Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στο χώρο της ποινικής Δικαιοσύνης στη χώρα μας εντοπίζεται στο τρόπο λειτουργίας και τη διεξαγωγή εν γένει της κύριας ανάκρισης.
Συχνά οι επιλογές του Ανακριτή σχετικά με την επιβολή ή όχι της προσωρινής κράτησης αμφισβητούνται, συνήθως σε υποθέσεις με μεγάλη δημοσιότητα, άλλοτε δικαίως και άλλοτε (συνηθέστερα) αδίκως. Αλλά και σε διεθνές επίπεδο παρουσιάζεται προβληματισμός αναφορικά με τον θεσμό του τακτικού ανακριτή και δη τόσο για την ουσιαστική απόδοση της ερευνητικής δράσης του δικαστή – ανακριτή, η οποία τίθεται εν αμφιβολία, όσο και γιατί η δικαστική του ιδιότητα του τελευταίου, διευκολύνει τελικά, όπως υποστηρίζεται, τη λήψη μέτρων καταναγκασμού ([1]).
Ενόψει, μάλιστα, των ζητημάτων αυτών προτάθηκε προ καιρού επίσημα στη Γαλλία, η κατάργηση του θεσμού, ενώ το ανακριτικό έργο, σύμφωνα με την ίδια πρόταση, περνάει στα χέρια του εισαγγελέα, με παράλληλη τόνωση της θέσης της υπεράσπισης και στον δικαστή εναποτίθεται ρόλος ελέγχου και εποπτείας. Στην Ιταλία ήδη καταργήθηκε ο θεσμός του τακτικού ανακριτή, με τον σχετικά πρόσφατο ΚΠοινΔ του έτους 1989, και στη θέση του εισήχθη ο ενιαίος θεσμός της προκαταρκτικής έρευνας, που διενεργείται από τον εισαγγελέα σε συνεργασία με την δικαστική αστυνομία. Τέλος στην Αγγλία εξακολουθεί να προκρίνεται η εμμονή στο εκεί ισχύον σύστημα, κατά το οποίο η ανάκριση βρίσκεται στην ουσία στα χέρια της αστυνομίας ([2]).
Ωστόσο στη χώρα μας ο θεσμός του ανακριτή δεν αμφισβητείται ιστορικά. Η βαρύτητα ορισμένων αδικημάτων, η συχνά μεγάλη διάρκεια τελεσίδικης εκδίκασης μιας υποθέσεως, που εκ των πραγμάτων καθιστούσε αναγκαία μια άτυπη πρώιμη δικαστική κρίση επί του αδικήματος, όσο και έντονη δυσπιστία της κοινής γνώμης απέναντι στους μηχανισμούς καταστολής του Κράτους, απόρροια των ανώμαλων πολιτικών και πολιτειακών μεταπολεμικών εξελίξεων([3]), έχουν δικαιώσει στην ελληνική κοινωνία το θεσμό αυτό ([4]).
Αδυνατεί ωστόσο η ελληνική κοινή γνώμη, αλλά ενίοτε και μερίδα του νομικού κόσμου, να κατανοήσει γιατί οι υποθέσεις βαλτώνουν επί σειρά ετών στο στάδιο της προδικασίας, δηλαδή της προκαταρκτικής εξετάσεως και κυρίας ανακρίσεως. Το «ντουλάπι» του ανακριτικού γραφείου, στο οποίο σωρεύονται επί έτη ποινικές δικογραφίες, αποτελεί έναν από τους κύριος παράγοντες, που οδηγούν στην καταδίκη της χώρας μας για παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δηλαδή για υπέρβαση του «εύλογου» χρόνου εκδικάσεως μιας ποινικής υποθέσεως([5]). Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι στην καθυστέρηση αυτή ενδεχομένως υπάρχουν και ευθύνες των ιδίων των δικαστικών λειτουργών, συνήθως λόγω απειρίας (αφού καλούνται να ανταπεξέλθουν στον πλέον δύσκολο ρολό στα πρώτα χρόνια της δικαστικής τους σταδιοδρομίας), αποτελεί , νομίζω, φενάκη να προσδοκάται ότι η καθυστέρηση αυτή μπορεί να αντιμετωπισθεί απλά με κατασταλτικά μέσα ή με τη θέσπιση ασφυκτικών χρονικών περιορισμών, συχνά ανεφάρμοστων. Και τούτο διότι το σύστημα της Ανακρίσεως σχεδιάστηκε με αλλά δεδομένα, σε εποχές δηλαδή όπου το οικονομικό αδίκημα σπάνιζε και, κυρίως, δεν εμφάνιζε την πολυπλοκότητα που έχει σήμερα. Επίσης η ουσιαστική «ατιμωρησία» της πλημμεληματικής παραβατικότητας (απόρροια περισσότερο του κορεσμού των φυλακών και όχι δικαιοπολιτικής επιλογής) υποχρεώνει την Πολιτεία να αναβαθμίζει κατά διαστήματα πολλά πρώην πλημμελήματα σε κακουργήματα ([6]), αλλά και την ίδια τη Δικαιοσύνη να ασκεί την ποινική δίωξη με την επιβαρυντική κακουργηματική περίπτωση, ενίοτε υπερβολικά ([7]), με αντίστοιχη βέβαια επιβάρυνση του έργου των ανακριτών .
Οι αριθμοί των εισαγομένων ανακριτικών δικογραφιών εμφανίζουν συνεχώς αυξητική τάση, καθώς στο Πρωτοδικείο Αθηνών το 2010 εισήχθησαν 6.898 «πρωτοείσακτες» ανακριτικές δικογραφίες, το 2011, 6.988, ενώ το 2012 ο συνολικός αριθμός εκτοξεύθηκε σε 8.405 ([8]), τις οποίες εκλήθησαν να επεξεργαστούν περί τους σαράντα (40) Ανακριτές, Τακτικοί και Ειδικοί. Οι Ανακριτές αυτοί (επιλεγόμενοι συνήθως εκ των καλυτέρων Πρωτοδικών), με εξαίρεση υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά το διάστημα της θητείας τους, απαλλάσσονται πλήρως από πολιτικές δικογραφίες. Eντός του έτους 2010 κάθε Τακτικός Ανακριτής χρεώθηκε διακόσιες δέκα (210) δικογραφίες περίπου κατ΄ ετος([9]), πέραν των άλλων καθηκόντων του (ποινικές έδρες, βουλεύματα, υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας), πολλές από τις οποίες απαιτούν σημαντικό αριθμό ανακριτικών ενεργειών, σύνταξη πολύπλοκων κατηγορητηρίων κλπ. Άλλωστε είναι γνωστό και μία ή δύο μόνο «βαρύνουσες» υποθέσεις σε ένα ανακριτικό γραφείο μπορεί να απαιτήσουν σχεδόν ολοκληρωτική και επίπονη ενασχόληση από τον Ανακριτή([10]). Η θέση του Ανακριτή σπανίως επιλέγεται οικειοθελώς από τους δικαστές (αντιθέτως μάλιστα μερικοί επιχειρούν πάση θυσία να την αποφύγουν) και συνήθως αποτελεί τη δυσκολότερη περίοδο της δικαστικής σταδιοδρομίας του δικαστή.
Παρά τη βαρύγδουπη ρήση του Ντε Γκωλ για τη δύναμη του Ανακριτή ([11]), ο τελευταίος τις περισσότερες φορές καλείται σε ρόλο απλού διεκπεραιωτή, αδυνατώντας να εκφέρει ευθέως οποιαδήποτε γνώμη επί της ουσίας της υποθέσεως. Η μεν απαλλακτική κρίση του «ανιχνεύεται» δια της μη επιβολής προσωρινής κρατήσεως ή αυστηρών περιοριστικών όρων ή δε «καταδικαστική» διατυπώνεται με στερεότυπη έντυπη φράση κατά την επιβολή τέτοιων όρων. Ακόμη και το δικαίωμα του να μην καλέσει τον κατηγορούμενο σε απολογία (δια της εκδόσεως «τυπικής» κλήσεως), διότι βλέπει ότι δεν συντρέχουν καθόλου ενδείξεις ενοχής, αμφισβητείται έντονα από τη θεωρία και στην πράξη εφαρμόζεται σπάνια, κυρίως μόνο σε ιδιωτικής φύσεως υποθέσεις, που έχει επέλθει συμβιβασμός μεταξύ των μερών.
Ωστόσο η εγκαθίδρυση μεταπολιτευτικά γνησίου δημοκρατικού πολιτεύματος και η ομαλή, σε γενικές γραμμές λειτουργία του για διάστημα 40 σχεδόν ετών, η άνοδος του επιπέδου των στελεχών της Αστυνομίας ([12]), η θεσμική και ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου του Εισαγγελέα (που πλέον έχει όλα τα εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, του Δικαστή), σε συνδυασμό με το επιτακτικό αίτημα για ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης, επιβάλλουν, κατά τη γνώμη μου επανεξέταση της αναγκαιότητας του ρόλου του Ανακριτή. Άλλως σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η πλήρης αναμόρφωσή του, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία της τακτικής ανακρίσεως, με τον Ανακριτή να αναλαμβάνει πραγματικά ουσιαστικό ρόλο, χωρίς εκπτώσεις στην ουσιαστική διερεύνηση του καταγγελλόμενου αδικήματος.
Για τους λόγους αυτούς προτείνονται οι κάτωθι λύσεις, κατά φθίνουσα σειρά αξιολόγησης.
Α) Η κατάργηση του θεσμού της κυρίας ανακρίσεως, ως έχει σήμερα. Το ρόλο αυτό θα αναλάβει ο Εισαγγελέας, σε συνεργασία με τη δικαστική αστυνομία, κατά το προαναφερθέν ιταλικό πρότυπο. Στην περίπτωση αυτή θα απαιτηθεί σταδιακή αύξηση του αριθμού των εισαγγελέων και αντίστοιχη μείωση του αριθμού των τακτικών δικαστών([13]). Η προσωρινή κράτηση και οι περιοριστικοί όροι θα επιβάλλονται με σύμφωνη γνώμη του αντιστοίχου Προέδρου «ακροάσεων», κατά αντίστροφη του ρόλου Ανακριτή και Εισαγγελέα Ακροάσεων που υπάρχει σήμερα. Η επιλογή αυτή, η πλέον δραστική, έχει ως θετικό στοιχείο την ενασχόληση του ιδίου προσώπου με τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση σημαντικού χρόνου και δαπάνης (εκ νέου μελέτης της δικογραφίας, απασχόλησης γραμματείας, επιμελητών κλπ). Επίσης την ανάθεση της διαδικασίας της ανακρίσεως στους πλέον εξοικειωμένους, με το ποινικό αδίκημα, εισαγγελείς. Ως μειονέκτημα θα μπορούσε να αναφερθεί η μη εξοικείωση των Εισαγγελέων με την κυρία ανάκριση (εμπόδιο που σύντομα θα υπερπηδηθεί, εφόσον οι ίδιοι είναι οι πλέον εξοικειωμένοι με την ποινική διαδικασία), αλλά και αυτή ακόμη η δυσλειτουργία που θα προκύψει κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου. Δεν θα πρέπει όμως να παροράται ότι η (συνήθως) απλή επανάληψη των ίδιων ανακριτικών ενεργειών και η αναγκαιότητα εκ νέου μελέτης της ανακριτικής δικογραφίας αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες επιβράδυνσης της ποινικής διαδικασίας ([14]), ιδίως στις περιπτώσεις πολυσχιδών οικονομικών αδικημάτων.
Β) Ο θεσμός του Ανακριτή παραμένει ως έχει σε Τακτικό Δικαστή και δη σε Πρωτόδικη, ως ορίζει ο ισχύων Οργανισμός Δικαστηρίων. Ωστόσο ο ανακριτής κατά τη διαβίβαση της δικογραφίας διατυπώνει το ιστορικό της υποθέσεως και την επί της ουσίας πρόταση του, καθώς και την παραπομπή ή όχι του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιλογή αυτή εκ πρώτης όψεως ξενίζει, πιθανόν λογω της παρωχημένη αντίληψης του ρόλου του Ανακριτή, ως απλού συλλέκτη των στοιχείων που θα στηρίξουν την κατηγορία ή ως «προκατειλημμένου» έναντι του ανακρινόμενου. Αποτελεί, θεωρώ, υποκρισία, ο Ανακριτής, ο οποίος είναι αυτός που γνωρίζει σε βάθος την υπόθεση (πιθανόν καλύτερα κι από το ίδιο το δικάζον δικαστήριο, ιδίως στις ογκώδεις υποθέσεις) να μην έχει τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη επί της ουσίας της υποθέσεως ([15]). Φρονώ ότι η θέση αυτή δεν προσκρούει στην ΕΣΔΑ, εάν επεκταθεί η εξαίρεση του ανακριτή από την επί της ουσίας εκδίκαση της υποθέσεως (κάτι που ουσιαστικά συμβαίνει και σήμερα). Ο εισαγγελέας στον οποίο θα διαβιβάζεται η δικογραφία, αφού ελέγξει τα τυπικά στοιχεία της υπόθεσης (πέρας ανακρίσεως κλπ) και αφού κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, θα διαβιβάζει τη δικογραφία στο Συμβούλιο ([16]), στο οποίο εξυπακούεται ότι δεν θα μετέχει ο ανακριτής και το οποίο έχει (ούτως ή άλλως) τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί εν γένει από την πρόταση του Ανακριτή (σήμερα του Εισαγγελέα). Στην περίπτωση αυτή θα απαιτηθεί σταδιακή αύξηση του αριθμού των δικαστών και αντίστοιχη μείωση του αριθμού των εισαγγελέων, ο ρόλος των οποίων διευκολύνεται. Η επιλογή αυτή, έχει ως θετικό στοιχείο την εξοικονόμηση χρόνου, με την παράκαμψη της ενασχόλησης του εισαγγελέα με μια δικογραφία «ξένη» σε αυτόν, προς σύνταξη προτάσεως στο Συμβούλιο, με τις εξεζητημένες, ενίοτε, επιστροφές της δικογραφίας για περαιτέρω κυρία ανάκριση (γνώστη και ως «Β»). Ως μειονέκτημα αυτής της προτάσεως είναι μικρότερη σε σχέση με την Α' πρόταση εξοικονόμηση χρόνου για ορισμένες κατηγορίες αδικημάτων, κυρίως για τα αδικήματα που έχει διενεργηθεί εις βάθος προκαταρκτική εξέταση ([17]).
Γ) Η ανάθεση του ρόλου του Ανακριτή σε Εφέτη, αν όχι στο σύνολο των υποθέσεων, τουλάχιστον στις υποθέσεις, που δεν εισάγονται με τη διαδικασία της «συνοδείας», που συνήθως είναι και οι απλούστερες ([18]). Ήτοι στην επέκταση του θεσμού του Εφέτη – Ανακριτή, που σήμερα γίνεται μόνο κατ΄ εξαίρεσιν. Ο εφέτης Ανακριτής θα διαβιβάζει ως και σήμερα την υπόθεση στον Εισαγγελέα, ο οποίος με πρόταση του την εισαγάγει στο Συμβούλιο, το οποίο επιλαμβάνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, κατά τα πρότυπα των αδικημάτων με την επιβαρυντική περίσταση του Ν. 1608/1950. Στα θετικά της προτάσεως αυτής. 1) η παράκαμψη του Β΄ βαθμού στη διαδικασία εκδόσεως του Βουλεύματος, 2) η ανάθεση της ανακρίσεως σε εμπειρότερους, κατά τεκμήριον, δικαστές, των οποίων η πολυετής υπηρεσία είναι και ευκολότερα αξιολογήσιμη κατά την επιλογή του καταλληλότερου προσώπου για τα καθήκοντα του Ανακριτή. Στην περίπτωση αυτή θα απαιτηθεί η αύξηση του αριθμού των Εφετών έναντι των Πρωτοδικών, με μειονέκτημα όμως την διατάραξη της ήδη υπερβολικής για ευρωπαϊκά δεδομένα αναλογίας μεταξύ δικαστών α΄ και β΄ βαθμού στη χώρα μας([19]). Ένα άλλο μειονέκτημα είναι η δυσχερέστερη πρόσβαση των διαδίκων που ζουν στην επαρχία στα Εφετεία σε σχέση με τα πρωτοδικεία, μειονέκτημα όμως που μετριάζεται ουσιωδώς με τη δημιουργία νέων οδικών αξόνων και τη σημαντικότατη αύξηση του αριθμού των Εφετείων την τελευταία 20ετια([20]). Τοιουτοτρόπως δε τα νεοϊδρυθέντα Εφετεία, επαρκέστερα πλέον στελεχωμένα και με τους Ανακριτές([21]), αποκτούν πραγματικό νόημα υπάρξεως. Με τη συγκεκριμένη ωστόσο επιλογή (πέραν των μειονεκτημάτων που προαναφέρθηκαν) ο εξοικονομούμενος χρόνος είναι ο λιγότερος δυνατός σε σχέση με τις προηγούμενες προτάσεις([22]), κρίσιμος ωστόσο ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου συμπληρώσεως των ανωτάτων ορίων προσωρινής κρατήσεως. Επίσης δεν αποκλείεται να προκαλέσει την «εύλογη» δυσθυμία των νυν υπηρετούντων Εφετών, οι οποίοι θα κληθούν μετά πάροδο ετών, να υπηρετήσουν εκ νέου στην άχαρη αυτή θέση, όπως και κατά την αρχή της σταδιοδρομίας τους.
Πρόθεση των ανωτέρω προτάσεων είναι η εξοικονόμηση του αναγκαίου χρόνου και προσωπικού κατά τη διεκπεραίωση της διαδικασίας της κυρίας ανακρίσεως, με πλήρη σεβασμό στα ουσιαστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου([23]), αλλά και με τον περιορισμό της παρεμβολής πολλών παραγόντων, που –συνήθως- λίγα προσφέρουν κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως, ενώ αντιθέτως επιβαρύνουν υπέρμετρα τη διάρκεια της ποινικής δίκης, σε σημείο ώστε σήμερα η χώρα μας να βρίσκεται στην τετάρτη θέση σε καταδίκες για παραβίαση του εύλογου χρόνου επί συνόλου 47 χωρών του Συμβούλιου της Ευρώπης. Η σημερινή δυσμενής οικονομική συγκυρία δεν επιτρέπει δυστυχώς την «πολυτέλεια» να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, ακόμη κι αν δεν υπήρχε επιτακτική η απαίτηση της κοινωνίας για ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης Έχει δε αποδειχθεί ότι, ακόμη και σε εποχές οικονομικής ευμάρειας, η πρόσληψη προσωπικού (δικαστών – γραμματέων) ουδέποτε ακλούθησε το ρυθμό αυξήσεως των υποθέσεων. Ανεξαρτήτως πάντως του εάν οι παραπάνω λύσεις είναι ικανές ή όχι στο να συμβάλουν στην απρόσκοπτη επιτάχυνση της ανακριτικής διαδικασίας, είναι αυτονόητο ότι ο προβληματισμός για ριζική αναμόρφωση του ισχύοντος συστήματος, με βάση και τα δεδομένα και τις διαπιστώσεις άλλων χωρών, παραμένει.
[1] Μ. Τσάμη, «η κυρία ανάκριση και τα προβλήματα διεξαγωγής της», Δικαστικά Νέα, τ. Απριλίου – Ιουνίου 2011, όπου και παραπομπές.
[2] Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. 2012, σ. 99 επ., ιδίως 111 -112.
[3] αλλά και προς στους σημερινούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, απόρροια των πελατειακών εξαρτήσεων και της γενικότερης δυσλειτουργίας του Ελληνικού Δημοσίου,
[4] με αποκορύφωμα τη γνωστή υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη και το ρολό του τότε ανακριτή στην εξιχνίαση της υποθέσεως. Χαρακτηριστική είναι επίσης η «ευνοϊκή» αντιμετώπιση της κοινής γνώμης στις πρόσφατες περιπτώσεις προσωρινής κρατήσεως σημαινόντων παραγόντων της πολιτικής και οικονομικής ζωής.
[5] Ν. Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες ποινικής δίκης, εκδ. 2012, σ. 112.
[6] π.χ. λαθρομετανάστευση, διατάξεις Ν. περί πνευματικής ιδιοκτησίας, υποθέσεις «τρομοκρατίας» κλπ
[7] όπως π.χ. σε περιπτώσεις παραβ. Ν. Ναρκωτικών ή κοινών κλοπών, που χαρακτηρίζονται ως διακεκριμένες.
[8] Στο σημείο αυτό κάνω χρήση προφορικής ενημερώσεως από τη Διοίκηση του Πρωτοδικείου
[9] Δηλαδή εκλήθη να περαιώσει δεκαοκτώ (18) περίπου «πρωτοείσακτες» ανακριτικές δικογραφίες το μήνα.
[10] βλ. Μ. Τσάμη, «η κυρία ανάκριση και τα προβλήματα διεξαγωγής της», δικαστικά Νέα, τ. Απριλίου – Ιουνίου 2011, όπου κατατοπιστικότατα περιγράφονται τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Ανακριτής κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του.
[11] ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, ερωτηθείς για το αν υπάρχει ισχυρότερο πρόσωπο απ΄ αυτόν στη Γαλλία, φέρεται να απάντησε «ο Ανακριτής»!
[12] είσοδος στην οποία γίνεται πλέον μέσω του, πλέον αδιάβλητου έως σήμερα, συστήματος των «Πανελληνίων» Εξετάσεων
[13] εννοείται και τροποποίηση των σχετικών διατάξεων της ποινικής δικονομίας και Οργανισμού Δικαστηρίων, καθώς και η πρόβλεψη μεταβατικού σταδίου έως την περάτωση της θητείας των ήδη υπηρετούντων ανακριτών.
[14] βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ο.π. σ. 112.
[15] Ο γράφων ενθυμείται χαρακτηριστικά τις συμβουλές όλων σχεδόν των ανωτέρων του να αποφεύγει να αναφέρεται στην ουσία της υποθέσεως σε περιπτώσεις διατάξεων επί αιτήσεων αντικαταστάσεως προσωρινής κρατήσεως και περιοριστικών όρων, συμβουλή που δεν ακολούθησε πάντα.
[16] ως ενδιάμεση, παρεμφερής, πρόταση θα μπορούσε να προβλεφθει και η δυνατότητα του Εισαγγελέα, να συντάξει νέα επί της ουσίας πρόταση στο Συμβούλιο, διαφοροποιούμενος από του Ανακριτή. Φρονώ όμως ότι αυτή δεν θα τύχει συχνής πρακτικής εφαρμογής.
[17] Σύμφωνα πάντως με το άρθρο 14 του Συντάγματος σε περίπτωση κατασχέσεως εντύπου, που έχει ήδη επιβληθεί δι΄ εισαγγελικής παραγγελίας, απαιτείται εντός 24 ωρών από της κατασχέσεως, Εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει για τη διατήρηση ή μη της κατασχέσεως. Εξ αυτής της Συνταγματικής προβλέψεως, δεν συνάγεται, φρονούμε, και συνταγματικό κώλυμα όπως, για κάθε διάσκεμμα του Δικαστικού Συμβούλιου, προηγείται απαραιτήτως εισαγγελική πρόταση (τροποποιουμένου του ισχύοντος ΚΠοινΔ
βεβαίως).
βεβαίως).
[18] επ’ αυτοφώρω συλλήψεις κυρίως για ληστείες, διακεκριμένες κλοπές, ναρκωτικά, κλπ
[19] H Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με το μικρότερο ποσοστό υπηρετούντων δικαστών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια (58%) ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 70% (βλ. Μ. Καραχάλιου, Η ελληνική Δικαιοσύνη στον Ευρωπαϊκό Χάρτη, σε http://www.lawnet.gr/news/h-elliniki-dikaiosuni-ston-europaako-xarti-27741.html). Η δυσαναλογία αυτή οφείλεται αφενός μεν στη μεγάλη συχνότητα προσφυγής στο β΄ βαθμό στις πολιτικές υποθέσεις, αφετέρου στην εκδίκαση του συνόλου σχεδόν των κακουργημάτων από τα Εφετεία, τόσο σε πρώτο, όσο και δεύτερο βαθμό.
[20] από 12 το 1992 σε 19 σήμερα, αντί, σημειωτέον, 24 όλης της Γερμανίας και 5 της (πολυπληθέστερης ημών) Ολλανδίας. Την κριτική θέση μας επί του ζητήματος του δυσανάλογα μεγάλου αριθμού πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων στη χώρα μας και των πρακτικών προβλημάτων που ανακύπτουν βλ. σε http://dikastis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5.html.
[21] και όχι με αριθμό που ενίοτε δεν επαρκεί ούτε για τη συγκρότηση Πενταμελούς Εφετείου, ως σήμερα, με αποτέλεσμα να καλούνται Εφέτες από τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς προς συμπλήρωση συνθέσεως, με αντίστοιχη χρονική και οικονομική επιβάρυνση των ιδίων, αλλά και του Δημοσίου, που, έστω και καθυστερημένα, αποδίδει μέρος των δαπανών τους.
[22] αφού σήμερα η έφεση επί βουλευμάτων περιορίζεται κυρίως σε λόγους απολύτου ακυρότητος ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
[23] δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι για μεγάλη κατηγορία αδικημάτων σε βαθμό κακουργήματος προβλέπεται η απ΄ ευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, χωρίς καν την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος.
(Το άρθρο έχει ήδη δημοσιευτεί στην «Ποινική Δικαιοσύνη», τ. Μαρτίου - Απριλίου 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου