Ένα από τα ζητήματα που απασχολούν έντονα θεωρία και
νομολογία είναι εκείνο της εννοιας του «τρίτου» στα αδικήματα των άρθρων
362-363 ΠΚ. Η δημοσίευση αρχικά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων (ενδεικτικά ΠΠΑ
373/2016) και εισαγγελικών διατάξεων (Διατ.Εισ.Εφ.Αθ 250/2016, Διατ.Εισ.Πρ.Αθ
201/2017) και εν συνεχεία και αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου
βαθμού, που εξαιρούσαν από την έννοια του τρίτου τα πρόσωπα (δικαστές,
εισαγγελείς κλπ) που εξ επαγγέλματος λάμβαναν γνώση των εκάστοτε φερόμενων ως
συκοφαντικών ισχυρισμών, δημιούργησε ρήγμα στη μέχρι τότε σταθερή άποψη της
νομολογίας αλλά κατά βάση και της θεωρίας.
Η σχετική προβληματική ήχθη αρκετές φορές και ενώπιον του Αρείου
Πάγου (σε επίπεδο Τμήματος), με κάποιες από τις πρόσφατες αποφάσεις (ενδεικτικά
841/2019, 688/2019, 1013/2018, 1777/2017) να δέχονται ότι «στην έννοια του
τρίτου περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο
δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι αστυνομικοί κλπ που
έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ενόψει μάλιστα και
του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των
άρθρων 362-363 του ΠΚ, συνάγεται ευθέως ότι "τρίτος" είναι κάθε
πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν
γίνεται σ΄ αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά
το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις κλπ.».
Ωστόσο την ίδια περίοδο έχουν δημοσιευτεί και αποφάσεις (ενδεικτικά
ΑΠ 1353/2019, 1352/2019, 1090/2019, 490/2019 και 487/2019), που δέχονταν ότι «ο
εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά
εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων
και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των
αναφερομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να
προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών,
όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. Έτσι, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή
ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της
τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που
προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της
συκοφαντικής δυσφήμησης.» Η άποψη αυτή έχει βρει και υποστηρικτές στη θεωρία
(ενδεικτικά Κονταξής).
Η υιοθέτηση επομένως, ακόμη και σε επίπεδο Τμήματος του
Αρείου Πάγου και της περιορισμένης έννοιας του «τρίτου», μη υπαγόμενης σε
αυτήν, των δικαστών, εισαγγελέων, γραμματέων κλπ, έχει επιτρέψει (και μέχρι το
θέμα να λυθεί σε επίπεδο Ολομέλειας) σε δικαστήρια όλων των βαθμίδων, να
ερμηνεύουν την ανωτέρω έννοια κατά το δοκούν και κατά συνέπεια παρεμφερείς ως προς
αυτό το ζήτημα υποθέσεις (ανεξαρτήτως της ουσίας τους) να αντιμετωπίζονται με
εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο.
Το ανωτέρω ζήτημα πέρα από το αυτονόητα μεγάλο ενδιαφέρον σε
θεωρητικό και νομολογιακό επίπεδο, έχει και τεράστιες πρακτικές προεκτάσεις,
δημιουργώντας, εκτός των άλλων, ανασφάλεια δικαίου και συνακόλουθες συνέπειες
οι οποίες εκθέτουν όλους εμάς τους συλλειτουργούς της δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, είναι προφανές ότι η απλή απάντηση σε πελάτη που
ρωτά κατά πόσο μπορεί είτε να καταθέσει μήνυση για σε βάρος του συκοφαντικούς
ισχυρισμούς, διατυπωθέντες σε δικόγραφο, ήτοι αγωγή, μήνυση, υπόμνημα κλπ, είτε
κατά πόσο ο ίδιος κινδυνεύει να καταδικαστεί για την από μέρους του αντίστοιχη
διατύπωση τέτοιων ισχυρισμών ενώπιον εισαγγελικών και δικαστικών Αρχών, πλέον
δεν μπορεί να δοθεί με ασφάλεια. Θα πρέπει να προηγηθεί μία μικρή διάλεξη προς τον
πελάτη περί των δύο διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων της έννοιας του
τρίτου και να καταλήξει η ενημέρωση – συμβουλή σε μία πιθανολόγηση / ευχή
ανάλογα με το από ποια πλευρά είναι κάθε φορά ο εκάστοτε εντολέας, προκείμενου
να τύχει να εκδικαστεί η υπόθεσή του από δικαστήριο της ευνοϊκής προς αυτόν
αντίστοιχα άποψης.
Επίσης, για εμάς τους συνηγόρους, δημιουργείται και το πολύ δυσάρεστο
ενδεχόμενο (και σίγουρα καθόλου τιμητικό για την επιστημοσύνη και τη σοβαρότητά
μας) να αγορεύουμε κάποιες φορές υπέρ της μίας άποψης και κάποιες υπέρ της άλλης,
εκτός αν αποφασίσει έκαστος εξ ημών να πάρει σαφή θέση και έτσι να μην
αναλαμβάνει υποθέσεις οι οποίες απαιτούν την από μέρους του υποστήριξη της
αντίθετης θέσης, καθώς ανεξαρτήτως της δικής του άποψης για το θέμα, η ευθύνη
της υπεράσπισης μίας υπόθεσης επιβάλλει για την πληρότητα της υπεράσπισης και
την προβολή του σχετικού (επιθετικού ή αμυντικού) ισχυρισμού.
Πρόσφατα σε υπόθεση συκοφαντικής δυσφήμισης, το Δικαστήριο
(Μον.Πλ.Ιωανν.) αφού άκουσε τόσο την ανάπτυξη της σχετικής ένστασης από την
υπεράσπιση του εκεί κατηγορούμενου, όσο και την αντίκρουσή της από την πλευρά
των συνηγόρων που παρίσταντο προς υποστήριξη της κατηγορίας, με την αντίστοιχη
επίκληση και προσκόμιση θεωρίας και νομολογίας, αρχικά επιφυλάχθηκε και
προχώρησε στην αποδεικτική διαδικασία. Μετά από πολύωρη διαδικασία και αφού
είχε ολοκληρωθεί μόνο η εξέταση του παριστάμενου προς υποστήριξη της
κατηγορίας, τέθηκε το ζήτημα της ανεύρεσης πιθανών δικασίμων για τη συνέχιση
της δίκης και το δικαστήριο διέκοψε για αναψυχή. Μετά τη διακοπή αιφνιδίως το
Δικαστήριο, με αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση, ανακοίνωσε ότι τελικά
συντάσσεται με την ΑΠ 487/19 και συνεπώς δεν έχει τελεστεί αντικειμενικώς το
αδίκημα, λόγω της μη ιδιότητας του τρίτου στα πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς,
δικηγόροι, δικαστικοί γραμματείς κλπ) που είχαν λάβει γνώση των ένδικων
ισχυρισμών. Κατά της απόφασης αυτής (κατόπιν σχετικής αίτησης προς την
Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων) υποβλήθηκε έφεση (215/2019 Εισ.Εφ.Ιωανν)* βάσει
της οποίας «σύμφωνα με την άποψη που το ανωτέρω Δικαστήριο υιοθέτησε ως
ορθότερη, δεν δύναται να θεωρηθεί “τρίτος” των οικείων διατάξεων, πρόσωπο θεσμικά
εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις κλπ., αφού τα πρόσωπα
αυτά, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, αποβάλλουν την προσωπική τους
ταυτότητα και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον ανατιθέμενο σ’ αυτούς θεσμικό ρόλο.
Με την ως άνω όμως παραδοχή, την οποία διέλαβε στο σκεπτικό η προσβαλλόμενη υπ’
αριθμ. 1797/23-09-2019 απόφαση Μον.Πλημμ.Ιωανν, σχετικά με την αξιόποινη πράξη
της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή, προέβη σε
εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων
362-363 Π.Κ., καθόσον στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται
οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι
δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή
της διάδοσης, ενόψει μάλιστα και του ότι και από τη γραμματική ακόμη διατύπωση
του κειμένου των διατάξεων (362-363 Π.Κ.), συνάγεται ευθέως ότι «τρίτος» είναι
κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δε
γίνεται σ’ αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι, κατά
το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις κλπ. Επομένως, το ανωτέρω
Δικαστήριο κηρύσσοντας αθώους τους κατηγορουμένους, με βάση την ανωτέρω
παραδοχή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως
άνω διατάξεων.».
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η ακόμη πιο πρόσφατη
Διάταξη 20/16.3.2020 του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου*, η οποία, πέραν της
βασικής παραδοχής της ότι η συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του «τρίτου» δεν
δικαιολογείται από τη γραμματική και την τελολογική ερμηνεία των οικείων
διατάξεων, εν συνεχεία, ακολουθώντας τις σκέψεις της ΑΠ 789/2019 (Α2Πολιτικό
Τμήμα), επισημαίνει: «οι δικαστικοί, γραμματείς κλπ δεν παύουν ως άνθρωποι να
γίνονται κοινωνοί μίας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι
ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχουν πάντα τη δυνατότητα να ερευνήσουν την
ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως πχ σε περίπτωση παραγραφής,
εκπρόθεσμης υποβολής εγκλήσεως κλπ) είτε διότι περιορίζεται δικονομικά το
αντικείμενο της έρευνας τους, όπως συμβαίνει όταν στο δικόγραφο
περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου και άσχετοι προς αυτό,
δυσφημιστικοί ισχυρισμοί. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης να αποβλέπει στην
πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα
μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση
του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη».
Παραμένει επομένως μάλλον κρατούσα (και κατά την άποψη του
γράφοντος και ορθή) η άποψη ότι τα πρόσωπα που θεσμικά λαμβάνουν γνώση
δυσφημιστικών ισχυρισμών (είτε
είναι δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι, δικαστικοί
επιμελητές κλπ είτε υπό τυχόν διασταλτική ερμηνεία αυτής της προσέγγισης, μέλη
πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, Ανεξάρτητων Αρχών κλπ) υπάγονται στην έννοια
του τρίτου των άρθρων 362-363 ΠΚ, τυχόν δε προσπάθειες προσδιορισμού /
περιορισμού της έννοιάς της, είναι αντίθετες τόσο με το γράμμα του νόμου όσο
και με την επιδιωκόμενη από το νομοθέτη προστασία του συγκεκριμένου έννομου
αγαθού. Ωστόσο με βάση τα ανωτέρω, η μόνη πλέον λύση είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος
σε επίπεδο Ολομέλειας.
Αναδημοσίευση απο NOVACRIMINALIA ΤΕΥΧΟΣ ΝΟ 9 / ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου