Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΕλΣυν (Ελασ.Ολ.) 97/25: ΗΜΟΙ – ΔΑΠΑΝΕΣ – ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ/ΥΠΟΛΟΓΟΥ- ΕΦΕΣΗ – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΘΕΝΤΟΣ ΠΟΣΟΥ. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ

 


ΔΗΜΟΙ – ΔΑΠΑΝΕΣ – ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ/ΥΠΟΛΟΓΟΥ- ΕΦΕΣΗ – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΘΕΝΤΟΣ ΠΟΣΟΥ. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ.  Με την ένδικη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’αρ. 579/19 απόφασης του VIΙ Τμ. του ΕλΣυν, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος κατά απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων του Υπ. Οικονομικών, με την οποία  αυτός καταλογίστηκε ως υπόλογος, υπό την ιδιότητα του Προϊσταμένου Τμήματος Εξόδων Δήμου, αλληλεγγύως με άλλα πρόσωπα,  για ποσό το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου, κατά το οικονομικό έτος 1998 – Με την προσβαλλόμενη δε, απόφαση, περιορίστηκε το καταλογισθέν με αυτήν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό. Το δικάσαν Τμήμα, κινούμενο εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό συγγνωστής πλάνης, ικανής να επιφέρει κατ’ άρθρο 37 του ν. 3801/2009 την πλήρη απαλλαγή του από τον επίδικο καταλογισμό, καθόσον πράγματι ως εκ της θέσεώς του δεν δικαιολογείται ο αναιρεσείων να έχει πεπλανημένη αντίληψη. Ομοίως απορριπτέοι παρίστανται και οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος περί μη άσκησης σε βάρος του ποινικής δίωξης και μη ιδιοποίησης των σχετικών ποσών. Τέλος, στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα ως προς τις μη νόμιμες δαπάνες συνεκτίμησε στο πλαίσιο του άρθρου 37 του ν. 3801/2009 τις ειδικότερες περιστάσεις πρόκλησης του ελλείμματος. Με τα δεδομένα αυτά, εν προκειμένω δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ούτε διατάραξης της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της αποκατάστασης της δημόσιας διαχείρισης και των περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζομένου. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. [ Π.Δ. 172/97, Β.Δ. 17.5/15.6.1959, αρ. 26 παρ. 1 Ν. 3274/04, αρ. 37 παρ. 1 Ν. 3801/09, αρ. 38,39,46,48-49,60-61,63-64 Β.Δ.17.5/15.6.1959, αρ. 67 Ν. 4735/20, αρ. 93 Ν. 4745/20, αρ. 25 παρ. 1 Συντ. ]


ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΣΕ Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 97/2025

 

Συνεδρίασε δημόσια, στις 3 Μαρτίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Πρόεδρος, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης, Σταμάτιος Πουλής, Ασημίνα Σακελλαρίου, Γεωργία Παπαναγοπούλου, Νεκταρία Δουλιανάκη, Νικολέτα Ρένεση, Αικατερίνη Μποκώρου, Αντιγόνη Στίνη, Βασιλική Πέππα και Γρηγόριος Βαλληνδράς, Σύμβουλοι, εκτός από την Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου, Σύμβουλο, που είχε κώλυμα. Γραμματέας η Ελένη Αυγουστόγλου.

Γενικός Επίτροπος Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Επίτροπος Επικρατείας, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Χρυσούλας Καραμαδούκη.

Για να δικάσει την από 21 Ιουνίου 2019 αίτηση (ΑΒΔ …..2019, αριθμ. πρωτ. κατάθεσης στην Υπηρεσία Επιτρόπου του ΕλΣυν στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης: ….2019) του … (...) του …, κατοίκου … ... (οδός ….), με ΑΦΜ …., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 231 παρ. 1 της Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ν. 4700/2020, Α΄ 127) του πληρεξούσιου δικηγόρου του ΙΜ (ΑΜ/….).

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους ΝΚ. Και Κατά του Δήμου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 579/2019 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος ανέπτυξε την από 3.3.2021 γνώμη του και πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε στις 26 Ιουνίου 2024 σε τηλεδιάσκεψη, με τη χρήση της επίσημης κρατικής πλατφόρμας e-Presence.gov.gr, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020, με Προεδρεύοντα τον Αντιπρόεδρο Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και παρόντες τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τον Πρόεδρο Ιωάννη Σαρμά, που αποχώρησε από την Υπηρεσία λόγω λήξεως της τετραετούς θητείας του στη θέση αυτή, τον Σταμάτιο Πουλή, Σύμβουλο, ο οποίος διορίσθηκε ήδη Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Γρηγόριο Βαλληνδρά, Σύμβουλο, ο οποίος αποχώρησε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 4820/2021.

Άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Νικολέτας Ρένεση και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον νόμο

1. Για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων) [άρθρο 73 παρ. 2 και 3 περ. δ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52) Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αίτησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 350 παρ. 2, 357 και 383 του ν. 4700/2020].

2. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητά της.

3. Με την ένδικη αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το από 8.3.2021 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 579/2019 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 8.6.2015 έφεση (Α.Β.Δ: …./2015) του αναιρεσείοντος κατά της .../...2015 απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων - Περιφερειακό Γραφείο ... της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία αυτός καταλογίστηκε ως υπόλογος, υπό την ιδιότητα του Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τα λοιπά αναφερόμενα στην απόφαση αυτή πρόσωπα, με το συνολικό ποσό των 586.767,78 ευρώ (κεφάλαιο 195.589,26 ευρώ και προσαυξήσεις 391.178,52 ευρώ), το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε έλλειμμα στη διαχείριση του ανωτέρω Δήμου, κατά το οικονομικό έτος 1998. Με την προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω απόφαση καταλογισμού μεταρρυθμίστηκε και περιορίστηκε το καταλογισθέν με αυτήν σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στο ύψος των 24.808,25 ευρώ.

4. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στις σκέψεις 5 έως 15 που ακολουθούν.

5. Με την .../... απόφαση του Δημάρχου ... ο αναιρεσείων τοποθετήθηκε στη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ... για το χρονικό διάστημα από ... έως ..., δηλαδή για 8 μήνες και 29 ημέρες.

6. Mε αφορμή σχολιασμό που καταγράφηκε στην …. πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή …., σύμφωνα με τον οποίο «ο Δήμος ... διά της Ταμειακής του Υπηρεσίας συστηματικά εξοφλούσε δαπάνες προς τρίτους με μη προβλεπόμενες Ειδικές Εντολές του Αντιδημάρχου Οικονομικών και επειδή η εξωθεσμική αυτή διαδικασία ακολουθήθηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με ανεξέλεγκτες προφανώς συνέπειες, το θέμα πρέπει να εξετασθεί …», διατάχθηκε με την …. εντολή της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Δ.Δ., Ν.Π. και Δ.Ε.Κ.Ο. του Υπουργείου Οικονομικών, η διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου στον Δήμο ... οικονομικών ετών 1998 έως 2007.

7. Κατόπιν διενέργειας ελέγχου των πληρωμών που είχαν γίνει με ειδικές εντολές του Αντιδημάρχου Οικονομικών και εμφανίζονταν ως χρηματικά υπόλοιπα στα απολογιστικά στοιχεία του Δήμου ... κατά τα οικονομικά έτη 1998 έως 2007, συντάχθηκε η ΕΜΠ …. πορισματική έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας …., σύμφωνα με την οποία, βάσει των απολογιστικών στοιχείων που είχαν τεθεί στη διάθεση του ελέγχου και αφορούσαν την ανάλυση των χρηματικών υπολοίπων την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, το μέρος των χρηματικών αυτών υπολοίπων που συνιστούσαν οι πληρωμές των ειδικών εντολών του οικείου έτους χωρίς την έκδοση αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων θεωρήθηκε ταμειακό έλλειμμα. Αντιθέτως, όσες πληρωμές είχαν μεν διενεργηθεί από τον Δήμο με ειδικές εντολές χωρίς χρηματικά εντάλματα, αλλά στη συνέχεια ενταλματοποιήθηκαν εντός του έτους πληρωμής και δεν εμπεριέχονταν στα χρηματικά υπόλοιπα εκάστου έτους, δοθέντος ότι τα εν λόγω χρηματικά εντάλματα δεν είχαν αναθεωρηθεί από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θεωρήθηκε ότι δεν συνιστούσαν έλλειμμα στην ταμειακή διαχείριση του Δήμου .... Ωστόσο, όσες πληρωμές είχαν γίνει με ειδικές εντολές και μολονότι προέκυπτε, δυνάμει προσκομισθέντων ενώπιον του ελέγχου στοιχείων, ότι είχαν τακτοποιηθεί με χρηματικά εντάλματα, εντούτοις εμπεριέχονταν και στα χρηματικά υπόλοιπα έκαστου έτους, θεωρήθηκε, ομοίως, ότι συνιστούν έλλειμμα. Επιπλέον, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από τον ανωτέρω οικονομικό επιθεωρητή διαχειριστικού ελέγχου ζητήθηκε από τη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου να υποβληθούν όσα χρηματικά εντάλματα είχαν εκδοθεί για την τακτοποίηση των ανωτέρω ταμειακών ελλειμμάτων και ανάγονταν σε πληρωμές ειδικών εντολών που είχαν γίνει τα έτη 1998 - 2007.

8. Με βάση την ανωτέρω πορισματική έκθεση, το έτος 1998 εκδόθηκαν συνολικά 282 Ειδικές Εντολές από το Γραφείο του Αντιδημάρχου Οικονομικών, ... ..., με αποδέκτη τη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., για πληρωμή σε πιστωτές του Δήμου ..., άνευ εκδόσεως χρηματικών ενταλμάτων, συνολικού ποσού 1.807.825.786 δραχμών. Για κάθε μία εκ των διενεργούμενων με τον τρόπο αυτό πληρωμών η Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., με έγγραφό της προς το Γραφείο του εκάστοτε Αντιδημάρχου Οικονομικών, εξέφραζε τις αντιρρήσεις της, αναφέροντας τα εξής: «1. Στο άρθρο 60 του Β.Δ. 17-5/15.6.1959 (ΦΕΚ 114/Α 15.6.1959) ορίζεται ότι όλες οι πληρωμές από το Δημοτικό Ταμείο γίνονται με χρηματικά εντάλματα. 2. Στα άρθρα 38 και 39 του ανωτέρω Β.Δ. ορίζονται ρητά οι περιπτώσεις στις οποίες γίνονται πληρωμές χωρίς την έκδοση χρηματικού εντάλματος στις οποίες όμως, δεν συμπεριλαμβάνεται η αναφερομένη στο θέμα περίπτωση. 3. Με το υπ’ αριθμ. 172/1997 Π.Δ. (ΦΕΚ 146/10.7.1997 τ. Α) καθιερώθηκε η άσκηση προληπτικού ελέγχου των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, από 1.10.1997 (σχετική η .../97 Εγκ. της Δ.Ο.Υ. του Δήμου). 4. Ύστερα από τα ανωτέρω, θεωρούμε, ότι η ως άνω πληρωμή χωρίς χρηματικό ένταλμα είναι προδήλως παράνομη και δεν είναι δυνατόν να γίνει εκτελεστή».

9. Το Γραφείο του Αντιδημάρχου Οικονομικών, με νεότερο έγγραφο προς τη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας, απαντούσε ότι, παρά τις εύλογες αντιρρήσεις που έθετε η Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας, εμμένει στην ειδική εντολή για την πληρωμή άνευ χρηματικού εντάλματος, γιατί το επιβάλλουν λόγοι επείγοντες και γενικότερου συμφέροντος.

10. Μετά το δεύτερο έγγραφο που λάμβανε από το Γραφείο του Αντιδημάρχου Οικονομικών, η Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ... με τους διαχειριστές πληρωμών, προέβαινε στις οικείες πληρωμές προς διάφορους πιστωτές του Δήμου ... χωρίς την έκδοση χρηματικού εντάλματος, ενώ ενημέρωνε με έγγραφό της το Γραφείο του Δημάρχου ότι προχωρά στην εκτέλεση της εντολής ή ότι ενήργησε τις εν λόγω πληρωμές κατ’ εντολή του Αντιδημάρχου Οικονομικών (βλ. σελ. 22-25 πορισματικής έκθεσης).

11. Εντέλει, σύμφωνα με την πορισματική έκθεση (σελ 30-38), κατόπιν ελέγχου των υποβληθέντων εκ των υστέρων (μετά την πληρωμή των δαπανών με βάση τις ειδικές εντολές) χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής και των σχετικών με αυτά δικαιολογητικών και αντιπαραβολής αυτών με τις ως άνω ειδικές εντολές, εντός του έτους 1998 έλαβαν χώρα, βάσει ειδικών εντολών ή και άνευ εντολής, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, καθώς διενεργήθηκαν χωρίς τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά δαπανών και χωρίς την έκδοση νομίμως θεωρηθέντων χρηματικών ενταλμάτων από τον αρμόδιο Επίτροπο, διαπιστώθηκε ότι εντός του έτους 1998 έλαβαν χώρα πληρωμές συνολικού ποσού 69.682.198 δραχμών. Οι πληρωμές αυτές διενεργήθηκαν χωρίς τα προβλεπόμενα από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιολογητικά δαπανών και χωρίς την έκδοση νομίμως θεωρηθέντων χρηματικών ενταλμάτων από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αντίστοιχα, εντός του έτους 1999 έλαβαν χώρα πληρωμές βάσει ειδικών εντολών, χωρίς να τηρηθούν ομοίως οι νόμιμες διαδικασίες, συνολικού ποσού 9.950.000 δραχμών.

12. Αναφορικά με την ευθύνη του αναιρεσείοντος ως προς την πρόκληση των ως άνω ελλειμμάτων, από τον ανωτέρω διαχειριστικό έλεγχο διαπιστώθηκε ειδικότερα ότι α) βάσει του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εξόδων, ο αναιρεσείων όφειλε να ελέγχει τη νομιμότητα και εγκυρότητα των πάσης φύσεως πληρωμών είτε αυτές διενεργούνταν με χρηματικά εντάλματα είτε με ειδικές εντολές και να προσυπογράφει καθημερινά τα Ημερήσια Δελτία Κίνησης του Ταμείου που τηρούσε το Τμήμα Εξόδων, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν οι πληρωμές με ειδικές εντολές συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό εν τοις πράγμασι στη διαχειριστική διαδικασία των πληρωμών αυτών και καθιστώντας τον εαυτό του de facto υπόλογο, β) Δοθέντος ότι με τις ειδικές εντολές πληρωμής δεν προσκομίζονταν τα απαραίτητα δικαιολογητικά εξόδων, ο αναιρεσείων ως ελεγκτής των εξόδων παρέλειπε ουσιαστικά τον έλεγχο που αφορά στο νόμιμο και έγκυρο του τίτλου πληρωμής και την πληρότητα των δικαιολογητικών, ενώ ουδέποτε προέβαλε εγγράφως τις αντιρρήσεις του προς τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας για τις εν λόγω πληρωμές. Κατά συνέπεια παρέλειπε κατ’ εξακολούθηση να ασκεί ως όφειλε τα καθήκοντά του και δεν απέτρεπε, όπως είχε υποχρέωση, τις πληρωμές με ειδικές εντολές, αποδεχόμενος μία πάγια τακτική πληρωμών μη νόμιμων και έγκυρων δαπανών και ως εκ τούτου έφερε βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

13. Εντολή διενέργειας διαχειριστικού ελέγχου στους λογαριασμούς του Δήμου ... δόθηκε και από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά την ολοκλήρωση του οποίου εκδόθηκε, αναφορικά με τη διαχείριση του Δήμου οικονομικού έτους 1998, η …. πράξη του Επιτρόπου - Προϊσταμένου της Ομάδας Ελέγχου Δήμου ... του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία α) καταλογίσθηκε αλληλεγγύως μεταξύ άλλων το διαπιστωθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση έλλειμμα σε βάρος του Δημάρχου ... ..., του Αντιδημάρχου Οικονομικών ... ..., του Προϊσταμένου Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας ... ... και του Διαχειριστή Πληρωμών … ... που θεωρήθηκε ότι ως υπόλογοι συντέλεσαν αιτιωδώς στην πρόκλησή του και το οποίο συνίστατο στην πληρωμή δαπανών χωρίς την προηγούμενη έκδοση χρηματικών ενταλμάτων αλλά κατόπιν των 1877 - 1878, 2021 - 2022, 2025 - 2026, 2027 - 2028, 2041 - 2042 και 2049 - 2050 Ειδικών Εντολών Πληρωμής κατά παρέκκλιση της προβλεπόμενης από το δημόσιο λογιστικό των δήμων νόμιμης διαδικασίας, β) κηρύχθηκαν, κατά τα λοιπά, ορθώς έχοντες οι λογαριασμοί του Δήμου και γ) καθορίσθηκε το μετενεκτέο χρηματικό υπόλοιπο του συγκεκριμένου οικονομικού έτους στο ποσό των 316.154.546 δραχμών ή 927.819,65 ευρώ.

14. Ακολούθως, με το ..../24.2.2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Έκτακτων και Ειδικών Ελέγχων (Περιφερειακό Γραφείο ...) της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, ο αναιρεσείων εξαιτίας της ανωτέρω περιγραφείσας διαχειριστικής συμπεριφοράς του, κλήθηκε σε ακρόαση ενόψει του σε βάρος του επικείμενου καταλογισμού των ως άνω ελλειμμάτων, ως προς τα οποία θεωρήθηκε ότι συντέλεσε αιτιωδώς στην πρόκλησή τους. Μετά την απόρριψη των …. αντιρρήσεών του, με το …. έγγραφο της ως άνω Διεύθυνσης που επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 20.4.2015, αυτός κλήθηκε να καταθέσει στην Ταμειακή Υπηρεσία του Δήμου, εντός 48 ωρών, το συνολικό ποσό των 586.767,78 ευρώ (195.589,26 ευρώ κεφάλαιο και 391.178,52 ευρώ προσαυξήσεις), το οποίο αντιστοιχεί στο έλλειμμα που φέρεται ότι δημιουργήθηκε από την εκταμίευση ποσών κατόπιν ειδικών εντολών, για το χρονικό διάστημα από ... (οπότε ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων) έως 31.12.1998 και συγκεκριμένα για τις κάτωθι ειδικές εντολές πληρωμής: ……, συνολικού ποσού 66.647.044 δραχμών ή 195.589,26 ευρώ.

15. Μετά την άπρακτη πάροδο της παραπάνω προθεσμίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, .../...2015, απόφαση, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος το ανωτέρω ποσό (195.589,26 ευρώ), καθώς και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής συνολικού ύψους 391.178,52 ευρώ.

16. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Τμήμα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων νομίμως κατ’ αρχήν καταλογίστηκε με το ποσό του ανωτέρω ελλείμματος, δοθέντος ότι συνέβαλε αιτιωδώς στη δημιουργία του, υπό την έννοια ότι κατ’ ουσίαν επέτρεπε την πληρωμή ανοίκειων δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και χωρίς περαιτέρω να συντρέχουν οι κατά τα άρθρα 38 και 39 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 νόμιμες προϋποθέσεις για την προπληρωμή τους, τη συνδρομή των οποίων όφειλε να ελέγχει, διενεργώντας με τον τρόπο αυτό πλημμελώς τον έλεγχο που αφορά στο νόμιμο και έγκυρο εκάστης εντελλόμενης δαπάνης, για τον οποίο ήταν επιφορτισμένος σύμφωνα με το άρθρο 60 του ανωτέρω β.δ/τος, τον ισχύοντα Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας και τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου .... Ενόψει, όμως, του ότι ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την …. βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων του Δήμου ..., απουσίασε λόγω κανονικής άδειας από την εργασία του στις 23 και 24 Δεκεμβρίου 1998 και ως εκ τούτου δεν συνέβαλε με πράξεις και παραλείψεις του στην εκταμίευση κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες μέρους των ποσών που μη νομίμως εντέλλονταν με τις ………. Ειδικές Εντολές Πληρωμής (Ε.Ε.Π.) του Αντιδημάρχου Οικονομικών ... ..., κρίθηκε, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου, ότι έπρεπε από το συνολικό ποσό του επίδικου καταλογισμού να αφαιρεθεί α) το ποσό των 392.000 δραχμών που εκταμιεύθηκε στις 23.12.1998 βάσει των …. Ε.Ε.Π., β) το ποσό των 689.200 δραχμών. και 4.660.497 δραχμών, που εκταμιεύθηκαν στις 24.12.1998 βάσει των …. Ε.Ε.Π., γ) το ποσό των 4.889.240 δραχμών. που εκταμιεύθηκε στις 23.12.1998 βάσει των ……. Ε.Ε.Π. και δ) το ποσό των 804.795 δραχμών. που εκταμιεύθηκε στις 24.12.1998 βάσει των …. Ε.Ε.Π., δηλαδή συνολικά το ποσό των 11.435.732 δραχμών.

17. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσείων ως προϊστάμενος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου, ήταν μεταξύ άλλων αρμόδιος για τον έλεγχο, πριν από την πληρωμή, της νομιμότητας και εγκυρότητας κάθε δαπάνης που εντέλλονταν με χρηματικό ένταλμα ή Ε.Ε.Π., ο οποίος (έλεγχος) περιλάμβανε, μεταξύ άλλων και την εξακρίβωση της ουσιαστικής νομιμότητας της δαπάνης, καθώς και των νόμιμων προϋποθέσεων για την τυχόν προπληρωμή της με βάση τα άρθρα 38 και 39 του β.δ/τος 17.5/ 15.6.1959, απορριπτομένων ως αβάσιμων των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος ότι η έρευνα ως προς τη συνδρομή του επείγοντος και το ειδικότερο αντικείμενο εκάστης δαπάνης που δικαιολογούσαν την έκδοση των επίμαχων Ειδικών Εντολών Πληρωμής από τον Αντιδήμαρχο Οικονομικών δεν ανήκε στην αρμοδιότητά του, αλλά στις αρμοδιότητες του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου.

18. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι ανωτέρω ειδικές εντολές, ανεξαρτήτως της ασάφειας και αοριστίας τους, αφού σε αυτές δεν εξειδικεύονταν οι λόγοι επείγοντος και γενικότερου συμφέροντος που καθιστούσαν επιβεβλημένη τη διενέργεια εξωλογιστικών πληρωμών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και την ύπαρξη των αναγκαίων δικαιολογητικών που πιστοποιούσαν τις απαιτήσεις των πιστωτών έναντι του Δήμου, δεν αίρουν την προβλεπόμενη από τον νόμο και τους ειδικούς κανονισμούς λειτουργίας των οικονομικών υπηρεσιών και της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου υποχρέωση του ιδίου του αναιρεσείοντος να ελέγξει τις προϋποθέσεις για τη σύννομη πληρωμή των δαπανών που εντέλλονταν με αυτές. Η τυχόν δε ευθύνη και άλλων προσώπων, όπως εν προκειμένω του Αντιδημάρχου Οικονομικών ... ..., που εξέδωσε τις εν λόγω μη νόμιμες ειδικές εντολές πληρωμής και του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ... ..., ο οποίος προέβη δια των αρμόδιων ταμειακών διαχειριστών της ως άνω υπηρεσίας στην πληρωμή τους και δεν υπέβαλε στη συνέχεια τις πληρωθείσες με αυτές δαπάνες στο Ελεγκτικό Συνέδριο για την άσκηση του κατ’ άρθρο 236 παρ. 3 του ισχύοντος τότε Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995) ειδικού κατά προτεραιότητα κατασταλτικού ελέγχου, δεν απαλλάσσει τον αναιρεσείοντα από την εκ του νόμου αυτοτελή και ανεξάρτητη ευθύνη του ως προς τη δημιουργία του επίμαχου ελλείμματος. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η ανωτέρω διάταξη του π.δ. 410/1995 είναι εφαρμοστέα μόνο στην περίπτωση πληρωμής δυνάμει χρηματικού εντάλματος και όχι βάσει Ε.Ε.Π όπως εν προκειμένω. Ομοίως δε συνιστά νόμιμο λόγο άρσης της ευθύνης του αναιρεσείοντος ως υπολόγου η υποβολή των αντιρρήσεων που προέβαλε ο δημοτικός ταμίας ούτε η έκδοση του εγγράφου του αρμόδιου Αντιδημάρχου Οικονομικών, με το οποίο ενέμενε στην πληρωμή δαπανών άνευ χρηματικού εντάλματος για λόγους επείγοντος και γενικότερου συμφέροντος. Εν πάση περιπτώσει, ο αναιρεσείων δεν τήρησε ούτε τα οριζόμενα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 87 του τότε ισχύοντος Κώδικα κατάστασης προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ν. 1188/1981, Α΄ 201), ώστε να απαλλαγεί από την ευθύνη του, αφού πριν από την εκτέλεση των ανωτέρω εντολών δεν υπέβαλλε εγγράφως την αντίθεσή του προς τον άμεσο προϊστάμενό του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ... ... ούτε απέστειλε αναφορά σχετικά με το παράνομο των εντολών αυτών στον Δήμαρχο ... (προϊστάμενο του Αντιδημάρχου Οικονομικών που τις συνέταξε).

19. Επίσης, με την αναιρεσιβαλλόμενη κρίθηκε απορριπτέος ο ισχυρισμός περί μη αιτιώδους σύνδεσης της μετά την εξόφληση των επίμαχων ειδικών εντολών προσυπογραφής από τον αναιρεσείοντα των Ημερήσιων Καταστάσεων Πληρωμών του Ταμείου που περιείχαν την πληρωμή των εντολών αυτών με την εκταμίευση των χρημάτων και το διαπιστωθέν έλλειμμα, καθώς και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι προσυπέγραψε μέρος μόνο των καταστάσεων αυτών, με την αιτιολογία ότι ο επίδικος καταλογισμός στηρίχθηκε προεχόντως στην παράλειψη του ιδίου να ελέγξει τη νομιμότητα και εγκυρότητα παντός τίτλου πληρωμής που εισαγόταν στο Ταμείο του Δήμου για εξόφληση και όχι στην προσυπογραφή των ημερήσιων καταστάσεων πληρωμών του Ταμείου, οι οποίες συντάσσονταν εκ των υστέρων.

20. Συναφώς, κρίθηκαν απορριπτέοι και οι λόγοι περί ελλείψεως νομίμου αιτιολογίας της καταλογιστικής, με την αιτιολογία ότι Α) στην ΕΜΠ …. πορισματική έκθεση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και συμπληρώνει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης καταλογιστικής απόφασης, εξειδικεύονται οι πράξεις και παραλείψεις του αναιρεσείοντα που συνιστούν την ανάμειξή του στη διαχειριστική διαδικασία, αφενός με την υπογραφή των Ημερήσιων Καταστάσεων Πληρωμών του Ταμείου αφετέρου με την παράλειψη να διενεργήσει, ως όφειλε, έλεγχο ως προς το νόμιμο και έγκυρο των εντελλόμενων με τις επίμαχες Ε.Ε.Π. δαπανών, ενώ, περαιτέρω, προσδιορίζεται επακριβώς ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω παράλειψης και της δημιουργίας του επίδικου ελλείμματος, το οποίο θα μπορούσε να αποτραπεί με την άσκηση εκ μέρους του του ανωτέρω ελέγχου. Β) Ανεξαρτήτως της έκδοσης τακτοποιητικών χρηματικών ενταλμάτων τα επόμενα μετά το κρίσιμο οικονομικά έτη, το επίδικο έλλειμμα προκλήθηκε από εξωλογιστικές εκταμιεύσεις που έλαβαν χώρα εντός του 1998, χωρίς τον προβλεπόμενο έλεγχο. Τούτο δε, ασχέτως αφενός της αοριστίας του σχετικού λόγου, με τον οποίο δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, όπως του αριθμού, του χρόνου εκδόσεως και του ποσού εκάστου τακτοποιητικού χρηματικού εντάλματος που αντιστοιχεί στις επίμαχες μη νόμιμες εκταμιεύσεις, αφετέρου του γεγονότος ότι η διενέργεια εξωταμειακών πληρωμών με μόνο δικαιολογητικό την ειδική έγγραφη εντολή του Αντιδημάρχου Οικονομικών δεν καταλείπει δυνατότητα επαλήθευσης του ταμειακού υπολοίπου του Δήμου για κάθε οικονομικό έτος και καθιστά εξ αντικειμένου αδύνατη την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος περί του ότι η διαπιστωθείσα στην ελεγχόμενη χρήση έλλειψη χρημάτων αποκαταστάθηκε. Εξάλλου, η παράκαμψη από τον αναιρεσείοντα των νόμιμων διαδικασιών και η εκ μέρους του συμβολή στην εξωταμειακή διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων του Δήμου, υπό τις ειδικότερες μορφές, υπό τις οποίες αυτή εμφανίσθηκε στην κρινόμενη υπόθεση, δεν καταλείπουν περιθώριο εφαρμογής των νομιμοποιητικών διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3274/2004, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν γνησίως από το άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004.

21. Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί πλήρους απαλλαγής του λόγω συνδρομής στο πρόσωπό του συγγνωστής πλάνης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, με την αιτιολογία ότι λόγω της ιδιότητάς του ως Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων και της εντεύθεν ενασχόλησής του με τον έλεγχο και την πληρωμή των εξόδων του Δήμου, όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει ότι οι επίμαχες δαπάνες που προκάλεσαν το έλλειμμα δεν επιτρεπόταν να εκταμιευτούν χωρίς χρηματικά εντάλματα, καθώς και τα δικαιολογητικά που πρέπει να τα συνοδεύουν.

22. Εντούτοις, συνεκτιμώντας τις αναφερόμενες στις διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009 περιστάσεις, ιδίως δε α) την επί σειρά ετών ακολουθούμενη πρακτική πληρωμής δαπανών στον Δήμο ... χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων, αλλά κατόπιν ειδικών εντολών των Αντιδημάρχων, β) ότι ο αναιρεσείων άσκησε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα και γ) το ύψος του καταλογισθέντος ποσού σε συνδυασμό με την οικονομική του κατάσταση, σύμφωνα με την οποία τα έσοδά του, όπως προέκυψαν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2015 και 2016 που προσκόμισε, ανήλθαν σε 17.477,32 και 20.97,55 ευρώ, αντίστοιχα, το δικάσαν Τμήμα αποφάνθηκε ότι το ποσό του καταλογισμού, πρέπει, πλην του ποσού των 3.258.090 δραχμών (9.561,52 ευρώ), το οποίο είναι καταλογιστέο στο ακέραιο σε βάρος του αναιρεσείοντος επειδή αφορά στην πληρωμή, με βάση τις Ε.Ε.Π. 2049 - 2050, αναδρομικών εξόδων παράστασης Δημάρχου και Αντιδημάρχων, τα οποία εμπίπτουν στις κατηγορίες δαπανών που εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής της ευεργετικής ρύθμισης του άρθρου 37 του ν. 3801/2009 και μετά την αφαίρεση των ποσών που αντιστοιχούν στις μη νόμιμες εκταμιεύσεις που έλαβαν χώρα κατά την απουσία του με κανονική άδεια (στις 23 και 24 Δεκεμβρίου 1998), να μειωθεί περαιτέρω στο 1/10 και να απαλλαγεί από τις επιβληθείσες προσαυξήσεις. Με τις σκέψεις αυτές το Τμήμα περιόρισε το καταλογιζόμενο σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσό στις 24.808,25 ευρώ.

23. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 8.3.2021 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ο αναιρεσείων επιδιώκει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας λόγους εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων σχετικά με την αρμοδιότητα του ιδίου να ασκήσει πλήρη έλεγχο επί των επίμαχων ειδικών εντολών, την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των αποδιδόμενων σε αυτόν παραλείψεων και της δημιουργίας του ελλείμματος, τη συνδρομή στο πρόσωπό του συγγνωστής πλάνης και την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ως προς τη μείωση του καταλογιζόμενου ποσού.

24. Όπως παγίως γίνεται δεκτό (μεταξύ άλλων, ΕλΣυν Ολ. 3381/2015, 1638/2018, 567/2024) υπόλογοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.), είναι τα εντεταλμένα για την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων των ο.τ.α. πρόσωπα, καθώς και όσοι, με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικά που ανήκουν στους ο.τ.α., όπως επίσης και οποιοσδήποτε άλλος, που εξαιτίας της φύσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, θεωρείται από ειδική διάταξη νόμου ως υπόλογος ο.τ.α. (ΕλΣυν Ολ. 1492/2000, 454/2008, 1721/2009). Για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο, ακόμη και όταν λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των παρατιθέμενων στον νόμο καθηκόντων του οικείου διαχειριστού, τον καθιστά αφενός υπόχρεο σε λογοδοσία και αφετέρου υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος στη διαχείρισή του.

25. Ως έλλειμμα, δε, εν γένει, νοείται κάθε έλλειψη χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού, που εμφανίζεται στις διαχειρίσεις των ο.τ.α. και διαπιστώνεται κατά τη νόμιμη διαδικασία, καθώς και κάθε «ανοίκειος» πληρωμή, δηλαδή πληρωμή που είτε δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου είτε δεν στηρίζεται σε πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά είτε για την πραγματοποίησή της δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες εκ μέρους του υπολόγου είτε είναι άσχετη προς τον σκοπό της διαχείρισης(ΕλΣυν VII Τμ. 696/2018, 653, 723/2020). Ειδικότερα, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού νοείται κάθε επί έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει, σε μια δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τα εξαγόμενα από τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία και εκείνης που πράγματι υπάρχει (βλ. ΕλΣυν Ολ. 1037/1995, 1913/1992). Για κάθε διαπιστούμενο στη διαχείρισή του χρηματικό έλλειμμα, ο υπόλογος ευθύνεται κατ’ αρχήν και για ελαφρά αμέλεια (βλ. ΕλΣυν Ολ. 1187/1988), η οποία μάλιστα τεκμαίρεται, απαλλάσσεται δε μόνον αν ο ίδιος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι καμία απολύτως υπαιτιότητα, ως προς την επέλευση του ελλείμματος, δεν τον βαρύνει, ότι δηλαδή συντρέχουν λόγοι που αίρουν την ευθύνη του (βλ. ΕλΣυν Ολ. 1244/1997, 1340/2010) ή ότι διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των τυχόν υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεων αυτού και του προκληθέντος ελλείμματος (ΕλΣυν Ολ. 205/2021).

26. Ειδικώς δε στις χρηματικές διαχειρίσεις των ΟΤΑ α΄ βαθμού, το β.δ. της 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (Α΄ 114, διόρθ. σφαλμ. Α΄ 145 και 197) ορίζει στο άρθρο 46 ότι «1. Παρ’ εκάστω των … δήμων, συνιστάται δια του οργανισμού της εσωτερικής υπηρεσίας αυτού ιδία δημοτική υπηρεσία ή γραφείον υπό την ονομασίαν Ταμείον, τελούν υπό την άμεσον εποπτείαν των αρμοδίων οργάνων του δήμου. 2. Το ούτω συνιστώμενον ταμείον διεξάγει, υπό την διεύθυνσιν και προσωπικήν ευθύνην του δημοτικού ταμίου και δι’ ειδικώς οριζομένων προς τούτο εισπρακτορικών και διαχειριστικών οργάνων, την ταμιακήν υπηρεσίαν, κατά τα υπό των του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος διατάξεων και υπό των τοιούτων του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα. 3. …», στο άρθρο 48 ότι «1. Εκάστου των κατά το προηγούμενον άρθρον συνιστωμένων ταμείων των δήμων, προΐσταται ο δι’ Αποφάσεως του δημάρχου οριζόμενος δημοτικός ταμίας, ούτινος τα καθήκοντα και αι αρμοδιότητες ορίζονται ειδικώτερον ως εξής: - … - Εξοφλεί τα χρηματικά εντάλματα εντός των ορίων των δια του προϋπολογισμού ή δι’ ειδικών αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου κεχορηγημένων πιστώσεων κατά τας κειμένας περί αυτών διατάξεις του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος. …», στο άρθρο 49 ότι «Δια την ευρυθμοτέραν και κανονικωτέραν λειτουργίαν της υπηρεσίας εισπράξεως των δημοτικών εσόδων και πληρωμής των δημοτικών εξόδων έκαστον δημοτικόν ταμείον εφ' όσον υπηρεσιακαί ανάγκαι επιβάλλουν διαιρείται εις γραφεία εις ά κατανέμεται η διεξαγωγή της υπηρεσίας εν γένει κατά λόγον αρμοδιότητος και αντικειμένου», στο άρθρο 50 ότι «1. Έκαστον ταμείον διαιρείται εις τα κάτωθι γραφεία: α/ εσόδων, όπερ διεξάγει πάσαν υπηρεσίαν σχετιζομένην με την επιμέλειαν της βεβαιώσεως και εισπράξεως πάντων των εσόδων του δήμου και την τήρησιν των λογιστικών βιβλίων. β/ εξόδων, όπερ διεξάγει τας λογιστικάς πράξεις τας σχετιζομένας με την πληρωμήν των εξόδων του δήμου, την τήρησιν λογιστικών βιβλίων του ταμείου και την κατάρτισιν των μηνιαίων και ετησίων λογαριασμών της διαχειρίσεως τούτου. 2. Τα γραφεία ταύτα, ών προΐστανται ελεγκταί ή λογισταί του ταμείου, λειτουργούν υπό την ενιαίαν διεύθυνσιν του δημοτικού ταμείου. 3. …», στο άρθρο 60 ότι «1. Αι πάσης φύσεως πληρωμαί εκ του δημοτικού ταμείου, ενεργούνται ως ακολούθως: 2. Τα εφ’ εκάστου ταμείου εκδιδόμενα χρηματικά εντάλματα προς πληρωμήν εξόδων του δήμου ως και πας άλλος νόμιμος τίτλος πληρωμής παραδίδονται εις το λογιστικόν γραφείον του ταμείου. Ο δημοτικός ταμίας βοηθούμενος υπό του ελεγκτού ή λογιστού του γραφείου τούτου ενεργεί υπό προσωπικήν αυτού ευθύνην τον έλεγχον αυτών καθ’ όσον αφορά το νόμιμον και έγκυρον της εντελλομένης δαπάνης κατά τας κειμένας διατάξεις, μεθ’ ο προβαίνει εις την πληρωμήν αυτών εις τους δικαιούχους. 3. …», στο άρθρο 61 ότι «Ο αρμόδιος δια την πληρωμήν ταμιακός υπόλογος εφ’ εκάστου πληρωνομένου υπ’ αυτού εντάλματος και εφ’ εκάστης εξοφλητικής αποδείξεως αναγράφει δια σφραγιστήρος ή ιδιοχείρως την λέξιν "Επληρώθη" και την χρονολογίαν καθ’ ην έλαβε χώραν η πληρωμή βεβαιών συγχρόνως την πράξιν της εξοφλήσεως δια της υπογραφής του», στο άρθρο 63 ότι «Παρ’ εκάστω δημοτικώ ταμείω τηρούνται υποχρεωτικώς τα κάτωθι βιβλία: α/ Βιβλίον Καθημερινόν. β/ Βιβλίον Καθολικόν εσόδων. γ/ Βιβλίον Καθολικόν εξόδων. δ/ Βιβλίον εισπρακτέων εσόδων. ε/ Βιβλίον τριπλοτύπων αποδεικτικών εισπρα-κτέων» και στο άρθρο 64 ότι «1. Εν τω καθημερινώ θέλουσι καταχωρίζεσθαι κατά χρονολογικήν σειράν αι ενεργούμεναι υπό των ταμίων εισπράξεις κατ’ Αποδεικτικόν (γραμμάτιον εισπράξεως) και πληρωμαί κατά χρηματικόν ένταλμα, σημειουμένων των εισπράξεων και των πληρωμών εις ιδίας στήλας εμφαίνουσας: α/ Το ονοματεπώνυμον του πληρώσαντος υποχρέου ή του πληρωθέντος δικαιούχου. β/ Το είδος του εσόδου ή του εξόδου, το κεφάλαιον και άρθρον του προϋπολογισμού. γ/ Τον αριθμόν του γραμματίου εισπράξεως ή του εντάλματος πληρωμής και δ/ Το ποσόν του εσόδου ή δαπάνης. 2. Αι εν τω βιβλίω τούτω εγγραφαί δέον να ενεργώνται το βραδύτερον κατά το τέλος εκάστου δεκαημέρου».

27. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι στην περίπτωση οργάνωσης της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου σε περισσότερα γραφεία, ο προϊστάμενος του γραφείου, το οποίο είναι αρμόδιο για τον έλεγχο είτε των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής είτε των λοιπών νόμιμων τίτλων πληρωμής, συνδράμει τον δημοτικό ταμία κατά τον έλεγχο νομιμότητας και εγκυρότητας έκαστης εντελλόμενης δαπάνης, προκειμένου αυτή εν συνεχεία να πληρωθεί από τον δημοτικό ταμία ή τον εκάστοτε αρμόδιο ταμειακό διαχειριστή.

28. Στο πλαίσιο αυτό αφενός ο ισχύων κατά τον κρίσιμο χρόνο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου ... (…. απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Β΄ ..., όπως τροποποιήθηκε με την …. απόφαση του Νομάρχη ..., Β΄….) όριζε ότι στη Διεύθυνση Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου λειτουργεί Τμήμα Εξόδων, στα καθήκοντα του Προϊσταμένου του οποίου περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων ο σύμφωνα με τις διατάξεις του β.δ/τος 1959 έλεγχος της πληρωμής των υπό της οικονομικής υπηρεσίας εκδιδομένων χρηματικών ενταλμάτων, αφετέρου ο επίσης ισχύων κατά τον κρίσιμο χρόνο Ειδικός Κανονισμός Λειτουργίας της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του προϊσχύοντος Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου (βλ. …. απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Β...), επίσης προέβλεπε ότι ο Προϊστάμενος του Τμήματος Εξόδων «ενεργεί τον έλεγχον των διαβιβαζομένων υπό του Λογιστικού Τμήματος χρηματικών ενταλμάτων ή και παντός ετέρου νομίμου τίτλου και την βάση τούτων πληρωμήν των δικαιούχων δια των οικείων κατ’ αντικείμενον διαχειριστών πληρωμών», καθώς και ότι ο ανωτέρω έλεγχος συνίσταται στην εξακρίβωση α) της νομιμότητας και εγκυρότητας της εντελλόμενης δαπάνης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, β) του νομότυπου της υπογραφής του τίτλου πληρωμής, γ) της πληρότητας των δικαιολογητικών που συνοδεύουν τον τίτλο πληρωμής και δ) της έκδοσης του τίτλου πληρωμής εις βάρος και εντός των ορίων νομίμως διατεθείσας πιστώσεως του δημοτικού προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, ο προϊστάμενος του ανωτέρω γραφείου (εξόδων) εμπλέκεται στη διαχειριστική διαδικασία, υπέχει δε ως εκ της διαχειριστικής φύσης των καθηκόντων αυτού, ευθύνη δημοσίουυπολόγου, ευθύνεται δηλαδή για κάθε πταίσμα, ακόμα και για ελαφρά αμέλεια, η οποία μάλιστα τεκμαίρεταικαι προς τούτο, τυγχάνει καταλογιστέος με το ποσό κάθε ελλείμματος που διαπιστώνεται στη διαχείρισή του. Απαλλάσσεται δε από την προαναφερόμενη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μόνο αν αποδείξει ότι ως προς την επέλευση του ελλείμματος, συντρέχουν λόγοι που αίρουν την ευθύνη του.

29. Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 20 έως 28 του ιδίου ως άνω β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων», για το νομότυπο της εκταμίευσης των δημοτικών δαπανών απαιτείται προηγουμένως η έκδοση από τον Δήμαρχο (και σε περίπτωση μεταβίβασης αρμοδιοτήτων από τον Αντιδήμαρχο Οικονομικών) χρηματικού εντάλματος, που προσυπογράφεται από τον Προϊστάμενο της οικονομικής-λογιστικής υπηρεσίας του Δήμου και στη συνέχεια αποστέλλεται, μαζί με τα αποδεικνύοντα την απαίτηση δικαιολογητικά, στο δημοτικό ταμείο προς πληρωμή. Ο Προϊστάμενος του δημοτικού ταμείου στη συνέχεια υποχρεούται, προτού προβεί στην εξόφλησή του, να διενεργήσει έλεγχο της νομιμότητας της εντελλόμενης δαπάνης βοηθούμενος από τον προϊστάμενο του αρμόδιου για τον έλεγχο της νομιμότητας και εγκυρότητας των εντελλόμενων δαπανών γραφείου της ταμειακής υπηρεσίας (ΕλΣυν 2570/2008, 2176/2010, 244/2011, 939/2013, 954/2014, 2915/2014 και 2580/2016). Εξαίρεση στη διαδικασία αυτή πληρωμής των δαπανών των δήμων εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 38 και 39 του ως άνω β.δ/τος, οι οποίες επιτρέπουν την προπληρωμή των δικαιούχων χωρίς να προηγηθεί η έκδοση χρηματικού εντάλματος, στις περιπτώσεις που η φύση των δαπανών επιβάλλει την ταχεία ή άμεση πληρωμή αυτών ή οι εν λόγω δαπάνες συγκαταλέγονται μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 39 ή στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις (ΕλΣυν Ολ. 344/2021).

30. Σύμφωνα δε με το άρθρο 38 του ανωτέρω βδ/τος «1. Επιτρέπεται όπως δαπάναι τινές ων η φύσις επιβάλλει την ταχείαν ή άμεσον πληρωμήν των, πληρώνονται υπό των δημοτικών ταμιών άνευ προηγουμένης εκδόσεως χρηματικών ενταλμάτων δι’ αυτάς, βάσει των απαιτουμένων δι’ εκάστην εξ αυτών δικαιολογητικών. 2. Τα Δικαιολογητικά εκάστης των ως άνω δαπανών συνοδευόμενα από αναλυτικάς εις διπλούν καταστάσεις, υποβάλλονται υπό των ταμιακών υπολόγων εις την λογιστικήν υπηρεσίαν του δήμου, ήτις μετά τον προσήκοντα έλεγχον και βάσει τούτων προβαίνει εις την έκδοσιν των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων επί των οικείων κεφαλαίων και άρθρων του προϋπολογισμού εξόδων και επ’ ονόματι των πληρωθέντων δικαιούχων ή των ενεργησάντων τας πληρωμάς ταμιακών υπολόγων, οίτινες εξοφλούν ταύτα διά σχετικής πράξεως συντασσομένης επί εκάστου εντάλματος. 3. Εις τα κατά τ’ ανωτέρω χρηματικά εντάλματα επισυνάπτονται πάντα τα στηρίζοντα την δαπάνην στοιχεία μετά των νομίμων εξοφλητικών αποδείξεων, ευθυνομένου του ταμίου δια την νόμιμον τούτων χαρτοσήμανσιν, όπου απαιτείται τοιαύτη, την ενέργειαν των νενομισμένων κρατήσεων και την υπό των πράγματι δικαιούχων ή των νομίμων αντιπροσώπων αυτών εξόφλησιν» και με το άρθρο 39 «1. Εις τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου υπάγονται μόνον πληρωμαί αφορώσαι εις: α) επιστροφήν χρηματικών εγγυήσεων κατατεθειμένων εις το δημοτικόν ταμείον δια διαφόρους αιτίας, β) απόδοσιν των υπέρ τρίτων συνεισπραττομένων μετά των δημοτικών φόρων εσόδων, των υπέρ τρίτων κρατήσεων και των τελών χαρτοσήμου αμέσου καταβολής, γ) δεδουλευμένα ημερομίσθια εργατοτεχνικού προσωπικού του δήμου, δ) έξοδα μεταγωγής οφειλετών του δήμου και έξοδα διατροφής προσωποκρατουμένων τοιούτων, ε) έξοδα κατασχέσεως περιουσίας οφειλετών των δήμων, και στ) έξοδα μεταφοράς και διατηρήσεως κατεσχημένων. 2. Επιτρέπεται όπως δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, υπαχθούν εις τας διατάξεις του άρθρου 38 και αι πληρωμαί άλλων δαπανών αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζομένων υπηρεσιακών αναγκών και περιπτώσεων». Σε εκτέλεση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκαν οι 84626/28 Νοεμ.-31 Δεκ. 1984 (Β΄ 917), 64464/26 Σεπτ.-31 Οκτ. 1986 (Β΄ 741), 70683/5-28.8.1992 (Β΄ 544) και 27.6-13.7.1995 (Β΄ 616) αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται επίσης η κατά το άρθρο 38 του ως άνω β.δ/τος πληρωμή άνευ προηγουμένης εκδόσεως χρηματικών ενταλμάτων των δαπανών: α) συμμετοχής των ΟΤΑ στην μισθοδοσία των ελεγκτών Εσόδων - Εξόδων, Εισπρακτόρων ΟΤΑ, και των υπαλλήλων του ν. 2264/1952 (φόρου καπνού), β) κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας για οποιαδήποτε χρήση, γ) απόδοσης των εισφορών των ΟΤΑ προς τους Συνδέσμους των οποίων αποτελούν μέλη, δ) απόδοσης οφειλών από ανταποδοτικά τέλη που επιβάλλουν οι ΟΤΑ - μέλη για την αντιμετώπιση των δαπανών των αντίστοιχων υπηρεσιών του Συνδέσμου και ε) απόδοσης των εισφορών των δήμων και κοινοτήτων προς το συμβούλιο περιοχής, του οποίου αποτελούν μέλη. Συνεπώς, η πληρωμή δαπάνης χωρίς την ύπαρξη χρηματικού εντάλματος και χωρίς να συντρέχει κάποια από τις αναφερθείσες εξαιρέσεις συνιστά ανοίκειο πληρωμή και αποτελεί έλλειμμα στην οικεία ταμειακή διαχείριση (πρβλ. ΕλΣυν VII Τμ. 696/2018, 1091/2017, πρβλ Ολ. 507/2024 σκ. 22).

31. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ισχυρισμό του ήδη αναιρεσείοντος περί έλλειψης οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητάς του, καθώς ο έλεγχος του Τμήματος Εξόδων ήταν κατασταλτικός, δηλαδή λάμβανε χώρα μετά την εκταμίευση του οικείου ποσού και συνεπώς, ο ίδιος δεν μπορούσε να εμποδίσει την (παράνομη) εκταμίευση. Επίσης, ως εκ της θέσεώς του, δεν είχε πραγματική δυνατότητα ελέγχου των ειδικών εντολών, στο μέτρο που οι πληρωμές διεκπεραιώνονταν από τη Γραμματεία του Ταμία, χωρίς τη μεσολάβηση του ίδιου και επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του, μόνο στην εξόφληση των θεωρηθεισών δαπανών μπορούσε να προβεί, υπέχοντας σχετική ευθύνη για την μη νόμιμη τήρηση των βιβλίων του Ταμείου Εξόδων, τα οποία ωστόσο, εν προκειμένω τηρούνταν ορθά. Σε κάθε περίπτωση προβάλλεται ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη δεν απαντήθηκε κρίσιμος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος δεν παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον, στο μέτρο που ήταν υποχρεωτική για εκείνον ως υπάλληλο η συμμόρφωση προς τις εντολές του απώτερου προϊσταμένου του Αντιδημάρχου Οικονομικών.

32. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959, καθώς και η .../... απόφαση του Δημάρχου, δυνάμει της οποίας ο αναιρεσείων ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων, καθιερώνει αυτοτελή υποχρέωσή του για έλεγχο της ύπαρξης χρηματικού εντάλματος κατά την πληρωμή των δαπανών, ενώ ακόμα και στις περιπτώσεις πληρωμών χωρίς χρηματικά εντάλματα, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ανωτέρω β.δ/τος, τον ισχύοντα Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας και τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., ο αναιρεσείων όφειλε να ελέγξει αν τούτο επιτρέπεται από ειδική διάταξη νόμου (σχετ. τα άρθρα 38 και 39 του ως άνω β.δ/τος). Η ευθύνη αυτή του αναιρεσείοντος ως υπολόγου δεν αίρεται ούτε μετά το έγγραφο του Αντιδημάρχου Οικονομικών, με το οποίο ο τελευταίος κατόπιν αντιρρήσεων του δημοτικού ταμία, ενέμεινε στην πληρωμή των οικείων δαπανών άνευ χρηματικού εντάλματος για λόγους επείγοντος και γενικότερου συμφέροντος, διότι ανεξαρτήτως της αοριστίας των επίμαχων ειδικών εντολών, η κατά τα ανωτέρω τηρηθείσα διαδικασία δεν τον απαλλάσσει από τον έλεγχο των νομίμων προϋποθέσεων για τη σύννομη πληρωμή αυτών, ενώ η τυχόν ευθύνη άλλων προσώπων για τη δημιουργία του ελλείμματος (εν προκειμένω του Αντιδημάρχου Οικονομικών ... ..., που εξέδωσε τις εν λόγω μη νόμιμες ειδικές εντολές πληρωμής και του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... ..., ο οποίος προέβη δια των αρμόδιων ταμειακών διαχειριστών της ως άνω υπηρεσίας στην πληρωμή τους) δεν αίρει την εκ του νόμου αλλά και εκ των πραγμάτων ιδία αυτού ευθύνη. Επιπλέον, ως προς τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί υπηρεσιακής συμμόρφωσης στις εντολές του απώτερου Προϊσταμένου του κρίθηκε (σελ 28 της αναιρεσιβαλλόμενης) ότι η εντολή του Προϊσταμένου του, δεν απαλλάσσει τον ίδιο από την αυτοτελή και προσωπική του ευθύνη για τη δημιουργία του επίδικου ελλείμματος, καθώς ούτε στο πλαίσιο της παρ. 3 και 4 του άρθρου 87 του τότε ισχύοντος Κώδικα κατάστασης προσωπικού οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ν. 1188/1981, Α΄ 201) διατύπωσε, πριν από την εκτέλεση των ανωτέρω εντολών προς τον άμεσο προϊστάμενό του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ... ..., εγγράφως την αντίθεσή του ούτε στον Δήμαρχο ... (προϊστάμενο του Αντιδημάρχου Οικονομικών που τις συνέταξε) απέστειλε αναφορά σχετικά με το παράνομο των εντολών αυτών.

33. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει των όσων έγιναν δεκτά στις σκέψεις 24 έως 30, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς και με νόμιμη αιτιολογία το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ως άνω λόγο έφεσης, δοθέντος ότι ο αναιρεσείων ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εξόδων, όφειλε εκ των διατάξεων του Λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων (ιδίως του άρθρου 60) να ελέγχει τη νομιμότητα και εγκυρότητα των πάσης φύσεως πληρωμών είτε αυτές διενεργούνταν με χρηματικά εντάλματα είτε με ειδικές εντολές, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στη διαχειριστική διαδικασία των εκταμιεύσεων αυτών, ενώ και ο ισχυρισμός του ότι ο έλεγχος του Τμήματος Εξόδων ήταν κατασταλτικός, δηλαδή λάμβανε χώρα μετά την εκταμίευση, πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον σύμφωνα με τα παρατεθέντα στις σκέψεις 27 έως 29 ο σχετικός έλεγχος από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Εξόδων επισυμβαίνει πριν την εκταμίευση των οικείων ποσών. Το δε σκέλος του ενλόγω ισχυρισμού που αναφέρεται στην ορθή τήρηση των βιβλίων του Ταμείου Εξόδων είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές, καθόσον με την .../...2015 απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή ο αναιρεσείων δεν καταλογίστηκε με την αιτιολογία αυτή.

34. Με τον δεύτερο λόγο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι ενόψει της έλλειψης σαφούς νομικής υποχρέωσης ελέγχου εκ μέρους του και της πραγματικής αδυναμίας του ίδιου για ουσιαστική άσκηση προληπτικού ελέγχου, εσφαλμένα το Τμήμα δέχθηκε ότι η διαχειριστική συμπεριφορά του συνδέεται αιτιωδώς με το προκληθέν έλλειμμα, ενώ ακόμα και αν είχε διατυπώσει έγγραφες αντιρρήσεις -διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, προφορικές είχε υποβάλλει- προς τον Προϊστάμενό του, της Διεύθυνσης Ταμειακής Διαχείρισης του Δήμου, αυτός δεν θα ενέκρινε τη διακοπή της διαδικασίας εκταμίευσης, αφού είχε ήδη λάβει την εντολή από τον Αντιδήμαρχο Οικονομικών να προχωρήσει στην εκταμίευση μετά τη διατύπωση σχετικών αντιρρήσεων. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του επικαλείται και την 838/2017 απόφαση του VII Τμήματος, με την οποία κρίθηκε ότι δεν θεμελιώνεται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη νόμιμης δημοσιονομικής συμπεριφοράς του ιδίου και έτερου ελλείμματος, το οποίο προέκυψε από την καταβολή ασφαλίστρων σε ασφαλιστική εταιρεία μετά από σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και αυθημερόν εξόφληση επιταγής σε διαταγή της εταιρείας αυτής, με την αιτιολογία ότι η μεταγενέστερη, για τη δημοσιολογιστική τακτοποίησή της, έκδοση αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων, στην οποία συμμετείχε και ο αναιρεσείων, δεν οδήγησε στην εκταμίευση της δαπάνης και δεν προκάλεσε, το πρώτον, έλλειμμα ούτε συνέβαλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση του ήδη δημιουργηθέντος στη διαχείριση του Δήμου ελλείμματος.

35. Το Τμήμα απέρριψε ως αβάσιμο τον λόγο περί ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δημοσιονομικής συμπεριφοράς του και του διαπιστωθέντος το έτος 1998 ελλείμματος, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων δυνάμει του άρθρου 60 παρ. 2 του βδ/τος, του ισχύοντος Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας και τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., υπείχε, ως όργανο του δημοτικού ταμία, ευθέως εκ του νόμου την υποχρέωση να συνδράμει αυτόν κατά τον έλεγχο κάθε τίτλου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι ειδικές εντολές πληρωμής, που εισερχόταν στο δημοτικό ταμείο προς εξόφληση. Παραλείποντας την εκπλήρωση της ως άνω υπηρεσιακής του υποχρέωσης ως προς τον έλεγχο που αφορά στο νόμιμο και έγκυρο εκάστης εντελλόμενης δαπάνης, για τον οποίο ήταν επιφορτισμένος, κατ’ ουσίαν επέτρεπε την πληρωμή ανοίκειων δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και χωρίς περαιτέρω να συντρέχουν οι κατά τα άρθρα 38 και 39 του β.δ/τος, της 17.5/15.6.1959 νόμιμες προϋποθέσεις για την προπληρωμή τους.

36. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναιρεσείων, ως αρμόδιος για τη διενέργεια των πράξεων που σχετίζονται με την πληρωμή των εξόδων του Δήμου είχε, όπως ορθά κρίθηκε από το δικάσαν Τμήμα, την υποχρέωση να ελέγξει τη νομιμότητα των προς εξόφληση δαπανών δυνάμει των επίμαχων ειδικών εντολών και ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 38 και 39 του Λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων (β.δ της 17.5/15.6.1959). Ενόψει δε της αοριστίας των ειδικών αυτών εντολών και της έλλειψης των απαραίτητων δικαιολογητικών, όφειλε να υποβάλλει εγγράφως τις αντιρρήσεις του προς τον Προϊστάμενό του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας ή τον Δήμαρχο ... διακόπτοντας με τον τρόπο αυτό την αιτιώδη συμβολή του στην πρόκληση του επίδικου ελλείμματος και την εξ αυτού προκύπτουσα δημοσιονομική του ευθύνη, η οποία ως ανεξάρτητη, προσωπική και αυτοτελής δεν αναιρείται από την συντρέχουσα ευθύνη άλλων προσώπων (Αντιδημάρχου Οικονομικών, Προϊσταμένου Ταμειακής Υπηρεσίας). Η δε επίκληση της 838/2017 απόφασης του VII Τμήματος σχετικά με την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ προσυπογραφής του τακτοποιητικού χρηματικού εντάλματος εξόφλησης ασφαλίστρων και έτερου διαπιστωθέντος ελλείμματος, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον στα δύο ελλείμματα είναι διαφορετική η αιτία καταλογισμού του αναιρεσείοντος (στην περίπτωση της δαπάνης ασφαλίστρων η αιτία καταλογισμού του ήταν η συνυπογραφή του τακτοποιητικού χρηματικού εντάλματος, ενώ στην επίδικη περίπτωση η πλημμελής άσκηση των δημοσιονομικών του καθηκόντων και η με τον τρόπο αυτό ανοχή του στην παράνομη εκταμίευση), όπως και οι συνθήκες πρόκλησής τους. Ειδικότερα, στην περίπτωση των ασφαλίστρων, για το ποσό του εντάλματος είχε ήδη προηγηθεί έγκριση της δαπάνης από το Δημοτικό Συμβούλιο και εξόφληση αυθημερόν με επιταγή σε διαταγή της ασφαλιστικής εταιρείας και ως εκ τούτου, η συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην (παράνομη) εκταμίευση ήταν δευτερογενής, υπό την έννοια ότι η συνυπογραφή του εντάλματος, που επακολούθησε της εξόφλησης, διαπιστώθηκε ότι δεν προκάλεσε το πρώτον το συγκεκριμένο έλλειμμα, σε αντίθεση με το επίδικο έλλειμμα στην πρόκληση του οποίου συνέβαλε πρωτογενώς, με την παράλειψη προσήκουσας άσκησης των δημοσιονομικών του καθηκόντων.

37. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι ακόμα και αν είχε υποβάλλει έγγραφες αντιρρήσεις, οι σχετικές δαπάνες και πάλι θα εξοφλούνταν μετά την (δεύτερη) εντολή εξόφλησης του Αντιδημάρχου Οικονομικών, δοθέντος ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι όλως υποθετικός και συνεπώς, μη δεκτικός επαλήθευσης,.

38. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος και σε κάθε περίπτωση, ως απαράδεκτος στο πλαίσιο της αιτήσεως αναίρεσης ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί υποβολής εκ μέρους του προφορικών αντιρρήσεων, καθόσον με τον ισχυρισμό αυτό δεν προσάπτεται κάποιο νομικό σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά επιδιώκεται η (επαν)εκτίμηση πραγματικού στοιχείου του φακέλου της υπόθεσης που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτο.

39. Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένως το Τμήμα δεν αναγνώρισε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος τη συνδρομή συγγνωστής πλάνης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 3801/2009, καθόσον στον Δήμο ήταν πάγια πολυετής πρακτική η έκδοση ειδικών εντολών για την καταβολή των δαπανών, ο ίδιος κατά τη συγκεκριμένη διαχειριστική περίοδο (1998) είχε τοποθετηθεί πρόσφατα (...), δεν ιδιοποιήθηκε κάποιο από τα οικεία ποσά και για τις καταλογισθείσες σε βάρος του δημοσιονομικές παραλείψεις, δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη.

40. Ο ν. 3801/2009 «Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και άλλες διατάξεις οργάνωσης και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης» (Α΄ 163), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 4255/2014 (Α΄ 89), ορίζει στο άρθρο 37 ότι «1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του (…), σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των αιρετών οργάνων Δήμων (…) ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων (…), από Υπουργούς ή από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μέχρι 1.7.2005, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνομένου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των προσθέτων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλάξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου και αν ακόμη υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού. Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσής της και το επελθόν από αυτήν αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης, τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα. Επίσης, το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των σχετικών καταλογισμών λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψιν αμετάκλητα απαλλακτικές ποινικές αποφάσεις, βουλεύματα ή εισαγγελικές διατάξεις, με τις οποίες οι καταλογισθέντες απηλλάγησαν από κάθε συναφή ποινική ευθύνη. Εξαιρούνται των ρυθμίσεων της παρούσας καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες αφορούν αποδοχές και αποζημιώσεις εν γένει υπαλλήλων δήμων, κοινοτήτων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων αυτών, καθώς και έξοδα παράστασης αιρετών οργάνων δήμων και κοινοτήτων».

41. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες πραγματώνουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, παρέχεται η ευχέρεια στους δικαστικούς σχηματισμούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την εκδίκαση διαφορών από καταλογιστικές πράξεις, που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα μέχρι την 1.7.2005 και έχουν εκδοθεί σε βάρος αιρετών οργάνων πρωτοβάθμιων ΟΤΑ και υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων, να μειώσουν το ποσό του καταλογισμού μέχρι το ένα δέκατο (1/10) της οφειλής, καθώς και να απαλλάξουν τον καταλογισθέντα από προσαυξήσεις ή τόκους, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης του βαρυνομένου. Η μείωση αυτή ή η απαλλαγή γίνεται ύστερα από συνεκτίμηση του βαθμού υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, της βαρύτητας της δημοσιονομικής παράβασης, των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε και του επελθόντος αποτελέσματος, καθώς και της προσωπικής και οικογενειακής οικονομικής του κατάστασης (ΕλΣυν Ολ.1789/2018,2249/2016,3381/2015, 1810/2014 όπου και μειοψ., 2236/2014,1756,3381/2015,2249/2016, 1789/2018, 567/2024). Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση επιφυλάσσεται όχι μόνο στους βαρυνομένους με ελαφρά αμέλεια, αλλά και στην περίπτωση που για τη δημιουργία του ελλείμματος υφίσταται βαριά αμέλεια του υπολόγου, καθόσον διαφορετικά, αυτή θα καθίστατο κενή κανονιστικού περιεχομένου, αφού, σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας του υπολόγου δεν επιβάλλονται προσαυξήσεις επί του καταλογισθέντος σ’ αυτόν κεφαλαίου, ενώ, περαιτέρω, δεν θα είχε νόημα η επιβαλλόμενη από τις ίδιες διατάξεις, για την ως άνω μείωση του καταλογισμού, συνεκτίμηση «του βαθμού υπαιτιότητας του καταλογισθέντος», εφόσον η υπαιτιότητά του θα μπορούσε να προσδιοριστεί μόνο στον βαθμό της ελαφράς αμέλειας (βλ. ΕλΣυν Ολ.1994/2016,2925/2015,1810/2014κ.ά.). Επίσης, παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο να απαλλάξει τον καταλογισθέντα από το σύνολο του καταλογισμού, εάν κρίνει ότι στο πρόσωπό του συνέτρεχε συγγνωστή πλάνη κατά την πρόκληση του ελλείμματος (βλ. μεταξύ άλλων ΕλΣυν Ολ. 719, 2976/2012, 1397/2014, 1810/2014, 2291/2014, 1756/2015, 2927/2015, 3381/2015). Είναι δε, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, συγγνωστή η πλάνη όταν ο υπόλογος όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον μη νόμιμο χαρακτήρα των πράξεών του, έστω κι αν κατέβαλε, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του, την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή (ΕλΣυν VII Τμ. 5016/2013, 1397/2014, 2468/2015). Ωστόσο, ηκρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τονπροσδιορισμό του ύψους της μείωσης υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο αυτό υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από τις εν λόγω διατάξεις εξουσίας του (ΕλΣυν Ολ.2000/2020, 567/2024).

42. Το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί πλήρους απαλλαγής του από το καταλογιζόμενο ποσό λόγω συνδρομής στο πρόσωπό του συγγνωστής πλάνης, με την αιτιολογία ότι εξαιτίας της ιδιότητάς του ως Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων και της εντεύθεν ενασχόλησής του με τον έλεγχο και την πληρωμή των εξόδων του Δήμου, όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει ότι οι επίμαχες δαπάνες που προκάλεσαν το έλλειμμα δεν επιτρεπόταν να εκταμιευτούν χωρίς χρηματικά εντάλματα, καθώς και τα δικαιολογητικά που πρέπει να τα συνοδεύουν.

43. Ενόψει αυτών, το δικάσαν Τμήμα, κινούμενο εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό συγγνωστής πλάνης, ικανής να επιφέρει κατ’ άρθρο 37 του ν. 3801/2009 την πλήρη απαλλαγή του από τον επίδικο καταλογισμό, καθόσον πράγματι ως εκ της θέσεώς του δεν δικαιολογείται ο αναιρεσείων να έχει πεπλανημένη αντίληψη σχετικά με τα βασικά, εγγενή της υπηρεσιακής του ιδιότητας, υπηρεσιακά του καθήκοντα, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

44. Ομοίως απορριπτέοι παρίστανται και οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος περί μη άσκησης σε βάρος του ποινικής δίωξης και μη ιδιοποίησης των σχετικών ποσών, καθόσον πέραν του ότι η δημοσιολογιστική ευθύνη του υπολόγου είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν ποινική ή/και πειθαρχική ευθύνη του στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, οι ανωτέρω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν και για τον λόγο ότι η μη συνδρομή των στοιχείων αυτών δεν μπορεί άνευ άλλου τινός να οδηγήσει στην κατάφαση υπέρ της νομιμότητας της δημοσιονομικής του συμπεριφοράς. Πολλώ δε μάλλον, που ο επίδικος καταλογισμός δεν στηρίχθηκε στην (ενδεχόμενη) ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος ή στην ιδιοποίηση των αντίστοιχων ποσών που διαπιστώθηκε ότι συνιστούν έλλειμμα διαχείρισης.

45. Περαιτέρω, με το κατατεθέν στις 9.3.2021 υπόμνημα του αναιρεσείοντος προβάλλεται ότι στην ένδικη υπόθεση συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, κατά συνέπεια ότι πρέπει να αρθεί ο εις βάρος αυτού καταλογισμός.

46. Στο άρθρο 67 του ν. 4735/2020 (Α΄ 197/12.10.2020), με τίτλο «Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάσει ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου», ορίζεται ότι «1. Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους». Ακολούθως, στο άρθρο 93 του ν. 4745/2020 (Α΄ 214/6.11.2020), με τίτλο «Ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020» ορίζεται ότι «Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (Α΄ 197) καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους».

47. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι παύει κάθε διαδικασία καταλογισμού εις βάρος αιρετών και υπαλλήλων των ο.τ.α. λόγω ελλειμμάτων, τα οποία διαπιστώθηκαν ύστερα από διενέργεια κατασταλτικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οφείλονται σε πληρωμές χρηματικών ενταλμάτων, που πραγματοποιήθηκαν μέχρι 31.7.2019. Από τη γραμματική διατύπωση δε της διάταξης του άρθρου 67 του ν.4735/2020, στην οποία γίνεται ρητώς αναφορά σε οριστική παύση κάθε διαδικασίας καταλογισμού εις βάρος αιρετών και υπαλλήλων ο.τ.α., σαφώς συνάγεται ότι οι ρυθμίσεις της εφαρμόζονται σε καταλογιστικές διαδικασίες που κατά τον χρόνο ισχύος της παραμένουν εκκρεμείς και εν εξελίξει και όχι σε διαδικασίες ήδη περατωθείσες με την έκδοση και κοινοποίηση στους υπόχρεους της οικείας καταλογιστικής πράξης (βλ. ΕλΣυν Ολ. 1455/2022, Δεύτ. Τμ.4/2022, 281/2024).

48. Η ένδικη υπόθεση αφορά στη νομιμότητα του επιβληθέντος με την .../...2015 απόφασης καταλογισμού εις βάρος του αναιρεσείοντος, υπαλλήλου του Δήμου ..., για έλλειμμα που διαπιστώθηκε κατόπιν διενέργειας διαχειριστικού ελέγχου από την οικεία Οικονομική Επιθεώρηση στην οικονομική διαχείριση του Δήμου. Όμως, εν όψει όσων έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (14 και 15), η υπό κρίση υπόθεση δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω απαλλακτικών ρυθμίσεων του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, καθόσον η εις βάρος του αναιρεσείοντος καταλογιστική διαδικασία κατά τον χρόνο ισχύος της ανωτέρω διάταξης είχε ήδη περατωθεί, διότι η οικεία καταλογιστική απόφαση είχε ήδη εκδοθεί (στις ...2015) και κοινοποιηθεί στον αναιρεσείοντα και συνεπώς, η δημοσίευση του ανωτέρω νόμου στις 12.10.2020, δηλαδή 5 έτη 5 μήνες και 15 ημέρες μετά την έκδοση της καταλογιστικής, δεν κατέλαβε την προς καταλογισμό διαδικασία σε κατάσταση εκκρεμότητας.

49. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας το δικάσαν Τμήμα δεν μείωσε έτι περαιτέρω το καταλογισθέν ποσό.

50. Στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

51. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αρχή της αναλογικότητας λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου και εφαρμόζεται στους κάθε είδους περιορισμούς που μπορεί να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, όπως είναι και το δικαίωμα στην περιουσία. Επομένως, ο καταλογισμός εις βάρος των δημοσιονομικώς υπευθύνων για την αναπλήρωση του προκληθέντος στη δημόσια διαχείριση ελλείμματος, ως μέτρο που πλήττει το δικαίωμα στην περιουσία του καταλογιζομένου, δεν συνδέεται αναγκαίως και αρρήκτως με το ύψος του διαπιστωθέντος ελλείμματος (ΕλΣυν Ολ. 1824/2019, 1929/2018), αλλά υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας, που απαιτεί για την επιβολή του εν λόγω μέτρου να τηρείται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του σκοπού δημοσίου συμφέροντος της αποκατάστασης της δημόσιας διαχείρισης και αφετέρου της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζομένου, ώστε να μην υφίσταται δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση (ΕλΣυν Ολ. 1302, 1015-1019/2022). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τον προσδιορισμό της μείωσης του καταλογιζόμενου ποσού ελέγχεται στην κατ’ αναίρεση δίκη για τυχόν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το δε αναιρετικό δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει τη νομική βαρύτητα των κρίσιμων δεδομένων της υπόθεσης, στο πλαίσιο της εξουσίας του προς διασφάλιση της ενιαίας, κατά το νομικώς εφικτό, εφαρμογής θεμελιωδών συνταγματικών επιταγών (ΕλΣυν Ολ. 599/2021, σκ. 27, 1645/2023 σκ.56).

52. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Τμήμα ως προς τις μη νόμιμες δαπάνες συνεκτίμησε στο πλαίσιο του άρθρου 37 του ν. 3801/2009 τις ειδικότερες περιστάσεις πρόκλησης του ελλείμματος και ιδίως α) την επί σειρά ετών ακολουθούμενη πρακτική πληρωμής δαπανών στον Δήμο ... χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων αλλά κατόπιν ειδικών εντολών των Αντιδημάρχων, β) ότι ο αναιρεσείων εξετέλεσε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου του Τμήματος Εξόδων για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, γ) το ύψος του καταλογισθέντος ποσού, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος, δ) το γεγονός ότι το ποσό των 3.258.090 δραχμών (9.561,52 ευρώ) πρέπει να καταλογιστεί στο ακέραιο, διότι αφορά στην πληρωμή, με βάση τις Ε.Ε.Π. 2049 - 2050, αναδρομικών εξόδων παράστασης Δημάρχου και Αντιδημάρχων που εμπίπτουν στις κατηγορίες δαπανών, οι οποίες εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 του ν. 3801/2009, ε) τον βαθμό συμμετοχής του αναιρεσείοντος στην εξωταμειακή διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων του Δήμου και τελικώς περιόρισε τον σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμό στο ποσό των 24.808,25 ευρώ, μειώνοντάς το δηλαδή κατά 95,772% σε σχέση με το αρχικώς καταλογισθέν ποσό.

53. Με τα δεδομένα αυτά, εν προκειμένω δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ούτε διατάραξης της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της αποκατάστασης της δημόσιας διαχείρισης και των περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζομένου, καθώς η επελθούσα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μείωση του καταλογιζόμενου ποσού τελεί σε εύλογη σχέση αναλογίας τόσο προς την βαρύτητα των ως άνω δημοσιονομικών παραβάσεων, οι οποίες συνιστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς Προϊσταμένου Τμήματος Εξόδων (παράκαμψη από τον αναιρεσείοντα των νόμιμων διαδικασιών και ανάμειξη στην εξωταμειακή διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων του Δήμου) και τις συνθήκες τέλεσης των παραβάσεων αυτών όσο και προς την συνακόλουθη βλάβη της περιουσίας του αναιρεσείοντος εξαιτίας αυτών. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμού του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

54. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020).

 

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. Και

Διατάσσει την κατάπτωση, υπέρ του Δημοσίου, του κατατεθέντος παραβόλου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε τηλεδιάσκεψη στις 26 Ιουνίου 2024, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2 του ν. 4700/2020.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στις 5 Φεβρουαρίου 2025 (βλ. πρακτικό δημοσίευσης με όμοια ημερομηνία).

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου