Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

ΕφΑθ (Τριμ.-Τμ.2ο) 461/25: ΔΗΜΟΣ – ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΑΜΙΑ – ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΠΟΣΩΝ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ. ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ – ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

 


ΔΗΜΟΣ – ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΑΜΙΑ – ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΠΟΣΩΝ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ. ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ – ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. ΔΕΚΤΗ Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΤΗ ΖΗΜΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 50% – ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΑΝ ΝΑ ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ [ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ/ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ] ΚΑΙ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΤΗΡΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΑΜΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ. ΔΕΚΤΗ ΕΝ ΜΕΡΕΙ Η ΑΓΩΓΗ. ΔΕΚΤΗ Η ΕΦΕΣΗ. 


ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 2° ΔΗΜΟΣΙΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ 461/2025

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αγγελική Καμπανάρη, Πρόεδρο Εφετών, Αγγελική Καγιούλη, Εφέτη, Αντώνιο Σβύνο, Εφέτη-Εισηγητή και από τον Γραμματέα Νικόλαο Χρονά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

..................

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΑΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΟ

 

(...) Με την ένδικη από 11.5.2021 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «Δήμος ...» εξέθεσε ότι κατόπιν διενέργειας αρχικά ταμειακού και εν συνεχεία διαχειριστικού-οικονομικού ελέγχου, που πραγματοποιήθηκε για τα έτη 2008 και 2009 στον τότε Δήμο ..., ο οποίος στη συνέχεια συγχωνεύθηκε στον ενάγοντα Ο.Τ.Α., διαπιστώθηκε ταμειακό έλλειμμα , ύψους 822.132,24 ευρώ, εκ των οποίων, ποσό 202.546,21 ευρώ για το έτος 2008 και ποσό 619.586,13 ευρώ για το έτος 2009. Ότι το έλλειμμα αυτό προήλθε, κατά το πλείστον, από υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση χρηματικών ποσών από τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο προαναφερόμενος Δήμος στην εναγόμενη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «...της Ελλάδος α.ε.» (...Α.Ε.) και από το φυσικό ταμείο του, τελεσθείσα από τον ήδη αποβιώσαντα υπάλληλο (ταμία) του Δήμου, ... ..., κατά το χρονικό διάστημα από 30.1.2008 έως 18.11.2009, όταν και απομακρύνθηκε από τη θέση αυτή με απόφαση του Δημάρχου. Ότι συγκεκριμένα ο ως άνω πρώην δημοτικός ταμίας, κατά τις εκτιθέμενες στην αγωγή ημεροχρονολογίες, μέσω των επίσης εκτιθέμενων διαδοχικών αναλήψεων από τον με αριθμό ... καταθετικό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο Δήμος ... στην εναγόμενη (υποκατάστημα Ν....), ανέλαβε και υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των 819.970 ευρώ. Ότι στα ειδικότερα παρατιθέμενα εντάλματα πληρωμής/αναλήψεων των επιμέρους υπεξαιρεθέντων ποσών, που εκδόθηκαν από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης ...Α.Ε αναγραφόταν ότι η ανάληψη διενεργείτο από τον Δήμο ..., όπως εκπροσωπείτο από τον (φερόμενο ως) εξουσιοδοτημένο προς τούτο ... ..., άπαντα δε τα ανωτέρω εντάλματα έφεραν την έγκριση του αρμοδίου υπαλλήλου της εναγομένης, ο οποίος κατά περίπτωση είτε απλά υπέγραφε είτε έθετε ταυτοχρόνως με την υπογραφή του και σφραγιδάκι με τη φράση «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ». Ότι, όμως, στο πλαίσιο σχετικής πάγιας τακτικής του ανωτέρω Δήμου, η οποία εξυπηρετούσε λόγους διαφάνειας και νομιμότητας, η εκταμίευση οποιουδήποτε ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του απαιτούσε την από κοινού υπογραφή των σχετικών ενταλμάτων πληρωμής από δύο πρόσωπα σε διαζευκτικά ζεύγη, ήτοι απαιτείτο η υπογραφή του ταμία του Δήμου από κοινού με την υπογραφή είτε του Δημάρχου είτε του Προϊσταμένου της Οικονομικής Υπηρεσίας του Δήμου, ο σχετικός δε όρος είχε διατυπωθεί κατά σε σχετικές επικαλούμενες αποφάσεις του Δημάρχου περί διορισμού και αναλυτικών καθηκόντων του ταμία και είχε κοινοποιηθεί σε όλα τα τραπεζικά ιδρύματα, στα οποία ο Δήμος διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς και στα οποία περιλαμβανόταν και η εναγόμενη. Ότι γι αυτό τον λόγο και αναφορικά με τη συναφή δυνατότητα εκταμίευσης υπό τον ανωτέρω όρο (συνυπογραφής) από μέρους του προαναφερόμενου ταμία του ενάγοντος, ποσών (και) από τον ανωτέρω τηρούμενο στην εναγόμενη καταθετικό λογαριασμό του εκδόθηκαν και κοινοποιήθηκαν στην τελευταία οι με αριθμούς .../2007 και .../2009 αποφάσεις του Δημάρχου ..., που ίσχυσαν καθ όλο το χρονικό διάστημα, που ο ... ... κατείχε την υπαλληλική ιδιότητα του ταμία του ομώνυμου Δήμου. Ότι, σ'αυτό πλαίσιο, προκειμένου ο τελευταίος ως δημοτικός ταμίας να δύναται να προβαίνει νομίμως σε αναλήψεις χρημάτων από τον ανωτέρω καταθετικό λογαριασμό, που τηρούσε ο Δήμος ... στην εναγόμενη, όφειλε να επιμελείται ώστε τα αντιστοίχως εκδιδόμενα εντάλματα πληρωμής/αναλήψεως χρημάτων από τον υπόψη καταθετικό λογαριασμό να φέρουν την από κοινού υπογραφή του ίδιου και του Δημάρχου ή του Προϊσταμένου της Οικονομικής Υπηρεσίας του ανωτέρω Δήμου, η δε εναγόμενη από την πλευρά της όφειλε δια του Διευθυντή και των υπαλλήλων της, που υπηρετούσαν στο Υποκατάστημα της Ν. ..., να εκταμιεύει και να παραδίδει την κατοχή των χρημάτων σε αυτόν (τον ταμία), μόνον εφόσον το εκάστοτε ένταλμα έφερε τις δύο κατά τα άνω υπογραφές, αφού προηγουμένως είχε προβεί, όπως είχε σχετική συμβατική υποχρέωση στο πλαίσιο και των προαναφερόμενων αποφάσεων του Δημάρχου περί διορισμού και καθηκόντων του ταμία του ενάγοντος, στον επιμελή έλεγχο των στοιχείων νομιμοποίησης του ανωτέρω ταμία ως εκπροσώπου του τέως Δήμου .... Ότι παρά ταύτα, οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης τράπεζας επέδειξαν βαριά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συνιστάμενη στην εξακολουθητική και επί μακρό χρονικό διάστημα (από 30.1.2008 έως 31.12.2008 και από 1.1.2009 έως 18.11.2009) παράλειψη από μέρους τους, να ελέγχουν σε κάθε μερικότερη ανάληψη των επιμέρους υπεξαιρεθέντων ποσών που πραγματοποιούσε ο προαναφερόμενος ταμίας του ενάγοντος Δήμου, τη νομιμότητα των εντολών πληρωμής και την νομιμοποίηση του τελευταίου να ενεργεί με μόνη την δική του υπογραφή, αναλήψεις από τον προκείμενο λογαριασμό για λογαριασμό του Δήμου ..., προφυλάσσοντας με τον επίμαχο αυτόν έλεγχο τα συμφέροντα του τελευταίου ως αντισυμβαλλομένου της εναγομένης, όπως όφειλαν και μπορούσαν. Ότι περαιτέρω ο προαναφερόμενος και ήδη αποβιώσας ταμίας του ενάγοντος προκειμένου να καταφέρνει να αποκρύπτει για όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα τις κατ'εξακολούθηση υπεξαιρέσεις του, μετερχόταν διάφορες μεθόδους και πρακτικές, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο επικαλούμενο με αριθ.πρωτ. …. πόρισμα της Οικονομικής Επιθεώρησης ... του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε στη μηνιαία κατάσταση εσόδων-εξόδων, που (αυτός) υπέβαλε στον Δήμαρχο και την Δημαρχιακή Επιτροπή να μην γίνονται αντιληπτές οι παράνομες αναλήψεις, τις οποίες πραγματοποιούσε. Ότι η εναγόμενη με την παραπάνω συμπεριφορά των υπαλλήλων της, ενεργώντας κατά παράβαση της μεταξύ τους σύμβασης κατάθεσης χρημάτων (ανώμαλης παρακαταθήκης) και των όρων που αποτυπώνονταν στις με αριθμούς .../2007 και .../2009 κοινοποιηθείσες σε αυτή (εναγόμενη) αποφάσεις Δημάρχου περί διορισμού και αναλυτικών καθηκόντων του ως άνω ταμία, προκάλεσε στον ενάγοντα Ο.Τ.Α. περιουσιακή ζημία κατά το προαναφερθέν ποσό, το οποίο (ποσό) αρνείται να του το αποδώσει. Ότι πριν από την άσκηση της προκείμενης αγωγής, είχε (ο ενάγων) ασκήσει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ .../.../2010 όμοια αγωγή της, η οποία, όμως, με τη με αριθμό 22960/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως αόριστη και δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ'αυτής. Ζήτησε δε με βάση το ανωτέρω ιστορικό, το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης εκ της συμβάσεως ανώμαλης παρακαταθήκης (άρθρα 827 και 830 ΑΚ) και στην παραβίαση των παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεων ασφάλειας και πρόνοιας στις σχέσεις των εν θέματι συμβαλλομένων, να υποχρεωθεί η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 819.970 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία η υπ'αριθ. 3089/2023 εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε την αγωγή στο σύνολό της και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το αμέσως προαναφερόμενο ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και την καταδίκασε στην πληρωμή, επίσης, του συνόλου των δικαστικών του εξόδων, ύψους 9.800 ευρώ. Την εν λόγω απόφαση αιτιάται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε η εκκαλούσα την αποδοχή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων έτσι ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, να κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση και ν' απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Απορριπτέα, όμως ως απαράδεκτη, τυγχάνει η υποβαλλόμενη με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων επιμέρους αίτηση της εκκαλούσας και ασκούσας τους πρόσθετους λόγους, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν συμμορφωθεί εκουσίως η τελευταία με το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Και τούτο, διότι ναι μεν η υπό κρίση αίτηση, επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στο άρθρο 914 ΚΠολΔ, παραδεκτά υποβλήθηκε με το δικόγραφο των υπό κρίση πρόσθετων λόγων, η δε επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονται πριν εκτελεστεί η εκκαλούμενη απόφαση διατάσσεται όχι μόνο όταν η απόφαση εκτελέσθηκε αναγκαστικά αλλά και όταν εκείνος, που καταδικάσθηκε, συμμορφώθηκε εκουσίως προς το περιεχόμενο της αποφάσεως, προκειμένου να αποτρέψει την εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση, πλην όμως παραδεκτή είναι η εν λόγω αίτηση εφόσον η εκτέλεση- εκούσια συμμόρφωση έγινε και προαποδεικνύεται με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση, που δεν επικυρώθηκε από το Εφετείο (ΟλΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 2001.379, ΑΠ 1175/2017, ΕφΑθ 693/2024 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 365/2024, τνπ ΝΟΜΟΣ), όρος, ωστόσο που δεν συντρέχει στην υπό κρίση αίτηση, καθόσον η εκκαλούμενη καταψηφιστική απόφαση δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Η επικαλούμενη, δηλαδή, στην ίδια αίτηση εκούσια εξόφληση από μέρους της εκκαλούσας-εναγομένης του πρωτοδίκως επιδικασθέντος στον ενάγοντα ποσό πλέον τόκων υπερημερίας και επιδικίας, δυνάμει του επικαλούμενου από 11.4.2024 σχετικού συμφωνητικού-απόδειξης είσπραξης (με ρητή δέσμευση επιστροφής του από τον ενάγοντα νυν εφεσίβλητο σε περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης και των πρόσθετων λόγων), διαλαμβάνεται μεν ως εκούσια εκτέλεση, η οποία όμως δεν είναι απότοκη, απαίτησης εξοπλισθείσας με προσωρινή εκτελεστότητα (ΕφΑθ 365/2024, ΕφΑθ 693/2024 ό.π.).

Ι]Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324 και 325 του ΚΠολΔ προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι το δεδικασμένο που παράγεται από τις τελεσίδικες αποφάσεις μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, ως τέτοιο δε ζήτημα νοείται και η απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας. Στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ασκηθεί νέα, όμοια με την προηγούμενη, αγωγή, ήτοι αγωγή με την ίδια δικονομική έλλειψη (αοριστία), το δικαστήριο θα απορρίψει τη νέα αυτή αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, ενώ δεν παράγεται δεδικασμένο και ως προς το δικαίωμα, το οποίο με την αγωγή έγινε επίδικο, αφού το δικαίωμα αυτό μετά την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης δεν εξετάστηκε. Εάν ο ενάγων, καθώς έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την ανωτέρω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη, αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή (ΑΠ 85/2018, ΑΠ 88/2015, ΑΠ 718/2008,ΕφΑθ 682/2022τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται συνοπτικά στην υπό κρίση αγωγή και προκύπτει ειδικότερα και από τα σχετικώς προσκομιζόμενα έγγραφα της δικογραφίας, επί της προηγούμενης από 1.11.2010 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ .../.../2010 αγωγής, που άσκησε ο Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «Δήμος ...» (καθολικός διάδοχος του οποίου έχει ήδη καταστεί ο νυν ενάγων Ο.Τ.Α) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της νυν εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...της Ελλάδος» (...), αιτούμενος ενόψει του ενδίκου (και με την υπό κρίση αγωγή) ταμειακού ελλείμματος στον εν λόγω Δήμο από τον πρώην δημοτικό ταμία ... ..., να υποχρεωθεί η εναγόμενη εξαιτίας της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς των υπαλλήλων της, να καταβάλει σ'αυτόν ως αποζημίωση το σύνολο του ελλείμματος αυτού, ύψους 822.132,34 ευρώ εκδόθηκε η με αριθμό 2296/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η προηγηθείσα αγωγή ως αόριστη, διότι δεν εκτίθετο σ'αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα το πως προέκυπτε το επικαλούμενο ύψος της ζημίας του ενάγοντος, αφού δεν εξειδικεύονταν ποια επί μέρους ποσά από τις επισυναπτόμενες στην ανωτέρω αγωγή κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού του, αποτέλεσαν το αντικείμενο υπεξαίρεσης από τον προαναφερόμενο άλλοτε δημοτικό υπάλληλο, ενώ συγχρόνως για τον ίδιο λόγο υφίστατο ασάφεια στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο ως προς το ποιες ήταν οι συναλλαγές, στις οποίες εκδηλώθηκε η ιστορηθείσα ζημιογόνος αντισυμβατική συμπεριφορά των υπαλλήλων της εναγομένης, δεδομένου ότι στις επισυναφθείσες στην ίδια αγωγή κινήσεις του λογαριασμού περιλαμβάνονταν και συναλλαγές, τις οποίες αποδεχόταν ο ενάγων ως έγκυρες, και ως εκ τούτου καθίστατο απολύτως αδύνατο να αποσαφηνιστούν τα στοιχεία της ζημίας, αλλά και της υπαιτιότητας της εναγομένης στο στάδιο των αποδείξεων. Η εκκαλούσα δε με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση έφεσης επικαλείται ότι η τοιαύτη απόρριψη της προαναφερόμενης, όμοιας ιστορικής βάσης, αγωγής του ενάγοντος, εξαιτίας αοριστίας, έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης της νυν ένδικης αγωγής - και δη από τις 14.5.2021, δοθέντος ότι επιδόθηκε νόμιμα στον ίδιο ως ηττηθέντα στις 20.10.2020 (σύμφωνα με σχετική έγγραφη επισημείωση επί του πρώτου φύλλο αυτής του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου...….), λαμβανομένης υπόψη και της αναστολής των δικαστικών προθεσμιών λόγω της covid-19 - και ως εκ τούτου παράγει, κατ'άρθρο 322 παρ.1 εδ.β'ΚΠολΔ δεδικασμένο επί του ανωτέρω δικονομικού ζητήματος, που κρίθηκε οριστικά. Αιτιάται δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν απέρριψε, αυτεπαγγέλτως επιλαμβανόμενο, την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω του ρηθέντος δεδικασμένου, καθόσον ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος Ο.Τ.Α ουδέν γεγονός θεμελιωτικό του ορισμένου της αγωγής του συνεισέφερε με το υπό κρίση νεώτερο αγωγικό δικόγραφό του, που θεμελιώνεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία με την ήδη ως άνω τελεσιδίκως απορριφθείσα από 1.11.2010 προηγούμενη αγωγή του. Ωστόσο, όπως διαλαμβάνεται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απόφαση που απέρριψε αγωγή για τυπικό λόγο, δεσμεύει κάθε μεταγενέστερο δικαστήριο, μόνο εάν ασκηθεί εκ νέου η αγωγή με την ίδια δικονομική έλλειψη, χωρίς δηλαδή να συμπληρωθεί η διαδικαστική προϋπόθεση που έλλειπε ή να παρακαμφθεί το δικονομικό κώλυμα που συνέτρεχε εξ αρχής. Επειδή, όμως, όπως σαφώς προκύπτει από την εκτίμηση του ήδη εκτεθέντος περιεχομένου της ένδικης αγωγής, σ'αυτήν παρατίθενται λεπτομερώς τα στοιχεία των συναλλαγών, στις οποίες εκδηλώθηκε η ιστορούμενη ζημιογόνα αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης - εκκαλούσας και δη των επιμέρους ενταλμάτων πληρωμής εκδόσεως της τελευταίας προς τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, καθώς και τα επιμέρους ποσά αυτών, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο υπεξαίρεσης από τον πρώην δημοτικό ταμία του ενάγοντος ... ... και συνιστούν και την ζημία του ενάγοντος, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος πρόσθετος λόγος έφεσης, δεδομένου, ότι επειδή θεραπεύθηκε το ελάττωμα της ως άνω αρχικής αγωγής, με την επίκληση των αμέσως προδιαλαμβανόμενων θεμελιωτικών της διαδικαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου του στοιχείου της ζημίας του ενάγοντος γεγονότων, το επικαλούμενο δεδικασμένο της με αριθμό 2296/2020 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν εμποδίζει τον ενάγοντα να επανέλαβε με την ένδικη ορισμένη αγωγή, σύμφωνα με τα σχετικώς εκτεθέντα στην ίδια ως άνω μείζονα σκέψη.

II] Α)Κατά το άρθρ. 830 ΑΚ, η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη, η οποία στην περίπτωση αυτή χαρακτηρίζεται ως ανώμαλη παρακαταθήκη. Έτσι και η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, που κύριο σκοπό έχει την ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του καταθέτη, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού η τράπεζα έχει την εξουσία χρησιμοποίησης των χρημάτων του καταθέτη και συνεπώς κατά το άρθρ. 830 ΑΚ έχουν σ' αυτή εφαρμογή οι διατάξεις τόσο του άρθρ. 806 ΑΚ, με βάση το οποίο η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθέμενων σ' αυτή χρημάτων, όσο και του άρθρ. 827 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή του (ΑΠ 854/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2229/2013ΕΕμπΔ 2014.705, ΕφΑθ 4506/2021, ΕφΑθ 621/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ). Η άρνηση δε της Τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του, που συνιστά πάντοτε αθέτηση σύμβασης από μέρους της Τράπεζας γεννά και την ευθύνη της για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της από δόλο ή βαριά αμέλεια, η οποία δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία της με τον καταθέτη, αφού και κατά το άρθρο 332 παρ.1 ΑΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 334 του ίδιου Κώδικα, είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 854/2017 ό.π., ΑΠ 1129/2017 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4506/2021 ό.π.). Βαριά αμέλεια από την πλευρά της τράπεζας, κατά την απόδοση κατάθεσης σε μη δικαιούχο υπάρχει και όταν οι προστηθέντες υπάλληλοι της, που συνέταξαν το ένταλμα πληρωμής του αναληφθέντος ποσού, δεν προέβησαν στην επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις και τα μέσα που διέθεταν διαπίστωση της νομιμοποιήσεως του τρίτου που ενεργεί για λογαριασμό του καταθέτη, επιδεικνύοντας αδιαφορία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του πελάτη. Αντιθέτως, δεν υπάρχει βαριά αμέλεια του προστηθέντος υπαλλήλου, όταν αυτός δεν επέδειξε κατά το σχετικό έλεγχο εξιδιασμένη επιμέλεια. Το πταίσμα των νομίμων εκπροσώπων ή των υπαλλήλων της Τράπεζας τεκμαίρεται, ώστε αυτή οφείλει να αποδείξει, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, ότι η πλημμέλεια οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν φέρει υπαιτιότητα (ΑΠ 1432/2019, ΑΠ 2118/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4506/2021 ό.π.,ΕφΔωδ 30/2019, ΕφΑθ 477/2018, ΕφΑθ 225/2017 τνπ ΝΟΜΟΣ).Β) Περαιτέρω, η νομοθεσία που περιβάλλει τις τραπεζικές επιχειρήσεις περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό διατάξεις προστατευτικές, τόσο του κοινωνικού συνόλου, όσο και των συμφερόντων ειδικώς των πελατών των τραπεζών, κατά τρόπο που να υποθάλπεται η δημιουργία αμφίδρομων σχέσεων προσφοράς και ζήτησης εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Η σχέση εμπιστοσύνης είναι απόρροια της εφαρμογής των αρχών της καλής πίστης, δηλαδή, της συναλλακτικής ευθύτητας, που επιβάλλεται κατά την κοινή αντίληψη στον χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο και των συναλλακτικών ηθών, δηλαδή, των τρόπων ενέργειας που συνηθίζονται στις συναλλαγές. Από τις αρχές αυτές επιβάλλονται ήδη γενικά οι υποχρεώσεις, κυρίως, διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει, ως αντικείμενο, την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με το περιεχόμενο μίας σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή, να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη και διαμόρφωση του περιεχομένου της υπό κατάρτιση σύμβασης. Η δεύτερη αφορά τη λήψη μέτρων προστατευτικών των απόλυτων έννομων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Οι αρχές, λοιπόν, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών δικαιολογούν και στηρίζουν νομοθετικά τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πελάτη και τράπεζας και τις από τη σύμβαση (ΑΚ288) παρεπόμενες υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση αυτή. Έτσι, την τράπεζα βαρύνει μία γενική υποχρέωση διαφύλαξης των συμφερόντων των πελατών της, που εξειδικεύεται, ιδίως, σε υποχρέωση διαφύλαξης του τραπεζικού απορρήτου, υποχρέωση επιμελούς ακρόασης και εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, υποχρέωση διαφώτισης, συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του πελάτη ενόψει συγκεκριμένων κινδύνων, υποχρέωση παροχής πληροφοριών, καθώς και στην ελκόμενη σε εφαρμογή στην επίδικη υπόθεση, υποχρέωση διαφύλαξης της καταθέσεως από κακόβουλες ενέργειες τρίτων (Σ. Ψυχομάνης, Τραπεζικό δίκαιο - Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων I, Δ' έκδ., σελ. 78-83, 191, 215). Η σχέση αυτή της εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197-198 και 288 ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη αφενός μεν κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητάς του, αφετέρου δε της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, διαρκούσης της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις, αφενός μεν της τήρησης της ενδεδειγμένης στις συναλλαγές επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβληθέντος πελάτη της, αφετέρου δε της προτεραιότητας, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της [ΕφΑθ 4506/2021 ό.π., όπου και οι παραπομπές σε. Ψυχομάνη, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τεύχος I Γενικό Μέρος (2008), σ. 34-37, Χρυσάνθη X., Η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των σύγχρονων τραπεζικών συναλλαγών, Μελέτες Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου, τομ. 24, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, σελ. 200]. Επομένως, από τη σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί η έννομη σχέση κατάθεσης χρημάτων στην τράπεζα υπό τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, απορρέουν, βάσει και της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η παράβαση της οποίας δημιουργεί αξιώσεις για πλημμελή εκτέλεση της παροχής (ΕφΑΘ4506/2021 ό.π. όπου και παραπομπές σε Σπ. Ψυχομάνη, Παρατηρήσεις στην ΕφΠειρ. 716/1993, ΕπισκΕμπΔ 1995, σελ. 798 επ., του ίδιου). Στο πλαίσιο, μάλιστα, της ανωτέρω σχέσης εμπιστοσύνης, η τράπεζα οφείλει να ελέγχει με επιμέλεια τη νομιμοποίηση του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου της κατάθεσης, καθώς επίσης και την αυθεντικότητα ή την γνησιότητα της εντολής. Το είδος του οφειλόμενου ελέγχου διαφέρει ανάλογα με το αν η εντολή περιέρχεται στην τράπεζα εγγράφως σε έντυπο του ίδιου του εντολέα ή προδιατυπωμένο έντυπο της ίδιας της τράπεζας ή αν αντίθετα η εντολή διαβιβάζεται στην τράπεζα τηλεομοιοτυπικά ή ηλεκτρονικά. Για τον λόγο αυτό, συναφώς, η τράπεζα οφείλει να οργανώσει ένα πλέγμα εμπορικά εύλογων διαδικασιών τεκμηρίωσης (π.χ. κωδικοί αριθμοί εισαγωγής, κρυπτογράφηση, αναπομπή της εντολής στον αποστολέα και επιβεβαίωσή της από αυτόν με την αποστολή της για δεύτερη φορά κ.λ.π.) και με βάση αυτές να διαπιστώνει κάθε φορά την ταυτότητα του προσώπου από το οποίο η εντολή φέρεται ως προερχόμενη, δοθέντος ότι η τήρηση των διαδικασιών αυτών αποτελεί, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το ειδικότερο περιεχόμενο των παρεπόμενων υποχρεώσεων πρόνοιας και διαφύλαξης των συμφερόντων του εντολέα, που βαρύνουν την τράπεζα. Συνεπώς, η παραβίαση εκ μέρους της τράπεζας των ως άνω υποχρεώσεων συνιστά συμβατικό πταίσμα λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής και γεννά περαιτέρω υποχρέωσή της να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα από την πλημμέλεια αυτή. Παρά δε τη διατυπωθείσα άποψη ότι είναι δύσκολη η βαθύτερη έρευνα της νομιμοποίησης του εμφανιζομένου ως δικαιούχου της κατάθεσης, λόγω της απαραίτητης ταχύτητας με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, η τράπεζα ευθύνεται για την καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο μη δικαιούχο αυτής, εφόσον δεν επέδειξε κατά την πληρωμή τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί η συναλλαγή αυτή. Συνακόλουθα και η, μετά ταύτα, άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του που συνιστά πάντοτε αθέτηση σύμβασης από μέρους της Τράπεζας γεννά και την (μη περιοριζόμενη δυνάμει εκ των προτέρων σχετικής συμφωνίας κατ'άρθρα 334 και 332 παρ.1 ΑΚ) ευθύνη της για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της από δόλο ή βαριά αμέλεια, (ΕφΔωδ. 256/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ]Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρ. 416 και 417 ΑΚ, η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή που γίνεται μόνον προς το δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος επέτρεψε να δεχτεί την καταβολή, οπότε αν αυτή γίνει προς άλλο πρόσωπο, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη, εκτός αν ο δανειστής την εγκρίνει ή ωφελείται απ' αυτή ή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρ. 3 του ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", η οποία ως ειδική υπερισχύει των διατάξεων των άρθρ. 888 και 889 ΑΚ, ορίζουσα ότι "η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην δια της επ' αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται, και αν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλει εν δόλω ή εν βαρεία αμελεία". Τέτοια "απόδειξη καταθέσεως χρημάτων" είναι και το βιβλιάριο ταμιευτηρίου, που εκδίδει και παραδίδει στον καταθέτη η τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, στο οποίο καταχωρούνται τόσο η αρχική όσο και οι επόμενες καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων με βάση τα σχετικά γραμμάτια κατάθεσης και ανάληψης, που ο καταθέτης ή εξουσιοδοτημένο απ' αυτόν πρόσωπο υπογράφει και τα οποία διατηρούνται στο αρχείο της τράπεζας και στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της (ΑΠ 93/2005 ΕλλΔνη 2005.1484, ΑΠ 189/2002ΕΕμπΔ 2005.585). Διαφορετική από την καταβολή σε πρόσωπο που εμφανίστηκε ως δικαιούχος τραπεζικής κατάθεσης πλαστογραφώντας την υπογραφή του δικαιούχου είναι η καταβολή σε ψευδοαντιπρόσωπο αυτού, η οποία δεν καλύπτεται από την εξαίρεση της παραπάνω διάταξης του άρθρ. 3 του ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 και επομένως η καταβολή αυτή σε ψευδοαντιπρόσωπο δεν απαλλάσσει την τράπεζα έναντι του καταθέτη, αλλά διατηρείται και στην περίπτωση αυτή άθικτη η εναντίον της τράπεζας ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη μεταξύ τους σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης. Συνακόλουθα, η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του συνιστά αθέτηση σύμβασης από μέρους της τράπεζας και όχι αδικοπραξία, δηλαδή ακόμη και αν το ποσό αυτό αφαιρέθηκε από τρίτο με αξιόποινη πράξη, αφού η αδικοπραξία στην περίπτωση αυτή δεν γίνεται από την τράπεζα σε βάρος του καταθέτη, αλλά από τον τρίτο σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι η κυρία των χρημάτων που είχαν κατατεθεί σ' αυτή και συνεπώς είναι αυτή που ζημιώθηκε από την απώλεια τους (ΑΠ 854/2017, ΑΠ 1220/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 2229/2013ΕΕμπΔ 2014.705, ΑΠ 378/2011ΧρΙΔ 2011.656, ΑΠ 929/2009, ΕφΛαρ 101/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ). Ασφαλώς όμως, η τράπεζα δικαιούται να στραφεί κατά του τρίτου που τη ζημίωσε με τη χωρίς δικαίωμα ανάληψη της κατάθεσης άλλου και να ζητήσει απ' αυτόν ισόποση με την ανάληψη αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρ. 914 επ. ΑΚ), εφόσον θεμελιώνεται αντίστοιχη ευθύνη του τρίτου, αλλιώς το ίδιο ποσό μπορεί να το ζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως παροχή αχρεώστητη (άρθρ. 904 επ. ΑΚ), που συνιστά για τον τρίτο η χωρίς νόμιμη αιτία είσπραξη της κατάθεσης άλλου, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν αποσβήνεται έναντι του άλλου η υποχρέωση της τράπεζας για απόδοση της κατάθεσής του (ΑΠ 1224/2014, ΕφΛαρ 101/2019 ό.π.), Παρέπεται, δηλαδή, ότι και η είσπραξη από ψευδοαντιπρόσωπο της ανήκουσας σε άλλον τραπεζικής κατάθεσης, δεν απαλλάσσει τον τελευταίο από την υποχρέωση να επιστρέφει στην τράπεζα το ποσό που εισέπραξε, έστω και αν από αμέλεια των υπαλλήλων της τράπεζας δεν έγινε αντιληπτή η έλλειψη αντιπροσωπευτικής εξουσίας του κατά το χρόνο της προς αυτόν καταβολής ή λογιστικής μεταφοράς ( ΑΠ 1220/2014 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση και ενόψει των αμέσως ανωτέρω νομικών παραδοχών, η ένδικη αγωγή, με το ως άνω ιστορηθέν περιεχόμενο και αίτημα είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, σύμφωνα με τις αμέσως προδιαλαμβανόμενες υπό στοιχεία II] και III] νομικές σκέψεις, στις διατάξεις των άρθρων 822, 830 παρ.1, 806, 827, 288, 330, 334, 346 ΑΚ και του άρθρου 3 του ν.δ/τος 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», απορριπτομένων ως αβάσιμων των 2ου, 3ου και 4ου προσθέτων λόγων έφεσης, καθ ο μέρος βάλλουν κατά της νομικής βασιμότητάς της, διαλαμβάνοντας, κατά την δέουσα και συνοπτική εκτίμησή τους, αβασίμως: і) ότι στην περίπτωση καταβολής σε μη έχον εξουσία εκπροσώπησης «επιτετραμμένο Νομικού Προσώπου» η απόσβεση της ενοχής από τη σύμβαση επέρχεται ούτως ή άλλως, δεδομένου ότι η καταβολής συνιστά υλική πράξη, ιι) ότι ελλείπει υπό τα αγωγικώς εκτιθέμενα το πταίσμα των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και επικουρικά ότι υφίσταται διακοπή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πταισματικής συμπεριφοράς τους και της διαμόρφωσης του ύψους της επίδικης ζημιάς, καθώς και iii) ότι, πάντα κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της «φαινομένης πληρεξουσιότητας» στο πρόσωπο του προαναφερόμενου δημοτικού ταμία, προς τον ενάγοντα ως αντιπροσωπευόμενο στις επίδικες συναλλαγές με την εναγόμενη τράπεζα .

IV] Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 ΑΚ προκύπτει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της «φαινομένης πληρεξουσιότητας». Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε μεν πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στη συνέχεια όμως την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερόμενου «αντιπροσώπου» του, όμως θα μπορούσε να την γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Προς τούτο, όμως, απαιτείται, διαρκής ή επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερόμενου «αντιπροσώπου» και καλή πίστη στο πρόσωπο του συναλλαγέντος τρίτου. Ο τελευταίος δε, δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε συνέπεια αμελείας. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον «αντιπροσωπευόμενο», ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισθείσα, μέσω του «κατά φαινόμενο πληρεξουσίου», ( ΑΠ 477/2021 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/2013 ΧρΙΔ 2013. 574, ΑΠ 554/2013 ΝοΒ 2013. 2428, ΑΠ 274/2013, ΑΠ 776/2013 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Α.Π., ΕφΛαρ 101/20190.Π.).

Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει προς κρίση τον πρωτοδίκως απορριφθέντα επικουρικό ισχυρισμό ότι ο τότε ταμίας του Δήμου ... ... ..., ενεργούσε κατά φαινομενική πληρεξουσιότητα τις ένδικες τραπεζικές συναλλαγές, αφού εκπροσωπούσε κατ'επανάληψη τον άνω Δήμο στις συναλλαγές του με αυτή (εκκαλούσα-εναγόμενη), δημιουργώντας στους προστηθέντες υπαλλήλους της τη δικαιολογημένη καλόπιστη πεποίθηση, με βάση τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, ότι συναλλάσσεται για λογαριασμό του ίδιου Δήμου, και ως εκ τούτου, η όποια ενοχική αξίωση του Δήμου ως καταθέτη από τη μεταξύ του σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης αποσβέστηκε με τις αναφερόμενες στην αγωγή καταβολές (αναλήψεις) που πραγματοποιήθηκαν προς τον φερόμενο «αντιπρόσωπο» του. Ωστόσο ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη υπό στοιχείο ΐν]νομική σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 416, 417 και 827 ΑΚ τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον οι επίμαχες καταβολές συνιστούν υλικές πράξεις, οι οποίες, έχουν μεν ως έννομη συνέπεια της απόσβεση της ενοχής, όμως αυτή επέρχεται από το νόμο και δεν προϋποθέτει ειδική συμφωνία δανειστή και οφειλέτη (ΑΠ 1220/2014 και ΕφΛαρ 101/2019 ό.π.), ώστε εκ του λόγου αυτού, να μην τίθεται ζήτημα «φαινομένης πληρεξουσιότητας» και συνακόλουθα δέσμευσης του αντιπροσωπευόμενου εν προκειμένω Δήμου ... από τις συγκεκριμένες εκτιθέμενες καταβολές εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης τράπεζας προς τον δημοτικό ταμία του ίδιου Δήμου ... ..., ούτε και απαλλαγής αυτού από την υποχρέωση να επιστρέφει στην τράπεζα το ποσό που εισέπραξε, έστω και αν από αμέλεια των υπαλλήλων της τράπεζας δεν έγινε αντιληπτή η έλλειψη αντιπροσωπευτικής εξουσίας του κατά το χρόνο της προς αυτόν καταβολής. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία απέρριψε με την εκκαλουμένη απόφαση τον υπόψη ισχυρισμό ως μη νόμιμο, ορθώς και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V] Η διάταξη του άρθρου 281ΑΚ κατά την οποία, «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος», έχει εφαρμογή ως προς όλα τα δικαιώματα. Για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική κατά την εν λόγω διάταξη, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 151/2014τνπ ΝΟΜΟΣ). Μόνη η μακρόχρονη αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ(ΟλΑΠ 2/2019 και 8/2001 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1217/2008 ΕλλΔνη 49.778). Απαιτείται, δηλαδή, η συνδρομή αδράνειας του δικαιούχου, εξακολούθησης αυτής για μακρό χρόνο και άλλων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, όπως γνώση του δικαιούχου της νέας κατάστασης, σύμπραξη στην κατάσταση αυτή και απραξία όχι από εύλογη αιτία. Όμως, η άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος όταν αυτή υπερβαίνει τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα όρια, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από τον δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή άσκηση δικαιώματος του αντιδίκου του (ΟλΑΠ 17/1995 ΝοΒ 44,410, ΑΠ 764/2001, ΕφΑθ 2064/2022, ΕφΠειρ 369/2016, ΕφΘεσ 1453/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2064/2022 ό.π., ΕφΔωδ 171/2006 τνπ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση άλλης ένστασης, καταλυτικής του αγωγικού δικαιώματος, δεν μπορεί να θεμελιώσουν κατά νόμο την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 17/19950.π, ΕφΘεσ 1169/2016 τνπ ΝΟΜΟΣ).

Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα πέραν της αρνήσεως της ένδικης αγωγής, ισχυρίστηκε επικουρικά πρωτοδίκως ότι η άσκηση του δικαιώματος από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο Ο.Τ.Α. υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ και συνεπώς είναι καταχρηστική, επικαλούμενη ειδικότερα: α) ότι ο δημοτικός ταμίας ... ..., αναλάμβανε χρήματα από την εναγόμενη επί μακράν (τρία έτη) με μόνη την υπογραφή του και χωρίς συνυπογραφή άλλων προσώπων, κατ'απόκλιση των σχετικών αποφάσεων του ίδιου Δημάρχου, με την ανοχή/έγκριση του τελευταίου και της προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου, χωρίς ουδέποτε να υπάρξει αντίδραση και διαμαρτυρία από τον Δήμο, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ευλόγως στην εναγόμενη την πεποίθηση ότι, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η τράπεζα είχε ευθύνη ελέγχου της συνυπογραφής δευτέρου προσώπου επί των εκδοθέντων από τον ταμία ενταλμάτων, εντούτοις οι αποφάσεις του Δημάρχου περί διορισμού και αναλυτικών καθηκόντων του ως άνω ταμία τροποποιήθηκαν σιωπηρώς, β) ότι συνεπεία της αντιφατικής συμπεριφοράς του ενάγοντος Ο.Τ.Α., που συνίστατο αφενός μεν στην άσκηση του επίδικου δικαιώματος του, αφετέρου δε στην παντελή αδιαφορία και αδράνεια του ως προς το γεγονός της μη συμμόρφωσης του δημοτικού ταμία στις αποφάσεις του Δημάρχου που προέβλεπαν την συνυπογραφή του ίδιου ή της προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών και στην παράλειψη διενέργειας διαχειριστικού ελέγχου, δημιούργησε αιτιωδώς την πεποίθηση στους υπαλλήλους της εναγομένης ότι η συνυπογραφή των εκδοθέντων χρηματικών ενταλμάτων αποτελούσε ζήτημα εσωτερικού ελέγχου και μόνο και γ) ότι λόγω της δημιουργηθείσας εμπιστοσύνης και πραγματικής κατάστασης από την προηγηθείσα συμπεριφορά των οργάνων και προστηθέντων του Δήμου ... , η επίκληση δήθεν υποχρέωσης της εναγόμενης να ελέγχει αν στα παραστατικά των πόσης φύσεως συναλλαγών υπήρχε συνυπογραφή του Δημάρχου ή άλλου ορισθέντος συνυπογράφοντος προσώπου, με συνέπεια η παράβασή της να καθιστά υπόχρεη την ίδια προς αποκατάσταση της αιτηθείσας από τον ενάγοντα περιουσιακής ζημίας του από την παράνομη πράξη του δημοτικού ταμία, τείνει να ανατρέψει τη δημιουργηθείσα από την ίδια τη συμπεριφορά του Δήμου κατάσταση και εξέρχεται των διαγραφόμενων από την καλή πίστη ορίων, έτσι ώστε να καθίσταται απαγορευμένη και μη ανεκτή η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος. Αιτιάται δε η εκκαλούσα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τον πέμπτο (5°) λόγο της κρινόμενης έφεσης, διότι με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ ' εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον αμέσως προαναφερόμενο ισχυρισμό, όπως επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ. Ωστόσο με το ανωτέρω περιεχόμενο ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από εκείνα στα οποία η εκκαλούσα- εναγόμενη επιχείρησε να θεμελιώσει τους έτερους ισχυρισμούς της περί ύπαρξης φαινομένης πληρεξουσιότητας και συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, όπως ο δεύτερος εξ αυτών (ένσταση συντρέχοντος πταίσματος) εξειδικεύεται κατωτέρω. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V] νομική σκέψη, περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση άλλης ένστασης, καταλυτικής του αγωγικώς διωκόμενου δικαιώματος, δεν δύνανται να θεμελιώσουν κατά νόμο την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ 2064/2022 ό.π., ΕφΑΘ 966/2010 ΕλλΔνη 2012,188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του, καθόσον είναι λογικώς αδύνατη η καταχρηστική άσκηση ανυπάρκτου δικαιώματος (ΑΠ 894/2007, ΕφΑιγ 41/2021, ΕφΠειρ 369/2016τνπ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου ο υπό κρίση ισχυρισμός, όπως επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο οδηγήθηκε στην ίδια κρίση, ορθώς το νόμο εφάρμοσε, απορριπτομένου και του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσης αφενός ως αβάσιμου καθ ' όσον αφορά την αιτίαση περί εφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και αφετέρου ως αλυσιτελώς ασκηθέντος, στηριζόμενου σε εσφαλμένη προϋπόθεση, σ'ότι αφορά το έτερο σκέλος του περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, καθότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ρηθείσα ένσταση ως νόμω αβάσιμη, χωρίς να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα (Α.Π. 323/1989, ΕλλΔνη 31, 770, ΕφΠειρ 116/2022 τνπ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 1078, σ. 286).

VI] Εξάλλου, ναι μεν η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος (άρθρο 300 ΑΚ) έχει κατ' αρχήν εφαρμογή προς απόκρουση ή περιστολή της αξίωσης αποζημίωσης και δεν προτείνεται εναντίον αξίωσης για καταδίκη σε παροχή και γενικά σε εκπλήρωση σύμβασης αν δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 72/2022, ΑΠ 57/2019, ΑΠ 2229/2013 τνπ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, επί σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η συμπεριφορά του καταθέτη, η οποία οδήγησε κατά ένα μέρος στην επέλευση του αποτελέσματος της ανάληψης της κατάθεσης από μη δικαιούμενο πρό­σωπο, μπορεί να προσλάβει ανάλογες συνέπειες με εκείνες του συντρέχοντος πταίσματος (ΑΠ 1058/2012 ΕπισκΕμπΔ2012.911, ΕφΔωδ 256/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 101/2019 ό.π., ΕφΑθ 2195/2006 ΕλλΔνη 2006. 1516, ΕφΘεσ 2566/2006 Αρμ2007. 885). Σε μια τέτοια περίπτωση το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως κάνοντας χρήση της διορθωτικής αυτής ρήτρας της ΑΚ 288 με βάση αντικειμενικά κριτήρια, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να καταγνώσει τον περιορισμό της αξιουμένης από τον καταθέτη παροχής και να τη διαμορφώσει έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στην καλή πίστη (ΕφΘεσ 2566/2006 ό.π., ΕφΘεσ 1580/2000 ΔΕΕ 2000.884, ΕφΑθ 3808/1998 ΕλλΔνη 39.1416).

Από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, τόσο αυτά, από τα οποία προκύπτει έμμεση απόδειξη όσο και τα υπόλοιπα, από τα οποία επιτρεπτώς συνάγονται δικαστικά τεκμήρια, τις προσκομιζόμενες μετ1 επικλήσεως από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα: α) με αριθμό …. ένορκη βεβαίωση της …. που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου ... …. μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με αριθμό …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ….) και β) με αριθμούς …. …. ένορκες βεβαιώσεις των …. και …., που δόθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου ....…. και γ) τις προσκομιζόμενες μετ'επικλήσεως από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με αριθμούς …. και …. ένορκες βεβαιώσεις των …. και …. αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη ..., εκ των οποίων οι υπό στοιχεία β) και γ) δόθηκαν στο πλαίσιο έτερης προηγούμενης δίκης, μεταξύ των ιδίων διαδίκων και δη στο πλαίσιο της εκδίκασης της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης.../2010 αγωγής και λαμβάνονται εντεύθεν υπόψη ως απλά έγγραφα, εκτιμώμενα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 627/2018, ΑΠ 917/2010 τνπ ΝΟΜΟΣ) και από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 εδ.β ΚΠολΔ) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 196/1999 απόφασης της 22ας.12.1999 συνεδρίασης (αριθμός 44) του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., ο οποίος συγχωνεύθηκε στον ενάγοντα Ο.Τ.Α., ορίστηκε η εναγόμενη ...της Ελλάδος (....) Α.Ε. (υποκατάστημα Δήμου ...), προκειμένου να διενεργούνται οι έντοκες καταθέσεις των εσόδων του Δήμου, με την έναρξη λειτουργίας της Ταμιακής Υπηρεσίας του Δήμου. Η λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ξεκίνησε από την 1η Ιανουάριου του έτους 2000 κατόπιν της με αριθμό .../1999 απόφασης του Δημάρχου .... Έκτοτε, ο Δήμος ... διατηρούσε τον με αριθμό ... λογαριασμό στην εναγόμενη Τράπεζα. Εξάλλου, η Οικονομική Διοίκηση του Δήμου διέπεται από τις διατάξεις του β.δ. της 17ης.05/15.06.1959 και τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/95), και πλέον από το ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (ФЕК A 114/8.6.2006), η δε ταμειακή διαχείριση του ασκείται, σύμφωνα με τη με αριθμό .../2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα .. (ΦΕΚ.../10.2.2004) [άρθρο 9.1.Μ του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου .... από το Γραφείο Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου, η οποία υπάγεται στο Τμήμα Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τη με αριθμό .../2009 απόφαση Γενικού Γραμματέα ...4.5.2009). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, με τη με αριθμό ...15.3.2007 απόφαση του Δημάρχου ..., ορίστηκε Δημοτικός Ταμίας, ο ...-…. ... του …, υπάλληλος του Δήμου, κλάδου ΔΕ Διοικητικού, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ο οποίος προσλήφθηκε αρχικά, από τη Δημοτική Επιχείρηση Τοπικής Ανάπτυξης ..., μέσω προγραμμάτων για Άτομα με Ειδικές Ανάγκες (ΑΜΕΑ) και με τη με αριθμό .../2007 απόφαση του Δ.Σ. εντάχθηκε στο προσωπικό του Δήμου, σύμφωνα με το άρθρο 16 του v. 3491/2006, κατόπιν σύστασης προσωρινούς προσωποπαγούς θέσης με τη με αριθμό .../18.1.2007 απόφαση του Δημάρχου .... Με την ίδια απόφαση ορίστηκε μόνιμος αναπληρωτής Δημοτικού Ταμία, η ... ..., τακτική υπάλληλος του Δήμου, κλάδου ΔΕ 1 Διοικητικού, η οποία ασκούσε μέχρι τότε τα καθήκοντα του δημοτικού ταμία. Σημειωτέον, ότι ο προαναφερόμενος υπάλληλος εκτελούσε χρέη δημοτικού ταμία πριν ακόμα ορισθεί και δη από 31.1.2007, με προφορική εντολή Δημάρχου, περιοριζόμενος σε καθήκοντα ανάληψης συγκεκριμένων (πάγιων) δαπανών. Ακολούθως, με τη με αριθμό ..../27.2.2009 απόφαση του Δημάρχου ... (ισχύς από 27.3.2009 μέχρι τροποποίησης ή κατάργησής της) ορίστηκε εκ νέου Δημοτικός Ταμίας ο ...-... ..., με μόνιμο αναπληρωτή του, την ... ... του Δημητρίου, υπάλληλο του Δήμου, κλάδου ТЕ Ηλεκτρονικών/Χειριστών Η.Υ. Τα καθήκοντα του ως άνω δημοτικού ταμία ανεστάλησαν με τη με αριθμό.../19.11.2009 απόφαση του Δημάρχου ..., εξαιτίας διαπίστωσης ελλείμματος στα ταμειακά διαθέσιμα του Δήμου, καίμε την με αριθμό .../19.11.2009 ορίστηκε δημοτικός ταμίας η ... ..., υπάλληλος του Δήμου, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με αναπληρώτρια την ... .... Ακολούθως, με τη με αριθμό ../26.11.2009 απόφαση του Δημάρχου ορίστηκε Δημοτικός Ταμίας η ίδια υπάλληλος με αναπληρώτρια την ... .... Αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι στο διατακτικότων ως άνω αναφερομένων με αριθμούς .../15.3.2007 και ....27.2.2009 αποφάσεων του Δημάρχου, για ορισμό δημοτικού ταμία, περιγράφονται οι αρμοδιότητες του τότε δημοτικού ταμία, …. ..., μεταξύ των οποίων, η αρμοδιότητα να εξοφλεί τις επιταγές που κατατίθενται στο δημοτικό ταμείο (άρθρο 57 β.δ/τος 17/5- 15.6.1959) και να καταθέτει ή να αναλαμβάνει χρήματα από τον τραπεζικό λογαριασμό του Δήμου (άρθρο 232 π.δ. 410/1995}με συνυπογραφή ενός έκαστου εκ των παρακάτω: 1) του ... ... του Γρηγορίου ως Δημάρχου ή 2) της Προϊσταμένης Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, όταν οριστεί (περίπτωση ΣΤ). Ο ορισμός της Προϊσταμένης Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών έλαβε χώρα με την με αριθμό .../10.7.1007 απόφαση του Δημάρχου ... και τα σχετικά καθήκοντα ανατέθηκαν στην ... ..., δημοτική υπάλληλο κλάδου ΔΕΙ Διοικητικού με βαθμό Β'. Αμφότερες οι ανωτέρω αποφάσεις ορισμού δημοτικού ταμία (με αριθμούς …. και …) φέρουν πίνακα αποδεκτών, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται η εναγόμενη τράπεζα, πλην όμως εγχειρίστηκαν στην τελευταία, όπως η ίδια συνομολογεί τόσο με τις πρωτόδικες προτάσεις της (σελίδες 4 και 108) όσο και με την υπό κρίση έφεση και επιβεβαιώνουν και οι δημοτικές υπάλληλοι στην Ταμειακή Υπηρεσία του ενάγοντος Δήμου ... ... και ... ..., στις με αριθμούς …. και …. ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον της Συμβολαιογράφου.. ….. Επιπρόσθετα, εγχειρίστηκε στην εναγόμενη και η ρηθείσα απόφαση του Δημάρχου ..., που προέβλεπε την τοποθέτηση της ... ..., ως Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, δοθέντος ότι στις με αριθμούς .../15.3.2007 και ..../27.2.2009 αποφάσεις δεν είχε εισέτι οριστεί Προϊστάμενος του εν λόγω Τμήματος. Έτσι, κατά τα επίμαχα έτη 2007-2008, προκειμένου να λάβει χώρα η εκταμίευση (ανάληψη) χρηματικού ποσού από τον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο Δήμος ... στην εναγόμενη τράπεζα , απαιτείτο πέραν της υπογραφής του ίδιου του δημοτικού ταμία, η θέση ως δεύτερης υπογραφής στα αντίστοιχα εντάλματα πληρωμής που εξέδιδε η εναγόμενη τράπεζα και της υπογραφής ενός εκ των Δημάρχου ... ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών Δήμου ... ή έστω, κατά τα διδάγματα της κοινής συναλλακτικής πείρας, η συμπλήρωση και προσκομιδή στην εναγόμενη από τον νομίμως διορισμένο κατόπιν απόφασης Δημάρχου δημοτικό ταμία του σχετικού διπλότυπου παραστατικού εντολής (εντάλματος πληρωμής) που έφερε την υπογραφή του ίδιου (ως ταμία) και ενός εκ των Δημάρχου ... και της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών Δήμου .... Περαιτέρω, σύμφωνα με το πόρισμα της με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ …..2010 έκθεσης του Οικονομικού Επιθεωρητή ...…., που συντάχθηκε μετά τη διενέργεια διαχειριστικού-οικονομικού ελέγχου στο Δήμο ..., για τα έτη 2007-2009, διαπιστώθηκε η ύπαρξη, του μη αμφισβητούμενου ειδικά και συνακόλουθα εμμέσως ομολογούμενου και από την εναγόμενη (κατ'άρθρο 261 εδ.β'ΚΠολΔ) ταμειακού ελλείμματος στη διαχείριση του Δήμου, ανερχόμενου για το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 202.546,21 ευρώ και για το οικονομικό έτος στο ποσό των 619.586,13 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 822.132,34 ευρώ. Το ως άνω αποδειχθέν έλλειμμα αποδόθηκε στην κατ ' εξακολούθηση παράνομη ιδιοποίηση χρηματικών ποσών από τον δημοτικό ταμία ... ..., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, ασκούσε ήδη από την 31η. 1.2007 την ταμειακή διαχείριση του Δήμου ..., πράξεις που ο ίδιος ομολόγησε και ουδόλως αμφισβητούνται επίσης ειδικά και από την εναγόμενη τράπεζα. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 30.1.2008 έως 18.11.2009, ο προαναφερόμενος δημοτικός υπάλληλος προέβη, μεταξύ άλλων, χωρίς δικαίωμα στην ανάληψη και εν συνεχεία στην παράνομη ιδιοποίηση χρηματικών ποσών, συνολικού ύψους 819.970 ευρώ, που ήταν κατατεθειμένα στον με αριθμό 54100202 τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε ο Δήμος ... στην εναγόμενη τράπεζα (κατάστημα Ν....) και τα οποία συναθροίζονται : α) για το μεν οικονομικό έτος 2008, στο ποσό των 201.750 ευρώ, στο οποίο περαιτέρω αθροίζονται τα επιμέρους αναγραφόμενα και, επίσης, μη ειδικώς αμφισβητούμενα από την εναγόμενη ...ποσά των ακόλουθων ενταλμάτων πληρωμής εκδοθέντων από την ίδια με αριθμούς: ………………………………….,β) για το δε οικονομικό έτος 2009 στο ποσό των 618.220 ευρώ, στο οποίο αθροίζονται τα επιμέρους αναγραφόμενα και μη ειδικώς αμφισβητούμενα από την εναγόμενη ….

ποσά των ακόλουθων ενταλμάτων πληρωμής, εκδοθέντων από την ίδια με αριθμούς: ………………………………………………. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ο προαναφερόμενος δημοτικός ταμίας, κατά το χρονικό διάστημα από 30.1.2008 έως 18.11.2009, προέβαινε με μόνη την δική του υπογραφή σε αναλήψεις, μεταξύ άλλων, και των ποσών που αθροίστηκαν ως άνω και υπεξαιρέθηκαν από τον ίδιο, και τα οποία ήταν κατατεθειμένα στον τραπεζικό λογαριασμό 54100202 που τηρούσε ο Δήμος ... στην ...(Κατάστημα Ν. ...), με ασαφείς μάλιστα αιτιολογίες, κυρίως της «ενίσχυσης ταμείου» στα πλείστα των ανωτέρω ενταλμάτων και δευτερευόντως «της ενίσχυσης Δήμου» και «πληρωμής προμηθευτών» σε ελάχιστα εξ αυτών, με αποτέλεσμα τα πραγματικά διαθέσιμα του Δήμου ... την 31η.12.2009 να ανέρχονται στο ποσό των 2.241.736,08 ευρώ και να υπολείπονται των φερόμενων ως διαθεσίμων (3.063.868,42 ευρώ) κατά 822.132,34 ευρώ (εκ των οποίων ως υπεξαιρεθέντα αποδείχθηκαν τα 819.970 ευρώ). Συγκεκριμένα, ο ... ..., ενεργώντας κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 13, 22, 23 και 48 του β.δ/τος της 17.5./15.6.1959 και των με αριθμούς .../2007 και ..../2009 αποφάσεων του Δημάρχου ..., με τις οποίες, είχε, όπως προαναφέρθηκε, τεθεί ως πρόσθετος όρος για την διενέργεια τραπεζικών αναλήψεων (για λογαριασμού του Δήμου) η συνυπογραφή των οικείων παραστατικών ανάληψης από το Δήμαρχο ή την Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, προέβαινε στις εκτεθείσες επίμαχες αναλήψεις χρηματικών ποσών, καθώς και στη μεταχρονολογημένη εισαγωγή εσόδων και «εξόφλησης» χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, με τη δική του μόνο υπογραφή. Ούτε, έστω αποδεικνύεται, η από μέρους του προσκόμιση στους αρμόδιους υπάλληλους της εναγομένης, για το σκοπό της έγκυρης, κατά τους προδιαλαμβανόμενους όρους, νομιμοποίησής του προς ανάληψη των επίμαχων ποσών για λογαριασμό του ενάγοντος Δήμου, αντίστοιχων προς τις ένδικες αναλήψεις παραστατικών –ενταλμάτων πληρωμής, ή έστω χωριστού εγγράφου εξουσιοδότησης στον ίδιο (τον δημοτικό ταμία), εκδοθέντων από τον Δήμο και συνυπογεγραμμένων (πέραν του ίδιου του ταμία) και από έναν εκ των Δημάρχου ... ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, ενώ προκειμένου να δυσχεράνει την ανακάλυψη της παράνομης συμπεριφοράς του δεν υπέβαλλε ούτε μηνιαίους λογαριασμούς εσόδων-εξόδων στον Δήμαρχο και τη Δημαρχιακή Επιτροπή για έλεγχο. Συνέπεια της τοιαύτης εξωταμειακής διαχείρισης, ήταν η δημιουργία του προκείμενου ελλείμματος και της εντεύθεν αδιαμφισβήτητης ζημίας του Δήμου .... Έτι ειδικότερα, για τη συγκάλυψη των ως άνω παράνομων πράξεών του για μεγάλο χρονικό διάστημα και την ισοσκέλιση των εσόδων-εξόδων και των υπαρχόντων διαθεσίμων του Δήμου, ο ανωτέρω δημοτικός ταμίας, κατέφευγε συστηματικά σε αναληθείς λογιστικές καταχωρήσεις και κυρίως στη μεταχρονολογημένη έκδοση ή και στη μη καταχώριση γραμματίων είσπραξης των εσόδων του Δήμου και εν γένει των εισπραχθέντων εσόδων, ή στην ετεροχρονισμένη, σε σχέση με τους χρόνους πραγματικής εξόφλησης, καταχώρηση ήδη πληρωθέντων εξόδων-δαπανών(με χαρακτηριστική την περίπτωση της μεταχρονολογημένης με αριθ. …. επιταγής του Δήμου ..., ποσού 166.989,61 ευρώ με μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως από τον ανωτέρω δημοτικό ταμία την 2η. 1.2009, προς εξόφληση του με αριθ. 1165/2008 χρηματικού εντάλματος με δικαιούχο τον Παύλο Συμεωνίδη, το οποίο φαινόταν ως πληρωθέν στις οικονομικές καταστάσεις του Δήμου ήδη από τις 30.12.2008), ενώ για τον ίδιο σκοπό, δηλαδή για τη μείωση του συνακόλουθου παραγόμενου ελλείμματος, δοθέντος ότι οι αναλήψεις υπερέβαιναν τις πληρωμές του Δήμου, καταχωρούσε στο μηχανογραφικό σύστημα του Δήμου και χρηματικά εντάλματα ως δήθεν εξοφλημένα, χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα δικαιολογητικά πληρωμής (συνολικό ποσών των υπόψη ενταλμάτων 33.975,28 ευρώ). Ενόψει των ανωτέρω, ο Δήμος ... κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών...σε βάρος του τότε υπαλλήλου του, ...... και παντός άλλου υπευθύνου, την από 24.11.2009 και με …. έγκλησή του, η οποία όμως απορρίφθηκε, με τη με αριθμό …./2012 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ... λόγω του επιγενόμενου θανάτου του εγκαλούμενου υπαλλήλου, στις 10.12.2009. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης τράπεζας, που διεκπεραίωσαν τις προκείμενες συναλλαγές ενήργησαν με πλημμέλεια, αφού από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν ως υπάλληλοι τραπεζικού ιδρύματος, που εξ ορισμού αναλαμβάνει να φυλάσσει τα χρήματα των καταθετών του και μπορούσαν να επιδείξουν, δεν διενήργησαν τις στοιχειωδώς απαιτούμενες ενέργειες, προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δήμου ... ως καταθέτη, με αποτέλεσμα τη ζημία του τελευταίου. Ειδικότερα οι υπάλληλοι της εναγομένης, εγκρίνοντας με την υπογραφή τους ή και με τη θέση ταυτοχρόνως με την υπογραφή και σφραγίδας με τη φράση: «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ», τα οικεία εντάλματα πληρωμής- ανάληψης του ανωτέρω συνολικού ποσού των 819.970 ευρώ, δεν επέδειξαν την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις και τα μέσα που διέθεταν επιμέλεια στον έλεγχο νομιμοποίησης του ανωτέρω δημοτικού ταμία κατά τη διενέργεια των αντίστοιχων συναλλαγών. Και τούτο, διότι δεν ενήργησαν σύμφωνα με το περιεχόμενο των προαναφερόμενων αποφάσεων(με αριθμούς...3/15.3.2007 και ..../27.2.2009) του Δημάρχου περί ορισμού δημοτικού ταμία, με τις οποίες τέθηκε ο όρος της «συνυπογραφής», από το Δήμαρχο ή την Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, για κάθε συναλλαγή (κατάθεση ή ανάληψη) του δημοτικού ταμία, με την εναγόμενη και οι οποίες είχαν ήδη κοινοποιηθεί αρμοδίως, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην τελευταία και συνεπώς είχαν περιέλθει σε γνώση και των ιδίων (των υπαλλήλων), καθόσον είχαν εγχειριστεί τουλάχιστον στο Διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγόμενης ... στη Ν..... Συγκεκριμένα, καθεαυτή η γνώση από τους προστηθέντες της εναγομένης υπαλλήλους του περιεχομένου των ειρημένων δύο αποφάσεων του Δημάρχου ... (ετών 2007-2009) περί του ορισμού του ... ... ως δημοτικού ταμία και της ως άνω επίμαχης πρόβλεψης της συνυπογραφής, πλήρως αποδεικνύεται, όπως αδρομερώς εκτέθηκε, і) αφενός από σχετικές παραδοχές της ίδιας της εναγομένης στις πρωτόδικες προτάσεις της (όπως επαναφέρονται κατά περιεχόμενο ως ισχυρισμοί ουσίας στους λόγους της κρινόμενης έφεσης), λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο σχετικός βασικός αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός της εστιάζει όχι στην γνωστοποίηση ή μη του επίμαχου όρου περί «συνυπογραφής» στην ίδια αλλά στο ότι σε αμφότερες τις ανωτέρω αποφάσεις ο υπόψη όρος δεν αφορούσε το κύρος των συναλλαγών του Δήμου με την εναγόμενη τράπεζα, αλλά προβλέφθηκε για λόγους εσωτερικού ελέγχου του ανωτέρω δημοτικού ταμία και ii) αφετέρου από τις κατωτέρω σχετικώς παρατιθέμενες διαπιστώσεις της με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ …..2010 πορισματικής έκθεσης του Οικονομικού Επιθεωρητή .... σε συνδυασμό και με το αντίστοιχο σαφές περιεχόμενο των με αριθμούς ….2015 και ….2015 ενόρκων βεβαιώσεων, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Συμβολαιογράφου …., από τις ... ... και ... ..., δημοτικούς υπαλλήλους στην ταμειακή υπηρεσία του πρώην Δήμου ... και νυν ενάγοντος. Από τις προαναφερόμενες δημοτικές υπαλλήλους, η μεν πρώτη ήταν η προηγούμενη, η δε δεύτερη η επόμενη του ... ... ταμίας του Δήμου (και μετέπειτα αναπληρώτρια ταμίας), αμφότερες δε κατέθεσαν ότι είχαν προσωπικά εγχειρίσει στον Διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης (....) στη ... τόσο τις ρηθείσες αποφάσεις ορισμού του ... ... ως δημοτικού ταμία όσο και επόμενες αποφάσεις όμοιου περιεχομένου. Τα όσα κατέθεσαν στις με αριθμούς …. και …. ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη...οι ... … και …., αμφότεροι εργαζόμενοι τότε ως ταμίας και προϊστάμενος ταμείου αντίστοιχα στο ανωτέρω υποκατάστημα της εναγομένης, περί μη αποστολής από τον Δήμο ... προς το εν λόγω υποκατάστημα ιδιαίτερου εγγράφου, με το οποίο να επισημαίνεται ότι για την εγκυρότητα των επίμαχων συναλλαγών που διενεργούσε για λογαριασμό του Δήμου ο ταμίας .... έπρεπε «οπωσδήποτε να συνυπογράφουν προσερχόμενοι στο ταμείο ο Δήμαρχος ή η Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών» ουδέν ενδεικνύουν περί της ανυπαρξίας αποστολής και κοινοποίησης στο υποκατάστημα των με αριθμούς .../15.3.2007 και .../27.2.2009 αποφάσεων του Δημάρχου ..., για τον διορισμό δημοτικού ταμία και ουδόλως αποδυναμώνουν την προηγηθείσα ουσιαστική παραδοχή περί της γνώσεως του περιεχομένου αμφοτέρων των εν λόγω αποφάσεων, από μέρους των υπαλλήλων του υποκαταστήματος της εναγομένης τράπεζας στη ..., και δη τουλάχιστον σε διευθυντικό επίπεδο, όπως η ουσιώδης αυτή παραδοχή επιστηρίζεται τόσο - και ιδιαίτερα - στην ειδική παραδοχή της ίδιας τη εναγομένης περί «εγχειρίσεως» και «αποστολής» των εν λόγω αποφάσεων στην ίδια, όσο και στις προαναφερόμενες σαφέστερες κατά περιεχόμενο προς απόδειξη εισφερόμενες (από τον ενάγοντα) ένορκες βεβαιώσεις, καθώς και από το καταγεγραμμένο, μεταξύ άλλων, και στην προσκομιζόμενη μετ'επικλήσεως από 30.6.2010 έκθεση διαχειριστικού και οικονομικού ελέγχου στο Δήμο ... (για τα έτη 2007, 2008 και 2009), του Οικονομικού Επιθεωρητή …. γεγονός ότι όλες οι σχετικές με την ταμειακή εκπροσώπηση του Δήμου αποφάσεις «κατατίθεντο δια χειρός υπαλλήλων της Οικονομικής Υπηρεσίας στην ...με την οποία συναλλάσσεται ο Δήμος σύμφωνα με την αριθ. ..../1999 απόφαση του Δ.Σ. ...» (σελ.28). Επισημαίνεται δε στο σημείο αυτό, ότι τυχόν ελλιπής ενημέρωση των υπαλλήλων που απασχολούνταν στα ταμεία του εν λόγω υποκαταστήματος της εναγομένης από τον Διευθυντή τους, πέραν του ότι δεν συνιστά επικαλούμενο από την ίδια περιστατικό, το οποίο ούτε άλλωστε και αποδείχθηκε, ουδεμία έννομη συνέπεια αναιρετική της πταισματικής και αντισυμβατικής συμπεριφοράς αυτής θα επαγόταν, καθότι μία ενδεχόμενη τέτοια παράλειψη από την πλευρά του Διευθυντή του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, θα συνιστούσε παράγοντα κατανομής ενδοϋπηρεσιακής ευθύνης μεταξύ των υπαλλήλων της εναγομένης και όχι άρσης της ευθύνης της ίδιας ως αντισυμβαλλόμενης με τον ενάγοντα στο πλαίσιο της επίδικης σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης. Ενεργώντας, δε υπό τις ρηθείσες περιστάσεις, οι τραπεζικοί υπάλληλοι του ανωτέρω υποκαταστήματος της εναγομένης ...επέδειξαν αδιαφορία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του αντισυμβαλλόμενου της στην επίδικη σύμβαση τραπεζική κατάθεσης Δήμου ... από τις κακόβουλες ενέργειες του (τότε) δημοτικού ταμία του, εγκρίνοντας την ανάληψη των παραπάνω ποσών από τον προειρημένο λογαριασμό, μόνο με την υπογραφή του τελευταίου, ως εκπροσώπου του εν λόγω Δήμου, στα επίδικα τραπεζικά εντάλματα αναλήψεων, ελλείψει δηλαδή της συνδρομής του γνωστού σ'αυτούς πρόσθετου όρου της εκτεθείσης διαζευκτικής συνυπογραφής των εν λόγω ενταλμάτων, ως στοιχείου νομιμοποίησης και εγκυρότητας των αντίστοιχων χρηματικών αναλήψεων από τον λογαριασμό του ενάγοντος, ενώ περαιτέρω προς επίταση της τοιαύτης αμελούς συμπεριφοράς τους δεν αποδείχθηκε - ούτε άλλωστε έγινε και επίκληση σχετικού αμυντικού ισχυρισμού - ότι (οι επιληφθέντες των επίμαχων αναλήψεων υπάλληλοι της εναγομένης)επεσήμαιναν στον προαναφερόμενο δημοτικό ταμία την αναγκαιότητα έστω προσκόμισης αντίστοιχου προς την επικείμενη ανάληψη προηγούμενου παραστατικού-εντάλματος πληρωμής ή χωριστού εγγράφου εξουσιοδότησης στον ίδιο, εκδοθέντος από τον Δήμο ... και υπογεγραμμένου τόσο από τον ίδιο όσο και από έναν εκ των Δημάρχου ... ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του εν λόγω Δήμου. Η ως άνω αμελής συμπεριφορά των υπαλλήλων της εναγόμενης τράπεζας , συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της βαριάς αμέλειας, καθόσον πέραν της ήδη υφιστάμενης γνωστοποίησης των ανωτέρω αποφάσεων του Δημάρχου αρμοδίως σ'αυτούς, περί της προκείμενης ταμιακής εκπροσώπησης του Δήμου με δύο (συν)υπογράφοντες τα εντάλματα τραπεζικών αναλήψεων, αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση διενεργούνταν από τον (τότε) δημοτικό ταμία ... ... ασυνήθεις διαδοχικές αναλήψεις μεγάλων χρηματικών ποσών εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, κατά παρέκκλιση από τη μέχρι το τέλος του έτους 2007 συνήθη πρακτική συναλλαγών του Δήμου ... με το ανωτέρω υποκατάστημα της εναγομένης και με ταυτότητα πληρωμής («ενίσχυση ταμείου»), που δεν υποδήλωνε εκπλήρωση πάγιων υποχρεώσεων του Δήμου (όπως: μισθοδοσία υπαλλήλων, πληρωμή κρατήσεων), ούτε όμως και κάλυψη έκτακτων αναγκών. Ως εκ τούτου οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της εναγομένης όφειλαν και μπορούσαν ως μέσοι συνετοί και επιμελείς τραπεζικοί υπάλληλοι, που είχαν τα αντίστοιχα μέσα στη διάθεσή τους, ήτοι αμφότερες τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Δημάρχου περί ορισμού δημοτικού ταμία, να επιδιώκουν και να απαιτούν με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ακριβώς λόγω και της αμέσως εκτεθείσης ιδιαιτερότητας (σημαντικά ποσά αναληφθέντα άνευ της προβλεπόμενης συνυπογραφής, εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος με ασαφή αιτιολογία) που εμφάνιζαν οι επίδικες αναλήψεις, την απαρέγκλιτη τήρηση του τεθέντος με τις υπόψη δημοτικές αποφάσεις όρου της συνυπογραφής των αντιστοίχων ενταλμάτων πληρωμής/ανάληψης από τον προειρημένο τραπεζικό λογαριασμό του Δήμου ..., για την έγκυρη ολοκλήρωση των επίμαχων συναλλαγών του τότε δημοτικού ταμία και ενεργήσαντος εν προκειμένω όχι ως δεκτικού καταβολής, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται αβασίμως η εναγόμενη, αλλά ως ψευδοαντιπροσώπου του Δήμου, κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο III] μείζονα σκέψη, και δη ως μοναδικού υπογράφοντος και όχι ως συνυπογράφοντος, όπως όφειλε, για λογαριασμό του Δήμου τα εν θέματι εντάλματα εκδόσεως της εναγομένης. Συμπερασματικά, οι υπάλληλοι της εναγομένης τράπεζας, οι οποίοι συνέταξαν ως όργανά της, τα προαναφερόμενα εντάλματα πληρωμής όφειλαν και μπορούσαν, σύμφωνα με τις εκτεθείσες περιστάσεις και τα μέσα που διέθεταν, τόσο στο πλαίσιο εκπλήρωσης της επίδικης συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης, δηλαδή εκ της ρηθείσης τραπεζικής κατάθεσης προς απόδοση του αιτούμενου χρηματικού ποσού σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης στον ενάγοντα Δήμο, όσο και στο πλαίσιο εκπλήρωσης των παρεπόμενων υποχρεώσεων πρόνοιας και διαφύλαξης των συμφερόντων του εντολέα τους Δήμου (κατ'άρθρο 288 ΑΚ): α) να διαπιστώσουν, προτού εγκρίνουν τις προαναφερόμενες αναλήψεις, συνολικού ποσού 819.970 ευρώ από μέρους του τότε δημοτικού ταμία ... ..., την έλλειψη νομιμοποίησής του εν προκειμένω, ως ενεργούντος για λογαριασμό του Δήμου αυτόνομα και αυθαίρετα και δη χωρίς την επιπλέον παρουσία ενώπιον των υπαλλήλων ταμείου της εναγομένης, του Δημάρχου ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών και την συνακόλουθη συνυπογραφή των σχετικών ενταλμάτων (έκδοσής της) και από έναν εξ αυτών και β) συνακόλουθα να αρνηθούν την ολοκλήρωση των ως άνω επίμαχων παράνομων και ζημιογόνων για την περιουσία του Δήμου αναλήψεων από τον ... ..., με μόνη την υπογραφή του τελευταίου ή τουλάχιστον να αιτηθούν την προηγούμενη προσκόμιση από μέρους του για το σκοπό της εγκυρότητας των παραπάνω αναλήψεων από τον ίδιο ως νομιμοποιούμενο, αντίστοιχων προς τις ένδικες αναλήψεις παραστατικών -ενταλμάτων πληρωμής, ή έστω χωριστού εγγράφου ειδικής εξουσιοδότησης στον ίδιο, εκδοθέντων από τον Δήμο και συνυπογεγραμμένων (πέρα από τον ίδιο ως δημοτικό ταμία) και από έναν εκ των Δημάρχου ... ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος περί της αναγκαιότητας επίδειξης εξιδιασμένης επιμέλειας κατά τον σχετικό έλεγχο από μέρους των υπαλλήλων της εναγομένης τράπεζας - προκειμένου να θεμελιωθεί ο πταισματικός χαρακτήρας τα παράλειψής τους - αφού δεν απαιτείτο η καταβολή από μέρους τους κάποιας ιδιαίτερης επιμέλειας ή η τήρηση κάποιας εξεζητημένης ή μη συνηθισμένης τραπεζικής πρακτικής, αλλά η πιστή τήρηση στοιχειωδών κανόνων που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές. Το γεγονός ότι ο ανωτέρω δημοτικός ταμίας είχε καλλιεργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης στους υπαλλήλους της εναγομένης, καθώς και η τυχόν διεκπεραίωση προσωπικών συναλλαγών του Δημάρχου από τον ίδιο, δεν αναιρούσε την νόμιμη υποχρέωσή τους να ελέγχουν ότι το πρόσωπο που παρουσιάζεται ενώπιον αυτών ως εκπρόσωπος του Δήμου και εξουσιοδοτούμενος για τη διενέργεια της συναλλαγής έχει πράγματι το δικαίωμα προς τούτο. Ούτε, άλλωστε, η διόγκωση των τραπεζικών εργασιών και η καθημερινή συνάφεια συναλλασσομένων-τραπεζών, αλλά και η απαραίτητη ταχύτητα με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, δικαιολογούσαν την άμβλυνση της προσοχής των τραπεζικών υπαλλήλων που εν προκειμένω επιλήφθηκαν των επίμαχων συναλλαγών αναλήψεων, σ'ότι αφορά τον έλεγχο και τη διαπίστωση της νομιμοποίησης του για το σκοπό αυτό εμφανιζομένου εκπροσώπου του Δήμου. Άλλωστε, η εναγόμενη ως πιστωτικό ίδρυμα έχει την ευθύνη να προλαμβάνει, να ελέγχει και να αποφεύγει οποιαδήποτε ενέργεια που θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των συναλλασσομένων μαζί της, όπως άλλωστε προκύπτει και από τη με αριθμό 2577/9.3.2006 πράξη του Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος. Η εναγόμενη ισχυρίστηκε, αμυνόμενη,μεταξύ άλλων, αφενός ότι ο ως άνω εντεταλμένος δημοτικός ταμίας εκπροσωπούσε το Δήμο στις οικονομικές συναλλαγές με τις τράπεζες, δεσμεύοντας με μόνη την υπογραφή του το Δήμο, σύμφωνα και με την (επικαλούμενη από την ίδια) πάγια συναλλακτική πρακτική, που είχε καθιερωθεί μεταξύ τους, αφετέρου ότι η πρόβλεψη συνυπογραφής και άλλων προσώπων είχε, όπως ήδη αναφέρθηκε, τεθεί για λόγους εσωτερικού ελέγχου του Δήμου και δεν επιδρούσε στο κύρος των συναλλαγών του δημοτικού ταμία με την ίδια (εναγόμενη τράπεζα). Ο ως άνω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Και ναι μεν, πράγματι στο παρελθόν με τη με αριθμό .../27.12.1999 απόφαση του Δημάρχου ... είχε οριστεί ως δημοτικός ταμίας του Δήμου, η δημοτική υπάλληλος (ΔΕΙ) ..., με την αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να εξοφλεί τις επιταγές που κατατίθενται στο δημοτικό ταμείο και να καταθέτει ή να αναλαμβάνει χρήματα από τον τραπεζικό λογαριασμό με μόνη την υπογραφή της, ενώ όμοιο περιεχόμενο είχε και η με αριθμό ..../2.1.2003 απόφαση του Δημάρχου .... Ωστόσο, με τη με αριθμό .../3.11.2003 απόφαση του Δημάρχου ..., με την οποία ορίστηκε ως δημοτικός ταμίας του Δήμου η δημοτική υπάλληλος (ΔΕΙ В'βαθμού) η ..., προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι προκειμένου για εξόφληση των επιταγών που κατατίθενται στο δημοτικό ταμείο, καθώς και για την κατάθεση ή ανάληψη χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό του Δήμου (άρθρο 232 π.δ. 410/1995) απαιτείται συνυπογραφή ενός εκ των αναφερομένων στην απόφαση δύο προσώπων, και δη του ... ... (Δημάρχου) ή του ….. Συνεπώς, ήδη σε χρόνο προγενέστερο της ανάληψης καθηκόντων εκ μέρους του δημοτικού ταμία, ... ..., είχε προβλεφθεί η τοιαύτη υποχρέωση συνυπογραφής. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ …. πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή …. (σελ.14), τα εντάλματα πληρωμής- αναλήψεων της εναγόμενης τράπεζας, μέχρι την 30η. 1.2007 υπογράφονταν από την ταμία ... ... και το Δήμαρχο (...), ... ... ή την Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, …. ..., και ως εκ τούτου η εναγόμενη τράπεζα, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, τελούσε σε γνώση της ενδεδειγμένης και σύμφωνης με τις ως άνω αποφάσεις του Δημάρχου διαδικασίας ανάληψης χρηματικών ποσών από τον τηρούμενο σε εκείνη λογαριασμό. Συναφώς επισημαίνεται στην ίδια πορισματική αναφορά (σελ.15) ότι η παράλειψη συνυπογραφής των ενταλμάτων αυτών ανακύπτει το πρώτον όταν ανέλαβε καθήκοντα - αρχικά εν τοις πράγμασι και από 15.3.2017 και τυπικώς - ο δημοτικός ταμίας , ...-... .... Και ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 48 του β.δ. της 17.05/15.06.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ A' 114)προκύπτει ότι τόσο ο προϊστάμενος της ταμιακής υπηρεσίας του Δήμου όσο και ο αρμόδιος ταμιακός υπάλληλος ενεργούν τις εισπράξεις των εσόδων και τις πληρωμής των δαπανών του Δήμου, πλην όμως η νομοθετική πρόβλεψη του εν γένει περιεχομένου των καθηκόντων τους ουδόλως αναιρεί τη δυνατότητα να προβλεφθούν in concreto, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πρόσθετοι όροι ή περιορισμοί κατά τον ορισμό εκπροσώπου/ων στις τραπεζικές συναλλαγές του Δήμου με τα πιστωτικά ιδρύματα. Άλλωστε, βάσει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής κατά τον έλεγχο της νομιμοποίησης εκπροσώπων νομικών προσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα και με εσωτερικές εγκυκλίους των τραπεζών, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η προσκόμιση απόφασης Δημάρχου (μετά δε την ισχύ του ν. 3852/2010, πρακτικού του Δημοτικού Συμβουλίου του οικείου Δήμου) με ορισμό εκπροσώπου/ων στις τραπεζικές συναλλαγές με την εναγόμενη και δη περί παροχής εξουσιοδοτήσεως στο αρμόδιο, σύμφωνα με τον ισχύοντα κανονισμό λειτουργίας, πρόσωπο για καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων από τηρούμενο στην τράπεζα λογαριασμό του ανωτέρω νομικού προσώπου (σχετικά τα όσα βεβαίωσε και η ... ... στη με αριθ. …. ένορκη βεβαίωσή της). Σε κάθε δε περίπτωση η εκάστοτε Δημοτική Αρχή δεν αποστερείται, κατά νόμον (άρθρα 232-236π.δ/τος. 410/1995, 166 ν. 3463/2006) της εξουσίας και του δικαιώματος να εξειδικεύει για λόγους μείζονος διαφάνειας και διαφύλαξης των οικονομικών συμφερόντων του Δήμου αφενός έναν ή περισσότερους υπαλλήλους της ταμειακής ή και οικονομικής Υπηρεσίας του, σύμφωνα και με την ρηθείσα εν προκειμένω με αριθμό …. απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ... Γραφείου Ταμειακής Υπηρεσίας (άρθρο 9.1.Μ της απόφασης αυτής),δυνάμενους να εκπροσωπούν νόμιμα τον τελευταίο ενώπιον πιστωτικών ιδρυμάτων και αφετέρου συγκεκριμένους όρους και συναλλαγές, που συνιστούν το περιεχόμενο της τοιαύτης εκπροσώπησης. Στο δικαίωμα, δε αυτό του νομίμως εκπροσωπούμενου Δήμου ... και ήδη ενάγοντος συμμορφώθηκε ουσιαστικά και η ίδια η εναγόμενη τράπεζα, όπως συνομολογεί στις πρωτόδικες προτάσεις της, στο πλαίσιο εφαρμογής της μεταγενέστερης 1055/2009 απόφασης του Δημάρχου .... , με την οποία, επίσης, όχι μόνο απαιτούνταν δύο υπογραφές υπαλλήλων των προαναφερόμενων δημοτικών υπηρεσιών για την ανάληψη χρημάτων από τον τηρούμενο στην εναγόμενη τραπεζικό λογαριασμό, αλλά και τέθηκε όριο αναλήψεων σε μετρητά, το ποσό των 200 ευρώ. Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές και ουσιαστικές παραδοχές, η κατά παράβαση της ένδικης σύμβασης, μη εκπληρωτέα παροχή της εναγομένης προς τον αντισυμβαλλόμενό της Δήμο ..., ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 819.970 ευρώ. Η αντισυμβατική μη απόδοση του ανωτέρω ποσού στον ενάγοντα Δήμο συνδέεται αιτιωδώς με την εκτεθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την τελευταία, καθόσον εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς των υπαλλήλων της τα κατατεθειμένα χρήματα του Δήμου περιήλθαν στην κατοχή του μη νομιμοποιούμενου προς ανάληψή τους, ....... Μάλιστα δε η αμέλεια που επέδειξαν οι διεκπεραιώσαντες τις αντίστοιχες συναλλαγές υπάλληλοι της εναγομένης, και η οποία συνίστατο στο ότι δεν προέβησαν στον επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις και τα μέσα που διέθεταν έλεγχο για την διαπίστωση της νομιμοποίησης του προαναφερόμενου δημοτικού ταμία για τη διενέργειά τους, είναι βαρειά, αφού συνιστά σοβαρή εκτροπή από τους κανόνες της συνήθους επιμέλειας των (τραπεζικών) συναλλαγών, την οποία επιτείνουν έτι περαιτέρω, οι συνοδεύουσες την ένδικη περίπτωση ως άνω εκτεθείσες περιστάσεις (όπως: το σημαντικό ύψος των ποσών που αναλαμβάνονταν εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος με μόνη την υπογραφή του δημοτικού ταμία και με ασαφή αιτιολογία).

Ωστόσο η εναγόμενη τράπεζα ισχυρίζεται περαιτέρω και επικουρικώς ότι ο Δήμος ... και πλέον ενάγων Ο.Τ.Α. εφόσον δεν είναι αποκλειστικά υπαίτιος, είναι τουλάχιστον συνυπαίτιος για την από μέρους της αδυναμία απόδοσης, κατά τις προδιαλαμβανόμενες παραδοχές, των κατατεθειμένων στον ανωτέρω τραπεζικό του λογαριασμό υπεξαιρεθέντων ποσών και της εντεύθεν ζημίας του από τις αντίστοιχες αναλήψεις που διενεργούσε ο προαναφερόμενος μη δικαιούμενος προς τούτο ταμίας, σε ποσοστό 99% και ακόμα επικουρικότερα σε ποσοστό 95%. Και τούτο διότι, κατά τη δέουσα εκτίμηση του εν λόγω ισχυρισμού, τα αρμόδια όργανα του Δήμου ..., ήτοι ο Δήμαρχος ως προϊστάμενος και διευθύνων τις δημοτικές υπηρεσίες και η Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, στην άμεση διεύθυνση και εποπτεία της οποίας υπαγόταν ο ανωτέρω δημοτικός ταμίας, δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια ως προς την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους, σύμφωνα με το π.δ. 410/1995 και το ν.3463/2006. Ειδικότερα η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο Δήμος ..., δια των ανωτέρω αρμοδίων οργάνων του, δεν προέβαινε στον προβλεπόμενο (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45, 46, 18β.δ/τος της 17.05/15.06.1959) μηνιαίο, εξαμηνιαίο και ετήσιο διαχειριστικό έλεγχο των πεπραγμένων του δημοτικού ταμία, καθώς και σε έλεγχο των τραπεζικών διαθεσίμων, ούτε και επιμελούταν την τήρηση του ανωτέρω όρου ης συνυπογραφής που είχε τεθεί στις εκτεθείσες σχετικές αποφάσεις του Δημάρχου περί ορισμού δημοτικού ταμία, πράξεις στις οποίες εφόσον είχαν προβεί θα οδηγούνταν στην διαπίστωση της εκτεινόμενης επί μακράν (30.1.2008 έως 19.11.2009) παράνομης δράσης του εν λόγω ταμία. Σχετικά δε με την ουσιαστική βασιμότητα της αμέσως προαναφερόμενης νόμιμης κατ'άρθρο 288 ΑΚ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο VI] μείζονα σκέψη, ένστασης συντρέχοντος πταίσματος και μείωσης της διωκόμενης συμβατικής παροχής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με τις επίμαχες με αριθμούς ..../15.3.2007 και ..../27.2.2009 αποφάσεις του Δημάρχου για ορισμό δημοτικού ταμία προβλεπόταν(περιπτώσεις ΙΓ και ΙΕ), μεταξύ άλλων, σε συμμόρφωση με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 του β.δ/τος 17/5-15.6.1959, ότι ο προαναφερόμενος δημοτικός ταμίας θα υπέβαλλε κάθε μήνα στο Δήμαρχο και τη Δημαρχιακή Επιτροπή λογαριασμό εσόδων-εξόδων, ενώ κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 163 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας -Δ.Κ.Κ.), ο ίδιος ως ενεργών την ταμειακή υπηρεσία του Δήμου, όφειλε να υποβάλλει δια μέσου του Δημάρχου στη Δημαρχιακή Επιτροπή και λογαριασμό της διαχείρισης του οικονομικού έτους που έληξε, ενέργειες, όμως, στις οποίες ο συγκεκριμένος δημοτικός ταμίας, ...- ... ... ουδόλως προέβαινε, σύμφωνα με τις παραδοχές του ίδιου του τότε Δημάρχου ..., ... ..., όπως αυτές αποτυπώνονται στη με αριθ.πρωτ. ΕΜΠ …. πορισματική έκθεση του οικονομικού επιθεωρητή …. (σελ.29). Από την πλευρά του, ο προαναφερόμενος Δήμαρχος, φέροντας την ιδιότητα του προϊσταμένου και διευθύνοντος των δημοτικών υπηρεσιών του Δήμου ..., όφειλε κατά το Β.Δ. 17-5/15-6-1959 «περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (άρθρο 23 παρ.2 σε συνδυασμό με 48 παρ.1) και του ν. 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων» (άρθρο 86 παρ.1 περ.γ ) ως συνυπογράφων τους βεβαιωτικούς καταλόγους και τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής των δαπανών, να ελέγχει την πιστότητα των μηνιαίων λογαριασμών που έπρεπε να υποβάλλονται από τον ανωτέρω δημοτικό ταμία, υπό την έννοια της αντιστοίχισης και αντιπαραβολής αφενός των λογιστικώς αναγραφόμενων (από τον τελευταίο) ως υφιστάμενων υπολοίπων στο ταμείο και στους τραπεζικούς λογαριασμούς του Δήμου σε συνάρτηση με τα, επίσης αναγραφόμενα στους σχετικούς μηνιαίους πίνακες έσοδα και έξοδα και αφετέρου του πραγματικά υφιστάμενου υπολοίπου. Παρά ταύτα, ο ανωτέρω Δήμαρχος, ο οποίος σημειωτέον έφερε σύμφωνα με την παρατιθέμενη στο ανωτέρω πόρισμα διαχειριστικού- οικονομικού ελέγχου καταγγελία του Δημοτικού Συμβούλου.... και την μη αντικρουόμενη από κάποιο εκ των παραπάνω αποδεικτικών μέσων προηγούμενη επαγγελματική ιδιότητα του Οικονομολόγου και του στελέχους του Υπουργείου Οικονομικών ουδέποτε αιτήθηκε, όπως όφειλε και μπορούσε στο πλαίσιο άσκησης της ως άνω νομίμως προβλεπόμενης δημοσιολογιστικής-διαχειριστικής υποχρέωσής του, από τον δημοτικό ταμία ... ..., κατά το αφορούν την διωκόμενη απαίτηση, χρονικό διάστημα από 15.3.2007 μέχρι και 19.11.2009, οπότε ανεστάλησαν τα καθήκοντα του τελευταίου, την μηνιαία υποβολή στον ίδιο (ως Δήμαρχο) και τη Δημαρχιακή Επιτροπή λογαριασμού εσόδων-εξόδων (άρθρο 48 παρ.ιβ.δ/τος. 17-5/15-6-1959) καθώς και την υποβολή ετήσιου λογαριασμού της διαχείρισής του για τα οικονομικά έτη που έληξαν κατά την ρηθείσα θητεία του εν λόγω δημοτικού ταμία, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο τότε Δήμαρχος ... ... παραδέχθηκε ενώπιον του προαναφερόμενου Οικονομικού Επιθεωρητή, έτσι ώστε να δύναται να προβαίνει ο ίδιος ή και με τη συνδρομή υπαλλήλου της Διεύθυνσης Οικονομικού ή της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου στην επαλήθευση ή μη των πράγματι υφιστάμενων ταμειακών διαθέσιμων του Δήμου σε σχέση με τα εμφαινόμενα στους (μη εν προκειμένω) υποβαλλόμενους λογαριασμούς εσόδων-εξόδων διαθέσιμα καθώς και με τα αναγραφόμενα στα σχετικά ημερολόγια γραμματίων είσπραξης ποσά καθώς και στην επαλήθευση των χρόνων έκδοσης των εν λόγω γραμματίων σε σχέση με τους χρόνους αφενός εισαγωγής των αντιστοίχως εισπραχθέντων ποσών στο ταμείο του Δήμου ή αφετέρου πληρωμών των τυχόν δαπανών του τελευταίου για την οποία προορίζονταν. Στους λογαριασμούς, άλλωστε, αυτούς θα έπρεπε να εμφανίζονται κατ'είδος εσόδου τα βεβαιωθέντα έσοδα, οι πραγματοποιηθείσες εισπράξεις και τα απομένοντα προς είσπραξη υπόλοιπα, καθώς και οι εντεταλμένες πληρωμές και οι ενεργηθείσες πληρωμές κατ'είδος εξόδου, τα υπόλοιπα πληρωτέα και το εναπομένον χρηματικό υπόλοιπο. Η ανταπόκριση δε του Δημάρχου στην αμέσως ανωτέρω υποχρέωσή του, καθώς και στην έτερη υποχρέωσή του να ελέγχει αν τηρούνταν οι ως άνω επίμαχες (με αριθμούς ..../15.3.2007 και .../27.2.2009) αποφάσεις του ίδιου, αναφορικά με τον διαφιλονικούμενο όρο συνυπογραφής του ίδιου ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου ... επί των παραστατικών (γραμματίων είσπραξης- ενταλμάτων) για τη διενέργεια αναλήψεων από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Δήμου και την εξόφληση επιταγών αυτού, θα απέτρεπαν την διόγκωση του, κατά τα προεκτεθέντα, δημιουργηθέντος ελλείμματος. Συγκεκριμένα, ο προαναφερόμενος Δήμαρχος παρέλειπε, ως μη όφειλε κατά νόμον και μπορούσε, σύμφωνα με την πρόνοια που είχε επιδείξει τόσο προηγουμένως με τη θέση στις μνημονευθείσες αποφάσεις του, του ρηθέντος όρου της ως άνω συνυπογραφής επί των παραστατικών ανάληψης ποσών από τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην εναγόμενη, όσο και μετά την επέλευση του ανωτέρω ταμειακού ελλείμματος και δη το Νοέμβριο του έτους 2009 με την πρωτοβουλία του ίδιου για οικονομικό έλεγχο στα ταμειακά διαθέσιμα του Δήμου, να ζητάει τους μηνιαίους λογαριασμούς εσόδων και εξόδων του Δήμου από τον προαναφερόμενο δημοτικό ταμία, καθ όλο το εκτεθέν χρονικό διάστημα της θητείας του τελευταίου και περαιτέρω να επιμελείται τον έλεγχο τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, περί του αν τα (πράγματι) ταμειακά διαθέσιμα του Δήμου δικαιολογούνταν από τα εμφαινόμενα στους ανωτέρω λογαριασμούς οικονομικά στοιχεία και τα τυχόν υφιστάμενα παραστατικά, αντιπαραβάλλοντας είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως είτε με τη συνδρομή της Προϊσταμένης του Τμήματος Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών ή και έτερου υπαλλήλου στο δημοτικό ταμείο (όπως του αναπληρωτή Δημοτικού Ταμία) ή του γραφείου εσόδων του Δήμου ή έστω και του εξωτερικού συνεργάτη-λογιστή(Κωνσταντίνου ...) που διέθετε ο Δήμος από 15.5.2009: і) τα διαθέσιμα υπόλοιπα τόσο του ένδικου καταθετικού λογαριασμού, που είχε άνοιγε! στην εναγόμενη τράπεζα όσο και των μετρητών που υπήρχαν στο ταμείο του ενάγοντος Δήμου - για τα οποία διαθέσιμα υπόλοιπα δεν συντασσόταν καν πρωτόκολλα καταμέτρησης, σύμφωνα με σχετικές διαπιστώσεις του Οικονομικού Επιθεωρητή ... στην προαναφερόμενη έκθεση διαχειριστικού/οικονομικού ελέγχου στο Δήμο ... για τα έτη 2007, 2008 και 2009 (σελ.6,7) - με το εμφαινόμενο ως υπόλοιπο ταμειακό διαθέσιμο στο μηχανογραφικό σύστημα τήρησης των οικονομικών στοιχείων του Δήμου βάσει των σχετικών λογιστικών καταστάσεων/βιβλίων που συνέτασσε ο προαναφερόμενος δημοτικός ταμίας, και ιι) έτι ειδικότερα τους χρόνους έκδοσης γραμματίων είσπραξης σε σχέση με τους χρόνους εισαγωγής στη διαχείριση του Δήμου των αντίστοιχων ποσών (εσόδων) που καταθέτονταν από διάφορους φορείς στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, εξετάζοντας περαιτέρω και την αντιστοίχιση ή μη των διενεργηθεισών πληρωμών του ανωτέρω δημοτικού ταμία με τα υφιστάμενα σχετικά δικαιολογητικά (πληρωμών με τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της συσχέτισης των ποσών των ημερήσιων εσόδων και των αναλήψεων με τα ποσά των πληρωμών. Οι προδιαλαμβανόμενες παραλείψεις συνέβαλλαν αιτιωδώς στη διόγκωση της ως άνω επελθούσας περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος Δήμου. Και τούτο, διότι εφόσον ο ανωτέρω Δήμαρχος ... είτε μόνος είτε και με την, κατόπιν δικής του επιμέλειας, τακτική - τουλάχιστον σε μηνιαία βάση - συνδρομή υπαλλήλου της Οικονομικής ή της Ταμιακής (όπως του αναπληρωτή δημοτικού ταμία) Υπηρεσίας ή και του συνεργαζόμενου λογιστή του Δήμου, ενεργούσε κατά τους στοιχειώδεις κανόνες της επιμελούς διαχείρισης της περιουσίας του Δήμου, κατά το ειδικώς προεκτεθέν πλαίσιο, θα είχε διαπιστώσει εγκαίρως κατά τη διάρκεια της θητείας του δημοτικού ταμία ... ..., ότι οι αναλήψεις που διενεργούσε ο τελευταίος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα υπερέβαιναν καταφανώς τις πληρωμές του Δήμου και θα ελάμβανε στη συνέχεια τα προσήκοντα μέτρα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του Δήμου, τα οποία θα συνίσταντο στην διενέργεια εκτεταμένου οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου στα ταμιακά διαθέσιμα του και προεχόντως στην άμεση και ως εκ τούτου έγκαιρη απομάκρυνση του ... ... από τη θέση ταμία του Δήμου ..., η οποία τελικά έλαβε χώρα με μεγάλη καθυστέρηση μόλις στις 19.11.2009 με τη με αριθ..../19.11.2009 απόφαση του ίδιου (του Δημάρχου). Η υφιστάμενη δε δυνατότητα διαπίστωσης σημαντικού ποσού του επίμαχου ελλείμματος με πρωτοβουλία του ίδιου του προαναφερόμενου Δημάρχου και με την συνδρομή του στελεχιακού δυναμικού του Δήμου ... κατέστη αδιαμφισβήτητη, και από το γεγονός ότι ήδη, όπως αναφέρθηκε, ο Δήμαρχος ... σε προγενέστερο μεν χρόνο σε σχέση με την διενέργεια του ως άνω διαχειριστικού-οικονομικού ελέγχου στο Δήμο ...(στις 30.6.2010), πλην όμως πολύ καθυστερημένα σε σχέση με την επελθούσα περιουσιακή ζημία στου Δήμου, από την τελεσθείσα υπεξαίρεση του ... ..., ανέθεσε, περί το Νοέμβριο του έτους 2009, τη διενέργεια ελέγχου για την ανεύρεση του ακριβούς ταμειακού ελλείμματος στα διαθέσιμα του Δήμου, στην δημοτική υπάλληλο ... ..., αναπληρώτρια δημοτική ταμία του ίδιου Δήμου, κατά το μεγαλύτερο μέρος (15.3.2007 έως 26.3.2009) της θητείας του ... ... και από τις 15.3.2007 Υπεύθυνη Γραφείου Προϋπολογισμού του Δήμου ... και η οποία με το με αριθ. … έγγραφό της προσδιόρισε το επίμαχο έλλειμμα στο αρχικό ποσό των 441.618,18 ευρώ. Από την πλευρά του, ο τέως Δήμαρχος ... ... ..., υποστήριξε ενώπιον του προαναφερόμενου Οικονομικού Επιθεωρητή αφενός ότι όταν το πρώτον δημιουργήθηκαν σ'αυτόν υπόνοιες για παραποιημένα στοιχεία κατά την διαχείριση του ταμείου του Δήμου από τον ... ..., εξαιτίας (αδιευκρίνιστης περαιτέρω) καταγγελίας προμηθευτή του Δήμου, ότι δεν είχε πληρωθεί από τον τελευταίο- και ενώ ο εν λόγω δημοτικός ταμίας διαβεβαίωνε τον Δήμαρχο περί του αντιθέτου - άμεσα προέβη στην ανάθεση του εκτεθέντος ταμειακού ελέγχου του Δήμου από την ... ..., με τον οποίο αποκαλύφθηκε το πρώτον η ύπαρξη ελλείμματος, έστω και στο άνω μικρότερο (του τελικώς υφιστάμενου)ποσό, αφετέρου ότι ήταν δύσκολο να αποκαλυφθεί ο τρόπος που ο ... ... υπεξαιρούσε χρήματα από το ταμείο του Δήμου, δοθέντος ότι ο τελευταίος, κατά την καθημερινή απόδοση λογαριασμού προς τον ίδιο (τον Δήμαρχο), του κατέθετε παραποιημένα στοιχεία εσόδων-εξόδων ως δήθεν ισοσκελισμένων, η δε συνομολογούμενη διαχρονική παράλειψη υποβολής μηνιαίων καταστάσεων εσόδων-εξόδων στο Δήμαρχο και τη Δημαρχιακή Επιτροπή μέχρι τουλάχιστον την τελεσθείσα υπεξαίρεση, ουδόλως, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του, συνέτεινε στην καθυστέρηση αποκάλυψης του αντίστοιχου ελλείμματος, υπονοώντας σαφώς ως αιτία το ότι ο ανωτέρω δημοτικός ταμίας μετερχόταν τις εκτεθείσες ως μη δυνάμενες να εντοπιστούν στις υπόψη οικονομικές καταστάσεις, μεθοδεύσεις παραπλάνησης του ίδιου ως προς τα ταμειακά διαθέσιμα του Δήμου (όπως ενδεικτικά: μεταχρονολογημένη εισαγωγή εσόδων και λογιστική εμφάνιση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής ως δήθεν πληρωθέντων). Ωστόσο οι ισχυρισμοί αυτοί ως αρνητικοί οποιασδήποτε ευθύνης του εναγόμενου Δήμου, όπως νομίμως εκπροσωπείτο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από τον τέως Δήμαρχό του, δεν συνιστούν βάσιμη αντίκρουση του νομικών και ουσιαστικών παραδοχών που έχουν προηγηθεί σ' ότι αφορά την ύπαρξη συντρέχοντος πταίσματος και δη αμελούς συμπεριφοράς στο πρόσωπο του τελευταίου στην διόγκωση του επίδικου ελλείμματος και συνακόλουθα στο μέγεθος της μη εκπληρωθείσης συμβατικής παροχής της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση (τραπεζικής) κατάθεσης χρημάτων. Και τούτο διότι, παρά τα όσα ήδη εκτέθηκαν περί της επίδειξης επιμέλειας, την οποία ο ίδιος μπορούσε και όφειλε κατά νόμον ως εκ της ιδιότητάς του (ως Προϊσταμένου όλων των υπηρεσιών του Δήμου με αρμοδιότητα συνυπογραφής βεβαιωτικών καταλόγων και χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής) να επιδεικνύει κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, α) αφενός στη διενέργεια τακτικού, ήτοι τουλάχιστον μηνιαίου και επισταμένου και όχι επιδερμικού και πρόχειρου έλεγχου των λογαριασμών και των ταμειακών διαθέσιμων του Δήμου ... με τη συνδρομή αρμόδιου στελέχους της Οικονομικής Υπηρεσίας ή του συνεργαζόμενου (με τον Δήμο) λογιστή και β) αφετέρου στην θέση της συνυπογραφής του ίδιου ή της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών σε κάθε παραστατικό συναλλαγής (κατάθεσης ή ανάληψης), του τότε δημοτικού ταμία ... ... με την εναγόμενη τράπεζα, σε συμμόρφωση με τον όρο που ο ίδιος ο Δήμαρχος, είχε θέσει στις ως άνω σχετικές αποφάσεις του περί ορισμού δημοτικού ταμία, ο τέως Δήμαρχος ... αρκέστηκε προς διαφύλαξη των περιουσιακών συμφερόντων του Δήμου, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα των είκοσι δύο περίπου μηνών, ήτοι από 30.1.2008 έως 18.11.2009, σε μία κατ'ουσία πρόχειρη και αδρανή (σ'ότι αφορά την πλήρωση του όρου της συνυπογραφής) στάση εποπτείας του τότε δημοτικού ταμία ... ..., δηλαδή εποπτείας σημαντικά υπολειπόμενης σε σύγκριση με αυτήν που επέβαλλαν τόσο τα ως άνω κανονιστικά ρυθμιζόμενα καθήκοντα του ως Δημάρχου, όσο και το εν γένει καθήκον του για επίδειξη αυξημένης επιμέλειας στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων του Δήμου. Της τοιαύτης, μάλιστα αυξημένης επιμέλειας το πλαίσιο ο ίδιος είχε προσδιορίζει, προβλέποντας στις .../15.3.2007 και ..../27.2.2009 αποφάσεις του, μεταξύ άλλων, και προς περαιτέρω θωράκιση των οικονομικών συμφερόντων του Δήμου ... και τον ήδη αναλυτικός εκτεθέντα όρο της συνυπογραφής (δεύτερης υπογραφής) επί των παραστατικών συναλλαγών με το τραπεζικό κατάστημα της εναγομένης στη .... Επισημαίνεται σχετικά σ'αυτό το σημείο το ως άνω ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα πλημμελούς εποπτείας της ταμιακής διαχείρισης του Δήμου ... από τον τότε Δήμαρχο, δοθέντος ότι αντιθέτως κατά το, επίσης σημαντικό προηγούμενο της θητείας του ... ... χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα από το έτος 2003 μέχρι τις 30.1.2007, ο ίδιος Δήμαρχος συνυπέγραφε παραστατικά της εναγομένης τράπεζας (κατάστημα ....), μέχρι δε τις 30.10.2008 και τις επιταγές εκδόσεως του Δήμου. Περαιτέρω δε χαρακτηριστικό της αμελούς συμπεριφοράς του τέως Δημάρχου της σχετικής με την ασφάλεια της ταμειακής διαχείρισης του Δήμου, ήταν και η έλλειψη μέριμνας από μέρους του για πρόσβαση της Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του εν λόγω Δήμου στο σύστημα ελέγχου χρηματικών διαθέσιμων του Δήμου, όπως η ίδια υποστήριξε χωρίς να αντικρουστεί από κάποιο εκ των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, κατά την κατάθεσή της, ενώπιον του προαναφερόμενου Οικονομικού Επιθεωρητή. Εφόσον δε ο τότε Δήμαρχος ..., επιμελούταν όπως όφειλε κατά νόμον, κατά τα ήδη εκτεθέντα, τη διενέργεια τακτικών λογιστικών και διαχειριστικών ελέγχων στην ακολουθούμενη από τον ... διαδικασία συναλλαγών του με την εναγόμενη τράπεζα θα μπορούσε, υπό το ήδη εκτεθέν ειδικότερο πλαίσιο διασταυρούμενων λογιστικών και οικονομικών στοιχείων, να διακριβώσει επί αναλήψεων, άμεσα ή τουλάχιστον σε σύντομο (σε σχέση με τον χρόνο διενέργειας της εκάστοτε επίμαχης συναλλαγής) χρόνο: і) τόσο την εγκυρότητα ή (εν προκειμένω) την ακυρότητα τους, στη βάση της επίμαχης αναγκαιότητας συνυπογραφής των σχετικών ενταλμάτων τραπεζικών πληρωμών/αναλήψεων, ii) όσο και την ύπαρξη ή μη ισόποσων, με τις καταχωρηθείσες στις υποβαλλόμενες στον Δήμο λογιστικές καταστάσεις, πληρωμών του Δήμου ή εισροών στο δημοτικό ταμείο, δυνάμει αντιπαραβολών και συσχετίσεων με τυχόν υφιστάμενα και καταχωρημένα αντίστοιχα παραστατικά- δικαιολογητικά αναλήψεων ή πληρωμών, γνωρίζοντας αφενός ότι στο υποκατάστημα της ... στη ... ο Δήμος διατηρούσε τον βασικό και λειτουργικό καταθετικό λογαριασμό του και αφετέρου την αναγκαιότητα διαφάνειας και χρηστής διαχείρισης κατά τη λειτουργία της Οικονομικής Υπηρεσίας του' αναγκαιότητα στη βάση της οποίας είχε ήδη άλλωστε ως άνω προβλεφθεί ως απαραίτητος όρος τραπεζικών συναλλαγών του εκάστοτε δημοτικού ταμία (κατάθεση ή ανάληψη χρημάτων, εξόφληση τραπεζικών επιταγών) η ρηθεία συνυπογραφή από τον ίδιο τον Δήμαρχο ή από τον Προϊστάμενο των Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου. Το γεγονός ότι κατά τον διενεργηθέντα κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο έτους 2009, ετήσιο λογιστικό έλεγχο της συμφωνίας των υπολοίπων του Δήμου ... της 31ης Δεκεμβρίου 2008 με τα διαθέσιμα στους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα μετρητά του ταμείου δεν διαπιστώθηκε οικονομικό έλλειμμα, πλην ποσού 55 ευρώ, που κρίθηκε ασήμαντο, από τον ορισθέντα με απόφαση του Δ.Σ. (του Δήμου) ορκωτό ελεγκτή-λογιστή, ..., ουδόλως αναιρεί τον αμελή χαρακτήρα των ανωτέρω παραλείψεων του τότε Δημάρχου ... και τον εντεύθεν αιτιώδη σύνδεσμο τους με τη διόγκωση του επίδικου ελλείμματος. Και τούτο, διότι όπως και ο ίδιος ο προαναφερόμενος ορκωτός ελεγκτής κατέθεσε ενώπιον του ανωτέρω διενεργήσαντος τον εν θέματι διαχειριστικό έλεγχο στο Δήμο ... για τα έτη 2007,2008 και 2009, Οικονομικού Επιθεωρητή, ο υπόψη έλεγχος είχε δειγματοληπτικό και εντεύθεν γνωμοδοτικό χαρακτήρα επί των αντίστοιχων οικονομικών καταστάσεων του Δήμου (δηλαδή ισολογισμού, κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσεως και πίνακα διάθεσης αποτελεσμάτων χρήσεως), οι οποίες καταστάσεις συντάσσονταν ήδη πριν από την «διοίκηση», όπως ο ίδιος διέλαβε, του Δήμου, λόγος για τον οποίο άλλωστε δεν διενεργούταν από εκείνον (τον ορκωτό ελεγκτή) λογιστικός έλεγχος και στα ενδιάμεσα διαστήματα των οικονομικών χρήσεων. Σε κάθε περίπτωση ο υπόψη έλεγχος αποσκοπούσε στην απόκτηση ελεγκτικών τεκμηρίων σχετικά με τα αναγραφόμενα στις καταστάσεις οικονομικά δεδομένα, στην αξιολόγηση της καταλληλότητας των λογιστικών αρχών και μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν και του ευλόγου των εκτιμήσεων που γίνονταν από τα αρμόδια αιρετά όργανα του Δήμου καθώς και στην αξιολόγηση της συνολικής παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων του Δήμου, η διακρίβωση της αξιοπιστίας των οποίων δεν ήταν, όμως, στην προκειμένη περίπτωση ευχερής κατά το προηγούμενο στάδιο της σύνταξής τους ούτε από τον Δήμαρχο ούτε από την Δημαρχιακή Επιτροπή, καθότι τα στοιχεία που τους παραδίδονταν από τον δημοτικό ταμία ήταν ένας απλός πίνακας εσόδων-εξόδων προϋπολογισθέντων και πραγματοποιηθέντων χωρίς παραστατικά. Ομοίως και ο τότε απασχολούμενος ως εξωτερικός συνεργάτης λογιστής του ανωτέρω Δήμου, ... ... δεν είχε αρμοδιότητα να διενεργεί έλεγχο στην οικονομική διαχείριση του Δήμου και εκτελούσε εργασίες που του είχαν ανατεθεί βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών, όπως ήταν η παρακολούθηση του διπλογραφικού συστήματος, η τήρηση του μητρώου παγίων, η σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων (ισολογισμός, αποτελέσματα χρήσης, διάθεσης αποτελεσμάτων χρήσεως και το προσάρτημα του ισολογισμού), ήτοι εργασίες που πραγματοποιούνταν μετά τον έλεγχο που διενεργείτο στην οικονομική-ταμειακή διαχείριση του Δήμου από την αρμόδια ταμειακή υπηρεσία του τελευταίου και των εποπτευόντων (και) των οικονομικών του Δήμου αιρετών οργάνων. Σ'ότι αφορά, επίσης,, την εκτελούσα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, χρέη Προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του ανωτέρω Δήμου, ... ..., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 81, 82 του β.δ/τος 17/5-15/6/1959 (περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων) ευθέως προκύπτει ότι σε κάθε συνεστημένη Οικονομική Υπηρεσία του εκάστοτε Δήμου (μετά των συγκροτούντων αυτήν Τμημάτων, Γραφείων και υπαλλήλων) πρέπει να περιλαμβάνονται η λογιστική υπηρεσία ή το λογιστήριο του Δήμου, η υπηρεσία δημοτικών προσόδων και δημοτικής περιουσίας καθώς και η ταμειακή υπηρεσία του Δήμου, οι οποίες λειτουργούν υπό την ενιαία διεύθυνση και εποπτεία των εκάστοτε προϊσταμένων της Οικονομικής Υπηρεσίας κάθε Δήμου. Ειδικότερα, στον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας του Δήμου ... και δη στο άρθρο 13 με τίτλο: «Αρμοδιότητες Προϊσταμένων» ορίζεται ότι ο Προϊστάμενος μία διοικητικής ενότητας (Διεύθυνσης/Τμήματος) ευθύνεται έναντι του αμέσως υπερκείμενου για την αποτελεσματική και αποδοτική εκτέλεση των λειτουργιών της ενότητας, προγραμματίζοντας, οργανώνοντας, στελεχώνοντας, συντονίζοντας και ελέγχοντας τις επιμέρους δραστηριότητες, έτσι ώστε να εκπληρώνονται οι περιοδικοί (τακτικοί και στρατηγικοί) στόχοι του Δήμου με βάση τα αντίστοιχα προγράμματα δράσης, ενώ μεταξύ άλλων προετοιμάζει τους απολογισμούς δράσης και οικονομικούς απολογισμούς σε συνεργασία με την οικονομική υπηρεσία, ευθυνόμενος για τη νομιμότητα των ενεργειών της διοικητικής μονάδας του. Εντός του αμέσως εκτεθέντος κανονιστικού πλαισίου αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, η ... ..., η οποία ανέλαβε και άσκησε τα καθήκοντα της προϊσταμένης του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου ... από τον Ιούλιο του έτους 2007 και καθ'όλο το χρονικό διάστημα της θητείας του δημοτικού ταμία ... ..., όφειλε να διευθύνει και να εποπτεύει τα τμήματα και τα γραφεία της Οικονομικής Υπηρεσίας, στα οποία περιλαμβανόταν και η ταμειακή υπηρεσία του Δήμου ... και, ούσα υπεύθυνη για τη νομιμότητα των ενεργειών της διοικητικής μονάδας της, είχε και την αρμοδιότητα συνυπογραφής των βεβαιωτικών σημειωμάτων και των εκάστοτε χρηματικών ενταλμάτων πληρωμών και αναλήψεων του Δήμου, όπως άλλωστε είχε προβλεφθεί συναφώς και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, και για τα παραστατικά αναλήψεων από τους τραπεζικούς λογαριασμούς καταθέσεων του Δήμου κατά τον ανωτέρω διαζευκτικό τρόπο στο διατακτικό αμφοτέρων των επίμαχων αποφάσεων του Δημάρχου ... (στις 15.3.2007 και στις 27.2.2009) περί ορισμού δημοτικού ταμία. Ωστόσο, όπως και ο τέως Δήμαρχος ... ... ..., έτσι και η άνω Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου ..., από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων της στις 10.7.2007 και μέχρι την αναστολή των καθηκόντων του ... ..., με την .../19.11.2009 απόφαση του Δημάρχου, ουδέν παραστατικό τραπέζης συνυπέγραφε, ούτε ασκούσε την εποπτεία, επίβλεψη και τον έλεγχο που όφειλε ως άνω κατά νόμον, αλλά και μπορούσε τόσο στην ακολουθούμενη από τον (τότε) υφιστάμενό της δημοτικό ταμία Ν...., διαδικασία συναλλαγών (αναλήψεων-καταθέσεων) με το υποκατάστημα της εναγόμενης τράπεζας στη Ν.... όσο και στα ταμιακά διαθέσιμα του εν λόγω Δήμου, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των χρόνων έκδοσης των σχετικών γραμματίων είσπραξης, της εισαγωγής προς διαχείριση των εσόδων που κατατίθεντο από διάφορους φορείς στον παραπάνω λογαριασμό του Δήμου, καθώς και των διενεργούμενών πληρωμών. Η επίκληση από την ανωτέρω προϊσταμένη στην κατάθεσή της ενώπιον του διενεργήσαντος τον προκείμενο διαχειριστικό έλεγχο στο Δήμο ..., οικονομικού επιθεωρητή, της έλλειψης μνείας του ονόματος της στην πρώτη εκ των ανωτέρω αποφάσεων του Δημάρχου (του Μαρτίου του έτους 2007) περί ορισμού δημοτικού ταμία, καθώς και της μη κοινοποίησης στην ίδια από τον Δήμαρχο αμφοτέρων των υπόψη αποφάσεων και η συσχέτισή τους με την, από μέρους της, μη συνυπογραφή των προδιαλαμβανόμενων ενταλμάτων ανάληψης των υπεξαιρεθέντων ποσών, δεν αναιρούν την συνδρομή του στοιχείου της αμέλειας στο πρόσωπό της κατά την άσκηση της δέουσας εποπτείας και επίβλεψης του ανωτέρω δημοτικού ταμία. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει και από τον πίνακα αποδεκτών στις εν θέματι δημαρχιακές αποφάσεις ορισμού δημοτικού ταμία και ουδόλως αμφισβητείται και από την ίδια, αμφότερες (οι αποφάσεις) είχαν κοινοποιηθεί στην Οικονομική Υπηρεσία του εν λόγω Δήμου, όπου κατά τους χρόνους της έκδοσης: α) της μεν πρώτης εξ αυτών (της υπ'αριθ.πρωτ. .../15.3.2007 απόφασης του Δημάρχου), δεν είχε μεν οριστεί ακόμα ως νέα προϊσταμένη της υπόψη Υπηρεσίας, πλην όμως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της τον Ιούλιο του έτους 2007 όφειλε στο πλαίσιο της προσήκουσας άσκησής τους, να ενημερωθεί, β) της δε δεύτερης εξ αυτών (της υπ'αριθ..../27.2.2009 απόφασης του Δημάρχου) ασκούσε ήδη τα καθήκοντα της, οπότε όχι μόνο όφειλε, επίσης, να είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη του ως άνω τεθέντος όρου «συνυπογραφής», αλλά θα μπορούσε να είχε αναφέρει στην υπερκείμενη αρχή, δηλαδή τον Δήμαρχο, την μη αναγραφή του ονόματος της, δεδομένου ότι είχε ήδη προ πολλού οριστεί Προϊσταμένη του Τμήματος Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου .... Ομοίως, ουδόλως αναιρεί την κανονιστικώς ως άνω προβλεπόμενη υποχρέωση άσκησης οικονομικής και διαχειριστικής εποπτείας και ελέγχου, που όφειλε και μπορούσε να ασκήσει στον υφιστάμενό της δημοτικό ταμία η ανωτέρω προϊσταμένη, ο ισχυρισμός αυτής ενώπιον του ανωτέρω Οικονομικού Επιθεωρητή, περί του ότι δεν ηδύνατο να διενεργήσει, κατά το χρόνο θητείας του ... ..., έλεγχο της διαδικασίας, που ο τελευταίος ακολουθούσε αναφορικά με την έκδοση των γραμματίων είσπραξης (χρόνο έκδοσής τους) σε σχέση και με την ημερομηνία κατάθεσης των αναφερόμενων σ'αυτά (τα γραμμάτια) εσόδων στον ένδικο τραπεζικό λογαριασμό, καθώς και με τις εκάστοτε αναλήψεις/πληρωμές (θέση υπογραφών επί των αντίστοιχων παραστατικών αναλήψεων και των επιταγών), διότι δεν είχε πρόσβαση στο μηχανογραφικό σύστημα ούτε και της είχε ανατεθεί τέτοια αρμοδιότητα. Η έλλειψη δε νομικού και ουσιαστικού ερείσματος στον υπόψη ισχυρισμό έγκειται στο ότι η αμέσως προαναφερόμενη εποπτική και ελεγκτική αρμοδιότητα και η συνακόλουθη πρόσβαση στο μηχανογραφικό σύστημα οικονομικών στοιχείων του Δήμου εμπεριέχεται στις ως άνω κατά νόμον (άρθρα 81, 82 του β.δ/τος 17/5-15/6/1959 και 13 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου ...) αρμοδιότητες της, τις οποίες όφειλε και μπορούσε όχι μόνο να γνωρίζει αλλά και να εξασκεί, μεριμνώντας για τη δημιουργία και διατήρηση συνθηκών πρόσφορης άσκησής τους, είτε αυτοβούλως είτε σε συνεργασία με τους υφισταμένους καθώς και με τον διοικητικά προϊστάμενό της Δήμαρχο. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι αιτιωδώς, καθ’εαυτή η ανάληψη από τον προαναφερόμενο δημοτικό ταμία ως μη δικαιούμενο εν προκειμένω πρόσωπο (ψευδοαντιπρόσωπο του Δήμου ...) του συνολικού ποσού των 819.970 ευρώ από το λογαριασμό τραπεζικής κατάθεσης που τηρούσε ο Δήμος ... στο ομώνυμο υποκατάστημα της εναγομένης ...., οφείλεται σε βαριά αμέλεια των υπαλλήλων της τελευταίας, οι οποίοι εξέδωσαν τα ως άνω παρατιθέμενα εντάλματα πληρωμής. Όμως με βάση τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό και με τα εκτεθέντα αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί του σχετικού επικουρικού ισχυρισμού που προβλήθηκε παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως από την εναγόμενη-εκκαλούσα τράπεζα περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος Δήμου και μείωσης της αιτούμενης συμβατικής παροχής ( πρβλ και ΑΠ 759/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ) και τον οποίο η τελευταία επαναφέρει, μετά την πρωτόδικη απόρριψή του, με τον τέταρτο (4°) λόγο της κρινόμενης έφεσης, οδηγείται, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις της ένδικης συμβατικής σχέσης τραπεζικής κατάθεσης, στην κρίση ότι στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να καταγνωσθεί ο σημαντικός περιορισμός κατά ποσοστό 50% της αξιούμενης από τον ενάγοντα καταθέτη παροχής, δηλαδή κατά το ποσό των (819.970:2) = 409.985 ευρώ και ο περιορισμός της διωκόμενης απαίτησής του στο ίδιο ποσό, το οποίο, ενόψει της ιστορηθείσας εκατέρωθεν συμπεριφοράς των μερών, ανταποκρίνεται στην καλή πίστη και στα συναλλακτική ήθη, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ'ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως αβάσιμη στην ουσία της, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου στην ουσία του τέταρτου (4ου) λόγου της κρινόμενης έφεσης. Κατ'ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου της στην καταθέσασα εκκαλούσα. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί προς εκδίκαση η αγωγή (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), η οποία είναι νόμιμη, όπως ήδη ως άνω εκτέθηκε κατά τις διατάξεις που αναλύονται στις υπό στοιχεία II] και III] νομικές σκέψεις και αφού δικαστεί στην ουσία της, να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα Ο.Τ.Α. ως καθολικό διάδοχο του Δήμου ..., το συνολικό ποσό των 409.895 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να εξαφανιστεί πλήρως η διάταξή της, περί εξόδων (Α.Π. 10/2013 ΕλλΔνη 2013.1380) και τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν, και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για αμφότερους του βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας του (άρθρα 178, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα πρέπει να οριστούν μειωμένα κατά το ήμισυ, κατ'εφαρμογή του άρθρου 281 παρ.2 του ν. 3463/2006 «περί κύρωσης του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ των Ο.Τ.Α- ΑΠ 303/2016, ΑΠ 254/2016, ΑΠ 210/2016, ΑΠ 2061/2013, ΑΠ 1635/2012 τνπ ΝΟΜΟΣ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23.11.2023 (και με αριθ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου .../ .../23.11.2023) έφεση και τους από 28.8.2024 (και με αριθ.εκθ.καταθ.δικογράφου ... / ... / 28.8.2024) πρόσθετους λόγους κατά της με αριθμό 3089/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Δέχεται τυπικά και κατ'ουσία την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος ηλεκτρονικού παράβολου.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11.5.2021 (και με αριθ.καταθ.δικογρ. ΓΑΚ .../ΕΑΚ .../13.5.2021) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τετρακοσίων εννέα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα πέντε (409.985) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατό (4.100) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14.1.2025 και δημοσιεύθηκε στο ίδιο τόπο, στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις ..2025, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου