ΜονΠρωτΘεσ 3563/20 : ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ. Έκδοση ΕΔΠ - Διαδικασία - Δήλωση αντιρρήσεων του οφειλέτη. Η εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης αντιρρήσεων επιφέρει ως έννομη συνέπεια την οριστική άρση της ισχύος της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και τη λήξη της απορρέουσας από αυτήν εκκρεμοδικίας, με συνέπεια η υπόθεση με αντικείμενο τη διάγνωση της αξίωσης, στην οποία αναφέρεται, να μεταφέρεται αυτόματα στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία του κράτους- μέλους προέλευσης. Συμφωνία παρέκτασης. Ένσταση συμψηφισμού - Στοιχεία ορισμένου. Απορρίπτει την έφεση.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 3563/2020
Πρόεδρος: Ι. Μαμαδάς, Πρωτοδίκης
I. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 954/10-09-2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../05-09, αγωγή της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος, αρμόδια εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα του Ειρηνοδικείου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 17 εδ. α’ ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από το εκκαλούν που ηττήθηκε στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 498 παρ. 1 εδ. α και παρ. 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α΄, 516 παρ. 1, 518 παρ. 1 εδ. α΄ και γ΄ και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19-10-2018, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης με αυτήν απόφασης στο εκκαλούν, η οποία έλαβε χώρα την 01-10-2018 (βλ. την με στοιχεία ... έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Λαμίας ..., την οποία προσκομίζει η εφεσίβλητη). Εξάλλου, το εκκαλούν κατέβαλε το παράβολο, το οποίο ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 περ. Α΄ υποπερ. α΄ ΚΠολΔ, όπως σχετικά βεβαιώνεται από τον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης επί της με αριθμό ... έκθεσης κατάθεσης δικογράφου έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό της προβολής και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
II. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή της, με την οποία εισήχθη προς δικαστική διάγνωση κατά την τακτική διαδικασία η αξίωσή της σε βάρος του εκκαλούντος, στην οποία αφορούσε η με αριθμό ......./27-05-2016 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων από το εκκαλούν με το με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../14-06-2016 έγγραφο αντιρρήσεων προς τη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη ισχυριζόταν ότι ασκεί εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών δημιουργίας, ανάπτυξης, οργάνωσης, διαχείρισης και λειτουργίας δικτύου σχολών ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και στην Κύπρο αξιοποιώντας την εμπορική συνεργασία της με την αγγλική ποδοσφαιρική εταιρία με την επωνυμία «...».
Περαιτέρω, υποστήριζε ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητας της αυτής κατάρτισε με το εκκαλούν σωματείο την από 13-06-2015 σύμβαση παροχής υπηρεσιών, με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει προς αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 13-06-2015 έως 12-06-2017 τις συμφωνημένες υπηρεσίες εκπαίδευσης και προσανατολισμού των αθλητών του με αντάλλαγμα την καταβολή αναλογικού αντιτίμου, το οποίο θα προσδιοριζόταν σε ποσοστό επί των εισπραττόμενων από το εκκαλούν ακαθάριστων ποσών σε κάθε περίπτωση μετεγγραφής αθλούμενου μέλους του προς άλλο ημεδαπό ή αλλοδαπό αθλητικό σύλλογο (υπό τη μορφή σωματείου ή ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρίας), όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τους Κανονισμούς Ιδιότητας και Μετεγγραφών Παικτών της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Παράλληλα, ισχυριζόταν ότι με ειδικό όρο της κατά τα ανωτέρω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μετεγγραφής του αθλητή του εκκαλούντος ... του ... σε άλλο ημεδαπό ή αλλοδαπό αθλητικό σύλλογο (υπό τη μορφή σωματείου ή ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρίας), το τελευταίο θα κατέβαλε στην εφεσίβλητη ποσοστό εβδομήντα πέντε εκατοστών (75%) επί του ακαθάριστου ποσού, το οποίο θα εισέπραττε αυτό, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημέρα της κατά τα ανωτέρω είσπραξης. Επιπλέον, υποστήριζε ότι ο κατά τα ανωτέρω αθλητής του εκκαλούντος μεταγράφηκε στην ποδοσφαιρική ομάδα της ολλανδικής ποδοσφαιρικής εταιρίας με την επωνυμία «...», με αποτέλεσμα να εισπράξει το εκκαλούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00€), χωρίς ωστόσο να της καταβάλει το συμφωνημένο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (20.000,00€ x 75% = 15.000,00€) παρά τη σχετική όχλησή της προς αυτό, η οποία έλαβε χώρα την 16-05-2016. Με βάση τους ισχυρισμούς της αυτούς η εφεσίβλητη ζητούσε να υποχρεωθεί το εκκαλούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€) με το νόμιμο τόκο από την 17-05-2016 και να καταδικαστεί αυτό στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε την κατά τα ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε το εκκαλούν να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€) με το νόμιμο τόκο από την 17-05-2016. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα το εκκαλούν για τους λόγους, οι οποίοι διαλαμβάνονται στην υπό κρίση έφεσή του και συνίστανται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε ν' απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου του.
III. Με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται αντίστοιχα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Ωστόσο, το περιεχόμενο αμφότερων των κατά τα ανωτέρω λόγων της υπό κρίση έφεσης περιορίζεται στη γενική και αόριστη αυτή διατύπωση, χωρίς να διαλαμβάνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η βασιμότητα της οποίας να δύναται να καταστεί αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης και διάγνωσης. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας οι δύο πρώτοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης.
IV. Από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5, 7, 8, 12, 16 και 17 του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής συνάγεται, ότι η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής εκδίδεται από το αρμόδιο σχετικά δικαστήριο προέλευσης μετά από αίτηση του δανειστή της χρηματικής αξίωσης, στην οποία αναφέρεται, με απλή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων θεμελιώνεται η εν λόγω αξίωση, και των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία προκύπτει η ύπαρξή της, χωρίς προηγούμενη ακρόαση του οφειλέτη, κατά του οποίου στρέφεται. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν αποστερείται της δυνατότητας άμυνας κατά της διαταγής πληρωμής, καθώς μπορεί να υποβάλει εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοσή της στον ίδιο δήλωση αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστηρίου προέλευσης.
Η εμπρόθεσμη υποβολή της κατά τα ανωτέρω δήλωσης αντιρρήσεων επιφέρει ως έννομη συνέπεια την οριστική άρση της ισχύος της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας στρέφεται, και την λήξη της απορρέουσας από αυτήν εκκρεμοδικίας, με συνέπεια η υπόθεση με αντικείμενο τη διάγνωση της αξίωσης, στην οποία αναφέρεται η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, να μεταφέρεται αυτόματα στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία του κράτους- μέλους προέλευσης κατ’ εφαρμογή βέβαια των οικείων δικονομικών κανόνων, χωρίς μάλιστα να απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος από οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη. Η κατά τα ανωτέρω μεταφορά της υπόθεσης στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία αποκλείεται μόνο στην περίπτωση που ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής έχει δηλώσει ότι ανατίθεται σε αυτήν.
Αντικείμενο της διαγνωστικής διαδικασίας αποτελεί η διαπίστωση της βασιμότητας της αξίωσης του δανειστή, όπως η ταυτότητα αυτής προσδιορίζεται στην αίτηση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και συμπληρώνεται κατά τα υπόλοιπα αναγκαία στοιχεία, ενώ στο πλαίσιο αυτής παρέχεται και στον οφειλέτη η δυνατότητα να αναπτύξει ενδελεχώς τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι αναφέρονται στην αξίωση αυτή. Εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας καθίσταται η αίτηση για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, όπως αυτή κατάλληλα συμπληρώνεται, και όχι η δήλωση αντιρρήσεων του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η διαδικασία για την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής να ανάγεται σε προπαρασκευαστικό στάδιο της κατ’ αντιδικία διαδικασίας, η οποία λαμβάνει χώρα σαν να μην είχε προηγηθεί η έκδοση της τελευταίας.
Στο πλαίσιο της ημεδαπής έννομης τάξης η μετουσίωση της κατά τα ανωτέρω μεταφοράς της υπόθεσης στην κατ’ αντιδικία διαγνωστική διαδικασία δεν μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 585 και 632επ. ΚΠολΔ, καθώς δεν αποτελεί αντικείμενό της η εξέταση του κύρους της εκδοθείσας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, η ισχύς της οποίας αίρεται με την υποβολή αντιρρήσεων από την πλευρά του οφειλέτη. Ενόψει λοιπόν οποιασδήποτε ειδικής ρύθμισης ο δανειστής μετά την υποβολή των αντιρρήσεων του οφειλέτη και τη σχετική ενημέρωση του ίδιου, βαρύνεται με την υποχρέωση κατάθεσης αγωγικού δικογράφου, το οποίο πρέπει να επιδοθεί στον οφειλέτη και στο οποίο λαμβάνει χώρα ο προσδιορισμός της αξίωσής του σε βάρος του τελευταίου, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η προς εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης ανάπτυξη σε αυτό νέας δέσμης παρεμφερών με τα αρχικά πραγματικών γεγονότων ή η υποβολή νέου κύριου ή παρεπόμενου αιτήματος (ΠΠρΘεσ 3278/2012 Αρμ 68, 102 και επίσης Ποδηματά, Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, 2011, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας/Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμ. Θ, άρθρο 623, αριθ. 10 επ., Παπαστάμου, Η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής ως εργαλείο του σύγχρονου Δικηγόρου για το χειρισμό διασυνοριακών αστικών διαφορών, ΝοΒ 59, 498 επ., Γιαννόπουλο, Κανονισμός 1896/2006 για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, ΕΠολΔ 2008, 134 επ., Καράμερο, Κανονισμός 1896/2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, ΕλλΔνη 2008, 339 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη κατέθεσε την 26-05-2016 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης την με ίδια ημερομηνία αίτησή της με αντικείμενο την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής κατά του εκκαλούντος σωματείου. Με βάση την αίτηση αυτή εκδόθηκε από το ως άνω Δικαστήριο την 27-05-2016 η με αριθμό υπόθεσης ......../2016 ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε το εκκαλούν σωματείο να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00 €) πλέον των νόμιμων τόκων και δικαστικών εξόδων. Η εν λόγω ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής επιδόθηκε νόμιμα στο εκκαλούν σωματείο την 01-06-2016 (βλ. σχ. την με στοιχεία ... έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Λαμίας ..., την οποία προσκομίζει η εφεσίβλητη). Ωστόσο, το τελευταίο κατάθεσε στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου την 14-06-2016, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 16 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, την από 09-06-2016 δήλωση αντιρρήσεων, η οποία έλαβε τον .../14-06-2016 αριθμό πρωτοκόλλου, με συνέπεια την άρση της ισχύος της κατά τα ανωτέρω ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής, σύμφωνα και προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω στην πρώτη παράγραφο του νομικού μέρους του παρόντος κεφαλαίου της απόφασης.
Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα την 05-09-2017 η εφεσίβλητη κατάθεσε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 01-09-2017 αγωγή της κατά του εκκαλούντος σωματείου με αντικείμενο την αξίωσή της, για την οποία εκδόθηκε η ως άνω ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής. Σχετικά συντάχθηκε η με αριθμό ... έκθεση κατάθεσης δικογράφου. Με την εν λόγω αγωγή νόμιμα, σύμφωνα προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω στη δεύτερη παράγραφο του νομικού μέρος του παρόντος κεφαλαίου της απόφασης, εισήχθη στην τακτική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων η υπόθεση με αντικείμενο τη διάγνωση της βασιμότητας της αξίωσης της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος, για την οποία εκδόθηκε η κατά τα ανωτέρω ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι ουδέποτε η εφεσίβλητη δήλωσε ότι αντιτίθεται σε αυτήν, αλλά αντίθετα άσκησε η ίδια, την κατά τα ανωτέρω αγωγή.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τη δικονομική ένσταση του εκκαλούντος περί απαράδεκτου της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης λόγω της ύπαρξης εκκρεμοδικίας από την αίτηση της εφεσίβλητης για την έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
V. Στο πλαίσιο της κατάρτισης της από 13-06-2015 σύμβασης παροχής υπηρεσιών-τεχνογνωσίας και συμμετοχής σε πρόγραμμα κατάρτισης και εκπαίδευσης αθλητών και ειδικότερα με τον με αριθμό 7 επιμέρους όρο αυτής οι διάδικοι συμφώνησαν ότι αρμόδια για την εκδίκαση των ανακυπτουσών από αυτήν διαφορών καθίσταντο τα ελληνικά Δικαστήρια και συγκεκριμένα τα Δικαστήρια της Θεσσαλονίκης. Η συνομολόγηση του εν λόγω όρου συνιστά συμφωνία παρέκτασης για μελλοντικές διαφορές, η οποία έγκυρα καταρτίστηκε, σύμφωνα προς όσα ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα στην εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης (άρθρο 17 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής), καθώς περιβλήθηκε έγγραφο τύπο και προσδιόρισε την έννομη σχέση, από την οποία απορρέουν οι διαφορές που αποτελούν το αντικείμενό της. Κατά συνέπεια, με βάση την κατά τα ανωτέρω συμφωνία θεμελιώνεται αφενός δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και αφετέρου αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης (άρθρο 44 ΚΠολΔ) για τη συζήτηση των διαφορών, οι οποίες αφορούν στην εκτέλεση της κατά τα ανωτέρω σύμβασης μεταξύ των διαδίκων και στις οποίες περιλαμβάνεται και η ένδικη διαφορά.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι συντρέχει τοπική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, απορρίπτοντας τη σχετική ένσταση του εκκαλούντος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο, κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον, στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης. Όπως συνάγεται δε, από το συνδυασμό των κατά τα ανωτέρω διατάξεων προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γέννησής τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1057/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προτάσεις που κατάθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του στο πλαίσιο της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το εκκαλούν σωματείο ισχυρίστηκε ότι μετά από τροποποίηση της ένδικης σύμβασης, η οποία έλαβε χώρα με το από 18-02-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εφεσίβλητης, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει ποσοστό πενήντα εκατοστών (50%) επί: (α) των ποσών, τα οποία θα εισέπραττε από την εταιρία με την επωνυμία «...», στην οποία ανέθεσε την εκπροσώπηση του αθλητή ... του ... σε περίπτωση μετεγγραφής ή ανανέωσης του συμβολαίου του ή κατάρτισης συμφωνιών διαφήμισης και (β) του ακαθάριστου ποσού, το οποίο θα εισέπραττε στο πλαίσιο του Μηχανισμού Αλληλεγγύης σύμφωνα με τους κανονισμούς Ιδιότητας και Μετεγγραφών της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας για κάθε μεταγραφή του ως άνω αθλητή σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του ενασχόλησης.
Περαιτέρω, υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε του γνωστοποίησε το ποσό, το οποίο αυτή εισέπραξε από την κατά τα ανωτέρω εταιρία και όχι για τον λόγο αυτό δεν δικαιούται κανένα ποσό από το ίδιο. Ο κατά τα ανωτέρω ισχυρισμός του εκκαλούντος συνιστά, σύμφωνα και προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω στο νομικό μέρος του παρόντος κεφαλαίου της απόφασης ένσταση συμψηφισμού, η οποία όμως πάσχει από αοριστία, καθώς δεν μνημονεύονται σε αυτήν: (α) εάν και πότε έλαβαν χώρα τα παραγωγικά της προτεινόμενης προς συμψηφισμό απαίτησης του εκκαλούντος, δηλαδή η μετεγγραφή ή ανανέωση του συμβολαίου του αθλητή ... του ... ή η κατάρτιση με αυτόν συμφωνιών διαφήμισης, (β) εάν και πότε έλαβε χώρα η καταβολή οποιουδήποτε ποσού από την εταιρία με την επωνυμία «...» προς την εφεσίβλητη για οποιαδήποτε από τις κατά τα ανωτέρω αιτίες, (γ) το ύφος των ενδεχόμενων αυτών καταβολών και (δ) ορισμένο αίτημα, το οποίο να αφορά στην απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής. Οι κατά τα ανωτέρω ελλείψεις καθιστούν αδύνατο αφενός τo σχηματισμό εμπεριστατωμένης δικαστικής κρίσης επί της βασιμότητας της εν λόγω ένστασης και αφετέρου την προβολή αιτιολογημένου αντιλόγου κατά αυτής, καθώς δεν προκύπτει με σαφήνεια η γέννηση, ο ληξιπρόθεσμος χαρακτήρας και το ακριβές ύψος της προτεινόμενης σε συμψηφισμό απαίτησης του εκκαλούντος σε βάρος της εφεσίβλητης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριφε ως αόριστη την κατά τα ανωτέρω προβληθείσα ένσταση συμψηφισμού ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το εκκαλούν με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής του, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτιμάται από το Δικαστήριο. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατά το σκέλος του αυτό ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.
VII. Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τόσο προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, όσο και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και συγκεκριμένα από: (α) τα έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων, (β) την εξώδικη ομολογία, του εκκαλούντος, η οποία, συνάγεται από το περιεχόμενο της από 09-06-2016 δήλωσης αντιρρήσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως το περιεχόμενο αυτής προσδιορίζεται παρακάτω, και (γ) από τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα εγγράφων, οι ανεπικύρωτες εκτυπώσεις μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα έγγραφα, τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα :
Η εφεσίβλητη κυπριακή εταιρία ασκεί εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών δημιουργίας, ανάπτυξης, οργάνωσης, διαχείρισης και λειτουργίας σχολών ποδοσφαίρου στην ελληνική και την κυπριακή επικράτεια, η οποία βασίζεται στην εμπορική συνεργασία της με την αγγλική ποδοσφαιρική εταιρία με την επωνυμία «...». Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής κατάρτισε την 13-06-2015 με το εκκαλούν αθλητικό σωματείο, το οποίο είναι μέλος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων ... και συμμετέχει στο τοπικό ερασιτεχνικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, σύμβαση παροχής υπηρεσιών-τεχνογνωσίας και συμμετοχής σε πρόγραμμα κατάρτισης και εκπαίδευσης αθλητών, με βάση την οποία η εφεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των αθλητών του εκκαλούντος στα ειδικά προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης νεαρών ποδοσφαιριστών, τα οποία έχει εκπονήσει και φέρει σε πέρας υπό την επίβλεψη της κατά τα ανωτέρω αγγλικής ποδοσφαιρικής εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από την 13-06-2015 έως την 12-06-2017. Από την άλλη, το εκκαλούν σωματείο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην εφεσίβλητη ποσοστό από τα ακαθάριστα ποσά, τα οποία θα εισέπραττε σε περίπτωση μετεγγραφής αθλητών του σε άλλους ημεδαπούς ή αλλοδαπούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους ανεξάρτητα της νομικής μορφής των τελευταίων με βάση τους Κανονισμούς Ιδιότητας και Μετεγγραφών Παικτών της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, το ακριβές ύψος του οποίου θα συμφωνούταν ξεχωριστά για την περίπτωση κάθε αθλητή με βάση τα κριτήρια που απαριθμούνταν στην εν λόγω σύμβαση.
Πέραν όμως της κατά τα ανωτέρω γενικής συμφωνίας για τον προσδιορισμό της αμοιβής της εφεσίβλητης, στην ένδικη σύμβαση περιλήφθηκε και ειδικός όρος για την περίπτωση του ανήλικου αθλητή του εκκαλούντος ... του ..., ο οποίος γεννήθηκε την 08-02-1999, σύμφωνα με τον οποίο το εκκαλούν ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην εφεσίβλητη ποσοστό εβδομήντα πέντε εκατοστών (75%) επί του ακαθάριστου ποσού, το οποίο θα εισέπραττε σε περίπτωση μετεγγραφής του σε άλλη ημεδαπή ή αλλοδαπή ποδοσφαιρική ομάδα. Μάλιστα, το κατά τα ανωτέρω ποσό συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την είσπραξη από το εκκαλούν του ποσού για την μετεγγραφή του αθλητή του.
Περαιτέρω, από την εξώδικη ομολογία του εκκαλούντος, η οποία συνάγεται από το περιεχόμενο της από 12-06-2016 δήλωσης αντιρρήσεών του, αποδείχτηκε ότι κατά τον Ιούνιο του έτους 2015 ο αθλητής του εκκαλούντος ... του ... μετεγγράφηκε στην ποδοσφαιρική ομάδα της ολλανδικής ποδοσφαιρικής εταιρίας με την επωνυμία «...» και ότι για τη μετεγγραφή αυτή το εκκαλούν εισέπραξε την 22-01-2016 το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00€). Στο πλαίσιο μάλιστα της μετεγγραφής αυτής η εφεσίβλητη μεσολάβησε για την ανάληψη της εκπροσώπησης του ως άνω αθλητή μετά την απόκτηση από αυτόν της ιδιότητας του επαγγελματία ποδοσφαιριστή, δηλαδή μετά την ενηλικίωσή του, η οποία θα λάμβανε χώρα την 08-02-2017, από την ολλανδική εταιρία με την επωνυμία «...» με αντάλλαγμα την καταβολή προμήθειας προς την ίδια, το ύψος της οποίας θα προσδιοριζόταν με βάση τις ακαθάριστες αποδοχές του ως άνω αθλητή και η οποία θα ήταν καταβλητέα μετά την ενηλικίωσή του και υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα συνέχιζε να εκπροσωπείται από την εν λόγω ολλανδική εταιρία. Παράλληλα, καταρτίστηκε μεταξύ των νόμιμων εκπροσώπων των διαδίκων προφορική συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας αποτυπώθηκε στην από 16-02-2016 επιστολή της εφεσίβλητης, η οποία επισυνάφθηκε στο από 07-04-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της τελευταίας προς το εκκαλούν. Με βάση τη σύμβαση αυτή η εφεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στο αντίδικό της ποσοστό πενήντα εκατοστών (50%) επί της προμήθειας, την οποία θα εισέπραττε από την ολλανδική εταιρία με την επωνυμία «...», στο πλαίσιο της εκπροσώπησης από την τελευταία του ... του ... ως επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Επομένως, οποιαδήποτε υποχρέωση της εφεσίβλητης έναντι του εκκαλούντος από την κατά τα ανωτέρω προφορική σύμβαση δεν επρόκειτο να γεννηθεί νωρίτερα από το χρονικό σημείο της ενηλικίωσής του, δηλαδή από την 08-02-2017.
Αποδείχτηκε ακόμη ότι σε εκτέλεση της πρώτης από τις κατά τα ανωτέρω συμβάσεις με το εκκαλούν η εφεσίβλητη εξέδωσε το με αριθμό .../02-02-2016 τιμολόγιο ποσού δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€), το οποίο και απέστειλε την 03-02-2016 στο αντίδικό της, ώστε να λάβει χώρα η καταβολή του κατά τα ανωτέρω ποσού. Ωστόσο, το τελευταίο ουδέποτε εκπλήρωσε τη σχετική του υποχρέωση επικαλούμενο τους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων από τις τράπεζες, οι οποίοι είχαν τεθεί σε ισχύ από το καλοκαίρι του έτους 2015, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εφεσίβλητης με τα από 07-04-2016 και 15-06-2016 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και την από 13-05-2016 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωση, η οποία επιδόθηκε στο εκκαλούν την 16-05-2016 (βλ. σχ. την με στοιχεία .../16-05-2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Λαμίας ..., την οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εφεσίβλητη).
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά γεγονότα, τα οποία αποδείχθηκαν, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η εφεσίβλητη διαθέτει σε βάρος του εκκαλούντος απαίτηση για την καταβολή ποσού δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€), η οποία απορρέει από την από 13-06-2015 σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ τους και κατέστη ληξιπρόθεσμη την 27-01-2016. Εξάλλου, από κανένα από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έχουν νόμιμα τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης του εκκαλούντος εξαρτήθηκε από την προηγούμενη εκπλήρωση από την εφεσίβλητη των υποχρεώσεών της από την μεταγενέστερη προφορική σύμβασή της με το εκκαλούν, η οποία παρά το γεγονός ότι αναφερόταν στο πρόσωπο του ίδιου αθλητή διατηρούσε λειτουργική αυτοτέλεια σε σχέση με την προγενέστερη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων. Επομένως, η δικαστική επιδίωξη από την εφεσίβλητη της ικανοποίησης της απαίτησής της από την από 13-06-2015 σύμβασή της με τον εκκαλούν σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπεί στην ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων του τελευταίου από την προφορικά καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση, ούτε βέβαια μπορεί να εξαρτηθεί από αυτήν. Είναι επομένως απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία η προταθείσα από το εκκαλούν ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος, ενώ για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός του περί του ανεκκαθάριστου της ένδικης απαίτησης. Τέλος, απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα του εκκαλούντος περί επίδειξης των εγγράφων που αφορούν στη σύμβαση μεταξύ της εφεσίβλητης και της ολλανδικής εταιρίας με την επωνυμία «...» λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, η οποία εδράζεται στο γεγονός ότι αυτή σε καμία περίπτωση δεν συνέχεται με την επίδικη απαίτηση.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την απαίτηση της εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος απορρίπτοντας την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η οποία προτάθηκε από το τελευταίο, και απέρριφε σιωπηρά το παρεπόμενο αίτημά του περί επίδειξης εγγράφων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και επιμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται το εκκαλούν με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου και τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
VII. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 183 εδ. α΄ ΚΠολΔ), σύμφωνα προς όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέβαλε το εκκαλούν για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ ΚΠολΔ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου