ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2o ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 401/2023
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ενώπιον του παρόντος Δικαστήριο νόμιμα φέρονται προς συζήτηση: α) Η από 10-1-2022 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022) έφεση κατά της με αριθμ. 1945/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, β) η από 25-7-2022 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και γ) η από 4-7-2022 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους σχέσης κυρίου και παρεπομένου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 80, 83, 246, 285 παρ.1 και 524 του ΚΠολΔ).
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 260 παρ.1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ.1 του ΚΠολΔ, εάν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται αλλά δε μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Κατά την παρ. 2 εδ.α΄ του ίδιου άρθρου στην τακτική και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, αν οι διάδικοι δε λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη ή δεν εμφανιστούν στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Ειδικότερα, εάν η μη εμφάνιση ή η μη προσήκουσα εμφάνιση των διαδίκων διαπιστωθεί μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά τη μελέτη της ή τη διάσκεψη, η ματαίωση της συζήτησης κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (ΕφΘεσ 2714/2009, ΕφΑθ 8862/2000, ΠΠρΛαρ 5/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου και από την επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, όσον αφορά την με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν κατέθεσε προτάσεις, ενώ τόσον η υπέρ ης, όσο και η καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Επομένως, ενόψει του ότι άπαντες οι διάδικοι ως προς την πρόσθετη παρέμβαση είναι απόντες
(ενόψει της μη προσήκουσας δικονομικής παράστασης της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας) πρέπει να κηρυχθεί ματαιωθείσα η συζήτηση της με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης.
IV. (α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως τα δύο πρώτα από αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015) και ισχύουν από 1.1.2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου του ιδίου άνω νόμου, τα οποία εφαρμόζονται και στην κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου άσκησης, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του, ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.(β) Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. του ΚΠολΔ επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ως προς την έφεση, όπου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 548/2019 αδημ, ΕφΠατρ 128/2021 αδημ, ΕφΑθ 82/2020 αδημ, ΕφΑΘ 169/2019 αδημ).
V. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εκκαλούσα, με αριθμ. …/22-2-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …….., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………..» για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την ανωτέρω δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, ενώ από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει αυτή να έχει καταθέσει έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει, κατ’ αρχάς σαν να είναι η εφεσίβλητη παρούσα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο πρώτο και δεύτερο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, καθότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης προσκομίζονται τα πρακτικά και οι προτάσεις της απολειπόμενης εφεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. του ΚΠολΔ.
VI. Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης», το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α` 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α /30-7-2022) «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ]. Σύμφωνα δε, με την παρ 2 του ίδιου άρθρου. κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.». Δέον να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ΚΥΑ με αριθμ. Α1Αα/Γ.Π. οικ: 71342/6-11-2020 (ΦΕΚ 4899/6-11-2020) από την 7-11-2020 ανεστάλησαν λόγω της πανδημίας covid-19, οι νόμιμες και οι δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Χώρας, και οι διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναστολή δε, αυτή των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, όπως και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ήρθη από τις 6-4-2021, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 της ΚΥΑ με αριθμ. Δ1Α/Γ.Π.οικ, 20651/3-4-2021 (ΦΕΚ 1308/3-4-2021).
VΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ, 1945/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δημοσιεύθηκε στις 4-6-2019 και εκδόθηκε αντιμωλίαν κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα όσα εκτίθενται στη ανωτέρω νομική σκέψη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα καθότι το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-1-2022, πλην όμως δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε γίνεται επίκληση επίδοσης από τους διαδίκους (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ. β και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 και άρθρο 49 του Ν. 4963/2022). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την ανωτέρω διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. ……………. ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό έγγραφο εξόφλησης παραβόλου).
VIIΙ. Σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 δημ. σε Τρ. Νομ . Πληρ. «Νόμος»). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ. (β) Επίσης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ.
IX. Στην προκείμενη περίπτωση, στο παρόν Δικαστήριο ασκείται το πρώτον η με αριθ. κατ. ΓΑΕΚ/ΕΑΚ/…………./2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης και κατά της εκκαλούσας, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και συγκεκριμένα μετά την αναβίωσή της με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, με την οποία η αλλοδαπή εταιρεία με την οποία ισχυρίζεται ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με τη επωνυμία «………….», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….», η οποία είναι καθολική διάδοχος της εφεσίβλητης ύστερα από διάσπαση της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και σύσταση της καθολικής διαδόχου, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Επικαλούμενη δε, έννομο συμφέρον, της εκπροσωπούμενης από αυτήν ειδικής διαδόχου, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, ζητεί να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και να καταδικαστεί η εκκαλούσα-καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τόσον στην καθ’ ης, όσον και στην υπερ ης η παρέμβαση για (βλ. σχετ. τις με αριθμ. …../30-8-2022 και …./23-8-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….. αντίστοιχα). Επομένως, εφόσον με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργείται μεταξύ αυτής και της κυρίας διαδίκου-εφεσίβλητης, σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, η τελευταία, η οποία όπως προαναφέρεται καίτοι κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, ούτε έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, λογίζεται ως αντιπροσωπευόμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη.
X. Η ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα με την από 17-10-2021 (αριθ. κατ. …../2012) ανακοπή και το με αριθμ. καταθ/ ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής, που άσκησε κατά της με αριθμ. …../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 26-9-2012 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, ζήτησε την ακύρωση αυτής καθώς και της επιταγής προς εκτέλεση, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 31.021,55 ευρώ νομιμοτόκως από τις 26-10-2011 έως την πλήρη εξόφληση, πλέον δικαστικής δαπάνης ύψους 800 ευρώ τελών και λοιπών εξόδων. Επί της ανωτέρω ανακοπής και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, κατ’ εκτίμηση των λόγων της, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να ακυρωθεί η με αριθμ. …./2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η κάτωθι αυτής από 26-9-2012 επιταγή προς εκτέλεση.
XI. (α) Κατά τις διατάξεις του νόμου 3869/2010 και όπως ίσχυε, πριν από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν .4161/2013 στο προδικαστικό στάδιο της διαδικασίας για την επίτευξη εξωδικαστικού συμβιβασμού δεν αναστέλλονται οι διαδικασίες επιδίκασης και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 6 «η υποβολή της αίτησης της παρ.1 του άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη». Αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης επέρχεται μόνο στην περίπτωση που ο οφειλέτης ζητήσει από το αρμόδιο Δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας (εδ.β` άρθρου 6 Ν .3869/2010), η οποία περιλαμβάνει μόνο τα κατά του οφειλέτη μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι την άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών και έκδοση διαταγών πληρωμής. Από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι ακόμη και όταν έχει κατατεθεί αίτηση για δικαστική ρύθμιση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3869/2010, αλλά και αν ακόμη ο οφειλέτης έχει επιτύχει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του κατά τις διατάξεις του Ν .3869/2010, δεν εμποδίζεται σε καμία περίπτωση η επιδίκαση της απαίτησης την οποίαν ο οφειλέτης επιδιώκει να υπαγάγει στη ρύθμιση του Ν.3869/2010. Ακόμη δε, και όταν έχει χορηγηθεί αντίστοιχη προσωρινή διαταγή, σκοπός της είναι η αποτροπή του πρόωρου κατακερματισμού και η διασπορά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, δεδομένου ότι αυτά (τα περιουσιακά στοιχεία) αποτελούν το αντικείμενο της ρύθμισης οφειλών από το Δικαστήριο, προκειμένου να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν ορθότερη ικανοποίηση όλων των πιστωτών του οφειλέτη, αλλά και να εξασφαλιστεί ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για τον οφειλέτη, μέχρι την εκδίκαση της αίτησής του και την οριστική ρύθμιση των οφειλών του. Επομένως η έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία δεν αποτελεί άλλωστε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά αποσκοπεί στην κτήση εκτελεστού τίτλου, δεν έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα και με το πνεύμα το νόμου, δεδομένου ότι προβλέπεται ρητά σ` αυτόν, όχι μόνο η επιδίκαση απαίτησης αλλά και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τα ανωτέρω (Α.Π. 311/2020, δημ. σε Τρ. Νομ.Πληρ «Νόμος»). (β) Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. (Ολ. ΑΠ 7/2002, 8/2001, ΑΠ 151/2016). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ333/2019). /2010 (ΕφΑθ 3347/2021, δημ σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»).
XII. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 281 και 924 Α.Κ. και του Ν. 3869/2010, άλλως εσφαλμένα εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιων του αποδείξεις, απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο της με αριθ.κατ. …./2012 ανακοπής αναφορικά με την εκ μέρους της καθ’ ης καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προβαίνοντας στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής, ενώ ήδη της είχε κοινοποιηθεί η ασκηθείσα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, με αρ. κατ. ΑΚΔ …../16-3-2012 αίτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, για τη ρύθμιση των χρεών της. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο, όσον το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού της έφεσης (εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων) πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, καθότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο τμήμα της ανωτέρω νομικής σκέψης, παρά την υποβολή της αίτησης του Ν. 3869/2010 ο δανειστής δύναται να επιδιώξει την έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Περαιτέρω, όσον αφορά την επικαλούμενη, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής, ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας της από 26-0-2012 επιταγής προς εκτέλεση, από το περιεχόμενο αυτού προκύπτει, ότι η εκκαλούσααν-ακόπτουσα ουδόλως εξέθεσε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνιστάμενα σε ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά των μερών, τέτοια που να κατέστησαν την επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης καταχρηστική (αναφέρεται αυτολεξεί «καθίσταται καταχρηστική η συμπεριφορά της καθ’ ης να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία, με κίνδυνο να υποστώ ανεπανόρθωτη βλάβη προτού εκδικαστεί η ως άνω αίτησή μου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας»). Ως εκ τούτου βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο αφενός μεν, απέρριψε ως μη νόμιμο το πρώτο σκέλος και ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής, ορθώς εφάρμοσε και εκτίμησε τις ανωτέρω διατάξεις και επομένως τα όσα υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης (αναφορικά με την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Επίσης, τα όσα επιπλέον πραγματικά περιστατικά εκτίθενται για πρώτη φορά στο παρόν Δικαστήριο, με τον πρώτο λόγο της έφεσης από την εκκαλούσα προκειμένου να εξειδικεύσει και να θεμελιώσει την εκ μέρους της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, ώστε να την καταστήσει επαρκώς ορισμένη, απαραδέκτως προβάλλονται, κατ’ άρθρο 527 παρ.1 του ΚΠολΔ, (Α.Π. 126/210, ΝοΒ2010, σελ. 1490, Α.Π. 1407/2006, δημ. σε Τρ. ΝοΜ. Πληρ. «Νόμος»). Περαιτέρω, όσον αφορά τον επικουρικώς σωρευόμενο λόγο περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος καθότι αλυσιτελής προβαλλόμενος διότι από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν απέρριψε στην ουσία του, τον πρώτο λόγο της ανακοπής, αντίθετα, δε, τα όσα παρατέθηκαν στην εκκαλούμενη απόφαση αναφορικά με προσκομισθέντα έγγραφα της δικογραφίας, αναφέρθηκαν μόνον συμπληρωματικά και διηγηματικώς.
XIII. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 του Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ.α` του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που να εξατομικεύουν την απαίτηση, καθόσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος. Η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθοριστεί, κατά ποσό, με απλό μαθηματικό υπολογισμό ή, σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο και από το νόμο (Α.Π. 1349/2013, Α.Π. 1094/2006) ως εκ τούτου το ύψος του επιτοκίου βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο-χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό αυτού. Περαιτέρω, το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της πιστώτριας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο δανειακής σύμβασης ή σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ` ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται : α) Ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Η δε, συμφωνία αναφορικά με το ότι το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσο είναι έγκυρη (επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης), με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, βάσει του οποίου μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., 36 ν. 4194/2013, 14 ν. 1599/1986), δεν μπορεί δε να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας, εκτός εάν αφορά εκτύπωση αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (Α.Π. 387/2020, Α.Π. 999/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Εάν, όμως, η ανωτέρω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι, σε κάθε περίπτωση, άκυρο. Αν μεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης των μερών είναι άκυρο, κατά το άρθρο 372 του Α.Κ., διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και, συνεπώς, προσκρούει στη δημόσια τάξη, ενώ, αν είναι προδιατυπωμένος, ως γενικός όρος συναλλαγών, είναι άκυρος, ως καταχρηστικός, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ` του ν. 2251/1994, διότι περιορίζει υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή πιστούχου.(Α.Π. 1268/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).
XIV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα επικαλείται την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 623,624 παρ.1, 626 και 630 του ΚΠολΔ και την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής (κατά το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμο και κατά το δεύτερο σκέλος του ως ουσία αβάσιμο), συνιστάμενου του λόγου αυτού (της ανακοπής) στο ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη διότι: α) Δεν επισυνάφθηκε επιτοκιακή κατάσταση της σύμβασης, ώστε να προκύπτει το εκάστοτε εφαρμοζόμενο επιτόκιο και η κατηγορία αυτού, β) τα αντίγραφα του λογαριασμού δεν πληρούσαν την απαιτούμενη διαφάνεια καθότι δεν υπήρχε έκθεση με ορισμένο τρόπο των χρεοπιστωτικών κονδυλίων, αφού αφενός δεν περιλαμβάνονταν τα χρεολύσια, αφετέρου δε, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός ανά κεφάλαιο και τόκους. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο το σκέλος αυτό του πρώτου πρόσθετου λόγου ανακοπής ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις, διότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη ανωτέρω νομική σκέψη, για την έκδοση διαταγής πληρωμής λόγω απαίτησης από σύμβαση δανείου, δεν απαιτείται ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία να αποτυπώνεται το επιτόκιο εφόσον προσκομίζεται απόσπασμα που να αποτυπώνει ολόκληρη την κίνηση του λογαριασμού, Όσον δε, αφορά το υπό στοιχ (β) σκέλος του πρώτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, από το απόσπασμα του με αριθμ. ………………… λογαριασμού, το οποίο προσκομίστηκε για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι παρατίθεται ολόκληρη η κίνηση αυτού από τις 11-12-2008, οπότε έλαβε χώρα η εκταμίευση του δανείου ποσού 31.600 ευρώ, γίνεται ιδιαίτερα μνεία της χρέωσης των τόκων (κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στο απόσπασμα), οι τυχόν γενόμενες πιστώσεις και το εκάστοτε υπόλοιπο και δη, μέχρι τις 19-10-2011 οπότε έλαβε χώρα μεταφορά υπολοίπου σε οριστική καθυστέρηση, χωρίς να απαιτείται η εγγραφή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς το υπό στοιχ. (β) σκέλος του πρώτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, ορθώς εκτίμησε τις προσκομιζόμενες ενώπιων του αποδείξεις και απέρριψε αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατά συνέπεια, τα όσα σχετικά υποστηρίζονται με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίσης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
XV. Με την ανακοπή του άρθρ. 632 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής. Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, δημ. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 1395/2021, Α.Π. 196/2020, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).
ΧVI. Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, επικαλείται εσφαλμένη εφαρμογή και εκτίμηση του νόμου και δη, των διατάξεων των άρθρων 623,624 παρ.1, 626 και 630 του ΚΠολΔ, άλλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής αναφορικά, Αi) με τη μη πληρότητα του αποσπάσματος της κίνησης του λογαριασμού ενόψει της μη ύπαρξης ανάλυσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, κατά είδος τόκων (συμβατικοί, υπερημερίας και τόκους άρθρου 27 του Ν. 2076/1992) και της μη αναγραφής του ύψους του επιτοκίου, ιι) τη μη αναγραφή του ισχύοντος επιτοκίου στη διαταγή πληρωμής, ιιι) τη μη αναγραφή στη σύμβαση της κατηγορίας του συμβατικού επιτοκίου, Β) με τη μη αναγραφή στην αίτηση του αριθμού της σύμβασης δανείου με αποτέλεσμα να μη δύναται να συνδεθεί αυτή με τον προσκομισθέντα λογαριασμό κίνησης. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο ο δεύτερος πρόσθετος λόγος ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ως άνω νομική σκέψη, με την επικαλούμενη πλημμέλεια δεν πλήττονται συγκεκριμένα κονδύλια, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του επίσης ως απαράδεκτος, καθότι η επικαλούμενη πλημμέλεια δε συνδέεται με οποιοδήποτε επιμέρους κονδύλιο, χωρίς παράλληλα να γίνεται επίκληση οποιουδήποτε πραγματικού περιστατικού αναφορικά με τη της συνολική ακυρότητας της σύμβασης, κατ’ άρθρο 181 Α.Κ.. Ως εκ τούτου βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, κατ’ εκτίμηση της αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης, αφενός απέρριψε ως απαράδεκτο τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις καθώς και τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ και όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης (αναφορικά με την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, όσον αφορά τον επικουρικώς σωρευόμενο λόγο περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος καθότι αλυσιτελής προβαλλόμενος, διότι από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν απέρριψε στην ουσία του, τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής, αντίθετα, δε, αυτό προς ενίσχυση της κρίσης του προέβη σε συμπληρωματική και επάλληλη αιτιολογία χωρίς να παράγεται όμως διαφορετικό δεδικασμένο.
XVII. H διάταξη του άρθρ. 27 παρ. 1 ν. 2076/1992, όπως είχε τροποποιηθεί με τη διάταξη του άρθρ. 38 ν. 2937/2001, όριζε ότι: «Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τον εκτοκισμό δανείων μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος έξι μηνών, κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων αυτών παραμένουν ανείσπρακτου Μετά την πάροδο του ως άνω εξαμήνου επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανόμενων και τυχόν τόκων υπερημερίας, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται, όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι, προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του εξαμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων, προκειμένου να μη παύσει ο εκτοκισμός των δανείων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χρησιμοποιούμενος όρος «εκτοκισμός των δανείων» σημαίνει μονάχα τον λογιστικό υπολογισμό των τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων και ότι αν τέτοιοι τόκοι παραμείνουν ανείσπρακτοι για το χρονικό διάστημα έξι μηνών δεν επιτρέπεται να λογιστικοποιούνται, δηλαδή να εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και όχι ότι δεν οφείλονται, αφού γενεσιουργός αιτία της οφειλής τόκων επί τόκων, όπως και κάθε ενοχής, δεν μπορεί παρά να είναι είτε διάταξη νόμου είτε η σύμβαση. Αυτό ενισχύεται και από τη διάταξη του τελευταίου εδάφιου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 27 ν. 2076/1992, που όριζε ότι «απαγορεύεται επίσης η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών κατά τα ανωτέρω», και το οποίο, μολονότι αναφέρεται σε απαγόρευση της λογιστικής απλώς κεφαλαιοποίησης τόκων χάριν της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, αφήνει να εννοηθεί ότι οφείλονται γενικά τόκοι τόκων, τόσο όταν προβλέπεται η οφειλή τους σε σύμβαση – αρχική ή μεταγενέστερη -όσο και όταν δεν προβλέπεται τίποτα σχετικό στη σύμβαση, οπότε η οφειλή θα έχει έρεισμα το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ και 110-112 ΕισΝΑΚ. Ως εκ τούτου η παύση εκτοκισμού των δανείων συνεπάγεται μεν την παύση εμφάνισης των τόκων στο ενεργητικό του ισολογισμού, τα πιστωτικά, όμως, ιδρύματα δύνανται να αναγράφουν την αξία των οφειλόμενων τόκων σε εκτός ισολογισμού λογαριασμούς. Ο ν. 2076/1992 καταργήθηκε μεν με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007, ωστόσο, στο άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 3601/2007 περιλήφθηκε παρόμοιου περιεχομένου ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία: «1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανόμενων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986 (ΦΕΚ Α` 194), μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και εξ ανατοκισμού όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων». Και τούτη, όμως, η διάταξη καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1 του ν. 4261/2014, στο άρθρο 150 του οποίου περιλήφθηκε πάντως και πάλι ομοίου περιεχομένου ρύθμιση. Οι παραπάνω διατάξεις θεσπίστηκαν αποκλειστικώς χάριν της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, ώστε οι τελευταίες να μην εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους έσοδα από τόκους που δεν έχουν εισπραχθεί – μέσω της λογιστικοποίησης των τόκων αυτών, αντί του εξωλογιστικού προσδιορισμού τους και της παρακολούθησής τους σε ιδιαίτερους λογαριασμούς – η τυχόν δε μη τήρηση των συγκεκριμένων εκ μέρους των τραπεζών, δηλαδή η λογιστικό ποίηση τέτοιων τόκων παρά τη σχετική απαγόρευση, δεν σημαίνει ότι δεν οφείλονται οι τόκοι αυτοί από τους δανειολήπτες και αντιστοίχως ότι αποκλείεται η είσπραξή τους από τις τράπεζες (ΑΠ 490/2004, ΕφΑθ 2291/2022, ΕφΑθ 2700/2021, όλες δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).
XVIII. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα επικαλείται την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη, των διατάξεων των άρθρων 444,448 παρ.1, 626,630 , 915-916 του ΚΠολΔ, 150 παρ.1 και 2 του Ν. 4261/2014 και 281 Α.Κ. (υπό το πρίσμα της αρχής της εμπιστοσύνης) άλλως την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής που συνίστατο στο ότι η καθ’ ης η ανακοπή καταχρηστικά, μετά τις 15-6-2011, οπότε έλαβε χώρα η τελευταία καταβολή, δεν προέβη σε μεταφορά των ληξιπρόθεσμων τόκων σε διαφορετική καρτέλα για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό αυτών με αποτέλεσμα να αξιώνει τόκους και έξοδα από τις 15-9-2011 έως τις 4-9-2018, ύψους 32.905,08 ευρώ και ως εκ τούτου με τον τρόπον αυτό να διπλασιάζεται η οφειλή του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά συνιστάμενα σε ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά των μερών, και δη, της καθ’ ης, τέτοια που να κατέστησε την επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης καταχρηστική, η δε, επιδίωξη είσπραξης της αξίωσης της τελευταίας δε δύναται άνευ ετέρου, να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με μερικώς διαφορετική αιτιολογία την οποία το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά (άρθρο 534 του ΚΠοΛΔ), που απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας τον τέταρτο πρόσθετο λόγο ανακοπής, ορθώς εφάρμοσε και εκτίμησε τις ανωτέρω διατάξεις και τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, και ως εκ τούτου τα όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με τον τέταρτο λόγο έφεσης (καθόσον αφορά την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, όσον αφορά την επικουρικώς σωρευόμενη αιτίαση περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθότι αλυσιτελής προβαλλόμενη, διότι από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν απέρριψε στην ουσία του, τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής, αντίθετα, δε, αυτό προς ενίσχυση της κρίσης του προέβη σε επάλληλη αιτιολογία αναφορικά με το εάν τα εκτιθέμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά δύνανται να θεμελιώσουν τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ.
XIX. Με τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα προβάλλει ως λόγους την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη, των διατάξεων 626,630, 915-916,216 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 174,178,179, 296 Α.Κ., 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980 της απόφασης 289/1980 της Νομισματικής επιτροπής, των άρθρων 110 και 111 παρ.2 του ΕισΝΑΚ και του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του Ν. 128/75, άλλως την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπής κατά το σκέλος του με αριθμό (ii), περί παράνομης μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/75 και περί παράνομου ανατοκισμού αυτής. Ωστόσο με το περιεχόμενο αυτό, το εν λόγω σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθότι, ήτοι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση, ώστε ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση αυτής στο δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 § 3 Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η μετακύλιση αυτής της εισφοράς στον πιστούχο-δανειολήπτη ενόψει και της ΠΔΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφανείας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο και επομένως, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν.128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 368/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Περαιτέρω, το σκέλος του λόγου αναφορικά με τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, είναι επίσης μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Και τούτο διότι, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (βλ. ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002), και, ως εκ τούτου, η ανωτέρω, νομίμως επιβληθείσα δυνάμει συμβατικών όρων, εισφορά του Ν. 128/1975, αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου με το οποίο εκτοκίζεται το κεφάλαιο και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, εφόσον ο συνυπολογισμός της στο επιτόκιο, δεν συνεπάγεται υπέρβαση του ανώτατου θεμιτού ορίου (βλ. άρθρο Σ. Ψυχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 δεν είναι παράνομη και η εισφορά νόμιμα ανατοκίζεται, δεν επηρεάζεται ούτε η αποδεικτικότητα της απαίτησης του καθ` ου με έγγραφα και ούτε το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (βλ. σχετ. ΑΠ 999/2019, ΕφΛαμ. 5/2022, ΕφΔωδ. 105/2022, όλες σημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έστω και με ελλειπή αιτιολογία την οποία το παρόν Δικαστήριο συμπληρώνει κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και ως εκ τούτου τα όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ενόψει και του ότι στον λόγο αυτόν της ανακοπής εκτίθεται ότι στη σύμβαση υφίστανται οι σχετικοί όροι 3.2 και 3.3 και 5.8. της σύμβασης και στο συνημμένο Παράρτημα, αναφορικά με τη μετακύλιση της εισφοράς, αλλά και τον ανατοκισμό του ποσού σε περίπτωση υπερημερίας καταβολής οποιουδήποτε ποσού δόσης (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα), αλλά και τον εκτοκισμό των καθυστερούμενων τόκων. Τέλος, όσον αφορά το προβαλλόμενο σκέλος του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο καθότι αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν απέρριψε στην ουσία του, το δεύτερο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου της ανακοπής.
ΧΧ. Με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα προβάλλει την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 626,630, 915-916, 933, 216 παρ.1 και 2, άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 2286/28-1-1994 πράξη Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος και την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε το υπ’ αριθμ. (III) σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου της ανακοπής, αναφορικά με τα αδιαφανή κριτήρια της μεταβολής του επιτοκίου και της ακυρότητας του όρου 3 και του παραρτήματος της σύμβασης. Ειδικότερα, με το ως άνω σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, η εκκαλούσαανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι στον όρο 3.3. ορίστηκε το δικαίωμα της πιστώτριαςκαθ’ ης η ανακοπή, να αποφασίζει την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα την αναπροσαρμογή του εκάστοτε κατά τα ανωτέρω ισχύοντος κυμαινόμενου επιτοκίου μέχρι του ύψους της διαφοράς μεταξύ της τιμής κα του επιτοκιακού δείκτη Euribor τριμήνου την τελευταία ημέρα του μήνα αυτού και της τιμής του ίδιου δείκτη την τελευταία ημέρα του αμέσως προηγούμενου μήνα, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα, πλην όμως αυτή στις ανακοινώσεις της, δεν ορίζει αριθμητικά τα επιτόκιά της παρά μόνον τις αναπροσαρμογές των αυξήσεων και μειώσεων. Ότι παρά τις διευκρινίσεις της επιτροπής των τραπεζικών και πιστωτικών θεμάτων επί των ΠΔ/ΤΕ, αναφορικά με την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνηθέντος επιτοκίου αναφοράς και την ερμηνεία της διάταξης της παρ.2 εδ. Α (IV) του Κεφ Β της ΠΔ/ΤΕ/2501/2002, καθώς και με τη θέση εύλογων κριτηρίων στη σύμβαση δυνατότητας μονομερούς τροποποίησής της από το πιστωτικό ίδρυμα (ΚεφΓ παρ. 1 εδ. ε της ΠΔΤΕ 2501/2002), εντούτοις η καθ’ης η ανακοπή όρισε το δικαίωμά της να ακολουθεί τις αυξήσεις χωρίς υποχρέωση να ακολουθεί τις μειώσεις και χωρίς να θέτει εύλογα κριτήρια τα οποία παρουσιάζουν αοριστία. Ότι η διατύπωση των κριτηρίων ως προς το σκέλος μεταβολής των παραγόντων κόστους του επιτοκίου που αφορά τη μονομερή αύξηση ή μείωση του συμβατικού επιτοκίου είναι καταχρηστική ως αντικείμενη στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, αφού ο καταναλωτής εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο θα αυξάνεται ή θα μειώνεται ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και όχι μονομερώς με βάση αδιαφανή και αόριστα κριτήρια, ενώ παρά την ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων, εντούτοις η υπέρβαση του ύψους των εξωτραπεζικών επιτοκίων παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 281 Α.Κ., 4 και 25 του Συντάγματος και ότι η προκληθείσα ζημία από την εφαρμογή επιτοκίων ανώτερων των νόμιμων για το χρονικό διάστημα από 11-12-2008 έως τις 19-10-2011 ανήλθε στο ποσό των 4.932,46 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 19-10-2011 έως τις 4-9-2018 στο ποσό των 22.244,08 ευρώ. Με το ανωτέρω περιεχόμενο το σκέλος αυτό του τρίτου πρόσθετου λόγου της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθότι η εκκαλουσα-ανακόπτουσα δεν εκθέτει τα νόμιμα επιτόκια που ίσχυσαν κατά τη διάρκεια της σύμβασης δανείου και τα οποία όφειλε να εφαρμοστούν κατά την εξέλιξη της εν λόγω σύμβασης και τα αυτά που μη νόμιμα, ή καταχρηστικά εφάρμοσε η καθ’ ης, για ποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και με ποιον τρόπο αυτά συνέβαλαν στα αναφερόμενα, με τον λόγο αυτό, ποσά. Επιπλέον η εκκαλούσα-ανακόπτουσα δεν εκθέτει ότι δεν έλαβε χώρα εκ μέρους της εφεσίβλητης - καθ’ ης η ανακοπή προσυμβατική πληροφόρηση εκθέτει αναφορικά με τις διευκρινίσεις, της επιτροπής των τραπεζικών και πιστωτικών θεμάτων επί των ΠΔ/ΤΕ, σχετικά με μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του επιτοκίου, ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι μακροοικονομικοί παράγοντες που προσχηματικά επικαλέστηκε η καθ’ ης η ανακοπή κατά παράβαση της ΠΔΤΕ/2501/2002 για τυχόν μεταβολές του επιτοκίου και με ποιον τρόπο πως αυτοί επηρέασαν το επιδικαζόμενο με τη διαταγή πληρωμής ποσό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το σκέλος αυτό του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, με μερικώς διαφορετική αιτιολογία την οποία το παρόν Δικαστήριο συμπληρώνει, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ορθώς εφάρμοσε και εκτίμησε τις ανωτέρω διατάξεις και όσα σχετικώς υποστηρίζονται με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Τέλος, όσον αφορά το επικουρικό προβαλλόμενο σκέλος του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προσβαλλόμενο, για τον λόγο που ανωτέρω εκτίθεται κατά την έρευνα των λοιπών λόγων έφεσης.
XXI. Με τον όγδοο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα επικαλείται την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 626,630, 915-916, 933 216 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994 και την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το τέταρτο σκέλος και το πέμπτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής καθώς επίσης και τον τρίτο λόγο της ανακοπής, συνιστάμενοι αντίστοιχα στο ότι: α) Υπάρχει αδιαφάνεια στον όρο 4.3 της σύμβασης και στο παράρτημα αυτής, αναφορικά με τις προϋποθέσεις τυχόν τροποποίησης του ΣΕΠΠΕ, καθώς και στα στοιχεία κόστους της πίστωσης που δεν έχουν περιληφθεί στον υπολογισμό του ΣΕΠΕ, β) υπάρχει αδιαφάνεια στον όρο 5.5 αναφορικά με τον ορισμό των εξωλογιστικών τόκων και γ) στο ότι ουδέποτε ενημερώθηκε και υπέγραψε τους προσυμβατικούς όρους της από 11-12-2008 σύμβασης. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, καθώς επίσης και ο τρίτος λόγος ανακοπής είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, διότι με αυτούς δεν προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού. Σημειωτέον ότι προκειμένου να είναι επαρκώς ορισμένος ένα τέτοιος ο λόγος της ανακοπής, ο οποίος φέρει χαρακτήρα ένστασης και δεν αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό, ο ανακόπτων αφενός μεν, πρέπει να προσβάλλει συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού, αφετέρου δε, να προβαίνει στην απόδειξη αυτών. αφού δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και απέρριψε τα ως άνω σκέλη του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, αλλά και τον τρίτο λόγο ανακοπής, ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου τα όσα σχετικώς ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον όγδοο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Τέλος, όσον αφορά το επικουρικό προβαλλόμενο σκέλος του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προσβαλλόμενο, για τον λόγο που ανωτέρω εκτίθεται κατά την έρευνα των λοιπών λόγων έφεσης, ενώ τα όσα σχετικά εκτίθενται στην εκκαλούμενη απόφαση αναφορικά με την απόρριψη του τρίτου λόγου της ανακοπής, παρατίθενται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως επάλληλη αιτιολογία προς ενίσχυση της, χωρίς να παράγεται όμως διαφορετικό δεδικασμένο.
ΧXII. Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες.Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β` 255/9.3.2001) και την ΥΑ υπ` αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β` 1353/11.7.2008), από τις οποίες, η μεν πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά, αλλά καταναλωτικά δάνεια και, ειδικότερα, τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη (στην παρ.1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις, όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, αντί του ημερολογιακού έτους), αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1331/2012, δημ. Νόμος). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-62017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ, ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και «οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως «καταναλωτής» θεωρείται «κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του» (ΑΠ 368/2019, δημ. Νόμος). Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε, από την έναρξης ισχύος της, η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ Β` 172), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ Β` 947) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ Β` 255). Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ, αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια (με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής) και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (ΑΠ 368/2019, δημ. Νόμος). Γενικά, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 306 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι Γ.Ο.Σ. των συμβάσεων, πρέπει να είναι διατυπωμένοι, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή/δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα, επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1,3889% (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 2021/2010, ΕφΠατρ. 507/2021, ΕφΠατρ. 58/21, δημ. Νόμος), καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών (ΑΠ 368/2019 δημ. Νόμος). Άλλωστε, το έτος των 365 ημέρων ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 (ΦΕΚ Β` 23-6-2017) των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας-Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην καταναλωτική πίστη με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005, δημ. Νόμος). Σημειωτέον, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, δημ. Νόμος).ΧXIII. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη, των διατάξεων των άρθρων 626,630, 915-916, 216 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 243 παρ.3, 281 Α.Κ. και της ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, όπως αυτό εκτίθεται στο με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2018 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, η εκκαλούσαανακόπτουσα, ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη-καθ’ ης η ανακοπή, παρά το γεγονός ότι στον όρο 3.2 της σύμβασης ορίστηκε ότι ο υπολογισμός του τόκου θα γίνεται με βάση το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, εντούτοις η καθ’ ης η ανακοπή παράνομα και αντισυμβατικά εκτόκισε τους τόκους με βάση έτος 360 ημερών, σύμφωνα με τα ειδικώς εκτιθέμενα και κατά τα αναφερόμενα στην από 3-10-2018 οικονομική έκθεση, με αποτέλεσμα για το χρονικό διάστημα από 11-12-2018 έως την καταγγελία της σύμβασης στις 19-10-2011 η ζημία (αναφορικά με τις συμβατικούς τόκους) να ανέλθει στο ποσό των 150,29 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 19-10-2011 έως τις 4-9-2018 στο ποσό των 452,33 ευρώ. Με το ανωτέρω περιεχόμενο το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου της ανακοπής, καθόσον εκτίθεται ότι ο όρος περί υπολογισμού τόκων με βάση έτος 365 ημερών συμφωνήθηκε ρητά στη σύμβαση μεταξύ των μερών, είναι επαρκώς ορισμένο και νόμιμο, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις απορρίπτοντας, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της εκκαλούμενης απόφασης, το σκέλος του πρόσθετου λόγου αυτού ως απαράδεκτο (ως «αλυσιτελώς προβαλλόμενο»). Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τα ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής αναφερόταν μεταξύ άλλων, ο ρητός όρος της σύμβασης για τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 365 ημερών και η παραβίαση αυτού δια του υπολογισμού με βάση έτους 360 ημερών, εντούτοις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι ο λόγος είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος δεχόμενο αφενός μεν, ότι ο όρος περί υπολογισμού των τόκων είχε συμφωνηθεί με βάση έτος 365 ημερών (χωρίς να τοποθετείται αναφορικά με την επικαλούμενη από την ανακόπτουσα παραβίαση του όρου αυτού), αφετέρου δε, ότι στο ποσό των 383,50 ευρώ (ενδεικτικά αναφερόμενο) περιλαμβάνεται τόσο μέρος του κεφαλαίου, όσο και τόκος υπολογιζόμενος κατά τον όρο 3. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε επάλληλη αιτιολογία σχετικά με την εφαρμογή έτους 365 ημερών μόνο σε περίπτωση συναλλαγών που γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο, αφού εξαφανίσει μερικώς την εκκαλούμενη απόφαση και δη, ως προς το κεφάλαιο αυτό (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), πρέπει να κρατήσει και να δικάσει το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, το οποίο πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά αβάσιμο και τούτο διότι: Από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους διαδίκους σύμβαση προσωπικού δανείου για τη ρύθμιση οφειλών που καταρτίστηκε στις 11-12-2008, μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………….» και της ανακόπτουσας, προκύπτει ότι χορηγήθηκε στην τελευταία, με σκοπό την κάλυψη υφιστάμενων υποχρεώσεων, ποσό ύψους 31.600 ευρώ με συμβατικό επιτόκιο 12,25% (κυμαινόμενο) πλέον ποσοστού 0,6% ως εισφορά του Ν. 128/75. Σύμφωνα με τον όρο 3.2 αυτής, ορίστηκε αυτολεξεί «…Ο τόκος του δανείου θα υπολογίζεται πάντοτε στο ανεξόφλητο και οφειλόμενο κεφάλαιο του δανείου, με βάση το ετήσιο συμβατικό σταθερό επιτόκιο που σημειώνεται στο Παράρτημα και υπολογίζεται με βάση έτους 365 ημερών….».Λόγω μη καταβολής τοκοχρεωλυτικών δόσεων των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου του έτους 2011 εκ μέρους της ανακόπτουσας, η καθ’ ης κατήγγειλε τη σύμβαση στις 19-10-2011 και υπέβαλε την από 12-4-2012 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. …/2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Προς τούτο, η καθ’ ης η ανακοπή, προσκόμισε μεταξύ άλλων απόσπασμα από τα εμπορικά της βιβλία αναφορικά με την κίνηση του με αριθμ. …………. λογαριασμού παρακολούθησης τοκοχρεωλυτικού δανείου για οφειλόμενο ποσό ύψους 31.021,55 ευρώ. Εντούτοις, από το ανωτέρω απόσπασμα σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ανακόπτουσα από 3-10-2008 τεχνική έκθεση της ……………….., προκύπτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή, παρά τον ανωτέρω όρο της σύμβασης, περί του υπολογισμού τόκων σε βάση ημερολογιακού έτους 365, εντούτοις στην πράξη, υπολόγισε τους συμβατικούς τόκους με βάση έτος 360 ημερών, ήτοι τρόπο υπολογισμού, το οποίο ουδέποτε συμφώνησε με την ανακόπτουσα και χωρίς να αποδεικνύεται η οποιαδήποτε ενημέρωση της τελευταίας. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζημία που προκλήθηκε από τον εφαρμοσθέντα υπολογισμό να προκαλέσει ζημία, από τον υπολογισμό επιπλέον τόκων, συνολικού ποσού 150,29 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11-12-2008 έως τις 19-10-2011 και συνολικού ποσού 452,33 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 19-10-2011 έως τις 4-9-2018. Συγκεκριμένα, η εξής διαφορά (με υπολογισμό των δεδουλευμένων τόκων με βάση έτος 360 ημερών αλλά και με βάση έτος 365 ημερών) στο ποσό των τόκων αναλυτικά προκύπτει κατά τα παρακάτω ειδικώς αναφερόμενα κατά ποσά και χρονικά διαστήματα: Από 12-12-2008 έως 15-1-2009, διαφορά 5,25 ευρώ, από 16-1-2009 έως 15-2-2009, διαφορά 4,63 ευρώ, από 16-2-2009 έως 15-3-2009 διαφορά 4,58 ευρώ, από 16-3-2009 έως 15-4-2009, διαφορά 4,57 ευρώ, από 16-4-2009 έως 15-5-2009, διαφορά 4,47 ευρώ, από 16-5-2009 έως 15-6-2009, διαφορά 4,46 ευρώ, από 16-6-2009 έως 15-7-2009, διαφορά 4,45 ευρώ, από 16-7-2009 έως 15-8-2009, διαφορά 4,44 ευρώ, από 16-8-2009 έως 15-9-2009, διαφορά 4,43 ευρώ, από 16-9-2009 έως 15-10-2009 διαφορά 4,42 ευρώ, από 16-10-2009 έως 15-11-2009, διαφορά 4,41 ευρώ, από 16-11-2009 έως 15-12-2009 διαφορά έως 4,40 ευρώ, από 16-12-2009 έως 15-1-2010, διαφορά 4,39 ευρώ, από 16-1-2010 έως 15-2-2010 διαφορά 4,38 ευρώ, από 16-2-2010 έως 15-3-2010 διαφορά 4,37 ευρώ, από 16-3-2010 έως 15-4-2010 διαφορά 4,36 ευρώ, από 16-4-2010 έως 15-5-2010 διαφορά 4,35 ευρώ, από 16-5-2010 έως 15-6-2010 διαφορά 4,34 ευρώ, από 16-6-2010 έως 15-7-2010 διαφορά 4,33 ευρώ, από 16-7-2010 έως 15-8-2010 διαφορά 4,32 ευρώ, από 16-8-2010 έως 15-9-2010 διαφορά 4,31 ευρώ, από 16-9-2010 έως 15-10-2010 διαφορά 4,29 ευρώ, από 16-10-2010 έως 15-11-2010 διαφορά 4,28 ευρώ, από 16-11-2010 έως 15-12-2010 διαφορά 4,27 ευρώ, από 16-12-2010 έως 15-1-2011 διαφορά 4,26 ευρώ, από 16-1-2011 έως 15-2-2011 διαφορά 4,25 ευρώ, από 16-2-2011 έως 15-3-2011 διαφορά 4,24 ευρώ, από 16-3-2011 έως 15-4-2011 διαφορά 4,22 ευρώ, από 16-4-2011 έως 15-5-2011 διαφορά 4,21 ευρώ, από 16-5-2011 έως 15-6-2011 διαφορά 4,20 ευρώ, από 16-6-2011 έως 15-7-2011 διαφορά 4,27 ευρώ, από 16-7-2011 έως 15-8-2011 διαφορά 4,26 ευρώ, από 16-8-2011 έως 15-9-2011 διαφορά 4.24 ευρώ, από 16-9-2011 έως 15-10-2011 διαφορά 4,23 ευρώ, από 16-10-2011 έως 19-10-2011 διαφορά 1,39 ευρώ, στις 16-3-2018 διαφορά 421,23 ευρώ, στις 11-4-2018 διαφορά 4,68 ευρώ, στις 29-5-2018 διαφορά 8,63 ευρώ, στις 13-6-2018 διαφορά 2,69 ευρώ και στις 4-9-2018 διαφορά 14,89 ευρώ (βλ.σχετ. συνημμένη καρτέλα). Επομένως, βάσει των ανωτέρω, τα όσα σχετικώς υποστηρίζονται με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτά ως κατ’ ουσίαν βάσιμα και ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή με αρ. κατ. ……/2012 ανακοπή μετά των πρόσθετων λόγων αυτής, να ακυρωθούν μερικώς τόσον η με αριθμ. ……./2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όσο και η κάτωθι αυτής από 26-9-2019 επιταγή προς εκτέλεση, κατά το ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (150,29) που αφορά συμβατικούς τόκους για το χρονικό διάστημα από 11-12-2008 έως τις 19-10-2011 και κατά το ποσό των τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (452,33) που αφορά συμβατικούς τόκους για το χρονικό διάστημα από 19-10-2011 έως τις 4-9-2018. Αντίθετα, τα όσα σχετικώς υποστηρίζονται αναφορικά με το μη εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας καθότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τα υπόλοιπα κονδύλια της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, απορριπτομένων των λοιπών λόγων της υπό κρίση έφεσης σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό της παρούσας, καθότι αυτή ως διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δεν διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης, αλλά την έννομη σχέση αυτής και δεν διατυπώνει ιδιαίτερο αίτημα, το οποίο θα έπρεπε να δεχθεί ή να απορρίψει, έστω και σιωπηρά το Δικαστήριο (ΑΠ 666/2015 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα «Areiospagos.gr», ΕφΑθ 121/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Επίσης, ενόψει της μερικής ευδοκίμησης της υπό κρίση έφεσης, ανεξαρτήτως της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης (Α.Π. 532/2016, ΕλΔνη 2017, σελ. 1426) πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου με αριθμ. …………….., ποσού εκατό (100,00) ευρώ στην εκκαλούσα. Τα δικαστικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης που εν μέρει νίκησε και αφορούν και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (δεδομένου ότι, εάν η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανισθεί, έστω και κατ’ ελάχιστον, όπως εν προκειμένω, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο περί της δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης) ζήτημα για το οποίο αποφαίνεται ενιαία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 521/2002, Δ 2003, σελ. 506), δεν επιδικάζονται, ελλείψει σχετικού αιτήματος συνεπεία της ερημοδικίας της. Περαιτέρω, ύστερα από σχετικό αίτημα, μέρος των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της μερικής νίκης και ήττας της (άρθρα 106, 178 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εφεσίβλητη-υπέρ η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, παρότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, δεδομένου ότι δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας έχει και ο απολειπόμενος αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του (ΑΠ 338/2017, ΕφΑθ 121/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»), ενόψει του ότι τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (Ολ. ΑΠ 15/2001, ΑΠ 1596/2018 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει ματαιωθείσα τη συζήτηση της με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης.
Συνεκδικάζει τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022 έφεση και τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, αντιμωλία της εκκαλούσας-καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, και λογιζομένης της εφεσίβλητης-υπέρης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ως αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την εφεσίβλητη στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει εν μέρει τη με αριθμ. 1945/2019 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και δη, κατά το κεφάλαιο, κατά το οποίο απορρίφθηκε το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου του με αριθμ. ΓΑΕΚ/ΕΑΚ/……../2018 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής.
Κρατεί και δικάζει το πρώτο σκέλος του τρίτου πρόσθετου λόγου του με αρ. κατ. ΓΑΕΚ/ΕΑΚ/………/2018 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής.
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή, κατά τα ανωτέρω.
Ακυρώνει μερικώς τη με αριθμ. …../2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την κάτωθι αυτής, από 26-9-2012 επιταγή προς εκτέλεση και συγκεκριμένα, κατά το ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (150,29) που αφορά συμβατικούς τόκους για το χρονικό διάστημα από 11-12-2008 έως τις 19-10-2011 και κατά το ποσό των τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (452,33) που αφορά συμβατικούς τόκους για το χρονικό διάστημα από 19-10-2011 έως τις 4-9-2018.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά, κατ’ ουσίαν την έφεση
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου με αριθμ. αριθμ. ………………, ποσού εκατό (100,00) ευρώ στην εκκαλούσα και
Καταδικάζει την εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 26 Ιουλίου 2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Your post was fantastic! Your ideas are intriguing. Keep up the good work and write more!
ΑπάντησηΔιαγραφή