Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Εφετείο Ιωαννίνων 108/2014: "Αντισυνταγματικό το παράλοβο για έφεση που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ"

ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Αριθμός απόφασης 108/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Λάμπρο Καρέλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος Εφετών και τη γραμματέα Αναστασία Βαρδάκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, για να δικάσει την εξής υπόθεση:
Της εκκαλούσης …………., κατοίκου ……………. Ιωαννίνων, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΚΜ.       .
Με την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων απορρίφθηκε η από 8-7-2013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή της εκκαλούσης.
Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε η ανακόπτουσα με την από 14-3-2014 (αρ. κατ. 36/20-3-2014) έφεσή της, με την οποία ζητά, όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Με την 119/21-3-2014 πράξη ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης η ανωτέρω.
Εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο και παραστάθηκε η εκκαλούσα, όπως αναφέρεται παραπάνω.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσης ζήτησε, όσα αναφέρονται στις προτάσεις του και στα πρακτικά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 14-3-2014 (αρ. κατ. 36/20-3-2014) έφεση στρέφεται κατά της 24/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ), η από 8-7-2013 {αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή της εκκαλούσης, για την ακύρωση της από 18-5-2012 πράξης και των 293/2012 πρακτικών δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Μονομελούς -Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον ή εκκαλούσα δεν επικαλείται και από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ, από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, στις 31-1-2014, δεν έχει περάσει τριετία (άρθρα 495, 498, 499, 500, 518 παρ. 2, 739, 741, 760 επ. ΚΠολΔ). Επίσης, αρμόδια φέρεται στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 19, 741, 760 επ, ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 19 ισχύει μετά το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 και 4 και 77 παρ. 1 του νόμου αυτού), με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 44 παρ. 1 του νόμου 3994/2011 (σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 και 4 και 77 παρ. 1 του νόμου αυτού), με την εφαρμογή και των άρθρων 748 και 760 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 760 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1, 741 ΚΠολΔ).
Πρέπει να σημειωθεί, ότι, ναι μεν δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμο;} 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται ατό τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το νδ 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτόκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Είναι αλήθεια, ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει. δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι όμω|ς ανεκτές οι δικονομικές αυτές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις (ΑΕΔ 33/95 ΕλΔικ 36-571). Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως, ενόψει του οικονομικού βάρους που επιβάλλει, θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή. Ειδικότερα.
Το ποσό των διακοσίων (200) (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να Αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση , ενόψει της ιερότητας  του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και, όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού.
Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του Θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης,' αύξηση των δημοσίων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί, καθόσον: α) η ανάγκη «αποτροπής άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων», με την οποία επιχειρείται η δικαιολόγηση του με την αιτιολογική έκθεση (ΚΝοΒ 60-561), επαρκώς, αλλά και δικαιότερα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, θεραπεύεται μέ τις από ετών υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να παρίστανται η νέα ρύθμιση περιττή ως προς την απονομή της δικαιοσύνης τουλάχιστον και η ανωτέρω δικαιολόγηση της μη πειστική, β) Με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται επιστροφή του παραβόλου μόνο «σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης» του διαδίκου που το κατέθεσε και όχι, όπως στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται και, όπως, για λόγους συνέπειας και προς αυτή, αλλά και προς τον ανωτέρω προβαλλόμενο σκοπό, θα έπρεπε, αν πρόκειται για μη αβάσιμο ένδικο μέσο. Βέβαια και αν ακόμη προβλεπόταν η επιστροφή του παραβόλου στην περίπτωση του μη αβασίμου ενδίκου μέσου και πάλι θα επρόκειτο για μέτρο που δεν συνάπτει με την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης και των δικαστηρίων, αφενός μεν διότι δεν αποκλείεται το σφάλμα της δικαστικής κρίσης που θα το χαρακτήριζε ως αβάσιμο και αφετέρου διότι το αβάσιμο ένδικο μέσο δεν ταυτίζεται και δεν συμπίπτει με το προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο.
Αν, συνεπώς, πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου δεν ήταν αυτή που προαναφέρθηκε, αλλά η υποβοήθηση της αποτελεσματικής λειτουργίας και απονομής της δικαιοσύνης, οπωσδήποτε θα έκανε λόγο, όχι, όπως πράττει, για αβάσιμο, αλλά για προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο ένδικο μέσο, παράλληλα δε, θα προέβλεπε την επιστροφή του παραβόλου, όχι σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης, αλλά σε κάθε περίπτωση που σύμφωνα με  τη δικαστική κρίση, η έφεση, έστω και αν απορρίφθηκε και, συνεπώς, ηττήθηκε ο εκκαλών, δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη, γ) Πέραν των ανωτέρω, αν ο πραγματικός σκοπός της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν εκείνος που προαναφέρθηκε, η επιστροφή του παραβόλου θα προβλεπόταν, όχι μόνο σε περίπτωση μερικής ή ολικής νίκης εκείνου που το κατέθεσε, αλλά σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν ήταν αβάσιμη, αφού άλλο απόρριψη της έφεσης, η οποία απόρριψη επάγεται με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ανεξάρτητα από την αιτία απόρριψης, εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και άλλο δικαστική κρίση για το ότι η έφεση που ασκήθηκε ήταν αβάσιμη, περίπτωση, η καταπολέμηση της οποίας, εφόσον συνέτρεχαν και οι ανωτέρω λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, δ) Δε προβλέπεται δυνατότητα επιστροφής του παραβόλου ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο, απορρίψει μεν την έφεση, κρίνει, όμως, δικαιολογημένη την άσκηση αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση και όπως, για τη συμφωνία της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης με τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις, θα έπρεπε, ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεσή της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στ) Συναρτώντας η  ανωτέρω ρύθμισή τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις' παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ' αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης και όχι ό ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (οχτ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61-1370) και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι’ αυτό, απ’ όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. (Σημ. Μ. Μαργαρίτη υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61-998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν έπρεπε, ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεσή της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στ) Συναρτώντας η ανωτέρω ρύθμιση τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις' παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ' αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης και όχι ο ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν τη<σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (σχτ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61-1370) και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστε!;, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι’ αυτό, απ’ όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. {Σημ. Μ. Μαργαρίτη υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61-998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν επιτρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα η οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος, για το αν η επιβολή του συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου σπ<^ τις παραπάνω διατάξεις δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, με την πρόβλεψη κατ((λογισμού του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του για την ουσία της υπόθεσης, αφού μόνο τότε θα μπορούσε να κρίνει ειδικά για όλες τις παραμέτρους σχετικά με το δικαιολογημένο ή μη της επιβολής του. θ) Αφού, τέλος, το παράβολο αποτελεί προκαταβολική κύρωση σε βάρος του εκκαλούντος, για την περίπτωση που αυτός δεν ήθελε εξέλθει ολικοί ή μερικά νικητής του δικαστικού αγώνα, με τη θέσπισή του ως προϋπόθεσης παραδεκτού της έφεσης, πριν δηλαδή την κρίση για τη νίκη ή ήττα του εκκαλούντος, δεν εξυπηρετείται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβάσιμων εφέσεων, αφού η έφεση, βάσιμη η αβάσιμη, έχει ήδη ασκηθεί, πέραν του ότι με την υπόψη ρύθμιση η κρίση για το βάσιμο ή μη αυτής μεταφέρεται σε διάφορο από το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανο και μάλιστα πριν] τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, ενώ, παράλληλα, το βάσιμο ή μη της έφεσης, ως θέμα που συναρτάται αποκλειστικά και ^όνο με, το κατά πόσο ο εκκαλών έχει δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όχι, είναι, αλλά και θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο από παράβολα ή και την προκαταβολή τους. Θα αποτραπεί έτσι και το παράδοξο να διαβλέπει το Εφετείο, ότι η έφεση είναι και στην ουσία βάσιμη και ότι, για, προφανείς ακόμη, λόγους δικαιοσύνης, επιβάλλεται η παραδοχή της, πλην να την απορρίπτει, λόγω μη (προ)καταβολής του οικείου παραβόλου από τον εκκαλούντα.
  Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν από τη διαπίστωση ότι οι αυξημένης ισχύος διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δεν κατοχυρώνουν τα ένδικα μέσα και το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας που ενδιαφέρει εν προκειμένω, Και τούτο, διότι, το δικαίωμα ενδίκου μέσου, ήτί)ΐ το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, προβλέπεται από το άρθρο 2 του Εβδόμου ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νόμο 1705/1987 και μεν ποινικές καταδίκες, πλην, όμως, επειδή απηχεί γενικότερη άποψη του διεθνούς νομοθέτη για δικαίωμα ολοκληρωμένης προσφυγής του ατόμου στη δικαιοσύνη, εφαρμόζεται αναλογικά και εν προκειμένω (Κ. Χιώλου, Αντισυνταγματικοί περιορισμοί ασκήσεως αναιρέσεων κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, ΝοΒ 44-328 επ.) και το οποία άρθρο ευθέως παραβιάζεται με το παραπάνω παράβολο ως - προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης και, μάλιστα, αδιακρίτως, για κάθε υπόθεση, αφού εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου από την παραπάνω οικονομική προϋπόθεση, η οποία είναι άσχετη με τους περιορισμούς της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου του Εβδόμου Πρωτοκόλλου, των οποίων θα μπορούσε να γίνει αναλογική μεταφορά με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ενώ η επιστροφή του παραβόλου με τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν θεραπεύει την παραβίαση (και την αδικία), αφού δεν αίρει τον αποκλεισμό όσων δεν μπορούν να το προκαταβάλουν. Εκτός τούτων, όταν, παρά την,, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη σχετικής υποχρέωσης, προβλέπεται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης έφεσης, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται για την παραδεκτή άσκησή της, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα αυστηρές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και, πολύ περισσότερο, να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στο ένδικο αυτό μέσο, όπως, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, συμβαίνει με το παράβολο για το οποίο γίνεται λόγος.
Τέλος, οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεφάρμοστες, επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.), καθόσον, προβλέποντας, αδιακρίτως, το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ’ αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ’ αυτούς, που, μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα, στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση, όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου.
Το παραπάνω ύψος του παραβόλου δεν αναιρεί όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πρωτίστως, διότι ή το ύψος του είναι χαμηλό και  συνεπώς, δυνατή η προκαταβολή του από όλους, οπότε δεν επιτυγχάνεται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβασίμων εφέσεων ή το ύψος του είναι πρόσφορο για την αποτροπή αβασίμων εφέσεων, οπότε, όμως, αδύνατη η προκαταβολή του από τους μη έχοντες τη σχετική δυνατότητα.
 Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1769, 1771, 1774 ΑΚ και 808 ΚΠολΔ, το αρμόδιο για τη δημοσίευση διαθήκης όργανο, προβαίνει στη δημοσίευση, αφού προηγουμένως εξετάσει, αυτεπαγγέλτως και διαπιστώσει, ότι πρόκειται για υποστατή διαθήκη, ήτοι έγγραφο που έχει χαρακτήρα διάταξης τελευταίας βούλησης (Μπαλής, ΚλρΔ, 1965,_παρ. 76. Βουζίκας, ΚλρΔ, β' τεύχος, 1975, παρ.94/Π, σελ. 354. Παπαντωνίου, ΚλρΔ, 1985, παρ. 76, σελ. 307. Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 808, σελ. 892, 897. Επίσης, Π. Νικολόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1769, αρ. 9), κάτι που δεν συμβαίνει, πλην άλλων και όταν η ανάγνωσή του είναι αδύνατη, αφού τότε αποκλείεται η παραπάνω διαπίστωση, ενώ η δημοσίευση, τεχνητά, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, δυνατή μόνο με την επισύναψη φωτοτυπίας του στην πράξη δημοσίευσης, ουδένα των σκοπών δημοσιότητας που επιδιώκονται, εξυπηρετεί. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου του ΚλρΔ του ΑΚ και εκείνες του άρθρου 173 του ίδιου Κώδικα για την ερμηνεία των διαθηκών, αφού η ερμηνεία προϋποθέτει ύπαρξη διαθήκης, ενώ, στην παραπάνω περίπτωση, δεν υφίσταται διαθήκη, με την ανωτέρω νομική έννοια του όρου, για να τεθεί και θέμα ερμηνείας της. Στην υπόθεση που εκδικάζεται, από τα 293/2012 πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τα οποία δημοσιεύθηκε, με την επισύναψη φωτοτυπίας του σ’ αυτά, το από 7-5-2011, ως ιδιόγραφη διαθήκη του ………… φερόμενο, κείμενο, όπως και από το πρωτότυπο του κειμένου αυτού, που προσκομίζεται, συνάγεται, ότι η ανάγνωση του εν λόγω κειμένου είναι αδύνατη, με Συνέπεια να μη μπορεί να διαγνωσθεί, όχι μόνο το περιεχόμενό “Του, αλλά ούτε και το όνομά του προσώπου  από το οποίο τούτο προέρχεται, Ενόψει τούτων και σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, το κείμενο αυτό δεν συνιστά υποστατή διαθήκη και, ως εκ τούτου,  η δημοσίευσή του ως διαθήκης ήταν αδύνατη- Αφού, επομένως, ·το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τα ανωτέρω, αλλά, αντίθετα, έκρινε, ότι ορθώς δημοσιεύθηκε το εν λόγω κείμενο ως ιδιόγραφη διαθήκη του ………………., απορρίπτοντας στη συνέχεια την παραπάνω ανακοπή ακύρωσης της πράξης και των πρακτικών δημοσίευσής του, εσφαλμένα τις αποδείξεις και, συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού εκτίμησε και τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε. Γι’  αυτό, οι σχετικοί λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και στην ουσία. Στη συνέχεια, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί και εκδικαοθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1, 741, 760 επ. ΚΠολΔ), πρέπει, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, η παραπάνω ανακοπή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία και να ακυρωθούν η πράξη και τα πρακτικά δημοσίευσης της ανωτέρω ως διαθήκης φερομένης, σύμφωνα με το διατακτικό, χωρίς σκέψη για δικαστική δαπάνη πρωτίστως, λόγω μη υποβολής σχετικού αιτήματος (άρθρα 106, 741, 746, 760 επ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την 8-72013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή αυτή. Και
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 18-5-2012 πράξη της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και τα 293/2012 πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με τη δημοσίευση του, ως ιδιόγραφη διαθήκη του ……………φερομένου, από 7-5-2011 κειμένου.
Κρίθηκε, αττοφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Απριλίου 2014, χωρίς να παρίστανται η εκκαλούσα και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου