Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

"Το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μετά την βάσανο του ΔΕΕ – Η ακύρωση της Data Retention Directive και οι επιπτώσεις της στο εθνικό δίκαιο", του Κ.Ν. Χριστοδούλου, Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

[προδημοσίευση από το περιοδικό "Το Σύνταγμα"]
Όπως είναι γνωστό, σε ολόκληρο το φάσμα του δικαίου των προσωπικών δεδομένων ισχύει κατ’ αρχήν ο κανόνας “opt-in”: Η επεξεργασία συγχωρείται στον υπεύθυνο αυτής, εφόσον συγκατατεθεί το υποκείμενο (άρθρ. 5 §1, 7 §2 ν. 2472/ 1997). Στο σύστημα αυτό και για λόγους δημόσιας ασφάλειας κ.τ.τ. η Οδηγία 2006/ 24, γνωστότερη ως data retention directive, ενσωματωμένη στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3917/ 2011 επιβάλλει τριττή εξαίρεση (triple no-opt), τόσο έναντι των δύο επικοινωνούντων μερών, όσο και έναντι του παρόχου. Αντικείμενο της τριττώς υποχρεωτικής επεξεργασίας («διατήρησης») δεν είναι βέβαια το περιεχόμενο της επικοινωνίας, αλλά τα λεγόμενα «εξωτερικά δεδομένα» αυτής, ήτοι συγκεκριμένα όσα δεδομένα «κίνησης», αλλά και «θέσης» της ηλεκτρονικής επικοινωνίας είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της πηγής, του προορισμού, της ημερομηνίας, της ώρας, της διάρκειας, του είδους και του εξοπλισμού της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς και της θέσης αυτού.
Σημειώνεται ότι τα προαναφερόμενα δεδομένα κίνησης ο πάροχος τα διατηρούσε βέβαια ήδη και πριν από την Οδ. 06/ 24 για ένα δωδεκάμηνο για αυτονόητους λόγους τεχνικούς (υποστήριξης της επικοινωνίας) και νομικούς (τιμολόγησης των υπηρεσιών του), αλλά όχι δυνάμει υποχρεώσεώς του, αλλά δικαιώματός του σύμφωνα με το άρθρ. 4 §4 και 6 §2 ν. 3471/ 2006 = άρθρ. Οδ. 2002/ 58. Ήδη όμως κατά την Οδ. 2006/ 24 και το ν. 3917/ 2011 (που την ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο) ο πάροχος υπέχει υποχρέωση διατήρησης δεδομένων κίνησης και θέσης (no-opt) για ένα χρόνο από την στιγμή της επικοινωνίας (κατά το ελληνικό δίκαιο -άρθρ. 5-7 ν. 3917/ 11-, από έξι μήνες δε μέχρι δύο χρόνια κατά τα περιθώρια της Οδ. 06/ 24), προκειμένου να είναι σε θέση να τα διαβιβάσει μέσα σε πέντε μέρες, όταν τούτο του ζητηθεί από αρχή αρμόδια προς άρσιν του απορρήτου κατά το ν. 2225/ 94. Τούτο βεβαίως παρά την θέληση των επικοινωνούντων υποκειμένων.
 
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ :

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

"Καταπολεμώντας τη διαφθορά στην Ελλάδα" του Νέστορα Κουράκη, Καθηγητή Τμήματος Νομικής Παν/μίου Αθηνών

Πιστεύω ότι τα τελευταία 3-4 χρόνια, ιδίως λόγω της ενσκήψασας στην Ελλάδα πρωτόφαντης οικονομικής κρίσης, αρχίσαμε όλοι επιτέλους να συνειδητοποιούμε τις τεράστιες καταστροφές που έχει επιφέρει στη χώρα μας η ενδημούσα σε κάθε επίπεδο διαφθορά, κυρίως όμως η λεγόμενη "υψηλή διαφθορά" των υπ...οβρυχίων, των αεροπλάνων, των τηλεπικοινωνιών, των στημένων παιχνιδιών κλπ. Έργα (π.χ. δρόμοι) των οποίων το κόστος θα μπορούσε να βρίσκεται σε φυσιολογικά ύψη, σύμφωνα και με τον μέσο όρο αντίστοιχων έργων στο εξωτερικό, ανατίθενται πολλές φορές σε επιτήδειους εργολάβους και τελικώς κοστίζουν πανάκριβα, ή/και παραδίδονται ελαττωματικά, ενώ από την άλλη πλευρά κάποιοι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί παίρνουν τη "μίζα" τους και οι εργολάβοι εξασφαλίζουν τα πολλαπλάσια κέρδη τους. Και βεβαίως όλα αυτά γίνονται με νομιμοφανείς διαδικασίες: Τα παραστατικά έγγραφα είναι όλα εν τάξει, ώστε και με τον πιο εξονυχιστικό έλεγχο να μην προκύπτει τίποτε παράτυπο, όπως δεν προέκυψε τίποτε με τα παραστατικά που υποβάλλονταν στον υπουργό Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, στην έξοχη ταινία του Σακελλάριου "Υπάρχει και Φιλότιμο"…

Όμως οι καταστροφές (και χρησιμοποιώ εδώ ενσυνείδητα αυτόν τον ακραίο όρο) δεν είναι μόνον οικονομικές, είναι πρωτίστως ηθικές: Η νοοτροπία της διαφθοράς και της συναλλαγής έχει διεισδύσει βαθμιαία και υποχθόνια στο ίδιο το μεδούλι των απλών ανθρώπων, οι οποίοι παίρνοντας παράδειγμα από τους πολιτικούς τους ταγούς, απεμπολούν "ανεπαισθήτως" τον παραδοσιακό αξιακό τους κώδικα και συνακόλουθα εξοβελίζουν από τη ζωή τους τις καθαρές σχέσεις αλληλεγγύης, αξιοπρέπειας και εντιμότητας με τον συνάνθρωπό τους. Προκρίνουν, δε, ως τρόπο ζωής τις πιέσεις, τους εκβιασμούς, τη συναλλαγή και εν τέλει τον "νόμο του ισχυροτέρου", δηλ. τον νόμο της ζούγκλας, ο οποίος βέβαια ισχύει πάντοτε σε βάρος των πιο αδύναμων πολιτών. Με αποτέλεσμα να θεωρείται ακόμη και τώρα από κάποιους συμπολίτες μας – φορείς εξουσίας ως "μαγκιά" το να διεκδικούν "μίζα", και, αντίστροφα, ως "ευήθεια" (αποφεύγω την άλλη γνωστή λέξη…) το να κάνουν σωστά τη δουλειά τους χωρίς να επιδιώκουν αθέμιτα οφέλη και χωρίς να κτίζουν εντυπωσιακές επαύλεις δίπλα στο κύμα…

Έχω την πεποίθηση ότι η εν λόγω νοοτροπία της συναλλαγής και της διαπλοκής, που εδραιώθηκε προπάντων κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, είναι αυτή που μας έφερε στο αξιοθρήνητο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα ως χώρα, επαιτώντας βοήθεια και συμπόνια από "Μεγάλες Δυνάμεις".

Πώς μπορεί όμως, έστω και τώρα, να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα; Πώς μπορεί δηλ. να καταπολεμηθεί η διαφθορά στη χώρα μας; Είχα τη ευκαιρία να αναπτύξω τις σχετικές σκέψεις μου πρόσφατα τόσο στην Ελλάδα (Αθήνα), σε Ημερίδα που έγινε από τον Συνήγορο του Πολίτη, την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος και το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών στις 18.2.2011, όσο και στην Κύπρο (Λεμεσός) σε Ημερίδα του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στις 11.3.2011, στο πλαίσιο ενός "Anti-Corruption Seminar". Ακολουθεί η βασική μου προσέγγιση στο θέμα και θα αισθανόμουν ξεχωριστή ικανοποίηση εάν οι σκέψεις αυτές αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης :
 
Για την τελεσφόρα προσέγγιση στο θέμα του πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η διαφθορά στην Ελλάδα και ποιές πρόοδοι έχουν γίνει έως τώρα στην καταπολέμησή της σε νομοθετικό, διοικητικό και ουσιαστικό επίπεδο, αναγκαίο είναι να διευκρινισθεί προηγουμένως, σύμφωνα και με την αντίστοιχη δομή αυτής της μελέτης, το τι ακριβώς είναι η διαφθορά (Ι), τι νομοθετικά εργαλεία έχουν υιοθετηθεί διεθνώς αλλά και από την Ελλάδα για την αντιμετώπισή της (II), τι νομικές ρυθμίσεις ισχύουν στη χώρα μας (III), και τέλος ποιοί είναι οι βασικοί παράγοντες που προκαλούν, ενθαρρύνουν ή διευκολύνουν τη διαφθορά στην Ελλάδα, καθώς και ποιά είναι, από την άλλη πλευρά, τα ουσιαστικά εκείνα μέτρα που, με βάση την όλη εικόνα περί διαφθοράς στην Ελλάδα, μπορούν να συντελέσουν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της εν λόγω διαφθοράς (ΙV). Ειδικότερα:

(Ι) Ως προς τον ορισμό της διαφθοράς, με την έννοια ενός λειτουργικού εργαλείου για την παρούσα μελέτη, αυτός θα πρέπει να είναι αρκετά γενικός, ώστε να περιλαμβάνει όλο το φάσμα του προβλήματος, ακόμη δηλαδή και περιπτώσεις που δεν έχουν ρυθμισθεί νομοθετικά είτε καθόλου είτε και στην έκταση που θα έπρεπε, αλλά και αρκετά ειδικός, ώστε να περιέχει όλα τα εννοιολογικά στοιχεία της διαφθοράς και μόνον αυτά. Υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής, και με βάση τον ορισμό που υπάρχει στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς σε θέματα αστικού δικαίου (ν. 3560/2007), η διαφθορά μπορεί να ορισθεί ως η αθέμιτη και καταχρηστική συμπεριφορά ενός (υπό ευρεία έννοια) υπαλλήλου ή εντολοδόχου, ο οποίος, στο πλαίσιο της υπηρεσιακής του δραστηριότητας, προωθεί τα συμφέροντα ενός άλλου προσώπου με στόχο να αποκομίσει για τον εαυτό του ή για άλλους άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

"Κριτική προσέγγιση των ηθικών πανικών", (της Χριστίνας Ζαραφωνίτου, Καθηγήτριας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου)

Ο ηθικός πανικός ορίζεται ως «δυσανάλογη και εχθρική κοινωνική αντίδραση απέναντι σε μια κατάσταση, πρόσωπο ή ομάδα που ορίζεται ως μια απειλή στις κοινωνικές αξίες, εμπλέκει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των ΜΜΕ και  οδηγεί σε απαιτήσεις για περισσότερο κοινωνικό έλεγχο, ενώ δημιουργεί ένα σπιράλ αντιδράσεων»2.

Οι αναφορές για τον ηθικό πανικό είναι πολυάριθμες στη διεθνή βιβλιογραφία και αφορούν κυρίως τον τρόπο κάλυψης από τα ΜΜΕ θεμάτων σχετικών με τους νέους, τη νεανική παραβατικότητα, τα ναρκωτικά, το Έϊτζ και άλλα. 

Η μελέτη του Cohen για τον ηθικό πανικό που σχετίζεται με τους Mods και Rockers στη Βρετανία, εξετάζει τον τρόπο παρουσίασης του θέματος κατά τη δεκαετία του ΄60 και τις στάσεις των φορέων που συναρτώνται με την αντιμετώπισή τους3 . Στην ʽμιντιακήʼ αυτή κάλυψη εντοπίζει ορισμένα ιδιαίτερα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως τη συχνή προβολή του θέματος που συνοδευόταν από μια στερεοτυπική προσέγγιση και την πρόγνωση μελλοντικών κινδύνων και συγκρούσεων. 

Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται κυρίως στην υπερβολή με την οποία προβάλλονται τα γεγονότα καθώς και την υπερβολή των αντιδράσεων οι οποίες προκαλούνται από τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων αυτών από τα ΜΜΕ. Στο σημείο αυτό έγκειται, άλλωστε και η ασκούμενη κριτική στην προσέγγιση του ηθικού πανικού, βάσει της οποίας τόσο το έγκλημα όσο και ο φόβος του εγκλήματος αποτελούν αντικείμενα αυτοτελούς επιστημονικής προσέγγισης και η μελέτη τους δεν συνοψίζεται απλά ως συνέπεια της υπερβολικής αντίδρασης που προκαλείται από τα ΜΜΕ4

Έτσι και στην περίπτωση του Hall και άλλων που βασίσθηκαν στην προσέγγιση του  ηθικού πανικού για να ερμηνεύσουν τις αντιδράσεις της βρετανικής κοινωνίας απέναντι στο “mugging” ή “έγκλημα του δρόμου”, η κριτική που διατυπώθηκε από κοινωνικούς επιστήμονες όπως ο Wattington5 , εστιάζει στο περί υπερβολής επιχείρημα του ηθικού πανικού και το ρητορικό ερώτημα που τίθεται είναι «αν η αντίδραση απέναντι σε παρόμοια περιστατικά οφείλεται σε δυσανάλογη προβολή τους από τα ΜΜΕ τότε ποια θα ήταν η ανάλογη προβολή τους?». Η ασκούμενη κριτική, επικεντρώνεται στο πλαίσιο αυτό και στην παραγνώριση αυτού καθαυτού του πραγματικού γεγονότος της αύξησης των επιθέσεων στο δρόμο, εστιάζοντας αποκλειστικά στην παρουσίασή τους και τον συνδεόμενο με αυτήν ηθικό πανικό. 

Και ο Watney6  στέκεται κριτικά απέναντι στη σχέση αναλογίας-δυσαναλογίας που ως μέτρο θα μπορούσε να έχει μόνο αυτή καθαυτή την πραγματικότητα, η οποία όμως δεν ορίζεται ούτε προσλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο από όλους. Και βέβαια, η κριτική επικεντρώνεται και στην εν γένει στάση των ΜΜΕ και τα χαρακτηριστικά της υπερβολής και δραματοποίησης που τα χαρακτηρίζουν συνολικά και δεν αφορούν μόνο τις περιπτώσεις που έχουν ενταχθεί στις προσεγγίσεις του ηθικού πανικού7 .

Ο Tim Newburn αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα κριτικά σχόλια για την προσέγγιση του ηθικού πανικού επικεντρώνονται στον ιδεολογικό χαρακτήρα του και τα στοιχεία της υπερβολής και του ανορθολογισμού8 , ενώ οι κριτικές προσεγγίσεις της Jewkes9  και άλλων, θέτουν σε συζήτηση και τις έννοιες του «ηθικού» και κατά πόσο συνοδεύει πάντα τον πανικό, καθώς και της παρέκκλισης, ενώ αμφισβητούν και τη δεκτικότητα του ακροατηρίου απέναντι σε moral μηνύματα10.

Τέλος, ο ίδιος ο Stanley Cohen στην εισαγωγή της τρίτης έκδοσης του βιβλίου του για τον ηθικό πανικό (2002) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ζητήματα συμβολισμού, συναισθημάτων και αναπαραστάσεων δεν μπορούν να μεταφραστούν σε συγκρίσιμα μεγέθη και στατιστικές» αμβλύνοντας κατʼ αυτό τον τρόπο τις απόλυτες θέσεις της περίφημης ʽδυσαναλογίαςʼ11.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί ότι η πληροφόρηση που παρέχουν τα ΜΜΕ σχετικά με το εγκληματικό φαινόμενο είναι επιφανειακή και μονόπλευρη. Αυτό, όμως, δεν αφορά μόνο μεμονωμένα θέματα αλλά διαφορετικά κατά περίπτωση και πολιτικο-κοινωνική συγκυρία και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Άρα, η κριτική στάση απέναντι στα ΜΜΕ δεν θα πρέπει να διαμορφώνεται ανάλογα με το προβαλλόμενο θέμα και την ενδεχόμενη συμφωνία ή διαφωνία σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά στη βάση των γενικότερων χαρακτηριστικών του τρόπου προβολής όλων των φαινομένων που εντάσσονται στην προβληματική του εγκλήματος (από τη χρήση ναρκωτικών μέχρι την οικονομική εγκληματικότητα κ.ο.κ.).

Είναι γεγονός ότι οι εύκολες συσχετίσεις εύκολα επικρατούν στη λεγόμενη κοινή γνώμη12 διότι περιέχουν υπεραπλουστεύσεις που δεν απαιτούν ιδιαίτερη αναλυτική ή συνθετική βάσανο ούτε συνεπή και δόκιμη επιστημονική έρευνα ούτε καν προσεκτική διατύπωση ώστε να μην ομογενοποιούνται σημαντικά ειδοποιά χαρακτηριστικά ενός σύνθετου ατομικού και κοινωνικού φαινομένου όπως το εγκληματικό. 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Tο Δικαστήριο Ε.Ε. επιτρέπει το embedding σε video χωρίς άδεια του δικαιούχου

[πηγή : http://elawyer.blogspot.gr/]

Η εταιρία BestWater International κατασκευάζει και εμπορεύεται συστήματα φίλτρων νερού και έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ενός video διάρκειας δύο λεπτών, το οποίο αφορούσε το θέμα της ρύπανσης των υδάτων  και το οποίο παρήγαγε για διαφημιστικούς σκοπούς. Το video αυτό αναρτήθηκε στο YouTube χωρίς την συγκατάθεση της BestWater, όπως η ίδια ισχυρίστηκε.

Kάποιοι ανταγωνιστές της BestWater ενέθεσαν το video από το YouTube σε δική τους ιστοσελίδα (embedding). Tότε, η BestWater θεωρώντας ότι οι ανταγωνιστές παρουσίασαν το video στο κοινό, χωρίς την άδεια που προβλέπεται από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, στράφηκε δικαστικά εναντίον τους, για να σταματήσουν την χρήση του video και ζήτησε και αποζημίωση. Η υπόθεση έφτασε στο ανώτατο δικαστήριο, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο  υπέβαλε ένα προδικαστικό ερώτημα για την ορθή ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου σχετικά με την ένθεση (embedding) οπτικοακουαστικού υλικού (video) που βρίσκεται αναρτημένο σε τρίτη ιστοσελίδα. To ερώτημα υποβλήθηκε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εξέδωσε την απόφασή του για το θέμα αυτό την 21.10.2014. Το ερώτημα ήταν ουσιαστικά: αποτελεί "παρουσίαση στο κοινό" (για την οποία απαιτείται άδεια) το embedding του video ή όχι; Δηλαδή, παραβιάστηκε η πνευματική ιδιοκτησία με το embedding χωρίς άδεια ή όχι;

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διάταξη της 21ης Οκτβωρίου 2014 έκρινε ότι το θέμα ταυτίζεται με την απόφαση που είχε λάβει στην υπόθεση Svesnsson, η οποία αφορούσε link σε νόμιμα δημοσιευμένα άρθρα και όχι embedding προς video που δεν είχε αναρτηθεί με την συγκατάθεση του δικαιούχου των δικαιωμάτων. Γι' αυτό το ΔΕΕ δεν εξέδωσε εκ νέου "απόφαση", αλλά "διάταξη", καθώς η νομοθεσία προβλέπει την δυνατότητα αυτή, όταν το νομικό θέμα έχει ήδη κριθεί σε προηγούμενη απόφαση.  To Δικαστήριο έκρινε ότι αφού το κοινό μπορούσε ήδη να δει ελεύθερα το video στο YouTube, η ένθεσή του με την μέθοδο του embedding σε μια άλλη ιστοσελίδα δεν συνιστά προβολή σε άλλο κοινό. 

Επομένως, το embedding ενός video που ήδη κυκλοφορεί ελεύθερο στο Διαδίκτυο δεν αποτελεί "παρουσίασή του σε νέο κοινό", ώστε να χρειάζεται την άδεια από τον κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων. 

Κατά τη γνώμη μου, με την διάταξή του αυτή, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι ισχύουν οι ίδιες νομικές σκέψεις τόσο για την περίπτωση που κάποιος τοποθετεί links προς έργα τα οποία έχουν νόμιμα αναρτηθεί σε τρίτη ιστοσελίδα, όσο και για την περίπτωση κατά την οποία με άλλο αντίστοιχο τεχνικό μέσο, ο επισκέπτης παραπέμπεται σε έργο το οποίο ήταν ελεύθερα προσβάσιμο, ανεξάρτητα από το αν αυτή η ελεύθερη πρόσβαση ήταν με την συγκατάθεση του δημιουργού ή όχι. Το Δικαστήριο της ΕΕ καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα στις δύο αποφάσεις (Svensson και BestWater), ότι δηλαδή δεν είναι "νέα παρουσίαση στο κοινό" κάτι που βρίσκεται ήδη ελεύθερα διαθέσιμο στο Διαδίκτυο, καθιστώντας νομικά αδιάφορο για την ευθύνη του παραπέμποντος την νομιμότητα ή μη της αρχικής ανάρτησης. 

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

«Απαγόρευση μαρτυρίας δικηγόρων – κατασχέσεις και έρευνες σε γραφεία δικηγόρων» του Δικηγόρου Αθηνών κ. Ζήση Κωνσταντίνου

[Εισήγηση στην ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δ.Σ. ΛΑΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ «Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»]


A.- Βρίσκομαι απόψε εδώ ως Λαρισαίος, αλλά και ως συνεργάτης του τιμωμένου Γιάννη Διαμαντή.-
         Τα θέματα με τα οποία θα σας απασχολήσω προβλέπονται στο νόμο. Αρκεί, για αυτά να διαβάσει κανείς τα άρθρα 371 ΠΚ και 212, 261 και 262 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 39 παρ. 1 και 5 του νέου Δικηγορικού Κώδικος. Πιστέψτε με, λοιπόν, ότι η προφορική ανάπτυξη του κυρίου θέματος της εισηγήσεώς μου, θα είναι σύντομη, προκειμένου να δώσουμε τη δυνατότητα στον τιμώμενο, τον οποίο εξακολουθούμε να θεωρούμε Συνάδελφό μας, την ευκαιρία να αναπτύξει το θέμα του με όλη τη χρονική άνεσή του.-
Θα σας απασχολήσω, λοιπόν, κυρίως, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και σοβαρό ζήτημα, που συνδέεται με το δεύτερο (υπό ΙΙ!) θέμα της εισηγήσεώς μου και απασχολεί εντονώτατα την επικαιρότητα (βλ. κεφ. Γ!).-
Την εισήγησή μου, άλλωστε, θα βρείτε, σε λίγες μέρες, αναρτημένη, στην ιστοσελίδα του Δ.Σ. Λαρίσης, αλλά και του Δ.Σ. Αθηνών, όπως ανήγγειλαν, προ ολίγου, αμφότεροι οι Πρόεδροι των εν λόγω Δ.Σ., ο κ. Δημήτρης Κατσαρός, στην εισαγωγική του ομιλία και ο κ. Βασίλης Αλεξανδρής, στον χαιρετισμό του.-
Είναι αυτονόητον ότι η γραπτή εισήγησή μου, που θα διαβάσετε στις παραπάνω ιστοσελίδες, αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισηγήσεώς μου στη σημερινή εκδήλωση.-
Β.- Ι.-) Απαγόρευση μαρτυρίας
α.-Η προστασία του καθήκοντος σιωπής (άρθρο 371 ΠΚ) συμπληρώνεται με την απαγόρευση εξέτασης του συνηγόρου ως μάρτυρoς, τόσο στην προδικασία, όσον και στην κυρία διαδικασία (άρθρο 212 ΚΠοινΔ).
Πράγματι με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας απαγορεύεται η εξέταση του συνηγόρου ως μάρτυρος σχετικά με όσα του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του. Επίσης ο συνήγορος κρίνει σύμφωνα με την συνείδησή του, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέσει όσα άλλα έμαθε με αφορμή την άσκηση του Λειτουργήματός του. Όμως είναι ευνόητον ότι, για γεγονότα που αφορούν τρίτους, μη πελάτες του δικηγόρου, αυτός, όπως όλα τα άλλα πρόσωπα, έχει τη γενική υποχρέωση προς μαρτυρία κατά τη διάταξη του άρθρου 209 ΚΠοινΔ.-

Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 212 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η οποία απαγορεύει να εξετασθεί ως μάρτυρας, ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα, και ο δικηγόρος, ακόμη και αν υπάρχει η συναίνεση του πελάτη του, τέθηκε για κοινωνικούς λόγους, οι οποίοι είναι υπέρτεροι από την ιδιωτική βούληση του πελάτη του. Δηλαδή η απαγόρευση εξέτασης, ως μάρτυρος, του συνηγόρου εισάγεται χάριν του «κύρους» του Δικηγορικού Λειτουργήματος.-

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι στην ποινική δίκη, η οποία αφορά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, προστατεύεται πρωταρχικά η «εμπιστοσύνη του κοινού σε συγκεκριμένα επαγγέλματα» και ακολουθεί η «προστασία της σφαίρας των ιδιωτικών απορρήτων».-

Εκείνο, πάντως, που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί, είναι το ακόλουθο: Η σφαίρα των ιδιωτικών απορρήτων των ατόμων, που προστατεύεται από το άρθρο 212 ΚΠοινΔ, δεν είναι παρά το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου, να έχει και να διατηρεί μυστικά γεγονότα ή καταστάσεις της ιδιωτικής ζωής του, ως μια ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος της προσωπικότητας.-

β.- Έτσι από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντ. προκύπτει ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και αξιώνει τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του.-

Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του συνηγόρου και του πελάτη του στηρίζεται στην πεποίθηση του πελάτη ότι ο συνήγορος παρέχει την εγγύηση ότι θα διατηρήσει μυστικά τα γεγονότα, που εμπιστεύθηκε σ” αυτόν.-

Τούτο σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ συγκεκριμενοποιεί το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9α και 19 του Συντ., αφού επιβάλλει περιορισμούς στην απόδειξη, προκειμένου να διατηρηθεί μυστικός ένας κύκλος γεγονότων της ιδιωτικής ζωής κάθε ανθρώπου.-

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΤρΕφΠλημΑθ 175/2014, ΔiΜΕΕ 2014, 379 επ. [Έννοια διαρθρωμένου αρχείου ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 22 παρ. 4 ν. 2472/1997. Το διαδίκτυο δεν αποτελεί διαρθρωμένο αρχείο] - του Ιωάννη Δ. Ιγγλεζάκη, Επ. Καθηγητή ΑΠΘ, Δικηγόρου Θεσσαλονίκης

"Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 § 4 ν. 2472/1997, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε ...τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.

Όπως γίνεται σαφές, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος προϋπόθεση είναι η τέλεση εργασιών επί αρχείων ή προσωπικών δεδομένων από πρόσωπο που δεν έχει δικαίωμα προς τούτο. Ωστόσο, μόνο η πρώτη μορφή τέλεσης του αδικήματος προϋποθέτει επέμβαση σε αρχείο, ενώ οι λοιπές αναφέρονται σε λήψη γνώσης των δεδομένων ή επεξεργασία δεδομένων ή εκμετάλλευσή τους[1].

Ασφαλώς, όμως, κεντρικό ρόλο στη δομή του, κατά το άρθρο 22, διαδραματίζει η έννοια του αρχείου προσωπικών δεδομένων[2].

Η νομολογία ασχολήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις με το αδίκημα του άρθρου 22 § 4 ν. 2427/1997, δεχόμενη ότι για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο" δηλαδή κατ` άρθρο 2 περ. ε΄ σε ένα διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, υπόκεινται σε εν μέρει ή εν όλω αυτοματοποιημένη ή μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία και περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο, κατά το ανωτέρω προαναφερθέν άρθρο 2 περ ε΄ του ίδιου νόμου, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις διατάξεις του ν. 2472/1997.

Βεβαίως, στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997 εμπίπτει κάθε επεξεργασία, όταν πρόκειται για αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων, ενώ προϋπόθεση να υπάρχει αρχείο υφίσταται μόνο στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Η διάταξη του άρθρου 22 § 4 του αμέσως παραπάνω νόμου, ωστόσο, τυποποιεί μόνο την περίπτωση όπου τα προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο, με συνέπεια πολλές περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων να μην επισύρουν ποινική καταδίκη.

Όπως έχουμε εκθέσει και αλλού (Επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων και ανακοίνωσή τους στο πλαίσιο δίκης. Παρατηρήσεις στην ΤρΕφΠατρ 837/2013, Ποινική Δικαιοσύνη 2013, σελ. 6-8.), δεν είναι ορθή η ερμηνευτική προσέγγιση της νομολογίας που δέχεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του νόμου την επέμβαση σε αρχείο σε όλες τις περιπτώσεις που καταλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 22 § 4 ν. 2472/1997, διότι το ανωτέρω αδίκημα είναι ένα υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του τίθεται ως προϋπόθεση η πράξη της επέμβασης σε αρχείο. Στις υπόλοιπες τρεις μορφές τέλεσης δεν τίθεται ως προϋπόθεση να υφίσταται ή να έχει προηγηθεί επέμβαση σε αρχείο χωρίς δικαίωμα. Θα πρέπει, συνεπώς, να γίνεται καταρχήν διάκριση ανάμεσα στις νομοτυπικές μορφές τέλεσης του αδικήματος και στη συνέχεια, να διερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις συνδρομής της έννοιας «αρχείο». Βεβαίως, όταν δεν υφίσταται αρχείο προσωπικών δεδομένων, δηλ. διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια (άρθρο 2 περ. ε΄ ν. 2472/1997), τότε δεν στοιχειοθετείται το παραπάνω αδίκημα.

Επίσης, δεν είναι ορθή η άποψη που επαναλαμβάνεται στη νομολογία ότι δεν είναι προσωπικά δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων γίνεται χρήση χωρίς να στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου § 4 ν. 2472/1997, διότι ακόμα και όταν συμβαίνει αυτό, δεν παύουν οι σχετικές πληροφορίες να αποτελούν προσωπικά δεδομένα, όταν αναφέρονται σε ένα φυσικό πρόσωπο (άρθρο 2 περ. α΄ και γ΄ ν. 2472/1997).

Η υπ’ αριθ. 175/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών ότι τα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος (στοιχεία ταυτότητας, εθνική καταγωγή του, φωτογραφία του και πληροφορίες σχετικά με την απαγωγή του) δεν ήταν απόρρητα, διότι ο νόμος τυποποιεί σε έγκλημα την επέμβαση σε κρυφό αρχείο, αλλά και διότι το διαδίκτυο δεν αποτελεί διαρθρωμένο αρχείο, υπό την έννοια του ν. 2472/1997.

Σαφώς, το Δικαστήριο κάνει μια περιοριστική ερμηνεία που είναι αντίθετη με το δίκαιο της προστασίας δεδομένων, καθώς η προϋπόθεση το αρχείο να είναι «κρυφό» δεν συνάγεται από το νόμο ούτε από την ερμηνεία, ούτε και υποστηρίζεται από την επιστήμη.

Βεβαίως, ξενίζει το σκεπτικό της απόφασης, ότι δεν εφαρμόζεται η άνω διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 ν. 2472/1997, επειδή οι παραπάνω πληροφορίες δημοσιεύονται και από άλλες ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο και δεν έχουν ληφθεί από αρχείο, διότι το Διαδίκτυο δεν αποτελεί διαρθρωμένο αρχείο. Το σφάλμα της απόφασης είναι ότι έπρεπε να εξετάσει εάν οι κατηγορούμενοι δημοσίευσαν δεδομένα που περιλαμβάνονται σε αρχείο, όπως είναι το αρχείο εφημερίδας, αλλά αντιθέτως, αναφέρεται γενικά στο διαδίκτυο και στο γεγονός ότι σε αυτό δημοσιεύονται πλήθος πληροφοριών από ειδησεογραφικές πληροφορίες και άρα, σύμφωνα με την απόφαση, δεν διατηρείται αρχείο. Διαπιστώνεται, έτσι, λογικό άλμα, αφού ο εφαρμοστής του δικαίου, πρέπει να ερευνήσει εάν οι πληροφορίες που συνιστούν προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνεται σε αρχείο του υπεύθυνου της επεξεργασίας και δεν ενδιαφέρει το καθεαυτό μέσο της δημοσιοποίησης, αν δηλ. αυτή λαμβάνει χώρα μέσω του έντυπου Τύπου ή του Διαδικτύου.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1]. Βλ σχετ. Αρμαμέντου/Σωτηρόπουλου, άρθρο 22, Προσωπικά δεδομένα. Ερμηνεία ν. 2472/1997, 2005, σελ. 536.

[2] Βλ. Γ. Νούσκαλη, Πονική προστασία προσωπικών δεδομένων, 1η έκδοση, 2005, σελ. 64.


(πηγή: informaticslaw.blogspot.gr)

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

"Η δωροδοκία από την άποψη της αντεγκληματικής πολιτικής" του Νέστορα Ε. Κουράκη, Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 Ι. Εισαγωγικά

Η ποινική καταστολή των πράξεων δωροδοκίας και διαφθοράς[2] βρίσκεται κατά τα τελευταία 20 έτη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σειρά Συμβάσεων, Συστάσεων και άλλων νομικών κειμένων προωθήθηκαν για θεσμοθέτηση κατά τα έτη αυτά από όλους τους κορυφαίους διεθνείς και διευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΗΕ. Επίσης και στη χώρα μας η τάση αυτή για αποφασιστική αντιμετώπιση των αδικημάτων δωροδοκίας, όπως άλλωστε και του συναφούς αδικήματος για το ξέπλυμα χρήματος, αποτυπώθηκε όχι μόνο με την υιοθέτηση - συνήθως χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις– όλων αυτών των διακρατικών νομικών κειμένων[3], αλλά και με τη συνεχή συμπλήρωση και τροποποίηση επί το αυστηρότερο των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, κάτι όμως που δοκιμάζει έτσι τα όρια αντοχής του δικαιοκρατικού ποινικού μας συστήματος.

Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι πέρα από την προώθηση για θεσμοθέτηση των εν λόγω διακρατικών κειμένων, οι περισσότεροι από τους διεθνείς και διευρωπαϊκούς αυτούς οργανισμούς αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία και στον τρόπο εφαρμογής τους. Η “Ομάδα Εργασίας για τη Δωροδοκία” (OECD Working Group on Bribery) του ΟΟΣΑ δημοσιεύει έτσι κάθε χρόνο την Εκθεσή της[4], η “Ομάδα Επίβλεψης Εφαρμογής” του ΟΗΕ (Implementation Review Group UNCAC) που συγκροτήθηκε τον Νοέμβριο 2009 επί τη βάσει του ά. 63 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς (ν. 3666/2008) ερευνά στις Εκθέσεις της την αποτελεσματική εφαρμογή της εν λόγω Σύμβασης[5], η Ευρωπαϊκή Ενωση  και ειδικότερα η Κομισιόν διαθέτει από τον Ιούνιο 2011 νέο ελεγκτικό μηχανισμό, με αποστολή τη σύνταξη ανά 2ετία «Εκθεσης της ΕΕ για την αντιμετώπιση της διαφθοράς»[6], ενώ και η Διεθνής Διαφάνεια διενεργεί ετησίως έρευνα για την κατάταξη των επιμέρους χωρών σε ένα πίνακα-βαρόμετρο με δείκτες διαφθοράς (Global Corruption Barometer)[7]. Κυρίως, όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η δραστηριότητα μιας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, της οποίας μάλιστα το όνομα παραπέμπει κατά περίεργο τρόπο στην ιταλική απόδοση της λέξης Έλληνας, δηλ. “GRECO”. Κατ’ ακρίβεια το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δώσει το όνομα GRECO, σύμφωνα με τη γαλλική απόδοση του όρου, στη λεγόμενη “Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς” (Groupe dEtats Contre la Corruption) και ειδικότερα σε έναν ελεγκτικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε με απόφαση της Επιτροπής Υπουργών την 5.5.1998 και ξεκίνησε να λειτουργεί έναν χρόνο μετά. Σκοπός του ελεγκτικού αυτού μηχανισμού είναι να διαπιστώνεται σε τακτική βάση ο τρόπος και ο βαθμός συμμόρφωσης των επιμέρους 49 σήμερα κρατών-μελών, πρωτίστως στις ρυθμίσεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διαφθορά σε θέματα Ποινικού Δικαίου της 27.1.1999 (εφεξής: Ποινική Σύμβαση για τη Διαφθορά), όπως αυτή επικυρώθηκε από την Ελλάδα με τον νόμο 3560/2007 μαζί με το Πρόσθετο Πρωτόκολλό της[8], δευτερευόντως, δε, στις ρυθμίσεις της αντίστοιχης Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης σε θέματα Αστικού Δικαίου από 4.11.1999 (νόμος 2957/2001), καθώς επίσης της Σύστασης R (2000) 10 για τους κώδικες συμπεριφοράς δημοσίων υπαλλήλων[9] και της Σύστασης Rec (2003) 4 για τους Κοινούς Κανόνες ως προς τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εκλογικών τους εκστρατειών[10]. Ήδη η Ελλάδα, όντας ιδρυτικό μέλος της GRECO από το 1999 (ο υπογράφων είχε την τιμή να συνεκπροσωπήσει τη χώρα μας κατά την πρώτη αυτή περίοδο), υποβλήθηκε σε τρεις αξιολογήσεις, οι δε σχετικές Εκθέσεις Αξιολόγησης εγκρίθηκαν από την Ολομέλεια της GRECO και δημοσιοποιήθηκαν τον Μάιο 2002, τον Δεκέμβριο 2005 και τον Ιούνιο 2010[11].

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΣτΕ 3833/2014 : [ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ]

Η αυξημένη, 7μελής σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ' αριθμ. 3833/2014 απόφασή της έκρινε ότι για τον καθορισμό του ύψος του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) φυσικών προσώπων πρέπει για λόγους φορολογικής ισότητας να συνακτιμάται και η φορολογητέα αξία των ακινήτων όμορων περιοχών.

Αριθμός 3833/2014 /  ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ / ΤΜΗΜΑ Β΄

(…) 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ: 1131/5.6.2013 αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών με τίτλο «Τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο οικοπέδου δήμου ή κοινότητας, για τα έτη 2011, 2012 και 2013, στις περιοχές όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, αποκλειστικά για τον προσδιορισμό του φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων» (Β’ 1499/20.6.2013), κατά το μέρος που αφορά στην περιφέρεια του πρώην Δήμου Ν. Μάκρης Αττικής.

5. Επειδή, στο Κεφάλαιο Δ του ν. 3842/2010 «Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις» (Α’ 58), όπως ο νόμος αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται, υπό τον τίτλο «Φορολογία Ακίνητης Περιουσίας», τα εξής : «Άρθρο 27. Αντικείμενο του φόρου. 1. Από το έτος 2010 και για κάθε επόμενο, επιβάλλεται φόρος στην ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα και ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Στην έννοια του όρου ακίνητη περιουσία, για την εφαρμογή του νόμου αυτού, περιλαμβάνονται:…», «Άρθρο 28. Υποκείμενο του φόρου. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, κατοικία ή έδρα του, φορολογείται για την ακίνητη περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. Υπόχρεοι σε φόρο είναι:…», «Άρθρο 30. Προσδιορισμός αξίας ακινήτων. Γενικά. 1. Για τον υπολογισμό φόρου ακίνητης περιουσίας λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα ή τα εμπράγματα σε αυτά δικαιώματα, κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας. 2…». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 32 του ίδιου νόμου [όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 24 του Ν.3943/2011,Α΄ 66/31.3.2011, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2011] ορίζεται ότι «Ως φορολογητέα αξία των ακινήτων ή των εμπράγματων σε αυτά δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων ορίζεται το γινόμενο που προκύπτει από τις τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας, που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982, όπως ισχύει, όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας ακινήτων, επί τους συντελεστές αυξομείωσης, όπως καθορίζονται κατωτέρω ανά είδος ακινήτου ή κτηρίου… Για τις περιοχές δήμων ή κοινοτήτων όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, η αξία των οικοπέδων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με βάση την κατώτερη τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο οικοπέδου του δήμου ή της κοινότητας, όπως προκύπτει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950, όπως ισχύει. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, για τις περιοχές που εντάσσονται στο σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων για πρώτη φορά, οι συντελεστές αξιοποίησης οικοπέδου, καθώς και κάθε άλλο θέμα για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων για τη φορολογία ακίνητης περιουσίας. Για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων ως δήμοι και κοινότητες νοούνται οι δήμοι και κοινότητες του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α΄).». Ακολούθως, το ίδιο ως άνω άρθρο (άρθρο 32 του ν.3842/2010) προβλέπει στην παρ.2 ότι- με την επιφύλαξη των προβλεπομένων από τον νόμο αυτόν- ο εντοπισμός, η κατάταξη των ακινήτων σε κατηγορία και οι ορισμοί των συντελεστών αυξομείωσης λαμβάνονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982 και στις κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων αυτών υπουργικές αποφάσεις, στην παρ. 3 ότι η φορολογητέα αξία των ακινήτων εντός συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας τους προσδιορίζεται ανά εκάστη κατηγορία ακινήτου (κατοικία-μονοκατοικία-διαμέρισμα, επαγγελματική στέγη, οικόπεδο κλπ) με την εφαρμογή των ρητώς οριζομένων για κάθε κατηγορία συντελεστών και στην παρ. 4 ότι για τα ακίνητα των οποίων η αξία των κτισμάτων τους (πλην των ειδικών) προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 Α του ν. 1249/1982 και τα οποία βρίσκονται είτε επί οικοπέδου, η αξία του οποίου προκύπτει σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 3 του 1 του ν 1521/1950, είτε επί αγροτεμαχίου, η φορολογητέα αξία τους προσδιορίζεται ξεχωριστά ανά κατηγορία (οικόπεδο, κατοικία κλπ). Περαιτέρω, το άρθρο 36 του αυτού νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός του φόρου φυσικών προσώπων», προβλέπει στην παρ. 1 ότι η ακίνητη περιουσία κάθε φυσικού προσώπου φορολογείται χωριστά και στην παρ. 2 [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ.1 Ν.3986/2011 (Α 152/1.7.2011), με ισχύ από 1.1.2011], ότι ο φόρος επιβάλλεται επί της συνολικής [«εκτός αν ορίζεται διαφορετικά», κατ΄άρθρο 71 παρ.2 του Ν.4042/2012 (Α 24/13.2.2012)] αξίας της ακίνητης περιουσίας κάθε προσώπου, με την εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο αυτήν φορολογικών συντελεστών, ανά κλιμάκιο φορολογητέας αξίας ακίνητης περιουσίας, εκ των οποίων στο πρώτο κλιμάκιο, μέχρι ύψους φορολογητέας αξίας ακίνητης περιουσίας 200.000 ευρώ, επιβάλλεται μηδενικός φόρος. Εξάλλου, το μεν άρθρο 41 του ν. 1249/1982 (Α 43), στο οποίο παραπέμπουν οι ως άνω διατάξεις, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζομένων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεά, γονική παροχή ή προίκα ακινήτων, λαμβάνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ΄είδος ακινήτου, ότι οι τιμές αυτές αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν την αξία των ακινήτων, ότι οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών, ότι οι εν λόγω τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία και ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται, μεταξύ άλλων, ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του εν λόγω άρθρου «σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή ορισμένη κατηγορία τούτων» καθώς «και η εφαρμογή των διατάξεων του …άρθρου και για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζόμενων εκτός σχεδίου ακινήτων» , το δε άρθρο 41 Α του αυτού νόμου (προστεθέν με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2386/1996 Α 43), στο οποίο επίσης παραπέμπουν οι ως άνω διατάξεις, προβλέπει ότι η φορολογητέα αξία των μεταβιβαζομένων με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεά ή γονική παροχή ακινήτων, τα οποία βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες δεν έχει εφαρμοστεί το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους είτε αυτές είναι εντός είτε είναι εκτός σχεδίου πόλης υπολογίζεται χωριστά για τα επί του οικοπέδου τυχόν υφιστάμενα κτίσματα, με την εφαρμογή είδους αντικειμενικού συστήματος και χωριστά για το οικόπεδο ή γήπεδο, με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 2 του αν 1521/1950. Τέλος, το άρθρο 3 παρ. 2 του, δια του ν. 1587/1950 (Α 294) κυρωθέντος, τροποποιηθέντος και συμπληρωθέντος, αν.ν. 1521/1950 «περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» (Α 245), στο οποίο επίσης παραπέμπουν οι ανωτέρω διατάξεις, ορίζει ότι : "διά τον προσδιορισμόν της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος ή του πλοίου λαμβάνονται υπ' όψει και συνεκτιμώνται τα στοιχεία μεταβιβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουσιν εξ ετέρων συμβολαίων ή εξ εκτιμήσεως γενομένης διά την επιβολήν του φόρου κληρονομιών, δωρεών και προικών ή εξ άλλων εκτιμήσεων. Εν περιπτώσει καθ' ην ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή, κατά την κρίσιν του Οικονομικού Εφόρου, τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της αξίας διά χρήσεως παντός άλλου μέσου”.








Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

"Σύγχρονες μορφές απάτης στις τραπεζικές συναλλαγές" [Οββαδίας Σ. Ναμίας Δ.Ν., Δικηγόρος]

Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει στις αναπτύξεις που θα ακολουθήσουν είναι η εμφάνιση και η ποινική αντιμετώπιση διαφόρων μορφών απάτης στις σύγχρονες τραπεζικές συναλλαγές.
 
Ι. Σύγχρονες μορφές τραπεζικών συναλλαγών και η τυπολογία απατών σε αυτές. Το στοιχείο εκείνο που στην σημερινή εποχή αναμφίβολα συνέτεινε τα μέγιστα στην εμφάνιση νέων μορφών τραπεζικών συναλλαγών είναι η ταχύτατη εξάπλωση και εν τέλει η απόλυτη επικράτηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και γενικότερα της πληροφορικής στο πλαίσιο πάσης φύσεως τραπεζικών δραστηριοτήτων. Πριν υπεισέλθουμε στην περιγραφή κάποιων σύγχρονων μορφών τραπεζικών συναλλαγών και της τυπολογίας των απατών, που σε αυτές απαντώνται, πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι εκείνες μόνον οι τραπεζικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού μας, οι οποίες είναι κατ΄ αρχήν πρόσφορες να επιφέρουν περιουσιακή μετάθεση. Ως τέτοια δε νοείται για τις ανάγκες της παρούσας εισήγησης, και η αύξηση της περιουσίας κάποιου, που επέρχεται ήδη με την ηλεκτρονική, λογιστική εγγραφή νομισματικών μονάδων στον τραπεζικό του λογαριασμό, αφού έτσι αυτός ως δικαιούχος του λογαριασμού αποκτά απαίτηση έναντι της τράπεζας να του παραδώσει το συγκεκριμένο ποσό. Ως σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των τραπεζικών συναλλαγών, φρονώ ότι πρέπει να μνημονεύσουμε την εισαγωγή και επικράτηση του συστήματος ON LINE στις τράπεζες περί τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με το σύστημα αυτό επετεύχθη η άμεση ηλεκτρονική διασύνδεση (δικτύωση) όλων των σημείων διενέργειας συναλλαγών μιας τράπεζας με το κεντρικό μηχανογραφικό της σύστημα, έτσι ώστε η περιουσιακή μετάθεση, που συνεπάγεται μια τραπεζική συναλλαγή να καταχωρείται απ΄ ευθείας με αυτόματη ενημέρωση των στοιχείων στο κέντρο μηχανογράφησης της τράπεζας. Περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκαναν την εμφάνισή τους και στη χώρα μας τα γνωστά σε όλους μας σήμερα Αυτόματα Ταμειολογιστικά Μηχανήματα (τα λεγόμενα ΑΤΜ Automated Teller Mashines). Ο πελάτης και δικαιούχος λογαριασμού της τράπεζας εφοδιάζεται με μαγνητική κάρτα αυτόματης συναλλαγής (cashcard). Με βάση την κάρτα αυτή και έναν μυστικό προσωπικό κωδικό που του χορηγεί η τράπεζα, το γνωστό μας PIN (Personal Identification Number), αποκτά πρόσβαση σε όλα τα ΑΤΜs που διαθέτει η Τράπεζά. Το μηχάνημα (ΑΤΜ) είναι συνδεδεμένο ηλεκτρονικά ON LINE με το κέντρο μηχανογράφησης και επομένως οι περιουσιακές χρεοπιστώσεις στους λογαριασμούς των πελατών, ανάλογα με το είδος της διενεργούμενης συναλλαγής, επέρχονται άμεσα και αυτόματα χωρίς οιαδήποτε άλλη διαδικασία. Τα ΑΤΜ έμελλε να γνωρίσουν ραγδαία εξέλιξη και ευρύτατη διάδοση, ώστε πέραν του μεγάλου και διαρκώς αυξανόμενου αριθμού τους να υπάρχει σήμερα η τεχνική δυνατότητα να διενεργούνται μέσω αυτών εκτός από αναλήψεις μετρητών και πλείστες όσες άλλες τραπεζικές συναλλαγές, όπως μεταφορά χρημάτων από ένα λογαριασμό σε άλλο, του δικαιούχου ή τρίτου, καθώς επίσης και πληρωμές λογαριασμών σε διάφορες συμβεβλημένες με την τράπεζα υπηρεσίες και εταιρείες (Εφορία για πληρωμή ΦΠΑ, ΙΚΑ, Χρηματιστηριακές εταιρείες, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.). Μια άλλη τέλος σύγχρονη μορφή τραπεζικών συναλλαγών εμφανίστηκε περί το έτος 2000, λίγα χρόνια μετά την εμφάνιση του διαδικτύου (INTERNET) στην μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Οι τράπεζες επεκτάθηκαν στο χώρο της ηλεκτρονικής τραπεζικής εξυπηρέτησης και προσέφεραν στην πελατεία τους ένα νέο επαναστατικό, θα έλεγε κανείς προϊόν, γνωστό ως Internet- ή Homebanking. Σύμφωνα με αυτό παρέχεται στους πελάτες της τράπεζας η δυνατότητα να πραγματοποιούν μέσω του Διαδικτύου (Internet) με χρήση προσωπικού υπολογιστή και από το χώρο στον οποίο δραστηριοποιούνται, μια σειρά τραπεζικών αλλά και χρηματιστηριακών συναλλαγών, όλες τις ώρες και τις ημέρες, ανεξαρτήτως ωραρίου λειτουργίας της Τράπεζας. Μπορούν έτσι μεταξύ άλλων να μεταφέρουν ποσά μεταξύ λογαριασμών τους ή και σε λογαριασμούς τρίτων. Να δίδουν εντολές αγοράς ή πώλησης μετοχών τους κ.λ.π. Για την διασφάλιση των συναλλαγών ο πελάτης εφοδιάζεται και χρησιμοποιεί σε κάθε συναλλαγή του μέσω του Ιnternetbanking α) ένα κωδικό ταυτότητας χρήστη (userID), β) Μυστικό κωδικό αναγνώρισης (Password) και γ) λίστα μυστικών αριθμών αυθεντικότητας συναλλαγής TAN (Transaction Authentication Number). Οι συναλλαγές ολοκληρώνονται και εδώ ηλεκτρονικά με αυτόματη καταχώρηση τους στο κέντρο μηχανογράφησης της τράπεζας.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Ν.4305/2014 (ΦΕΚ 237/Α')

Αθήνα, 7 /11/2014 Αρ. Φακέλου: Β/7 Αρ. Πρ.: οικ.39703/2829
ΠΡΟΣ: Πίνακας αποδεκτών
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛ. & ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Π/Υ & ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ ΤΜΗΜΑ Β’
Ταχ. Δ/νση: Σταδίου 29 Τ.Κ.: 101 10
Πληροφορίες τηλ.: 210 3368086- 8095 -8083

Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 237/Α' δημοσιεύτηκε ο Ν. 4305/2014 με τις διατάξεις του άρθρου 54 του οποίου θεσπίζεται μεταβατικό πλαίσιο ρύθμισης οφειλών προς τους ΦΚΑ πλην ΝΑΤ. Με το νόμο αυτό θεσπίζεται ένα ευνοϊκό, δίκαιο και ευέλικτο σύστημα ρύθμισης οφειλών, που επιτρέπει την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών με σημαντικές εκπτώσεις σε πρόστιμα, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις που φθάνουν ως και την πλήρη απαλλαγή αυτών. Επίσης, εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των οφειλετών που υπήχθησαν στη ρύθμιση της «νέας αρχής» του ν. 4152/2013 και ήταν συνεπείς, με τους υπαγόμενους στη νέα ρύθμιση, ενώ επιπλέον για όσους διατηρήσουν τη ρύθμιση της «νέας αρχής» του ν. 4152/2013, προβλέπεται το πρόσθετο ευεργέτημα της μείωσης των προσαυξήσεων, τελών καθυστέρησης και λοιπών επιβαρύνσεων, αναδρομικά από την ημερομηνία ένταξης στη ρύθμιση της Νέας Αρχής του Ν.4152/2013, κατά ποσοστό 20%.
Κρίσιμης σημασίας παράμετρος και απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο νέο σύστημα ρύθμισης οφειλών είναι η υποβολή των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων (όπου αυτή προβλέπεται) και η πιστοποιημένη καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών από 1 Οκτωβρίου 2014 και εφεξής.
Καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων υπαγωγής στη νέα ρύθμιση ορίζεται η τελευταία εργάσιμη ημέρα του Μαρτίου 2015. Δεδομένου ότι το δικαίωμα υπαγωγής στο νέο σύστημα ρύθμισης οφειλών ασκείται έως τις 31/3/2015, απαραίτητη προϋπόθεση υπαγωγής, αποτελεί η συνεπής καταβολή των τρεχουσών εισφορών των προηγούμενων της υπαγωγής μηνών.
 
Επισημαίνεται ότι με το νέο πλαίσιο ρύθμισης:
           Οι οφειλές δύνανται να ρυθμιστούν σε έως 100 δόσεις
           Το ετήσιο επιτόκιο από 1-1-2013, με το οποίο βαρύνεται η κύρια οφειλή η οποία ρυθμίζεται, μειώνεται σε 4,56%
*         Προβλέπεται η υποβολή αίτησης άπαξ επανένταξης στη ρύθμιση, σε περιπτώσεις απώλειάς της για λόγους ανωτέρας βίας
           Λαμβάνεται μέριμνα προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση μεταξύ των οφειλετών που υπήχθησαν στη ρύθμιση της Νέα Αρχής του Ν.4152/2013, όπως ισχύει, και όσων υπαχθούν στη ρύθμιση του παρόντος άρθρου.
 

Σχέσεις Δικαστών / Εισαγγελέων – Δικηγόρων Ιδίως στο Πλαίσιο της Ποινικής Δίκης (αντιπαλότητα ή αρμονική συνύπαρξη;) του Δημήτριου Παπαγεωργίου [Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, Διευθυντή Κατεύθυνσης Εισαγγελέων Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών]

Ι. Εισαγωγή

Θα μπορούσε να νομισθεί ότι οι σχέσεις Δικαστών/Εισαγγελέων, από τη μια, και Δικηγόρων, από την άλλη, χαρακτηρίζονται από κάποια αντιπαλότητα. Ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, στη διαλεκτική σύγκρουση κατηγορίας και υπεράσπισης, μπορεί να εμφανισθεί εικόνα οξύτατης αντιδικίας ανάμεσα στο συνήγορο υπεράσπισης και στον εισαγγελέα ή –σε μικρότερο βαθμό- τον ποινικό δικαστή.
Ωστόσο, η αντιπαλότητα αυτή είναι φαινομενική. Όπως εύστοχα έχει γραφεί1 «στο μέτρο πουη αλήθεια προσεγγίζεται διαλεκτικά, μέσα από την προβολή και τον ανταγωνισμό των αντιθέτων, ο ρόλος του (σωστού) Συνηγόρου είναι εξίσου δικαστικός –καθώς αποτελεί τον ένα πόλο στην “κίνηση” της δικαστικής κρίσης-, αλλά και ο ρόλος του (σωστού) Δικαστή είναι εξίσου υπερασπιστικός, αφού πρέπει να “περάσει” από τη θέση του κατηγορουμένου για να βρει (διαλεκτικά) την αλήθεια και να του αποδώσει δικαιοσύνη. Αυτή η σύμπραξη (σύμπτωση) Δικαστή και Συνηγόρου μέσα από τη φαινομενική απλώς αντιπαλότητά τους συνιστά και το βαθύτερο νόημα της ποινικής δίκης. Ο ποινικός Δικαστής στο μέτρο που δεν είναι τιμωρητικός (άρθρο 96 Συντάγματος) – κατά συνταγματικό προορισμό- αλλά και εγγυητής της ελευθερίας και των δικαιωμάτων κάθε κατηγορουμένου πολίτη (άρθρο 20 Συντάγματος), αποτελεί, πέρα από φορέα της κρατικής εξουσίας, και θεμελιώδη θεσμό του Κράτους Δικαίου. Ο Συνήγορος, ως φορέας του Αντίλογου και της Αμφισβήτησης, συνιστά θεμελιώδη θεσμό της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό, τα ολοκληρωτικά και καταπιεστικά u954 καθεστώτα απεχθάνονται το ρόλο του Συνηγόρου και δεν αποδέχονται την εγγυητική λειτουργία του ποινικού Δικαστή».
ΙΙ. Επάρκεια (;) νομικού πλαισίου
Υπάρχουν, άραγε, διατάξεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις Δικαστών (και Εισαγγελέων) – Δικηγόρων; Και, σε καταφατική περίπτωση, είναι επαρκείς; Μπορούμε, αβίαστα, να απαντήσουμε ότι τέτοιες διατάξεις ρυθμιστικές των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δικηγόρων όταν ασκούν τα καθήκοντά τους, δηλαδή όταν συλλειτουργούν με τους Δικαστές και Εισαγγελείς στο πλαίσιο της απονομής της Δικαιοσύνης, υπάρχουν στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γενικά στους δικονομικούς νόμους.
Αντίστοιχες, βέβαια διατάξεις στους ίδιους Κώδικες Δικονομίας αφορούν στα καθήκοντα των Δικαστών και Εισαγγελέων που, κι αυτά, εντάσσονται στην ίδια λειτουργία, της απονομής της Δικαιοσύνης, στην οποία συμπράττουν και οι Δικηγόροι.
Το νομικό πλαίσιο συμπληρώνεται τόσο με τον ΚΟΔΚΔΛ (Ν.1756/88 όπ.ισχ.), όσο και –προεχόντως- με τον Κώδικα Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954, όπ.ισχ.) και τον Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (1980).
Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν δείχνουν τη σχετική επάρκεια του υφιστάμενου νομικού πλαισίου που διέπει τις σχέσεις Δικαστών/Εισαγγελέων και Δικηγόρων.
Αξίζει να αναγνώσουμε κάποιες ενδιαφέρουσες διατάξεις για να αισθανθούμε το «κλίμα» που ο έλληνας νομοθέτης οραματίστηκε για τις σχέσεις Δικηγόρων και Δικαστών/Εισαγγελέων.
Άρθρο 38 Κώδικα Δικηγόρων: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των Δικαστηρίων και πάσης Αρχής.
Άρθρο 45 § 1 Κώδικα Δικηγόρων: Ο Δικηγόρος απολαύει πλήρους ελευθερίας και σεβασμού παρά των δικαστηρίων και πάσης άλλης δικαστικής ή άλλης αρχής, αλλ' οφείλει ν' ασκή το λειτούργημα αυτού ευόρκως, να διάγη και να φαίνηται διάγων αξιοπρεπώς να συμπεριφέρηται συμφώνως προς τας παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος και ν' απονέμη τον προσήκοντα σεβασμόν προς τας Δικαστικάς Αρχάς, παρ' ων επίσης δικαιούται ν' απολαύη του αυτού σεβασμού.
Άρθρο 28 εδ.α, β Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος: Οι Δικηγόροι έχουν υποχρέωση να σέβονται τους Λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Την ίδια υποχρέωση έχουν προς τουςΔικηγόρους και οι Λειτουργοί της Δικαιοσύνης και οι Δικαστικοί Υπάλληλοι.
Άρθρο 29 εδ.α ΚΔΔΛ: Οι Δικηγόροι σε όλα τα είδη των Δικών ασκούν το Λειτούργημά τουςμε απόλυτη ελευθερία γνώμης, μέσα στα πλαίσια των σχετικών δικονομικών κανόνων.
Άρθρο 30 § 1 ΚΔΔΛ: Τόσο κατά την προφορική διαδικασία, όσο και τις έγγραφες προτάσεις του, τα υπομνήματα και άλλα έγγραφα, οι Δικηγόροι πρέπει ν’ απευθύνονται στο Δικαστήριο και στις Αρχές μ’ ευπρέπεια..
Άρθρο 31 ΚΔΔΛ: Οι Δικηγόροι συμπεριφέρονται προς τους Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικαστικούς Υπαλλήλους και εκπροσώπους Δημόσιων Αρχών με αξιοπρέπεια. Απαγορεύονται η αναξιόπρεπη συμπεριφορά και οι εκφράσεις κολακείας για την απόσπαση συμπάθειας ή ευνοϊκής αποφάσεως ή ενέργειας.
 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Απόφαση 53/2010 της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων : Με την απόφαση 53/2010 η ΑΠΠΔ αποφάσισε ότι οι πατέρας έχει δικαίωμα πρόσβασης και λήψης αντιγράφου από το ιατρικό αρχείο του παιδιού.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ 
Α Π Ο Φ Α Σ Η   53/2010 (Τμήμα)
 
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος, στην έδρα της, τη 20/07/2010 και ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χρήστος Παληοκώστας, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Χρίστου Γεραρή, και τα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής Πέτρος Τσαντίλας, ως εισηγητής, Γρηγόρης Λαζαράκος και Δημήτριος Λιάππης. Εξάλλου, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος, αν και κλήθηκαν νομίμως εγγράφως, τα τακτικά μέλη της Αρχής Αν. Πράσσος, Λεων. Κοτσαλής, και Αν. – Ιωάν. Μεταξάς, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από τα προαναφερόμενα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής. Στη συνεδρίαση παρέστη, με εντολή του Προέδρου, ο Δημήτρης Ζωγραφόπουλος, δικηγόρος (ΔΝ) – νομικός ελεγκτής, ως βοηθός εισηγητή. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Διοικητικού – Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1821/19-03-2010 αίτηση (όπως αυτή συμπληρώθηκε με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4176/02-07-2010 έγγραφο και τα συνημμένα στα προαναφερόμενα έγγραφα) του Α, κατοίκου Ζεφυρίου Αττικής, η οποία υποβλήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλογριδάκη, ζητείται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα να του επιτρέψει στην πρόσβαση στα ιατρικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ανήλικων τέκνων του Β και  Γ, που τηρούνται στα αρχεία του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Περιστερίου Αττικής, το οποίο αποτελεί αποκεντρωμένη μονάδα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, ως υπευθύνου επεξεργασίας και να του χορηγήσει πλήρη σειρά αντιγράφων όλων των ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, που εξεδόθησαν από το ως άνω Κέντρο Ψυχικής Υγείας κατά την εξέταση των ανήλικων τέκνων του σε αυτό στη διάρκεια των επισκέψεών τους σε αυτό (ή αυτών που μπορούν να εκδοθούν στην παρούσα χρονική στιγμή αποτυπώνοντας ρητά τις σχετικές γνωμοδοτήσεις των ειδικών).
Μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού την πρόταση του εισηγητή και του βοηθού εισηγητή, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,
Η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1) Τις διατάξεις του Συντάγματος, και ιδίως εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α, 20, 25, 26, και 28,
2) Τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη εκείνες της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,
3) Τις διατάξεις του Ν. 3418/2005 για τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας,
4) Τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, και, ιδίως, εκείνες των άρθρων 1438επ., 1461 επ. και 1505επ.
 
            ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
 
1. Επειδή, το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) Ευαίσθητα δεδομένα, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε  συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή,  στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) Υποκείμενο των δεδομένων, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. (…) θ) Τρίτος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. (…)».

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΕΔΔΑ: Η μεταφορά οικογένειας αφγανών προσφύγων στην Ιταλία βάσει του κανονισμού Δουβλίνο χωρίς εγγυήσεις σχετικά με τη φροντίδα τους παραβιάζει το 3 της ΕΣΔΑ

Με την απόφαση του στην υπόθεση Tarakhel κατά Ελβετίας, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι υφίσταται παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) στην περίπτωση που οι ελβετικές αρχές μετέφεραν βάσει του Κανονισμού «Δουβλίνο», τους προσφεύγοντες, αιτούντες άσυλο αλλοδαπούς και τα ανήλικα τέκνα τους, χωρίς προηγουμένως να έχουν ληφθεί κατάλληλες εγγυήσεις εκ μέρους των ιταλικών αρχών ότι η επίδικη μεταφορά θα λάμβανε χώρα κατά τρόπο που αρμόζει στην μικρή ηλικία των ανηλίκων τέκνων τους και ότι γενικά η οικογένεια θα παρέμενε μαζί.

Η υπόθεση αφορούσε στην άρνηση των ελβετικών αρχών να εξετάσουν αίτηση ασύλου ενός ζευγαριού Αφγανών πολιτών με έξι ανήλικα τέκνα και την μεταφορά αυτών στην Ιταλία βάσει του Κανονισμού «Δουβλίνο».

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό «Δουβλίνο», όταν υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση ασύλου σε κράτος-μέλος διαφορετικό από το κράτος που ο κανονισμός καθορίζει ως υπεύθυνο (κατά κανόνα το κράτος πρώτης εισόδου στην ΕΕ), προβλέπεται μεταφορά του αιτούντος στο κράτος αυτό.
 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

"Το plea bargaining και η παρ’ ημίν ποινική συνδιαλλαγή. Ζητήματα αναφυόμενα κατά την εφαρμογή της τελευταίας" [Ευάγγελος Σ. Ζαμπίτης, Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου]

Α] Η αντιδικία στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Το Ποινικό Δίκαιο ως μέσον επίλυσης της αντιδικίας και επιβολής της κοινωνικής ειρήνης.
Α.1] Η αντιδικία είναι στη φύση του ανθρώπου. Κατά τον Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes), έναν από τους... θεμελιωτές της πολιτικής φιλοσοφίας, της μελέτης δηλαδή της φύσης και της δικαιολόγησης των εξαναγκαστικών θεσμών, ο άνθρωπος έχει ως στόχο του την κυριαρχία, την προσωπική υπεροχή και τον πλουτισμό σε βάρος των υπολοίπων. Οι άνθρωποι, υπακούοντας στις επιθετικές, ως επί το πλείστον, ενορμήσεις τους, οδεύουν προς την αλληλοεξόντωσή τους, από φιλοδοξία, (από) φόβο, αλλά και (από) συμφέρον. “Είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος που τα ίδια λίγο πολύ θα γίνουν και στο μέλλον”.
Σ’ αυτές τις απαισιόδοξες πλην ρεαλιστικές μάλλον θέσεις του, ο ίδιος ο Χομπς δίδει την εξής αισιόδοξη απάντηση: “Μόνον οι αμοιβαίες συμφωνίες είναι ικανές να εδραιώσουν την ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων”.
Α.2] Σήμερα, οι βασικές αιτίες των διαφορών που εισάγονται στη Δικαιοσύνη, γενικότερα, αλλά και, ειδικότερα, ως οικονομικά αδικήματα, στην ποινική Δικαιοσύνη και συνιστούν την αντιδικία μεταξύ άνισων, πολλές φορές, υποκειμένων, είναι, εκτός του σκοπού για γρήγορο και παράνομο πλουτισμό, ο ανταγωνισμός και η εγωιστική πρόσληψη των εννόμων συμφερόντων.
Προϋπόθεση για τη δίκαιη επίλυση κάθε αντιδικίας είναι η εξουσιαστική και, γι’ αυτό, δεσμευτική και ανεξάρτητη απόφαση ενός αμερόληπτου τρίτου: του δικαστή. Η ποινική δίκη αποβλέπει[1] στην ανεύρεση της ουσιαστικής αληθείας, από τη μία πλευρά και την παράλληλη προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου από την άλλη. Η αρχή της δίκαιης δίκης αποτελεί την κορυφαία, τη θεμελιώδη πολιτισμική κατάκτησή μας[2].
Α.3] Το Κράτος, με το μονοπώλιο της απόλυτης εξουσίας του, επιδιώκει τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, με μέσον επιβολής της, εκτός άλλων, και το Ποινικό Δίκαιο. Μέσω (και) αυτού εκφράζει την εθνική του κυριαρχία, το οποίο ως έκφραση του μονοπωλίου εξουσίας ήταν και παραμένει δημόσιο δίκαιο, δηλαδή δίκαιο επιβολής κανόνων συμπεριφοράς και κυρώσεων.
Η θεμελιώδης έννοια της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας και της ικανοποίησής της, γύρω από την οποίαν οικοδομείται το κατ’ εξοχήν δίκαιο καταναγκασμού, το ποινικό δίκαιο, είναι σύμφυτη με την αυθεντία του Κράτους. Βασικό ποιοτικό γνώρισμα της ποινικής δικαιοσύνης είναι ότι αυτή απονέμεται κυριαρχικά από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη βούληση των εμπλεκομένων σε αυτήν παραγόντων[3]. Ο δημόσιος χαρακτήρας του ποινικού δικαίου προκύπτει και εκ του ότι αποτελεί το βασικό εργαλείο προστασίας του γενικού συμφέροντος, το οποίο εκπροσωπείται από την ιδέα του Κράτους.

Β] Η αμφισβήτηση του δημοσίου χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου:
Από την κλασσική μορφή απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στην εναλλακτική μορφή του plea bargaining.
Β.1] Πέραν των άλλων, πολλών και ποικίλων, παραγόντων που αλλοιώνουν σε σημαντικό βαθμό το δημόσιο χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, το plea bargaining –και αυτό– είναι σήμερα διεθνώς (και όχι μόνον στο δυτικό κόσμο) ένας θεσμός που αυξάνει την τάση αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητος του Κράτους για την αντιμετώπιση των νέων μορφών εγκληματικότητος[4] που συνδέονται κυρίως με την παγκοσμιοποίηση[5] & [6], την αλλαγή που επήλθε στην παραδοσιακή τέλεση των εγκλημάτων[7] και την προσαρμογή σε επίπεδο μέτρων καταναγκασμού και ανακριτικών πράξεων[8].

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΜονΠρΠειρ 2509/14 : Μισθώσεις Δημοσίου - Στέγαση υπηρεσιών Δημοσίου - μίσθωμα. Στέγαση ιατρείων του ΙΚΑ. Αντισυνταγματικότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων για την μονομερή μείωση των μισθωμάτων στις μισθώσεις για στέγαση υπηρεσιών του Δημοσίου (άρθρο 21 του ν. 4002/2011 και άρθρο 2 του ν.4081/2012) - Οι υπό κρίση διατάξεις αντιτιθέμενες κατ' αρχάς στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της οικονομικής ελευθερίας, προσβάλλουν και τα κεκτημένα ενοχικά δικαώματα των εκμισθωτών, ενάντια στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Δεκτή η αγωγή. Υποχρεώνει το εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα νομιμοτόκως και κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.

(…) 1. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνον την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από τον νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και παραλλάσσει η ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή ή ευμενή διάκριση, σε άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη διαφέρουσα αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια επιλύουν τη διαφορά παρακάμπτοντας την, ως αντισυνταγματική κριθείσα από αυτά διάταξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου, όπως επιβάλλεται από αυτήν. Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, ή να μην εφαρμόσουν την ευμενή, πλήττουσα την αρχή της ισότητας, διάταξη, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία (ΕΑ 1464/2012, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Εξάλλου, κατά την ελληνική συνταγματική τάξη, η ελευθερία των συμβάσεων, που βρίσκει την θεμελίωση και δικαιολόγησή της στην αυτονομία και αυτοδέσμευση του ατόμου και η οποία αποτελεί αυτονόητη συνέπεια και μερικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, καλύπτεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και του άρθρου 106 παρ. 2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Οι συνταγματικές εγγυήσεις της συμβατικής ελευθερίας καλύπτουν τόσο την ελευθερία συνάψεως (ή μη) μιας συμβάσεως και επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και την ελευθερία διαμορφώσεως του περιεχομένου της, δηλαδή του καθορισμού των όρων, της διάρκειας του τύπου κ.λπ. Τον δεσμευτικό χαρακτήρα της συμβάσεως, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αναιρέσει ούτε ο νομοθέτης, καθόσον η αρχή "pacta sunt servanda" ισχύει και έναντι του κράτους και πρέπει να είναι σεβαστή και από τον νομοθέτη, Και ναι μεν κατά την άσκηση της οικονομικής του πολιτικής, ο κοινός νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια να τροποποιεί την νομοθεσία που ρυθμίζει υφιστάμενες περιουσιακές σχέσεις ενοχικού χαρακτήρα ή να τροποποιεί την ενέργεια των σχέσεων αυτών, έστω και αν έτσι προσβάλλονται κεκτημένα δικαιώματα των συμβαλλομένων, πλην όμως μία τέτοια νομοθετική μεταβολή, για να είναι συνταγματικώς ανεκτή, θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα της γενικότητας, να μην αντίκειται δηλαδή στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, να είναι εύλογη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό, να μην αντιστρατεύεται εμφανώς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων στην σταθερότητα των εννόμων σχέσεων τους και, πάντως, να ανταποκρίνεται σε αποχρώντες λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, που ανάγονται σε προστατευόμενες από το Σύνταγμα αξίες και επιβάλλουν επιτακτικώς την σχετική μεταβολή, όπως συμβαίνει, ιδίως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμβατική ελευθερία προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών ή ασκείται προς βλάβη της Εθνικής Οικονομίας (βλ. σχετ. AΠ Ολ 4/1998 Δνη 39, 66, ΑΠ Ολ 2/1995 Δνη 36, 583, ΑΠ 1234/1994 Δνη 37, 121, AΠ 391/1986 ΝοΒ 34,390, AΠ 919/1984 Δνη 26, 33, ΣτΕ 2193/1982 ΝοΒ 31, 589, Ν. Παπαντωνίου, Το πρόβλημα της αναδρομικής δύναμης του νόμου, τιμητικός τόμος Ελεγκτικού Συνεδρίου, 1984. σελ. 25 - 45, Μανιτάκη, γνμδ., Δνη 32,480 - 482).