ΠΛΑΓΙΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ – ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ. ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ – ΜΗ ΝΟΜΙΜΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ. ΕΦΕΣΗ. Ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) ισχυρίστηκε, με το μοναδικό λόγο της ανακοπής του, ότι κατέθεσε πλαγιαστική αγωγή κατά των καθ’ ων η ανακοπή-εναγόμενων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ.10.152/22 απόφαση του ΠολΠρωτΘεσ, η οποία δίκασε τον ενάγοντα-ανακόπτοντα ερήμην, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου – Ότι αυτός παρότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει, το νόμιμο παραστατικό καταβολής, αδυνατούσε να το καταβάλει, διότι, αφενός, μεν, ο πρώτος εναγόμενος – καθ’ ου η ανακοπή ήταν διαχειριστής της εταιρείας και δεν του επέτρεψε να αναλάβει χρήματα, για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, αφετέρου, δε, ο ίδιος αδυνατούσε οικονομικά να καταβάλει, από ίδιους οικονομικούς πόρους, καθόσον η εταιρεία είχε υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημίες συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγομένων-καθ’ων και ότι ασκεί την κρινόμενη ανακοπή, προκειμένου να καταβάλει το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση και να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της. Η έννοια της ανωτέρας βίας, ως λόγου ανακοπής ερημοδικίας (αρ.501 ΚΠολΔ) συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 ΚΠολΔ και περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο δικαστήριο, που ήταν απρόβλεπτο. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας όταν η μη καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας ο προβληθείς λόγος ανακοπής θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος κατά το σκέλος του αυτό, διότι η οικονομική αδυναμία, που επικαλέστηκε ο ανακόπτων-εκκαλών, δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας ήτοι γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης δεδομένου ότι ο ανακόπτων, όπως ο ίδιος συνομολογεί, γνώριζε την οικονομική αδυναμία καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, πριν από την συζήτηση της αγωγής του. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως. Απορρίπτει την έφεση. [ Αρ. 224,501, 503 παρ. 1, 513 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρ. 3 παρ.15,18,19 Ν.2207/94, αρ. 2 Ν. ΓΠΟΗ/12, αρ.7 παρ. 1,3 Ν.Δ.1544/42, αρ. 70 , 72 παρ.14, 77 Ν. 3994/11, αρ.21 παρ. 1-2 Ν. 4055/12, αρ. 33 Ν.4446/16, αρ. 8 παρ.3, 42 Ν. 4640/19, αρ. 41 παρ. 1 Ν. 4689/20, αρ. 9 παρ. 1 Ν. 2145/93, αρ. 20 Συντ., αρ. 6 ΕΣΔΑ ]
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Α' ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός 643/2025
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χρήστο Δημητριάδη, Πρόεδρο Εφετών, Αλεξάνδρα Λιόλιου, Δέσποινα Σχοινοποιού - Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Φωτεινή Μποροδήμου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
....
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδαφ. β του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 25.04.1994, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3§18 του ν.2207/1994, κατά των αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευση τους, εάν, δε, ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης η οποία περατώνει τη δίκη. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 503 §1 και 518§1 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην, διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι η προθεσμία της εφέσεως γιο την ερήμην απόφαση αρχίζει από την επίδοσή της και τρέχει συγχρόνως με την προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας. Μετά, δε, την κατάργηση των άρθρων 506 και 515 του ΚΠολΔ, με το άρθρο 3§§ 15 και 19 του ν. 2207/1994, η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά οποιοσδήποτε ερήμην αποφάσεως δεν αναστέλλει την προθεσμία της εφέσεως σε περίπτωση, δε, απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας η κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή (ΑΠ 709/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 890/2003, Ελλ. Δικ. 45.94).
Εν προκειμένω, ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, αιτείται την εξαφάνιση: α) της με αριθμ. 10.152/2022, εκδοθείσης ερήμην του ενάγοντας, οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την αγωγή κατ’ουσίαν, λόγω πλασματικής ερημοδικίας και β) της με αριθμ. 8093/2023, εκδοθείσης κατ' αντιμωλία, οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά την ίδια τακτική διαδικασία και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ανακοπή ερημοδικίας, που άσκησε ο εκκαλών-ενάγων, κατά της πρώτης παραπάνω αποφάσεως. Όπως προκύπτει από την, κατ' αντιμωλία εκδοθείσα, οριστική απόφαση (8093/2023), επί της ασκηθείσης ανακοπής ερημοδικίας, αυτή δημοσιεύθηκε σπς 15-06-2023 και δεν επιδόθηκε στον εκκαλούντα-ανακόπτοντα. Αντιθέτως στην περίπτωση της ερήμην του ενάγοντας εκδοθείσας οριστικής απόφασης (με αριθμ. 10.152/2022), προκύπτει, από την με αριθμ. ………./14-9-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Α………., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, ότι η προσβαλλόμενη, εκδοθείσα πρώτη, ερήμην απόφαση, επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 14-09- 2022, ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 09-04-2024 (όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), δηλαδή μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας της έφεσης. Συνεπώς κατά τα αναφερόμενα και στην μείζονα πρόταση της παρούσας η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμ. 10.152/2022 οριστικής απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφενός, διότι, επί απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως έφεση δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλει και την ερήμην εκδοθείσα απόφαση, κατά της οποίας στράφηκε η ανακοπή, αφετέρου, διότι, σε κάθε περίπτωση, η ένδικη έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω, ερήμην εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως (με αριθμ. 10.152/2022) ασκήθηκε εκπρόθεσμα.
Περαιτέρω, η έφεση, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 8093/2023 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ερημοδικίας του ενάγοντας, ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης (15-6-2023), δεδομένου ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη, κατατέθηκε, δε, το νόμιμο για την άσκησή της παράβολο, κατ’άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή από τυπική άποψη και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, (άρθρ. 246, 524 παρ. 1 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), και κατά το μέρος, που μεταβιβάζεται η υπόθεση, με την έφεση, στο δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) ισχυρίζεται, με τον μοναδικό λόγο της με αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ......../29-9-2022, ανακοπής του ότι κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την, με αριθμό κατάθεσης ........./02.06.2021, (πλαγιαστική) αγωγή κατά των καθ' ων η ανακοπή-εναγόμενων (ήδη εφεσίβλητων), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 10.152/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία δίκασε τον ενάγοντα-ανακόπτοντα ερήμην, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου. Ότι αυτός παρότι κλήθηκε από το Δικαστήριο να προσκομίσει, κατ' άρθρ. 227 ΚΠολΔ, το νόμιμο παραστατικό καταβολής, αδυνατούσε να το καταβάλει, διότι, αφενός, μεν, ο πρώτος εναγόμενος - καθ' ου η ανακοπή ήταν διαχειριστής της εταιρείας και δεν του επέτρεψε να αναλάβει χρήματα, για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, αφετέρου, δε, ο ίδιος αδυνατούσε οικονομικά να καταβάλει, από ίδιους οικονομικούς πόρους το ποσό του δικαστικού ενσήμου, καθόσον η εταιρεία είχε υποστεί σοβαρές οικονομικές ζημίες συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγομένων-καθ’ων η ανακοπή. Ότι, ασκεί την κρινόμενη ανακοπή, προκειμένου, κατά τη συζήτησή της, να καταβάλει το ανάλογο, για το καταψηφιστικό αίτημα της ανωτέρω αγωγής του, τέλος δικαστικού ενσήμου, ώστε να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση και να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή, ως βάσιμη κατ’ουσίαν, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι-καθ’ων η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα.
Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλουμένη, με αριθμ.8093/2023, οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτήν, και καταδίκασε τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα των καθ'ων η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται με την έφεσή του ο εκκαλών-ενάγων, για τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή καθ' ολοκληρίαν η ανακοπή του, να δικαστεί η αγωγή του στην ουσία της, προκειμένου να γίνει εν όλω δεκτή, ως βάσιμη κατ'ουσίαν, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι-εφεσΐβλητοι στα δικαστικά του έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Δεν επέρχεται, δηλαδή, απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, αλλά η αγωγή απορρίπτεται κατ' ουσίαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, λόγω πλασματικής ερημοδικίας (βλ. ενδ. ΑΠ 5/2020, ΑΠ 538/2019, ΑΠ 367/2018, ΑΠ 1293/2018, ΑΠ 1485/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2031/2017 ΕλλΔνη 3/2018 σελ. 733). Σύμφωνα δε με την αρχική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942: «η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ' είναι ότι εις το δι αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται οι απλώς αναγνωριστικοί αγωγοί ως και αι περΐ εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η ανωτέρω διότι-τροποποιήθηκε με τους ν.3994/2011, 4055/2012, 4446/2016 και 4640/2019. Ειδικότερα: Α) Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, οριζόταν ότι «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η δε παράγραφος 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 όριζε ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», ενώ, στο άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3994/2011 οριζόταν ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός αν ορίζεται ειδικότερα στις επιμέρους διατάξεις του». Ο νόμος 3994/2011 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 25.7.2011 στο υπ' αριθ. 165 φύλλο στο πρώτο τεύχος (βλ. ΦΕΚ Α' 165/25.7.2011). Β) Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681 Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Κατά, δε, το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012 οριζόταν ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α' 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφισπκές πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά Την έναρξη ισχύος αυτού». Τέλος κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 προβλέπεται ότι «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών». Από τον συνδυασμό δε των ως άνω διατάξεων έγινε δεκτό ότι προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά τις 25.7.2011, οι αναγνωριστικές αγωγές που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, β) Με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011 εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. δ/τος 1544/1942, δηλαδή από τον κανόνα ότι η διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ποιες αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Ειδικότερα, με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, ο νομοθέτης όρισε ότι η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. δ/τος 1544/1942, η οποία πλέον προέβλεπε ότι σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται και οι αναγνωριστικές αγωγές, θα εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά τις 25.7.2011. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης επέλεξε να μην υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ήδη ασκηθεί κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ασκηθεί μέχρι τις 25.7.2011 και γ) με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι η ως άνω εξαίρεση, ήτοι η εξαίρεση του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, δεν εφαρμόζεται σε όσες αγωγές είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, αλλά «μετατράπηκον» σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, αφού για όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και περιορίστηκαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την καταβολή δικαστικού ενσήμου που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, οι εν λόγω αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία προβλέπει ότι η διάταξη περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται αφενός οι αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και αφετέρου οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και περιορίστηκαν (μετατράπηκαν) σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ήτοι μετά τις 25.7.2011. Γ) Η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου καταργήθηκε, εν συνεχεία, για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών δυνάμει του άρθρου 33 ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α' 240/22.12.2016), σύμφωγα με το οποίο: «1. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως ανηκαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α' 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφισπκές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του». Δ) Ενώ, τέλος σύμφωνα με το άρθρο 42 ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α' 190/30.11.2019): «1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α* 189), όπως ανηκαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α' 240), ανπκαθίσταται ως εξής: 3. Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιατηκές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφισπκές που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η. 1.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ' άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912. Σημειωτέον ότι η εν λόγω διάταξη δεν αντίκεται στις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (κυρ. ν.δ. 53/1974), οι οποίες δεν αποκλείουν παράλληλα στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να 3 μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστοτευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, στα πλαίσια αυτά επιτρεπτώς επιβάλλεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αποτιμητών σε χρήμα καταψηφισπκών αγωγών, χωρίς από αυτό το λόγο να αναιρείται ή περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης του διαδΐκου από τη δικονομική συνέπεια της ερημοδικίας του, σε περίπτωση παράλειψής του να ανταποκριθεί στην εν λόγω υποχρέωσή του (άρθρα 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 και 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942), λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής και παράλληλα αποτελεί δαπάνη που περιλαμβάνεται στα δικαστικά έξοδα που επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε (ΑΠ 675/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, και μόνη η επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης στο νικητή διάδικο δεν επιτρέπει την κρίση ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4640/2019, ο λόγος εισαγωγής της διάταξης του άρθρου 42 έγκειται στα εξής: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής, ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό. Οφείλει, συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Κατά τη συζήτηση των αγωγών τα καταψηφιστικά αιτήματα τούτων, ως επί τω πλείστον τρέπονται σε αναγνωριστικά, με συνέπεια να αποφεύγεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της (αιτούμενου κεφαλαίου και των επ' αυτού τόκων). Η πρακτική αυτή οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της δικαιοσύνης ενώ στερεί το Ελληνικό Δημόσιο και άλλους φορείς (ΤΑΧΔΙΚ και άλλα ασφαλιστικά ταμεία) από σημαντικά έσοδα. Η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφισπκές μετά τη μετατροπή τους σε αναγνωριστικές θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας και στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων». Όμως και πριν την άνω τροποποίηση η πλήρης παροχή έννομης προστασίας υπόκειτο σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι τελικό στάδιο της δικαστικής προστασίας αποτελεί η αναγκαστική εκτέλεση και προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να κατέληγε σε εκτελεστό τίτλο ήταν αναγκαία η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση αυτή (απόφαση), στάδιο κατά το οποίο ήταν απαραίτητη η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Πρακτικά, λοιπόν, με τις ανωτέρω πρόσφατες ρυθμίσεις μετατίθεται το στάδιο κατά το οποίο επιβάλλεται νομικά η καταβολή δικαστικού ενσήμου επί δικαστικής προστασίας με αναγνωριστικό αίτημα και αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, από άποψη δικαστικού ενσήμου, η διαγνωστική δίκη. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 3226/2004 με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων αυτής κατ' άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου αυτού (ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 4689/2020, ΦΕΚ Α' 103/27.5.2020-ενσωμάτωση ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2016/1919), ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους. Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών, πληρούν τα κριτήρια που κατά τη νομολογία του ΕΛΛΑ απαιτούνται προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό [βλ. τη σκέψη υπ' αριθ. 36 της από 24.5.2006 απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση κατά Ρουμανίας (63945/00)]. Και τούτο διότι με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται προεχόντως ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντας με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1% επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δικαστικού ενσήμου δεν είναι 8%ο, αλλά 11,0304%ο, ήτοι 1,10304%). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στην δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντας σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε εκ του αποτελέσματος η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω και «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού άλλωστε αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος». Υπό το φως, επομένως, των ανωτέρω, ο επιδιωκόμενος από τον νόμο 4640/2019 σκοπήςτθπως αυτός περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεσή του, δηλαδή αφενός η καταπολέμηση της δικομανίας και ο εξορθολογισμός και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών και αφετέρου η ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης κρΐνεται θεμιτός. Ας επισημανθεΐ, δε, τέλος ότι η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών (η οποία έκτοτε ουδέποτε καταργήθηκε) σαφώς συνδέεται με την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας προσφυγής στον θεσμό της διαμεσολάβησης ενώ, εφαρμοζόμενη συνδυαστικά με την τελευταία, ουσιωδώς συμβάλλει, μέσω της αποσυμφόρησης της δικαστηριακής ύλης στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Και τούτο διότι, επί επιτυχούς έκβασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τα μέρη θα απαλλάσσονται από τα έξοδα της δίκης τα οποία είναι ασυγκρΐτως υψηλότερα, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, πέρα από την δικηγορική αμοιβή για τις εργασίες του δικηγόρου σε όλα τα στάδια της δίκης και της διαδικασίας της εκτέλεσης της τελειωτικής απόφασης που επακολουθεί, τα έξοδα του δικαστικού ενσήμου, των τελών έκδοσης απογράφου και εκείνων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από τα οποία η διαμεσολάβηση είναι, κατ' άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4640/2019, πλήρως απαλλαγμένη [ΑΠ 538/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 882/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν, οι νέες ρυθμίσεις ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την απονομή δικαιοσύνης δεν εΐναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, με το άρθρο 501 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 ν. 2145/1993 και ήδη ισχύει από 28.5.1993 (άρθρο 69 αυτού), με το οποίο ορίζεται: «Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας», καταργήθηκε η αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. Έτσι, από 28.5.1993 επιτρέπεται πλέον ανακοπή ερημοδικίας κατά οποιοσδήποτε απόφασης είτε αυτή εκδόθηκε στην πρώτη ή σε μεταγενέστερη συζήτηση, είτε στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, μόνο όμως εφόσον εκείνος ο οποίος δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Ως ανωτέρω βία νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεΐ από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Συνιστά, δηλαδή, η δικονομική ανώτερα βία έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγομένη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, διά ανατροπής της κυρώσεως εκ της παραβάσεως δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενό της, επομένως, η δικονομική ανωτέρα βία είναι η κατάσταση της παρά την καταβολή άκρας προσοχής και επιμελείας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας ανταποκρίσεως σε δικονομικά βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Περίπτωση δικονομικής ανωτέρας βίας μπορεί να αποτελεί και η πράξη της δικαστικής αρχής αλλά υπό το θετικό της περιεχόμενο και όχι ως παράλειψη ενέργειας ιδίως όπου η ενέργεια της επιβάλλεται στα πλαίσια της καθοδηγητικής λειτουργίας της αφού αυτή αποσκοπεί στην κάλυψη της έλλειψης επιμέλειας Τέτοια περίπτωση καθοδηγητικής του διαδίκου λειτουργίας της δικαστικής αρχής χαράσσει, μεταξύ άλλων και το άρθρο 227 ΚΠολΔ, ορίζον στην § 1 αυτού ότι: «Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία». Η παραβίαση όμως εκ μέρους του δικαστού του εκ της διατάξεως του άρθρου τούτου καθήκοντος του, αποτελούσα λόγο έφεσης αλλά όχι και αναιρέσεως δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως λόγος ανωτέρας βίας, αφού η εφαρμογή της αποσκοπεί στην αποτροπή των συνεπειών εκ της μη συνιστώσης έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός έλλειψης επιμέλειας του διαδίκου (ΑΕΗ091/2015, ΕλλΔνη 2016. 1636 -1639). Συνεπώς μετά τη γενική κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας με το άρθρο 9 του ν. 2145/1993, αναιτιολόγητη ανακοπή δεν συγχωρεΐται, πλέον, ούτε στην περίπτωση πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής από τον ενάγοντα του τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 1514/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, διότι, αφενός η ανακοπή ερημοδικίας εφαρμόζεται στην περίπτωση της πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, χωρίς να απαιτείται η επίκληση λόγου ανωτέρας βίας και, αφετέρου, δεν υφίσταται υποχρέωσή του, για καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, ως προς το αγωγικό αίτημα αποζημίωσης της με αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ........./2-6-2021, αγωγής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας που είχε καταθέσει σε βάρος των καθ'ων η ανακοπή-εναγομένων και το οποίο είχε εισαχθεΐ, ως καταψηφιστικό, στις 2-6-2021 (ήτοι μετά την δημοσίευση του ν. 4640/2019, στις 30-11-2019), κατά την συζήτηση της ανωτέρω αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ετράπη, δε, σπς 27-10-2021, εν άλω, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατ'άρθρ. 224 ΚΠολΔ, με την καταβολή δικαστικού ενσήμου μόνο για το μέρος της αγωγής που αφορούσε στην αποζημίωση της θετικής ζημίας ισχυριζόμενος ότι, κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εκκαλουμένη δεν έκρινε αντισυνταγματική την διάταξη του άρθρου 42 του ν. 4640/2019 αλλά απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας παρότι ο ίδιος προσκόμισε, κατά την συζήτηση της ανακοπής το υπόλοιπο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου και για το μέρος του αγωγικού αιτήματος που αφορά στην αποζημίωση, λόγω ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή, ως αβάσιμη, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος εξαιτίας της μη προσήκουσας καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, συγχωρείται το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας προς το σκοπό καταβολής δικαστικού ενσήμου, ακόμη και υπό το καθεστώς της νέας ρύθμισης του άρθρου 501 ΚΠολΔ, που κατήργησε την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά στην περίπτωση ερημοδικίας, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, αλλά μόνο την περίπτωση μη προσέλευσης στην δίκη του διαδίκου. Επί αυτών των ισχυρισμών πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Οι λόγοι, για τους οποίους επιτρέπεται η προσβολή απόφασης με ανακοπή ερημοδικίας προβλέπονται, ρητά, στο άρθρο 501 ΚΠολΔ. Επομένως επιτρέπεται η ανακοπή ερημοδικίας αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην: α) δεν κλητεύθηκε καθόλου ή β) δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή γ) συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει έναν τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από τους παραπάνω. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 2 ν. ΓπΟΗ/1912 καθιερώνει την υποχρέωση καταβολής του δικαστικού ενσήμου. Σύμφωνα, δε, με το ερμηνευτικό ΝΔ 1544/1942 (άρθρο 7 παρ. 1,2) και το τροποποιητικό αυτού ΝΔ 4189/1961, σε περίπτωση μη καταβολής από τον ενάγοντα του οφειλόμενου, κατά το άρθρο 2 ν. ΓπΟΗ/1912, τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν επέρχεται το απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της αλλά ο ενάγων θεωρείται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή απορρίπτεται, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε περίπτωση που ο ενάγων δεν καταβάλλει το δικαστικό ένσημο και μετά την, κατ' άρθρο 227 ΚΠολΔ, κλήση από το Δικαστήριο και η αγωγή του απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμη, κατά της απόφασης αυτής δεν έχει μόνο το ένδικο μέσο της έφεσης αλλά και της (ήδη μετά τον Ν. 2145/1993, που με το άρθρο 9 παρ. 1 κατήργησε την ανασιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας) αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας. Συνεπώς δεν επιτρέπεται, πλέον, αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας αλλά είναι επιτρεπτή μόνο η αιτιολογημένη ανακοπή, ήτοι επιτρέπεται μόνο αν ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, επικαλεσθεί και αποδείξει ότι συντρέχουν οι πιο ως άνω ρητά αναφερόμενοι λόγοι, που δικαιολογούν την άσκησή της. Διάφορη εκδοχή θα οδηγούσε σε καταστρατηγήσεις διότι ο ενάγων θα μπορούσε να μεθοδεύει την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας παραλείποντας την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου. Εξάλλου, ο ερήμην δικασθείς έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση, για τον λόγο ότι δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο, ώστε η εν λόγω έφεση, εφόσον το δικαστικό ένσημο καταβάλλεται προσηκόντως να λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι επί μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου και, ως εκ τούτου, απόρριψης της αγωγής, λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος μετά την γενική κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας δεν συγχωρείται η αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας ούτε και στην περίπτωση της πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, όπως ορθά εκτίθεται στις αιτιολογίες της εκκαλουμένης. Έτι περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα και στην μείζονα σκέψη της παρούσας οι νέες ρυθμίσεις περί καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου, κατ' άρθρο 42 του ν. 4640/2019, ενταγμένες στο όλο νομοθετικό πλαίσιο, που διέπει την απονομή δικαιοσύνης δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε, ως μη νόμιμους τους ανωτέρω συναφείς ισχυρισμούς του ανακόπτοντος ορθά τις πιο πάνω διατάξεις ερμήνευσε και δεν έσφαλε. Τα αντίθετα, δε, υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγο εφέσεως πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς τον λόγο ανωτέρας βίας που επικαλέστηκε, στην ανακοπή ερημοδικίας. Πλέον, συγκεκριμένα, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εξαιτίας ουσιαστικής ανωτέρας βίας δεν κατάφερε να καταβάλει το υπόλοιπο συνολικό τέλος του δικαστικού ενσήμου, ήτοι διότι: α) η αγωγή αφορούσε ομόρρυθμη εταιρεία και στρεφόταν κατά των δύο διαχειριστών (τακτικού και αναπληρωματικού), οι οποίοι δεν του κατέβαλαν, ούτε του επέτρεψαν να αναλάβει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό από το ταμείο ή τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας καθώς μόνο οι ίδιοι είχαν πρόσβαση και δικαίωμα διαχείρισης και ανάληψης γεγονός που συνιστούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο, για τον εκκολούντα, ο οποίος ενεργούσε ως μη δικαιούχος διόδικος β) ο ίδιος ατομικά, βρέθηκε σε πραγματική αδυναμία καταβολής του, λόγω του ότι βρισκόταν σε οικονομική κατάσταση, που δεν του επέτρεπε να διαθέσει ατομικά το σύνολο των απαιτούμενων κονδυλίων, για την έγκαιρη καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, αφού επισπεύσθηκαν σε βάρος του διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και βρισκόταν σε αδυναμία καταβολής. Επί αυτού του λόγου εφέσεως λεκτέα είναι τα κάτωθι: Η έννοια της ανωτέρας βίας, ως λόγου ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 501 ΚΠολΔ) συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 152 ΚΠολΔ και περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο δικαστήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσης, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε να αποτραπεί, ούτε με ενέργειες άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Το ελάττωμα της κλήτευσης ή η ύπαρξη του περιστατικού ανωτέρας βίας που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία, που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικά οι διάδικοι. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας όταν η μη καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου οφείλεται σε λόγο ανωτέρας βίας ο προβληθείς λόγος ανακοπής θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος κατά το σκέλος του αυτό, διότι η οικονομική αδυναμία, που επικαλέστηκε ο ανακόπτων-εκκαλών, δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας ήτοι γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί από τον ερημοδικασθέντα διάδικο, ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης δεδομένου ότι ο ανακόπτων (και ήδη εκκαλών), όπως ο ίδιος συνομολογεί, γνώριζε την οικονομική αδυναμία καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, πριν από την συζήτηση της ανωτέρω αγωγής του, η οποία μάλιστα είχε διαρκή χαρακτήρα. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό, ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο συναφής τρίτος λόγος της έφεσης.
Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένδικη έφεση. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας όπως οι τελευταίοι ζητούν (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου της ανωτέρω εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ.), κατά τα αναφερόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την, από 3-4-2024 (αριθμ. έκθ. καταθ. …………/9-4-2024 και ορισμού δικασίμου ………../10-4-2024), έφεση κατά της συμπροσβαλλόμενης με αριθμό 10.152/2022, οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία), ως απαράδεκτη.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ'ουσίαν την, από 3-4-2024 (αριθμ. έκθ. καταθ. ………../9-4-2024 και ορισμού δικασίμου ………./10-4- 2024), έφεση κατά της με αριθμό 8093/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε καί αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 4 Απριλίου 2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου