Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

ΔιοικΠρωτΑθ 582/22 ''ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΕΣΠΩΝ'' - ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΤ'ΑΡΘΡΟ 105 ΕισΝΑΚ - ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ - ΑΓΩΓΗ. Αγωγή αποζημίωσης κατ' άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για ηθική βλάβη




''ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΕΣΠΩΝ'' - ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΤ'ΑΡΘΡΟ 105 ΕισΝΑΚ - ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ - ΑΓΩΓΗ. Αγωγή αποζημίωσης κατ' άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για ηθική βλάβη, εξαιτίας της προσβολής της εθνικής και ιστορικής συνείδησης ως στοιχείων της προσωπικότητάς των εναγόντων, από την, ισχυριζόμενη, παράνομη σύναψη της  ''Συμφωνίας των Πρεσπών''. Σχετική Νομολογία ΣτΕ -  Υπ'αρ. 2615-6/2018 αποφάσεις της Ολομέλειας, καθώς και οι υπ' αρ. 1046/2019 και 2397/2019 αποφάσεις αυτού.  Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες, έχουν, καταρχάς, δικαίωμα στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατά του Δημοσίου. Κρίση ότι εφόσον, η «Συμφωνία» δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη χρήση από τους Έλληνες, των εννοιών του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και της κληρονομιάς της περιοχής της Μακεδονίας στο ελληνικό έδαφος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων περί προσβολής της εθνικής συνείδησης και ταυτότητάς τους. Περαιτέρω, η σύναψη της εν λόγω Συμφωνίας έλαβε χώρα μετά από στάθμιση των πιθανών επιπτώσεων στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το έτερο Κράτος, ερείδεται στις κρατούσες στο διεθνές δίκαιο αρχές της κυριαρχίας των κρατών και εξυπηρετεί ένα θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου από τη σύναψη και κύρωση της εν λόγω Συνθήκης. Απορρίπτει την αγωγή.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 33ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ Α582/2022

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαΐου 2021, με δικαστές τους: Νεκτάριο Στεργίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Αναστασία Ρωμανού και Ιωάννα Τσάμπρα (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Σταυρούλα Πόγκα, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή, με χρονολογία κατάθεσης 28.12.2018,

των: 1) …………… και 14) ……………………, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ΧΠ

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., της Δικαστικής Πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ΕΖ.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 250.000 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) και 932 του Αστικού Κώδικα, για την ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν, εξαιτίας της προσβολής της εθνικής και ιστορικής τους συνείδησης ως στοιχείων της προσωπικότητάς τους, από την, ισχυριζόμενη, παράνομη σύναψη της από 17.6.2018 Τελικής Συμφωνίας «για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών» (Συμφωνία των Πρεσπών) από τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ).

2. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που ασκείται από τον 8ο (……), 11ο (……), 12ο (……), 13ο (……) και 14ο (……) από τους ενάγοντες, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τούτο διότι, εν προκειμένω, το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής υπογράφεται μόνον από τον δικηγόρο Χρήστο Παπασωτηρίου, που φέρεται ως πληρεξούσιος των πιο πάνω εναγόντων, όμως, κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο στην παρούσα δικάσιμο, οι ενάγοντες αυτοί δεν παραστάθηκαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίστηκαν προκειμένου να νομιμοποιήσουν με προφορική δήλωσή τους καταχωριζόμενη στα πρακτικά, τον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο (σχετ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), ενώ, μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας δεν υφίσταται σχετικό έγγραφο παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας (συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό) των εν λόγω εναγόντων προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αγωγής (ή άλλο) δικηγόρο.

3. Επειδή, όσον αφορά τους λοιπούς ενάγοντες, στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής αναφέρεται ότι οι αυτοί έχουν την ελληνική ιθαγένεια και μακεδονική καταγωγή, όπως, δε, προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ιδιωτικά και συμβολαιογραφικά έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο που παραστάθηκε, είναι κάτοχοι δελτίων αστυνομικής ταυτότητας, εκδοθέντων από αστυνομικά τμήματα των Νομών Κοζάνης, Σερρών, Δράμας και Πέλλας, καθώς και κάτοικοι των ως άνω Νομών της περιφέρειας της Μακεδονίας. Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής είναι η παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων από τη σύναψη από όργανο του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου της επίμαχης Συμφωνίας, με την οποία επιλύθηκαν οι επί έτη εκκρεμείς διαφορές με την πΓΔΜ (και ήδη Βόρεια Μακεδονία) σχετικά με τα ζητήματα, μεταξύ άλλων, της επίσημης ονομασίας της χώρας, της ιθαγένειας των πολιτών της και της επίσημης γλώσσας της, οι ανωτέρω, με έννομο συμφέρον, ασκούν την κρινόμενη αγωγή, καθώς το ενδιαφέρον τους για την πραγμάτωση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων, που θίγονται, κατά τους ισχυρισμούς τους, από την αντίθεση της προαναφερόμενης Συμφωνίας προς το Σύνταγμα και τους νόμους, είναι αυξημένο, λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητάς τους ως Ελλήνων πολιτών που κατάγονται ή κατοικούν στους ανωτέρω Νομούς της περιφέρειας της Μακεδονίας και του συγκεκριμένου ιδιαίτερου δεσμού τους προς την επικαλούμενη από τους ίδιους παρανομία και τα εξ αυτής επερχόμενα στον κόσμο του δικαίου αποτελέσματα (ΣτΕ 2299/2016, 69/2016). Επομένως, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς ασκείται από τους ανωτέρω (πρβλ. ΣτΕ 1888/2020, 1970/2012, 3920/2010) και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου, ως αβασίμου.

4. Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και στο άρθρο 25 ότι: «1. … 2. H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. 3. …».

5. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164), ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995, ΣτΕ 2430/2018, 596/2017, 4097/2015). Εξάλλου, θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 7/2017, 3032/2014, 1072/2011), είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης, δε, σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 456/2021, 1909/2020, 252/2020, 842/2019, 1957/2018). Επίσης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεις (ΣτΕ 1183/2013, 322/2009). Τέλος, αν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ (ΣτΕ 1950/2020, 2473/2019, 1581/2018, 596/2017).

 6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ζήτησε να ενταχθεί στον ΟΗΕ ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Από την τότε ελληνική κυβέρνηση εκφράσθηκαν αντιρρήσεις σχετικά με την ονομασία αυτή. Με την απόφαση 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αφού ελήφθη υπόψη η διαφωνία που προέκυψε σε σχέση με το όνομα του υπό ένταξη κράτους, προτάθηκε στη Γενική Συνέλευση να γίνει αποδεκτή η αίτηση ένταξης στα Ηνωμένα Έθνη του εν λόγω κράτους, αναφερομένου προσωρινά και για όλους τους σκοπούς εντός του ΟΗΕ ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (πΓΔΜ), μέχρι την οριστική διευθέτηση του ζητήματος της ονομασίας. Με την απόφαση 845 (1993), το Συμβούλιο Ασφαλείας προέτρεψε τις δύο πλευρές να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για ταχεία διευθέτηση του ζητήματος. Στο πλαίσιο αυτό, στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 υπεγράφη στη Νέα Υόρκη από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, σύμφωνα με το άρθρο 23 αυτής. Με τη συμφωνία αυτή επιβεβαιώθηκαν τα υπάρχοντα διεθνή σύνορα μεταξύ των δύο κρατών ως διαρκή και απαραβίαστα (άρθρο 2), απαγορεύθηκε η χρήση του συμβόλου του ήλιου της Βεργίνας στη σημαία της πΓΔΜ (άρθρο 7 παρ. 2, σε συνδυασμό με την συνημμένη στο κείμενο της συμφωνίας από 13 Σεπτεμβρίου 1995 επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας), συμφωνήθηκε η συνέχιση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την ονομασία του κράτους της πΓΔΜ (άρθρο 5) και ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία να μην αντιταχθεί σε αίτηση εισδοχής ή στη συμμετοχή της πΓΔΜ ως μέλους σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς στους οποίους η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλος, εκτός εάν -και στο μέτρο που- η πΓΔΜ πρόκειται να αναφέρεται στους οργανισμούς αυτούς με άλλο όνομα από το ορισθέν στην 817 (1993) απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (άρθρο 11 παρ. 1). Τέλος, τα μέρη συμφώνησαν ότι η εξελισσόμενη οικονομική ανάπτυξη της πΓΔΜ θα πρέπει να υποστηριχθεί μέσω της διεθνούς συνεργασίας, όσο το δυνατόν περισσότερο μέσω στενής σχέσης της πΓΔΜ με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 11 παρ. 2). Ωστόσο, στη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού της Συνθήκης του Βόρειου Ατλαντικού (ΝΑΤΟ) στις 2 και 3 Απριλίου 2008 στο Βουκουρέστι, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν συναίνεσε στην υποψηφιότητα της πΓΔΜ, γεγονός που κρίθηκε αντίθετο προς το άρθρο 11 παρ. 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (απόφαση της 5.12.2011). Ακολούθως, στις 17 Ιουνίου 2018 υπεγράφη στις Πρέσπες από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών κείμενο «Τελική[ς] Συμφωνία[ς] για την επίλυση των διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών». Με τη συμφωνία αυτή ορίζεται ως επίσημο όνομα του δεύτερου μέρους το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», εν συντομία δε «Βόρεια Μακεδονία», ως ιθαγένεια η «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και ως γλώσσα η «Μακεδονική Γλώσσα» (άρθρο 1 παρ. 3), επιβεβαιώνεται δε το υφιστάμενο κοινό σύνορο ως ισχυρό και απαραβίαστο διεθνές σύνορο (άρθρο 3). Για τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, αποφασίστηκε να ακολουθηθούν ορισμένα στάδια, πρώτα από το δεύτερο μέρος (κύρωση της συμφωνίας από το κοινοβούλιο, ενημέρωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, δημοψήφισμα, εφόσον τούτο αποφασιστεί, συνταγματικές τροποποιήσεις μέχρι το τέλος του 2018, ενημέρωση της Ελληνικής Δημοκρατίας επί όλων των ανωτέρω) και στη συνέχεια από την Ελληνική Δημοκρατία (κύρωση της συμφωνίας) [άρθρο 1 παρ. 4]. Τα μέρη μετά την ολοκλήρωση των εσωτερικών τους διαδικασιών οφείλουν να ενημερώσουν σχετικά το ένα το άλλο γραπτώς εντός δύο εβδομάδων (άρθρο 20 παρ. 3). Η συμφωνία τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία λήψεως της τελευταίας γνωστοποίησης από το οικείο μέρος (άρθρο 20 παρ. 3). Εξάλλου, με το άρθρο πρώτο του ν. 4588/2019 (ΦΕΚ Α´ 9/25.1.2019) κυρώθηκε η «Συμφωνία των Πρεσπών» και με το άρθρο τρίτο του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι: «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Συμφωνίας που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 20 αυτής». Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 7 της εν λόγω Συμφωνίας, τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά (παρ. 1), ενώ ορίζεται συναφώς ότι ως προς το Πρώτο Μέρος, με τους όρους αυτούς νοούνται όχι μόνο η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής της Ελλάδας, αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα (παρ. 2), ως προς το Δεύτερο δε Μέρος, με αυτούς τους όρους νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, τα οποία είναι διακριτώς διαφορετικά από αυτά της προηγούμενης παραγράφου (παρ. 3). Σημειώνεται δε, ότι η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νοτίων Σλαβικών γλωσσών και δεν έχει σχέση, όπως και τα λοιπά χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους, με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (παρ. 4). Τέλος, προβλέπεται ότι τίποτα στην «Συμφωνία» δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει ή να επηρεάσει την ως άνω χρήση από τους πολίτες εκάστου Μέρους (παρ. 5).

7. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με τα νομίμως κατατεθέντα υπομνήματα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η επίμαχη «Τελική Συμφωνία», συναφθείσα από τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας και της πΓΔΜ, είναι παράνομη, καθώς αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και παραβιάζει την, θεμελιωμένη στο Σύνταγμα, εθνική και ιστορική συνείδηση των Ελλήνων, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ειδικότερα, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι με το άρθρο 7 της εν λόγω Συμφωνίας, αναγνωρίστηκε στην πΓΔΜ το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τους όρους «Μακεδονία» στο όνομα της χώρας της και «Μακεδόνας» για τους πολίτες αυτής, προβλέποντας ταυτόχρονα ότι η Συμφωνία αυτή δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει, αλλοιώσει ή επηρεάσει τη χρήση από τους πολίτες αυτής, της Μακεδονικής γλώσσας, πολιτισμού και κληρονομιάς. Τούτο όμως, προσβάλλει, κατά τους ισχυρισμούς τους, την εθνική τους συνείδηση και ταυτότητα, ως θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητάς τους, που προστατεύεται από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), διότι νόμιμο, εθνικό και ιστορικό δικαίωμα χρήσης των ως άνω όρων έχουν αποκλειστικά και μόνον οι Έλληνες πολίτες. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο όφειλε, βάσει της αρχής του κράτους δικαίου, να επιδιώξει τη ρητή παραίτηση της πΓΔΜ από κάθε μελλοντική χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» ως προσδιοριστικών της εθνικής ταυτότητας και γλώσσας του συγκεκριμένου λαού, την οριστική εγκατάλειψη της χρήσης ανθελληνικής προπαγάνδας, αλλά και τη ρητή δήλωση συγγνώμης εκ μέρους της για τη χρήσης αυτής της προπαγάνδας, η οποία τροφοδότησε εχθρότητα και διεκδίκηση της Μακεδονίας και της ιστορίας της, εις βάρος της Ελλάδος. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η ένδικη Συμφωνία παρανόμως δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στην ελληνική μειονότητα που ζει στην πΓΔΜ και συγκεκριμένα στις πόλεις του Μοναστηρίου, της Αχρίδος, της Γευγελής και της Στρωμνίτσης. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι η επίμαχη Συμφωνία προσβάλλει την ελευθερία της συνείδησής τους, υπό την ειδικότερη έκφανση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, η οποία αποτελεί βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς τους, ήτοι της αντίληψής τους ότι ανήκουν σε ένα έθνος με κοινή ιστορική καταγωγή και προέλευση, ίδια γλώσσα και θρησκεία, κοινά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 10 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το άρθρο 18 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) και το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Επιπλέον, διατείνονται ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στο άρθρο 20 του ΧΘΔΕΕ και στο άρθρο 26 του ΔΣΑΠΔ, διότι αναγνωρίζοντας το δικαίωμα χρήσης των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» τόσο στον ελληνικό λαό όσο και στο λαό της πΓΔΜ, δηλαδή σε χώρες με διαφορετική μεταξύ τους ιστορία και πολιτισμό, ρυθμίζονται ανόμοιες περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο. Συναφώς, διατείνονται ότι τα αρμόδια όργανα του εναγομένου κατά το χρόνο διαπραγμάτευσης του όρου «Μακεδονία», ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της σύναψης της εν λόγω Συμφωνίας, αν και τελούσαν σε γνώση του γεγονότος ότι έθιγαν την εθνική και ιστορική συνείδηση και ταυτότητα των Ελλήνων και ότι προκαλούσαν θλίψη, απόγνωση και πικρία, εν μέσω έντονων διαμαρτυριών, εντούτοις, προχώρησαν στη σύναψη αυτής. Επίσης, προβάλλουν ότι η Συμφωνία αυτή παραβιάζει τα άρθρα 2 και άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣυνθΕΕ) που κατοχυρώνει το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Τέλος, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το εναγόμενο ευθύνεται για παράβαση των άρθρων 53 και 64 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο το Συνθηκών, τα οποία προβλέπουν την ακυρότητα των Συνθηκών που αντιβαίνουν σε επιτακτικό κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου, καθώς και των άρθρων 24, 25 και 103 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, τα οποία προβλέπουν την ακυρότητα διεθνούς σύμβασης που παραβιάζει τις αρχές και τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι από τις εκτεθείσες ως άνω, φερόμενες κατ’ αυτούς, παράνομες ενέργειες των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, υπέστησαν ηθική βλάβη, η οποία συνίσταται στη ψυχική δοκιμασία, πικρία, θλίψη και στενοχώρια που δοκίμασαν και για τον λόγο αυτόν, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) και 932 του Αστικού Κώδικα, το ποσό των 250.000 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, εξαιτίας της προσβολής της εθνικής και ιστορικής τους συνείδησης ως στοιχείων της προσωπικότητάς τους.

8. Επειδή, από την πλευρά του, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής, προβάλλοντας ότι, με την 2616/2018 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι η επίμαχη «Τελική Συμφωνία» είναι κυβερνητική πράξη και ότι, ως εκ τούτου, δεν δύναται να εξεταστεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο εξέτασης αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., καθώς αφορά στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας. Περαιτέρω, σχετικά με την εξωτερική νομιμότητα της εν λόγω Συμφωνίας, το εναγόμενο προβάλλει ότι πρόκειται για διεθνή συμφωνία που έχει υπογραφεί από κυβέρνηση που διαθέτει την εμπιστοσύνη της Ελληνικής Βουλής, υποκείμενη σε κύρωση από τη Βουλή, ενώ, δεν μεταβάλλει τα όρια της Ελληνικής Επικράτειας, ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 27 του Συντάγματος. Επιπλέον, αντιπροβάλλει ότι το περιεχόμενο της Συμφωνίας δεν είναι αντίθετο προς την αξία του ανθρώπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο, το Σύνταγμα και τους νόμους. Τούτο διότι, με το άρθρο 7 της εν λόγω Συμφωνίας κατοχυρώνεται πλήρως η διαφορετική αντίληψη ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», που απορρέει από διαφορετικό ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο, επομένως διαφοροποιούνται τα στοιχεία της συνείδησης, της ταυτότητας και του πολιτισμού του ελληνικού λαού από αυτά της χώρας της ΠΓΔΜ, ενώ, ακόμα και υπό την προϋπόθεση ότι η προστασία της ελευθερίας της συνείδησης εμπίπτει στο περιεχόμενο του άρθρου 18 του ΔΣΑΠΔ, με το ως άνω περιεχόμενο το άρθρο 7 της επίμαχης Συμφωνίας δεν συνιστά διείσδυση στο ενδιάθετο φρόνημα των πολιτών και προσπάθεια επηρεασμού του. Εξάλλου, το εναγόμενο αμφισβητεί τη νομική δεσμευτικότητα του άρθρου 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που επικαλούνται οι ενάγοντες, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ισχυρίζεται πως δεν τίθεται ζήτημα παραβίασής του. Τέλος, το εναγόμενο αντιτείνει ότι η επίμαχη Συμφωνία δεν παραβιάζει το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά αντιθέτως αποτελεί το μέσο, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην παράγραφο 10 του Προοιμίου της Συμφωνίας αυτής αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας (817 και 845/1993), με το οποίο επιλύεται η διαφορά ως προς το όνομα της πΓΔΜ και ρυθμίζονται συναφή ζητήματα μεταξύ των δύο κρατών.

9. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2615-6/2018 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και τις 1046/2019 και 2397/2019 αποφάσεις του ίδιου ανώτατου Δικαστηρίου, η επίμαχη Συμφωνία συνιστά καθεαυτή πράξη διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και συνδέεται ευθέως με τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Χώρας, επομένως, έχει κυβερνητικό χαρακτήρα, μη υποκείμενη σε ακυρωτικό έλεγχο, κατ’ άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8). Ωστόσο, κατά τις ίδιες ως άνω αποφάσεις, η κατά τα ανωτέρω μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων και, επομένως, οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Εξάλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο δεν συναρτάται με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές, ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχόμενων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες, έχουν, καταρχάς, δικαίωμα, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από την επίμαχη Συμφωνία, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής (στις 28.12.2018) η εν λόγω Συμφωνία δεν είχε κυρωθεί με τυπικό νόμο από την Ελληνική Βουλή, γεγονός που συντελέστηκε μεταγενέστερα, ήτοι στις 25.1.2019 (ν. 4588/2019, ΦΕΚ Α´ 9), εφόσον, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4 αυτής, με την υπογραφή της η Ελλάδα δεσμεύθηκε να κυρώσει αυτήν δίχως καθυστέρηση μετά τη γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης των σχετικών με την κύρωση εσωτερικών διαδικασιών από το έτερο Μέρος, ενώ, όπως προβλέπεται και από το άρθρο 11 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών (ν.δ. 402/1974, ΦΕΚ Α΄ 141), με μόνη την υπογραφή της Συμφωνίας δίδεται η συναίνεση του συμβαλλόμενου Κράτους να δεσμευθεί από αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 της Συμφωνίας, ορίστηκε ότι τα συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά, ειδικότερα, όσον αφορά την Ελλάδα, με αυτούς τους όρους νοούνται η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής της Ελλάδας, τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα, ενώ ως προς το συμβαλλόμενο Μέρος, με αυτούς τους όρους νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται για το Πρώτο Μέρος (Ελλάδα). Επιπλέον, στο ίδιο ως άνω άρθρο, ορίζεται ότι η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, ενώ τόσο η επίσημη γλώσσα όσο και τα άλλα χαρακτηριστικά του Δεύτερου Μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους. Από το ως άνω περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων της επίμαχης Συμφωνίας, προκύπτει η σαφής διάκριση των χρησιμοποιούμενων όρων ανάμεσα στα συμβαλλόμενα Μέρη αυτής, καθώς ρητά αναγνωρίζεται το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο εντός των οποίων εντάσσονται, το οποίο είναι διακριτό κατά τους όρους που περιγράφονται σε αυτές, ήτοι ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά της Μακεδονίας ως βόρειας περιοχής της Ελλάδας, διακρίνονται σαφώς από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της πΓΔΜ και νυν Βόρειας Μακεδονίας, ενώ στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 7, επισημαίνεται ότι τίποτε στην επίμαχη Συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή να αλλοιώσει ή να επηρεάσει τη χρήση των ανωτέρω εννοιών από τους Έλληνες πολίτες, όπως είναι οι ενάγοντες. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 7 της «Συμφωνίας» δεν προσβάλλει την αξία του ανθρώπου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των εναγόντων, υπό την ειδικότερη έκφανση της εθνικής και ιστορικής τους συνείδησης και ταυτότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Εφόσον, άλλωστε, κατά τα ανωτέρω, η «Συμφωνία» δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη χρήση από τους Έλληνες, των εννοιών του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, της ιστορίας, της κουλτούρας και της κληρονομιάς της περιοχής της Μακεδονίας στο ελληνικό έδαφος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων περί προσβολής της εθνικής συνείδησης και ταυτότητάς τους λόγω της αντίληψης ότι ανήκουν σε ένα έθνος με κοινή ιστορική προέλευση, γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα και παραδόσεις, όπως αυτή προστατεύεται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256) και στο άρθρο 18 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ (κυρωθέν με το ν. 2462/1997, ΦΕΚ Α΄ 25), αλλά και στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης και της δεσμευτικότητας του εν λόγω διεθνούς κειμένου (ΣτΕ 1180/2016, 655/2016 Ολ.), καθώς οι ανωτέρω διατάξεις δεν παρεμβαίνουν στην ελευθερία των εναγόντων να αναπτύσσουν και να εκδηλώνουν επιμέρους στοιχεία της προσωπικότητάς τους, συνδεόμενα με τον όρο του «Μακεδόνα» και της «Μακεδονίας». Για τους ίδιους ως άνω λόγους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός των εναγόντων περί παράβασης της αρχής της ισότητας, κατά τα άρθρα 7 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, 20 του ΧΘΔΕΕ και 26 του ΔΣΑΠΔ, διότι η ανωτέρω διακριτή χρήση των όρων από έκαστο συμβαλλόμενο Μέρος έχει διαφορετική έννοια. Εξάλλου, οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), ο οποίος, μετά την έναρξη της ισχύος της κυρωθείσας με τον ν. 3671/2008 (ΦΕΚ Α΄ 129) Συνθήκης της Λισαβόνας, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες για την Ε.Ε., δεσμεύουν μεν τα κράτη – μέλη, μόνον, όμως, όταν ενεργούν εντός του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν προκειμένω δε, δεν εφαρμόσθηκαν διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρωτογενούς ή παραγώγου, ούτε εμφανίζεται κάποιο συνδετικό στοιχείο με το ενωσιακό δίκαιο (ΣτΕ 2392-2390/2015, 2244/2011) και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί των εναγόντων είναι απορριπτέοι ως ερειδόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση (ΣτΕ 1180/2016, 3007/2014 Ολ., 4746/2014 Ολ.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί ακυρότητας της επίμαχης Συμφωνίας λόγω παραβίασης των άρθρων 53 και 64 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο το Συνθηκών, καθώς και των άρθρων 24, 25 και 103 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, βάσει των ανωτέρω, δεν προκύπτει αντίθεση των διατάξεων της «Συμφωνίας» σε κανόνες διεθνούς δικαίου που αφορούν στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τέλος, ως παρανομία κυβερνητικής πράξης με την οποία συνάφθηκε διεθνής συμφωνία ικανή να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί η παράλειψη υιοθέτησης συγκεκριμένης ρύθμισης και, γενικότερα, η ανεπάρκεια του ρυθμιστικού πλαισίου της, διότι καμία διάταξη νόμου ή του Συντάγματος δεν ιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αρμόδιων κυβερνητικών οργάνων κατά την κατάρτιση διακρατικών συμφωνιών να περιλαμβάνουν σ’ αυτές συγκεκριμένες ρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό (ΔΕφΑθ 2373/2006). Συνεπώς, η επικαλούμενη από τους ενάγοντες παράλειψη των οργάνων του εναγομένου να περιλάβουν στην ως άνω συμφωνία ρητή δήλωση συγγνώμης εκ μέρους της πΓΔΜ για τη χρήση ανθελληνικής προπαγάνδας, καθώς και ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν την τύχη της ελληνικής μειονότητας που ζει στην πΓΔΜ και νυν Βόρεια Μακεδονία και συγκεκριμένα στις πόλεις του Μοναστηρίου, της Αχρίδος, της Γευγελής και της Στρωμνίτσης δεν θεμελιώνει ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση και τούτο ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη των λοιπών προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για τη στοχειοθέτηση της ευθύνης αυτής. Τέλος, η ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος (διεθνείς σχέσεις της Χώρας) δεν μπορεί να επιτυγχάνεται με τη θυσία των συμφερόντων ορισμένων προσώπων, εν προκειμένω δε, η σύναψη της εν λόγω Συμφωνίας έλαβε χώρα μετά από στάθμιση των πιθανών επιπτώσεων στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το έτερο Κράτος, ερείδεται στις κρατούσες στο διεθνές δίκαιο αρχές της κυριαρχίας των κρατών, εξυπηρετεί ένα θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ειδικότερα αυτόν της μη διατάραξης ή της εξυπηρέτησης των ομαλών σχέσεων της Χώρας με το συμβαλλόμενο Κράτος, οι οποίες, εν προκειμένω, είχαν τεθεί επί σειρά ετών σε διακινδύνευση, η δε σύναψή της διενεργήθηκε από τη νομίμως εκλεγμένη Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία καθίσταται μόνη αρμόδια για τον καθορισμό και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής της Χώρας, ενώ, βάσει και όσων εκτεθήκαν προηγουμένως, σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα προσβολής των δικαιωμάτων των εναγόντων και της απόλαυσης αυτών, και δη σε τέτοιο βαθμό που να θίγεται η ουσία τους. Εξάλλου, απορριπτέα είναι όσα προβάλλουν οι ενάγοντες με τα από 18.5.2021 και 27.5.2021 υπομνήματά τους, προεχόντως, ως απαραδέκτως προβληθέντα το πρώτον με αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 138 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και, ειδικότερα, ο ισχυρισμός τους ότι η κύρωση της επίμαχης Συμφωνίας με το ν. 4588/2019 συνιστά νέα παράνομη πράξη των οργάνων του εναγομένου, καθώς και το επιμέρους αίτημά τους περί κήρυξης του ανωτέρω κυρωτικού νόμου ως αντισυνταγματικού, καθίστανται απορριπτέα και για τον επιπλέον λόγο ότι αίτημα αγωγής μπορεί να είναι μόνον η καταψήφιση ή η αναγνώριση γεννημένης χρηματικής αξίωσης κατά του Δημοσίου. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου από τη σύναψη και κύρωση της εν λόγω Συνθήκης, και συνεπώς, ούτε περίπτωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 932 του Α.Κ., όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι τελευταίοι. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως αβάσιμη.

10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, κατ’ εκτίμηση, όμως, των περιστάσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες πρέπει να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αγωγή.

Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 8.12.2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στον ίδιο τόπο την 19.1.2022.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 


 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 


 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου