ΣτΕ (Ολ) 1439/20 : ΔΙΚΗ ΠΙΛΟΤΟΣ - ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ - ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ. Πρότυπη δίκη. Η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/16 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014 με τους Ν. 4051/12 και 4093/12, για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του Ν. 4387/16, ήτοι από 12.5.2016 και εφεξής, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (υπ' αρ. 1891/19 απόφαση της Ολ του ΣτΕ). Επίσης, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/16 δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016, για το οποίο ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287-2288/15 αποφάσεις της Ολ του ΣτΕ (Αντίθετη μειοψηφία). Ειδικότερα, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 10.6.2015, οι συνέπειες των εν λόγω αποφάσεων, ισχύουν μόνο για όσους είχαν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές πριν την 10-6-2015. Ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/15 αποφάσεις της Ολ του ΣτΕ, καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Απορρίπτει τις παρεμβάσεις. Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή προς εκδίκαση στο ΔιοικΠρωτΑθηνών
ΑΡΙΘΜΟΣ 1439/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Ε. Σάρπ, Σπ. Χρυσικοπούλου, Μ. Πικραμένος, Ε. Νίκα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Δ. Κυριλλόπουλος, Ά. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζος, Χρ. Ντουχάνης, Ελ. Παπαδημητρίου, Ο. Παπαδοπούλου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Ι. Σπερελάκης, Ρ. Γιαννουλάτου, Ιφ. Αργυράκη, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Δ. Βασιλειάδης, Στ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Σπερελάκης και Ρ. Γιαννουλάτου καθώς και η Πάρεδρος Στ. Λαμπροπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.
Για να δικάσει την από 11 Σεπτεμβρίου 2019 αγωγή:
των: 1. … και 46. …, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,
κατά των: 1. Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), ο οποίος παρέστη με τους α)..., β) ... και γ) ... και 2. Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 13-15), το οποίο παρέστη με τις δικηγόρους α) Ε Κ (Α.Μ. ...) και β) ΘΑ (Α.Μ. ...), που τις διόρισε με πληρεξούσιο,
και κατά του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον ....
Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 21 Νοεμβρίου 2019 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 26 Νοεμβρίου 2019 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδάφ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αγωγή αυτή ζητείται να καταβληθούν σε καθέναν από τους ενάγοντες, νομιμοτόκως, τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή ποσά ως αποζημίωση με βάση το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ λόγω των παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς τους, περικοπών στην καταβολή της κύριας και επικουρικής σύνταξής τους που έλαβαν χώρα με βάση τις διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012, αλλά και για την παράνομη κατάργηση από 1.1.2013 των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, όπως τα ζητήματα αυτά κρίθηκαν με τις 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και επικουρικώς ως αδικαιολόγητος πλουτισμός με βάση το άρθρο 904 του ΑΚ.
Στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ των εναγόντων οι: α) …, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΠΣ (Α.Μ. ... Δ.Σ. Καβάλας), β) … η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΙΝ (Α.Μ.... Δ.Σ. Κοζάνης), γ) Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (3ης Σεπτεμβρίου 8) κ.λπ. (συν. 7), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ΦΚ (Α.Μ. ...), δ) Πρωτοβάθμιο σωματείο συνταξιούχων με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ – ΟΜΙΛΟΥ ΟΤΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (Βερανζέρου 13) κ.λπ. (συν. 2), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ΣΜ (Α.Μ. ...), ε) Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΙΟΝΙΚΗΣ – ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Πανεπιστημίου 38) κ.λπ. (συν. 5), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ΔΜ (Α.Μ. ...), ................
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγόντων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων, που παρέστησαν υπέρ των εναγόντων, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις, τους αντιπροσώπους και τις πληρεξούσιες των εναγομένων Ταμείων και τον αντιπρόσωπο του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1.. Επειδή, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, η οποία προήδρευσε της συνθέσεως που δίκασε την υπόθεση, μετά την εκλογή της από τη Βουλή των Ελλήνων στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπέβαλε παραίτηση από τη θέση της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (α.π. ΕΜΠ. ./27.1.2020). Ενόψει αυτού, την προεδρία της συνθέσεως κατά τη διάσκεψη ανέλαβε ο κατά τη συζήτηση Αντιπρόεδρος - και ήδη Πρόεδρος του Δικαστηρίου (Γ΄ .../14.2.2020) - Αθανάσιος Ράντος, ως το αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως. Περαιτέρω, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, έλαβε μέρος στη διάσκεψη, ως τακτικό μέλος, ο Σύμβουλος της Επικρατείας Ιωάννης Σπερελάκης, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως (βλ. 46/2020 πρακτικό διασκέψεως Ολομέλειας).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, συνταξιούχοι του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) - πρώην εργαζόμενοι της Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας Α.Ε. (Ο.Τ.Ε. Α.Ε.) - ζητούν να υποχρεωθούν οι εν λόγω ασφαλιστικοί οργανισμοί να καταβάλουν σε καθέναν από αυτούς, βάσει των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ και επικουρικώς βάσει του άρθρου 904 Α.Κ., νομιμοτόκως, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσά, τα οποία, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, αντιστοιχούν στις περικοπές των απονεμηθεισών σε αυτούς από τους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς συντάξεων (κύριας και επικουρικής), δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, και στην κατάργηση των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, από 1.1.2013 έως 31.8.2019.
3. Επειδή, η υπό κρίση αγωγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), στο οποίο ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. ... Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. ...». Ειδικότερα, με την 21/2019 πράξη της τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αγωγή, η οποία είχε ασκηθεί στις 11.9.2019 ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως δικαστηρίου αρμοδίου για την εκδίκασή της (άρθρο 1 παρ. 2 εδαφ. η΄ του ν. 1406/1983), εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν αίτησης του Ε.Φ.Κ.Α., προκειμένου να κριθούν τα ακόλουθα γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζητήματα που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων: «α) Αν η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, ήτοι από 12.5.2016 και εφεξής, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. β) Αν η παραπάνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του ν. 4387/2016 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 και, σε καταφατική περίπτωση, εάν η ρύθμιση για το διάστημα αυτό αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. γ) Αν ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά μόνο τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 ή καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δ) Αν με βάση τις κρίσεις της ΣτΕ 1891/2019 Ολομ. και των ΣτΕ 2287-8/2015 Ολομ. οι παραπάνω μειώσεις των συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016 είναι δυνατό να κριθούν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ εφόσον από εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη, μεταγενέστερη των αποφάσεων ΣτΕ 2287-8/2015 Ολομ., προκύπτει ή θα προκύψει ότι οι μειώσεις των συντάξεων βάσει των ν. 4051/2012 και 4093/2012 από την έναρξη επιβολής τους (1.1.2013) ήταν κατ’ ουσίαν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ».
4. Επειδή, η ανωτέρω πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΕΣΤΙΑ», φύλλο της 22.11.2019 και «ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 22.11.2019), όπως ορίζεται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Κατόπιν αυτού, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, παραδεκτώς εισάγονται προς επίλυση τα ανωτέρω ζητήματα και είναι περαιτέρω εξεταστέα η κρινόμενη αγωγή, για την εκδίκαση της οποίας έχουν εφαρμογή, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 601/2012 Ολομ., 3410/2014 κ.ά.), ως προς μεν την πληρεξουσιότητα, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), ως προς δε το παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής, οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97).
5. Επειδή, με την από 26.11.2019 πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ανωτέρω αγωγή εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητάς της (άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 – Α΄ 8, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013 – Α΄ 242).
6. Επειδή, το δικόγραφο της αγωγής υπογράφεται μόνον από δικηγόρο ως πληρεξούσιο των αιτούντων. Κατά τη συζήτηση, όμως, στο ακροατήριο οι ενάγοντες με αριθμό δικογράφου 15 και 33 δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίσθηκαν για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου ούτε, τέλος, προσκόμισαν συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας στο δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει, ως προς αυτούς, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67).
7. Επειδή, οι λοιποί ενάγοντες ομοδικούν παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), που επιτρέπει την άσκηση κοινής αγωγής από περισσότερα πρόσωπα, εφόσον, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη, νομική και πραγματική βάση (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ.).
8. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ των εναγόντων, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με χωριστά δικόγραφα παρεμβάσεων, με τα οποία προβάλλουν ότι είναι διάδικοι σε εκκρεμείς δίκες στις οποίες τίθενται ένα ή περισσότερα από τα ζητήματα της παρούσας πιλοτικής δίκης, οι εξής: α) …, γ) Σύλλογος Συνταξιούχων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος κ.λπ. (συν. 7), δ) Πανελλήνιος Σύλλογος Συνταξιούχων Τηλεπικοινωνιών – Ομίλου ΟΤΕ κ.λπ. (συν. 2), ε) Σύλλογος Συνταξιούχων Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας κ.λπ. (συν. 5), στ) … κ.λπ. (συν. 7), ζ) …, η) … κ.λπ. (συν. 2.094), θ) … κ.λπ. (συν. 17.531), ι) … κ.λπ. (συν. 50), ια) … κ.λπ. (συν. 45), ιβ) … κ.λπ. (συν. 30), ιγ) … κ.λπ. (συν. 48), ιδ) … κ.λπ. (συν. 50), ιε) …κ.λπ. (συν. 7.145), ιστ) Σύλλογος Συνταξιούχων Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, ιζ) … κ.λπ. (συν. 134), ιη) … κ.λπ. (συν. 104), ιθ) … κ.λπ. (συν. 2), κ) … κ.λπ. (συν. 3), κα) Ομοσπονδία Συνταξιούχων Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Σ.Τ.Ο.Ε.) κ.λπ. (συν. 18), κβ) …, κγ) σωματείο «Μικτό Ταξικό Συνταξιουχικό Κίνημα Η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ» κ.λπ. (συν. 42), κδ) Σύλλογος Συνταξιούχων ALPHA BANK κ.λπ. (συν. 7) και κε) … κ.λπ. (συν. 26).
9. Επειδή, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της πρότυπης ή «πιλοτικής» δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, τα οποία αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. ΣτΕ 815-819, 1308/2019 Ολομ., 4741, 601/2012 Ολομ. κ.ά.). Εν όψει του, κατά τα ως άνω, σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ταχείας επιλύσεως των ανωτέρω εισαχθέντων ενώπιόν του προς επίλυση ζητημάτων και των τιθεμένων, λόγω του μεγάλου αριθμού των παρεμβαινόντων νομικών και φυσικών προσώπων, ζητημάτων παραδεκτού (νομιμοποιήσεως, εννόμου συμφέροντος, ομοδικίας κλπ), το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εξαίρεση, ότι για τις ανάγκες της παρούσας πιλοτικής δίκης πρέπει να προχωρήσει η εκδίκαση της υποθέσεως ως εάν, από τυπική άποψη, είχαν γίνει δεκτές όλες οι παρεμβάσεις, χωρίς ατομική εξέταση εκάστης εξ αυτών, ώστε να αποφευχθεί η εκ της εξετάσεως των ανωτέρω ζητημάτων επέλευση συνεπειών (χωρισμός δικογράφου κλπ), που θα οδηγούσαν σε καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεως επί του συνόλου των ζητημάτων επί των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί με την διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (πρβλ. ΣτΕ 3410/2014). Η κρίση αυτή, ενόψει του ως άνω δικαιολογητικού της λόγου, ουδόλως, βεβαίως, συνεπάγεται την κατ' ουσίαν παραδοχή της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων ασκήσεως των εν λόγω παρεμβάσεων ούτε την αναγνώριση, στους παρεμβάντες οποιωνδήποτε δικονομικών πλεονεκτημάτων από τις εν λόγω παρεμβάσεις, οι οποίες, υπό την ως άνω μορφή τους, προδήλως δεν συνάδουν με τον σκοπό που θάλπουν οι οικείες δικονομικές διατάξεις.
10. Επειδή, με την παρέμβαση του σωματείου «Μικτό Ταξικό Συνταξιουχικό Κίνημα Η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ» κ.λπ. (συν. 42), προβάλλεται ότι ο Ε.Φ.Κ.Α., κατά κατάχρηση δικαιώματος και κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος και των άρθρων 1, 17, 18, 32 και 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ζήτησε με αίτησή του την διεξαγωγή πιλοτικής δίκης επί της υπό κρίση αγωγής, κατ’ άρθρο 1 του ν. 3900/2010, προκειμένου να καθυστερήσει και να παρελκύσει τις εκκρεμείς δίκες των συνταξιούχων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και να αποφύγει να συμμορφωθεί προς τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και ότι εν προκειμένω επιχειρείται, κατά παράβαση των άρθρων 1, 17, 18, 32 παρ. 2, 34 και 41 της Ε.Σ.Δ.Α., η αφαίρεση από την αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της ασκηθείσης ενώπιόν του προσφυγής του πρώτου παρεμβαίνοντος σωματείου, με την οποία ζητά να αναγνωριστεί η παραβίαση, λόγω της μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις ανωτέρω 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας, των άρθρων 6, 13, 14, 34 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Οι ως άνω προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περί παραβάσεως των πιο πάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, λόγω επέμβασης σε εκκρεμή ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. δίκη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, αφενός, η τυχόν ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. δεν συνεπάγεται την αναστολή εφαρμογής των λοιπών εθνικών δικονομικών ρυθμίσεων και δυνατοτήτων των διαδίκων και, αφετέρου, η πρόοδος της δίκης επί της προσφυγής που άσκησαν οι παρεμβαίνοντες στο Ε.Δ.Δ.Α. δεν επηρεάζεται από την εξέλιξη της παρούσας δίκης. Άλλωστε, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων όχι μόνον δεν αποκλείει αλλ' αντιθέτως προϋποθέτει την εξάντληση των δυνατοτήτων που παρέχουν οι εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις. Τέλος, ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους του Ε.Φ.Κ.Α., ανεξαρτήτως του ότι δεν νοείται κατάχρηση δικαιώματος στο δημόσιο δίκαιο (βλ. ΣτΕ 1626/2018, 2580/2017, 343/2016 κ.ά.), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος για το λόγο ότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, αποβλέπει, εν προκειμένω, στην αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί συνταξιοδοτικών θεμάτων που αφορούν μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων και εξυπηρετεί την ανάγκη ταχείας επιλύσεως των σχετικών ζητημάτων.
11. Επειδή, περαιτέρω, οι παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφανθεί επί του δεύτερου και του τρίτου των ζητημάτων που τίθενται στην παρούσα πιλοτική δίκη είναι το Ε.Δ.Δ.Α. βάσει του άρθρου 32 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Στη διάταξη αυτή ορίζεται ότι η δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. «επεκτείνεται εφ’ όλων των θεμάτων που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, που του υποβάλλονται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 33, 34, 46 και 47». Επομένως, το Ε.Δ.Δ.Α. αποφαίνεται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα ανωτέρω άρθρα της Συμβάσεως και, συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα άρθρα αυτά, επί προσφυγών που υποβάλλονται ενώπιόν του για παραβίαση διατάξεων της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος κατά άλλου (άρθρο 33, με τίτλο «Διακρατικές υποθέσεις») και από φυσικά πρόσωπα και μη κυβερνητικούς οργανισμούς (άρθρο 34, με τίτλο «Ατομικές προσφυγές»), καθώς και επί ζητημάτων που παραπέμπονται ενώπιόν του από την Επιτροπή Υπουργών και αφορούν είτε την ερμηνεία οριστικών αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. και την υποχρέωση συμμορφώσεως προς αυτές των Συμβαλλομένων Μερών, επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι (άρθρο 46, με τίτλο «Υποχρεωτική ισχύς και εκτέλεση των αποφάσεων») είτε γνωμοδοτήσεις για νομικά θέματα που αφορούν την ερμηνεία της Συμβάσεως και των Πρωτοκόλλων της (άρθρο 47, με τίτλο «Γνωμοδοτήσεις»). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το δεύτερο και τρίτο από τα ζητήματα της παρούσας δίκης, τα οποία ανακύπτουν στο πλαίσιο του ελέγχου της συμβατότητας εθνικών διατάξεων προς την Ε.Σ.Δ.Α., αφορούν ερμηνεία εθνικής διατάξεως (το δεύτερο) και ερμηνεία των 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (το τρίτο), τίθενται δε προς επίλυση όχι ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. αλλά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο της παρούσας πιλοτικής δίκης και, επομένως, αρμόδιο να αποφανθεί επί αυτών είναι το παρόν Δικαστήριο, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί παραβάσεως του άρθρου 32 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. ως αβάσιμου.
12. Επειδή, στην παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 1 του ν. 3900/2010, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ορίζονται τα εξής: “3. Μετά την επίλυση ζητήματος κατά τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, οι υποθέσεις των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, που θέτουν μόνο αυτό το ζήτημα, εισάγονται υποχρεωτικά προς κρίση σε συμβούλιο κατά τα άρθρα 34Α και 34Β του π.δ. 18/1989 και 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις στις οποίες τίθενται εκτός από το ως άνω ζήτημα και λόγοι, που είναι προφανώς απαράδεκτοι ή αβάσιμοι. Εάν, μετά ταύτα, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου εισαχθούν στο ακροατήριο, και το δικαστήριο κρίνει σύμφωνα με τα κριθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα δαπανήματα που, κατά τις ως άνω διατάξεις, επιβάλλονται στον διάδικο αυτόν, διπλασιάζονται.”. Η υποχρεωτική εισαγωγή, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων σε συμβούλιο, μετά την επίλυση των ζητημάτων κατά τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης, η οποία προβλέφθηκε προκειμένου να αποσυμφορηθούν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια από μεγάλο αριθμό δικών, στις οποίες τίθενται τα ίδια ζητήματα με τα επιλυθέντα κατά τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης, συμβάλλει στη γρήγορη επίλυση των σχετικών διαφορών, και δεν βλάπτει τον διάδικο, ο οποίος, πέραν του ότι έχει προηγηθεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που αντιμετωπίζει το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα που τίθεται στην υπόθεσή του, έχει, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα να ζητήσει τη συζήτηση της υποθέσεώς του στο ακροατήριο. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 13 της Ε.Σ.Δ.Α., 2 παρ. 3 περ. α και β του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997, Α΄ 25) και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι παρεμβαίνοντες πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Άλλωστε, η υποχρεωτική εισαγωγή των ως άνω υποθέσεων στη διαδικασία σε συμβούλιο αφορά τις περιπτώσεις, στις οποίες ανακύπτει µόνον το ζήτηµα που κρίθηκε κατά τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης (καθώς και λόγοι που είναι προφανώς απαράδεκτοι ή αβάσιµοι), και όχι περιπτώσεις, στις οποίες ανακύπτουν ζητήματα, που τυχόν διαφοροποιούν τις υποθέσεις αυτές από την κριθείσα από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την πιλοτική δίκη, απορριπτομένων ως στηριζόμενων σε εσφαλμένη προϋπόθεση των ισχυρισμών των παρεμβαινόντων, σύμφωνα με τους οποίους, δεδομένου ότι πρέπει να υφίσταται εξατομικευμένη κρίση των διαφορετικών βιοτικών συνθηκών κάθε διαδίκου, η δέσμευση των δικαστηρίων της ουσίας από την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν μπορεί να εκτείνεται στις βιοτικές σχέσεις κάθε διαδίκου ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, η πρόβλεψη ειδικού επιπλέον παραβόλου για το παραδεκτό της αιτήσεως συζητήσεως στο ακροατήριο, καθώς και αυξημένων δικαστικών δαπανημάτων στην περίπτωση που το δικαστήριο, κατόπιν της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο, κρίνει σύμφωνα με τα κριθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έχουσα έντονα αποτρεπτικό χαρακτήρα προς αποφυγή αστήρικτων και απερίσκεπτων αιτήσεων σε σχέση με το ένδικο βοήθημα ή μέσο, το οποίο θέτει ζήτημα που έχει ήδη επιλυθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης και επί του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση από δικαστικό σχηματισμό του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, δεν παραβιάζει τις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα, όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι παρεμβαίνοντες (πρβλ. ΣτΕ 2461/2017, 300/2016 επταμ., 2311-3/2015).
13. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. το Ελληνικό Δημόσιο, όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα στοιχεία, το παρεμβαίνον είναι διάδικο σε εκκρεμείς δίκες ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις οποίες τίθενται τα ίδια νομικά ζητήματα με τα τιθέμενα στην παρούσα πιλοτική δίκη. Στις ως άνω εκκρεμείς ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγές τυχόν αποζημιωτική ευθύνη, για τις επίμαχες περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων, βαρύνει τους ασφαλιστικούς οργανισμούς Ε.Φ.Κ.Α. και Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., αντίστοιχα. Ωστόσο, εφόσον οι αγωγές στρέφονται και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το τελευταίο παραδεκτώς παρεμβαίνει στην παρούσα πιλοτική δίκη βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, σε κάθε δε περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., βάσει του άρθρου 113 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εφόσον, πέραν από την κάλυψη δαπάνης της εθνικής σύνταξης, έχει εγγυητική ευθύνη για την κάλυψη της δαπάνης του ανταποδοτικού τμήματος της κύριας σύνταξης, καθώς και της επικουρικής σύνταξης σύμφωνα με τα κριθέντα με τις 1891/2019 και 1889/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 21 και 22, αντίστοιχα).
14. Επειδή, με την εμφάνιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από το Δημόσιο και από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας του Δημοσίου και των οργανισμών κύριας ασφαλίσεως [άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 (Α΄ 140), άρθρο τρίτο παρ. 6, 10-14 του ν. 3845/2010 - Α΄ 65, άρθρο μόνο του ν. 3847/2010 (Α΄ 67), αντιστοίχως], συνεχίσθηκαν δε με τη θέσπιση της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων του Δημοσίου και των λοιπών συνταξιούχων οργανισμών κύριας ασφαλίσεως (άρθρο 11 του ν. 3865/2010 - Α΄ 120 και άρθρο 38 του ν. 3863/2010 - Α΄ 115, αντιστοίχως), την αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της και στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011- Α΄ 152, άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011 - Α΄ 180), καθώς και με τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων κατά 40%, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό αυτών, περαιτέρω δε με μειώσεις στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 1 παρ. 10 και άρθρο 2 παρ. 1-5 και 14 του ν. 4024/2011 – Α΄ 226). Ακολούθως, ο ν. 4051/2012, με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄ 40), προέβλεψε νέες περικοπές για τις συντάξεις του Δημοσίου και για τις κύριες συντάξεις των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως που υπερέβαιναν τα 1300 ευρώ (άρθρα 1 παρ. 1 και 6 παρ. 1, αντιστοίχως), καθώς και για τις επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν τα 250 ευρώ (άρθρο 6 παρ. 2). Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222), προβλέφθηκαν περαιτέρω μειώσεις σε ποσοστά από 5% έως και 20%, για τις από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερέβαιναν είτε αυτοτελώς είτε αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό, καθώς και κατάργηση των δώρων εορτών και των επιδομάτων αδείας των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως.
15. Επειδή, οι τελευταίες περικοπές των συντάξεων, που επήλθαν, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης (ν. 4046/2012), με τους ανωτέρω νόμους 4051/2012 και 4093/2012, κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια των περιγραφόμενων ανωτέρω προηγούμενων περικοπών των συντάξεων - οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές - και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης, η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής, σε κάθε περίπτωση, όμως, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Προκειμένου, δε, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρεώσεώς του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Κατόπιν τούτων, κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις ότι οι διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 που θέσπισαν τις προσβληθείσες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας περικοπές στις συντάξεις αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Με τις ίδιες αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομελείας του, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 10.6.2015, το Δικαστήριο όρισε, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση των αποφάσεων αυτών και ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως των αποφάσεων. Κατά συνέπεια δε, όπως ρητώς ορίζεται στις αποφάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών.
16. Επειδή, περαιτέρω, σε συνέχεια των δεσμεύσεων τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία με τους νόμους 4334/2015 [«Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (Α΄ 80)] και 4336/2015 [«Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94)], στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για την διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, θεσπίσθηκε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.5.2016) και με το σύστημα ρυθμίσεων του οποίου επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με το ν. 4387/2016, όπως αναφέρεται και στην 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου (παλαιών συνταξιούχων). Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του νέου αυτού ασφαλιστικού συστήματος, ιδρύθηκε ενιαίος φορέας απονομής των κύριων συντάξεων, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο εντάσσονται αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 51) και θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών αυτών παροχών, οι οποίες για τους μελλοντικούς συνταξιούχους θα είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις καταβαλλόμενες υπό την ισχύ του προγενέστερου ασφαλιστικού συστήματος. Στο πλαίσιο δε εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. προβλέπεται στον ανωτέρω ν. 4387/2016 ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές, όπως και οι μελλοντικές, ως άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής συντάξεως. Ειδικότερα, στο άρθρο 14 του νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων - προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο κεφάλαιο Β΄ αυτού («Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών»), ορίζονται τα εξής: «1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. ... β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα (όπως το εδαφ. αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017, Α΄ 74). 3. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 (ήδη από την 1.1.2023, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 και του άρθρου τρίτου του ν. 4475/2017, Α΄ 83, οι οποίες αντικατέστησαν διαδοχικώς το εν λόγω εδαφ. α΄) κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α΄ ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. ...». Εξ άλλου, με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων - προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο Κεφάλαιο Γ΄ αυτού («Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα»), θεσπίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, κύριων συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να καθορίσει με απόφασή του κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 33 προβλέπεται ότι: «1. Οι ήδη καταβαλλόμενες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον ΟΓΑ, αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28, 30 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων της επόμενης παραγράφου (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 25 του ν. 4445/2016, Α' 236). 2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. ...».
17. Επειδή, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και με τις εκεί αναφερόμενες σκέψεις κρίθηκε ότι δεν εκωλύετο ο νομοθέτης από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ οι επίμαχες περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες, κατά τα ανωτέρω, περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υπεχρεούτο να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Επίσης, κρίθηκε ότι είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της ιδρύσεως ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών, θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με την θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (με τις περικοπές, δηλαδή, των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με τον ν. 4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευσή του (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287, 2288/2015 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Ομοίως, με την 1890/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 20), κρίθηκε καταρχήν συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ' ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού και των επικουρικών συντάξεων. Αντιθέτως, οι ίδιες περικοπές είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προηγούμενες 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως απλές οριζόντιες περικοπές επιβληθείσες σε συνέχεια πολλών διαδοχικών προηγούμενων (βλ. σκέψη 12), για το λόγο ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν είχε προηγηθεί της θεσπίσεώς τους η ειδική μελέτη που προσδιορίζουν και απαιτούν οι εν λόγω αποφάσεις, ακριβώς επειδή οι οριζόντιες αυτές περικοπές στις καταβαλλόμενες συντάξεις αποτελούσαν τη συνέχεια πολλών προηγούμενων περικοπών. Συνεπώς, κατά τα κριθέντα με την 1891/2019 απόφαση του Δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και δικαιολογημένη στο πλαίσιο της συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που επήλθε με το ν. 4387/2016, κατά την έννοια δε της αποφάσεως είναι σύμφωνη και με την ΕΣΔΑ και, επομένως, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα την ανωτέρω διάταξη του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12.5.2016) και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες. Εξ άλλου, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του ν. 4387/2016 δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 1, 4, 7, 17, 20, 21, 22, 25, 34 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο δε, διότι η ως άνω διάταξη της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επικαλούνται οι παρεμβαίνοντες, δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένου ότι η κρινόμενη υπόθεση δεν έχει κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το ενωσιακό δίκαιο. Ομοίως, δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επικαλούνται οι παρεμβαίνοντες, δεδομένου ότι οι διατάξεις του εν λόγω Χάρτη, ο οποίος μετά την έναρξη ισχύος της κυρωθείσης με το ν. 3671/2008 (Α΄ 129) Συνθήκης της Λισαβόνας έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες της ΕΕ, διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν, συνεπώς, τη λήψη, όπως εν προκειμένω, από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής (ΣτΕ 1346/2017 σκ. 13, 660/2016 επταμ. σκ. 24, 238/2015 Ολομ. σκ. 37-39, 3177/2014 Ολομ. σκ. 11, 1901/2014 Ολομ. σκ. 27, 1506/2014 Ολομ. σκ. 19, 1285/2012 σκ. 20-21, 1031/2015 επταμ. σκ. 14). Εξάλλου, δεν αρκεί για την εφαρμογή του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου ούτε το γεγονός ότι οι - κριθείσες, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας, ως αντισυνταγματικές - περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 θεσπίστηκαν προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (ν. 4046/2012, Α΄ 28) (ΣτΕ 2287/2015 Ολ. σκ. 23) ούτε το γεγονός ότι με τις ρυθμίσεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 σχετικά με την επαναφορά νέων περικοπών αντίστοιχων με εκείνες που είχαν θεσπισθεί με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 υλοποιήθηκε και η δέσμευση που η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αναλάβει στο πλαίσιο του Μνημονίου του ΕΜΣ - τρίτου «Μνημονίου Συνεννόησης»- (ν. 4336/2015, Α΄ 94) για την υιοθέτηση πολιτικών, που αντισταθμίζουν τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των αποφάσεων 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1891/2019 Ολ. σκ. 18), δεδομένου ότι τόσο οι διατάξεις των νόμων 4046/2012, 4051/2012 και 4093/2012 όσο και οι διατάξεις των νόμων 4336/2015 και 4387/2016 θεσπίστηκαν από τη Βουλή κυριαρχικώς (πρβλ. ΣτΕ 668/2012 Ολ., 1285-1286/2012 Ολ. σκ. 21, 1506/2014 Ολ. σκ. 19). Με τα δεδομένα αυτά, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους παρεμβαίνοντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, δεν συντρέχει δε, ως εκ τούτου, νόμιμος λόγος να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ανωτέρω θέματα, όπως ζητείται από τους παρεμβαίνοντες (πρβλ. ΣτΕ 1506/2014 Ολομ. σκ. 19), ενόψει άλλωστε του ότι η οργάνωση των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως εναπόκειται στην εξουσία των κρατών μελών (ΣτΕ 960/2017 επτ. σκ. 15).
18. Επειδή, περαιτέρω, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, η οποία κρίθηκε, κατά τα εκτεθέντα, συνταγματικώς θεμιτή και επαρκώς δικαιολογημένη, σε συνδυασμό με τα λοιπά μέτρα μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, τα οποία συνθέτουν το νέο ριζικώς αναμορφωμένο ασφαλιστικό σύστημα και πλήσσουν ομοίως, εκτός από τους παλαιούς συνταξιούχους, τόσο τους νέους συνταξιούχους όσο και τους ήδη ασφαλισμένους, ισχύουν δε για το μέλλον, δεν μπορεί παρά και αυτή, ως αναπόσπαστο τμήμα του νέου ασφαλιστικού συστήματος, να ισχύει για το μέλλον, από τη δημοσίευση δηλαδή του ως άνω νόμου, με τον οποίο θεσπίσθηκε το νέο αυτό ασφαλιστικό σύστημα ως ενιαίο σύνολο, και εφεξής. Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή, η ρύθμιση αυτή ανατρέχει και σε χρόνο πριν από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και, κατ’ ουσίαν, ισχυροποιεί αναδρομικώς τις ανωτέρω περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012 από τότε που επιβλήθηκαν, δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη διατύπωση του εδαφίου α΄ της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016, κατά το οποίο «μέχρι 31.12.2018 οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014». Τούτο δε διότι η διατύπωση αυτή αποβλέπει στο να αντιπαραβάλει το εδάφιο α΄ της διατάξεως αυτής που ρυθμίζει το ύψος των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων μέχρι 31.12.2018, ορίζοντας ότι αυτές θα ανέρχονται, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στο ύψος που είχαν στις 31.12.2014 (και όχι στο ποσό που προκύπτει από τον επανυπολογισμό τους κατ' εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016), με το επόμενο εδάφιο β΄ της ίδιας διατάξεως που ρυθμίζει το ύψος των καταβαλλόμενων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων από 1.1.2019 και εφεξής. Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει, ειδικότερα, ότι η «προσωπική διαφορά», δηλαδή η διαφορά μεταξύ των καταβαλλόμενων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων και των συντάξεων που θα προκύψουν ύστερα από τον επανυπολογισμό των παλαιών αυτών συντάξεων (κατ’ εφαρμογή των άρθρων 7, 8, 14 παρ. 1 εδάφια α΄ και β΄ και 33 παρ. 1 και 2 του ν. 4387/2016), είτε θα συμψηφισθεί με μεταγενέστερες αυξήσεις των συντάξεων αυτών, εάν οι καταβαλλόμενες συντάξεις είναι μεγαλύτερες από αυτές που θα προκύψουν ύστερα από τον επανυπολογισμό τους, είτε θα χορηγηθεί σταδιακά, σε ορίζοντα πενταετίας (υπό μορφή αυξήσεως των συντάξεων), εάν οι καταβαλλόμενες συντάξεις είναι μικρότερες από αυτές που θα προκύψουν ύστερα από τον επανυπολογισμό τους. Το ύψος δε στο οποίο θα ανέρχονται οι συντάξεις μετά τον κατά τα ανωτέρω επανυπολογισμό τους θα είναι, κατά κανόνα, μικρότερο από το ύψος αυτών στις 31.12.2014, όπως, άλλωστε και το ύψος των συντάξεων των μελλοντικών συνταξιούχων υπό την ισχύ του ν. 4387/2016, η προσωπική δε διαφορά θα μπορεί να μειώνεται από 1.1.2019 και εφεξής (ενώ μέχρι 31.12.2018 παρέμενε αλώβητη), ώστε να επέλθει σύγκλιση με την πάροδο του χρόνου μεταξύ των συντάξεων παλαιών και νέων συνταξιούχων. Άλλωστε, ούτε το περιεχόμενο των διατάξεων του ν. 4387/2016 ούτε η αιτιολογική έκθεση του νόμου και τα λοιπά κείμενα τεκμηρίωσης αυτού παρέχουν έρεισμα που να συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ο ως άνω νόμος και, ειδικότερα, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ αυτού έχει αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει και χρονικό διάστημα προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4387/2016, επικυρώνοντας εκ των υστέρων τις περικοπές που είχαν επιβληθεί με τις επίμαχες διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου είχαν κριθεί αμετακλήτως ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Υπέρ δε της άποψης της μη αναδρομικής ισχύος του ν. 4387/2016 συνηγορεί και η αιτιολογική έκθεση του ν. 4334/2015, στην οποία γίνεται αναφορά στη δέσμευση της Ελληνικής Κυβέρνησης για υιοθέτηση όχι μέτρων αλλά μεταρρυθμίσεων, δηλαδή πλαισίου διαρθρωτικών πολιτικών, οι οποίες από τη φύση τους ισχύουν για το μέλλον, προκειμένου να αντισταθμίσουν πλήρως (κι όχι για να ανατρέψουν) τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των αποφάσεων 2287-2288/2015 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε, άλλωστε, ευθέως, στις κρίσεις των ανωτέρω 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολομελείας του Δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και θα συνέτρεχε, για τους συνταξιούχους που είχαν ασκήσει σχετικές αγωγές και προσφυγές ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων πριν από τη δημοσίευση των 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολομελείας του Δικαστηρίου, περίπτωση απαγορευμένης από το Σύνταγμα επέμβασης σε εκκρεμείς δίκες τους με στόχο την έκβασή τους υπέρ του ΕΦΚΑ (πρβλ. ενδ. ΣτΕ 1818/2018 σκ. 9) ή και σε εκδοθείσες ήδη αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες έχουν ακολουθήσει τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου για περικοπές, επιβληθείσες με βάση τους ανωτέρω νόμους, για χρονικά διαστήματα πριν από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016. Συνεπώς, η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012, η οποία, όπως εκτέθηκε, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., δεν θεράπευσε την διαγνωσθείσα με τις ανωτέρω 2287-2288/2015 αποφάσεις αντισυνταγματικότητα, αλλά ισχύει από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από 12.5.2016 και εφεξής και όχι αναδρομικώς∙δεν ανατρέχει, συνεπώς, στο χρόνο θεσπίσεως των εν λόγω περικοπών και, επομένως, δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το προγενέστερο διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποιήσεως των επιβληθεισών με τους ανωτέρω νόμους περικοπών. Κατά συνέπεια, για το ως άνω χρονικό διάστημα ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μειοψήφησαν, ως προς το τελευταίο ζήτημα, ο Πρόεδρος Αθ. Ράντος, η Αντιπρόεδρος Σπ. Χρυσικοπούλου και οι Σύμβουλοι Μ. Γκορτζολίδου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Χ. Ντουχάνης, Μ. Σωτηροπούλου και Ιωαν. Σπερελάκης, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Δ. Βασιλειάδης, οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Το τιθέμενο εδώ ζήτημα δεν είναι αν η διάταξη έχει ή όχι τυπικώς αναδρομική ισχύ. Το ζήτημα είναι ότι οι σχετικές ρυθμίσεις, εντασσόμενες στο όλο πλέγμα ρυθμίσεων του νεώτερου νομοθετήματος, δεν μπορεί παρά να καταλαμβάνουν, από τη φύση τους, και τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ του χρόνου εκδόσεως των αποφάσεων 2287-2288/2015 και του χρονικού σημείου ενάρξεως της ισχύος του νέου νομοθετήματος. Ειδικότερα, από το όλο πλέγμα των ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 συνάγεται ότι ο νομοθέτης, επιχειρώντας, με ειδικές προβλέψεις, να εκκαθαρίσει πλήρως το μέχρι την έναρξη ισχύος του νεώτερου νόμου τοπίο ως προς το ύψος των καταβαλλόμενων συντάξεων, προκειμένου να είναι, πλέον, σε θέση, αποτιμώντας επακριβώς τις μέχρι τότε οφειλές του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως προς τους συνταξιούχους, να προβεί στις πάγιες ρυθμίσεις για το μέλλον, δεν ανέχθηκε καμία περαιτέρω μη ρητώς αποτυπούμενη στο νόμο οφειλή, αναγόμενη σε παρελθόντα χρόνο. Με αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, οι ρυθμίσεις του θα ήσαν, ήδη από τον χρόνο θεσπίσεώς τους, εξ ορισμού θνησιγενείς, ως στηριζόμενες σε ανακριβή ποσοτικά δεδομένα, εφόσον θα ήταν δυνατόν να ανακύπτουν εκ των υστέρων πρόσθετες υποχρεώσεις του συστήματος, αναγόμενες σε παρελθόντα χρόνο, και να ανατρέπονται, με τον τρόπο αυτό, οι παραδοχές στις οποίες το σύστημα στηρίχθηκε. Υπ' αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθούν και οι ρητές προβλέψεις του νόμου, όπως προπαρατέθηκαν, κατά τις οποίες «... μέχρι 31.12.2018 οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014» και «Για τον υπολογισμό ... των καταβαλλομένων έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού συντάξεων ... λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίσθηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη». Εφόσον, επομένως, δεν προβλέφθηκε ρητά στο νόμο η αναδρομική καταβολή συντάξεων για χρονικό διάστημα αναγόμενο πριν την 12.5.2016, η καταβολή αυτή, κατά την έννοιά του, αποκλείεται, χωρίς η επιλογή του αυτή να αντίκειται, κατά τα ήδη γενόμενα δεκτά, σε οποιαδήποτε αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη. Ούτε, βεβαίως, θα ετίθετο, ούτε θα μπορούσε να τεθεί, ζήτημα αντιθέσεως προς τα γενόμενα δεκτά με τις αποφάσεις 2287-2288/2015, δεδομένου ότι, όπως άλλωστε, έγινε ήδη δεκτό, αυτές εκδόθηκαν για άλλο χρονικό διάστημα και για άλλο νομοθετικό καθεστώς, πριν τεθεί σε ισχύ ο ν. 4387/2016, ο οποίος ρύθμισε συνολικά και εξ υπαρχής το όλο ζήτημα. Ούτε ζήτημα νομοθετικής επεμβάσεως σε εκκρεμείς δίκες μπορεί να τεθεί, δεδομένου ότι, αυτονοήτως, η παρούσα δικαστική κρίση δεν θα αφορούσε όσους τυχόν θα είχαν προσφύγει δικαστικώς μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, διεκδικώντας ποσά από την αιτία αυτή για το χρονικό διάστημα από 10.6.2015 μέχρι 12.5.2016. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, μετά την ισχύ του ν. 4387/2016 δεν προβλέπεται ούτε είναι επιτρεπτή η καταβολή οποιουδήποτε ποσού αναγόμενου σε αναδρομική συνταξιοδοτική δαπάνη, με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις προσώπων των οποίων εκκρεμούσαν δικαστικώς διεκδικήσεις πριν την 12.5.2016. Ο Σύμβουλος Δ. Κυριλλόπουλος διατύπωσε την εξής ειδικότερη γνώμη: Ο ν. 4387/2016 εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τον ν. 4336/2015, με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης της Χώρας με τη μορφή δανείου για την περίοδο 2015-2018, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα ανέλαβε, μεταξύ άλλων, τη διεθνή υποχρέωση να μεταρρυθμίσει το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό της σύστημα, το οποίο αντιμετώπιζε τον άμεσο κίνδυνο να περιέλθει σε πλήρη αδυναμία καταβολής των χορηγουμένων συντάξεων και λοιπών παροχών. Μεταξύ των υποχρεώσεων, τις οποίες ανέλαβε να εκπληρώσει η Χώρα, κατ' εφαρμογήν των όρων της ανωτέρω διεθνούς συμβάσεως, κυρίαρχη θέση κατείχε η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών με τις οποίες ενισχύεται το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα. Κατ' ακολουθίαν, η προαναφερθείσα διεθνής σύμβαση, συναφθείσα μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητος, της Ελληνικής Δημοκρατίας (η οποία υπέβαλε το σχετικό αίτημα την 8.7.2015) και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος, αποτελούσε νέο, κρίσιμο και αποφασιστικής σημασίας στοιχείο, το οποίο εδέσμευε τον νομοθέτη, ο οποίος εκλήθη να αντιμετωπίσει την οξεία δημοσιονομική κρίση που διήρχετο η Χώρα, κατά τη θέσπιση του ν. 4387/2016. Εν όψει, λοιπόν, του εν λόγω στοιχείου και των διαλαμβανομένων σε αυτό υποχρεώσεων, τις οποίες ανέλαβε να εκπληρώσει η Χώρα και, ειδικότερα, της υποχρεώσεως του περιορισμού των δημοσίων δαπανών που βαρύνουν το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, η βούληση του νομοθέτη ήταν όπως η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, περί καταβολής των συντάξεων στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014 (δηλαδή με τις περικοπές που επήλθαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012), ανατρέξει στον χρόνο θεσπίσεως των εν λόγω περικοπών, καταλαμβάνουσα το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016.
19. Επειδή, όπως εκτέθηκε ήδη, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι οι επίμαχες διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, δυνάμει των οποίων επήλθαν μειώσεις συντάξεων (από 1.1.2012 και από 1.1.2013, αντιστοίχως), αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι για το λόγο αυτό οι διατάξεις αυτές είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις εν λόγω διατάξεις επιχειρήθηκε, νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Η κρίση αυτή δεν αφορά στην εσωτερική ή στην εξωτερική τυπική συνταγματικότητα του νόμου (πρβλ. ΣτΕ 1270/1977 Ολομ., 902/1981 Ολομ., 668/2012 Ολομ., 4129/1980 επταμ., ΣτΕ 2182/1994 επταμ., 1686/2003, 2705/2014 επταμ., 1723/2016 επταμ. κ.ά.), αλλά στο περιεχόμενό του, το οποίο διαμορφώθηκε κατά τα κριθέντα από τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομελείας, χωρίς προηγούμενη τήρηση, από πλευράς του νομοθέτη, της κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεως λήψεως υπόψη μελέτης, η οποία υποχρέωση απορρέει από τις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω κρίση ανάγεται στην ουσιαστική (κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος) αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, τα δε υποστηριζόμενα από τον ΕΦΚΑ, με το 15190/2019/10.12.2019 έγγραφο των απόψεών του προς το Δικαστήριο, καθώς και από το Ελληνικό Δημόσιο με την από 24.12.2019 παρέμβασή του, όπως συμπληρώθηκε με το από 24.1.2020 υπόμνημα, ότι με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκε ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα, οφειλόμενη στην έλλειψη της κατά τα ανωτέρω μελέτης, ήταν τυπική και όχι ουσιαστική και, επομένως, οι επίμαχες μειώσεις των συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016 είναι δυνατό να κριθούν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ εφόσον από εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη, μεταγενέστερη των ανωτέρω 2287 και 2288/2015 αποφάσεων, προκύπτει ή θα προκύψει ότι οι μειώσεις των συντάξεων βάσει των ν. 4051/2012 και 4093/2012 από την έναρξη επιβολής τους ήταν κατ’ ουσίαν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Η αποδοχή της άποψης που υποστηρίζει ο Ε.Φ.Κ.Α., πέραν του ότι θα ήταν αντίθετη προς τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας, θα είχε ως συνέπεια η κριθείσα με τις αποφάσεις αυτές αντισυνταγματικότητα να τελεί υπό την αίρεση της εκ των υστέρων ανατροπής της, κατ’ επίκληση μεταγενεστέρως συνταχθείσας μελέτης και θα απέληγε σε ανεπίτρεπτη ανασφάλεια και αβεβαιότητα δικαίου. Περαιτέρω, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ένδικες περικοπές δικαιολογούνται επαρκώς, όχι αυτοτελώς αλλά ως εντασσόμενες στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016 και σε συνδυασμό με τα λοιπά εισαγόμενα με τον εν λόγω νόμο μέτρα μείωσης της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Εξάλλου, με τις ανωτέρω 2287-2288/2015 αποφάσεις κρίθηκε ότι ο νομοθέτης, εφόσον επέλεξε να προβεί στις συγκεκριμένες οριζόντιες περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, όφειλε προηγουμένως, πριν δηλαδή από την ψήφιση των νόμων αυτών, να έχει προβεί στην απαιτούμενη σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις επιστημονική μελέτη. Με τα δεδομένα αυτά, η διαγνωσθείσα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας ουσιαστική αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι ένδικες περικοπές, δεν μπορεί να θεραπευθεί με μεταγενέστερες της δημοσιεύσεως των ανωτέρω νόμων μελέτες, όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν τον μεταγενέστερο ν. 4387/2016 (βλ. σκ. 24 της 1891/2019 αποφάσεως), ο οποίος, άλλωστε, θέσπισε ένα νέο ριζικώς αναμορφωμένο ασφαλιστικό σύστημα και δεν περιορίσθηκε στην θέσπιση απλώς οριζόντιων περικοπών, όπως οι ανωτέρω νόμοι 4051/2012 και 4093/2012. Τέλος, το κείμενο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, με τίτλο «Χρηματοοικονομική εξέλιξη του Συνταξιοδοτικού Συστήματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ και Δημόσιο (Προβολές 2015-2060)», το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των ανωτέρω μελετών του ν. 4387/2019 και κρίθηκε, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας, ότι αποτελεί αναλογιστική μελέτη, η οποία τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του Ε.Φ.Κ.Α. στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση, ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου της, να θεωρηθεί ότι αποτελεί την ειδική μελέτη που απαίτησαν οι αποφάσεις 2287-2288/2015 και ότι με την μελέτη αυτή θεραπεύθηκε η αντισυνταγματικότητα των ν. 4051/2012 και 4093/2012, όπως αβασίμως προβάλλει ο Ε.Φ.Κ.Α. και το Ελληνικό Δημόσιο.
20. Επειδή, οι προαναφερόμενες 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν σε πιλοτικές δίκες του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 επί αγωγών, αφού έκριναν, κατά τα εκτεθέντα, ότι οι διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι επίμαχες περικοπές, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δέχθηκαν, περαιτέρω, ότι η διάταξη της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως, εφαρμόζεται αναλογικά επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης. Κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής το Δικαστήριο όρισε, στη συνέχεια, ότι οι «συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων» θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση των πιο πάνω αποφάσεων, η οποία έλαβε χώρα στις 10.6.2015. Στην κρίση αυτή κατέληξε το Δικαστήριο, ύστερα από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερόμενου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού κράτους, αφού έλαβε υπόψη του ότι «η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των πιο πάνω διατάξεων» θα συνεπαγόταν την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνον στους ενάγοντες αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων, που αφορούσαν οι πρότυπες δίκες. Με τις ίδιες αποφάσεις έγινε ακόμη δεκτό ότι «Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα». Κατά συνέπεια, όπως ρητώς ορίζεται στις εν λόγω αποφάσεις, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών (10.6.2015). Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η πιο πάνω άποψη δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας αλλ’ ούτε και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ. σκ. 26, 2288/2015 Ολομ. σκ. 25). Οι ανωτέρω αποφάσεις 2287-2288/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, οι οποίες αναφέρονται ρητώς, κατά τα ανωτέρω, στον περιορισμό των συνεπειών της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας των επίμαχων περικοπών έκριναν, μολονότι δεν διατυπώνεται σε αυτές όμοια ρητή κρίση, εμμέσως πλην σαφώς και ότι οι συνέπειες της διαγνωσθείσας με τις ίδιες αποφάσεις αντιθέσεως των εν λόγω περικοπών στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιορίζονται στο χρόνο μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών, δεδομένου, άλλωστε, ότι το τελευταίο αυτό άρθρο δεν παρέχει μείζονα προστασία του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος σε σχέση με τις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή κατ’ ουσίαν θα αναιρούσε τον, σύμφωνα με τις πιο πάνω αποφάσεις της Ολομελείας, επιβληθέντα για λόγους δημοσίου συμφέροντος περιορισμό των συνεπειών της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012. Πράγματι, ο σκοπός για τον οποίο το Δικαστήριο επέβαλε, κατά τα ανωτέρω, τον περιορισμό αυτό, ύστερα από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, δεν επιτυγχάνεται χωρίς ταυτόχρονο περιορισμό και των συνεπειών της διαπιστωθείσας παράλληλα αντίθεσης των διατάξεων αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παγίως αναγνωρίζει τη δυνατότητα που έχουν τα εθνικά δικαστήρια να περιορίζουν το αναδρομικό αποτέλεσμα των αποφάσεών τους με βάση επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ιδίως σε υποθέσεις με τις οποίες άγονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ζητήματα συνταγματικότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου [βλ. ΕΔΔΑ απόφαση επί του παραδεκτού (déc.) της 12.2.2019, Κ. Φραντζεσκάκη κατά Ελλάδας, σκ. 38-44, πρβλ. απόφαση επί του παραδεκτού (déc.) της 18.10.1995, ΕΕΔΑ J.R. κατά Γερμανίας, απόφαση επί του παραδεκτού (déc.) της 26.6.1996, ΕΕΔΑ Mika κατά Αυστρίας, πρβλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 13.6.1979, Marckx κατά Βελγίου, σκ. 58• απόφαση της 26.5.2011, Legrand κατά Γαλλίας, σκ. 35, 38• πρβλ. σχετικώς και ΔΕE απόφαση της 8.4.1976, C-43/75, Defrenne κατά Sabena, σκέψεις 69-75, απόφαση της 2.2.1988, C-24/86, Vincent Blaizot σκ. 28-35, απόφαση της 17.5.1990, C-262/88, Barber, σκέψεις 40-45• πρβλ. ακόμη Conseil d' État, n. 291545, 16.7.2007 Société Tropic, Conseil Constitutionnel, 20.6.2014 2014-404 QPC σκ. 13 και 14.6.2013 2013-323 QPC σκ. 10-12]. Ενόψει δε του ανωτέρω περιορισμού της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, τη διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και την διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρόνου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών μπορούν να επικαλεσθούν μόνον όσοι έχουν ασκήσει ένδικα βοηθήματα μέχρι τη δημοσίευση των εν λόγω αποφάσεων (10.6.2015).
21. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων, στα αναφερόμενα στη σκέψη 2 ζητήματα που εισήχθησαν ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυση κατά την διαδικασία της πρότυπης δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, προσήκουν, αντιστοίχως, οι εξής απαντήσεις: α) Η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, ήτοι από 12.5.2016 και εφεξής, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, όπως κρίθηκε με την απόφαση 1891/2019 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016, για το οποίο ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, όμως, όπως κρίθηκε με τις εν λόγω αποφάσεις, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 10.6.2015, οι συνέπειες των εν λόγω αποφάσεων με τις οποίες κρίθηκαν ως αντίθετες προς το Σύνταγμα οι σχετικές ρυθμίσεις, ισχύουν μόνο για όσους είχαν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές πριν την 10-6-2015. Κατόπιν αυτού, αποβαίνει αλυσιτελής η απάντηση στο περαιτέρω ερώτημα εάν η ρύθμιση για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, γ) Με βάση τις κρίσεις των αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287-2288/2015 και 1891/2019, η διαγνωσθείσα αντίθεση προς το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι μειώσεις των συντάξεων, δεν δύναται να θεραπευθεί με μεταγενέστερες της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων μελέτες, όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν τον μεταγενέστερο ν. 4387/2016 για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς των έως 11.5.2016, και δ) Ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Ενόψει δε των ανωτέρω απαντήσεων, πρέπει να απορριφθούν οι ασκηθείσες παρεμβάσεις των φυσικών και νομικών προσώπων, κατά το μέρος που με αυτές υποστηρίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. και ότι ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 και δεν καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., και να γίνουν δεκτές, κατά το μέρος που με αυτές υποστηρίζεται ότι η ίδια ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 και ότι δεν είναι δυνατό να κριθούν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. οι παραπάνω μειώσεις των συντάξεων βάσει των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς τους έως 11.5.2016 ενόψει των διαπιστώσεων που περιέχονται σε μελέτες, μεταγενέστερες των αποφάσεων 2287-2288/2015 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντιστοίχως δε, πρέπει να γίνει δεκτή η παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το μέρος που με αυτήν υποστηρίζεται ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. και ότι ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 αλλά καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, και να απορριφθεί κατά το μέρος που με αυτήν υποστηρίζεται ότι η ίδια ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 και ότι οι παραπάνω μειώσεις των συντάξεων βάσει των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς των έως 11.5.2016 εφόσον από εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη, μεταγενέστερη των αποφάσεων 2287-2288/2015 της Ολομελείας, προκύπτει ή θα προκύψει ότι οι μειώσεις των συντάξεων από την έναρξη επιβολής τους ήταν κατ’ ουσίαν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
22. Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων για τα οποία εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ως προς όλους τους ενάγοντες, πλην των με αριθμό δικογράφου 15 και 33, ως προς τους οποίους πρέπει να απορριφθεί (σκέψη 6) και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να μην επιβληθεί δικαστική δαπάνη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους ενάγοντες με αριθμό δικογράφου 15 και 33.
Επιλύει τα εισαχθέντα στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητήματα, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Δέχεται εν μέρει τις υποβληθείσες παρεμβάσεις, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2020.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2020.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Ελ. Γκίκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου