Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Σχέσεις Δικαστών / Εισαγγελέων – Δικηγόρων Ιδίως στο Πλαίσιο της Ποινικής Δίκης (αντιπαλότητα ή αρμονική συνύπαρξη;) του Δημήτριου Παπαγεωργίου [Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, Διευθυντή Κατεύθυνσης Εισαγγελέων Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών]

Ι. Εισαγωγή

Θα μπορούσε να νομισθεί ότι οι σχέσεις Δικαστών/Εισαγγελέων, από τη μια, και Δικηγόρων, από την άλλη, χαρακτηρίζονται από κάποια αντιπαλότητα. Ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, στη διαλεκτική σύγκρουση κατηγορίας και υπεράσπισης, μπορεί να εμφανισθεί εικόνα οξύτατης αντιδικίας ανάμεσα στο συνήγορο υπεράσπισης και στον εισαγγελέα ή –σε μικρότερο βαθμό- τον ποινικό δικαστή.
Ωστόσο, η αντιπαλότητα αυτή είναι φαινομενική. Όπως εύστοχα έχει γραφεί1 «στο μέτρο πουη αλήθεια προσεγγίζεται διαλεκτικά, μέσα από την προβολή και τον ανταγωνισμό των αντιθέτων, ο ρόλος του (σωστού) Συνηγόρου είναι εξίσου δικαστικός –καθώς αποτελεί τον ένα πόλο στην “κίνηση” της δικαστικής κρίσης-, αλλά και ο ρόλος του (σωστού) Δικαστή είναι εξίσου υπερασπιστικός, αφού πρέπει να “περάσει” από τη θέση του κατηγορουμένου για να βρει (διαλεκτικά) την αλήθεια και να του αποδώσει δικαιοσύνη. Αυτή η σύμπραξη (σύμπτωση) Δικαστή και Συνηγόρου μέσα από τη φαινομενική απλώς αντιπαλότητά τους συνιστά και το βαθύτερο νόημα της ποινικής δίκης. Ο ποινικός Δικαστής στο μέτρο που δεν είναι τιμωρητικός (άρθρο 96 Συντάγματος) – κατά συνταγματικό προορισμό- αλλά και εγγυητής της ελευθερίας και των δικαιωμάτων κάθε κατηγορουμένου πολίτη (άρθρο 20 Συντάγματος), αποτελεί, πέρα από φορέα της κρατικής εξουσίας, και θεμελιώδη θεσμό του Κράτους Δικαίου. Ο Συνήγορος, ως φορέας του Αντίλογου και της Αμφισβήτησης, συνιστά θεμελιώδη θεσμό της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό, τα ολοκληρωτικά και καταπιεστικά u954 καθεστώτα απεχθάνονται το ρόλο του Συνηγόρου και δεν αποδέχονται την εγγυητική λειτουργία του ποινικού Δικαστή».
ΙΙ. Επάρκεια (;) νομικού πλαισίου
Υπάρχουν, άραγε, διατάξεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις Δικαστών (και Εισαγγελέων) – Δικηγόρων; Και, σε καταφατική περίπτωση, είναι επαρκείς; Μπορούμε, αβίαστα, να απαντήσουμε ότι τέτοιες διατάξεις ρυθμιστικές των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δικηγόρων όταν ασκούν τα καθήκοντά τους, δηλαδή όταν συλλειτουργούν με τους Δικαστές και Εισαγγελείς στο πλαίσιο της απονομής της Δικαιοσύνης, υπάρχουν στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γενικά στους δικονομικούς νόμους.
Αντίστοιχες, βέβαια διατάξεις στους ίδιους Κώδικες Δικονομίας αφορούν στα καθήκοντα των Δικαστών και Εισαγγελέων που, κι αυτά, εντάσσονται στην ίδια λειτουργία, της απονομής της Δικαιοσύνης, στην οποία συμπράττουν και οι Δικηγόροι.
Το νομικό πλαίσιο συμπληρώνεται τόσο με τον ΚΟΔΚΔΛ (Ν.1756/88 όπ.ισχ.), όσο και –προεχόντως- με τον Κώδικα Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954, όπ.ισχ.) και τον Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος (1980).
Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν δείχνουν τη σχετική επάρκεια του υφιστάμενου νομικού πλαισίου που διέπει τις σχέσεις Δικαστών/Εισαγγελέων και Δικηγόρων.
Αξίζει να αναγνώσουμε κάποιες ενδιαφέρουσες διατάξεις για να αισθανθούμε το «κλίμα» που ο έλληνας νομοθέτης οραματίστηκε για τις σχέσεις Δικηγόρων και Δικαστών/Εισαγγελέων.
Άρθρο 38 Κώδικα Δικηγόρων: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των Δικαστηρίων και πάσης Αρχής.
Άρθρο 45 § 1 Κώδικα Δικηγόρων: Ο Δικηγόρος απολαύει πλήρους ελευθερίας και σεβασμού παρά των δικαστηρίων και πάσης άλλης δικαστικής ή άλλης αρχής, αλλ' οφείλει ν' ασκή το λειτούργημα αυτού ευόρκως, να διάγη και να φαίνηται διάγων αξιοπρεπώς να συμπεριφέρηται συμφώνως προς τας παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος και ν' απονέμη τον προσήκοντα σεβασμόν προς τας Δικαστικάς Αρχάς, παρ' ων επίσης δικαιούται ν' απολαύη του αυτού σεβασμού.
Άρθρο 28 εδ.α, β Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος: Οι Δικηγόροι έχουν υποχρέωση να σέβονται τους Λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Την ίδια υποχρέωση έχουν προς τουςΔικηγόρους και οι Λειτουργοί της Δικαιοσύνης και οι Δικαστικοί Υπάλληλοι.
Άρθρο 29 εδ.α ΚΔΔΛ: Οι Δικηγόροι σε όλα τα είδη των Δικών ασκούν το Λειτούργημά τουςμε απόλυτη ελευθερία γνώμης, μέσα στα πλαίσια των σχετικών δικονομικών κανόνων.
Άρθρο 30 § 1 ΚΔΔΛ: Τόσο κατά την προφορική διαδικασία, όσο και τις έγγραφες προτάσεις του, τα υπομνήματα και άλλα έγγραφα, οι Δικηγόροι πρέπει ν’ απευθύνονται στο Δικαστήριο και στις Αρχές μ’ ευπρέπεια..
Άρθρο 31 ΚΔΔΛ: Οι Δικηγόροι συμπεριφέρονται προς τους Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικαστικούς Υπαλλήλους και εκπροσώπους Δημόσιων Αρχών με αξιοπρέπεια. Απαγορεύονται η αναξιόπρεπη συμπεριφορά και οι εκφράσεις κολακείας για την απόσπαση συμπάθειας ή ευνοϊκής αποφάσεως ή ενέργειας.
 
ΙΙΙ. Εκτροπές προς την παθολογία στη λειτουργία της δικαιοσύνης
Ωραίες οι αρχές που διατυπώνουν οι διατάξεις, τις οποίες αναγνώσαμε. Όμορφη θα ήταν και η καθημερινή δικαστική-δικηγορική πραγματικότητα αν ήταν πάντοτε εναρμονισμένη με αυτούς τους κανόνες και αυτές τις αρχές. Λέω «θα» διότι ο κίνδυνος να υπάρξει εκτροπή προς καταστάσεις παθολογικές για τη λειτουργία της δικαιοσύνης, δυστυχώς, υφίσταται. Δεν εννοούμε απλά παρέκκλιση από την επιβαλλόμενη στοιχειώδη ευπρέπεια, αλλά εκτροπή προς συμπεριφορές ακραίες και ενίοτε αξιόποινες. Ένα απόσπασμα από αρεοπαγιτική απόφαση, την υπ’ αριθμ. 86/2000 του ΣΤ’ (Ποινικού) Τμήματος του ΑΠ2 αποδεικνύει ότι εύκολα οι δεοντολογικοί κανόνες καθίστανται «ευχολόγια». Ας το διαβάσουμε: «…ο Πρόεδρος (του Δικαστηρίου) άρχισε να απαγγέλλει, δημοσίως τις επιβαλλόμενες σε καθένα κατηγορούμενο ποινές από έγγραφο, το οποίο κρατούσε. Ο συνήγορος Ι.Σ., απευθυνόμενος προς το δικαστήριο, είπε «κ. Πρόεδρε, κ. Πρόεδρε», προκειμένου να ζητήσει τον λόγο. Ο τελευταίος συνέχιζε να απαγγέλει τις επιβαλλόμενες ποινές, μην απαντώντας στην έκκληση του εν λόγω συνηγόρου. Τότε αυτός κατήλθε από τα έδρανα των συνηγόρων υπερασπίσεως και πλησίασε στην έδρα των δικαστών, μπροστά στον Πρόεδρο του δικαστηρίου, χειρονομώντας και προσφωνώντας επανειλημμένως «κ. Πρόεδρε, κ. Πρόεδρε». Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου συνέχιζε την απαγγελία των ποινών, χωρίς να απαντά στις προσφωνήσεις του κατηγορουμένου - και ορθώς, διότι ο τελευταίος, ως αποχωρήσας από τη διαδικασία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν μετείχε πλέον στη δίκη, οπότε και δεν ήταν παράγοντας της δίκης, ώστε να δικαιούται να ζητεί τον λόγο από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Αν δε ήθελε να επανέλθει σε αυτήν, δικαιούνταν να το πράξει, κατά τη δικονομική τάξη, μόνο μέσω των κατηγορουμένων /πελατών του, οι οποίοι και μόνον είχαν το δικαίωμα, ως μετέχοντες στη δίκη, να ζητήσουν από τον Πρόεδρο το λόγο και να δηλώσουν ότι ο συνήγορός τους επιστρέφει. Τότε ο κατηγορούμενος έπιασε το ένα από τα τρία μικρόφωνα της έδρας και το κτύπησε δυνατά στην έδρα. Στη συνέχεια, έπιασε το δεύτερο μικρόφωνο και το κτύπησε και αυτό στην έδρα. Τέλος, άρπαξε το τρίτο μικρόφωνο, το κτύπησε δυνατά στην έδρα, κατ` επανάληψη, μέχρι που αυτό έσπασε, διαλύθηκε και ευμέγεθες τμήμα του εκτοξεύθηκε ψηλά, προς τα κεφάλια των δικαστών, χωρίς όμως να τους πλήξει. Μετά ταύτα ο κατηγορούμενος συνέχισε να χειρονομεί προς το δικαστήριο και επιχείρησε - ανεπιτυχώς - να αφαιρέσει από τα χέρια του Προέδρου του δικαστηρίου το έγγραφο, από το οποίο ο τελευταίος συνέχιζε - νομίμως - να αναγιγνώσκει τις ποινές». Αντί σχολίου, και για να μετριάσουμε την ένταση, νομίζω ότι πρέπει απλώς να θυμηθούμε όσα και οι δικοί μας δάσκαλοι μας δίδαξαν, δηλαδή ότι η ποινική δίκη είναι σκληρή μάχη· σε μια δυσμενή για τον κατηγορούμενο τροπή της δίκης και στα πλαίσια μιας οξείας αντιδικίας με το μηνυτή ή την εισαγγελική έδρα, δεν είναι απίθανη ακόμη και η διατάραξη της συνεδρίασης του δικαστηρίου (197 § 2 ΠΚ) από το συνήγορο που ενεργεί έτσι σε βρασμό ψυχικής ορμής και όχι εν ψυχρώ.3
 
IV. Αντιμετώπιση των εκτροπών
Όσο όλοι μας, Δικαστές-Εισαγγελείς-Δικηγόροι λειτουργούμε με σεβασμό προς τους δεοντολογικούς κανόνες δεν τίθεται θέμα κυρώσεων πειθαρχικού χαρακτήρα.
• Τι θα πράξει, όμως, ο Δικαστής όταν ο Δικηγόρος παρεκτρέπεται;
• Πώς θα ενεργήσει ο Εισαγγελέας όταν ο Δικαστής επιτρέπει στο Δικηγόρο να παρεκτρέπεται;
• Τέλος, τι θα κάνει ο Δικηγόρος όταν βιώνει απρεπή συμπεριφορά του Δικαστή ή του Εισαγγελέα (που είναι πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστικού λειτουργού κατά το άρθρο 91 § 2 στοιχ.δ του ΚΟΔΚΔΛ);
Ας επιχειρήσουμε να δώσουμε σύντομα, σχεδόν επιγραμματικά, τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά:
1.- Τα «όπλα» του προεδρεύοντος στο ποινικό δικαστήριο Δικαστή βρίσκονται στα άρθρα 333, 334, 336 και 116 ΚΠΔ, δυνάμει των οποίων αυτός: διευθύνει γενικά τη διαδικασία και δίνει την άδεια στους συνηγόρους να υποβάλουν ερωτήσεις, ή δεν τις επιτρέπει όταν είναι άσκοπες ή εκτός θέματος, δίνει σ’ αυτούς το λόγο για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις (333 ΚΠΔ), απευθύνει συστάσεις για τήρηση του απαραίτητου μέτρου στις εκφράσεις, ανακαλεί στην τάξη το συνήγορο που χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις ή επιχειρεί προσωπικές επιθέσεις (334 ΚΠΔ) και ακόμη, προβαίνει στη λήψη απόφασης του δικαστηρίου για επιβολή των πειθαρχικών ποινών του Κώδικα Δικηγόρων όταν ο συνήγορος δημιουργεί θόρυβο ή δείχνει ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίσθηκαν κατά τη συνεδρίαση του ποινικού δικαστηρίου (336 ΚΠΔ). [Ας σημειωθεί ότι η επιβολή πειθαρχικών ποινών στο δικηγόρο από το δικαστήριο που συνεδριάζει δημόσια προβλέπεται και από το άρθρο 70 Κώδ.Δικηγ., το οποίο θα πρέπει να συνδυάζεται με το άρθρο 336 § 2 ΚΠΔ, αφού μόνον έτσι μπορούν να προσδιορισθούν οι δυνάμενες να επιβληθούν πειθαρχικές ποινές (επίπληξη και πρόστιμο, καθώς εξαιρείται η προσωρινή και οριστική παύση, βλ. και άρθρο 76 § 1 Κώδ.Δικηγ. καθώς και το άρθρο 207 § 2 ΚΠολΔ)]. Τέλος, εάν, παρ’ ελπίδα, η συμπεριφορά του δικηγόρου στοιχειοθετεί το πλημμέλημα της διατάραξης της συνεδρίασης του δικαστηρίου (197 § 2 ΠΚ) η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠΔ είναι η έσχατη επιλογή (το ultimum refugium) του δικαστηρίου κατά του σοβαρά παρεκτραπέντος δικηγόρου.
2.- Σε ό,τι αφορά τον Εισαγγελέα της έδρας του Ποινικού Δικαστηρίου, η λειτουργική του αρμοδιότητα παρέχει σ’ αυτόν τη δυνατότητα να υποβάλει «προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές» (άρθρο 32 § 4 ΚΠΔ), οι οποίες μπορεί να αφορούν και τη λήψη πειθαρχικών αποφάσεων από το Δικαστήριο κατά του παρεκτραπέντος Δικηγόρου (336 ΚΠΔ) ή την κίνηση αυτόφωρης ποινικής διαδικασίας για αυτόφωρο πλημμέλημα τελεσθέν στο ακροατήριο (116 ΚΠΔ), οπότε εισάγει και την εναντίον του Δικηγόρου κατηγορία προς άμεση εκδίκαση.
3.- Όταν ο Δικαστής ή ο Εισαγγελέας είναι εκείνος που παραβαίνει διατάξεις αναφερόμενες στην απονομή της δικαιοσύνης ή δείχνει απρεπή συμπεριφορά απέναντι στον εκτελούντα άψογα τα καθήκοντά του Δικηγόρο, δηλαδή τελεί τα πειθαρχικά παραπτώματα του άρθρου 91 § 2 στοιχ.β και δ ΚΟΔΚΔΛ, ούτε στο «απυρόβλητο» βρίσκεται ούτε απολαμβάνει οποιασδήποτε ασυλίας. Ο αδικούμενος Δικηγόρος ασφαλώς θα ασκήσει τα δικαιώματά του προσφεύγοντας στα αρμόδια όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 ΚωδΔεοντΔικηγΛειτ, τα οποία (όργανα) θα ενημερώσουν τους ασκούντες την πειθαρχική εξουσία κατά τον ΚΟΔΚΔΛ.
Μία τελευταία επισήμανση, που η πρακτική χρησιμότητά της έχει αναδειχθεί στη δικαστική καθημερινότητα: όταν στην ποινική δίκη η αντιπαράθεση εντείνεται αφύσικα, όταν η ατμόσφαιρα αρχίζει να επιβαρύνεται, όταν η φόρτιση των μετεχόντων εκπέμπει μηνύματα παρεκτροπής και απώλειας ελέγχου, η ενδεδειγμένη επιλογή είναι η ολιγόλεπτη διακοπή της συνεδρίασης που θα λειτουργήσει ως καταλύτης και θα επαναφέρει την επιθυμητή ηρεμία και νηφαλιότητα. Τη διακοπή αυτή μπορεί να την αποφασίσει μόνος του ο ψύχραιμος Δικαστής ή να τη ζητήσει ο απαθής Εισαγγελέας ή ακόμη και ο συνετός Δικηγόρος. Οι λέξεις που μόλις τώρα ακούστηκαν παραπέμπουν σε μία διάταξη-σύμβολο για το δικαστή και τον εισαγγελέα: το άρθρο 332 ΚΠΔ («Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο ο δικαστής δεν μεταχειρίζεται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τον απαθή και ψύχραιμο τρόπο που επιβάλλεται, διαπράττει βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.»). Μόνον ο απαθής και ψύχραιμος δικαστής και εισαγγελέας, έναντι όλων, φαίνεται ότι είναι δίκαιος και κατορθώνει πράγματι να είναι δίκαιος.4 Ας το μαθαίνουν οι νεότεροι, ας μη το λησμονούμε οι παλιότεροι.
 
VI. Τελικές σκέψεις
Το θέμα των σχέσεων Δικαστών/Εισαγγελέων - Δικηγόρων (για το οποίο σας εξέθεσα κάποιες σκέψεις) ανήκει στο αντικείμενο της λεγόμενης «Δεοντολογίας». Όμως, επιτρέψτε μου να πω ότι η διδασκαλία της Δεοντολογίας παραμένει μια μισοτελειωμένη προσπάθεια, μια απόπειρα, όσο περιορίζεται σε προφορικές αναπτύξεις και διακηρύξεις. Εδώ τα λόγια δεν αρκούν, τα έργα ολοκληρώνουν το εγχείρημα. Και έργα είναι η έμπρακτη συμμόρφωση (των «διδασκόντων» πρωτίστως) με τους δεοντολογικούς κανόνες, η καθημερινή εφαρμογή των αποδεκτών και θεσπισμένων αρχών συμπεριφοράς Δικαστών/Εισαγγελέων – Δικηγόρων. Εδώ ισχύει το της Γραφής «ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται»5. Στόχος μας δεν είναι να αποκληθεί ο καθένας μας «μέγας». Στόχος μας είναι, με τη συναίσθηση της ηθικής μας ευθύνης6 και την ευλαβική υποταγή στο θεσμικό προορισμό μας, να τιμήσουμε το λειτούργημα που ως διάκονοι της Θέμιδος ασκούμε, και έτσι να εμπνεύσουμε προς όλους το σεβασμό στη Δικαιοσύνη. Μ’ αυτόν το στόχο, λοιπόν, που είναι πράγματι «μέγας», αξίζει να αναμετρηθούμε.
 
----------------------------------------------------------------------------------
 
1 βλ. Ι.Μανωλεδάκη, Δίκαιο και Ιδεολογία, 2011, σελ.83-84.
3 βλ. Ι.Μανωλεδάκη, Αξιόποινες παρεκτροπές του δικηγόρου κατά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου πελάτη του και δικαιολόγησή της, σε: Μελέτες για εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο (1978-1989), 1990, σελ. 180 επ.
4 Βλ. Παρμ. Τζίφρα, Η Δικαστική Εξουσία, 1981, σελ.18.
5 Ματθ. Ε΄, 19.
6 πρβλ Π.Σούρλα, Το ηθικό κενό της Δικαιοσύνης, σε Π.Τσούκα (επιμ.),

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου