Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

ΜονΕφΘεσ 1289/2025: "Αδικοπρακτική ευθύνη μελών ΔΣ ανώνυμης εταιρίας για υπαίτια παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές"

 



Αριθμός Απόφασης 1289/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σουλτάνα Κρυστάλλη, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και τη Γραμματέα Αναστασία Τσερτσόγλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 16.05.2025, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση, μεταξύ των:

......

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της με στοιχείο (α) έφεσης-εφεσίβλητη της με στοιχείο (β) έφεσης κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας την από 29.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή της κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων-εκκαλούντων. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 52/2022 οριστική του απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία, αφού απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, δέχθηκε τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση.

Την απόφαση αυτή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσβάλλουν ήδη η εν μέρει ηττηθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 16.02.2024 και με στοιχείο (α) έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2024 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πράξη ορισμού δικασίμου, αρχική δικάσιμος η 20.09.2024 και μετά από αναβολή η παραπάνω αναφερόμενη και ενεγράφη στο πινάκιο, οι δε εν μέρει ηττηθέντες πρωτοδίκως εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 19.02.2024 και με στοιχείο (β) έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2024, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2024 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης και πράξη ορισμού δικασίμου, αρχική δικάσιμος η 20.09.2024 και μετά από αναβολή η παραπάνω αναφερόμενη και ενεγράφη στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν, από το οικείο πινάκιο, στη σειρά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με σχετικές μονομερείς δηλώσεις τους, του άρθρου 242§2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της με στοιχείο (α) έφεσης-εφεσίβλητη της με στοιχείο (β) έφεσης, με την από 29.06.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, που απηύθυνε σε βάρος των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων-εφεσίβλητων, εξέθετε ότι η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει ανώνυμη εταιρία και οι λοιποί των εναγομένων μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης. Ότι περαιτέρω τόσο αυτή (ενάγουσα) όσο και η πρώτη εναγόμενη δραστηριοποιούνται στον τομέα κονσερβοποίησης φρούτων, μία δε εκ των δραστηριοτήτων της τελευταίας είναι η παρασκευή του τελικού προϊόντος της κονσέρβας, κατόπιν προμήθειας των πρώτων υλών (μεταλλικά δοχεία, φρούτα, κ.λπ.), από τρίτες εταιρίες, βασικότερη εκ των οποίων είναι η ίδια (ενάγουσα). Ότι στα πλαίσια της παραπάνω εμπορικής τους συνεργασίας στη Σκύδρα τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017 η πρώτη εναγόμενη πώλησε στην ίδια (ενάγουσα) έτοιμα προϊόντα (κονσέρβες με ροδάκινο), συνολικής αξίας 217.531,40 €, με συμφωνία παρακαταθήκης αυτών στις αποθήκες της ως θεματοφύλακας, και την αποστολή τους στην ίδια (ενάγουσα), όποτε της ζητηθεί και ότι το τίμημα από την αγορά των ως άνω εμπορευμάτων καταβλήθηκε από την ίδια (ενάγουσα), με την εξόφληση μέρους του υπολοίπου της πρώτης εναγόμενης από την αγορά των πρώτων υλών που είχε προηγηθεί.

Ότι η πρώτη εναγόμενη της παρέδωσε μέρος των ποσότητας των πωληθέντων τεμαχίων, αρνούμενη, παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της, να της παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα 254.448 τεμαχίων. Ότι για τον λόγο αυτόν αυτή (ενάγουσα) την 21.11.2018 επέδωσε στην πρώτη εναγόμενη την από 15.11.2018 εξώδικη όχληση-δήλωσή της, με την οποία προέβη στη λύση της σύμβασης παρακαταθήκης και την κάλεσε να παραδώσει εντός τριών (3) ημερών από την επίδοσή της, το σύνολο των ως άνω 254.448 τεμαχίων, ωστόσο η πρώτη εναγόμενη, ουδέν έπραξε, τελώντας αντιποίηση της νομής των εμπορευμάτων της. Ότι περαιτέρω όλοι ΟΙ εναγόμενοι παραβίασαν την κοινωνικώς επιβεβλημένη και εκ τη θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσα υποχρέωση της συνετής φύλαξης εννόμων αγαθών τρίτων, συμπεριφορά, που αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτική ήθη, καθόσον, όπως περιήλθε σε γνώση της (ενάγουσας), η πρώτη εναγόμενη αλλά και οι λοιποί των εναγομένων υπό την παραπάνω ιδιότητά τους και ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης προέβησαν στην καταστροφή των επιδίκων και μη αποδοθέντων εμπορευμάτων, ενώ, παράλληλα με την ανωτέρω συμπεριφορά τους, οι λοιποί, πλην της πρώτης ανώνυμης εταιρίας, εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος της και το ποινικό αδίκημα της υπεξαίρεσης. Ότι η πρώτη εναγόμενη ευθύνεται και για την αθέτηση της συμβατικής της υποχρέωσης περί επιμελούς φύλαξης των παρακατατεθέντων εμπορευμάτων, καθώς και για την αδυναμία απόδοσής τους, ενεργώντας δολίως ή από βαριά αμέλεια. Ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων είχε ως συνέπεια την πρόκληση σε αυτήν θετικής ζημίας, που ισούται με τη συνολική αξία των εμπορευμάτων, ποσού 217.531,40 €, που δεν της αποδόθηκαν από την πρώτη εναγόμενη. Ότι επιπλέον υπέστη και αποθετική ζημία, καθόσον απώλεσε διαφυγόντα κέρδη συνολικού ύψους 21.635,31 €, κατά τα εκτιθέμενα, κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, στο δικόγραφο.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, κατά την κύρια βάση της αγωγής της, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη όλων των εναγόμενων: α. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλλουν το ποσό των 217.531,40 €, για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας καθώς και το ποσό των 21.635,31 €, για την αποκατάσταση της αποθετικής της ζημίας (διαφυγόντα κέρδη), ήτοι το συνολικό ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 22.11.2018, ήτοι από την επόμενη της επίδοσης της από 15.11.2018 εξώδικης όχλησης-δήλωσής της προς την πρώτη εναγόμενη, άλλως από την επίδοση της αγωγής, κατά δε τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης από τη σύμβαση παρακαταθήκης, να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλλει το ως άνω συνολικό ποσό των 239.166,71 €, εντόκως, κατά τα παραπάνω, β. να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου, της τρίτης και του τέταρτου των εναγόμενων λόγω της αδικοπρακτικής τους ευθύνης, γ. να κηρυχθεί η απόφασή του προσωρινά εκτελεστή και τέλος δ. να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα έτρεψε παραδεκτά το σύνολο του καταψηφιστικού αιτήματός της αγωγής της σε αναγνωριστικό, ενώ παραιτήθηκε από τα παρεπόμενα αιτήματα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των λοιπών, πλην της πρώτης εναγόμενων, κατ' άρθρα 223 εδ. β', 294, 295 §1 και 297 του ΚΠολΔ.

Επί της ανωτέρω αγωγής το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 52/2022 οριστική του απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απέρριψε την κύρια βάση της, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων, ως αόριστη, αντίθετα έκρινε ορισμένη και νόμιμη τη σωρευόμενη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 822 επ. 873, 340 και 346 του ΑΚ. Ακολούθως, αφού απέρριψε: α. τη θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 364 και 300 του ΑΚ ένσταση και β. τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, που προέβαλαν ΟΙ εναγόμενοι παραδεκτά στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως ουσία αβάσιμες, δέχθηκε κατ' ουσίαν την αγωγή, κατά την επικουρική αυτής βάση και-αν και απέρριψε την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής, που στρεφόταν κατά όλων των εναγομένων, σε αντίθεση με την επικουρική αυτής βάση, που στρεφόταν μόνο κατά της πρώτης εναγόμενης-, ωστόσο υποχρέωσε, πλην της πρώτης εναγόμενης και τους λοιπούς εναγόμενους να καταβάλλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο από την 22.11.2018 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β. καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 7.170,00 €.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με τη με στοιχείο (α) έφεσή της, ζητεί δε, με τον πρώτο λόγο αυτής, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη όλων των εναγόμενων ως αόριστη, και με τον δεύτερο λόγο αυτής, που ανάγεται στην ύπαρξη αντιφατικών αιτιολογιών της εκκαλούμενης, να εξαφανιστεί η τελευταία, κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ως αόριστη, ώστε να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η αγωγή, ως προς την αυτήν βάση της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Εξάλλου, την ίδια ως άνω απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με τη με στοιχείο (β) έφεσή τους και ζητούν με τους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, κατά την επικουρική αυτής βάση και να καταδικαστεί η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520§1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτούμενων κατά τα άρθρα 119 και 120 του ίδιου κώδικα, στοιχείων και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, οι συνιστάμενες ως επί το πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 858/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, πρέπει οι λόγοι έφεσης να είναι και λυσιτελείς. Η λυσιτέλεια του λόγου της έφεσης συναρτάται με την ικανότητά του να επιφέρει, σε περίπτωση βασιμότητάς του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώσει έτσι τη νομική θέση του εκκαλούντος (Α. - Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σ. 108 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σ. 168 επ.) ανατρέποντας τη δυσμενή γι’ αυτόν πρωτοβάθμια κρίση. Κατά συνέπεια, λόγος έφεσης, που δεν προσδιορίζει την επίδραση, που ασκεί στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η αποδιδόμενη σ' αυτήν πλημμέλεια είναι αλυσιτελής και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 155/1996, ΕλλΔνη 1996.1346).

Στην προκειμένη περίπτωση το δικόγραφο της με στοιχείο (α) έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520§1 του ΚΠολΔ, περιέχει, εκτός των απαιτούμενων, κατά τα άρθρα 119 και 120 του ίδιου κώδικα, στοιχείων και τους λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο πρώτος διατυπώνεται με σαφήνεια και είναι ορισμένος και λυσιτελής, καθόσον διαγράφεται επακριβώς το σφάλμα που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και δικαιολογεί, κατά το αίτημα της έφεσης την εξαφάνισή της, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εφεσίβλητων. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί, αναφορικά με τον πρώτο λόγο της με στοιχείο (α) έφεσης, ότι η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του, εφόσον η αγωγή της έγινε δεκτή κατά την επικουρική της αίτηση και απορρίφθηκε κατά την κύρια σωρευόμενη αίτηση, οι οποίες συνιστούν διάφορες οπωσδήποτε αξιώσεις και άρα αντικείμενο δίκης (219§1 του ΚΠολΔ). Και τούτο, διότι σε καθεμία περίπτωση, είναι διαφορετική η αντικειμενική ενέργεια του δεδικασμένου (ΕφΑθ 3370/1991, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αντίθετα, ο δεύτερος λόγος της με στοιχείο (α) έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι δεν άγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Και τούτο, διότι, από το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εάν το διατακτικό της εκκαλουμένης είναι ορθό, πλην, όμως, αυτή δεν έχει αιτιολογία ή έχει εσφαλμένη αιτιολογία ή αντιφατικές αιτιολογίες να παραθέσει την αιτιολογία, που στηρίζει το ορθό διατακτικό ή να αντικαταστήσει την εσφαλμένη αιτιολογία με την ορθή. Εάν δε διαπιστώσει ότι το διατακτικό της δεν είναι ορθό, θα εξαφανίσει ούτως ή άλλως την εκκαλουμένη (ΑΠ 1176/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο λόγο της με στοιχείο (β) έφεσης (κατ' εκτίμηση του περιεχόμενου του), οι εκκαλούντες προσάπτουν σφάλμα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός μεν για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφετέρου δε διότι δεν έλαβε υπόψη του: α. τη με αριθμό ./06.02.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .. και β. τη με αριθμό ./06.02.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Βέροιας ..., οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, με συνέπεια να οδηγηθεί σε εσφαλμένη κρίση και να απορρίψει την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, που αφορά τη μη λήψη υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, ακόμη και αληθής υποτιθέμενος, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αλλά την υποχρέωση του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) να λάβει υπόψη κατά την έρευνά του αυτού λόγου περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που οι διάδικοι παραδεκτά προσκομίζουν και επικαλούνται. Η δε εξαφάνιση της εκκαλουμένης θα επέλθει μόνο εάν το Δικαστήριο, κατά την έρευνα του ιδίου λόγου, για κακή εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού αμφοτέρων των διαδίκων μερών αχθεί σε διαφορετική κρίση (ΑΠ 1183/1995, ΕλλΔνη 38.830, ΑΠ 1326/2012, NoB 2013.746).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 822 του ΑΚ : «Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάξει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνον όταν συμφωνηθεί ή συνάγεται από τις περιστάσεις». Κατά δε το άρθρο 823 του ΑΚ : «Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 330-336 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατ' αρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης σύμβασης, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξάρτητα από τον τύπο στον οποίον ανήκει, είναι της αυτής σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι για τον τύπο καθεμιάς ισχύοντες κανόνες, εάν δε η μία από τις δύο είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κύρια σύμβαση είτε είναι παρακολουθηματικές της κύριας συμβάσεως, οι για την κύρια σύμβαση εφαρμοστέες διατάξεις είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. Εξάλλου, ο παρακαταθέτης έχει πάντοτε ενοχική αξίωση για την απόδοση των πραγμάτων ίδιας ποιότητας και ποσότητας με αυτά που κατέθεσε. Με την λήξη της σύμβασης γεννάται υποχρέωση του θεματοφύλακα για απόδοση πραγμάτων της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, όπως και στο δάνειο. Ο θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να μεταχειρίζεται το πράγμα χωρίς την άδεια του παρακαταθέτη, εκτός από την περίπτωση που, με ρητή ή σιωπηρή άδεια αυτού, μπορεί να κάνει χρήση αυτού. Ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή του (άρθρο 827 του ΑΚ). Περαιτέρω, όταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, οπότε θα πρόκειται κατά κανόνα για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στα πλαίσια άλλης κύριας συμβάσεως, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Διαφορετικά ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαριά αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια μέχρι τον βαθμό, πέρα από τον οποίο και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Ο παρακαταθέτης μπορεί να απαιτήσει την απόδοση του πράγματος και σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης τούτου αποζημίωση, είτε με ευθεία αγωγή από τη σύμβαση παρακαταθήκης, είτε με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο, διότι επέρχεται αλλοίωση του αντικειμένου της ενοχής και η αρχική του υποχρέωση προς εκπλήρωση της παροχής μετατρέπεται σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημίωσης, η οποία, εκτός άλλων, περιλαμβάνει την αξία του πράγματος, καθώς και κάθε άλλη ζημία, που ενδεχομένως υπέστη. Στην περίπτωση, κατά την οποία ο παρακαταθέτης επιδιώκει αποζημίωση, επειδή ο θεματοφύλακας δεν αποδίδει αυτούσιο το πράγμα, για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 του ΚΠολΔ η αγωγή του παρακαταθέτη για αποζημίωσή του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη σύμβαση παρακαταθήκης, το κινητό πράγμα που παρέδωσε προς φύλαξη και την αξία του. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι συντρέχει ανυπαίτια αδυναμία του απόδοσης του πράγματος, κατ΄ άρθρο 336 του ΑΚ.

Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή, ως προς την επικουρική βάση της, που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης, τυγχάνει πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 216§1 του ΚΠολΔ στοιχεία για το ορισμένο αυτής. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αμέσως ανωτέρω με στοιχείο (ΙΙ) μείζονα σκέψη της παρούσας, η ενάγουσα διαλαμβάνει στο δικόγραφο της αγωγής της, τη σύμβαση παρακαταθήκης, που συνήφθη μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης, τα κινητά πράγματα, που παρέδωσε στην τελευταία προς φύλαξη και την αξία τους, τη λήξη της σύμβασης, με την επίδοση εξώδικης δήλωσης και την αδυναμία αυτούσιας απόδοσης των κινητών πραγμάτων (λόγω καταστροφής τους) καθώς και ορισμένο αίτημα, ήτοι την επιδίκαση (αναγνωριστικά) αποζημίωσης για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας που προκλήθηκε από την αδυναμία απόδοσης αυτούσιων των κινητών πραγμάτων, η οποία που ισούται με την αξία τους, καθώς και την αποκατάσταση (αναγνωριστικά) της περαιτέρω αποθετικής της ζημία, μη απαιτούμενων επιπλέον στοιχείων, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της πρώτης εναγόμενης.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακής ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 194/2025, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 669/2017, TΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1672/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας του εναγόμενου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά, που, κατά τον νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου του 71 του ΑΚ, που ορίζει ότι : «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον» σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 εδ. α και 67 εδ. α του ΑΚ, που ορίζουν αντίστοιχα ότι : «Το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα» και ότι: «Όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα» συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντο αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους και Β) εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα, που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 246/2022, ΑΠ 263/2021, ΑΠ 253/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη αυτών προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (άρθρο 914 ΑΚ) οπότε υφίσταται ευθύνη τους (ΑΠ 1312/2015, ΑΠ 271/2015, ΑΠ 427/2013, ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 1380/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως (άρθρο 375 του ΠΚ) απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον αστικό κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα κατ' είδος ορισμένα πράγματα, που παραδόθηκαν στον θεματοφύλακα προς φύλαξη, ο οποίος οφείλει να τα αποδώσει στον παρακαταθέτη όταν του ζητηθούν ή με την εντολή να τα παραδώσει σε τρίτο και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρο 827 του ΑΚ). Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα, που αναγνωρίζεται από τον νόμο με δόλια προαίρεση, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, και η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο στην περιουσία του (ΑΠ 61/2012, ΤΝΠ ΔΣA ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Σύμφωνα, επομένως, με όσα εκτέθηκαν στις ανωτέρω με στοιχεία (III), (IV) και (V) μείζονες σκέψεις της παρούσας, η ένδικη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, που θεμελιώνεται στις δια-τάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 288, 297, 298, 330, 914, 65 εδ. α, 67 εδ. α και 71 του ΑΚ σε συνδυασμό και με το άρθρο 375 του ΠΚ, είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 216§1 του ΚΠολΔ στοιχεία για το ορισμένο αυτής, δεδομένου ότι στο δικόγραφο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, που, κατά τον νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά των εναγομένων, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά των εναγόμενων ζημίας (θετικής και αποθετικής) καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία της ενάγουσας, ήτοι περιγραφή των ζημιών, κατά το είδος, την έκταση, και την αιτία, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στους δε ζημιώσαντες εναγόμενους την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς των εναγόμενων και της προκληθείσας ζημίας. Τούτο, διότι, κατά τα επικαλούμενα, με την ένδικη αγωγή, πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, ως νομικό πρόσωπο, αφετέρου δε οι λοιποί των εναγομένων ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης παραβίασαν υπαιτίως την κοινωνικώς επιβεβλημένη από τη θεμελιώδη δικανική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσα υποχρέωση της συνετής φύλαξης εννόμων αγαθών τρίτων, επιδεικνύοντας συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθώς, όπως η ίδια η ενάγουσα εκθέτει, δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα επιμέλειας για τη φύλαξη των κινητών πραγμάτων, και την αποφυγή πρόκλησης ζημίας στην περιουσία της, αλλά αντιθέτως προέβησαν υπαιτίως στην καταστροφή τους, επιπλέον δε οι λοιποί, πλην της πρώτης, εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος της και το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που απέρριψε την περί αδικοπραξίας κύρια βάση της αγωγής ως αόριστη αν και αυτή ήταν πλήρως ορισμένη, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο. Επομένως, πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος της με στοιχείο (α) έφεσης να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.

VI. Με τα άρθρα 99 έως 106 στ’ του Νόμου 3588/2007 (ΠτΚ), [όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο που στην προκειμένη περίπτωση ενδιαφέρει, ήτοι μετά την τροποποίηση τους με τον Νόμο 4013/2011 και τον Νόμο 4446/2016 και πριν την κατάργηση του Νόμου 3588/2007 (ΠτΚ) από 01.03.2021, δυνάμει των άρθρων 265 §1 και 308 του Νόμου 4738/2020 (ΦΕΚ Α 207), όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο 38§§5 και 6 αντίστοιχα του Νόμου 4818/2021 (ΦΕΚ Α 124)], προβλέπεται η διαδικασία εξυγίανσης, η οποία αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με τη συμφωνία που προβλέπεται, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των δανειστών. Σύμφωνα με το άρθρο 106 γ του ως άνω νόμου από την επικύρωσή της η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία εξυγίανσης, ενώ δεν δεσμεύονται πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης, που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης (ΑΠ 523/2024, ΕφΑθ 288/2025, ΕφΑιγ 138/2019, ΕφΘεσ 351/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν πρόκειται βέβαια διαδικασία άμεσης επικύρωσης της συμφωνίας, κατ' άρθρο 106β του ιδίου ως άνω νόμου, όπου το δικαστήριο αποφαίνεται μια και μοναδική φορά, τόσο για την εκκίνηση της διαδικασίας, όσο και για την επικύρωση της επιτευχθείσας συμφωνίας, τότε ο χρόνος ανοίγματος συμπίπτει στην ουσία με τον χρόνο επικύρωσης, οπότε στη περίπτωση αυτή η συμφωνία δεσμεύει όλους τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν μέχρι τη δικαστική της επικύρωση [(Χριστοπούλου Χριστίνα, H διαδικασία εξυγίανσης ως διαχρονικός θεσμός του ελληνικού δικαίου: δίκαιο εξυγίανσης & οικονομική κρίση, 2016, σ. 242) (ΕφΑιγ 106/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)].

Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από : α. Τη με αριθμό ./03.11.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... και β. τη με αριθμό ./03.11.2020 ένορκη βεβαίωση του .. του . ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..-., που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλειά της, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της, δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη λήψη τους [άρθρα 421, 422§1 και 3 και 424 του ΚΠολΔ, ως ίσχυαν κατά τον χρόνο λήψης τους], όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ./29.10.2020, ./29.10.2020, ./29.10.2020 και ./29.10.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης .., από τη με αριθμό ./06.11.2020 ένορκη βεβαίωση του ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών .., που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι, η οποία ελήφθη με επιμέλειά τους, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους, δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της [προαναφερθέντα άρθρα 421, 422§1 και 3 και 424 του ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό .Γ/3.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα TO Πρωτοδικείο Γιαννιτσών .., από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους εναγόμενους ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, των οποίων δεν απαιτείται ειδική μνεία στην απόφαση, καθόσον αυτές δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα, που συνεκτιμώνται, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια, όπως, εν προκειμένω, δεν λήφθηκαν, για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (ΑΠ 621/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 227/2008, ΕΠολΔ 2008.565, ΑΠ 338/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 33654 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη τυγχάνουν ανώνυμες εταιρίες, που εδρεύουν η μεν πρώτη στο .  χιλιόμετρο της Ε.Ο. Γιαννιτσών-Έδεσσας, η δε δεύτερη στο 6ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. Σκύδρας-Αριδαίας. Σύμφωνα με το από 01.10.2015 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης και το από 03.10.2015 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, τα οποία καταχωρήθηκαν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 23.10.2015, το Διοικητικό Συμβούλιο, που εξελέγη από τη Γενική Συνέλευση της πρώτης εναγόμενης με θητεία πέντε (5) ετών, ήτοι έως την 31.12.2020, συγκροτήθηκε σε σώμα αποτελούμενο από τη δεύτερη εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνουσας Συμβούλου της πρώτης εναγόμενης, την τρίτη εναγόμενη υπό την ιδιότητα της Αναπληρώτριας Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης και τον τέταρτο εναγόμενο υπό την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία δραστηριοποιείται στον τομέα κονσερβοποίησης φρούτων, η δε πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία δραστηριοποιείται επίσης στον τομέα κονσερβοποιίας, ενώ μία εκ των δραστηριοτήτων της τελευταίας είναι η παρασκευή του προϊόντος της κονσέρβας, κατόπιν προμήθειας πρώτων υλών (μεταλλικά δοχεία, φρούτα, κ.λπ.) από τρίτες εταιρίες, μεταξύ άλλων και από την ενάγουσα. Στα πλαίσια της ως άνω εμπορικής της δραστηριότητάς τους η ενάγουσα πωλούσε στην πρώτη εναγόμενη, τις πρώτες ύλες, ήτοι δοχεία, παλέτες, ζάχαρη, μαζούτ, φρούτα και άλλα, ώστε η πρώτη εναγόμενη να προβεί στην παρασκευή του τελικού προϊόντος της κονσέρβας, το οποίο πωλούσε στη συνέχεια στην ενάγουσα, ώστε η τελευταία να το διοχετεύσει στην αγορά και να το παραδώσει στους πελάτες της, το δε τίμημα από την πώληση των πρώτων υλών από την ενάγουσα πιστωνόταν έως την αποστολή από την πρώτη εναγόμενη προς την ενάγουσα προϊόντων αντίστοιχου τιμήματος. Υπό το ανωτέρω πλαίσιο της εμπορικής τους συνεργασίας στη Σκύδρα τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2017 η ενάγουσα συνήψε με την πρώτη εναγόμενη μία μικτή σύμβαση, με στοιχεία των συμβατικών τύπων της πώλησης και της παρακαταθήκης. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη πώλησε στην ενάγουσα έτοιμα προϊόντα (κονσέρβες με ροδάκινο), το δε τίμημα εξοφλήθηκε, σύμφωνα με την ανωτέρω συνήθη πρακτική, ήτοι με την εξόφληση μέρους του υπολοίπου της πρώτης εναγόμενης από την αγορά των πρώτων υλών, που είχε προηγηθεί. Επιπλέον, συμφωνήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης ότι τα πωληθέντα εμπορεύματα θα φυλάσσονταν στις εγκαταστάσεις της, ως θεματοφύλακα, με την υποχρέωσή της να τα αποδώσει στην ενάγουσα, όποτε της ζητηθεί. Συγκεκριμένα η πρώτη εναγόμενη πώλησε στην ενάγουσα : α. 386.208 τεμάχια από το είδος <<<Peach Halves 1 Kg Goodstd 14-16 ΕΟ/Ν», εκδοθέντος του με αριθμό ./03.10.2017 τιμολογίου πώλησης, με τιμή μονάδας 0,6208 € και συνολικής αξίας 239.770,80 € και ενώ της παραδόθηκε μέρος της ανωτέρω ποσότητας έως την 16.04.2018 παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της η πρώτη εναγόμενη αρνήθηκε να της παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα των 203.208 τεμαχίων συνολικής αξίας 126.151,53 € (203.208 τεμάχια Χ 0,6208 €/ανά τεμάχιο). β. 521.040 τεμάχια από το είδος «Peach Halves 1 Kg Standard 14-16 N/N», εκδοθέντος του με αριθμό ./3.10.2017 τιμολογίου πώλησης, με τιμή μονάδας 0,57917 € και συνολικής αξίας 301.769,00 €. (521.040 τεμάχια Χ 0,57917 €/ανά τεμάχιο), γ. 480.000 τεμάχια από το είδος «Peach Halves 1 Kg Standard» 14-16 N/N», εκδοθέντος του με αριθμό ./03.10.2017 τιμολογίου πώλησης, με τιμή μονάδας 0,57917 € και συνολικής αξίας 278.000.00 € (480.000 τεμάχια Χ 0,57917 €/ανά τεμάχιο), δ. 151.200 τεμάχια από το είδος «Peach Halves 1 Kg Standard 14-16 Ε-Ο/Ν», εκδοθέντος του με αριθμό ./26.10.2017 τιμολογίου πώλησης, με τιμή μονάδας 0,57917 € και συνολικής αξίας 87.570,00 € (151.200 τεμάχια Χ 0,57917 €/ανά τεμάχιο) και ενώ της παραδόθηκε μέρος της ανωτέρω ποσότητας έως την 06.12.2017, παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της η πρώτη εναγόμενη αρνήθηκε να της παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα των 2.040 τεμαχίων συνολικής αξίας 1.181,51 € (ήτοι 2.040 τεμάχια Χ 0,57917 €/ανά τεμάχιο) και ε. 60.000 τεμάχια είδους «Peach Halves A9 Standard 14-16 N/N», εκδοθέντος του με αριθμό ./03.10.2017 τιμολογίου πώλησης, με τιμή μονάδας 1,83333 € και συνολικής αξίας 110.000,00 € (60.000 τεμάχια Χ 1,83333 €) και ενώ της παραδόθηκε μέρος της ανωτέρω ποσότητας έως την 22.02.2018 η πρώτη εναγόμενη παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της αρνήθηκε να παραδώσει την υπόλοιπη ποσότητα των 49.200 τεμαχίων συνολικής αξίας 90.198,36 € (ήτοι 49.200 τεμάχια Χ 1,83333 €/ανά τεμάχιο). Ήτοι η συνολική αξία των παρακατατεθέντων και μη παραδοθέντων 254.448 τεμαχίων ανέρχεται, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται, στο ποσό των 217.531,40 € (ήτοι 126.151,53 € + 1.181,51 € + 90.198,36 €). Κατόπιν της άρνησης της πρώτης εναγόμενης η ενάγουσα προέβη την 21.11.2018 στην επίδοση προς την πρώτη εναγόμενη της από 15.11.2018 εξώδικης δήλωσης-όχλησης, όπως προκύπτει από τη με αριθμό .Β/21.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης .., με την οποία της δήλωσε ότι περατώνει τη μεταξύ τους σύμβαση παρακαταθήκης και κάλεσε αυτήν να της αποστείλει εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών από την επίδοσή της την ποσότητα των 254.448 τεμαχίων. Κατόπιν τούτων, με την επίδοση της από 15.11.2018 εξώδικης όχλησης-δήλωσης η σύμβαση παρακαταθήκης, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης λύθηκε. Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη ουδέν έπραξε. Για τον λόγο αυτόν η ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σκύδρας τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2018 αίτησή της λήψης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της αποδώσει τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αίτηση και παραπάνω προϊόντα αυτής, που βρίσκονται στη δικαιοδοχή της και να της χορηγηθεί προσωρινή διαταγή, προκειμένου να επιτραπεί η πρόσβαση της ενάγουσας στις εγκαταστάσεις της, όπου φυλάσσει τα επίδικα προϊόντα ή οπουδήποτε αυτά αναζητηθούν και βρεθούν, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη και η κατάσταση αυτών με σκοπό την καταγραφή τους. Η ως άνω προσωρινή διαταγή έγινε δεκτή την 05.12.2018. Σε εκτέλεση δε αυτής την 07.12.2018 ο δικαστικός επιμελητής της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης .. μετέβη μετά των εκπροσώπων της ενάγουσας στο . χιλιόμετρο Σκύδρας-Αριδαίας, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της πρώτης εναγόμενης. Εκεί βρήκαν ή τη νόμιμη εκπρόσωπο, δεύτερη εναγόμενη, ο ως άνω δε δικαστικός επιμελητής ζήτησε από την τελευταία να επιτρέψει την επισκεψή τους στον χώρο φύλαξης και να τους επιδείξει τα προϊόντα που περιγράφονταν στην ως άνω προσωρινή διαταγή, κατά ποσότητα, περιεχόμενο και ταυτότητα. Στη συνέχεια η δεύτερη εναγόμενη παρείχε την άδεια και συνόδευσε τους παραπάνω στον χώρο φύλαξης, όπου εκεί πλέον υποστήριξε ότι εν γνωρίζει πού φυλάσσονται τα προϊόντα της ενάγουσας, ισχυριζόμενη ότι η πρώτη εναγόμενη κατέστρεψε την υπόλοιπη ποσότητα. Την ίδια ημέρα ο δικαστικός επιμελητής παρέλαβε από την πρώτη εναγόμενη την από 07.12.2018 επιστολή, στην οποία αυτή διαλαμβάνει ότι, κατόπιν της με αριθμό ./2018 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που της επιδόθηκε, αρνείται να παραδώσει στην ενάγουσα τα προϊόντα (κονσέρβες ροδάκινου), τα οποία βρίσκονται στις εγκαταστάσεις της, διότι η σύμβαση με την ενάγουσα δεν έχει λήξει και η ενάγουσα δεν την έχει εξοφλήσει. Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η ύπαρξη κάποιας οφειλής της ενάγουσας προς την ίδια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης με την με αριθμό 1698/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την προαναφερθείσα αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτήματος αυτής, να αναγνωρισθεί, ότι: α. οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 217.531,40 €, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, καθώς και το ποσό των 21.635,31 €, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, καθώς και το ποσό των 21.635,31 €, ως διαφυγόντα κέρδη, και β. οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 239.166,71 €, ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία, που ισούται με την αξία των μη παραδοθέντων προϊόντων (217.531,40 €) καθώς και για την αποκατάσταση της περαιτέρω αποθετικής της ζημίας (21.635,31 €), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, που στηριζόταν στις διατάξεις περί αδικοπραξίας ως αόριστη και έκανε δεκτή την επικουρική, που στηριζόταν στην ενδοσυμβατική ευθύνη, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 239.166,71 €. Με την από 20.03.2025 αγωγή της η ενάγουσα προέβη σε επίδοση προς την πρώτη εναγόμενη της από 15.11.2018 εξώδικης δήλωσης-όχλησης, όπως προκύπτει από τη με αριθμό .Β/21.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης .., με την οποία της δήλωσε ότι περατώνει τη μεταξύ τους σύμβαση παρακαταθήκης και κάλεσε αυτήν να της αποστείλει εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών από την επίδοσή της την ποσότητα των 254.448 τεμαχίων.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Επομένως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, για το μέρος που απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής. Ακολούθως, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όσον αφορά την κύρια βάση της και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον το ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ειδικότερη αιτιολογία δεν απαιτείται, καθώς τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής αποτελούν πλήρη απόδειξη.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων, εις ολόκληρον, λόγω της ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1989/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον το ποσό των 239.166,71 €, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους εναγόμενους, εις ολόκληρον, τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης, τα οποία ορίζει στο ποσό των 5.000,00 €.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 18.02.2025 στη Θεσσαλονίκη.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου