Το
παρόν κείμενο αποτελεί μια συνοπτική παρουσίαση των σχετικών προβλέψεων της
νομοθεσίας για τη δυνατότητα ή μη, δόμησης κατοικίας στις εκτός των
εγκεκριμένων σχεδίων και οικισμών περιοχές. Στόχο έχει την παρουσίαση -ιστορικά
– της διαδρομής της σχετικής νομοθεσίας κατά τον τελευταίο αιώνα, εκκινώντας
από τον πρώτο συγκροτημένο πολεοδομικό νόμο (Νομ. Δ/γμα της 17.7.1923) μέχρι
τον Ν. 3212/2003, με τον οποίο πλέον ορίστηκε ρητώς ως υποχρεωτικό το πρόσωπο
25μ. του ακινήτου σε κοινόχρηστο δρόμο προκειμένου αυτό να δομείται. Απώτερος
στόχος αποτελεί η εις βάθος κατανόηση των συνθηκών, όπου μετά τις σχετικές
αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολ ΣτΕ 176/2023, 1206/2023,
1652/2019, 962/2018, 665/2018 7μ., κτλ) με τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο
έχει ερμηνεύσει τη νομοθεσία προβάλλοντας ως υποχρεωτικό το πρόσωπο των εκτός
σχεδίου γηπέδων σε αναγνωρισμένη κοινόχρηστη οδό προκειμένου αυτά να
καθίστανται δομήσιμα, η εκτός σχεδίου δόμηση έχει «παγώσει» και μεγάλος αριθμός
ιδιοκτητών έχει βρεθεί στη δυσάρεστη θέση της μη δυνατότητας αξιοποίησης της
περιουσίας του. Την σύντομη παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου, συνοδεύουν
κάποια βασικά συμπεράσματα.
·
Με το Νομοθετικό Διάταγμα (ΝΔ) της
17.7.1923 (ΦΕΚ 228 Α΄) επιχειρήθηκε η δημιουργία πολεοδομικών σχεδίων στις
οικιστικές περιοχές, με ταυτόχρονο περιορισμό της δυνατότητας δόμησης στις
περιοχές χωρίς σχέδιο, κυρίως μέσω της απαγόρευσης δημιουργίας νέων δρόμων
προσπέλασης. Όσες οδοί ήταν προϋφιστάμενες θεωρήθηκε ότι νομίμως υφίστανται.
Ειδικότερα, με το άρθρο 20 του ΝΔ απαγορεύτηκε η διάνοιξη οδών και
γενικότερα κοινόχρηστων χώρων με ιδιωτική πρωτοβουλία, απαγορεύτηκαν οι
σχετικές δικαιοπραξίες και ορίστηκε ότι τέτοιες μεταβιβάσεις θεωρούνται
αυτοδικαίως άκυρες (παρ. 1). Εξαιρέθηκαν ρητώς οι περιπτώσεις καλλιεργούμενων
εκτάσεων, στις οποίες επετράπη η διάνοιξη αγροτικών διόδων αποκλειστικά για τη
μεταφορά προϊόντων και όχι για δόμηση ή κατάτμηση των γηπέδων (παρ. 3). Οι
αγροτικές αυτές οδοί, δεν συνδέθηκαν με την «πολεοδομική» έννοια της
«κοινοχρησίας» καθώς αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη δυνατότητα πρόσβασης στα
καλλιεργούμενα κτήματα. Το ΝΔ προέβλεψε στο άρθ. 17, ότι η εκτός σχεδίου και
εκτός ζωνών δόμηση (αυτοδίκαια οι ζώνες στα 500μ. από τα όρια των οικισμών λόγω
μη καθορισμού τους), υπόκειται σε περιορισμούς που θα οριστούν με σχετικό
προεδρικό διάταγμα το οποίο θα βασιστεί στην αρχή ότι δεν πρέπει να
δημιουργούνται οικιστικές περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, (ιδιωτική ρυμοτομία)
ενώ εξαίρεση στον κανόνα αυτό, αποτελούν τα έχοντας πρόσωπο σε αναγνωρισμένες
από το κράτος αμαξιτές οδούς και σιδηροδρομικές γραμμές.
·
Με το Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) στο ΦΕΚ
231/Α/1928, κατ’ εξουσιοδότηση του ΝΔ 1923 (το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 1924),
καθορίστηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές. Εντός
των ζωνών 500μ. γύρω από τις πόλεις και τους οικισμούς επετράπη μόνο η ανέγερση
κτιρίων και εγκαταστάσεων που δεν είναι συμβατές με τους οικισμούς (όπως
βιομηχανίες, νοσοκομεία, κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις κτλ). Η αρτιότητα ορίστηκε
στα 2 ή στα 8 στρ. ανάλογα με τη χρήση, ενώ τα κτίρια έπρεπε να ανεγείρονται
στις «ιδανικές εκτάσεις των εγκεκριμένων οδών» (δηλαδή στις νοητές επεκτάσεις
τους, προκειμένου να είναι δυνατή η ακώλυτη επέκταση του σχεδίου στο μέλλον).
Στην περιοχή πέραν των ζωνών των πόλεων και οικισμών, ορίστηκε ως ελάχιστη
επιφάνεια γηπέδου τα 4 στρέμματα ενώ με το άρθ. 6 του ΠΔ ορίστηκε ότι κατά
μήκος των εθνικών, επαρχιακών και δημοτικών οδών (και σιδηροδρομικών γραμμών),
μπορεί να ανεγερθεί από μια σειρά εξοχικών κατοικιών. Συνεπώς στο
αρχικό διάταγμα ρύθμισης της εκτός σχεδίου δόμησης, ορίστηκε ότι κατοικία
επιτρέπεται μόνο επί του αναγνωρισμένου από το κράτος, οδικού και
σιδηροδρομικού δικτύου και πάντως πέραν των 500μ. από τις πόλεις και τους
οικισμούς (έτσι ώστε να αποφευχθεί η άτυπη επέκταση των οικισμών,
χωρίς σχέδιο).
·
Βάσει του ΠΔ στο ΦΕΚ 421/Α/1929 που
ακολούθησε (και του Ν. 3406 που αυτό κωδικοποίησε), χαρακτηρίστηκαν οι
εκτός σχεδίου οδοί είτε ως εθνικές και επαρχιακές, είτε ως δημοτικές –
κοινοτικές, είτε ως αγροτικές. Για την πρώτη κατηγορία (εθνικές και
επαρχιακές) ορίστηκαν ειδικά κριτήρια και διαδικασίες για τον χαρακτηρισμό,
σχεδιασμό, κατασκευή και συντήρησής τους. Για τη δεύτερη κατηγορία (δημοτικές –
κοινοτικές) ορίστηκε ότι οι οδοί αυτές, αποτελούν εκείνες που ενώνουν οικισμούς
μεταξύ τους ή με την επαρχιακή/εθνική οδό (άρθ. 4), ενώ μεταγενέστερα ορίστηκε
ότι αυτές χαρακτηρίζονται με σχετική απόφαση Νομάρχη. Τέλος, ως «αγροτικές»
ορίστηκαν οι οδοί που οδηγούν από τους οικισμούς στην πέριξ αυτών περιοχές (γεωργοκτηνοτροφικές),
οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο χαρακτηρισμού και κατά μήκος των οποίων δεν
επιτρεπόταν η ανέγερση εξοχικών κατοικιών βάσει του ΠΔ ΦΕΚ 231/Α/1928.
·
Το άρθ 6 του από 1928 ΠΔ τροποποιήθηκε με
το ΠΔ στο ΦΕΚ 299/Α/1929 και καθορίστηκε για όλη την εκτός σχεδίου περιοχή
(εντός και εκτός ζώνης), στα έχοντας πρόσωπο 10μ. και βάθος 15μ. στις εθνικές,
επαρχιακές, δημοτικές – κοινοτικές οδούς (και στις σιδηροδρομικές γραμμές) η
δυνατότητα δόμησης μιας σειράς οικοδομών (όχι μόνο εξοχικών κατοικιών). Συνεπώς,
ένα μόλις χρόνο μετά τη ρύθμιση της δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές, η
κατοικία μπορούσε πλέον να ανεγερθεί παντού εκτός ζώνης οικισμών (δεδομένου
ότι το αρθ 1 περί απαγόρευσης κατοικίας εντός ζώνης συνέχισε να ισχύει), όμως
είτε σε μικρά γήπεδα (ακόμα και 750 τ.μ.) εφόσον βρίσκονταν εκατέρωθεν των
χαρακτηρισμένων και αναγνωρισμένων ως δημοσίων /δημοτικών οδών/ σιδηροδρομικών
γραμμών, είτε σε γήπεδα μεγαλύτερα των 4 στρεμμάτων (εφόσον δεν υπήρχε πρόσωπο
στο αναγνωρισμένο αυτό οδικό δίκτυο). Η προϋπόθεση όμως του προσώπου σε
δρόμο, φαίνεται ότι ίσχυε και στις δύο περιπτώσεις. Κι αυτό γιατί η
συνέχιση της ισχύος του άρθ 8 του από 1928 ΠΔ, σύμφωνα με το οποίο για όλες τις
ανεγειρόμενες οικοδομές εκτός σχεδίου, πέραν των σαφώς οριζόμενων όρων της εκτός
σχεδίου, ισχύουν οι γενικές διατάξεις περί ανεγειρόμενων οικοδομών εντός
σχεδίου πόλεως, σε συνδυασμό με την απαγόρευση δημιουργίας νέων οδών με
ιδιωτική πρωτοβουλία μετά το 1924 με σκοπό την αποφυγή εξάπλωσης της
δόμησης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αναγκαιότητα προσώπου σε
κοινόχρηστο δρόμο υπήρχε. Εφόσον όμως τα ακίνητα βρίσκονταν παρά του
αναγνωρισμένου οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, το αναγκαίο μέγεθος
(αρτιότητα) για να καθίστανται δομήσιμα ήταν πολύ μικρότερο από εκείνο που
απαιτούνταν για όσα ακίνητα είχαν μεν πρόσωπο σε οδό, όμως, διαφορετικών
χαρακτηριστικών (αποτελούσαν επομένως άλλες οδούς οι οποίες δεν ανήκαν στις
χαρακτηρισμένες από το από 1929 ΠΔ, πλην βεβαίως των «αγροτικών» που ούτε
χαρακτηρίζονταν, ούτε αποτελούσαν υποχρεωτικά κοινόχρηστες οδούς, αλλά
εξυπηρετούσαν αποκλειστικά την απαραίτητη πρόσβαση στις καλλιεργούμενες
εκτάσεις).
·
Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόστηκαν για 33
έτη (πλην συμπληρώσεων – τροποποιήσεων των άρθ 5 και 6 με το ΦΕΚ 133/Δ/1960),
και συγκεκριμένα μέχρι το 1962, όταν με το ΒΔ που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ
142/Δ/1962, η κατά παρέκκλιση αρτιότητα των 750 τ.μ. αυξήθηκε σε 1200 τ.μ., το
πρόσωπο από 10μ. σε 20μ. και το βάθος από 15 σε 35μ. Σε κάθε περίπτωση, αυτά
εξακολουθούσαν να ισχύουν για τα ακίνητα με πρόσωπο στους χαρακτηρισμένους
δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές και συγκεκριμένα για μια σειρά οικοδομών
εκατέρωθεν των αξόνων, ενώ ορίστηκε εκ νέου, ότι ως δημοτικές – κοινοτικές οδοί
για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής, νοούνται οι μοναδικοί δρόμοι που
ενώνουν οικισμούς ή συνδέουν με επαρχιακές και εθνικές οδούς.
Ενδεχομένως η
αναγκαιότητα εκ νέου ορισμού της έννοιας των δημοτικών οδών για την
εφαρμογή των γνωστών πλέον ως «παρεκκλίσεων της εκτός σχεδίου δόμησης», ως των
οδών εκείνων που ενώνουν τους οικισμούς, αλλά πλέον ρητώς ως των
κύριων/μοναδικών από τους ενδεχομένως πολλούς δρόμους που ενώνουν τους
οικισμούς, προέκυψε από την εντωμεταξύ τροποποίηση του ΠΔ ΦΕΚ 421/Α/1929, με
τον νεότερο Ν. 3155/1955 (ΦΕΚ 63/Α/1955) «Περί κατασκευής και συντηρήσεως
οδών». Σύμφωνα με τον νεότερο αυτόν Νόμο, ως δημοτικές νοούνται πλέον «αι
εξυπηρετούσαι τας πάσης φύσεως ανάγκας ενός Δήμου ή μιάς Κοινότητος εντός των
διοικητικών ορίων αυτού». Επομένως, το 1955 διαχωρίστηκε ουσιαστικά η
πολεοδομική έννοια της «δημοτικής οδού», η οποία χορηγεί τη δυνατότητα
παρεκκλίσεων, με την οδική/συγκοινωνιακή έννοια της – επίσης – «δημοτικής οδού»
που υφίσταται νομίμως και εξυπηρετεί τον Δήμο, δεν χορηγεί όμως τη δυνατότητα
παρεκκλίσεων ·σε κάθε περίπτωση όμως αυτοί οι δρόμοι υφίστανται και
προφανώς προσδίδουν πρόσβαση και επομένως «όριο με τον δρόμο» στα ακίνητα
εκατέρωθεν.
Σημαντικό
επίσης είναι ότι ενώ στο χαρακτηρισμό των οδών του κράτους έτους 1929,
υπήρχε η έννοια της «αγροτικής οδού», το 1955 αυτή έπαψε να υπάρχει.
Ενδεχομένως αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τον όχι απαραίτητα κοινόχρηστο
χαρακτήρα των αγροτικών οδών, ώστε αυτοί να συνιστούν οδούς του κράτους.
Άλλωστε ήδη από το 1923, οι αγροτικές οδοί συνδέονταν αποκλειστικά με τις
καλλιεργούμενες εκτάσεις και δεν αφορούσαν ούτε τη δόμηση ούτε το κράτος ως
υποχρέωση συντήρησης και έργων οδοποιίας. Σημαντικό δίκτυο παλαιών αγροτικών
μονοπατιών έχουν κοινόχρηστο χαρακτήρα και εξυπηρετούσαν ανέκαθεν την πρόσβαση
των αγροτών, βοσκών και ζώων (σε πολλές περιπτώσεις όμως μεγάλα τους τμήματα
καταστράφηκαν στην πορεία του χρόνου από τη διάνοιξη δημοτικών και επαρχιακών
οδών) όμως, άλλες αγροτικές οδοί διανοίχθηκαν σε ιδιωτικές εκτάσεις (που ρητώς
επετράπησαν από το ΝΔ του 1923 εφόσον αυτές εξυπηρετούσαν μόνο τη μεταφορά
αγροτικών προϊόντων) που στην πορεία των χρόνων περιήλθαν σε κοινή χρήση. Όσες
δεν σχετίζονταν με την προσπάθεια ιδιωτικής ρυμοτόμησης και επομένως, δεν
οδήγησαν στον κατακερματισμό της αγροτικής γης αποτελούν νομίμως διανοιγμένες
αγροτικές οδούς. Σε κάθε περίπτωση, η κυριότητα της επιφάνειας που
καταλαμβάνουν αγροτικές οδοί οι οποίες διανοίχθηκαν από ιδιώτες, είτε αυτές
φαίνεται να έχουν αφεθεί σε κοινή χρήση είτε όχι, εξετάζεται από τα πολιτικά
δικαστήρια και σχετίζεται με το χρόνο.
Η
θέσπιση επομένως από την πολιτεία το 1955, επιπλέον των κυρίων/μοναδικών
δημοτικών οδών που περιγράφονταν στη νομοθεσία του 1929, και όλων εκείνων των
νομίμως υφιστάμενων δημοτικών οδών ως το σύνολο των δρόμων που εξυπηρετούν τις
ανάγκες ενός Δήμου, ενισχύει το επιχείρημα ότι οι «δευτερεύουσες», μη
αναγνωρισμένες δημοτικές οδοί, οι οποίες όμως κατά τη νομοθεσία εξυπηρετούσαν
τις ανάγκες του Δήμου χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία χαρακτηρισμού τους,
αποτελούσαν τις οδούς εκείνες οι οποίες προσέδιδαν «πρόσωπο» στα ακίνητα για τα
οποία δεν εφαρμόζονταν οι παρεκκλίσεις. Άλλωστε πρόκειται για
αυταπόδεικτο συμπέρασμα, ότι η πρόσβαση στη δομημένη ιδιοκτησία οφείλει να
είναι ακώλυτη και επομένως από δίκτυο κοινόχρηστων χώρων. Λειτουργικά, είναι
εντελώς διαφορετική η προσέγγιση ανθρώπων και ζώων σε μη περιφραγμένες ιδιοκτησίες,
η οποία μπορεί να γίνεται ενδεχομένως και διαμέσου τρίτων ιδιοκτησιών, από
εκείνη της πρόσβασης στην ιδιοκτησία όπου υπάρχει κατοικία, η οποία οφείλει να
είναι ακώλυτη, επομένως μόνο μέσω κοινόχρηστων χώρων (ή και χώρων σε «κοινή
χρήση»).
·
Με το ΒΔ στο ΦΕΚ 141/Δ/1964 η αρτιότητα
των 1200 τ.μ. αυξήθηκε περαιτέρω στα 2000τμ, το πρόσωπο σε 25μ., με βάθος 40μ.
ενώ επετράπησαν περισσότερα του ενός κτισμάτων ανά γήπεδο, όμως μόνο επί της
οδού (σε σειρά). Διατηρήθηκαν δε οι παρεκκλίσεις των 750 τ.μ. (μέχρι το 1962)
και 1200 τ.μ. (μέχρι το 1964).
·
Το ΠΔ που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 307/Δ/1976,
ρύθμισε ειδικότερα την κατοικία στις εκτός σχεδίου περιοχές. Αν και
τιτλοφορείται ως τροποποίηση των άρθ 5 και 6 του από 1928 ΠΔ, έμμεσα
τροποποίησε και το αρθ. 1 με το οποίο δεν επιτρεπόταν η εντός ζώνης ανέγερση
κατοικίας. Το ΠΔ του 1976, επέτρεψε την ανέγερση κατοικιών στο σύνολο
της εκτός σχεδίου περιοχής, ορίζοντας ως γενική αρτιότητα τα 4 στρ.,
μέγιστη επιφάνεια κάλυψης τα 200 τ.μ. με 2 ορόφους (δηλαδή 400 τ.μ. ή 10% δόμηση),
απαιτούμενες αποστάσεις κτλ., ενώ διατηρήθηκαν οι παρεκκλίσεις αρτιότητας
εφόσον τα ακίνητα είχαν πρόσωπο σε νομίμως καθορισμένες/αναγνωρισμένες μέχρι
τότε εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές οδούς και σιδηροδρομικές
γραμμές, ενώ τα κτίσματα έπρεπε επιπλέον να τηρούν και τις αποστάσεις ασφαλείας
της υπεραστικής συγκοινωνίας (αρθ. 3). Ειδική μνεία γίνεται δε στα συγκροτήματα
κατοικιών και πολυκατοικίες που ανεγέρθησαν με τον Α.Ν 395/1968 (άρθ. 3), που
δεν εξετάζονται όμως εδώ. Το ΠΔ του 1976, δεν κάνει επίσης καμία αναφορά σε
πρόσωπο στο οδικό δίκτυο πέραν του χαρακτηρισμένου/αναγνωρισμένου
εθνικού/επαρχιακού/κύριου δημοτικού που χορηγεί τις παρεκκλίσεις. Όλες οι
υπόλοιπες οδοί, αναφέρονται στα τοπογραφικά διαγράμματα, συμβόλαια κτλ ως «δημοτικές»,
απλά και μόνο επειδή «εξυπηρετούν τις ανάγκες του Δήμου» χωρίς ποτέ κανείς να
τις χαρακτηρίσει αφού δεν υπήρχε τέτοια πρόβλεψη της νομοθεσίας. Σε περίπτωση
αίτησης οικοδομικής άδειας, ο Δήμος βεβαίωνε ότι αποτελεί Δημοτική οδό, με το
σκεπτικό ότι συντηρείται από αυτόν, έχει ασφαλτοστρωθεί, έχουν περάσει δίκτυα
κτλ.
Ας
σημειωθεί ότι στους επίσημους χάρτες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (1955,
1965, 1975) το οδικό δίκτυο διακρίνεται σε Εθνικό, Επαρχιακό, Κοινοτικό
(δημοτικό), σε καρροποίητες οδούς (χωρίς οδόστρωμα) και τέλος σε ημιονικές
οδούς (μη αμαξιτοί δρόμοι, μονοπάτια, καλντερίμια). Ως Κοινοτικό Δίκτυο
δε, νοείται το σύνολο των δρόμων με οδόστρωμα και όχι μόνο οι μοναδικές οδοί
που ενώνουν οικισμούς. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι η συγκεκριμένη εποχή
αφορά μια περίοδο όπου έχει ξεκινήσει η ανέγερση εξοχικών κατοικιών στις εκτός
σχεδίου περιοχές, στις οποίες γίνονται κατατμήσεις προκειμένου να προκύψουν
ακίνητα 4 στρεμμάτων για την προσφορότερη εκμετάλλευση της γης σε σχέση με τη
δόμηση. Στην πράξη, οι κατατμήσεις αυτές γίνονταν είτε διανοίγοντας ιδιωτικά
οδούς κατά παράβαση της νομοθεσίας, ώστε να χορηγηθεί η απαιτούμενη πρόσβαση,
είτε αντικαθιστώντας τα μονοπάτια με δρόμους, είτε μέσω της σύστασης δουλειών
διόδου, έχοντας ως συνέπεια τη δημιουργία πολλών ‘τυφλών’ – χωρίς πρόσωπο σε
δρόμο – ακινήτων.
·
Με το ΠΔ που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ
133/Δ/1977 αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 1, 2 και 4 του από 1928 ΠΔ και ορίστηκε
ότι εντός της ζώνης των πόλεων (500μ.) η κατοικία επιτρέπεται μόνο ως
συνοδευτική εγκατάσταση των γεωργοκτηνοτροφικών χρήσεων γύρω από οικισμούς κάτω
των 5000 κατοίκων (αγροικία μικρότερη από 100 τ.μ.) στα 8 στρ., ενώ οι λοιπές
χρήσεις (βιομηχανία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ευαγή ιδρύματα) στα 4 στρ.
αρτιότητα. Φαίνεται επομένως ότι «διορθώθηκε» μεν η σιωπηρή τροποποίηση του αρθ
1 του από 1928 ΠΔ που είχε επέλθει με το από 1976 ΠΔ επιτρέποντας ουσιαστικά
την κατοικία εντός ζώνης, παράλληλα όμως συνέχισε να ισχύει η πρόβλεψή του που
επέτρεπε την κατοικία στα κατά παρέκκλιση γήπεδα με πρόσωπο στις εθνικές,
επαρχιακές και δημοτικές οδούς, ακόμα και εντός ζώνης πόλεων, δεδομένου ότι το
από 1977 ΠΔ δεν τροποποίησε το από 1976 ΠΔ (αρθ. 5 και 6).
·
Στο άρθρο 4 του ν. 651/1977 προβλέφθηκε
ποινή φυλάκισης 3 μηνών έως 1 έτους καθώς και χρηματική ποινή για όποιον
μεταβιβάζει την κυριότητα ακινήτων κατά παράβαση των διατάξεων του ΝΔ 1923, με
το οποίο είχε απαγορευτεί η διάνοιξη οδών από ιδιώτες και άνευ σχεδιασμού.
Προφανώς το πρόβλημα των παράνομων κατατμήσεων είχε πλέον γίνει τόσο έντονο που
αναγκάστηκε ο νομοθέτης να επιβάλλει σκληρές ποινές, σε μια προσπάθεια
αναχαίτισής του.
·
Με την παρ. 2 του άρθρου
6 του Ν. 720/1977 (καταργήθηκε το 1983 με τον ν. 1337) ορίστηκε ότι οι
ιδιωτικές οδοί που έχουν σχηματιστεί πριν την ισχύ του ν. 651/1977, αποτελούν
αγροτικές οδούς ενώ για τη δόμηση ισχύουν οι εκάστοτε πολεοδομικές διατάξεις. Φαίνεται επομένως ότι λίγους μήνες μετά την
επιβολή των σκληρών ποινών για τη διάνοιξη ιδιωτικών οδών, ο νομοθέτης
ανακάλεσε την αυστηρή διάταξη, ίσως επειδή διεφάνη το πρόβλημα έλλειψης δυνατότητας
δόμησης μεγάλου αριθμού εκτός σχεδίου ακινήτων, αφού αυτά είχαν πρόσωπο σε
ιδιωτικές οδούς. Με τον τρόπο αυτό, «άνοιξε» ξανά η δυνατότητα μεταβιβάσεων,
ενώ παράλληλα θεωρήθηκε σιωπηρώς, ότι αφού δομείται το σύνολο της εκτός σχεδίου
και δεν αναφέρεται ρητώς στη νομοθεσία η αναγκαιότητα προσώπου σε
χαρακτηρισμένη/αναγνωρισμένη εθνική/επαρχιακή/δημοτική οδό, δύναται το ακίνητο
να έχει πρόσβαση/πρόσωπο σε αγροτική οδό. Η διαπίστωση αυτή, προκύπτει και από
το γεγονός ότι τοπογραφικά διαγράμματα της εποχής εκείνης – αλλά και πιο
πρόσφατα -, παρουσιάζουν ως οικοδομήσιμα τα ακίνητα με πρόσωπο σε αγροτική οδό.
·
Δεν είναι τυχαίο ότι ένα χρόνο αργότερα
καταργείται και αντικαθίσταται το από 1928 ΠΔ με νέο ΠΔ για τη ρύθμιση της
εκτός σχεδίου δόμησης η οποία είχε πάρει προφανώς μεγάλες διαστάσεις. Με το ΦΕΚ
538/Δ/1978 κωδικοποιείται και εμπλουτίζεται ουσιαστικά η σχετική νομοθεσία,
μεταβάλλοντας ορισμένες από τις μέχρι τότε ρυθμίσεις. Η κατοικία
επιτρέπεται πλέον παντού (και εντός ζώνης), η περίφραξη των γηπέδων επίσης,
στις περιπτώσεις ακινήτων μεταξύ δρόμου και θάλασσας υποχρεωτικά αυτή
τοποθετείται εσώτερα κατά 3μ ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη πρόσβαση στη
θάλασσα, καθορίζεται γενική αρτιότητα στα 4 στρ. ενώ για όσα ακίνητα υφίσταντο
τον 4ο/1977 εντός ζώνης, αρτιότητα τα 2 στρ. Διατηρούνται επίσης οι
προγενέστερες παρεκκλίσεις των 750, 1200 και 2000τμ στα έχοντας πρόσωπο στις
εθνικές, επαρχιακές και κύριες/μοναδικές δημοτικές οδούς, ενώ ενσωματώνονται
για την κατοικία οι διατάξεις του από 1976 ΠΔ, με μέγιστη δόμηση τα
200τμ, στα βιομηχανικά κτίρια ορίζεται ΣΔ 0,9, στα νοσοκομεία 0,6, στα
ξενοδοχεία 0,4 κτλ και διευρύνονται περαιτέρω οι χρήσεις (όπως ιεροί ναοί και
κοινοτικά ιατρεία στα 500τμ γήπεδα). Το εν λόγω ΠΔ όπως και τα
προηγούμενα, δεν κάνει καμία ευθεία αναφορά στο αναγκαίο πρόσωπο των γηπέδων
πλην των περιπτώσεων παρεκκλίσεων επί του χαρακτηρισμένου/αναγνωρισμένου οδικού
και σιδηροδρομικού δικτύου. Δεδομένου επομένως, ότι εξακολουθούν και
ισχύουν παράλληλα, οι προβλέψεις του ΝΔ του 1923 σε συνδυασμό με τον ΓΟΚ 1973
που ήδη είχε τεθεί σε ισχύ (ΝΔ 8/73) με αρκετές διατάξεις του οποίου να
ρυθμίζουν και τη δόμηση στα εκτός σχεδίου ακίνητα, προκύπτει έμμεσα η
αναγκαιότητα ορίου του δομήσιμου εκτός σχεδίου ακινήτου σε κοινόχρηστο χώρο·
όχι όμως ‘αναγνωρισμένο’ όπως είναι το οδικό δίκτυο των
εθνικών/επαρχιακών/κύριων και μοναδικών δημοτικών οδών, αφού η νομοθεσία δεν
προέβλεπε τέτοια διαδικασία αλλά ούτε και αναγκαιότητα χαρακτηρισμού των οδών.