Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 904/2014 ΒΟΥΛΕΥΜΑ του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

"Από τις διατάξεις του άρθρου 308Α παρ. 1 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, στην περίπτωση - εκτός άλλων - των κακουργημάτων των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, κατ` εξαίρεση από τα όσα ορίζονται στο άρθρο 308 του Κ.Π.Δ., μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η κύρια ανάκριση, εισάγει την υπόθεση και για τα συναφή εγκλήματα - με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, μετά την περαίωση της κύριας ανάκρισης και τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον Ανακριτή στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, προκειμένου ο τελευταίος να την υποβάλει στον Εισαγγελέα Εφετών, παύει η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και άρχεται εκείνη του Συμβουλίου Εφετών, τόσο για την ουσία της υπόθεσης, όσο και για τα παρεμπίπτοντα δικονομικά ζητήματα.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, δεν υφίσταται στάδιο αρμοδιότητας, αλλά και ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά αποκλειστικά από το Συμβούλιο Εφετών. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αποτελεί, στην περίπτωση αυτή, διαβιβαστικό μεσολαβούν όργανο. Άλλωστε, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 291 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο μόνο όταν η υπόθεση εκκρεμεί στο Πλημμελειοδικείο. Η διάταξη αυτή καθιερώνει γενική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών και μόνον κατ` εξαίρεση αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (ΣυμΒ.Πλημ.ΑΘ. 800/2012, ΠΟΙΝ.Δ/ΝΗ. 2012/230 και ΝΟΜΟΣ).
Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 Ν 2928/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 Ν 3251/2004, «Η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης». Η ανωτέρω διάταξη έχει θεσπιστεί εξαιρετικώς για την ταχεία περάτωση των υποθέσεων αυτών, προκειμένου να αποφεύγεται η χρονοβόρα διαδικασία της ενδιάμεσης διαδικασίας του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Εφετών ή του Αρείου Πάγου (Συμβ.Εφ.θεσ. 221/2007 Ποιν.Δικ. 2008, 1285).
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 16 Ν 3904/2010, μετά το άρθρο 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται το άρθρο 308Α, το οποίο έχει ως εξής: «1. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των νόμων 2168/1993, 2523/1997, 3386/2005, 2960/2001 και 3459/2006, του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον Πρόεδρο Εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. 2....». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (23.12.2010) καταργείται κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, και υπό το πρίσμα της τελολογικής ερμηνείας αυτών, όπως αυτή ειδικότερα απορρέει και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3904/2010, προκύπτουν τα κάτωθι συμπεράσματα: 1. Οι τέσσερις τρόποι της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης, οι οποίοι ίσχυαν προ της ισχύος του Ν. 3904/2010 (Βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών αμετάκλητο και απ` ευθείας κλήση), ενοποιούνται στον εξής έναν τρόπο, ήτοι περάτωση με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με δύο περιορισμένης έκτασης εξαιρέσεις, οι οποίες τίθενται περιοριστικά: α) Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για τα αδικήματα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 και μόνον και β) απ` ευθείας κλήση στα κακουργήματα των νόμων 2168/1993, 2523/1997, 3386/2005, 2960/2001 και 3459/2006, του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Π.Κ. Συνεπώς, δεδομένης της διάταξης του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, η οποία καταργεί κάθε αντίθετη προϊσχύουσα διάταξη νόμου, σε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα το οποίο δεν ανήκει στις ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενες εξαιρέσεις, η κύρια ανάκριση περατώνεται με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ακόμη και αν ακολουθούσε άλλη εξαιρετική διαδικασία περάτωσης της ανάκρισης προ της ισχύος του Ν. 3904/2010. Ειδικότερα, για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ., παύει να ισχύει ο εξαιρετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης που προβλέπονταν στο άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 και πλέον ακολουθεί τη συνήθη διαδικασία του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του ισχύοντος άρθρου 308 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. 2. Η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 θα πρέπει να θεωρηθεί ως καταργηθείσα στο σύνολο της διά της διάταξης του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, καθόσον στο σύνολο της είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Ν. 3904/2010. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται, καταρχήν από τη συστηματική ερμηνεία της διάταξης, καθόσον το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 στο σύνολο του περιγράφει ειδικότερα τη διαδικασία διενέργειας της προϊσχύουσας εξαιρετικής περίπτωσης της περάτωσης της ανάκρισης. Συνεπώς, συμπαρασύρεται στην κατάργηση και η εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 128 του Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ. «επιβάλλουν» τον δικό τους τρόπο περάτωσης της ανάκρισης (δηλ. διά του Συμβουλίου Εφετών) ακόμη και στα βαρύτερα συναφή αδικήματα. Το ίδιο συμπέρασμα ενισχύεται από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, καθόσον ο νόμος κάνει λόγο για «... Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους,...». Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Ν. 3904/2010 όχι μόνο όσον αφορά το δικαιοδοτικό όργανο το οποίο επιλαμβάνεται της περάτωσης της ανάκρισης (Συμβούλιο Εφετών αντί Συμβουλίου Πλημμελειοδικών), αλλά σε σχέση με τη συνολική διαδικασία.

Όμως στο πλαίσιο της συνολικής διαδικασίας εντάσσεται και η εξαιρετική διάταξη για την τύχη των συναφών αδικημάτων ακόμη και των βαρύτερων. Σε κάθε περίπτωση η διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 16 Ν. 3904/2010 στην οποία ορίζεται ότι τα συναφή εγκλήματα των κακουργημάτων που περιγράφονται περιοριστικά» στην εν λόγω διάταξη (μεταξύ των οποίων και τα κακουργήματα του Ν. 3386/2005) περατώνονται και αυτά με απευθείας κλήση κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Προέδρου Εφετών. Δηλαδή, υπάρχει πλέον νέα διάταξη (308Α του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με άρθρο 16 του Ν. 3904/2010) σχετικά με την τύχη των συναφών αδικημάτων που συμπαραπέμπονται με τα αδικήματα του άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ. με απευθείας κλήση, η οποία, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 34 περ. στ` του Ν. 3904/2010, καταργεί τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001 και κατά το μέρος που αυτή κάνει λόγο για την τύχη των συναφών αδικημάτων.
Συνεπώς, θα πρέπει να δεχθούμε ότι πλέον τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ. δεν συμπαρασύρουν διαδικαστικώς ως προς τον τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης τα βαρύτερα αυτών αδικήματα. Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή στα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ. περατώνεται πλέον η κύρια ανάκριση με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά συμπαρασύρονται στον τρόπο αυτό ακόμη και τα βαρύτερα συναφή, τα οποία περατώνονται με άλλο τρόπο (π.χ. με απευθείας κλήση), εδράζεται σε αποσπασματική κατάργηση του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001, η οποία όμως δεν είναι σύμφωνη με τη διατύπωση (γραμματική ερμηνεία) αλλά και τον σκοπό (τελολογική ερμηνεία) της διάταξης.
Σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε ο νομοθέτης του Ν. 3904/2010 να θεσπίσει οποιαδήποτε εξαίρεση από τον δικονομικό κανόνα περάτωσης της κύριας ανάκρισης μέσω του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ., θα το έκανε ευθέως μέσω του νέου άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ. Επίσης, αν ήθελε ο νομοθέτης να αντικαταστήσει μόνο το αρμόδιο όργανο στη διαδικασία του άρθρου 7 του Ν. 2928/2001, θα είχε τεθεί διάταξη της μορφής «...όπου ο νόμος ορίζει το Συμβούλιο Εφετών, εφεξής νοείται ότι αρμόδιο είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών...». 3. Καταργηθείσης πλέον της εξουσίας του Συμβουλίου Εφετών επί των κακουργημάτων των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ., αλλά περαιτέρω καταργηθείσης και της συνολικής διαδικασίας περάτωσης της ανάκρισης, άρα και της εξαίρεσης περί συνάφειας, θα πρέπει να δεχθούμε πλέον ότι στα αδικήματα αυτά ισχύει ο κανόνας του άρθρου 128 του Κ.Π.Δ., ήτοι το βαρύτερο αδίκημα συμπαρασύρει το ελαφρύτερο, τόσο στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου, όσο και στη διαδικασία της (συν)ανάκρισης, άρα και της περάτωσης της ανάκρισης.
Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 128 του Κ.Π.Δ. στη διαδικασία της περάτωσης της κύριας ανάκρισης, το ζήτημα είχε προκύψει στις περιπτώσεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 663/1977, δηλ. σε περιπτώσεις συνάφειας αδικημάτων που περατώνονταν με απευθείας κλήση με αδικήματα που ακολουθούσαν τη δικονομική οδό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Στις περιπτώσεις αυτές είχε αναπτυχθεί η προβληματική που αφορούσε συνάφεια μεταξύ περισσοτέρων κακουργημάτων ίσης βαρύτητας, για τα οποία προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της κύριας ανάκρισης (Διατ.Εισ.Εφ.θεσ. 4504/2006 Ποιν.Δικ. 2007, 850, Λ. Μαργαρίτης, Συναφή κακουργήματα ίσης Βαρύτητας και συρροή τρόπων ουσιαστικής περατώσεως της κύριας ανακρίσεως, Ποιν.Δικ. 2007, 870). Για την ειδική αυτή περίπτωση είχε υποστηριχθεί ότι ορθότερη είναι η συμπαραπομπή των δύο κακουργημάτων με την κοινή (διά του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών) και όχι την εξαιρετική διαδικασία (απευθείας κλήση), η οποία εξ ορισμού της περικόπτει ουσιωδώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, παρακάμπτοντας την ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών Συμβουλίων.
Για τις άλλες περιπτώσεις, όπου το συναφές με το υπαγόμενο στη διαδικασία του άρθρου 20 του Ν. 663/1977 αδίκημα είναι πλημμέλημα ή ελαφρύτερο κακούργημα, δεν είχε δημιουργηθεί αμφιβολία για τη συμπαραπομπή του δι` απευθείας κλήσης, σύμφωνα άλλωστε με την υπόψη διάταξη η οποία όριζε ότι ο Εισαγγελέας Εφετών υποχρεούται, με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών, να εισάγει την υπόθεση μετά των συναφών προς αυτή πράξεων δι` απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο. Παρόμοια διατύπωση με αυτή της ήδη θεωρηθείσας ως καταργηθείσα διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 663/1977, ακολουθεί η διάταξη του νέου άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ., όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 3904/2010, ήτοι ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, αν κρίνει ότι προκύπτουν ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον Πρόεδρο Εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί μετά τυχόν συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο.
Η νέα διάταξη του άρθρου 308Α του Π.Κ. θα πρέπει να τύχει ακριβώς της ίδιας ερμηνευτικής προσέγγισης με αυτή του άρθρου 20 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 663/1977, όπως αυτή αναφέρεται ανωτέρω. Δηλαδή, τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 308Α του Κ.Π.Δ. κακουργήματα, θα συμπαρασύρουν διαδικαστικούς στον δι` απευθείας κλήσεως τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης, τα συναφή πλημμελήματα και ελαφρύτερα κακουργήματα. Η άποψη αυτή είναι σε κάθε περίπτωση σύμφωνη με την ευθεία γραμματική ερμηνεία της διάταξης.
Ειδικότερα, όσον αφορά τα υπόψη κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ., και σύμφωνα με όλα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως, όταν συντρέχουν λόγω συνάφειας με βαρύτερα κακουργήματα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 308Α του Κ.Π.Δ., θα ακολουθήσουν τη δικονομική οδό της περάτωσης της κύριας ανάκρισης δι` απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο (βλ. Λάμπρο ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος δεύτερος, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 1268 περ. β υπό άρθρο 308Α, ΑΠ 1294/1992, ΝΟ.Β./1993 (758), ΠΟΙΝ.ΧΡ./1992 (931), ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ / 1992 (1423), ΝΟΜΟΣ, Μικτ.Ορκ.Εφ.Αθ. 671/1991, ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ 1992/856, ΝΟΜΟΣ και Συμβ.Πλημμ.Ορεστ. 43/2011, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2012/231, ΝΟΜΟΣ).
Άλλωστε, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του Ν. 3904/2010, βασικά κριτήρια των επιλογών του σχεδίου νόµου υπήρξαν αφ’ ενός η προώθηση µέτρων που επιτρέπουν τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης µέσα σε εύλογη προθεσµία και αφ’ ετέρου η µέριµνα για τη συναρµογή των λύσεων που προτείνονται µε το δικαιοκρατικό χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας, την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και την ποιότητα της απονεµόµενης δικαιοσύνης. Με το συγκεκριµένο νοµοσχέδιο γίνεται προσπάθεια εξορθολογισµού και βελτίωσης της απονεµόµενης ποινικής δικαιοσύνης, αντιµετώπισης ορισµένων γενικά διαπιστωµένων αδυναµιών της αλλά και λελογισµένης εισαγωγής µέτρων εκσυγχρονισµού της δικονοµίας και του ισχύοντος συστήµατος ποινών, ενώ η αιτιολογική έκθεση για το άρθρο 16 του ανωτέρω νόμου αναφέρει τα εξής: Η ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης για κακούργηµα µε απευθείας κλήση του Εισαγγελέα Εφετών, ύστερα από σύµφωνη γνώµη του Προέδρου Εφετών, διατηρήθηκε µεν ως τρόπος παραποµπής του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, µε ιδιαίτερες όµως επιφυλάξεις λόγω του δεδοµένου δικαιοκρατικού ελλείµµατός του [το δικαιοκρατικό αυτό έλλειµµα έχει αναδείξει µε ενάργεια και πληρότητα ο καθηγητής Γ. Καλφέλης στα έργα του : Η απευθείας κλήση στο ακροατήριο, 1990 - Η περάτωση της ανάκρισης (µε απολογία, ένταλµα συλλήψεως και ένταλµα βίαιης προσαγωγής), 1995 - Η παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, 2000] και µε την προοπτική να εγκαταλειφθεί όταν αναστραφούν οι πιεστικές ανάγκες της δικαστικής µας πραγµατικότητας. Ωστόσο, η επιλεγείσα τελικά διατήρηση συνοδεύεται από µέτρα παράπλευρα που καθιστούν την εφαρµογή του άκρως περιορισµένη και ταυτόχρονα δικαιοπολιτικά ενισχυµένη. Πιο αναλυτικά: Με το υφιστάµενο σήµερα καθεστώς, ο συγκεκριµένος τρόπος παραποµπής τυγχάνει κανονιστικά ευρείας εφαρµογής, αφού συναντάται σε υπερβολικά µεγάλο αριθµό ειδικών ποινικών νόµων (βλ. τους νόµους: 663/1977, 1419/1984, 1815/1988, 1892/1990, 2168/1993, 2523/1997, 3028/2002, 3074/2002, 3340/2005, 3386/2005 και 3459/2006). Με την εισηγούµενη λύση, η σχετική ύλη περιορίζεται θεαµατικά, αφού πια συγκροτείται µόνον από τέσσερις κατηγορίες κακουργηµάτων: ναρκωτικά (Ν. 3459/2006), όπλα (Ν. 2168/1993), εµπρησµός σε δάση (άρθρα 265 και 264 του Π.Κ.) και διακεκριµένες κλοπές και ληστείες (άρθρα 374 και 380 του Π.Κ.). Ουσιαστικά, δηλαδή, µε την προτεινόµενη λύση αποτυπώνεται η ρύθµιση του Ν. 663/1977 στην αρχική του µορφή, εγκαταλειφθεισών όλων των διευρύνσεών της. Τούτος ο τρόπος παραποµπής ενσωµατώθηκε στον Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας µε θέσπιση ειδικού άρθρου.
Έτσι, και το απαράδεκτο φαινόµενο της «παραδικονοµίας» περιορίζεται και η πληρότητα της συστηµατικής εικόνας διευκολύνεται. Κρίσιµες, προς την κατεύθυνση ενισχύσεως των δικαιοκρατικών αναφορών της απευθείας κλήσεως, είναι οι ακόλουθες δύο συµπληρωµατικές προβλέψεις της: από τη µία, η πρόβλεψη για υποχρέωση του Εισαγγελέα Εφετών να ενηµερώσει ως προς το περιεχόµενο της προτάσεώς του τον ενδιαφερόµενο κατηγορούµενο, ο οποίος και µπορεί να ασκήσει το δικαίωµα ακροάσεως, υποβάλλοντας υπόµνηµα µε τις απόψεις του, από την άλλη, η αφαίρεση από τον Πρόεδρο Εφετών της δυνατότητας εκδόσεως εντάλµατος συλλήψεως ή προσωρινής κρατήσεως. Με ένα τέτοιο κανονιστικό πλαίσιο, εκτιµάται ότι η απευθείας κλήση αποτελεί έναν «ανεκτό» τρόπο παραποµπής, που µπορεί, σε επίπεδο προσωρινότητας, να δώσει µια πνοή ταχύτητας στην τελµατωµένη ποινική δικαιοσύνη (www.hellenicparliament.gr).
Εκ διαμέτρου αντίθετο με τις ανωτέρω παραδοχές είναι το με αριθμό 904/2014 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (Ποιν.Χρ. Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2014, Τεύχος 7, σελ. 546 - 550), το οποίο υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις όπου τα διαφορετικής βαρύτητας - συναφή εγκλήματα, εκ των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ., υπάγονται το βαρύτερο μεν σε κατώτερο δικαστήριο και το ελαφρύτερο σε ανώτερο δικαστήριο υφίσταται νομοθετικό κενό, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν ρυθμίζεται η υλική αρμοδιότητα μεταξύ των συναρμοδίων δικαστηρίων, με συνέπεια να εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 130 παρ. 1 εδ. β του Κ.Π.Δ. και να ορίζεται ως αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των συναφών εγκλημάτων το ιεραρχικά ανώτερο (στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το ελαφρύτερο έγκλημα) και όχι το κατώτερο (στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το βαρύτερο έγκλημα). Και τούτο, εκθέτει το ως άνω Βούλευμα, διότι το κριτήριο της κατά βαρύτητας διάκρισης των εγκλημάτων στην προκειμένη περίπτωση θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, οι πράξεις να δικαστούν από το μεταξύ των συναρμοδίων κατώτερο δικαστήριο, μία συνέπεια που δε μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εξάλλου, ο ορισμός ως αρμοδίου του δικαστηρίου που είναι ιεραρχικά ανώτερο επιβάλλει συνακόλουθα και την εφαρμογή της προβλεπόμενης εκ του νόμου διαδικασίας για την σε αυτό παραπομπή της εγκληματικής πράξης, για την οποία υφίσταται η υλική αρμοδιότητά του. Άλλωστε, συνεχίζει το ίδιο Βούλευμα, η αντίθετη επιλογή θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπομπή κακουργημάτων στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με απευθείας κλήση (όταν πρόκειται για συναφή εγκλήματα και το ένα είναι κακούργημα αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου, όπως αυτό του άρθρου 88 παρ. 1 περ. β του Ν. 3386/2005 το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή και το άλλο αρμοδιότητας Μ.Ο.Δ. – π.χ. βιασμός το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης), φαινόμενο ξένο προς τα δομή του δικονομικού μας συστήματος.
Ωστόσο, στο προαναφερθέν χρησιμοποιούμενο παράδειγμα αρμόδιο προς εκδίκαση Δικαστήριο της παράβασης του άρθρου 88 παρ. 1 περ. β του Ν. 3386/2005 (το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή) και του βιασμού (το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης) είναι αυτό του αδικήματος που επισύρει την βαρύτερη ποινή (στο παράδειγμα που προεκτέθηκε η παράβαση του άρθρου 88 παρ. 1 περ. β του Ν. 3386/2005), δηλαδή το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων και η ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης αυτή του άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ., σύμφωνα και με τις διατάξεις περί συνάφειας του άρθρου 128 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., χωρίς να χρειάζεται «αναλογική» εφαρμογή άλλης διάταξης, αφού ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ορίζει ρητώς το «δέον πράττεσθαι». Συνεπώς, η αρμοδιότητα του δικάζοντος Δικαστηρίου καθορίζεται, αν δεν ορίζεται άλλως ρητώς στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, από την βαρύτητα του αδικήματος και όχι από την «ανωτερότητα» η μη του Δικαστηρίου που δικάζει συναφή εγκλήματα, η δε ανωτερότητα του Μ.Ο.Δ., η οποία ερείδεται στο άρθρο 130 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., υφίσταται σε περίπτωση ύπαρξης συναφών αδικημάτων ίσης βαρύτητας από άποψη ποινικής τιμωρίας και όχι σε περίπτωση ανόμοιων (ως προς την προβλεπόμενη απειλούμενη ποινή) συναφών αδικημάτων, καθόσον η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 130 παρ. 1 εδ. β΄ είναι δυνατή μόνο σε περιπτώσεις που τα συναφή εγκλήματα είναι ίσης βαρύτητας μεταξύ τους (Μιχαήλ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, «Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έκδοση 2008, σελ. 260 υπό άρθρο 128 και Αθανάσιος Κ. ΚΟΝΤΑΞΗΣ, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», Δ΄ έκδοση, τόμος πρώτος, έκδοση 2006, σελ. 1003 – 1004 υπό άρθρο 128). Το προεκτεθέν Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών δέχεται ότι υφίσταται νομοθετικό κενό σε ανάλογες περιπτώσεις, διότι συγχέει την «εξαιρετική» καθ’ ύλην αρμοδιότητα (όπως αυτή του άρθρου 187 παρ. 1 του Π.Κ.) με τη συνάφεια. Το υλικά αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστήριο, όταν κατά ρητή εξαίρεση του νόμου (άρθρο 111 παρ. 5 του Κ.Π.Δ.) καθίσταται αρμόδιο ανεξάρτητα της βαρύτητας των συναφών εγκλημάτων και τα συμπαρασύρει ως προς την εκδίκαση (π.χ. εγκληματική οργάνωση (κάθειρξη μέχρι δέκα έτη) – Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και ληστεία (κάθειρξη πέντε έως είκοσι ετών) – Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων - άρθρο 110 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), δε σημαίνει ότι συμπαρασύρει - επιβάλλει συνακόλουθα και την εφαρμογή της προβλεπόμενης εκ του νόμου διαδικασίας για την σε αυτό παραπομπή της εγκληματικής πράξης, για την οποία υφίσταται η υλική αρμοδιότητά του, αλλά προκρίνεται η διαδικασία αυτή του βαρύτερου αδικήματος και στην προκείμενη περίπτωση αυτή του άρθρου 308Α παρ. 1 του Κ.Π.Δ. γιατί το βαρύτερο από άποψη ποινικής τιμωρίας αδίκημα είναι αυτό της ληστείας (βλ. Λάμπρο ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος δεύτερος, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 1268 περ. β υπό άρθρο 308Α, ΑΠ 1294/1992, ΝΟ.Β./1993 (758), ΠΟΙΝ.ΧΡ./1992 (931), ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ / 1992 (1423), ΝΟΜΟΣ, Μικτ.Ορκ.Εφ.Αθ. 671/1991, ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ 1992/856, ΝΟΜΟΣ και Συμβ.Πλημμ.Ορεστ. 43/2011, ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2012/231, ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, τούτο συνάδει και με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3904/2010 περί «πνοής ταχύτητας στην τελµατωµένη ποινική δικαιοσύνη» - (www.hellenicparliament.gr), αλλά και με την κοινή λογική, αφού, καθίσταται αν μη τι άλλο παράδοξο το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, το οποίο εκδικάζει το αδίκημα της ληστείας και στο οποίο ακολουθείται η διαδικασία της «απευθείας κλήσης του κατηγορουμένου», να δύναται να επιβάλλει ποινές καθείρξεως έως και 20 ετών (ή ακόμη πιο χαρακτηριστικά το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων δικάζοντας με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 308Α του Κ.Π.Δ. το αδίκημα της ληστείας με καλυμμένα η αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και το οποίο προβλέπει ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών – άρθρα 380 παρ. 1 εδ. β του Π.Κ. σε συνδυασμό με άρθρο 111 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) και, επειδή το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης (το οποίο τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη) εισάγεται με την «κοινή» ενδιάμεση διαδικασία του Δικαστικού Συμβουλίου, να μη μπορεί να εισαχθεί σε δίκη με απευθείας κλήση όταν είναι συναφές με βαρύτερο αδίκημα υπαγόμενο στο άρθρο 308Α του Κ.Π.Δ., όπως η ληστεία. Τέλος, το επιχείρημα του με αριθμό 904/2014 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (Ποιν.Χρ. Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2014, Τεύχος 7, σελ. 546 - 550) ότι η αντίθετη επιλογή θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπομπή κακουργημάτων στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με απευθείας κλήση (όταν πρόκειται για συναφή εγκλήματα και το ένα είναι κακούργημα αρμοδιότητας Μονομελούς Εφετείου, όπως αυτό του άρθρου 88 παρ. 1 περ. β του Ν. 3386/2005 το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή και το άλλο αρμοδιότητας Μ.Ο.Δ. – π.χ. βιασμός, το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης), φαινόμενο ξένο προς τα δομή του δικονομικού μας συστήματος, αφενός μεν είναι λανθασμένο κατά τα προαναφερθέντα, καθώς αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση των ανωτέρω αδικημάτων λόγω της βαρύτητας της ποινής τυγχάνει το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, αφετέρου δε τέτοια νομική περίπτωση, αν υφίσταται, πρέπει να αντιμετωπιστεί αρχικά με το άρθρο 128 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. και, αν πρόκειται για ίσης βαρύτητας ποινικά αδικήματα (ως προς την προβλεπόμενη ποινή), δια της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 130 παρ. 1 εδ. β΄, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο όπου κάποιο Δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο ανεξάρτητα της βαρύτητας των συναφών εγκλημάτων και τα συμπαρασύρει ως προς την εκδίκαση (π.χ. εγκληματική οργάνωση (κάθειρξη μέχρι δέκα έτη) – Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και ληστεία (κάθειρξη πέντε έως είκοσι ετών) – Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων - άρθρο 110 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει, ως προεκτέθηκε, ότι σε αυτή την περίπτωση συμπαρασύρεται εξ αυτού και μόνο του λόγου και η εφαρμογή της προβλεπόμενης εκ του νόμου διαδικασίας για την σε αυτό παραπομπή της εγκληματικής πράξης, κατά παρέκκλιση του κανόνα του άρθρου 128 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.
Το γεγονός δε ότι η ανωτέρω περιπτωσιολογία είναι ξένη προς τη δομή του δικονομικού μας συστήματος δεν είναι επαρκές επιχείρημα για την συναγωγή αντίθετων με το νόμο και την λογική συμπερασμάτων, αλλά και την γραμματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 128 παρ. 1 και 308Α του Κ.Π.Δ., αφού επίσης «ξένη προς τη δομή του δικονομικού μας συστήματος» ήταν μέχρι πρότινος και η διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής για συγκεκριμένα κακουργήματα αλλά και η εγκαθίδρυση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, τα οποία θεσπίστηκαν επίσης με το Ν. 3904/2010.
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ. έχει θεσπιστεί εξαιρετικώς για την ταχεία περάτωση των υποθέσεων αυτών, προκειμένου να αποφεύγεται η χρονοβόρα διαδικασία της ενδιάμεσης διαδικασίας του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Εφετών ή του Αρείου Πάγου και η οποία περιόρισε κατά σημαντικό βαθμό την προϋφιστάμενη παρόμοια διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 663/1977, στην οποία υπάγονταν περισσότερα αδικήματα από αυτά που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 308Α του Κ.Π.Δ. (βλ. τους νόµους: 663/1977, 1419/1984, 1815/1988, 1892/1990, 2168/1993, 2523/1997, 3028/2002, 3074/2002, 3340/2005, 3386/2005 και 3459/2006) και θα ήταν και πέρα από το σκοπό του νομοθέτη να περιοριστεί έτι περαιτέρω αυτή η δικονομική δυνατότητα κάθε φορά που ένα από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο 308Α του Κ.Π.Δ. αδικήματα συνέρεε με το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, περίπτωση διόλου σπάνια στην καθημερινή πρακτική, καθώς οργανωμένες ομάδες εγκληματιών με δομή εγκληματικής οργάνωσης που έχουν ενωθεί και διαπράττουν ληστείες και κλοπές σε βάθος χρόνου και με πλείονα θύματα, μέλη των οποίων σε πολλές περιπτώσεις που συλλαμβάνονται κρατούνται προσωρινά, δεν θα δικάζονταν με την «ταχεία» διαδικασία του προειρημένου άρθρου, αλλά με τη συνήθη «ενδιάμεση» διαδικασία του Συμβουλίου, με τις γνωστές συνέπειες της βραδύτητας απονομής της δικαιοσύνης και της μη έγκαιρης και αποτελεσματικής αποκατάστασης της κοινωνικής ειρήνης και τάξης".
Αθήνα, 10 – 03 - 2015
Ο Εισαγγελέας
ΙΩΑΝΝΗΣ Π. ΠΙΕΡΡΟΣ
ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου