Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

ΔιοικΠρωτΑΘ 3684/22 : ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - ΕΛ.ΑΣ - ΑΠΟΔΟΧΕΣ- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ


ΔιοικΠρωτΑΘ 3684/22 : ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - ΕΛ.ΑΣ - ΑΠΟΔΟΧΕΣ- ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ - Ν.3845/10, 4093/12, 4472/17. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣτΕ. ΑΓΩΓΗ. Με  την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δημοσίου να καταβάλει επίδομα Χριστουγέννων έτους 2016 και επιδόματα εορτών και άδειας ετών 2017 και 2018, όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 και τα οποία καταργήθηκαν με το Ν. 4093/2012. Έχει ήδη κριθεί ότι η διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων και συνεπώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, ούτε και την Ε.Σ.Δ.Α. Απορριπτέα η αγωγή καθ’ ο μέρος ασκείται ως ευθεία ως νόμω αβάσιμη, αλλά και ως προς την επικουρική της βάση που ερείδεται στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017 περί προσωπικής διαφοράς, διότι στις 31.12.2016 τα επιδόματα ήταν ήδη καταργημένα, δυνάμει της διάταξης του ν. 4093/2012.


ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 33ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ Α3684/2022

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2022, με δικαστή τον Δημήτριο Παυλόπουλο, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τη Γιασεμή Δουκέλη, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 13.12.2018,

των: 1. ..., 48. ...., οι οποίοι παρέστησαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), του δικηγόρου ΧΜ

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), του Δικαστικού Πληρεξούσιου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ΑΠ.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά τον νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 2.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο επίδομα Χριστουγέννων έτους 2016 και στα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και άδειας ετών 2017 και 2018, όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τις διατάξεις του ν. 3845/2010 (Α’ 65), και τα οποία, κατά παράβαση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων και αρχών, καταργήθηκαν με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και παρέμειναν καταργημένα με βάση τις διατάξεις του ν. 4472/2017 (Α’ 74). Το ανωτέρω ποσό ζητείται από τους ενάγοντες ευθέως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω ν. 3845/2010, άλλως, ως προσωπική διαφορά, σύμφωνα με το άρθρο 155 του ως άνω ν. 4472/2017, άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [(ΕισΝΑΚ) π.δ. 456/1984 (Α’ 164)], άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

2. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής υπογράφεται μόνο από τον δικηγόρο ...., στον οποίο επιδόθηκε νομίμως κλήση για τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο της 19.1.2022 (βλ. το από 3.9.2021 αποδεικτικό επίδοσης κλήσης της επιμελήτριας δικαστηρίων ....). Κατά τη συζήτηση όμως της υπόθεσης στη δικάσιμο αυτή, ο 13ος ενάγων (...) δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως προκειμένου να εγκρίνει με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο την άσκηση της αγωγής (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της 19.1.2022), ούτε, εξάλλου, προσκομίστηκαν από αυτόν στο Δικαστήριο νομιμοποιητικά στοιχεία (συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής) από τα οποία να προκύπτει η παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας προς τον ως άνω δικηγόρο, ο οποίος υπογράφει την αγωγή και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), για την παράσταση των εναγόντων στην ανωτέρω δικάσιμο. Κατόπιν αυτού, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς 13ο ενάγοντα ως απαράδεκτη, κατά το άρθρο 28 παρ. 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 30 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Δ.Δ., ελλείψει νομιμοποίησης του ως άνω δικηγόρου. Οι δε λοιποί ενάγοντες, οι οποίοι νομιμοποίησαν τον εν λόγω δικηγόρο με ιδιωτικά έγγραφα, που φέρουν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους από δημόσια αρχή, ομοδικούν παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 115 του Κ.Δ.Δ., καθώς οι απαιτήσεις τους ερείδονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική και πραγματική βάση.

3. Επειδή, παροχές επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα χορηγήθηκαν αρχικώς στον ιδιωτικό τομέα από τους εργοδότες, οικειοθελώς και ως έθιμο, σε είδος ή σε χρήμα (εξ ου και η ονομασία «δώρα»), στη συνέχεια με επαναλαμβανόμενες, κατ’ έτος, υπουργικές αποφάσεις και μετά το ν.δ. 3239/1955 (Α’ 125) με συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις. Στο Δημόσιο, τα επιδόματα εορτών αναγνωρίσθηκαν υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων με τον α.ν. 1502/1950 (Α’ 216), στο άρθρο 9 παρ. 1 του οποίου οριζόταν ότι «εις τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους και υπηρέτας, τους στρατιωτικούς και τα όργανα ασφαλείας παρέχεται: α) ο μισθός ενός μηνός επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων. β) ο μισθός ενός δεκαπενθημέρου επί ταις εορταίς του Πάσχα». Με το άρθρο 74 παρ. 1 του ν. 1811/1951 (Α’ 141) επαναλήφθηκε η ως άνω παρ. 1 του άρθρου 9 του α.ν. 1502/1950, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου καθιερώθηκε και το επίδομα άδειας, με τη χορήγηση κανονικής άδειας ή την έναρξη των θερινών διακοπών. Αντίστοιχες ρυθμίσεις περιέλαβε το ν.δ. 4548/1966 (Α’ 188), ο Υπαλληλικός Κώδικας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 611/1977, Α’ 198) και ο ν. 1505/1984 περί του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης (Α’ 194), ενώ, χορήγηση των ως άνω επιδομάτων εορτών και άδειας, προβλέφθηκε και στον ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης» (Α’ 40). Ειδικά όσον αφορά τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, η χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων προβλέφθηκε στο άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 1643/1986 (Α’ 126), με τον οποίο καθορίσθηκε το μισθολογικό καθεστώς των στελεχών αυτών, και, ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2448/1996 (Α’ 279), ο οποίος επέφερε αλλαγές στο μισθολόγιό τους. Σε συνέχεια των ανωτέρω ρυθμίσεων, με τον ν. 3205/2003 (Α’ 297), περί του μισθολογίου των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. και των μόνιμων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, επίσης, προβλέφθηκε, η χορήγηση επιδομάτων εορτών και άδειας. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 9 του εν λόγω νόμου το επίδομα Χριστουγέννων καθορίσθηκε ίσο με τον μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου του υπαλλήλου, τα δε επιδόματα Πάσχα και άδειας καθορίσθηκαν, καθένα εξ αυτών, ίσα προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του εκάστοτε μισθολογικού κλιμακίου του υπαλλήλου. Αντίστοιχη ρύθμιση υπήρξε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 51 παρ. Β5 του νόμου αυτού, και αναφορικά με τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, καθώς το επίδομα Χριστουγέννων καθορίσθηκε ίσο με τον μηνιαίο βασικό μισθό, μετά των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης, και τα επιδόματα Πάσχα και άδειας καθορίσθηκαν, καθένα εξ αυτών, ίσα προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης.

4. Επειδή, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, σειρά από μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών, που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, και τη διενέργεια περικοπών στις αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου. Ειδικά όσον αφορά τα επιδόματα εορτών και άδειας, αρχικά προβλέφθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 (Α’ 40) η μείωσή τους κατά 30%. Στη συνέχεια, με το άρθρο τρίτο παρ. 6 του ν. 3845/2010 (Α’ 65) το ύψος των εν λόγω επιδομάτων αποσυνδέθηκε από τον βασικό μισθό και προβλέφθηκε για καθένα από αυτά ένα πάγιο και εκ των προτέρων καθορισμένο ποσό. Συγκεκριμένα, καθορίσθηκαν το επίδομα Χριστουγέννων στο ποσό των 500 ευρώ και καθένα από τα επιδόματα Πάσχα και άδειας στο ποσό των 250 ευρώ, επιπλέον δε, προβλέφθηκε ότι αυτά θα καταβάλλονταν εφόσον οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων και των εν λόγω επιδομάτων, δεν υπερέβαιναν κατά μήνα (υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση) το ποσό των 3.000 ευρώ, και ότι, σε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου αυτού ορίου αποδοχών, τα ανωτέρω επιδόματα θα καταβάλλονταν μέχρι το ποσό των 3.000 ευρώ, μειούμενα αναλόγως. Όμοια πρόβλεψη αναφορικά με τα επιδόματα εορτών και άδειας των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα υπήρξε και στις διατάξεις του ν. 4024/2011 (Α’ 226), με τον οποίο καθιερώθηκε νέο ενιαίο μισθολόγιο, από το οποίο, ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του εν λόγω νόμου, εξαιρέθηκαν τα ειδικά μισθολόγια, που ορίζονται στο Μέρος Β’ του ν. 3205/2003, στα οποία περιλαμβάνεται και το ειδικό μισθολόγιο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.

5. Επειδή, ακολούθως, με την περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α’ 222/12.1.2012), επήλθε κατάργηση των επιδομάτων εορτών και άδειας. Ειδικότερα, με την ανωτέρω διάταξη ορίσθηκε ότι: «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., και Ο.Τ.Α., καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1.1.2013.». Σχετικά με τις ρυθμίσεις αυτές, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι: «Με τις διατάξεις της περίπτωσης 1 καταργούνται, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, και των ΟΤΑ. Με τις ίδιες διατάξεις καταργούνται τα επιδόματα εορτών και αδείας και για όλους τους υπαλλήλους και τους μισθωτούς των ΝΠΙΔ.».

6. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή. Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, δεδομένης και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών. Στις περιπτώσεις δε θέσπισης τέτοιων μέτρων, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει. Ειδικότερα, κρίθηκε με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι με την επίμαχη διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 ο νομοθέτης προέβη στην πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος άδειας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους στρατιωτικούς, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και στην αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, καταρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, ενώ, συνακόλουθα, το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται και στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. Επομένως, και δεδομένου ότι τα επιδόματα εορτών και άδειας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, το επίδικο μέτρο της κατάργησής τους, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, καθώς με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος. Εξάλλου, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, που, ακόμα και μετά την κατάργηση των επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Άλλωστε, η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης κατάστασης υπόκειται, κατά τα ανωτέρω, σε οριακό δικαστικό έλεγχο, δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαύει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους. Κατά συνέπεια, τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για τον νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Περαιτέρω, δεδομένης της φύσης των επιδομάτων εορτών και άδειας και του λόγου της θέσπισής τους, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργησή τους στερείται, προδήλως, εύλογη βάση, ούτε ότι η επερχόμενη με αυτήν μείωση των συνολικών αποδοχών θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων. Με βάση τα ανωτέρω, κρίθηκε ότι η διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους, καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα άδειας, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων ν.π.δ.δ., συνεπώς, δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ενώ, εξάλλου, ούτε και στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος αντίκειται, δεδομένου ότι θεσπίζεται με αυτή μέτρο που αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, είναι δε διαφορετικό το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και άδειας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσης μέτρα.

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 2.500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο επίδομα Χριστουγέννων έτους 2016 και στα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και άδειας ετών 2017 και 2018, όπως αυτά είχαν καθοριστεί με τις διατάξεις του ν. 3845/2010. Όπως υποστηρίζουν, τα επιδόματα αυτά καταργήθηκαν μεν με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ωστόσο, η εν λόγω διάταξη είναι μη εφαρμοστέα, διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Επιπλέον, προβάλλουν ότι μη εφαρμοστέες είναι και οι διατάξεις των άρθρων 124-127 του ν. 4472/2017, με τις οποίες εισήχθη το νέο μισθολόγιο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, στο οποίο δεν προβλέφθηκε καταβολή επιδομάτων εορτών και άδειας. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές του ν. 4472/2017 αντίκεινται στην, απορρέουσα από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος και ερμηνευθείσα με τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ενώ αντίκεινται και στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, καθώς με τη θέσπιση των εν λόγω διατάξεων η Διοίκηση δεν συμμορφώθηκε πλήρως προς τα ορισθέντα με τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεδομένης δε της αντίθεσης των ως άνω διατάξεων των ν. 4093/2012 και 4472/2017 στις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το ανωτέρω ποσό οφείλεται σε καθέναν από αυτούς με βάση τις ευθέως εφαρμοστέες, όπως προβάλλουν, σχετικές διατάξεις του ν. 3845/2010, άλλως, ως προσωπική διαφορά αποδοχών, σύμφωνα με το άρθρο 155 του ως άνω ν. 4472/2017, στο οποίο ορίζεται ότι εάν από τις διατάξεις του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που εδικαιούτο ο υπάλληλος στις 31.12.2016, η διαφορά αυτή διατηρείται ως προσωπική. Άλλως, το ανωτέρω ποσό ζητείται για καθέναν από αυτούς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του Αστικού Κώδικα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντιθέτως, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την .... έκθεση απόψεων, όπως αυτή αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν στις 24.1.2022 υπόμνημα, ζητά την απόρριψη της αγωγής.

8. Επειδή, η αγωγή καθ’ ο μέρος ασκείται ως ευθεία είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, διότι στις διατάξεις που ίσχυαν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα δεν προβλεπόταν η καταβολή επιδομάτων εορτών και άδειας στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Ομοίως, απορριπτέα είναι η αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση που ερείδεται στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017 περί προσωπικής διαφοράς, διότι στις 31.12.2016 τα εν λόγω επιδόματα ήταν ήδη καταργημένα, δυνάμει της διάταξης της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Περαιτέρω, όσον αφορά την ερειδόμενη στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ επικουρική βάση της αγωγής, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με τις 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και μνημονεύονται στη σκέψη 6, η ως άνω διάταξη του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα επίδικα επιδόματα εορτών και άδειας, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., επομένως, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόντων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επιπλέον, με το μέτρο αυτό δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επερχόμενη, με την κατάργηση των επίδικων επιδομάτων, μείωση των συνολικών αποδοχών των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωσή τους. Εξάλλου, τα επιδόματα εορτών και άδειας δεν συνδέονταν με την ιδιαίτερη φύση της αποστολής των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και καταβάλλονταν τόσο σε αυτούς όσο και στους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με τις διατάξεις δε του άρθρου τρίτου παρ. 6 του ν. 3845/2010 το ύψος των εν λόγω επιδομάτων είχε καθοριστεί για όλους τους ανωτέρω στο ποσό των 1.000 ευρώ ετησίως (500 ευρώ το επίδομα Χριστουγέννων και 250 ευρώ καθένα από τα επιδόματα Πάσχα και εορτών). Επομένως, δεδομένης της φύσης των επιδομάτων εορτών και άδειας, καθώς και του γεγονότος ότι η κατάργησή τους επήλθε, για τους προεκτεθέντες σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, για όλους τους υπαλλήλους και λειτουργούς του Δημοσίου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των 2192-2196/2014 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αυτές κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές οι περικοπές των αποδοχών των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας που είχαν θεσπισθεί με τις περιπτώσεις 31-33 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όχι όμως και η διάταξη της περίπτωσης 1 της ίδιας υποπαραγράφου του ίδιου νόμου, με την οποία καταργήθηκαν για όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους και τους λειτουργούς του Δημοσίου τα επιδόματα εορτών και άδειας, η συνταγματικότητα της οποίας δεν αποτέλεσε, όπως ρητώς, άλλωστε, διατυπώθηκε στη σκέψη 6 της ως άνω 2192/2014 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντικείμενο των δικών αυτών. Με τις δε 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (Α’ 246), κατά το μέρος με το οποίο με αυτές αναπροσαρμόσθηκαν αναδρομικά, ήτοι από 1.8.2012 έως την έκδοση του εν λόγω νόμου, οι αποδοχές των εν ενεργεία στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, συνιστούν πλημμελή, κατά παράβαση του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, συμμόρφωση με τις προαναφερθείσες 2192-2196/2014 αποφάσεις, ενώ, κατά το μέρος με το οποίο με αυτές αναπροσαρμόσθηκαν οι τρέχουσες αποδοχές τους, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4472/2017, λόγω μη συμμόρφωσης προς τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσον αφορά τα επιδόματα εορτών και άδειας, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι με τις ως άνω αποφάσεις δεν κρίθηκε η συνταγματικότητα της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και άδειας. Εξάλλου, ο ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 124-127 του ν. 4472/2017, με τις οποίες θεσπίστηκε το νέο μισθολόγιο των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ., αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους, είναι, όσον αφορά το ζήτημα της μη χορήγησης επιδομάτων εορτών και άδειας, απορριπτέος, διότι τα επιδόματα αυτά είχαν ήδη καταργηθεί με τη διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, επομένως, νομίμως δεν προβλέφθηκε καταβολή τους με τις ως άνω διατάξεις του ν. 4472/2017 (πρβλ. ΣτΕ 798/2021 Ολομ. σκ. 17). Κατόπιν των ανωτέρω, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, προς αποζημίωση των εναγόντων. Τέλος, απορριπτέα είναι η κρινόμενη αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι αυτή δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία (πρβλ. ΣτΕ 651/2018, 4102/2015, 528/2014).

9. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγούν οι ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κ.Δ.Δ.).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την αγωγή.

Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 23.3.2022 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ 

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΓΙΑΣΕΜΗ ΔΟΥΚΕΛΗ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου