Σιδηροδρομικό ατύχημα το οποίο είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό της ενάγουσας και δη τον ακρωτηριασμό αμφοτέρων των κάτω άκρων της. Αποκλειστική υπαιτιότητα των προστηθέντων υπαλλήλων του ΟΣΕ (του μηχανοδηγού, του προϊσταμένου υπηρεσίας αμαξοστοιχίας και του σταθμάρχη). Αδικοπραξία. Επιδίκαση ποσών για πρόσληψη βοηθού-νοσηλεύτριας, υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας, αγορά ορθοπεδικών ειδών, μελλοντικές δαπάνες για την πρόσληψη βοηθού νοσηλεύτριας, μελλοντικές δαπάνες για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας. Δεδικασμένο. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης λόγω θανάτωσης ή βλάβης σώματος ή της υγείας προσώπου αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για τον μεταγενέστερο χρόνο κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες. Βάρος επίκλησης και απόδειξης του χαρακτηρισμού μίας ζημίας ως απρόβλεπτης.
Αριθμός απόφασης 6/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Σοφία Λυμπεριάδου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Εφετείο Λάρισας και από το Γραμματέα Χρήστο Κανελλιά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στη Λάρισα την 21η Οκτωβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος Α.Ε», που εδρεύει στη Αθήνα οδός Καρόλου αρ. 1-3), με ΑΦΜ . που εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χ Σ, του Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων (AM ...)
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : ., κατοίκου Περισσού Αττικής (οδός .) με ΑΦΜ . που εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Α Τ, του Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων (AM ...).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 23.12.2019 (αριθ. έκθ. κατάθεσης ./23.125019) αγωγή της που άσκησε κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ζήτησε ό,τι αναφέρει σ' αυτήν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθ. 275/2021 οριστική απόφαση του, δικάζοντας κατ' αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα - εναγομένη με την κρινόμενη από 22.10.2021 έφεση της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./22.10.2021. η οποία με την υπ' αριθ. ./2021 πράξη ορισμού δικασίμου του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων προκατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με δήλωση κατά το άρθρο 22 παρ.2 ΚΠολΔ
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθ 275/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της απευθυνόμενης ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από 23.12.2019 (αριθ. έκθ κατάθεσης ./23.12.2019) αγωγής της εφεσίβλητης - ενάγουσας κατά της εκκαλούσας-εναγομένης, έχει ασκηθεί από την τελευταία που ηττήθηκε πρωτοδίκως κατά ένα μέρος, νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στις 22 10-2021 στη γραμματεία του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο παρ. 1 του ΚΠολΔ). και εμπρόθεσμα, ειδικότερα δε εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σ' αυτήν (εκκαλούσα - εναγομένη) που έλαβε χώρα στις 27.9.2021 και για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3Α ΚΠολΔ υπ' αριθ. . ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με την επισημείωση της Γραμματέως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στην εκεί έκθεση κατάθεσης Συνεπώς, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 511, 513 παρ. 1 εδ β', 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ, η κρινόμενη έφεση, η οποία εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 ΚΠολΔ). πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη με την από 23.12.2019 (αριθ. εκθ. κατάθεσης ./23.12.2019) αγωγή της που άσκησε κατά της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ιστορούσε ότι στις 8.2.2000 εξαιτίας της περιγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, συνέβη σιδηροδρομικό ατύχημα που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό της και δη τον ακρωτηριασμό αμφοτέρων των κάτω άκρων της και ότι οι συνθήκες και τα αίτια του ατυχήματος κρίθηκαν ήδη τελεσιδίκως με την υπ' αριθ. 4767/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, που καταλόγισε αποκλειστική υπαιτιότητα στους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης ήδη εκκαλούσας ως προς την πρόκληση του τραυματισμού της Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι η άνω αδικοπραξία εξακολουθεί να αναδίδει δυσμενείς συνέπειες, καθόσον λόγω του ακρωτηριασμού των ποδιών της, που ήταν συνέπεια του τραυματισμού της, έχει ανάγκη νοσηλευτικής φροντίδας δια βίου επί 24ωρου βάσης, αφού με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις της έτρεψε μερικώς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της σε αναγνωριστικό, ζήτησε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει α) το ποσά των 15.000 ευρώ, εφάπαξ καταβλητέο, που ήδη δαπάνησε και θα δαπανήσει στο μέλλον νια πρόσληψη βοηθού - νοσηλεύτριας, για το χρονικό διάστημα από 9.12.2018 έως 8.12.2027, β) το ποσό των 15.000 ευρώ, εφάπαξ καταβλητέο, ως ιδιαίτερη αμοιβή που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει σε τρίτον για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας, πέραν του οκτάωρου που της προσφέρει νοσηλεύτρια, αν δεν είχε δεχθεί τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες του συζύγου της, για το χρονικό διάστημα από 9.12.2018 έως 6 12.2027, γ) τo ποσό των 10.293 ευρώ που δαπάνησε για αγορά ορθοπεδικών ειδών για την αντικατάσταση των τεχνητών μελών που φέρει εξαιτίας του ακρωτηριασμού της από το ένδικο ατύχημα, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει α) το ποσά των 99 592.80 ευρώ, εφάπαξ καταβλητέο, που ήδη δαπάνησε και θα δαπανήσει στο μέλλον για πρόσληψη βοηθού - νοσηλεύτριας, γιο το χρονικό διάστημα από 9.12.2018 έως 8.12.2027 και β) το ποσό των 99.592.80 ευρώ, εφάπαξ καταβλητέο, ως ιδιαίτερη αμοιβή που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει σε τρίτον για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας, πέραν του οκτάωρου που της προσφέρει νοσηλεύτρια, αν δεν είχε δεχθεί τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες του συζύγου της, για το χρονικό διάστημα από 9.12 2018 έως 8 12.2027, όλα δε τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση επί της άνω αγωγής εκδόθηκε μετά από συζήτηση, κατ' αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλούμενη υπ' αριθ. 276/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς όλα τα κονδύλια της, πλην του παρεπόμενου αιτήματος για κήρυξη προσωρινά εκτελεστής της απόφασης κατά το μέρος που αφορά το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής το οποίο απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα - εναγομένη, με την κρινόμενη έφεση της και ζητεί, για τους λόγους που διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και ν' απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α' 190/30.11.2019, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ. Α' 204/16.12.2019), «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2 Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1 καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30-11-2019 έως σήμερα» (ήτοι έως την 16.12.2019, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4647/2019). Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές οι οποίες κατατέθηκαν από την 30η-11-2019 και εντεύθεν εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως της τυχόν υπαγωγής των αγωγών αυτών και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με ης προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία Σημειώνεται δε ότι ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 Ν. 4640/2019. ως προς τις υποθέσεις της περ β' του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 1η-07-2020 [άρθρο 74 παρ. 13 Ν. 4Θ9Ο/2Ο20), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του όρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία, ήτοι την 30η-11-2019.
Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα - εναγομένη, με το πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης της επαναφέρει τον ισχυρισμό της περί απαράδεχτου της ένδικης αγωγής, που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, ισχυριζόμενη ότι επιβαλλόταν εν προκειμένω να γίνει υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης και να κατατεθεί μαζί με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επιπρόσθετα και το πρακτικό της παραπάνω συνεδρίας. Στην κρινόμενη περίπτωση από το σκεπτικό της εκκαλουμένης αλλά και την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη - ενάγουσα από 10.12.2019 έγγραφη ενημέρωση για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση που είναι υπογεγραμμένη τόσο από την ενάγουσα όσο και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής που κατατέθηκε στις 23.12.2019 τηρήθηκε η διαδικασία της διαμεσολάβησης που προβλέπει η διάταξη ταυ άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης και δη η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, ενώ η υπό κρίση αγωγή δεν καταλαμβάνεται από την τήρηση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας των άρθρων 6 και 7 του ως άνω νόμου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα - εναγομένη, καθόσον έχει κατατεθεί από την 1.7.2020 (βλ. άρθρο 74 παρ. 14 Ν. 4693/2020 σε συνδυασμό με άρθρο 44 του Ν. 4640/2019). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δραστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε παραδεκτή την αγωγή και τη συζήτηση αυτής, απορρίπτοντας σιγή ως αβάσιμο τον σχετικό περί απαραδέκτου της αγωγής ισχυρισμό της εκκαλούσας - εναγομένης, δεν έσφαλλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά σε ορθό συμπέρασμα κατέληξε, τα αντίθετα δε που υποστηρίζονται από την τελευταία (εκκαλούσα - εναγομένη) με τον σχετικό λόγο της κρινόμενης έφεσης της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδαφ. Α' ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης νια την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαία, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητη η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας (ΑΠ 566/2010). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α' του ιδίου Κώδικα κατά την οποία: "κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση κάθε αυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή", εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική αξίωση η ύπαρξη αξίωσης για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, ή οποία υπόκειται κατ' αρχήν, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος όλης αξίωσης για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση. Και τούτο διότι, το μέρος αυτό της αξίωσης καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικώς για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Αναγκαία όμως προϋπόθεση για τη δέσμευση οπό το δεδικασμένο εκδοθείσας απόφασης είναι η ασκούμενη με τη μεταγενέστερη αγωγή αξίωση καταβολής αποζημίωσης για βλάβη π.χ. του σώματος ή της υγείας του παθόντος σε ατύχημα από αυτοκίνητο να μπορούσε εξ αρχής να προβλεφθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ζημία είναι απρόβλεπτη ισχύει νέα παραγραφή για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους Κοινούς Κανόνες, η οποία (παραγραφή) αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και τις αιτιώδους συνάφειας τους με το ατύχημα. Αν επομένως, με τελεσίδικη απόφαση, ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα κρίθηκε πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία, για ορισμένο χρονικό διάστημα και του επιδικάσθηκε για το διάστημα αυτό αποζημίωση για απώλεια εισοδημάτων και με νέα αγωγή του ζητεί πρόσθετη αποζημίωση για τις ίδιες αιτίες λόγω της επικαλούμενης εφ' όρου ζωής ολικής ή μερικής αναπηρίας του, της οποίας έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση, δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης ως προς την έκταση των ζημιών, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει, αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και δεν κρίθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση. Εάν όμως, πρόκειται περί προβλέψιμων αξιώσεων παρατείνεται η παραγραφή σε εικοσαετία με την αναγκαία προϋπόθεση, ότι η απόφαση κατέστη τελεσίδικη, εντός του χρόνου της πενταετίας ή της διετίας κατά περίπτωση καθώς και ότι μέχρι την τελεσιδικία δεν έχει υποκύψει η αξίωση σε προβλεπόμενες βραχυχρόνιες παραγραφές. Και τούτο διότι, η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή, κατ' άρθρο 261 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 36/1996 24/2003). Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολΔ και 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης λόγω θανάτωσης ή βλάβης σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων γη το χρονικά διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ) και εμμέσως (άρθρο 331), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση, είτε με αναγνωριστική αγωγή, είτε με καταψηφιστική και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν εισήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε. Στην περίπτωση δε που από την ζημιογόνο πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλ' άρνηση της ενστάσεως παραγραφής. Έτσι ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεως του (ΑΠ 52/2018 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προσκομίζονται δε νόμιμα με επίκληση και πάλι στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συγκεκριμένα δε απ' όλα γενικώς τα μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα) γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα για τα οποία δεν γίνεται ειδική γιο το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και, όπως προεκτέθηκε όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικό με τους πραγματικούς ισχυρισμούς αυτών (διαδίκων) που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 346/1981 Νο9 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988 75, ΑΠ 187/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 127/2022 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 407/2018 ΤΝΠ Νομός), από την προσκομισθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπ' αριθ ./14.7.2020 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών .... του μάρτυρα της ενάγουσας ... που λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, προ δύο εργασίμων ημερών, κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ' αριθ. .Γ/14.7.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών .), από την προσκομισθείσα από την ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπ' αριθ. ./13.11.2008 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της συμβολαιογράφου Τρικάλων .. του μάρτυρα ., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων και συνεκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, από την προσκομισθείσα από την ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπ' αριθ. ./12.11.2008 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών .. του μάρτυρα ., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων και συνεκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, από την προσκομισθείσα από την ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπ' αριθ. ./1.12.2016 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της συμβολαιογράφου Νίκαιας .. της μάρτυρα .. που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων και συνεκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο την επισκόπηση των νομίμως προσκομιζόμενων με επίκληση φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρ. 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2, 457 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ. Εφ.Πειρ 105/1995, ΕλλΔνη 38, σελ. 1505), καθώς και τις ειδικές ομολογίες των διαδίκων όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο και το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν πλήρως το ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ' αριθ. 476/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η οποία κατέστη ήδη τελεσίδικη και εκδόθηκε μετά από άσκηση έφεσης κατά της υπ' αριθ. 199/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί προγενέστερης (1ης) αγωγής, της ιδίας ενάγουσας, κατά της ιδίας εναγομένης και κατά άλλων εναγομένων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, κρίθηκαν με δύναμη δεδικασμένου ότι στις 7.2 2000 και περί ώρα 23.55 η ενάγουσα, προτιθέμενη να ταξιδέψει από την Αθήνα στην Καλαμπάκα, επιβιβάστηκε σε αμαξοστοιχία της εναγομένης, η οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα - Θεσσαλονίκη, με ενδιάμεσο σταθμό τον Παλαιοφάρσαλο. Περί ώρα 4.30 της 8.2.2000 και ενώ η αμαξοστοιχία έκανε στάση στο σταθμό Παλαιοφαρσάλων για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, η ενάγουσα επιχείρησε να κατέλθει από την αμαξοστοιχία μαζί με άλλους επιβάτες και κατά την κίνηση της αυτή και ενώ βρισκόταν στα σκαλοπάτια του βαγονιού, η αμαξοστοιχία ξεκίνησε, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να απωλέσει την ισορροπία της και να πέσει από το σκαλοπάτι στο οποίο βρισκόταν, στο κρηπίδωμα με τα πόδια της προς την κατεύθυνση της αμαξοστοιχίας, τα οποία ακρωτηριάστηκαν από τις μεταλλικές ρόδες του βαγονιού. Ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του μηχανοδηγού της αμαξοστοιχίας (.). του προϊσταμένου Υπηρεσίας της αμαξοστοιχίας (.) και του σταθμάρχη του σταθμού (.). οι οποίοι ήταν όργανα της εναγομένης, προστηθέντες από αυτήν στις ως άνω υπηρεσίες. Ότι αμέσως μετά το ατύχημα η ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Καρδίτσας και στη συνέχεια στο ΚΑΤ Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε μέχρι και την 9.4.2000 και υποβλήθηκε σε ακρωτηριασμό των κάτω άκρων περίπου στο ύψος των γονάτων, στη συνέχεια δε κρίθηκε αναγκαία η μετάβασή της στο Ινστιτούτο Αποκατάστασης του Σικάγο στις ΗΠΑ για την καλύτερη αποκατάσταση της υγείας της και την τοποθέτηση τεχνητών μελών. Με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η ενάγουσα υποβλήθηκε σε δαπάνες για την μετάβαση, νοσηλεία και παραμονή στο εξωτερικό, συνολικού ποσού 20.634.240 δραχμών, ότι αυτή για δύο έτη από την έξοδο της από το νοσοκομείο ΚΑΤ (9.4.2000) υποβλήθηκε σε δαπάνες διατροφής πλούσιας σε πρωτεΐνες και βιταμίνες, συνολικού ποσού 1.460.000 δραχμών και ότι αυτή ήταν ανίκανη για κάθε είδους εργασία αλλά και ατομική συντήρηση και ότι εξ αυτού του λόγου αναγκάσθηκε και προσέλαβε από 15.4.2000 έως 15.5.2005 ως οικιακή βοηθό την ..., στην οποία κατέβαλε το συνολικό ποσό των 12.000.000 δραχμών. Επίσης με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη εξαιτίας της πρόκλησης του ενδίκου ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμού της υπέστη ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας της επιδικάσθηκε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ το χρηματικό ποσό των 100.000.000 δραχμών.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη παρουσίασε σταδιακή απρόβλεπτη δυσμενή εξέλιξη της υγείας της και άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./16.11.2007 (2η) αγωγή της με την οποία, επικαλούμενη δυσμενείς συνέπειες που αποτελούσαν επιδείνωση από το έτος 2003 της υπάρχουσας κατάστασης της υγείας της που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν on θα επέλθουν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά το χρόνο κατάθεσης της προηγούμενης (1ης) αγωγής της. ζητούσε, να υποχρεωθεί η εναγομένη και οι προστηθέντες από αυτήν - υπαίτιοι του ένδικου ατυχήματος, να της καταβάλλουν εις ολόκληρο, το ποσό των 600.000 ευρώ και ν' αναγνωρισθεί ότι οι ανωτέρω οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρο το ποσά των 1.767.146.25 ευρώ, ως αποζημίωση για τις πρόσθετες ζημίες που υπέστη και ως πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής Βλάβης. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 51/2009 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Λάρισας τόσο η ενάγουσα όσο και οι εκεί εναγόμενοι αντίθετες εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 224/2011 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με την οποία η μεν έφεση της ενάγουσας απορρίφθηκε ως ουσιαστικό αβάσιμη, η δε έφεση των εναγομένων έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως τo ως άνω Δικαστήριο κράτησε και δίκασε την αγωγή στην ουσία της και επιδίκασε μικρότερα ποσά αποζημίωσης από την πρωτόδικη. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση, η οποία κατέστη ήδη τελεσίδικη κατά ένα μέρος, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι η ενάγουσα λόγω του τραυματισμού της από το ένδικο ατύχημα είχε ανάγκη νοσηλευτικής φροντίδας κατ' οίκον για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 16.5.2005 έως 8.12.2006, κατά το οποίο συνέχισε ν' απασχολεί την προαναφερόμενη βοηθό ., επί ίνα οκτάωρο, ήτοι από τις 7.00 έως τις 1500 ημερησίως αντί μηνιαίων αποδοχών 700 ευρώ και συνολικά δαπάνησε για την αιτία αυτή το ποσό των 30.100 ευρώ (700 ευρώ Χ 43 μήνες), ότι η ενάγουσα θα έχει ανάγκη υπηρεσιών τρίτου προσώπου και κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα από 9.12.2008 έως και 8.12.2018, αντί μηνιαίων αποδοχών 700 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενων κατ' έτος σε ποσοστό 3%, για το οποίο θα αναγκασθεί να δαπανήσει το ποσό των 99.18348 ευρώ, ενώ επιπλέον κρίθηκε ότι η ενάγουσα υποβλήθηκε τον Απρίλιο του έτους 2007 σε δαπάνη ποσού 7.766,25 ευρώ για αντικατάσταση, λόγω φθοράς, των τεχνητών μελών που φοράει εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος. Με την ίδια ως άνω απόφαση απορρίφθηκαν ως ουσία αβάσιμα τα αιτήματα της ενάγουσας α) για πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα, 8) για ιδιαίτερη αμοιβή για τις υπηρεσίες που της παρέχει ο σύζυγος της, πέραν του οκτάωρου που της παρέχει η βοηθός - νοσηλεύτρια . και γ) για δαπάνη αντικατάστασης των τεχνητών μελών για το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 έως το έτος 2027. Κατά της εν λόγω εφετειακής απόφασης η ενάγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της οποίος εκδόθηκε η υπ' αριθ. 790/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έγινε δεκτή κατά τα κεφάλαια της απόφασης που αναφέρονται «στην επιδίκαση πρόσθετης χρηματικής ικανοποίησης και στην ιδιαίτερη αμοιβή για τις υπηρεσίες του συζύγου της ενάγουσας πέραν του οκταώρου» και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια του αναιρέθηκαν στο ίδιο Εφετείο (Λάρισας) Μετά από αυτό, η ενάγουσα επέσπευσε με κλήση της τη νέα συζήτηση της υπόθεσης μέσα στα ώρια που διαγράφηκαν αυτό την αναιρετική απόφαση και ακολούθως εκδόθηκε η υπ' αριθ. 104/2017 απόφαση του Εφετείου Λάρισας η οποία κατέστη ήδη τελεσίδικη, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι περί τα τέλη του 2002 η κατάσταση της ψυχικής υγείας της ενάγουσας λόγω της αναπηρίας της επιδεινώθηκε απρόβλεπτα και δη ότι πάσχει από χρονίσασα μετατραυματική στρεσσογόνο διαταραχή όψιμου ενάρξεως. Ότι ειδικότερα λαμβανομένων υπόψη των συμπτωμάτων του συνεχώς επιδεινούμενου συνδρόμου χρόνιας μετατραυματικής στρεσσογόνου διαταραχής όψιμου ενάρξεως, με κυρίαρχο σύμπτωμα την αίσθηση της πλήρους αποδόμησης της σωματικής ακεραιότητας που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία εκτέλεσης άνευ Βοήθειας ακόμη και των βασικών βιολογικών αναγκών (ούρησης, αφόδευσης), την αδυναμία έγερσης και βάδισης παρά την προσθήκη των βοηθητικών τεχνητών μελών, της συνεχούς κόπωσης δα την εκτέλεση έστω και στοιχειώδους διεκπεραίωσης βασικών οικιακών ενεργειών, τα συμπτώματα κρίσεων και πανικού, κατακλυσμιαίου άγχους, περιόδων κατάθλιψης, ταχυκαρδίας, υπέρτασης, κατακερματισμού του ύπνου, με περιόδους αιφνίδιων και αναίτιων διακοπών του ύπνου μετά περιόδων βασανιστικής αϋπνίας και ενίοτε κρίσεων ημερήσιας αποτόμου υπνηλίας μακράς διάρκειας, η ενάγουσα έχει πλέον ανάγκη δια βίου ψυχιατρική κάλυψη και νοσηλευτική φροντίδα επί 24ωρου βάσης και ότι η προαναφερόμενη πάθηση της ενάγουσας, ως μελλοντικό και μη προβλέψιμο γεγονός, δεν συνεκτιμήθηκε, ούτε μπορούσε να συνεκτιμηθεί για τον προσδιορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης από την υπ' αριθ. 476/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Ότι η ως άνω κατάσταση προκάλεσε πρόσθετη μεγάλη ψυχική στενοχώρια και ηθική βλάβη στην ενάγουσα, προς αποκατάσταση της οποίας επιδικάσθηκε στην ενάγουσα το ποσό των 40.000 ευρώ ως πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης Επίσης με την ίδια απόφαση κρίθηκε τελεσίδικα ότι μετά την επιδείνωση της υγείας της και συγκεκριμένα από την 1.1.2003, από τις 15.00 έως 23.00, ήτοι μετά το οκτάωρο ωράριο της άνω νοσηλεύτριας, την προσωπική φροντίδα της ενάγουσας έχει αναλάβει, αντί της πρόσληψης και άλλης βοηθού, ο σύζυγός της ... ο οποίος είναι συνταξιούχος και προσφέρει τις υπηρεσίες του με εντατικοποίηση των προσπαθειών του, πλέον εκείνων που όφειλε ως σύζυγος να προσφέρει στα πλαίσια π)ς αμοιβαίας υποχρέωσης για βοήθεια On ειδικότερα από 1 1.2003 έως 15.5.2005 η ενάγουσα θα κατέβαλε ως αμοιβή άλλης νοσηλεύτριας, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και συνολικό το ποσό των 14.250 ευρώ (500 ευρώ Χ 28.5 μήνες). Ότι από την 16.5.2005 μέχρι και την 8.12.2008 (ημερομηνία συζήτησης της ως άνω αγωγής) ο σύζυγος της ενάγουσας συνέχιζε να φροντίζει την ενάγουσα επί 8ωρο ημερησίως και on γι' αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να π)ς επιδικασθεί το ποσό που θα κατέβαλε σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο θα απασχολούσε στη θέση του, ήτοι 600 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 25.800 ευρώ (600 ευρώ Χ 43 μήνες) και ότι λαμβανομένης υπόψη της τότε ηλικίας της ενάγουσας που ήταν 60 ετών καθώς και του προσδόκιμου επιβίωσης των γυναικών στην Ελλάδα (82 ετών), η ενάγουσα θα έχει την ανάγκη των υπηρεσιών του συζύγου της, αντί άλλης νοσηλεύτριας τουλάχιστον για δέκα έτη (ήτοι από 9.12.2008 μέχρι 8 12.2018) και ότι γι' αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 700 ευρώ ανά μήνα. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, κρίθηκε με την ως άνω υπ' αριθ. 105/2017 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με δύναμη δεδικασμένου, ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει εις ολόκληρο με τους λοιπούς εναγόμενους (προστηθέντες της), στην ενάγουσα α) το ποσό των 80.050 (40.000 + 14.250 + 26.800) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοσης της ως άνω 2ης αγωγής και β) κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα από 9.12.2008 μέχρι 8.12.2018 το ποσό 700 ευρώ, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης δόσης και μέχρι την εξόφληση.
Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι η κατάσταση της υγείας της ενάγουσας δεν έχει βελτιωθεί αλλά βαίνει επιδεινούμενη, η δε ως άνω ασθένεια της χαρακτηρίζεται «ανθεκτική και μη ανατάξιμη», με αποτέλεσμα η ενάγουσα να μην μπορεί να αναπτύξει φυσιολογική δραστηριότητα, προσωπική και οικογενειακή ζωή. Τουναντίον, αποδεικνύεται on η ενάγουσα εξακολουθεί να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις καθημερινές της ανάγκες, καθώς αδυνατεί να πραγματοποιήσει μόνη της την τοποθέτηση των τεχνητών μελών, την ένδυση και υπόδηση της και χρειάζεται τη βοήθεια τρίτου προσώπου για την εκτέλεση βασικών κινήσεων αλλά και για την προσωπική της υγιεινή, χρήζει δε διαρκούς ψυχολογικής υποστήριξης Εξακολουθούν συνεπώς, να συντρέχουν οι λόγοι για τους οποίους καθίσταται αναγκαία η καθημερινή απασχόληση νοσηλεύτριας και οι καθημερινές περιποιήσεις και φροντίδα του συζύγου της . Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι για το χρονικό διάστημα από 9 12.2018 έως την 17.11.2020 (ημερομηνία συζήτησης της κρινόμενης αγωγής), η ενάγουσα συνέχισε να απασχολεί την βοηθό - νοσηλεύτρια . για οκτώ (8) ώρες ημερησίως (ήτοι από 7.00 ώρα μέχρι 15.00 ώρα), αντί μηνιαίων αποδοχών 940 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 9 12.2018 έως 8.12.2019 και αντί μηνιαίων αποδοχών 968,20 ευρώ (940,00 ευρώ Χ 3%) για το χρονικό διάστημα από 9.12.2019 έως 17.11.2020 και συνολικά δαπάνησε για την αιτία αυτή το ποσό παν 22 220,56 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 9.12.2018 έως 17.11.2020 [(940.00 ευρώ Χ 12 μήνες= 11.280 ευρώ) + (968,20 ευρώ Χ 11 μήνες = 10650.20 ευρώ) * 290.46 ευρώ. ποσό που αντιστοιχεί στις 9 ημέρες της τελευταίος δόσης), το οποίο πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα Περαιτέρω, με βάση τα ανωτέρω, και δεδομένης της ηλικίας της ενάγουσας (περίπου 75 ετών κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής) καθώς και του προσδόκιμου επιβίωσης των γυναικών στην Ελλάδα (82 έτη), κρίνεται ότι αυτή θα έχει ανάγκη των υπηρεσιών τρίτου προσώπου και κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα από 18.11.2020 έως 8.12.2027, αντί των ως άνω μηνιαίων αποδοχών, αναπροσαρμοζόμενων κατ' έτος σε ποσοστό 3% Επομένως για το ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 18.11.2020 έως 8.12.2027) θα πρέπει να επιδικασθούν στην ενάγουσα τα εξής ποσά: 1) από 18.11 2020 έως 8.12.2020 το υπόλοιπο ποσό των 677,74 ευρώ. 2) από 9.12 2020 έως 8.12.2021 τo ποσό των 11.966,88 ευρώ (968,20 ευρώ Χ 3%= 997,24 ευρώ 12 μήνες), 3) από 9.12.2021 έως 8.12.2022 το ποσό των 12.325,8 ευρώ (997,24 ευρώ Χ 3% = 1.027,15 ευρώ Χ 12 μήνες). 4) από 9.12.,2022 έως 8 12.2023 το ποσό των 12.695,52 ευρώ (1.027,15 ευρώ Χ 3%= 1.057,06 ευρώ Χ 12 μήνες), 5) από 9.12.2023 έως 8.12.2024 το ποσό των 13.076,28 ευρώ (1.057,96 ευρώ Χ 3% = 1.089.69 ευρώ Χ 12 μήνες), 6) από 9.12.2024 έως 8.12.2025 το ποσό των 13.468.56 ευρώ (1.089,69 ευρώ Χ 3%= 1.122,38 ευρώ Χ 12 μήνες), 7) από 9.12.2025 έως 8.12.2026 το ποσό των 13.872,6 ευρώ (1.122.38 ευρώ Χ 3%= 1.156,05 ευρώ Χ 12 μήνες) και 8) από 9.12.2026 έως 8.12.2027 το ποσό των 14.288,76 ευρώ (1.156,05 ευρώ Χ 3%= 1.190,73 ευρώ Χ 12 μήνες) ήτοι συνολικό το ποσό των 92.372,22 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι λόγω της προαναφερόμενης υφιστάμενης κατάστασης της υγείας της ενάγουσας, η τελευταία χρειάζεται τη βοήθεια τρίτου προσώπου και μετά το οκτάωρο ωράριο της άνω βοηθού - νοσηλεύτριας και δη από ώρα 15:00 έως ώρα 23:00. οπότε την προσωπική φροντίδα της ενάγουσας συνεχίζει από 9.12.2018 και γιο το εν λόγω οκτάωρο να έχει. αντί της πρόσληψης και άλλης βοηθού, ο σύζυγος της .... ο οποίος είναι συνταξιούχος κα προσφέρει ης υπηρεσίες του με εντατικοποίηση των προσπαθειών του. πλέον εκείνων που όφειλε ως σύζυγος να προσφέρει στο πλαίσιο της αμοιβαίας υποχρέωσης για βοήθεια. Οι υπηρεσίες του αυτές αποτιμώνται στα ποσά, τα οποία η ενάγουσα θα κατέβαλε για τις αυτές υπηρεσίες σε άλλο πρόσωπο, μη έχον εξειδικευμένες γνώσεις νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο θα αναγκαζόταν να προσλάβει γιο ένα ακόμη 8ωρο ημερησίως. Επομένως, για το χρονικό διάστημα από 912.2018 έως 17.11.2020 (ημερομηνία συζήτησης της κρινόμενης αγωγής) πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό που θα κατέβαλε τρίτο πρόσωπο, το οποίο θα απασχολούσε στη θέση του, ήτοι 700,00 μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 16.310 ευρώ [(700,00 ευρώ Χ 23 μήνες = 16.100,00 ευρώ) + (210.00 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στις 9 ημέρες της τελευταίας δόσης)]. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της ενάγουσας καθώς και του προσδόκιμου επιβίωσης των γυναικών στην Ελλάδα, η ενάγουσα θα έχει την ανάγκη των υπηρεσιών του συζύγου της, αντί άλλης νοσηλεύτριας, για το χρονικό διάστημα από 18.11.2070 έως 8.12.2027, αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους 700 ευρώ, οπότε για το ανωτέρω χρονικό διάστημα πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα το ποσό των 700 ευρώ για κάθε μήνα και συνολικά το ποσό των 59.290 ευρώ [(για το χρονικό διάστημα από 18.11.2020 έως 8.12.2020 το υπόλοιπο ποσό των 490,00 ευρώ) + (700 ευρώ Χ 84 μήνες =56.800,00 ευρώ)]. Από τα ανωτέρω ποσά, το ποσό των 22.220,66 ευρώ (το οποίο αφορά στην αμοιβή της νοσοκόμος για το χρονικό διάστημα από 9.12.2018 έως 17.11.2020) και το ποσό των 16.310 ευρώ (το οποίο αφορά στην πλασματική δαπάνη για τις παρεχόμενες από το σύζυγο της ενάγουσας υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από 9.12.2018 έως 17.11.2020) πρέπει να καταβληθούν στην ενάγουσα νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, καθόσον αφορούν σε παρελθόντα χρόνο, ενώ όσον αφορά στα ποσά της αποζημίωσης για την αμοιβή της νοσοκόμας και τις υπηρεσίες του συζύγου της ενάγουσας για τον μετέπειτα της αγωγής χρόνο θα πρέπει να καταβληθούν τμηματικά κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα για κάθε επιμέρους ποσό, νομιμοτόκα από την καθυστέρηση κάθε ληξιπρόθεσμης δόσης και μέχρι την εξόφληση. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση, σε όμοια κρίση κατέληξε και επιδίκασε τα ανωτέρω ποσά για δαπάνες της νοσηλεύτριας και για την ιδιαίτερη αμοιβή για τις υπηρεσίες του συζύγου της ενάγουσας πέραν του οκταώρου, και δη για το ανωτέρω χρονικό διάστημα των δέκα ετών, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις ενώπιον του προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε. Γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί τέταρτος και πέμπτος λόγοι της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Περαιτέρω όπως ήδη προαναφέρθηκε στην ενάγουσα τοποθετήθηκαν τεχνητά μέλη. περί το Σεπτέμβριο του έτους 2001 τα οποία χρειάστηκε να αντικαταστήσει για πρώτη φορά τον Απρίλιο του έτους 2007. καταβάλλοντος προς τούτο το ποσό των 7.766,25 ευρώ, το οποίο ήδη επιδικάσθηκε στην ενάγουσα με την υπ' αριθ. 51/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και της καταβλήθηκε ήδη από την εναγομένη. Έκτοτε η ενάγουσα έχει προβεί σε αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις των τεχνητών μελών δεδομένου ότι αυτά υπόκεινται σε διαρκή φθορά και καθίστανται με την παρέλευση του χρόνου μη λειτουργικά, ενώ σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η έγκαιρη ανανέωσή τους για να μην τίθεται σε κίνδυνο η υγεία της ενάγουσας, δεδομένου ότι οι φλεγμονές αποτελούν συνήθεις απόρροιες της μακροχρόνιας χρήσης τους. Για το λόγο αυτό. όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα κατέβαλε : α) στις 28.01.2013 το συνολικό ποσό των 3.173 ευρώ και συγκεκριμένα για την αγορά θήκης carbon μηρού το ποσό 1.150 ευρώ, για σύνδεσμο τιτανίου το ποσό των 252 ευρώ, για άξονα τιτανίου το ποσό των 295 ευρώ, για κάλτσα σιλικόνης Κ4 το ποσό των 555 ευρώ, για την ασφάλεια εγκλωβισμού το ποσό των 373 ευρώ, για αφρώδη επικάλυψη κνήμης το ποσό των 215 ευρώ και γκι δυναμικό πέλμα το ποσό των 303 ευρώ. β) στις 31.1.2013 το συνολικό ποσό των 2.290 ευρώ και συγκεκριμένα για την αγορά θήκης carbon μηρού το ποσό των 1.150 ευρώ, για αγορά συνδέσμου τιτανίου το ποσό των 282 ευρώ για κάλτσα σιλικόνης το ποσά των 555 ευρώ και για πέλμα δυναμικό το ποσό των 303 ευρώ, γ) στις 17.2.2015 το ποσό των 1.110 ευρώ, για την αγορά δύο τεμαχίων κάλτσας σιλικόνης Κ4, δ) στις 18.5.2018 το ποσό των 1.403 ευρώ, για την αγορά μίας πρόθεσης SYME - PIROGOFF (ΡΗΤΙΝΗ) και ε) στις 18 05.2018 το ποσό των 2.317 ευρώ για την αγορά μίας κνημιαίας πρόθεσης (ως προς το κονδύλιο αυτό για το οποίο δεν εκκαλείτο η πρωτόδικη απόφαση βλέπε την υπ' αριθ. ./18.05.2018 απόδειξη, ποσού 2.317 ευρώ, μετά του αναλογούντος ΦΠΑ, της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «. Ο.Ε.) και επομένως γη την αιτία αυτή κατέβαλε το συνολικό ποσό των 10.293 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, αναφερόμενες σε καταβολή δαπανών για την αντικατάσταση των τεχνητών μελών, γιο το χρονικό διάστημα από 28.1.2013 έως 18.5.2018 αποτελούν μέρος, αναγόμενο σε μεταγενέστερο χρόνο, της όλης αξίωσης για θετική ζημία από τον τραυματισμό της κατά το ένδικο ατύχημα, η ύπαρξη της οποίας γη την εν λόγω αιτία (αντικατάσταση τεχνητών μελών), για το προγενέστερο χρονικό διάστημα και δη μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2007, βεβαιώθηκε (ως προς το μέρος αυτό της θετικής ζημίας) με την υπ' αριθ. 224/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με την οποία κρίθηκε ότι λόγω του ακρωτηριασμού των κάτω άκρων της ενάγουσας, τοποθετήθηκαν σ' αυτήν τον Σεπτέμβριο του έτους 2001 τεχνητά μέλη αφού η απώλεια των κάτω άκρων ήταν οριστική κα μη αναστρέψιμη και ότι εξ αυτού του λόγου αυτή υποβλήθηκε τον Απρίλη του έτους 2007, σε δαπάνη αντικατάστασης των τεχνητών μελών, λόγω φθοράς των προηγούμενων, ποσού 7.766,25 ευρώ. Με την ίδια δε απόφαση απορρίφθηκε το αίτημα της ενάγουσας γη επιδίκαση περαιτέρω ποσού 105.266,25 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο κόστος αντικατάστασης των εν λόγω τεχνητών μελών γη τέσσερις φορές στο μέλλον και δη από το έτος 2007 έως το έτος 2027, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δηλ. κατά την κρίση του ανωτέρω δικαστηρίου, δεν μπορούσε να προβλεφθεί με ασφάλεια, αφενός μεν αν η ενάγουσα θα βρισκόταν εν ζωή το έτος 2027, αφετέρου δε η ανάγκη αντικατάστασης κάθε τέσσερα χρόνια των εν λόγω τεχνητών μελών. Κατά συνέπεια από τις 11.4.2011, οπότε δημοσιεύτηκε η ανωτέρω υπ' αριθ. 224/2011 τελεσίδικη (ως προς το μέρος αυτό) απόφαση του Εφετείου Λάρισας, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου και έκτοτε πλέον υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή - η αξίωση της ενάγουσας για δαπάνη αντικατάστασης των τεχνητών μελών, αφού από τις αιτιολογίες της ανωτέρω απόφασης για την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, προκύπτει σαφώς ότι η εν λόγω αξίωση δεν απορρίφθηκε ως δήθεν απρόβλεπτη, αλλά λόγω αδυναμίας κατά τον χρόνο υποβολής του ανωτέρω αιτήματος να προσδιορισθεί το ακριβές ποσό αυτής και να επιδικασθεί με ασφάλεια αυτό στην ενάγουσα Συνάγεται λοιπόν από το ανωτέρω ότι οι ένδικες προαναφερόμενες υπό στοιχ. α, β, γ, β και ε αξιώσεις της ενάγουσας δεν ήταν απρόβλεπτες κατά το χρόνο άσκησης της προγενέστερης (2ης) αγωγής της ενάγουσας, ώστε να ισχύει γι' αυτές νέα παραγραφή αρχόμενη από τότε που η ενάγουσα υπεβλήθη στις αντίστοιχες δαπάνες και δη εν προκειμένω από 28.1.2013, 31.1.2013, 17.2.2015, 2018 και 18.5.2018 αντίστοιχα, αλλά αντίθετα πρόκειται περί προβλέψιμων αξιώσεων ήδη από την άσκηση της προγενέστερης (2ης) αγωγής, των οποίων η παραγραφή παρατάθηκε σε εικοσαετία από την τελεσιδικία (ως προς το μέρος αυτό) της υπ' αριθ. 224/2011 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, όπως βασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα (σημειωτέον δε ότι οι εν λόγω αξιώσεις δεν είχαν υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα πενταετή παραγραφή). Κατά συνέπεια, πρέπει η νομίμως προταθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από την εκκαλούσα ένσταση παραγραφής των προαναφερομένων, υπό στοιχ. α και β αξιώσεων της ενάγουσας, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, την οποία επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση, σε όμοια κατ' αποτέλεσμα κρίση κατέληξε, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, και απέρριψε την ένσταση παραγραφής των ανωτέρω υπό στοιχ. α και β ένδικων αξιώσεων, ποσού 3.173 ευρώ και 2.290 ευρώ, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθώς τo νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις ενώπιόν του προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε. Γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ως προς την απόδειξη καταβολής εκ μέρους της ενάγουσας των προαναφερομένων υπό στοιχ. γ και δ δαπανών, για την αντικατάσταση τεχνητών μελών, αυτή προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τις υπ' αριθ. ./17.22015 και ./18.05.2018 αποδείξεις λιανικής πώλησης, ποσού 1.110 ευρώ και 1.403 ευρώ αντίστοιχα, της εταιρίας «. και Συνεργάτες Ε.Ε.» η πρώτη και της εταιρίας με την επωνυμία . Ο.Ε.» η δεύτερη. Από την επισκόπηση των εν λόγω αποδείξεων λιανικής πώλησης, που προσκομίζονται και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δεύτερη εξ αυτών (υπ' αριθ. ./18.5.2018) φέρει στη θέση του εκδότη την σφραγίδα της εκδότριας εταιρείας με την επωνυμία «.. Ο.Ε.» και την ιδιόχειρη υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της και συνεπώς αυτή είναι νόμιμη και έγκυρη, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, που στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η απόδειξη αυτή είναι ανυπόγραφη, ενώ περαιτέρω η πρώτη εξ αυτών (./17.2.2015) προκύπτει ότι είναι μεν ανυπόγραφη, πλην όμως συνοδεύεται από την από 3.92020 βεβαίωση της εκδότριας αυτήν εταιρείας με την επωνυμία «. και Συνεργάτες Ε.Ε.» που υπογράφεται ιδιοχείρως από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ., στην οποία βεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω απόδειξη λιανικής πώλησης αποτελεί νόμιμο φορολογικό παραστατικό, εκδοθέν νομίμως με φορολογικό αριθμό από την ως άνω εταιρεία. Συνεπώς αμφότερες οι ως άνω αποδείξεις αποτελούν νόμιμα φορολογικά παραστατικά, τα οποία ορθώς προσκομίσθηκαν από την ενάγουσα, για την απόδειξη καταβολής εκ μέρους της των αναφερομένων σ' αυτά δαπανών, σε συνδυασμό με τα λοιπά έγγραφα και αποδεικτικά μέσα. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε «σιγή», χωρίς την οποιαδήποτε αιτιολογία τον ισχυρισμό της εναγομένης περί έλλειψης αποδεικτικής δύναμης των προαναφερόμενων αποδείξεων λιανικής πώλησης και έλαβε αυτά υπόψη μαζί με τα λοιπά προσκομιζόμενο από τους διαδίκους έγγραφα, κατ' αποτέλεσμα ορθώς ενήργησε, ως εκ τούτου δε συμπληρούμενης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης με την προαναφερθείσα, καθόσον αφορά την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού, πρέπει τα αντίθετα που υποστηρίζονται από την εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης ν' απορριφθούν ως αβάσιμα.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση, σε όμοια κατ' αποτέλεσμα κρίση κατέληξε, έστω και με ελλειπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 40.293 ευρώ. ενώ επιπλέον αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 160.192.8 ευρώ (99.592,80 + 60.600), ορθώς κατ' αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις ενώπιον του προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε. Γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολο της, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς εξέταση Περαιτέρω, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα λόγω της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του εκ μέρους της κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσής της παραβόλου του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ όπως ορίζεται ειδικότερα στο διστακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσία την έφεση κατά της υπ' αριθ. 275/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του υπ' αριθ. . ηλεκτρονικού παραβόλου άσκησης της έφεσης, ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 5 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου