό Ζ.
111. Πρβλ. Schmidt, ό.π. (3), 147, 149.
112. Βλ. εδώ Παμπούκη, Ζητήματα της επικαρπίας και μισθώσεως επιχειρήσεως, στο, ιδίου, ό.π. (20), 52.
113. Πρβλ. εδώ Palandt, ό.π. (29), § 1085, 3.
114. Πρβλ. Grunsky, Probleme des Nieίbrauchs an einem Unternehmen, BB 1972, 585, 589.
115. Πρβλ. σχετικά Παμπούκη, ό.π. (112), 57, 59, 60.
116. Βλ. αναλυτικά Oppenlδnder, Die Unternehmenspacht, 1974, 32, 43.
117. Βλ. άνω υπό Ζ, Θ και Ι.
118. Πρβλ. σχετικά Παμπούκη, Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, 1986, 41, 45, 108, 113, Schmidt, ό.π. (3), 145.
119. Βλ. Schmidt, ό.π. (3), 146.
120. Βλ. εδώ Γεωργακόπουλο, ό.π. (50), 15, 29, Papagiannis, ό.π. (10), 6, 16, 23, 41, Παπαγιάννη, ό.π. (25), 157, 160, Papagiannis, ό.π. (62).
121. Πρβλ. εδώ Παμπούκη, Ενεχύρασις επιιχειρήσεως, στο, ιδίου, ό.π. (20), 62, 72.
122. Πρβλ. εδώ Schmidt, Institutionen eines kόnftigen Insolvenzrechts der Unternehmen, ZIP 1985, 713.
123. Πρβλ. Παμπούκη, Αναγκαστική εκτέλεσις επί επιχειρήσεως, στο, ιδίου, ό.π. (20), 82.
124. Βλ. άνω υπό Ζ.
125. Πρβλ. άνω υπό ΙΒ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου