Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

«Η Φέρουσα Ικανότητα μέσα από τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας» [Κ. Καρατσώλης, Δικηγόρος, Υπ. Δρ. / Ιω. Βασιλοπούλου, Δικηγόρος ΜΔΕ / Ιφ. Τσακαλογιάννη, Δικηγόρος ΜΔΕ, MSc]

 



 

I. Πρόλογος

Το τελευταίο διάστημα, εν όψει μιας νέας εκκίνησης για το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό[1], παρατηρούμε την έξαρση των συζητήσεων για το μέλλον ανάπτυξης, ιδίως στον νησιωτικό χώρο. Με αφορμή αυτές τις εξελίξεις έχουν ενταθεί και οι πολυεπίπεδες συζητήσεις για τον όρο «Φέρουσα Ικανότητα» (στο εξής Φ.Ι.).

Μάλιστα, η οριοθέτηση της έννοιας της Φ.Ι. και οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία της αποτελούν τον πυρήνα προβληματισμών και ερωτημάτων, όπως:

 

Τι σημαίνει Φ.Ι. μιας περιοχής;

Σε ποιους τομείς δραστηριοτήτων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγραφής, αξιολόγησης και κρίσης;

Η  Φ.Ι. εννοιολογικά συνδέεται με την «ακεραιότητα» μίας προστατευόμενης περιοχής ή αφορά σε μελέτη και έρευνα και για μη προστατευόμενες περιοχές;

Περιορίζεται στο νησιωτικό χώρο ή θα πρέπει να μελετάται για το σύνολο των περιοχών της χώρας;

Ποιοι είναι οι δείκτες και πώς επιλέγονται για κάθε περιοχή;

Ποια είναι τα όρια της Φ.Ι. και πώς επιλέγονται;

Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται η μελέτη, καταγραφή και κωδικοποίηση της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε να δούμε τη Φ.Ι. μέσα από τα μάτια των Αποφάσεων και των Πρακτικών Επεξεργασίας των Δικαστών του. Μέσα από τη μελέτη μπορούν να αναδειχθούν χρήσιμα συμπεράσματα, κατευθύνσεις για τους απαιτούμενους δείκτες καθώς και οι κρίσιμοι άξονες που οριοθετούν τη συγκεκριμένη έννοια.

 

Σε κάθε περίπτωση, κατά την άποψη μας, η Φ.Ι. θα μπορούσε να αποτελέσει μια  σημαντική «γενική αρχή», η οποία να μετουσιώνεται σε ένα εργαλείο που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων που επιδρούν στον Χώρο. Προς τούτο, θεωρούμε ότι είναι υψίστης σημασίας να μη χαθεί η ευκαιρία να τεθούν για πρώτη φορά υπό θεσμικό περίβλημα οι βασικές άξονες, άλλως τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση και τον υπολογισμό της Φ.Ι.

 

II. Το πεδίο Ορισμού της Φ.Ι. και η μεθοδολογία καταγραφής

 

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη των στοιχείων που κατά το ΣτΕ (από το έτος 1992 και έπειτα) αποτελούν κρίσιμα μεγέθη για τον καθορισμό της Φ.Ι. και θα μπορούσαν να καταγραφούν ως βασικές προδιαγραφές για την εκτίμησή της.

 

Η  έννοια της Φ.Ι. έχει, μεταξύ άλλων, οριστεί ως η πεπερασμένη χωρητικότητα και αντοχή των οικοσυστημάτων και των ανθρωπογενών συστημάτων, ώστε να μην επέλθει σοβαρή επιδείνωση τους[2]. Ο προσδιορισμός της απαιτεί συνεκτίμηση παραμέτρων του τρίπτυχου κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον και δεν εξαρτάται μόνο από μετρήσιμα ποσοτικά δεδομένα (τεχνικά, οικονομικά, επιστημονικά),  αλλά και από ένα ευρύ φάσμα ποιοτικών παραγόντων που συνδέονται με τις πολιτιστικές αξίες, τις παραδόσεις, τη φυσιογνωμία της περιοχής[3].

 

Ενδεικτικά, η Φ.Ι. επηρεάζεται τόσο από περιβαλλοντικά, όσο και από πολεοδομικά δεδομένα – για παράδειγμα, για τον προσδιορισμό των Ζωνών Υποδοχής Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης προβλέπεται ρητώς στον Νόμο 4495/2017 πως ανά περιοχή λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, «η Φ.Ι. της περιοχής και το τοπίο»[4]. Αντίστοιχα, η Φ.Ι. αποτελεί έννοια που αφορά και περιλαμβάνεται σε πληθώρα διαφορετικών τομέων και δραστηριοτήτων, όπως είναι ο τουρισμός, όπου ως Φ.Ι. ενός τουριστικού προορισμού νοείται ο αριθμός των επισκεπτών που μπορεί αυτός να δεχθεί «χωρίς να αλλοιωθεί το φυσικό περιβάλλον και η ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας την οποία προσφέρει[5]».

 

Επιχειρώντας την οριοθέτηση της έννοιας της Φ.Ι., στην παρ. 1 του άρθρου 64 του πρόσφατου Ν. 4964/2022[6] δόθηκε ο νομοθετικός ορισμός της ως εξής: «Ως Φέρουσα Ικανότητα (Φ.Ι.) ενός χωρικού συστήματος, νοούνται τα μέγιστα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων ή και μεταβολών των συνθηκών που επικρατούν σε αυτό, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία που διαβιεί σε αυτό, με αποτέλεσμα να προκαλούνται υπέρμετρες ή μη αναστρέψιμες φθορές στο φυσικό περιβάλλον και να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στην κοινωνία». Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος (Π.Δ.) με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας βάσει του οποίου θα προσδιορίζονται η μεθοδολογία εκτίμησης της Φ.Ι., οι βασικές παράμετροι που την καθορίζουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εξεταζόμενου κάθε φορά χωρικού συστήματος και τα ανεκτά όρια των δεικτών στόχων των βασικών παραμέτρων της βιώσιμης ανάπτυξής του – άξονες οι οποίοι θα μπορούσαν, από τη ματιά των νομικών, να προσδιοριστούν σε αδρές γραμμές βάσει της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

 

Αν και η ρητή νομοθετική αποτύπωση του ορισμού της Φ.Ι. είναι εξαιρετικά πρόσφατη, το ΣτΕ ήδη από την δεκαετία του 1990 επικαλούταν την έννοια αυτή είτε κατά την κρίση επί αιτήσεων ακυρώσεως αποφάσεων είτε κατά την έκδοση πρακτικών επεξεργασίας (ΠΕ) επί σχεδίων Προεδρικών Διαταγμάτων στο πλαίσιο άσκησης των διοικητικών του αρμοδιοτήτων. Έχει προκύψει, λοιπόν, πληθώρα αποφάσεων και πρακτικών επεξεργασίας που αναφέρονται στην έννοια της Φ.Ι. και προσπαθούν να την οριοθετήσουν δυνάμει του εξεταζόμενου κάθε φορά ζητήματος.

 

Δυνάμει της μελέτης προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις και τα Πρακτικά Επεξεργασίας (Π.Ε.) του ΣτΕ μπορούν υπό μια μεθοδολογία να καταχωρηθούν συστηματικά στις εξής κατηγορίες, όπου από την κάθε μία δύναται να αντληθούν κριτήρια και δεδομένα για τη δημιουργία «προδιαγραφών» και κριτηρίων προσδιορισμού της έννοιας της Φ.Ι.:

 

Α) Κατηγορίες ανά περιοχή δραστηριότητας/επέμβασης: οικισμοί και επεκτάσεις οικισμών, νησιωτικά οικοσυστήματα, προστατευόμενες περιοχές, πολιτιστικό περιβάλλον.

 

Β) Κατηγορίες ανά τομέα δραστηριοτήτων: ενεργειακό σύστημα – Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.), τουριστική ανάπτυξη π.χ. μέσω Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. και Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α., άλλοι τομείς δραστηριοτήτων καθώς και οι παράμετροι των σωρευτικών επιπτώσεων δραστηριοτήτων και του συνεργιστικού αποτελέσματος αυτών.

 

Εν συνεχεία, ομαδοποιούνται σε μία κατηγορία συμπεράσματα αποφάσεων προκειμένου να αναδειχτεί η θέση της Φ.Ι. στον ορθολογικό σχεδιασμό καθώς και το πεδίο χωρικής ανάλυσής της, ενώ στην τελευταία ενότητα κωδικοποιούνται συγκεκριμένα συμπεράσματα και παρατίθενται καταληκτικές σκέψεις.

 

III. Η Εκτίμηση της Φ.Ι. βάσει της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

 

Η πρώτη αναφορά του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) στην Φ.Ι. έγινε στο ΠΕ 246/1992 με τον περιφραστικό όρο «ανώτατα όρια αναπτύξεως της περιοχής άνευ αλλοιώσεως της φυσιογνωμίας της ή της υποβαθμίσεως της ποιότητος ζωής, τυχόν κορεσμός τομέων και αναγκών κτλ.». Ήδη, στα ΠΕ 586/1992 και 398/1993, τα οποία αφορούσαν την έγκριση πολεοδομικής μελέτης για παραθεριστικό οικισμό, αναφέρεται η «φέρουσα ικανότης (αντοχή)» ως κριτήριο καταλληλότητας της περιοχής για την οποία επρόκειτο να εγκριθεί η πολεοδομική μελέτη. Το ΣτΕ τόνισε την ανάγκη ύπαρξης χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ώστε να μπορέσει να υπολογιστεί το μέγεθος της Φ.Ι. της ευρύτερης περιοχής (ολόκληρου του Νομού), η οποία πρέπει να αποτυπώνεται σε επίσημο χάρτη, ο οποίος δημιουργείται κατόπιν συνεκτιμήσεως δημογραφικών και οικονομικών στοιχείων, καθώς και εξέτασης της απόστασης μεταξύ των υφιστάμενων οικισμών.

 

Α. Κατηγορίες ανά περιοχή δραστηριότητας/επέμβασης

 

Επιχειρώντας λοιπόν την «κωδικοποίηση» της σχετικής Νομολογίας, προκύπτει καταρχάς η κατηγοριοποίηση των κατευθύνσεων του ΣτΕ αναφορικά με τη Φ.Ι. ανά είδος – χαρακτηριστικά της περιοχής της εκάστοτε δραστηριότητας ή «επέμβασης».

 

 Α.1.   Η Φ.Ι. στους Οικισμούς και στις Επεκτάσεις Οικισμών

 

Πλήθος αποφάσεων αναφέρονται στη Φ.Ι. ως στοιχείο εκτίμησης της ικανοποίησης των οικιστικών αναγκών, οι οποίες είτε απορροφώνται από τους υπάρχοντες οικισμούς είτε εξυπηρετούνται με την επέκταση των ορίων οικισμών ή τη δημιουργία νέων.

 

Από τη συστηματική ανάλυση προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να μελετάται, αρχικώς, η δυνατότητα απορρόφησης των οικιστικών πιέσεων από τους υφιστάμενους οικισμούς. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση αυτής της δυνατότητας είναι, κατά το ΣτΕ, α) το βάρος του πληθυσμού, β) τα κριτήρια που σχετίζονται με τους νέους οικιστικούς υποδοχείς και προβλέπονται από πολεοδομικά – χωροταξικά σχέδια (π.χ. Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια), γ) το οδικό δίκτυο και δ) η δυνατότητα του υδρευτικού δικτύου να εξυπηρετήσει τον προσδοκώμενο πληθυσμό και τους νέους οικισμούς, χωρίς υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων[7].

 

Επιπλέον, έχει επισημανθεί η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη η προστασία του πολιτιστικού κεφαλαίου οικιστικών περιοχών, νοούμενη ως η διασφάλιση της μη μεταβολής της πολεοδομικής φυσιογνωμίας της οικιστικής περιοχής[8], ιδίως όταν πρόκειται για έναν παραδοσιακό οικισμό υψηλής πολιτιστικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας.

 

Σημαντική είναι επίσης η μη υπέρβαση της φυσικής χωρητικότητας της οικιστικής περιοχής ως προς δύο σκέλη: πρώτον, στην προστασία των φυσικών της πόρων ως στοιχεία του τοπικού προστατευτέου φυσικού περιβάλλοντος, και δεύτερον στην ικανότητα των υποδομών τεχνικής και κοινωνικής υφής να ανταπεξέλθουν ομαλώς στις εκάστοτε «πιέσεις»[9].

 

Ειδικό καθεστώς πολεοδόμησης καθιερώνεται, τέλος, στις περιπτώσεις δημιουργίας οικισμών για κύρια ή παραθεριστική κατοικία με πρωτοβουλία ιδιωτών, συμπεριλαμβανομένων και των εκτάσεων ιδιοκτησίας οικοδομικών συνεταιρισμών. Η κρατική μέριμνα στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνει τη μορφή καθορισμού της θέσης του οικισμού, με βάση χωροταξικά και πολεοδομικά κριτήρια, και έγκρισης του τελικού σχεδίου σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο. Ο ιδιώτης δεν έχει, πάντως, αξίωση έναντι της Διοικήσεως προς έγκριση του υποβαλλόμενου σχεδίου και δημιουργία του οικισμού. Με άλλα λόγια, τόσο η δημιουργία του οικισμού καθ’ εαυτή όσο και η έγκριση της προτεινόμενης από τους ιδιώτες πολεοδομικής διαρρύθμισής του απόκεινται στη διακριτική ευχέρεια της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης. Η τελευταία οφείλει, στο πλαίσιο και των συνταγματικών κανόνων για ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη, να λάβει υπόψη τις κατευθύνσεις του υπερκείμενου χωροταξικού σχεδιασμού καθώς και τις συνθήκες του περιβάλλοντος και τη Φ.Ι. της περιοχής, χωρίς να δεσμεύεται από το γεγονός της υπάρξεως ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων ιδιωτών ή συνεταιρισμών σε συγκεκριμένη θέση[10] .

 

Α.2. Η Φ.Ι. στα νησιωτικά οικοσυστήματα

 

 Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού, διαχρονικά γίνεται μνεία στην ενότητα και τη λιτή συμμετρία του τοπίου των μικρών νησιών, στο εκτεταμένο ανάπτυγμα των ακτών τους σε σχέση προς την έκτασή τους και στη στενή αλληλεξάρτηση των ανθρωπογενών συστημάτων (δημογραφικού, πολιτιστικού, κοινωνικοοικονομικού κ.λπ.) με το φυσικό περιβάλλον, στοιχεία που έχουν ως συνέπεια να καθίστανται αυτά εντόνως ευπαθή και ευάλωτα οικοσυστήματα.

 

Γενικά, τα μικρά νησιά χαρακτηρίζονται από έντονη ευπάθεια σε εξωτερικές επεμβάσεις λόγω των εκτεταμένων ακτών σε σχέση με την έκτασή τους και την αλληλεξάρτηση μεταξύ του ανθρωπογενούς και φυσικού κεφαλαίου τους – εξ αυτού είναι δεκτικά μόνο μορφών ήπιας ανάπτυξης, συμβατής με ακριβώς αυτόν τον ευαίσθητο χαρακτήρα τους. Με άλλα λόγια, ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης ανάπτυξης επιτάσσει τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και ισχύει κατά μείζονα λόγο για την προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων όπως τα μικρά νησιά[11]. Γι’ αυτό τον λόγο η επιτασσόμενη αυξημένη προστασία των ευαίσθητων αυτών οικοσυστημάτων επιβάλλει την ύπαρξη και εφαρμογή των κανόνων ενός ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού. Αυτός, κατά το ΣτΕ, πρέπει να προβλέπει μορφές ήπιας αναπτύξεως[12], συμβατές με την αρχή της διατηρήσεως του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου τους και την Φ.Ι. αυτών των οικοσυστημάτων[13].

 

Στο πλαίσιο αυτό δικαιολογημένη παρίσταται καταρχάς η εισαγωγή διαφορετικών ρυθμίσεων για τα μικρά νησιά σε σχέση με τις λοιπές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, οι οποίες, εφόσον δεν υπάγονται σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς, επιτρεπτώς, κατ’ αρχήν, υφίστανται εντονότερη παραγωγική και εν γένει αναπτυξιακή δραστηριότητα από εκείνη στην οποία υπόκειται ο νησιωτικός χώρος[14]. Άρα, η Φ.Ι. των μικρών νησιών αποτελεί μέγεθος που πρέπει να εκτιμάται ιδιαιτέρως από τις εκάστοτε επιστημονικές μελέτες.

 

Από τη Νομολογία του ΣτΕ διαπιστώνεται ότι για τον υπολογισμό της Φ.Ι. των μικρών νησιών στοιχεία εκτίμησης είναι αφενός η πολλαπλή χρήση των εγχώριων πόρων των μικρών νησιών, αφετέρου η προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας σε αυτά.

 

Πιο συγκεκριμένα, το ΣτΕ έχει αναφέρει πως η Φ.Ι. δύναται να προσδιοριστεί σε μακροπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα σχέδια βιώσιμης ανάπτυξης τα οποία θα πρέπει να ενσωματώνουν την προστασία του περιβάλλοντος στον οικονομικό σχεδιασμό, ιδίως με έμφαση: α) στην αναθεώρηση των μη βιώσιμων πρακτικών, β) στην προαγωγή περιβαλλοντικώς υγιούς τεχνολογίας και γ) στον αποκλεισμό των τεχνολογιών που δημιουργούν απειλή για το οικοσύστημά τους[15]. Μάλιστα, ιδίως όσον αφορά τη βιοποικιλότητα του νησιωτικού οικοσυστήματος, ουσιώδης είναι ο υπολογισμός του μέτρου διατήρησης της βιοποικιλότητας για το εκάστοτε νησί και  η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών προς τον σκοπό αυτό[16].

 

Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η αναφορά για την εκπόνηση ειδικής μελέτης «χωρητικότητας» για τα μικρά νησιά, ήτοι ειδικού εργαλείου χωρικού σχεδιασμού προβλεπόμενου από το Περιφερειακό Πλαίσιο Ν. Αιγαίου[17], ενώ παράλληλα έχει τονιστεί η αναγκαιότητα για μη αποδιάρθρωση του νησιωτικού «μικρόκοσμου», ο οποίος αποτελεί ένα ιδιαίτερο και αυτοτελές οικοσύστημα[18]. Τέλος, έχει κριθεί ότι κύριος παράγοντας για τον καθορισμό των ορίων της Φ.Ι. στα μικρά νησιά είναι το ενεργειακό τους σύστημα[19] (αναλυτικότερα για τη Φ.Ι. σχετικά με τις ΑΠΕ στα μικρά νησιά βλ. κατωτέρω).

 

 Α.3. Η Φ.Ι. στις Προστατευόμενες Περιοχές

 

Καταλήγοντας σε, ενδεχομένως, μία από τις παλαιότερες αναφορές τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαίου, η Φ.Ι. έχει άμεσα συνδεθεί με την διατήρηση της «ακεραιότητας» προστατευόμενων περιοχών (κυρίως αυτών του Δικτύου NATURA 2000). Η ακεραιότητα είναι άμεσα συνδεόμενη με την Φ.Ι. (carrying capacity) ενός προστατευόμενου οικοσυστήματος. Στο πεδίο αυτό, η Φ.Ι. αντιστοιχεί σε ένα ανώτατο σημείο ανεκτικότητας σε εξωτερικές, δηλαδή ανθρωπογενείς, παρεμβάσεις ενός χωρικά οριοθετημένου οικοσυστήματος – εάν ο αριθμός ή η ένταση των υπαρχουσών παρεμβάσεων αυξηθεί πέραν του ορίου της Φ.Ι., τότε τεκμαίρεται πως το οικοσύστημα υποβαθμίζεται και η ποιότητά του προσβάλλεται[20]. Αντίστοιχα, εάν ο αντίκτυπος των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στο τοπικό φυσικό περιβάλλον κρίνεται συμβατός με τη Φ.Ι., η αδειοδότηση, χωροθέτηση και λειτουργία τους δύναται να επιτραπεί υπό προϋποθέσεις.

 

Η Φ.Ι. και η λεγόμενη «ακεραιότητα» μίας προστατευόμενης περιοχής αποτελούν αλληλοσυνδεόμενες έννοιες αφενός, αφετέρου η πρώτη κριτήριο εντοπισμού βλάβης της δεύτερης. Επειδή, όμως, η έννοια της ακεραιότητας είναι ευρεία και αφηρημένη υπάρχει δυσκολία ή αδυναμία του προσδιορισμού της βλάβης της. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ερμηνεύεται σε αναφορά με την άλλη έννοια της Οδηγίας για τους Οικοτόπους[21], την «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης»[22].

 

A.4. Η Φ.Ι. του Πολιτιστικού Περιβάλλοντος

 

Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η αναφορά σε «Φ.Ι. Πολιτιστικού Τοπίου» σε πρόσφατο Πρακτικό Επεξεργασίας του Δικαστηρίου, με το οποίο απερρίφθη Προεδρικό Διάταγμα Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Ε.Π.Σ.) λόγω μη αυτοτελούς αιτιολόγησης του «ήπιου» της προτεινόμενης επέμβασης.

 

Επί αυτού, το Δικαστήριο ανέφερε τις γνωμοδοτήσεις αρμοδίων Υπηρεσιών, οι οποίες κατά την κρίση του τόνιζαν τη σημασία της συμβατότητας της εκάστοτε επέμβασης με τη «Φ.Ι. του πολιτιστικού τοπίου», νοούμενη ως τη μη σημαντική και μη αναστρέψιμη διατάραξη του περιβάλλοντος «των μνημείων που αποτελούν μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης και ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή».

 

Μάλιστα, ως στοιχεία διάγνωσης αυτού του είδους Φ.Ι., αναφέρονταν η διασφάλιση, άλλως η μη ανατροπή της αναγκαίας σύνθεσης των μνημείων και του περιβάλλοντός τους σε μία «ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα» και η μη επέλευση οπτικής βλάβης στον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο[23].

 

Β. Ειδικότερες Κατηγορίες – διάκριση ανά τομέα των δραστηριοτήτων

 

Περαιτέρω, προκύπτει η κατηγοριοποίηση των κατευθύνσεων του ΣτΕ αναφορικά με τη Φ.Ι. με βάση το είδος και τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε δραστηριότητας ή «επέμβασης» σε μία περιοχή.

 

Β.1. Η Φ.Ι. στο Ενεργειακό Σύστημα – Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)

 

Η Φ.Ι. στο πλαίσιο του ενεργειακού συστήματος[24] έχει προσεγγιστεί από το ΣτΕ ως έννοια μη υπέρβασης της δυνατότητας κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, τις οποίες πρόκειται να καλύψουν οι προς εγκατάσταση (αιολικοί) σταθμοί, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις από την εγκατάσταση του συνόλου των αιολικών σταθμών και τον προσδιορισμό του συνολικού αριθμού ανεμογεννητριών που μπορούν να εγκατασταθούν σε μία περιοχή, ενιαίως ή κατά τμήματα αυτής[25].

 

Ειδικώς για τον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), η Φ.Ι. είχε ήδη αποτυπωθεί, από το έτος 2008, στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)[26], ως «ο μέγιστος αριθμός τυπικών ανεμογεννητριών που επιτρέπεται να εγκατασταθούν σε μια ενότητα χώρου», άλλως η μέγιστη δυνατότητα χωροθέτησης αιολικών εγκαταστάσεων. Μάλιστα, στην Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που συνόδευε το Ειδικό Πλαίσιο οριζόταν πως η διαμόρφωση του ειδικότερου περιεχομένου των κανόνων χωροθέτησης κάθε κατηγορίας ανανεώσιμων πηγών γίνεται κατόπιν συνεκτιμήσεως του αναμενόμενου ποσοστού συμμετοχής τους στο μείγμα ενεργειακής παραγωγής και της ύπαρξης εκμεταλλεύσιμου ενεργειακού δυναμικού, το οποίο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάγεται σε κριτήριο ιδιαίτερης βαρύτητας της Φ.Ι. των περιοχών υποδοχής, καθώς και της ανάγκης για αρμονική ένταξη των οικείων έργων στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.

 

Συγκεκριμένα, η Φ.Ι. μιας Περιοχής Αιολικής Προτεραιότητας ορίζεται ως «η μέγιστη δυνατότητα χωροθέτησης αιολικών εκπεφρασμένη σε αριθμό ανεμογεννητριών και σε εγκατεστημένη ισχύ ηλεκτρικής ενέργειας»[27].

 

Η Νομολογία του ΣτΕ βέβαια φαίνεται να εκτιμά διαφορετικά την εγκατάσταση ΑΠΕ σε μικρά νησιά σε σύγκριση με την εγκατάσταση τους στον ηπειρωτικό χώρο[28]. Ειδικώς για τα πρώτα, ως στοιχεία εκτίμησης της Φ.Ι. ορίζονται τα αντικειμενικά και τοπικά όριά της, στα οποία ανήκουν ιδίως οι οικείες πηγές ενέργειας, οι οποίες πρέπει να παραμένουν κατά βάση τοπικές και φιλικές προς το περιβάλλον, ενώ επισημαίνεται η σημασία της εγκατάστασης ενός ήπιου ενεργειακού συστήματος χαμηλής έως μεσαίας τάξεως με τεχνολογία φιλική προς το περιβάλλον[29].

 

Μάλιστα, το ΣτΕ υπογράμμισε προσφάτως ότι η Φ.Ι. των μικρών νησιών συναρτάται ευθέως προς τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της ενεργειακής ζήτησης, μάλιστα, ορίζεται ρητώς ως κύριος παράγοντας για τον καθορισμό των ορίων της Φ.Ι. τους το ενεργειακό τους σύστημα, από το οποίο εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η βιώσιμη ανάπτυξή τους[30]. Στην απόφαση ΣτΕ 1429/2022 το Δικαστήριο φτάνει να διαμορφώνει το σκεπτικό πως η περιβαλλοντική προστασία, τα ανεκτά όρια των νησιωτικών οικοσυστημάτων μέσω της έννοιας της Φ.Ι., η ενεργειακή αυτονομία και η οικονομική ανάπτυξη αποτελούν εν τέλει «συστατικά» μίας σύγχρονης – δύσκολα επιτεύξιμης μεν, επιθυμητής δε – κοινωνικοοικονομικής «σύνθεσης», η οποία μετουσιώνεται στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης[31].

 

Τέλος, ειδικώς για τη Φ.Ι. σε μικρά υδροηλεκτρικά, στο άρθρο 16 του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας καταγράφονται ειδικά κριτήρια για την εκτίμηση της Φ.Ι. των Μικρών Υδροηλεκτρικών (Μ.ΥΗ.Ε.), υπό την έννοια της μέγιστης δυνατότητας εγκατάστασης (δηλ. πυκνότητα εγκατάστασης) Μ.ΥΗ.Ε. στην ίδια «γραμμή» ύπαρξης υδροδυναμικού, δηλαδή στο ίδιο υδατόρευμα, ενώ στη Νομολογία του ΣτΕ αυτή αναφέρεται ως η μέγιστη δυνατότητα εγκατάστασης στην ίδια γραμμή ύπαρξης υδροδυναμικού, ως προς τη συνύπαρξη με άλλες χρήσεις και τη διατήρηση υδροβιολογικών και οικολογικών χαρακτηριστικών των υποδοχέων[32].

 

Β.2. Προσεγγίσεις της Φ.Ι. σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων

 

Κατά την έρευνα σε αποφάσεις και πρακτικά επεξεργασίας του ΣτΕ που αφορούν Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.) και Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α.) διαπιστώθηκε ότι το ΣτΕ κάνει αναφορά στην Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και/ή στις υπόλοιπες μελέτες που συνοδεύουν τα ανωτέρω σχέδια και ειδικότερα στον τρόπο υπολογισμού της Φ.Ι., στοιχεία τα οποία φαίνεται να γίνονται εμμέσως αποδεκτά από το Δικαστήριο στο σκεπτικό και εν τέλει στην απόφασή του[33].

 

Σε ειδικότερες νομολογιακές περιπτώσεις, στο πλαίσιο της Φ.Ι. των υδροφορέων (π.χ. ποτάμια), η Φ.Ι. ορίζεται ρητώς ως η διατήρηση του εύρους εισόδου των υδάτων, η μη μείωση της επάρκειας των διαθέσιμων υπογείων υδάτων[34] και η μη άντληση ποσοτήτων ύδατος που επηρεάζουν το υδατικό ισοζύγιο[35].

 

Ειδική αναφορά στην Φ.Ι. έγινε πολλάκις από το ΣτΕ σε περιπτώσεις Περιοχών Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.), για τις οποίες ο ορισμός της Φ.Ι. προερχόταν άμεσα από το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις υδατοκαλλιέργειες[36], ως «Φέρουσα ικανότητα υποδοχέα εγκατάστασης παραγωγικών μονάδων» η οποία «αποτελεί ένα εργαλείο με το οποίο δύναται να εκτιμηθεί η μέγιστη βιομάζα ενός ή περισσότερων ειδών εκτροφής, που μπορεί να υποστηρίξει ένας δεδομένος χώρος, λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα των οργανισμών και την αειφορία του περιβάλλοντος»[37]. Αντίστοιχα, σε παρόμοια απόφαση η Φ.Ι. οριοθετείται σε σχέση με τον βαθμό συγκέντρωσης των μονάδων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών στο οικοσύστημα, η οποία προσδιορίζεται ύστερα από αξιολόγηση σειράς παραμέτρων, όπως τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των υδάτων, η παραγωγικότητα του οικοσυστήματος, η οικολογική κατάσταση των υδάτων κ.λπ.[38].

 

Εντοπίστηκε επίσης, κατά την νομολογιακή έρευνα, ειδική αναφορά στην Φ.Ι. υποδοχέων αποβλήτων (ΟΕΔΑ – Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Διάθεσης Απορριμμάτων), για τους οποίους ορίστηκε ρητά ως η χωρητικότητά τους σε απόβλητα ανά έτος[39].

 

Β.3. Η Φ.Ι. στις σωρευτικές επιπτώσεις δραστηριοτήτων – συνεργιστικό αποτέλεσμα έργων και δραστηριοτήτων

 

Στην πλειοψηφία των αποφάσεων που αφορούσαν βιομηχανικές δραστηριότητες, εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων, έργα μεταφορών ή παραγωγική δραστηριότητα και ετέθη η μη υπέρβαση των ανεκτών ορίων της περιοχής υποδοχής της εκάστοτε δραστηριότητας, υπήρξε ευθεία αναφορά στην έννοια της Φ.Ι..

 

Για παράδειγμα, στην περίπτωση μονάδας δευτερογενούς τομέα διαπιστώθηκε πως: «η Φ.Ι. δεν επιτρέπει την επιβάρυνση με νέες μονάδες του δευτερογενούς τομέα», άρα ετέθη η επιταγή για εξέταση των επιπτώσεων από τη σώρευση με υπάρχουσες χρήσεις και αριθμό εγκαταστάσεων με ίδιες χρήσεις[40].

 

Επιπλέον, το ΣτΕ επεσήμανε πολλές φορές πως για τη Φ.Ι. σε μονάδες διαχείρισης αποβλήτων (ΟΕΔΑ), βιομηχανίες, μονάδες κτηνοτροφίας και μεταναστευτικές δομές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σωρευτικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον από την παράλληλη λειτουργία τέτοιου είδους μονάδων, με επίκεντρο στο αθροιστικό αποτέλεσμα αντιστοίχων διαφόρου είδους οχλήσεων στην περιοχή ενδιαφέροντος[41]. Αντιστοίχως, έχει επισημανθεί το δυνητικό αθροιστικό ζημιογόνο αποτέλεσμα από ομοειδείς εγκαταστάσεις[42] από την ταυτόχρονη λειτουργία εγκαταστάσεων[43].

 

Περαιτέρω δε, σε πρόσφατη απόφαση σχετικά με Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικής Επένδυσης (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.), κρίθηκε ότι η επαρκής αξιολόγηση του προτεινόμενου σχεδίου Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. ως προς τη Φ.Ι. δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι μεταγενέστερα της έγκρισης του εν λόγω Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. με Π.Δ. αναρτήθηκε σε δημόσια διαβούλευση άλλο Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. σε όμορη περιοχή. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι το ΣτΕ κατά την επεξεργασία του μεταγενέστερου σχεδίου Π.Δ. του Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. στην όμορη αυτή περιοχή (σε απόσταση 1.500 μ. από την περιοχή επέμβασης), το απέρριψε, μεταξύ άλλων, για το λόγο ότι δεν προέκυπτε το εάν κατά τον υπολογισμό του δείκτη της Φ.Ι. ελήφθη υπόψη ο αριθμός κλινών της προηγηθείσας και ήδη εγκεκριμένης Στρατηγικής Επένδυσης[44].

 

Εν τέλει, ουσιώδους σημασίας για την διακρίβωση της Φ.Ι. είναι η εξέταση των επιπτώσεων από τη σώρευση με υπάρχουσες διαφορετικές και όμοιες χρήσεις καθώς και βάσει του αριθμού εγκαταστάσεων/δραστηριοτήτων με ίδιες ή παρόμοιες χρήσεις.

 

Γ. Η θέση της Φ.Ι. στον ορθολογικό σχεδιασμό και το πεδίο χωρικής ανάλυσής της

 

Παράλληλα, διατρέχει σημαντικό μέρος της Νομολογίας η διαπίστωση ότι η Φ.Ι. αποτελεί στοιχείο και κριτήριο που πρέπει να περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό[45].

 

Βέβαια, η Φ.Ι. αποτελεί ένα εργαλείο δυναμικό, το οποίο εκτιμάται σε διαφορετικά επίπεδα χωρικού σχεδιασμού και χωρικής ενότητας και ανάλογα με διάφορους παράγοντες της εκάστοτε περίπτωσης, όπως το είδος της επέμβασης, οι συνθήκες της περιοχής ενδιαφέροντος, τα ιδιαίτερα τοπικά, φυσικά, πολιτιστικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά, κ.α. Έτσι, ειδικά ως προς το πεδίο χωρικής ανάλυσης της Φ.Ι., εντοπίζονται διάφορες διαπιστώσεις του ΣτΕ.

 

Καταρχάς, σε περίπτωση έγκρισης Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) ως βάση ορίστηκε αυτή καθαυτή η έκταση της υπό έγκριση Ζ.Ο.Ε.[46], ενώ κατά τη δημιουργία νέων οικισμών τέθηκε το ευρύ κριτήριο της έκτασης του τότε Νομού (ήδη σήμερα Περιφερειακή Ενότητα)[47] σε αντίθεση με τις περιπτώσεις απορρόφησης οικιστικών πιέσεων (α’ και β’ κατοικίας) όπου δόθηκε έμφαση στο ειδικότερο κριτήριο της έκτασης του εκάστοτε υφιστάμενου οικισμού[48].

 

Επιπρόσθετα, κατά την έγκριση έργων και δραστηριοτήτων σε μικρά νησιά, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν ιδιαιτέρως ευαίσθητα οικοσυστήματα, τέθηκαν ως βάση αναφοράς οι ενότητες στις οποίες εντάσσεται όλο το νησιωτικό σύνολο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, ήτοι ο νησιωτικός Δήμος[49]. Κατ’ αναλογία, κατά την έγκριση Π.Ο.Α.Υ. το απαραίτητο πεδίο χωρικής ανάλυσης της Φ.Ι. ήταν η θαλάσσια περιοχή της επέμβασης, νοούμενη διασταλτικά ως το οικοσύστημα αυτής[50], ενώ σε υπόθεση έγκρισης Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Ε.Π.Σ.) εντός της πόλης της Αθήνας, τη χωρική βάση διακρίβωσης της Φ.Ι. αποτέλεσε ο συγκεκριμένος Δήμος υποδοχής του εν λόγω Σχεδίου (Δήμος Αμαρουσίου[51]).

 

Συστέλλοντας από την άλλη το πεδίο χωρικής ενότητας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλων έργων, όπως ήταν τα Ολυμπιακά Έργα, ως βάση υπολογισμού ορίστηκε η περιοχή εγκατάστασης αυτών[52], σε Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α. και Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. το εκάστοτε συγκεκριμένο ακίνητο[53] και σε έγκριση τοπικών ρυμοτομικών σχεδίων για τον κατ’ εξαίρεση καθορισμό χώρων ανεγέρσεως κτιρίων που εξυπηρετούν δημόσιο, δημοτικό ή κοινωφελή σκοπό σε εκτός σχεδίου περιοχή, αυτή η συγκεκριμένη εκτός σχεδίου περιοχή[54].

 

Κατά κανόνα, όμως, κατά το ΣτΕ, πρέπει να αποφεύγεται η σημειακή και αποσπασματική χωροθέτηση έργων και δραστηριοτήτων, διότι αυτό αντίκειται στη Φ.Ι. της περιοχής[55] και στον ορθό χωροταξικό σχεδιασμό. Ο τελευταίος έχει ιδιαίτερο βάρος για το Δικαστήριο, αποτελώντας εν τέλει το κρίσιμο ειδοποιό στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Πολιτεία και τα διοικητικά της όργανα για τη διακρίβωση, καταρχάς, της δυνατότητας χωροθέτησης ενός έργου/μίας δραστηριότητας προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι κατά το δυνατόν βέλτιστοι όροι διαβίωσης του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας[56].

 

Σχετική και άξια αναφοράς είναι η απόφαση ΣτΕ 2996/2014, σύμφωνα με την οποία «ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια. Τα σχέδια αυτά θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές»[57]. Προς επίρρωση αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια αλλά εντονότερα πρόσφατα[58] το ΣτΕ επεσήμανε στην Διοίκηση, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό, την αναγκαιότητα για ταχεία έγκριση του νέου Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και του νέου Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό[59].

 

IV.  Συμπεράσματα θεωρητικού περιεχομένου

 

Ύστερα από την ανωτέρω ανάλυση, κωδικοποιούμε στοχευμένα μερικά από τα σημαντικότερα συμπεράσματά μας:

 

Κατά πρώτον, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της βιώσιμης ανάπτυξης[60] θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και για τον υπολογισμό της Φ.Ι., καθώς φαίνεται πως συχνά στη Νομολογία του ΣτΕ οι δύο αυτές έννοιες ταυτίζονται [61].

 

Πέραν αυτού, ο υπολογισμός και η εκτίμηση της Φ.Ι. αποτελούν βασικό κριτήριο ορθολογικού ελέγχου των χρήσεων γης[62]. Αυτό σημαίνει πως και οι τυχόν αλλαγές ή οι αυξήσεις σε πολεοδομικά μεγέθη (π.χ. αύξηση συντελεστή) επηρεάζουν την Φ.Ι. και γι’ αυτό πρέπει να την λαμβάνουν υπόψη[63]. Φυσικά, εκτός των ποσοτικών στοιχείων, η Φ.Ι. συνδυάζεται και με κριτήρια ποιοτικά, όπως ο χαρακτήρας των νησιών ως παραδοσιακών ανθρωπογενών συστημάτων και η ιδιότητα περιοχών ως ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Άρα, το μέγεθος της Φ.Ι. πρέπει να ερευνάται και υπό αυτό το πρίσμα. Ιδιαιτέρως, ειδική πρόνοια πρέπει να υπάρχει για την διατήρηση του χαρακτήρα των μικρών νησιών και του νησιωτικού ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου τους[64].

 

Τέλος, καθίσταται σαφές πως η Φ.Ι. αφορά ευρύτατο πεδίο δραστηριοτήτων: τουρισμό, ενέργεια, πρωτογενή τομέα, υδατοκαλλιέργειες (Π.Ο.Α.Υ.), βιομηχανία, κ.α., συνεπώς αποτελεί έννοια που πρέπει να εκτιμάται σε συνδυασμό και σε άμεση σχέση με την αειφόρο ανάπτυξη, τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, τον έλεγχο των χρήσεων γης και την προστασία του περιβάλλοντος.

 

Η πλειοψηφία των αποφάσεων και των πρακτικών επεξεργασίας του ΣτΕ συγκλίνει στο ότι η Φ.Ι. αποτελεί ουσιώδους σημασίας κριτήριο, το οποίο είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Εξάλλου, όπως έχει επισημάνει κατά τη θητεία της ως Αντιπρόεδρος του ΣτΕ η νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας κα Α. Σακελλαροπούλου, δεν μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι «η Φ.Ι. των ανθρωπίνων οικοσυστημάτων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ίδια τους την υπόσταση»[65].

 

Ως καταληκτικό σχόλιο, θεωρούμε υψίστης σημασίας τον εμπλουτισμό της εθνικής έννομης τάξης με τα εχέγγυα ενσωμάτωσης της έννοιας της Φ.Ι. στον σχεδιασμό, με πρώτο βήμα την έκδοση του προβλεπόμενου από την παρ. 2 του άρθρου 64 του Ν. 4964/2022 Προεδρικού Διατάγματος.

 

V. Αντί επιλόγου

 

Η  σαφής παράθεση των πυλώνων που στοιχειοθετούν την έννοια της Φ.Ι. θα  πρέπει κατά την άποψή μας να θέτει τη βάση για την εδραίωση ενός εργαλείου που δεν θα απορρίπτει ή θα επιτρέπει παρεμβάσεις στον εκάστοτε προσδιορισμένο χώρο παρά θα λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά πολεοδομικά περιβαλλοντικά και πολιτιστικά δεδομένα μίας περιοχής, υπό μία κοινή, επιστημονική αξιολόγηση σε ad hoc βάση.  Ευχόμαστε η παρούσα μελέτη να υποβοηθήσει το έργο της πολιτείας και των επιστημόνων προς αυτή την κατεύθυνση.

Κάτωθι ακολουθεί κωδικοποιημένη σε πίνακα η ως άνω κατηγοριοποίηση, μαζί με ενδεικτικές αναφορές των αντίστοιχων Αποφάσεων και Πρακτικών Επεξεργασίας.

Ευχαριστούμε θερμά την κα Μιχαλακέα Αθηνά, Δικηγόρο, Υπ. Δρ., για την συμβολή της στην αρχική έρευνα και καταγραφή.

 

Στοιχεία εκτίμησης της Φ.Ι. σύμφωνα με το ΣτΕ

 

Αναφορές σε Αποφάσεις και Πρακτικά Επεξεργασίας ΣτΕ

Α. Κατηγορίες ανά περιοχή δραστηριότητας – επέμβασης         

Α.1. Οικισμοί – Επεκτάσεις Οικισμών

α) το βάρος του πληθυσμού, β) τα κριτήρια που σχετίζονται με τους νέους οικιστικούς υποδοχείς και προβλέπονται από πολεοδομικά – χωροταξικά σχέδια (π.χ. ΓΠΣ), γ) το οδικό δίκτυο, δ) η δυνατότητα του υδρευτικού δικτύου να εξυπηρετήσει τον προσδοκώμενο πληθυσμό και τους νέους οικισμούς, χωρίς υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων.

 

η μη μεταβολή της πολεοδομικής φυσιογνωμίας της οικιστικής περιοχής.

 

ΠΕ ΣτΕ 196/2021, ΣτΕ 164/2022.

ΣτΕ 6070/1996, ΣτΕ 585/2014, ΣτΕ 711/2014.

 

α) η προστασία των φυσικών πόρων, β) η ικανότητα των υποδομών, τεχνικής και κοινωνικής υφής.      ΣτΕ 629/2022, ΣτΕ 630/2022, ΣτΕ 631/2022, ΣτΕ 1037/22.

                Α.2. Νησιωτικά οικοσυστήματα

Προσδιορισμός ΦΙ σε μακροπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα σχέδια βιώσιμης ανάπτυξης, τα οποία ενσωματώνουν την προστασία του περιβάλλοντος στον οικονομικό σχεδιασμό, ιδίως με έμφαση: α) στην αναθεώρηση των μη βιώσιμων πρακτικών, β) στην προαγωγή περιβαλλοντικώς υγιούς τεχνολογίας, γ) στον αποκλεισμό των τεχνολογιών που δημιουργούν απειλή για το οικοσύστημά τους.

ΠΕ ΣτΕ 273/1998, ΠΕ ΣτΕ 175/1999, ΠΕ ΣτΕ 216/1999, ΠΕ ΣτΕ 355/1999, ΠΕ ΣτΕ 359/1999, ΠΕ ΣτΕ 432/2001.

Υπολογισμός μέτρου διατήρησης βιοποικιλότητας για το εκάστοτε νησί και  ανάπτυξη νέων τεχνολογιών προς τον σκοπό αυτό.

Π.Ε. ΣτΕ 273/1998,

Π.Ε. ΣτΕ 175/1999,

Π.Ε. ΣτΕ 216/1999,

Π.Ε. ΣτΕ 355/1999,

Π.Ε. ΣτΕ 359/1999,

Π.Ε. ΣτΕ 432/2001.

 

Απαιτείται εκπόνηση ειδικής μελέτης «χωρητικότητας» (ήτοι το ειδικό εργαλείο χωρικού σχεδιασμού που προβλεπόταν από το Περιφερειακό Πλαίσιο Ν. Αιγαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση).

ΣτΕ 1037/2022.

                Α.3. Προστατευόμενες Περιοχές

Η Φ.Ι. σε άμεση σχέση με την «ακεραιότητα» και την «ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης» προστατευόμενων περιοχών.

 

ΣτΕ 2242/2020, ΣτΕ 1804/2018, ΣτΕ 245/2016, ΣτΕ 1964/2015, ΣτΕ 551/2015, ΣτΕ 2741/2014, ΣτΕ 807/2014.

                Α.4. Πολιτιστικό Περιβάλλον

Η διασφάλιση – η μη ανατροπή της αναγκαίας σύνθεσης των μνημείων και του περιβάλλοντός τους σε μία «ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα» και η μη επέλευση οπτικής βλάβης στον αρχαιολογικό χώρο.

ΠΕ ΣτΕ 109/2023.

Β. Ειδικότερες Κατηγορίες – διάκριση ανά τομέα των δραστηριοτήτων                Β.1. Ενεργειακό Σύστημα – Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)

α) Τα αντικειμενικά και τοπικά όρια της ΦΙ των μικρών νησιών, στα οποία ανήκουν ιδίως οι οικείες πηγές ενέργειας, οι οποίες πρέπει να παραμένουν κατά βάση τοπικές και φιλικές προς το περιβάλλον, β) ήπιο ενεργειακό σύστημα χαμηλής έως μεσαίας τάξεως τεχνολογίας φιλικής προς το περιβάλλον.

ΠΕ ΣτΕ 175/1999, ΣτΕ 1421/2013, ΣτΕ 1422/2013,

ΣτΕ 1429/2022, ΣτΕ 1538/2022.

 

                Β.2. Προσεγγίσεις της Φ.Ι. σε άλλους τομείς δραστηριοτήτων

Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.) και Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων (Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α.): αναφορά στην Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και/ή στις υπόλοιπες μελέτες που τα συνοδεύουν και ειδικότερα στον τρόπο υπολογισμού της Φ.Ι.

ΠΕ ΣτΕ 363/2013,  139/2014, 171/2020, 199/2020.

Υδροφορείς:  η διατήρηση του εύρους εισόδου των υδάτων, η μη μείωση της επάρκειας των διαθέσιμων υπογείων υδάτων  και η μη άντληση ποσοτήτων ύδατος που επηρεάζουν το υδατικό ισοζύγιο.     ΣτΕ ΕΑ 737/2011.

 

Περιοχές Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.): οριοθέτηση σε σχέση με τον βαθμό συγκέντρωσης των μονάδων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών στο οικοσύστημα, η οποία προσδιορίζεται ύστερα από αξιολόγηση σειράς παραμέτρων, όπως τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των υδάτων, η παραγωγικότητα του οικοσυστήματος, η οικολογική κατάσταση των υδάτων κ.λπ.        ΣτΕ 334/2020, ΣτΕ 4982/2014.

                Υποδοχείς αποβλήτων (ΟΕΔΑ – Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Διάθεσης Απορριμμάτων): χωρητικότητα σε απόβλητα ανά έτος.      ΣτΕ 902/2011.

                Β.3. Σωρευτικές επιπτώσεις δραστηριοτήτων – συνεργιστικό αποτέλεσμα έργων και δραστηριοτήτων

Εξέταση αθροιστικού αποτελέσματος αντιστοίχων διαφόρου είδους οχλήσεων στην περιοχή ενδιαφέροντος.

 

Δυνητικό αθροιστικό ζημιογόνο αποτέλεσμα από ομοειδείς εγκαταστάσεις από την ταυτόχρονη λειτουργία εγκαταστάσεων.

Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικής Επένδυσης (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.): λήψη υπόψη του αριθμού κλινών προηγηθείσας και ήδη εγκεκριμένης Στρατηγικής Επένδυσης στην περιοχή.

ΣτΕ 902/2011, 1531/2014.

ΣτΕ 380/2014, ΣτΕ 1973/2017, ΣτΕ 1678/22, ΣτΕ 1287/22, ΣτΕ 2940/2017, ΣτΕ 273/2019.

ΠΕ ΣτΕ 196/2021, ΣτΕ 2564/2022.

 

Γ. Ορθολογικός σχεδιασμός και πεδίο χωρικής ανάλυσης της Φ.Ι.

Επιχειρούμενη επέμβαση

Πεδίο χωρικής ανάλυσης της ΦΙ σύμφωνα με το ΣτΕ

Αναφορές σε Αποφάσεις και Πρακτικά Επεξεργασίας ΣτΕ

 

Έγκριση Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.)

Η έκταση της Ζ.Ο.Ε.        Π.Ε. ΣτΕ 527/2001,  ΣτΕ 5933/1996, ΣτΕ 1129/1999,  ΣτΕ 1588/1999, ΣτΕ 2239/2000, ΣτΕ 2425/2000.

Δημιουργία νέων οικισμών         Η έκταση του Νομού (ήδη σήμερα η Περιφερειακή Ενότητα)    Π.Ε. ΣτΕ 246/1992,  Π.Ε. ΣτΕ 586/1992, Π.Ε. ΣτΕ 398/1993.

Απορρόφηση των οικιστικών πιέσεων (α’ και β’ κατοικίας)         Η έκταση του υφιστάμενου οικισμού     Π.Ε. ΣτΕ 210/2002, Π.Ε. ΣτΕ 535/2002, Π.Ε. ΣτΕ 536/2002, Π.Ε. ΣτΕ 633/2022, Π.Ε. ΣτΕ 247/2003, Π.Ε. ΣτΕ 388/2003, Π.Ε. ΣτΕ 94/2004, Π.Ε. ΣτΕ 99/2004, Π.Ε. ΣτΕ 87/2020, Π.Ε. ΣτΕ 325/2006, Π.Ε. ΣτΕ 32/2005, Π.Ε. ΣτΕ 273/1998, Π.Ε. ΣτΕ 216/1999, Π.Ε. ΣτΕ 355/1999, Π.Ε. ΣτΕ 359/1999, Π.Ε. ΣτΕ 432/2001, Π.Ε. ΣτΕ 527/2001, Π.Ε. ΣτΕ 194/2001, Π.Ε. ΣτΕ 224/2011, Π.Ε. ΣτΕ 231/2011, Π.Ε. ΣτΕ 108/2012.

Έγκριση έργων και δραστηριοτήτων σε μικρά νησιά

 

Οι ενότητες, στις οποίες εντάσσεται όλο το νησιωτικό σύνολο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, ήτοι ο νησιωτικός Δήμος.                ΣτΕ 711/2014

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλων έργων, όπως είναι τα Ολυμπιακά Έργα     Η περιοχή εγκατάστασης             Π.Ε. ΣτΕ 28/2001, Π.Ε. ΣτΕ 55/2002.

Έγκριση Π.Ο.Α.Υ.              Η θαλάσσια περιοχή ως οικοσύστημα   Π.Ε. ΣτΕ 171/2020, Π.Ε. ΣτΕ 199/2020.

Ε.Σ.Χ.Α.Δ.Α. και Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.

 Το συγκεκριμένο ακίνητο           Π.Ε. ΣτΕ 230/2020

Έγκριση τοπικών ρυμοτομικών σχεδίων για τον κατ’ εξαίρεση καθορισμό χώρων ανεγέρσεως κτιρίων που εξυπηρετούν δημόσιο, δημοτικό ή κοινωφελή σκοπό σε εκτός σχεδίου περιοχή               Η συγκεκριμένη εκτός σχεδίου περιοχή              Π.Ε. ΣτΕ 178/2001, Π.Ε. ΣτΕ 326/2001, Π.Ε. ΣτΕ 417/2001, Π.Ε. ΣτΕ 510/2001, Π.Ε. ΣτΕ 419/2002, Π.Ε. ΣτΕ 302/2006, Π.Ε. ΣτΕ 303/2006, Π.Ε. ΣτΕ 214/2008, Π.Ε. ΣτΕ 114/2010, Π.Ε. ΣτΕ 199/2010, Π.Ε. ΣτΕ 193/2010, Π.Ε. ΣτΕ 178/2019, Π.Ε. ΣτΕ 106/2021, Π.Ε. ΣτΕ 119/2021, Π.Ε. ΣτΕ 166/2021.

 _____________________________________________________________________

 

[1] Ειδικά για τις νησιωτικές περιοχές αναμένεται το επόμενο διάστημα η ολοκλήρωση και έγκριση  του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό και του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου Νοτίου Αιγαίου. Παράλληλα έχει εκκινήσει η εκπόνηση πολλών Τοπικών ή και Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων στο νησιωτικό χώρο.

 

[2] Σακελλαροπούλου Α., Η στάση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η Φ.Ι., 2016, Νόμος και Φύση.

 

[3] Βλαντού Α., Περιβαλλοντικός-Χωρικός σχεδιασμός και Φ.Ι., 2016, Νόμος και Φύση.

 

[4] Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 72 του Ν. 4495/2017 (ΦΕΚ Α’ 167/03.11.2017).

 

[5] Παναγιωτόπουλος Π., Βιώσιμη Περιφερειακή Ανάπτυξη, Αθλητισμός – Τουρισμός, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023, σελ. 63.

 

[6] ΦΕΚ 150/Α/30.7.2022.

 

[7] ΠΕ ΣτΕ 196/2021, ΣτΕ 164/2022.

 

[8] ΣτΕ 6070/1996, ΣτΕ 585/2014, ΣτΕ 711/2014.

 

[9] ΣτΕ 629/2022, ΣτΕ 630/2022, ΣτΕ 631/2022, ΣτΕ 1037/2022.

 

[10] Γ. Γιαννακούρου (2022) Δίκαιο Χωροταξίας και Πολεοδομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 160. ΣτΕ 293/2018 σκ. 9, 148/2018. Πρβλ. ΠΕ ΣτΕ 30/2001 Ολομ., 158/2003, 325/2003.

 

[11] Βλ. ΣτΕ 3920/2010, ΣτΕ 387/2014, ΣτΕ 413 – 414/2005.

 

[12] Η πάγια νομολογία του ΣτΕ επαναλαμβάνει σε πλήθος αποφάσεων πως «Ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης αναπτύξεως ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, των οποίων η ανάπτυξη, οικιστική, τουριστική και, γενικώς, οικονομική, πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος», βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ Ολ. 3920/2010, 2489/2006, 3478/2000.

 

[13] Ενδεικτικά ΣτΕ 629-631/2022.

 

[14] ΣτΕ 1421/2013, σκέψη 27.

 

[15] ΠΕ ΣτΕ 273/1998, ΠΕ ΣτΕ 175/1999, ΠΕ ΣτΕ 216/1999, ΠΕ ΣτΕ 355/1999 ΠΕ ΣτΕ 359/1999, ΠΕ ΣτΕ 432/2001.

 

[16] ΠΕ ΣτΕ 273/1998, ΠΕ ΣτΕ 175/1999, ΠΕ ΣτΕ 216/1999, ΠΕ ΣτΕ 355/1999, ΠΕ ΣτΕ 359/1999, ΠΕ ΣτΕ 432/2001.

 

[17] ΣτΕ 1037/2022.

 

[18]ΣτΕ 2939/2000, ΣτΕ 2940/2000.

 

[19]ΣτΕ 1421/2013, ΣτΕ 1422/2013, ΣτΕ 1429/2022, ΣτΕ 1538/2022.

 

[20]Σύμφωνα με πάγια ενωσιακή και εθνική Νομολογία, σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση ενός συγκεκριμένου Οικοτόπου, δυνάμενο, όμως, να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο αυτό, θα πρέπει να εγκρίνεται μόνον αν, κατόπιν προηγούμενου ελέγχου, διαπιστωθεί ότι δεν πρόκειται να παραβλάψει την ακεραιότητα αυτού του τόπου. Ειδικότερα, απαιτείται να υπάρχει διαμορφωμένη πεποίθηση, να μην υφίσταται δηλαδή, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητα αυτού του τόπου (ενδεικτικά ΣτΕ 807/2014). Η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου στον προστατευόμενο τόπο προϋποθέτει ότι, πριν από την έγκριση του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν, είτε η καθεμία από μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατήρησης του τόπου αυτού (ΔΕΕ C-387/15 και C-388/15, σκ. 50, απόφαση της 14.01.2016, C-399/14, Grune Liga Sachsen eV κ.λπ., σκ. 49, C-258/11, σκ. 40, C-404/09, σκ. 99, C-127/02 σκ. 42, ΣτΕ 2365-66/2021, 2242/2020, 1804/2018, 551/2015, 2741/2014). Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον οικείο τόπο μόνον εφόσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του (ΔΕΕ C-399/14, σκ. 49, C-258/11, σκ. 40, ΣτΕ Ολ. 2996/2014, ΣτΕ 2242/2020, 1804/2018, 245/2016, 1964/2015, 551/2015, 2741/2014, 807/2014, 711/2014, 4224/2013, 1422/2013, 2473/2010, 293/2009 κ.ά.).

 

[21] Οδηγία 92/43/ΕΟΚ της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.

 

[22]Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι «προϋπόθεση για να μην παραβλάπτεται η ακεραιότητα ενός τόπου ως φυσικού οικοτόπου, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας για τους Οικοτόπους είναι η διατήρησή του σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, πράγμα που συνεπάγεται τη διασφάλιση της διατήρησης των συστατικών χαρακτηριστικών του οικείου τόπου που έχουν σχέση με την παρουσία ενός τύπου φυσικού οικοτόπου, του οποίου ο σκοπός διατήρησης αποτέλεσε το λόγο καταχώρισης του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ, κατά την έννοια της Οδηγίας αυτής», βλ. C-258/2011, σκ. 48. Δηλαδή, ως «ακεραιότητα του τόπου» μπορεί πρακτικά να οριστεί το συνεκτικό σύνολο της οικολογικής δομής, της λειτουργίας και των οικολογικών διεργασιών του τόπου σε όλη την έκτασή του, που επιτρέπει στον τόπο να διατηρεί τους οικοτόπους, το σύμπλεγμα οικοτόπων και/ή τους πληθυσμούς των ειδών βάσει των οποίων χαρακτηρίστηκε ως προστατευόμενη περιοχή. Βλ. περαιτέρω Καρατσώλης Κ., Τσακαλογιάννη Ι., Κολοβέντζου Ε. (2021) Προστατευόμενες Περιοχές: Νομική Θεώρηση του Σύγχρονου Πλαισίου – Η ορθολογική κατανομή και τα επιτρεπτά όρια των ανθρωπογενών παρεμβάσεων, Νομική Βιβλιοθήκη. Επίσης βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1704/2017 σκ. 19: «(…) η υλοποίηση του σχεδίου εκτιμάται ότι δεν θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις προστατευόμενες περιοχές εντός των οποίων θα εκτελεσθεί και δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητά τους και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται, εν προκειμένω, ούτε ζήτημα διασφάλισης της συνολικής συνοχής του δικτύου NATURA 2000, ούτε ζήτημα συνδρομής της προϋποθέσεως του επιτακτικού λόγου οικονομικού και κοινωνικού συμφέροντος, που θα μπορούσε να καταστήσει, κατ’ εξαίρεση, ανεκτή την υλοποίηση σχεδίου με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις ζώνες προστασίας κατά το άρθρο 6 παρ. 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, το οποίο, εν προκειμένω δεν έχει έδαφος εφαρμογής.»

 

[23] ΠΕ ΣτΕ 109/2023.

 

[24] ΠΕ ΣτΕ 175/1999, ΣτΕ 2814/2013, 4189/2014, 4191/2014, 4193/2014, 1420/2015, 1421/2015, 1422/2015, 1423-28/2015, 1430/2015, 1431/2015, 1432/2015, 3164/2015, 964/2018, 1260/2018, 1358/2018, 2242/2020, 1429/2022.

 

[25] ΣτΕ 1508/2008, Βλ. σχετ. πρόσφατες αποφάσεις ΔΕφΑθ (Ακυρ) 818-819/2023.

 

[26] Όπως εγκρίθηκε με την απόφαση της Εθνικής Επιτροπής στον Τομέα του Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΦΕΚ 2464/Β/03.12.2008) μαζί με τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αυτού, με την ενσωμάτωση όρων, περιορισμών και κατευθύνσεων για την προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή του. Το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ αποτελεί ένα εξαιρετικής σημασίας κείμενο στρατηγικού σχεδιασμού, το οποίο, λόγω του εξειδικευμένου χαρακτήρα του, υπερισχύει γενικότερων Χωροταξικών Πλαισίων, καθώς επικεντρώνεται στις δυνατότητες χωροθέτησης ΑΠΕ στον Ελλαδικό χώρο.

 

[27] ΦΕΚ 2464/Β/03.12.2008 με το οποίο εγκρίθηκε το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αυτού.

 

[28] Ειδικά για τη Φ.Ι. στην περίπτωση χωροθέτησης αιολικών πάρκων βλ. ΣτΕ 1420-1428/2015, ΣτΕ 1430-1432/2015, ΣτΕ 3164/2015, ΣτΕ 964/2018, ΣτΕ 1260/2018, ΣτΕ 2242/2020.

 

[29] ΠΕ ΣτΕ 175/1999, ΣτΕ 1421/2013, ΣτΕ 1422/2013, ΣτΕ 1429/2022, ΣτΕ 1538/2022.

 

[30] ΣτΕ 1421/2013 (ομ. 1422/2013). Ενδιαφέρουσα η συνέχεια της σκέψης, σύμφωνα με την οποία παρόλο που μπορεί να υπάρχει «αδιάθετο ποσό καλύψεως» η εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ εξαρτάται από τη συνδρομή των κατά την περιβαλλοντική νομοθεσία και τις λοιπές σχετικές διατάξεις απαιτούμενων προϋποθέσεων, διαπιστούμενη κατά την οικεία διοικητική διαδικασία (π.χ. ο καθορισμός νομίμως θεσμοθετημένων χρήσεων γης και τα ιδιαίτερα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής εξεταζόμενα κατά περίπτωση). Επίσης, στη ΣτΕ 4189/14 αναφέρεται πως «μέσο διασφάλισης της μη υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας κάθε περιοχής προβλέπεται η διαδικασία της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων, κατά την οποία είναι δυνατόν, κατόπιν εκτιμήσεως των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περιοχής, είτε να απαγορεύεται είτε να επιτρέπεται με πρόσθετους, ενδεχομένως, όρους και περιορισμούς η χωροθέτηση και λειτουργία κάθε επιμέρους εγκατάστασης.» Η ΣτΕ 1778/2015 αναφέρει επίσης πως «Η συνδρομή δε των ανωτέρω προϋποθέσεων [ενν. πλήρωσης Φ.Ι.] εξετάζεται στην περίπτωση αυτή κατά τον έλεγχο της νομιμότητος όχι μόνο της πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, αλλά και της αδείας εγκαταστάσεως κάθε σταθμού».

 

[31] Βλ. σκ. 10 της απόφασης και περισσότερα σε: Τσακαλογιάννη Ι., Επιτρεπτή η υπό προϋποθέσεις χωροθέτηση αιολικών πάρκων στα νησιωτικά οικοσυστήματα – Παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ 1429/2022, ΠερΔικ 4/2022, σελ. 622.

 

[32] ΣτΕ 47/2018 και άρθρο 16 Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ.

 

[33] ΠΕ ΣτΕ 363/2013 139/2014, 171/2020, 199/2020.

 

[34] ΣτΕ ΕΑ 737/2011.

 

[35] ΣτΕ 3943/2015 για τον Ασωπό ποταμό: «συνεκτιμωμένης και της μέχρι τότε επιβάρυνσης του οικοσυστήματος από κάθε φύσης ανθρωπογενείς δραστηριότητες, νόμιμες ή παράνομες, όπως αυτές εκάστοτε προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου και, εν ελλείψει αυτών, από ειδικώς, προς τούτο, διενεργούμενη μελέτη, αν το ως άνω οικοσύστημα μπορεί να υποδεχθεί νέα ανθρωπογενή κατάλοιπα, χωρίς ουσιώδη αλλοίωσή του ή αν η φέρουσα ικανότητά του έχει, πλέον, κορεσθεί, οπότε δεν είναι ανεκτή οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνσή του» (σκ. 8).

 

[36] ΦΕΚ 2505/Β/04.11.2011.

 

[37] ΣτΕ 334/2020. Επίσης στην απόφαση γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 6 του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις υδατοκαλλιέργειες, το οποίο καθορίζει τεχνικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό της Φ.Ι., όπως τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των υδάτων του οικοσυστήματος, οι κινήσεις των υδάτινων μαζών (ρεύματα) και ο χρόνος ανανέωσης των υδάτων στην περιοχή, οι επιδράσεις της παρακείμενης χερσαίας έκτασης στο υδάτινο οικοσύστημα, κ.α.

 

[38] ΣτΕ 4982/2014.

 

[39] ΣτΕ 902/2011.

 

[40] ΣτΕ 581/2002.

 

[41] ΣτΕ 902/2011, 1531/2014.

 

[42] ΣτΕ 380/2014, ΣτΕ 1973/2017, ΣτΕ 1678/22, ΣτΕ 1287/22, ΣτΕ 2940/2017.

 

[43] ΣτΕ 273/2019.

 

[44] ΠΕ ΣτΕ 196/2021. Βλ. περαιτέρω ανάλυση σε Βολάκη Ελ., Τσακαλογιάννη Ιφ., Παρατηρήσεις στην ΣτΕ Ολ 2564/2022 – Απόρριψη αιτήσεως ακυρώσεως ΠΔ έγκρισης Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.: Το θεσμικό πλαίσιο των Στρατηγικών Επενδύσεων, τα εχέγγυα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και η συμβατότητα με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, ΠερΔικ, 1/2023, σελ. 144 – 151. Για τη χρονική αλληλουχία των δεδομένων επισημαίνεται ότι κατά το στάδιο εκπόνησης της μελέτης Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. στην όμορη θέση βρισκόταν ήδη σε διαβούλευση με δημοσιευμένα στοιχεία η Σ.Μ.Π.Ε. του πρώτου Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε., ενώ κατά το στάδιο επεξεργασίας του σχεδίου Π.Δ. από το ΣτΕ, το πρώτο Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε. είχε ήδη εγκριθεί με Π.Δ.

 

[45] ΠΕ ΣτΕ 246/1992, 586/1992, 398/1993, 396/1999, 30/2001, 527/2001, 325/2003, 326/2003, 140/2002, 158/2003, 224/2011, 231/2011, 178/2001, 326/2001, 417/2001, 510/2001, 419/2002, 302/2006, 303/2006, 214/2008, 114/2010, 199/2010, 193/2010, 178/2019, 106/2021, 119/2021, 166/2021.

 

[46] ΠΕ ΣτΕ 527/2001,  ΣτΕ 5933/1996, ΣτΕ 1129/1999,  ΣτΕ 1588/1999, ΣτΕ 2239/2000, ΣτΕ 2425/2000.

 

[47]ΠΕ ΣτΕ 246/1992,  ΠΕ ΣτΕ 586/1992, ΠΕ ΣτΕ 398/1993.

 

[48] ΠΕ ΣτΕ 210/2002, ΠΕ ΣτΕ 535/2002, ΠΕ ΣτΕ 536/2002, ΠΕ ΣτΕ 633/2022, ΠΕ ΣτΕ 247/2003, ΠΕ ΣτΕ 388/2003, ΠΕ ΣτΕ 94/2004, ΠΕ ΣτΕ 99/2004, ΠΕ ΣτΕ 87/2020, ΠΕ ΣτΕ 325/2006, ΠΕ ΣτΕ 32/2005, ΠΕ ΣτΕ 273/1998, ΠΕ ΣτΕ 216/1999, ΠΕ ΣτΕ 355/1999, ΠΕ ΣτΕ 359/1999, ΠΕ ΣτΕ 432/2001, ΠΕ ΣτΕ 527/2001, ΠΕ ΣτΕ 194/2001, ΠΕ ΣτΕ 224/2011, ΠΕ ΣτΕ 231/2011, ΠΕ ΣτΕ 108/2012.

 

[49] ΣτΕ 711/2014.

 

[50] ΠΕ ΣτΕ 171/2020, ΠΕ ΣτΕ 199/2020.

 

[51]ΠΕ ΣτΕ 38/2023.

 

[52] ΠΕ ΣτΕ 28/2001, ΠΕ ΣτΕ 55/2002.

 

[53]ΠΕ ΣτΕ 230/2020.

 

[54] ΠΕ ΣτΕ 178/2001, ΠΕ ΣτΕ 326/2001,  ΠΕ ΣτΕ 417/2001, ΠΕ ΣτΕ 510/2001, ΠΕ ΣτΕ 419/2002, ΠΕ ΣτΕ 302/2006, ΠΕ ΣτΕ 303/2006, ΠΕ ΣτΕ 214/2008, ΠΕ ΣτΕ 114/2010, ΠΕ ΣτΕ 199/2010, ΠΕ ΣτΕ 193/2010, ΠΕ ΣτΕ 178/2019, ΠΕ ΣτΕ 106/2021, ΠΕ ΣτΕ 119/2021, ΠΕ ΣτΕ 166/2021.

 

[55] ΠΕ ΣτΕ 194/2011.

 

[56] Βλ. ΣτΕ 2038/2019: «Επειδή, από τον συνδυασμό των άρθρων 24 παρ. 1 και 2, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός, ο οποίος αποτελεί τη χωρική έκφραση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, το οποίο υποχρεούται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι κατά το δυνατόν βέλτιστοι όροι διαβίωσης του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας…» (σκ. 2).

 

[57] Σκ. 5, ΣτΕ 2996/2014.

 

[58] Βλ. ενδεικτικά ΠΕ ΣτΕ 196/2021.

 

[59] Το εγκεκριμένο Ειδικό Πλαίσιο του 2013 ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3632/2015 απόφαση του ΣτΕ και το προηγούμενο του 2009 κρίθηκε πως δεν αναβιώνει (σκ. 18). Βέβαια, σε κάθε περίπτωση, όπως έχει διαπιστώσει και το ΣτΕ (ΣτΕ 519/2017, σκέψη 6, πρβλ και ΣτΕ 3043/2011 σκ. 12-14 και ΠΕ ΣτΕ 70/2017), η ολιγωρία της Διοίκησης, στην οποία έχει αναπεμφθεί και εκκρεμεί το ζήτημα έγκρισης νέου Ε.Χ.Π. για τον Τουρισμό, δεν συνεπάγεται αδυναμία ανάπτυξης τουριστικής δραστηριότητας στη χώρα, η οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει των προβλέψεων που τυχόν υπάρχουν σε υφιστάμενα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, καθώς και στα χωρικά σχέδια κατωτέρου ιεραρχικώς επιπέδου σχεδιασμού. Εν προκειμένω σήμερα υπό εξέλιξη βρίσκεται η εκπόνηση και η έγκριση του νέου Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό. Βλ. Τσακαλογιάννη Ι., Βασιλοπούλου Ι., Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 1037/2022, ΠερΔικ 3/2022, σελ. 477.

 

[60] Η βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη συνίσταται πρωτίστως στην αναζωογόνηση των οικισμών της χώρας που φθίνουν ή εγκαταλείπονται, προς τους οποίους θα πρέπει να κατευθύνεται η αναπτυξιακή δραστηριότητα, βλ. ΠΕ ΣτΕ 527/2001, 535/2002.

 

[61] ΠΕ ΣτΕ 210/2002, 535/2002, 536/2002, 633/2002, 247/2003, 388/2003, 94/2004, 99/2004, 87/2020.

 

[62] ΠΕ ΣτΕ 120/2002, 159/2002.

 

[63] ΠΕ ΣτΕ 601/2002, 602/2002.

 

[64] ΠΕ ΣτΕ 210/2002, 535/2002, 536/2002, 633/2002, 247/2003, 388/2003, 94/2004, 99/2004, 87/2020.

 

[65] Α. Σακελλαροπούλου, Εισήγηση στην εσπερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού με θέμα «Φέρουσα ικανότητα και σχεδιασμός του χώρου», 2015, Ε.Μ.Π.

 

Πηγή: https://nomosphysis.org.gr/22726/i-feroysa-ikanotita-mesa-apo-ti-nomologia-toy-symvoylioy-tis-epikrateias/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου